Δάντης Αλιγκέρι, Θεία Κωμωδία, Κόλαση «Άσμα τρίτο» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Δάντης Αλιγκέρι, Θεία Κωμωδία, Κόλαση «Άσμα τρίτο»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Patricia Jensen

Δάντης Αλιγκέρι Θεία Κωμωδία Κόλαση «Άσμα τρίτο»  

Στο 3ο άσμα, από τα 33 που συνιστούν την ενότητα της Κόλασης, ο Δάντης αναφέρεται στους ανθρώπους εκείνους που με τη στάση που κράτησαν στη ζωή τους κατέληξαν ν’ αποτελούν ένα τόσο μεγάλο όνειδος, ώστε να είναι ανεπιθύμητοι ακόμη και στην κόλαση. Οι άνθρωποι αυτοί όσο ζούσαν υπήρξαν δειλοί και δεν πήραν ποτέ μια ξεκάθαρη θέση ανάμεσα στο καλό και το κακό. Παρέμειναν αμέτοχοι παρατηρητές, χωρίς να υπερασπιστούν ποτέ τις αξίες τους έμειναν σιωπηλοί απέναντι στις άνομες πράξεις και απέφυγαν, ιδίως σε κρίσιμες περιόδους, να αναλάβουν τις ευθύνες τους ως μέλη του κοινωνικού συνόλου.
Η δειλία τους αυτή και το γεγονός ότι προτίμησαν την απραξία, την κοινωνική απόσυρση και την απάθεια, τους καθιστά συνυπεύθυνους για όλες τις αδικίες, καθώς δεν τόλμησαν ποτέ να υπερασπιστούν το δίκαιο και το καλό. Με τη σιωπή και την ατολμία τους διευκόλυναν την υπερίσχυση της αδικίας, αφού ήταν σα να συναινούν σε όλες τις άνομες πράξεις που είδαν να συμβαίνουν και δεν προσπάθησαν να τις αποτρέψουν.
Έτσι, οι άνθρωποι αυτοί, που όσο ήταν ζωντανοί νόμιζαν πως με το να μένουν αμέτοχοι και να μην ορθώνουν ποτέ το ανάστημά τους είχαν κάνει τη σωστή επιλογή, καταλήγουν να έχουν τη χειρότερη μοίρα απ’ όλους. Καταλήγουν να μην ανήκουν πουθενά, ούτε στην Κόλαση ούτε στον Παράδεισο. Όπως στη ζωή τους δε θέλησαν ποτέ να πάρουν μιαν απόφαση, δεν τόλμησαν ποτέ να επιλέξουν, έτσι και μετά το θάνατό τους παραμένουν αιώνια ανένταχτοι, αιώνια αποδιωγμένοι κι απ’ τα ουράνια κι από τον Άδη.
Ο Δάντης κάνει εδώ ένα καίριο σχόλιο για τους πολίτες που προτιμούν την ηρεμία μιας φαινομενικά φιλήσυχης ζωής, καθώς επί της ουσίας οι ίδιοι αυτοί πολίτες με την απραξία τους επιτρέπουν στους «κακούς» της κοινωνίας πλήρη ελευθερία κινήσεων. Έτσι ό,τι μοιάζει με ουδέτερη αποστασιοποίηση από τα δρώμενα της κοινωνικής ζωής, είναι στην πραγματικότητα εγκληματική αδιαφορία και ως εκ τούτου τιμωρείται βαρύτατα.

«Από εμένα περνούν στην πονεμένη χώρα,
από εμένα περνούν στη θλίψη την αιώνια,
από εμένα περνούν μέσ’ στον χαμένον κόσμο.

Δικαιοσύνη έχει τον Άφθαστο κινήσει
που μ’ εποίησε· η Δύναμη έστησέ με η θεία,        5
η ασύγκριτη Σοφία και η Αγάπη η πρώτη.

Πλάσμα πριν απ’ εμέ κανένα δεν εστάθη,
παρά μόνον αιώνια, κι εγώ αιώνια μένω.
Αφήστε κάθ’ ελπίδα σεις που μέσα πάτε!»

