Γιώργος Ιωάννου "Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιώργος Ιωάννου "Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ" Συλλογή: Η μόνη κληρονομιά

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Τα τείχη της Θεσσαλονίκης 

Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ

Περίληψη κειμένου: Το διήγημα ασχολείται με την πορεία δύο οικογενειών που προέκυψαν από το γάμο προσφύγων από τη Θράκη. Δύο νεαρές προσφυγοπούλες αναγκάζονται από την οικογένειά τους να παντρευτούν εσπευσμένα (με έναν μαραγκό κι έναν χτίστη, αντίστοιχα) ώστε να μπορέσουν να πάρουν κάποιο από τα οικόπεδα που μοίραζε το κράτος στους πρόσφυγες. Στο γλέντι του γάμου θα σημειωθούν πολλά ευτράπελα, τα οποία θα προξενήσουν ιδιαίτερη ενόχληση στην κουμπάρα, η οποία ανήκε στις αρχοντικές οικογένειες της Θράκης.
Λίγες μέρες μετά το γάμο τα δύο αντρόγυνα θα παρουσιαστούν στην επιτροπή για να διαλέξουν το οικόπεδο που τους αναλογούσε. Από τις διάφορες περιοχές της Θεσσαλονίκης εκείνοι θα προτιμήσουν την περιοχή του Εσκί Ντελίκ, ψηλά στα κάστρα της πόλης, όπου και θα χτίσουν τα σπίτια τους.
Λίγα χρόνια μετά το γάμο οι δύο οικογένειες θα αρχίσουν να μετρούν τις απώλειές τους. Η σύζυγος του μαραγκού, η οποία ήταν αλαφροΐσκιωτη, όπως τη χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, θα πεθάνει πρώτη, από εχινόκοκκο. Μετά από λίγο καιρό θα πεθάνει από πνευμονία και ο χτίστης, με αποτέλεσμα να απομείνουν ένας από κάθε ζευγάρι και από κοινού να έχουν την ευθύνη των αγοριών του ξυλουργού και της κόρης του χτίστη. Οι θάνατοι αυτοί θα επηρεάσουν ιδιαίτερα το χτίστη, ο οποίος θα αρχίσει να πίνει για να ξεχάσει τόσο το χαμό της γυναίκας του όσο και το χαμό του φίλου του.
Ο συγγραφέας αναφέρει, επίσης, πως την περίοδο των σεισμών της Ιερισσού εκείνος μαζί με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο σπίτι των προσφύγων αυτών, μιας και ήταν πιο ασφαλές και σταθερό από το δικό τους. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιας συγγένειας του Ιωάννου με τις δύο οικογένειες των προσφύγων.

Στα χρόνια της Κατοχής τα παιδιά των προσφύγων θα βγαίνουν στους δρόμους και θα πωλούν διάφορα μικροαντικείμενα, συντηρώντας έτσι τις οικογένειές τους, ενώ στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, θα συμμετάσχουν στις πολεμικές αναμετρήσεις, έχοντας πεισθεί ότι θα έχουν κάποιο όφελος. Το τέλος, όμως, του εμφυλίου θα βρει τα αγόρια του ξυλουργού θα βρεθούν άνεργα και θα αναγκαστούν να μεταναστεύσουν στη Γερμανία.
Με τα αρσενικά της οικογένειας να έχουν φύγει όλα στη Γερμανία, απομένουν μόνο ο ξυλουργός με τη γυναίκα και την κόρη του χτίστη. Ενώ, σύντομα, θα έρθει από τη Γερμανία κι ένας νεαρός, φίλος των αγοριών, ο οποίος θα διεκδικήσει την κόρη του χτίστη και παρά τη μεγάλη της ηλικία θα την παντρευτεί και θα αρχίσει να αποκτά μαζί της παιδιά, δίνοντας και πάλι ζωή στο σπίτι που είχε αρχίσει να ερημώνει. 


Στοιχεία τεχνικής

1. Μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση

Είναι μια μορφή αφήγησης στην οποία τα πάντα μας δίνονται από την οπτική γωνία ενός μονάχα προσώπου, το οποίο μπορεί να μετέχει στα εξιστορούμενα ή απλώς να παρακολουθεί ως θεατής και να μας τα αφηγείται. Η εσωτερική ζωή ανήκει σ’ ένα μόνο πρόσωπο, τα υπόλοιπα αφηγηματικά πρόσωπα, όταν υπάρχουν, δίνονται εξωτερικά, δηλαδή όπως τα βλέπει, τα ακούει το ένα αφηγηματικό πρόσωπο. Η μονομερής αφήγηση δεν είναι υποχρεωτικό να διατυπώνεται σε πρώτο πρόσωπο, αν και αυτή είναι η συνήθης τακτική. (Αντίθετη της μονοεστιακής είναι η πολυμερής αφήγηση, όπου τα γεγονότα μας δίνονται με βάση τον τρόπο με τον οποίο τα ζουν διάφορα πρόσωπα, από ένα «παντογνώστη» αφηγητή).

2. Διάσπαση του αφηγηματικού θέματος

Το κείμενο σχηματίζεται από θεματικές ψηφίδες, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με διάφορες εσωτερικές ή εξωτερικές συνάφειες. Ο, τι συνδέει τις θεματικές ψηφίδες δεν είναι η χωρική ή χρονική αλληλουχία, αλλά η αλληλεγγύη τους προς την ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο αφηγητής την ώρα που αφηγείται. Με άλλα λόγια, στην τεχνική του διασπασμένου θέματος, που κυριαρχεί στην πεζογραφία του Ιωάννου, δεν έχουμε την κλασική μορφή διηγήματος με αρχή, μέση, τέλος, με δέση, κορύφωση και λύση αλλά τα γεγονότα εκτίθενται με τη σειρά που παίρνουν συνειρμικά στη συνείδηση του συγγραφέα, ενώ ταυτόχρονα παρεμβάλλονται σκέψεις και συναισθήματα.

3. Σύνθεση του χρόνου

Πρόκειται για τη σύνθεση παρόντος-παρελθόντος και γενικότερα διαφορετικών χρονικών στιγμών, η οποία είναι αλληλένδετη με την τεχνική του διασπασμένου θέματος. Σύμφωνα με την τεχνική αυτή η αφήγηση μπορεί να ξεκινά από το παρόν ή το παρελθόν, αλλά δεν αποτελεί την αφετηρία μιας αφήγησης που προχωρεί γραμμικά προς όλο και μεταγενέστερες στιγμές. Η μετάβαση από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα είναι συνεχής, παρακολουθώντας τη συνειρμική ροή της σκέψης και την ψυχική κατάσταση του αφηγητή.