Η επιγραφή αυτή, χαραγμένη στην πύλη της κολάσεως, προειδοποιεί όσους τη διαβαίνουν πως εισέρχονται σε μια χώρα γεμάτη πόνο και αιώνια θλίψη, σ’ έναν κόσμο χαμένο. Έτσι, όσοι καταδικάζονται να βρεθούν στην κόλαση δεν έχουν να περιμένουν τίποτε άλλο πέρα από επώδυνα μαρτύρια και θλίψη, κι όλα αυτά αέναα επαναλαμβανόμενα σ’ έναν κόσμο που ισοδυναμεί με μια αιώνια κατάδυση στην ανυπαρξία. 
Ο κόσμος αυτός, ο κόσμος της κολάσεως, έχει δημιουργηθεί από τον ίδιο το Θεό, τον Άφθαστο, τον ασύγκριτο, με τη θεϊκή του δύναμη, έχοντας ως κίνητρο τη Δικαιοσύνη και οδηγό την άπειρη σοφία και αγάπη. Η ανάγκη ύπαρξης και απονομής δικαιοσύνης συνυφαίνεται με την ύπαρξη του Θεού, ο οποίος δημιουργεί εξαρχής την κόλαση ως το χώρο όπου θα κατέληγαν όσοι επέλεγαν το άδικο και την αμαρτία. Η κόλαση συνάμα λειτουργεί ως φόβητρο, ως αντικίνητρο για την επιλογή της αδικίας, γεγονός που καθιστά τη δημιουργία της μια πράξη αγάπης από τη μεριά του Θεού.
Μια πράξη αγάπης υπό την έννοια πως οι άνθρωποι γνωρίζοντας για την κόλαση, γνωρίζοντας για τον πόνο που τους περιμένει έτσι και θεωρήσουν τη γήινη υπόστασή τους τόσο σημαντική, ώστε να καταφύγουν σε αδικίες και πράξεις ακολασίας προκειμένου να την απολαύσουν στο μέγιστο δυνατό, κάνουν στη ζωή τους μια συνειδητή επιλογή. Έτσι, είτε θα διεκδικήσουν μια θέση στη διαρκή ευδαιμονία του Παραδείσου, ζώντας δίκαια και με αγάπη, είτε θα καταδικαστούν στα διαρκή μαρτύρια της Κολάσεως.
Πριν από τη δημιουργία της κόλασης δεν υπήρξε κανένα εφήμερο πλάσμα, παρά μόνο ο αιώνιος Θεός, όπως αιώνια θα υπάρχει και η κόλαση. Ένας χώρος παντοτινής καταδίκης, όπου όποιος εισέρχεται θα πρέπει να εγκαταλείπει κάθε ελπίδα, μιας δεν υπάρχει γι’ αυτούς καμία διαφυγή, αλλά και καμία προσδοκία καταλύσεως της κόλασης.  

Τα λόγια ταύτα σκοτεινά χρωματισμένα        10
είδα εγώ χαραγμένα στην κορφή μιας πύλης,
και «Δάσκαλ’», είπα ευθύς, «το νόημα με βαραίνει».

Κι αυτός με λογισμούς ανθρώπου βαθυγνώμου·
«Να παραιτήσεις εδώ πρέπει κάθε φόβο,
κάθε δείλιασμα πρέπει εδώ να ‘ναι σβησμένο.        15

Στον τόπο εφθάσαμε που εγώ σου ‘χω προείπει,
όπου τα πλήθη θέλει ιδείς τα πονεμένα,
που το καλό του Λογισμού έχουν χαμένο».

Ο ποιητής διαβάζοντας τη δυσοίωνη αυτή επιγραφή στρέφεται στον οδηγό του, το μεγάλο επικό ποιητή Βιργίλιο, ζητώντας παρηγοριά, καθώς η σκέψη πως πρόκειται να μπει σ’ αυτόν τον καταραμένο χώρο τον αναστατώνει.
Ο Βιργίλιος του υπενθυμίζει πως του έχει ήδη μιλήσει γι’ αυτόν τον άσχημο τόπο, όπου βρίσκεται πλήθος βασανιζόμενου κόσμου, και του ζητά να μην έχει κανένα φόβο και καμία δειλία. Άλλωστε, ο ποιητής περνά απ’ την κόλαση ως περιηγητής, δεν κινδυνεύει να μείνει εκεί στην κόλαση ανήκουν μόνο εκείνοι που έχουν χάσει τη λογική τους, μόνο εκείνη δηλαδή που θεώρησαν πως η επίγεια ζωή είχε μεγαλύτερη αξία απ’ τη μεταθανάτια ύπαρξη, και τώρα τιμωρούνται με βάναυσο τρόπο.

Κι ως έβαλε το χέρι στο δικό μου χέρι,
μ’ όψη χαροποιά που εχάρισέ μου θάρρος        20
μ’ έμπασε στων νεκρών τους μυστικούς κρυψώνες.

Στεναγμοί μέσα εκεί και κλάματα και θρήνοι
ηχολογούσαν στον αέρα δίχως άστρα,
ώστ’ ευθύς στην αρχή μ’ εκάμαν να δακρύσω.

Πολυδιάφορες γλώσσες, φοβερές βλαστήμιες,        25
λόγια του πόνου, οργής κραυγές, αποσβησμένες
και μεγάλες φωνές, και χεριών χτύποι αντάμα,

μια χλαλοή σηκώναν π’ άκοπα γυρίζει
σ’ εκείνον τον αιώνια σκοτεινόν αέρα,
ωσάν τον άμμο ανεμοστρόφιλο αν φυσάει.        30

Ο Βιργίλιος αφού δίνει θάρρος στον ποιητή με τα λόγια του, αλλά και με τη χαρωπή έκφραση του προσώπου του, περνά το Δάντη στους χώρους όπου κρύβονται οι ένοικοι της κολάσεως. Οι πρώτες εντυπώσεις που φτάνουν στον ποιητή δίνονται με ηχητικές εικόνες αναστεναγμοί, κλάματα και θρήνοι δονούν τον αέρα της κόλασης, φέρνοντας δάκρυα στον ποιητή, που συναισθάνεται τον πόνο των τιμωρούμενων.
Οι άνθρωποι αυτοί, όχι μόνο κλαίνε, αλλά και βρίζουν -στη γλώσσα του ο καθένας, μιας κι είναι συναγμένοι εκεί από όλα τα μέρη της γης-, φωνάζουν, χτυπούν δυνατά τα χέρια τους κι εκδηλώνουν με κάθε τρόπο την αγανάκτηση και την οργή τους. Οργή που υποδηλώνει πως δεν περίμεναν για κανένα λόγο να βρεθούν στην κόλαση.
Πρόκειται βέβαια για εκείνους τους «φιλήσυχους» ανθρώπους, που ποτέ δεν τόλμησαν να πάρουν ξεκάθαρη θέση υπέρ του δικαίου, που τώρα έκπληκτοι συνειδητοποιούν πως τιμωρούνται, όχι βέβαια για όσα έκαναν –πέρασαν άλλωστε τη ζωή τους σε πλήρη αδράνεια και ατολμία, ώστε ήταν σα να μην έζησαν ποτέ-, αλλά για όσα μπορούσαν και έπρεπε να πράξουν, αλλά δεν τα έπραξαν. Τιμωρούνται γιατί γύρισαν την πλάτη τους στο δίκαιο, γιατί είδαν το κακό να γίνεται γύρω τους και δε μίλησαν, γιατί είχαν τη δυνατότητα να λάβουν ενεργό ρόλο στην κοινωνία τους και δεν το έκαναν.
Κι οι φωνές τους τώρα γεμίζουν το σκοτεινό αέρα της κόλασης, σαν την άμμο που στροβιλίζεται υπό το πρόσταγμα ενός ανεμοστρόβιλου. Ένας αιώνια κινούμενος οδυρμός, που θα γεμίζει διαρκώς την κόλαση, ως υπενθύμιση της δίκαιης τιμωρίας που λαμβάνουν εκείνοι που ποτέ δεν υπερασπίστηκαν το δίκαιο.

Κι εγώ που το κεφάλι μού ‘ζωνεν η φρίκη,
έκραξα˙ «Δάσκαλέ μου, τι ‘ναι αυτό που ακούω;
και τι κόσμος, που λες τον έσβησεν ο πόνος;»

Κι αυτός· «Στην άθλια αυτή κατάσταση διαμένουν
των αχρείων εκείνων οι ψυχές, που δίχως        35
ατιμία και δίχως έπαινον εζήσαν.

Σμιχτές στέκουν μ’ εκείνη την κακή χορεία
των αγγέλων που μήτε εχθροί του Υψίστου εβγήκαν
μήτε πιστοί, αλλά μόνον του εαυτού τους μείναν.

Τους διώχνουν οι Ουρανοί να μη τους ασχημίσουν,        40
ουδ’ ο τρίσβαθος Άδης στέργει να τους έχει
γιατί δόξα απ’ αυτούς οι ένοχοι δε θα ‘χαν».

Στο άκουσμα αυτού του φριχτού θορύβου ο Δάντης εύλογα αναρωτιέται ποιοι είναι αυτοί που υποφέρουν τόσο, ώστε να θρηνούν με τέτοια ένταση απορία που εκφράζει στον ποιητή δάσκαλό του, το Βιργίλιο.
Ο Βιργίλιος ξεκινά εδώ να δίνει τα πρώτα στοιχεία για τους ανθρώπους που κρατούν τον πρώτο ρόλο στο 3ο άσμα. Πρόκειται για εκείνους τους ελεεινούς που έζησαν τη ζωή τους χωρίς να διαπράξουν κάποια ατιμία, αλλά και χωρίς να κερδίσουν κάποιον έπαινο, απέχοντας έτσι εξίσου απ’ το κακό κι απ’ το καλό.
Οι ψυχές αυτών των ανθρώπων συνυπάρχουν πλέον σε μια κοινή τιμωρία με τους αγγέλους που αποδείχτηκαν φαύλοι, όταν στη σύγκρουση που έγινε ανάμεσα στο Θεό και τον Εωσφόρο, τον έκπτωτο άγγελο, δεν πήραν το μέρος κανενός, αλλά προτίμησαν να προφυλάξουν τον εαυτό τους με μια δόλια ουδετερότητα.
Η υπολογισμένη ουδετερότητα που υπήρξε το κύριο χαρακτηριστικό τόσο των τιμωρούμενων αγγέλων όσο και αυτών των ανθρώπων, τους κατέστησε απεχθείς και στις δυο πλευρές. Τους διώχνουν έτσι οι Ουρανοί, για να μη μολυνθεί με την παρουσία τους η οσιότητα του Παραδείσου, αλλά δεν τους δέχεται ούτε η Κόλαση, καθώς με τη δειλία και την ατολμία που επέδειξαν, ατιμάζουν ακόμη και την έννοια του κακού. Ποια δόξα θα μπορούσε ποτέ να προκύψει για τους ενόχους, απ’ αυτούς τους ελεεινούς που δεν είχαν το θάρρος να επιλέξουν συνειδητά μια παράταξη, που βοήθησαν το κακό, όχι από επιλογή, αλλά από φόβο.
Επομένως, αφού όσο ζούσαν δεν τόλμησαν να πάρουν θέση ανάμεσα στο καλό και το κακό, βρίσκονται για πάντα κάπου ανάμεσα, διωγμένοι με την ίδια απέχθεια κι απ’ τις δυο πλευρές.