Η αφήγηση στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ»: Ο συγγραφέας ξεκινά την αφήγησή του τριτοπρόσωπα χωρίς να υποδηλώνεται η δική του παρουσία σε όσα διαδραματίζονται. Μέχρι τη μέση σχεδόν του διηγήματος ο συγγραφέας δεν ταυτίζεται άμεσα με τον αφηγητή, όπως γίνεται συνήθως στα κείμενα του Ιωάννου, κι αυτό γιατί τα γεγονότα που μας παρουσιάζει έγιναν προτού ο ίδιος γεννηθεί ή όταν ήταν πολύ μικρός για να μπορεί να έχει αναμνήσεις από αυτά. Επομένως, αρκετά από τα γεγονότα που μας αναφέρει, ειδικά όσα σχετίζονται με το γάμο των δύο ζευγαριών, θα πρέπει να είναι πληροφορίες που αποκόμισε από διηγήσεις των δικών του ανθρώπων. Η πρώτη αυτοπρόσωπη παρουσία του συγγραφέα στα γεγονότα γίνεται στην κηδεία του χτίστη. Διαβάζουμε έτσι στην 6η σελίδα: «Πήγαμε και στη νέα κηδεία». Δεν έχουμε κάποια χρονολογική αναφορά για το πότε έγινε η κηδεία του χτίστη ώστε να γνωρίζουμε την ηλικία που είχε ο συγγραφέας σ’ εκείνη τη χρονική στιγμή. Η μόνη έμμεση χρονολογική αναφορά που έχουμε είναι αμέσως μετά όταν αναφέρεται στους σεισμούς της Ιερισσού, που ανάγκασαν την οικογένεια του συγγραφέα να μεταφερθεί στο σπίτι των δύο οικογενειών. Οι σεισμοί αυτή έγιναν το 1932 οπότε ο Ιωάννου που γεννήθηκε το 1927 θα ήταν τότε 5 χρονών. Προφανώς οι στιγμές που πέρασε ο συγγραφέας μαζί με τα παιδιά των δύο οικογενειών του ήταν πολύ δυσάρεστες γι’ αυτό και παρά την μικρή του ηλικία έχει ακόμη αναμνήσεις από τη σύντομη παραμονή του εκεί.
Ο συγγραφέας παρουσιάζεται ξανά όταν αναφέρεται στην περίοδο της Κατοχής (1941-1944). «Στην Κατοχή, αντίθετα απ’ ό,τι θα φανταζόταν κανείς, δεν υπόφεραν καθόλου περισσότερο από μας, που τάχατες ήμασταν κάτι και κατοικούσαμε στα μέγαρα.» Δεν κάνει εμφανή την παρουσία του στα χρόνια του Εμφυλίου (1946-1949) και παρουσιάζεται ξανά όταν γίνεται η μετανάστευση του δεύτερου γιου του μαραγκού, κάποια στιγμή από το 1950 και μετά. «Πήγαμε ξημερώματα στο σταθμό να τον ξεπροβοδήσουμε. Ήταν όλο το σόι εκεί κι έλεγαν αστεία...» Από την αναφορά του αφηγητή ότι ήταν όλο το σόι εκεί έχουμε μια ακόμη επιβεβαίωση ότι τα πρόσωπα για τα οποία μιλά ο συγγραφέας είναι συγγενείς του, έστω κι αν δε γνωρίζουμε το βαθμό της συγγένειας. Ξέρουμε ήδη ότι η οικογένειά του πήγε στις κηδείες που έκαναν οι δύο οικογένειες αλλά και το γεγονός ότι κατέλυσαν στο δικό τους σπίτι όταν γίνονταν οι σεισμοί.
Από το σημείο αυτό έχουμε μερικές ακόμη εμφανίσεις του συγγραφέα, μέχρι που στην τελευταία παράγραφο το κείμενο περνά ολοκληρωτικά στο πρώτο πρόσωπο και η κατάληξη του διηγήματος αφορά αποκλειστικά τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ίδιου του συγγραφέα. «Τριγυρνούσα τον περασμένο Αύγουστο στα κάστρα και στις εκκλησίες της Άνω πόλης μ’ ένα φίλο από την πρωτεύουσα....»

Οι «ανώνυμοι» ήρωες του διηγήματος: Σε όλο το διήγημα ο συγγραφέας δεν αναφέρει τα ονόματα των πρωταγωνιστών και μας μιλά γι’ αυτούς χαρακτηρίζοντάς τους με βάση το επάγγελμά τους ή το χαρακτήρα τους. Ο χτίστης, ο μαραγκός, η αλαφροΐσκιωτη. Μας διηγείται τη ζωή τους, μας μιλά για τη ζωή των παιδιών τους αλλά ποτέ δεν μας λέει τα ονόματά τους, ούτε πότε ακριβώς συνέβησαν όλα αυτά που καταγράφει. Ο λόγος για τον οποίο ο συγγραφέας δεν μας δίνει αυτές τις πληροφορίες είναι γιατί δεν έχει την πρόθεση να διηγηθεί την ιστορία των συγκεκριμένων προσώπων. Θέλει να μας μιλήσει γενικά για το πώς ήταν η ζωή των ανθρώπων τις δύσκολες εποχές που ακολούθησαν τα χρόνια της προσφυγιάς και γι’ αυτό δεν ονοματίζει τους ήρωές του. Οι βιαστικοί γάμοι, ο ξεπεσμός των αρχοντικών οικογενειών μετά την προσφυγιά, οι αρρώστιες, οι θάνατοι, οι οικονομικές δυσκολίες αλλά και η μάστιγα της μετανάστευσης δεν αφορούν μόνο τα συγκεκριμένα πρόσωπα, είναι γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή πολλών ανθρώπων. Αφήνοντας, επομένως, ανώνυμους τους πρωταγωνιστές της ιστορίας του, μας επιτρέπει ο συγγραφέας να εκλάβουμε τη ζωή των προσώπων αυτών σαν ένα παράδειγμα, με γενικότερη εφαρμογή, για το πώς ήταν η ζωή στα ταραγμένα εκείνα χρόνια.