Κι εγώ˙ «Ω Δάσκαλε, τι τόσο τους βαραίνει,
οπού τόσο τους κάνει δυνατά να κλαίγουν;»
«Θα στο εξηγήσω πολύ σύντομα», αποκρίθη.        45

Ελπίδα μέσα τους δεν σώζεται θανάτου,
και τόσο ποταπή είναι η σκοτεινή ζωή τους,
που κάθε άλλη τύχη όποια κι αν είν’ ζηλεύουν.

Φήμη ο κόσμος γι’ αυτούς δεν στέργει ν’ απομένει·
Έλεος, Δικαιοσύνη μ’ όμοια οργή τους διώχνουν.        50
Μη μιλούμε γι’ αυτούς, μόν’ κοίταξε και πέρνα».

Ο ποιητής ζητά επιπλέον εξηγήσεις απ’ το Βιργίλιο, καθώς ο θρήνος αυτών των ανθρώπων του φαίνεται υπερβολικός. Απορεί ο ποιητής, γιατί κλαίνε τόσο δυνατά, τι είναι αυτό που τόσο τους θλίβει. Δίνεται μ’ αυτό τον τρόπο η ευκαιρία στο Βιργίλιο να δώσει περισσότερα στοιχεία για την τιμωρία που περιμένει τους δειλούς ανθρώπους.
Καθώς, λοιπόν, δεν έχουν καμία ελπίδα να βρουν σωτήρια σ’ έναν θάνατο που θα τους γλίτωνε από τα δεινά τους, τα οποία θα είναι αιώνια, κι εφόσον η ύπαρξή τους είναι τόσο μίζερη και άθλια, ζηλεύουν όλους τους άλλους ανθρώπους είτε αυτοί πηγαίνουν στον παράδεισο είτε στη κόλαση. Τους ίδιους, άλλωστε, δεν τους θέλει κανείς ο κόσμος των ζωντανών δε θέλει να έχει καμία ανάμνηση της ύπαρξής τους, έλεος δεν μπορούν να περιμένουν από κανέναν και φυσικά η δικαιοσύνη, που όσο ζούσαν δεν την υπερασπίστηκαν ποτέ, στέκει απέναντί τους με οργή.
Το Έλεος και η Δικαιοσύνη προσωποποιούνται και τους αποδίδεται, απ’ τον ποιητή, οργή για τους δειλούς ανθρώπους, για να εκφραστεί έτσι εμφατικότερα η σκέψη του Δάντη πως οι άνθρωποι αυτοί θα πρέπει να τιμωρούνται, χωρίς κανένα έλεος. Άλλωστε, η όλη αναφορά στους ανθρώπους που έζησαν χωρίς να πάρουν σαφή θέση υπέρ του δικαίου, αποτελεί ένα σχόλιο σχετικά με τη στάση των πολιτών στην εποχή του ποιητή, το οποίο εν τέλει παραμένει διαχρονικά επίκαιρο.
Ο ποιητής δεν μπορεί να δεχτεί την αδιαφορία που επιδεικνύουν πολλοί άνθρωποι και την απροθυμία τους να στηρίξουν ενεργά την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας τους. Η αποστασιοποίηση από τα δρώμενα της πολιτείας και η απραξία μπροστά στην αδικία, δεν συνιστούν ορθή στάση, συνιστούν μια επιβλαβή παρέκκλιση, κάτι που θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν οι πολίτες, αν πραγματικά θέλουν να δουν τις κοινωνίες τους να λειτουργούν εύρυθμα και απαλλαγμένες από την αδικία και την εκμετάλλευση. Το μήνυμα, επομένως, του Δάντη είναι σαφές: αν οι πολίτες σιωπούν μπροστά στην αδικία, αν μένουν αδρανείς απέναντι σε όσα αφορούν την κοινωνία τους, δεν μπορούν να θεωρούν τους εαυτούς τους οργανικά τμήματα αυτής και δεν μπορούν να προσδοκούν καμία βελτίωση στη λειτουργία της κοινωνίας τους.
Ο Βιργίλιος προτείνει μάλιστα στο Δάντη να μη μιλούν καν γι’ αυτούς τους ελεεινούς ανθρώπους, που αποτελούν όνειδος και ξεπεσμό για κάθε κοινωνία. Αν θέλει μπορεί μόνο να τους κοιτάξει καθώς περνούν από μπροστά τους, χωρίς να μιαίνει τη σκέψη του με μια τόσο άθλια κατηγορία ανθρώπων.

Κι εγώ κοιτάζοντάς τους είδα μια σημαία
που γυρίζοντας τόσο ορμητικά κινούσε
που ‘λεγα στάση πως δεν έστεργε καμία.

Κι οπίσω της ερχόνταν ένα τέτοιο πλήθος        55
σε μάκρος που ποτέ δεν ήθελε πιστέψω
πώς να ‘χε τόσον κόσμο θάνατος ξεκάμει.