Οι θεματικές του διηγήματος: Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου καταπιάνεται με μερικές προσφιλείς θεματικές του που τις συναντάμε σε πολλά από τα κείμενά του. Αναλυτικότερα έχουμε:
1. Το θέμα των γάμων που γίνονται μεταξύ των προσφύγων βιαστικά και χωρίς να προϋπάρχει έρωτας ή αγάπη ανάμεσα στα ζευγάρια, για να μπορέσουν ως οικογένειες πλέον να διεκδικήσουν τούρκικα κτήματα από την επιτροπή εποικισμού.
2. Ο ξεπεσμός των αρχοντικών οικογενειών της Ανατολικής Θράκης που προκλήθηκε από την προσφυγιά. Άνθρωποι που είχαν μεγάλες περιουσίες στην πατρίδα τους, ερχόμενοι στην Ελλάδα βρίσκονται ξαφνικά χωρίς χρήματα και χωρίς τις πηγές των εσόδων τους. Η ξαφνική αυτή αλλαγή τους προκαλεί μεγάλη στενοχώρια και τους αναγκάζει να συναναστραφούν με ανθρώπους χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.
3. Οι αρρώστιες και οι συχνοί θάνατοι. Ο συγγραφέας αναφερόμενος στα χρόνια του μεσοπολέμου αλλά και τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια έρχεται συχνά αντιμέτωπος με τις δύσκολες συνθήκες ζωής των ανθρώπων που δεν είχαν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν ακόμη και απλές ασθένειες και πέθαιναν συχνά πολύ νέοι.
4. Εμφύλιος. Ο συγγραφέας μη θέλοντας να πάρει θέση για τα γεγονότα του εμφυλίου προσπερνά τα χρόνια αυτά γράφοντας απλώς «έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους....». Αν και η περίοδος του εμφυλίου πολέμου είναι παρούσα στη ζωή των ηρώων του διηγήματος, ο συγγραφέας αρνείται να ταχθεί με το μέρος των με ή των δε και με μια μικρή αναφορά προσπερνά αυτό το επίπονο κομμάτι της ιστορίας.
5. Μετανάστευση. Η περίοδος που ξεκίνησε για την Ελλάδα μετά το τέλος του Εμφυλίου απασχολεί ιδιαίτερα το συγγραφέα και του προκαλεί μεγάλη αγανάκτηση. Πάρα πολλοί νέοι κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 έφυγαν από τη φτωχή Ελλάδα για να μπορέσουν να επιβιώσουν και πήγαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως στη Γερμανία αλλά και ακόμη μακρύτερα (ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς). Το ξεγύμνωμα της Ελλάδας από τη νεολαία της είναι μια πληγή που ενοχλεί πολύ το συγγραφέα γι’ αυτό και κλείνοντας το διήγημα αυτό, λέει πώς θα ήθελε να δει τους υπεύθυνους για τη μετανάστευση να πληρώσουν. Σκέφτεται ότι η πλέον ταιριαστή τιμωρία θα ήταν ο θάνατος και κοιτώντας έναν πλάτανο σχολιάζει σαρκαστικά «Έχει πολλά και γερά κλωνάρια, που σηκώνουν αρμαθιές ολόκληρες...» Στα κλαδιά του πλατάνου δηλαδή θα μπορούσαν να κρεμάσουν πολλούς από τους υπεύθυνους αυτής της εθνικής συμφοράς.

Προσφυγιά – Μετανάστευση

Το 1923 η Συνθήκη της Λωζάννης τερματίζει τον πόλεμο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, επιβάλλοντας μεταξύ άλλων την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στις δύο χώρες. Αποτέλεσμα της συμφωνίας αυτής είναι να βρεθούν χιλιάδες ελληνόφωνοι της Ανατολικής Θράκης πρόσφυγες στην Ελλάδα. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και οι γονείς του συγγραφέα, ο οποίος έκτοτε μεγαλώνει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που συχνά – πυκνά θυμάται την ιδανική ζωή της προγονικής πατρίδας και διαμαρτύρεται για τη ζωή στην Ελλάδα. Στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» ο συγγραφέας ξεκινά με τις επιπτώσεις της προσφυγιάς και καταλήγει στις επιπτώσεις της μετανάστευσης.
Και στις δύο περιπτώσεις οι άνθρωποι φεύγουν από την πατρίδα τους για να ζήσουν σε μια άλλη χώρα αλλά ενώ στην πρώτη περίπτωση κυριαρχεί το στοιχείο του εξαναγκασμού στη δεύτερη κυριαρχεί το στοιχείο της επιλογής. Τα άτομα που μεταναστεύουν κατά κάποιο τρόπο το επιλέγουν καθώς προτιμούν να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη σε μια άλλη χώρα από το να μείνουν και να προσπαθήσουν να επιβιώσουν στις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στην πατρίδα τους. Για τον Ιωάννου όμως ακόμη και η μετανάστευση γίνεται εξαναγκαστικά γι’ αυτό και θεωρεί ότι υπάρχουν υπεύθυνοι γι’ αυτή την κατάσταση που πρέπει να πληρώσουν.