Μόλις εκεί κάποιον εγνώρισα, τον ίσκιο
είδα και απείκασα εκείνου που για δειλία
από τ’ αξίωμα το μέγα επαραιτήθη.        60

Ένιωσα ευθύς κι εβεβαιώθηκα πως τούτο
το μέγα πλήθος ήταν των αχρείων, που ‘ναι
στο Θεό μισητοί και στους εχθρούς του ακόμη.

Οι άθλιοι τούτοι που ποτέ τους δεν εζήσαν,
ολόγυμνοι ήταν και πολύ βασανισμένοι        65
από χοντρές μύγες που εκεί ήταν κι από σφήκες.

Χαρακώναν αυτές το πρόσωπό τους μ’ αίμα
που μέσ’ στα πόδια τους με δάκρυα συσμιγμένο
από σιχαμερά σκουλήκια εσυναζόνταν.

Ο Δάντης κοιτάζει προς τη μεριά των δειλών ανθρώπων και βλέπει την αδιάκοπη και γοργή κίνηση μιας σημαίας, πίσω απ’ την οποία ακολουθούσαν εκείνοι είναι μάλιστα τέτοιο το πλήθος τους που εντυπωσιάζει τον ποιητή η σκέψη ότι ο χάρος έχει θερίσει στο πέρασμα των αιώνων τόσο πολλούς ανθρώπους. Συνάμα, βέβαια, η αναφορά στο μεγάλο πλήθος των δειλών και αμέτοχων ανθρώπων είναι μια υπενθύμιση για την έκταση που έχει λάβει η ιδιώτευση στο πλαίσιο των κοινωνιών. Σε πλήρη αντίθεση με τη θεώρηση των αρχαίων Ελλήνων, που ήθελαν τους πολίτες ενεργά μέλη της κοινωνίας, οι περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν την απόσυρση από τα κοινά και μια επιζήμια αδράνεια απέναντι στα προβλήματα της πολιτείας τους.
Ο ποιητής, μάλιστα, αναγνωρίζει μέσα στο πλήθος κι έναν άνθρωπο της δικής του εποχής, ο οποίος από δειλία είχε αρνηθεί το πολύ σημαντικό αξίωμα που του προσφέρθηκε. Πρόκειται πιθανότατα για αναφορά στον Πάπα Κελεστίνο Ε΄ που το 1294 αρνήθηκε να αποδεχτεί την εκλογή του στην παπική έδρα, γεγονός που είχε ως συνέπεια να λάβει τη θέση του ο Βονιφάτιος Η΄, ο οποίος κατά την εννιάχρονη παραμονή του στο ανώτατο αυτό αξίωμα έπληξε το κύρος της εκκλησίας με λανθασμένους χειρισμούς. Ως Πάπας επιχείρησε να παρέμβει στα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα της Γαλλίας, κάτι που του κόστισε μια επώδυνη αιχμαλωσία απ’ τον τότε Γάλλο βασιλιά, ενώ έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί μ’ επίσημη ανακοίνωση της παπικής έδρας πως ο Πάπας είναι ο ένας και μόνος εκπρόσωπος του Χριστού στη γη.
Για το Δάντη μεγάλο μέρος ευθύνης για τα επιζήμια λάθη του Βονιφάτιου φέρει ο Κελεστίνος που δεν είχε το θάρρος και τη δύναμη να αναλάβει τη θέση του Πάπα, όπως κανονικά έπρεπε να κάνει.
Ο Δάντης αναγνωρίζοντας τον Πάπα Κελεστίνο Ε΄ συνειδητοποιεί πλέον πως το πλήθος που αντικρίζει μπροστά του είναι πράγματι οι άθλιοι εκείνοι άνθρωποι, οι δειλοί, που είναι εξίσου μισητοί κι απ’ το Θεό κι απ’ τους εχθρούς του, δηλαδή απ’ τον Εωσφόρο και όσους επιλέγουν το κακό. Ο Θεός τους μισεί γιατί ποτέ δεν υπερασπίστηκαν το δίκαιο, ενώ ο διάβολος δεν τους θέλει, γιατί συναίνεσαν στο κακό μόνο και μόνο λόγω της δειλίας τους κι όχι γιατί υπήρξαν συνειδητά κακοί.
Οι άνθρωποι αυτοί που επί της ουσίας δεν έζησαν ποτέ πραγματικά, μιας κι η δειλία τους τούς είχε ωθήσει σε μια ζωή αδράνειας, που έμοιαζε περισσότερο με μια στεγνή διαδικασία επιβίωσης, βρίσκονται τώρα γυμνοί να βασανίζονται από μύγες και σφήκες. Τα έντομα τους πλήγωναν το πρόσωπο και το αίμα που έτρεχε απ’ τις πληγές ενωνόταν με τα δάκρυά τους κι όλο μαζί κυλούσε στο κορμί τους, φτάνοντας ως τα πόδια, όπου το μάζευαν σιχαμερά σκουλήκια.
Η φρικιαστική αυτή περιγραφή συνιστά την αρμόζουσα τιμωρία κατά τον ποιητή για τους ανθρώπους αυτούς που προτίμησαν ν’ αφήσουν τους συνανθρώπους τους να επωμιστούν το βάρος των αγώνων στις δύσκολες συγκυρίες κάθε εποχής, μένοντας οι ίδιοι άπραγοι θεατές. Η αδράνεια και ο εφησυχασμός τους, που σαφώς έβλαψε το κοινωνικό σύνολο, καθώς διευκόλυνε την επικράτηση της αδικίας, τιμωρούνται τώρα με τρόπο βάναυσο.