Η στάση του συγγραφέα απέναντι στα γεγονότα: Ο Ιωάννου στα διηγήματά του δεν επιχειρεί να δημιουργήσει συγκίνηση στον αναγνώστη δραματοποιώντας τις καταστάσεις και χρησιμοποιώντας συγκινησιακή γλώσσα. Καταγράφει όσα έχουν συμβεί με τρόπο λιτό και ρεαλιστικό, αφήνοντας τα ίδια τα γεγονότα να μιλήσουν στον αναγνώστη. Αρρώστιες, θάνατοι και βίαιοι αποχωρισμοί δίνονται με λίγες λέξεις, συνοπτικά και χωρίς περιττές συναισθηματολογίες. Ο συγγραφέας παραμένει αποστασιοποιημένος και παρατηρεί σαν θεατής τα διαδραματιζόμενα.
Στο συγκεκριμένο διήγημα διακρίνουμε κάποτε τη συγκίνηση του συγγραφέα μέσα από τα σχόλια που κάνει καθώς διηγείται. Συγκεκριμένα, διαπιστώνουμε την ιδιαίτερη συγκίνηση του συγγραφέα την ημέρα της αναχώρησης για τη Γερμανία του γιου του μαραγκού, καθώς γράφει: «Κι όταν το τραίνο αργοξεκίνησε και το κάθε παιδί φώναξε τη λέξη του, κουνώντας τα χέρια, μου φάνηκε πώς άκουσα αμέτρητα πετροβολήματα κι ένιωσα την ανάγκη να σκύψω.»
Και πάλι, στο τέλος του διηγήματος, εκεί που ο συγγραφέας κοιτά τον πλάτανο και σκέφτεται ότι θα μπορούσαν στα κλαδιά του να κρεμάσουν τους υπεύθυνους για τη μετανάστευση, είναι εμφανής η αγανάκτηση που αισθάνεται για τη φυγή τόσων νέων ανθρώπων.

Η ειρωνεία του συγγραφέα: Ο συγγραφέας αν και καταγράφει τα γεγονότα αυτά γιατί τον απασχόλησαν πολύ και κατά κάποιο τρόπο διαμόρφωσαν την ψυχοσύνθεσή του, διατηρεί την ανεξαρτησία του απέναντι στα πρόσωπα της ιστορίας. Καταφέρνει, δηλαδή, να παραμείνει συναισθηματικά ανεξάρτητος ώστε να μπορεί να ειρωνεύεται ανά διαστήματα συμπεριφορές που του φαίνονταν υπερβολικές, καθώς και κάποια πρόσωπα που δεν τα ενέκρινε.
Η ειρωνεία του συγγραφέα χρωματίζει την αφήγηση των γεγονότων του γάμου, καθώς θεωρεί υπερβολική τη στάση της νεαρής κουμπάρας, «αλαζονική και ολοφάνερα μουτρωμένη» αλλά και το μεγάλο μεθύσι των γαμπρών. «... οι παρεξηγήσεις, και ιδίως το επεισόδιο με την κουμπάρα, είχαν προκαλέσει στους νιόγαμπρους τραύματα ψυχικά, που σήκωναν πολύ κρασί».
Ειρωνική είναι και η στάση του συγγραφέα απέναντι στη γεροντοκόρη που απορούσε με τη γρήγορη γονιμοποίηση των γυναικών: «Μα, με το πρώτο πια, με το πρώτο.... Αυτηνής ο νους όλο στο κεχρί έτρεχε».
Έντονος είναι ο αυτοσαρκασμός του συγγραφέα όταν αναφέρεται στην παραμονή του με τις οικογένειες των ηρώων του διηγήματος: «Ήμουν σαν ένα κλωσσόπουλο της μηχανής, που έπρεπε να τα βγάλει πέρα με κολοπετσωμένα κοτόπουλα κλώσας.»
Ο συγγραφέας διατηρεί μιαν αρνητική στάση απέναντι στις γυναίκες, η οποία είναι ιδιαίτερα έκδηλη όταν σχολιάζει τις ξένες νύφες που έφερναν τα παιδιά από τη Γερμανία: «κάθε τόσο όμως κουβαλούν κι από καμιά ξελιγωμένη ξένη, κολλημένη σα βέλα πάνω τους». Και λίγο μετά σχολιάζει: «Τους άλλους τους κατάπιαν οι ακόρεστες ξένες.»
Όλα τα αγόρια των δύο οικογενειών έχουν φύγει για τη Γερμανία και αυτό στενοχωρεί το συγγραφέα: «Τα παιδιά του χασικλή και της χαζούλας θα συνεχίσουν την οικογένεια.»

Τα πρόσωπα του κειμένου: Το ένα ζευγάρι ήταν ο μαραγκός με την κοπέλα που ο συγγραφέας χαρακτηρίζει «αλαφροΐσκιωτη» και οι οποία πέθανε πρώτη απ’ όλους από εχινόκοκκο. Το ζευγάρι αυτό απέκτησε τρία αγόρια, από το οποία το δεύτερο έφυγε πρώτο για τη Γερμανία και μετά κατάφερε να πάρει και τ’ αδέρφια του κοντά του.
Το δεύτερο ζευγάρι ήταν ο χτίστης με τη γυναίκα του. Από το ζευγάρι αυτό πέθανε ο άντρας, ο χτίστης δηλαδή. Στο κείμενο δεν αναφέρεται ακριβώς πόσα παιδιά απέκτησε αυτό το ζευγάρι αλλά ξέρουμε ότι στο τέλος επέζησαν η κόρη, που ήταν το μεγαλύτερο παιδί τους, καθώς και δύο αγόρια. Ένα ή δύο αγόρια πέθαναν από εχινόκοκκο.
Τελευταίο ζευγάρι, είναι η μεγαλύτερη κόρη του χτίστη που παντρεύτηκε έναν φίλο του μεγάλου της αδερφού.

Οι χρονολογίες της ιστορίας: Η ιστορία ξεκινά λίγο μετά την προσφυγιά που δημιούργησε η ανταλλαγή πληθυσμών, δηλαδή λίγο μετά το 1923.
Οι σεισμοί της Ιερισσού έγιναν το 1932.
Η Κατοχή το 1941 – 1944.
Ο Εμφύλιος κορυφώθηκε το 1946 μέχρι το 1949.
Η μετανάστευση ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 και κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1960.