Κι ως άρχιζα να ρίχνω παρεμπρός το βλέμμα,        70
είδα σ’ ενός μεγάλου ποταμιού την άκρη
πλήθος πολύ και είπα˙ «Δάσκαλε, συ στέρξε

ποιοι είν’ αυτοί να μάθω, και ποιος νόμος κάνει
πρόθυμοι τόσο για το πέρασμα να δείχνουν,
ως με το φως εδώ τ’ αδύνατο ξανοίγω».        75

Κι αυτός, «θα το γνωρίσεις, όταν», μ’ αποκρίθη,
«θα ‘χουμε σταματήσει τα πατήματά μας
στου Αχέροντα μπροστά το θλιβερό ποτάμι».

Τότε μ’ εντροπαλά και χαμηλά τα μάτια
από φόβο μην ίσως τον βαρύνει ο λόγος,        80
έμεινα σιωπηλός ώσπου ‘ρθα στο ποτάμι.

Καθώς ο ποιητής αποστρέφει το βλέμμα του απ’ τους δειλούς ανθρώπους και κοιτάζει μπροστά στις όχθες ενός μεγάλου ποταμού, βλέπει κι άλλο πλήθος ανθρώπων, που φαίνονταν μάλιστα γεμάτοι προθυμία για να περάσουν απέναντι, γεγονός που του προκαλεί απορία. Ο Δάντης λοιπόν ρωτά το Βιργίλιο για την προθυμία αυτών των ανθρώπων, αλλά ο μεγάλος ποιητής του ζητά να περιμένει μέχρι να φτάσουν στις όχθες του Αχέροντα και τότε θα μάθει γιατί συμβαίνει αυτό.
Ο Αχέροντας είναι ο ποταμός που σύμφωνα με τη μυθολογία διέσχιζε ο Ερμής με τις ψυχές των νεκρών, ώστε να τους φέρει στο βασίλειο του Άδη. Αντιστοίχως κι εδώ είναι ο ποταμός απ’ όπου ο Χάρος συλλέγει τις ψυχές εκείνων που έχουν καταδικαστεί να εισέλθουν στην κόλαση.

Και ιδού βλέπω σ’ εμάς να ‘ρχεται με καράβι
ένας γέροντας μ άσπρες τις παμπάλαιες τρίχες,
φωνάζοντας «Αλιά σ εσάς, ψυχές αχρείες!

Μην ελπίσετε ποτέ τον ουρανό να ιδείτε.        85
Έρχομαι εγώ στην άλλην όχθη να σας πάρω
στα σκοτάδια τα αιώνια, σε φωτιά και πάγο.

Κι εσύ που ζωντανή ψυχή δω μέσα εφάνης,
ξεμάκρυνε από τούτους που ‘ναι πεθαμένοι».
Αλλ’ ως είδε που εγώ δεν έφευγα από κείθε,        90

είπεν «Απ’ άλλο δρόμο, από λιμένες άλλους
σε γιαλό θα ‘ρθεις, όχι εδώ, για να περάσεις·
αλαφρύτερο ξύλο πρέπει να σε πάρει».

Βρισκόμενος στην άκρη του ποταμού ο ποιητής βλέπει έναν ασπρομάλλη γέροντα να έρχεται, που προειδοποιούσε τις ψυχές των κολασμένων πως ερχόταν για τις περάσει στην άλλη όχθη του ποταμού, όπου πλέον δε θα έβλεπαν ποτέ πια τον ουρανό θα περνούσαν την αιωνιότητα στο σκοτάδι, στη φωτιά και στον πάγο, τιμωρούμενοι για πάντα. Την προσοχή, βέβαια, του γέροντα Χάρου -μιας επίσης διαχρονικής οντότητας, όπως είναι κι ο Θεός- τράβηξε η παρουσία του Δάντη, ενός ζωντανού ανθρώπου κοντά στους πεθαμένους. Ο Χάροντας, λοιπόν, ζητά από τον ποιητή να απομακρυνθεί απ’ αυτό το χώρο όχι μόνο γιατί ο ποιητής είναι ζωντανός, αλλά και γιατί η ψυχή του δεν ανήκει σ’ αυτό τον κόσμο των κακών και των αδίκων.
Έτσι, ο Χάρος προλέγει στον ποιητή πως, όταν θα είναι ο καιρός του, θα περάσει από άλλα λιμάνια για να βγει σε γιαλό, κι όχι στις όχθες του Αχέροντα, για να μεταβεί στην άλλη πλευρά, με τη βοήθεια ενός ξύλου ελαφρότερου, ενός ξύλου που θα προορίζεται για τις καλές ψυχές. Ο Χάρος γνωρίζει ήδη πως ο ποιητής δεν πρόκειται να βρεθεί ποτέ στην κόλαση και πως η ψυχή του θα μεταβεί στον ουρανό, καθώς ο ποιητής είναι όχι μόνο καλός ως άνθρωπος, αλλά κι ένας ενεργός πολίτης που μάχεται για το συμφέρον των συνανθρώπων του, έτσι έχει διασφαλίσει τη μετάβασή του στο χώρο του Παραδείσου.
Ο Δάντης είναι ακριβώς το αντίθετο σε σχέση με τους δειλούς ανθρώπους που δεν κάνουν τίποτε για να βοηθήσουν το κοινωνικό σύνολο στο οποίο ανήκουν. Ο Δάντης προσφέρει, αγωνίζεται, νοιάζεται κι ανησυχεί για τους συνανθρώπους του στοιχεία για τα οποία θα ανταμειφθεί στη μετά θάνατο ζωή.  

Κι ο αρχηγός μου σ’ αυτόν˙ «Μην αγριεύεις, Χάρε˙
αποφασίσαν έτσι εκεί, που αυτό που θέλουν        95
ημπορούν, και παρέκει μη γυρεύεις άλλο».

Τότε ησυχάσαν τα πολύμαλλα σαγόνια
του πλωρίτη της μαύρης μολυβένιας λίμνης
που ‘χε γύρω στα μάτια κύκλους από φλόγες.
Ο Βιργίλιος επεμβαίνει αμέσως για να υπερασπιστεί το Δάντη, λέγοντας στο Χάρο πως ο ποιητής βρίσκεται εκεί καθώς αυτό αποφασίστηκε από εκείνους που μπορούν κι έχουν τη δύναμη να προσφέρουν ένα τέτοιο προνόμιο. Εκείνοι, λοιπόν, που στην ιεραρχία των αιώνιων οντοτήτων στέκουν ψηλότερα απ’ όλους, έδωσαν τη δυνατότητα στο Δάντη να περιηγηθεί την κόλαση, και κατόπιν το καθαρτήριο και τον παράδεισο, προκειμένου να γνωρίσει και να ενημερώσει τους συνανθρώπους του σχετικά με το ποια θα είναι η κατάληξή τους, ανάλογα με το πώς επιλέγουν να ζήσουν την επίγεια ζωή τους.
Στο άκουσμα των λόγων αυτών ο Χάρος, που παρουσιάζεται γενειοφόρος με φλόγες γύρω απ’ τα μάτια του, ησυχάζει κι αφήνει ανενόχλητο το Δάντη, στρέφοντας την προσοχή του στις ψυχές των τιμωρούμενων ανθρώπων.

Οι ψυχές όμως, που γυμνές και κουρασμένες        100
ήταν, άλλαξαν χρώμα και τα δόντια ετρίξαν
ευθύς μόλις ακούσαν τα σκληρά του λόγια.

Εβλασφημούσαν το Θεό και τους γονείς τους,
των ανθρώπων το γένος, τον καιρό, τον τόπο,
του σπέρματός τους και της γέννας τους το σπόρο.        105

Έπειτα ετραβηχτήκαν όλες όλες άμα,
δυνατά κλαίοντας, στην όχθη την αχρεία,
που περιμένει όποιον Θεού δεν έχει φόβο.

Οι ψυχές των νεκρών, μόλις άκουσαν τα καταδικαστικά λόγια του Χάροντα, που τους προειδοποιούσε πως πλέον θα περάσουν σ’ έναν κόσμο όπου θα υπάρχει γι’ αυτές αιώνιο σκοτάδι και πόνος, ταράχτηκαν. Ο ποιητής τις παρουσιάζει να αλλάζουν χρώμα απ’ την αναστάτωση και συνάμα να τρίζουν τα δόντια τους από αγανάκτηση. Είναι σαφές βέβαια κι από τις προηγούμενες περιγραφές του άσματος πως οι νεκροί διατηρούν την ανθρώπινη μορφή τους, το γήινο σώμα τους, μόνο που τώρα πια κάθε τι αφορά τις ψυχές τους, ενώ το σώμα τους παραμένει ως έχει, μόνο και μόνο για να είναι σε θέση να βιώσουν πληρέστερα τον πόνο και τα βασανιστήρια.
Η τιμωρία των ψυχών δίνεται με ανθρώπινους όρους, μ’ έναν εξοντωτικό συνδυασμό εσωτερικής οδύνης και σωματικού πόνου, ώστε οι αναγνώστες του κειμένου να μπορούν να αντιληφθούν σε μια οικεία, μετρήσιμη κλίμακα, τον πόνο που πρόκειται να βιώσουν σε περίπτωση που δε φροντίσουν για τη σωτηρία της ψυχής τους. Έτσι, ο σωματικός πόνος, που είναι καλά γνώριμος στους ανθρώπους, παραμένει απ’ τον ποιητή κυρίαρχος και στη μετά θάνατο ύπαρξη, μιας κι είναι ό,τι περισσότερο φοβούνται οι άνθρωποι.
Οι ψυχές λοιπόν των αδίκων και των κακών ανθρώπων, καθώς συνειδητοποιούν πως πρόκειται να περάσουν στην απέναντι όχθη, στο χώρο της τιμωρίας τους, αρχίζουν να βρίζουν το Θεό, τους γονείς τους, την ανθρώπινη φύση τους, την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκαν, το ίδιο το σπέρμα που αποτέλεσε την πρώτη αρχή της ύπαρξής τους.
Η ιδιαίτερα ανθρώπινη αυτή αντίδραση φανερώνει τη θρασυδειλία των κακών ανθρώπων, οι οποίοι όσο ζούσαν επέλεξαν την αδικία και τα φαύλα κέρδη της απάτης και της ατιμίας, χωρίς να υπολογίζουν πως θα έρθει η στιγμή που θα πληρώσουν για όσα κάνουν. Έτσι, οι ίδιοι άνθρωποι που κάνοντας την αδικία έδειχναν τον εαυτό τους υπεροπτικά αδιάφορο απέναντι στο δίκαιο και το καλό, έδειχναν τη σκληρότητα και την απάθεια της ψυχής τους απέναντι στους καλούς ανθρώπους, τώρα που έρχονται αντιμέτωποι με τις συνέπειες των πράξεών τους, μαζεύονται στην όχθη του ποταμού και κλαίνε. Μπροστά στο τίμημα όσων αδίστακτα έκαναν όσο ζούσαν, λυγίζουν και φανερώνουν την κενότητα της ψυχής τους. Οι κάποτε ισχυροί και ασυγκίνητοι, δείχνουν τώρα πόση αδυναμία έκρυβε η άθλια ψυχή τους.
Όσο ζούσαν οι άνθρωποι αυτοί απήλαυσαν με χαρά τα εύκολα κέρδη της ατιμίας, της απάτης και της εκμετάλλευσης, αλλά μόλις έρχεται η στιγμή της τιμωρίας γίνεται απόλυτα σαφές πως δεν έχουν ίχνος αξιοπρέπειας, ώστε να δεχτούν με γενναιότητα τη δίκαιη ποινή τους. Άνθρωποι άδειοι, ασήμαντοι, αδύναμοι και τιποτένιοι απ’ την αρχή μέχρι το τέλος της ύπαρξής τους.