Ο Γιώργος Ιωάννου μπαίνει στο χώρο της πεζογραφίας και καταξιώνεται με ένα του δημιούργημα, το Πεζογράφημα. Πρόκειται για πρόζες που εμπεριέχουν ανάμεικτα τα χαρακτηριστικά του χρονικού, του δοκιμίου και του διηγήματος και που συμπληρώνονται με συμπεράσματα, σκέψεις και σχόλια του συγγραφέα. Είναι, όπως λέει, κάτι σαν εξομολογητικό δοκίμιο ή το ευρύτερο και μάλλον άγνωστο από αλλού είδος, που βρίσκεται μεταξύ δοκιμίου και αφηγήματος. Κατορθώνει μ' αυτό το είδος να πει αυτά που θέλει να πει και συγχρόνως να κάνει τέχνη. Αναμειγνύοντας τα στοιχεία του δοκιμιακού λόγου με τις φαντασιώσεις του, που πηγάζουν από την ποιητική του φλέβα, σε μια λογοτεχνική απόδοση, δημιουργεί συνειδητά ένα κείμενο που δεν είναι μόνο διήγημα ή δοκίμιο, χρονικό ή ιστορία, αλλά μέσα του συνυφαίνονται στοιχεία από τα είδη που προαναφέραμε. Πολλά από τα έργα του δεν είναι παρά μια αλυσίδα συνειρμών, ενώ υπάρχουν στοιχεία δοκιμιακής γραφής, όπως η ταξινόμηση και τα σχόλια στο τέλος κάθε κομματιού.
Ακόμα και τα κείμενα της Μόνης Κληρονομιάς, που ο ίδιος χαρακτηρίζει διηγήματα, δεν έχουν τα βασικά στοιχεία του είδους, πχ. κεντρικό ήρωα, πλοκή, μύθο, ενότητα τόπου και χρόνου (βλ. τα Περιμένοντας το λογαριασμό, Ο παλιός αέρας) και ελάχιστα, όπως Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας, πλησιάζουν περισσότερο τις παραδοσιακές φόρμες .
Σε ό,τι αφορά το θάνατο, προσπαθεί να δώσει απαντήσεις στα αναπάντητα ερωτήματα που βασανίζουν κάθε άνθρωπο, όπως το ερώτημα τι μπορεί να μας στηρίξει, ώστε να ζούμε ξεχνώντας την ύπαρξη του τέλους. Συχνά επισημαίνει τη ματαιότητα της ζωής, αλλά ανακαλύπτει τον τρόπο να δώσει νόημα στη ζωή του, ανακαλύπτει τη λογοτεχνία. Δίνει σ' αυτήν τον εαυτό του και βρίσκει σ' αυτήν το στήριγμα και την ελπίδα που θα καταξιώσουν την ύπαρξή του και θα απογυμνώσουν το θάνατο αφήνοντάς του μόνο το βιολογικό του ένδυμα. Η αρχική του ανησυχία και ο φόβος για το θάνατο θα μεταβληθούν σε αγωνία για την επιτυχία του έργου του. Γνωρίζοντας ότι δεν είναι αθάνατος, θα επιδιώξει την αθανασία μέσα από αυτό.
Η Θεσσαλονίκη περισσότερο, η Αθήνα λιγότερο, οι άνθρωποι της πόλης, οι πρόσφυγες, οι αναφορές στα παιδικά του χρόνια και την Κατοχή είναι τα κυριότερα θέματα που θα συναντήσουμε στο έργο του. Ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του το αφιερώνει, όπως είναι γνωστό, στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που τον γοητεύει και τον συγκινεί. Η Μόνη Κληρονομιά έχει εξολοκλήρου γραφτεί με σκηνικό τη Θεσσαλονίκη.
Ο ίδιος χαρακτηρίζει βιωματική την πεζογραφία του. "Νομίζω ότι το κλειδί της δουλειάς μου, είναι η βιωματικότητα", λέει σε συνέντευξή του στην Ελευθεροτυπία. "Δεν μπορείς να γράφεις καλά, να εκφραστείς με πληρότητα …αν αυτά τα πράγματα δεν τα έχεις κατά κάποιο τρόπο ζήσει". Και αλλού, στο περιοδικό Η λέξη, αντιδιαστέλλει τους όρους βιωματικό - αυτοβιογραφικό: "Τα κείμενά μου στηρίζονται στα βιώματά μου …αλλά δεν είναι αυτοβιογραφικά, δεν έχουν πρώτα-πρώτα το βασικό χαρακτηριστικό της αυτοβιογραφίας το αδιάσπαστο". Οπωσδήποτε θεωρεί το βίωμα ως ένα σημαντικό στοιχείο της καλής λογοτεχνίας και χρησιμοποιώντας το πρώτο γραμματικό πρόσωπο δίνει στον αναγνώστη του την εντύπωση ότι αυτοβιογραφείται.
Αξιοπρόσεκτος στα κείμενά του είναι και ο συνειρμός. Ένα όνομα, ένα περιστατικό, μια εικόνα, τα τοπωνύμια, οι χώροι, οι πλατείες μπορεί να γίνουν αφορμή για μια επιστροφή στο παρελθόν με μια σειρά από συνειρμούς.
Οι σύντομες προτάσεις, οι μικρές περίοδοι δίνουν μια κοφτή και ξεκάθαρη μορφή στο λόγο του και νομίζω ότι πηγάζουν από την ενασχόλησή του με τη δημοτική μας ποίηση, ενώ η έλλειψη περιγραφών της φύσης και οι σύντομες αποδόσεις των συναισθημάτων έχουν ως αποτέλεσμα ένα λιτό, διαυγές και περιεκτικό ύφος. Την εικόνα συμπληρώνει ένα υποδόριο χιούμορ, με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού σε κάποια σημεία.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...