Ο Χάρος δαίμονας με μάτια σαν αθράκια
με νόημα κράζοντάς τες όλες τες συνάζει,        110
πλήττει με το κουπί κάθε ψυχή που οκνάει.

Όπως ξεπέφτουν το φθινόπωρο τα φύλλα
ένα κατόπι στ’ άλλο, ώσπου το κλωνάρι
βλέπει στη γη στρωτό όλο του τ’ αποφόρι,

με όμοιον τρόπο και του Αδάμ ο κακός σπόρος        115
ρίχνονταν απ τ ακρογιάλι εκείνο μία μία
στο νόημα του Χάρου, σαν πουλί στον κράχτη.

Ο Χάροντας, με μάτια σαν κάρβουνα που καίνε, συγκεντρώνει με φωνές τις ψυχές όλων εκείνων των ανθρώπων που όσο ζούσαν αψήφησαν το λόγο του Θεού, κι όσες ψυχές μάλιστα διστάζουν να πλησιάσουν τις χτυπά με το κουπί του.
Κι όπως το φθινόπωρο πέφτουν ένα προς ένα όλα τα φύλλα του δέντρου και το κλωνάρι βλέπει στο χώμα ό,τι μέχρι τότε αποτελούσε το στόλισμα και πανωφόρι του, έτσι και η κακή σπορά του πρωτογέννητου Αδάμ, οι κακοί απόγονοί του, περνούν ένας ένας τον ποταμό που τους φέρνει στο πραγματικό νόημα του θανάτου, στην απαρχή της αιώνιας τιμωρίας τους. Μία μία οι κακές ψυχές συνάζονται και πέφτουν στην παγίδα που τους αρμόζει, όπως τα πουλιά ξεγελιούνται από τον κράχτη και παγιδεύονται από τους κυνηγούς.
Με μια διπλή, ομηρικής υφής παρομοίωση, ο Δάντης παρουσιάζει την πτώση των κακών ψυχών και την είσοδό τους στον Άδη, αναγκαία και δεδομένη, σα νόμο της φύσης, σαν παγίδα αναπόδραστη. Δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση ένας άνθρωπος που έζησε χωρίς τιμή και καλοσύνη, να ξεφύγει απ’ την τιμωρία που του αξίζει. Όπως βέβαιοι είναι οι νόμοι της φύσης, έτσι βέβαιο είναι πως κάθε άδικος άνθρωπος θα έρθει να γνωρίσει τι πραγματικά σημαίνει ο θάνατός του, τι πραγματικά σημαίνει να δαπανήσεις τη ζωή σου, χωρίς να φροντίσεις -όσο έχεις καιρό, όσο έχεις τη μοναδική σου ελπίδα- να διασφαλίσεις τον εξαγνισμό και τη δικαίωση της ψυχής σου.
Ο θάνατος του κακού ανθρώπου, του ανθρώπου που δεν έδειξε ποτέ μετάνοια και δεν πάλεψε για την ψυχή του, είναι ένα σφράγισμα της αιώνιας, οδυνηρής, μα δίκαιης, τιμωρίας του.

Έτσι στο μαύρο κύμα πλέοντας ξεμακραίνουν,
και πριν στην όχθην την αντίπερα κατέβουν
συμμαζώνεται εδώθε νέο πλήθος πάλι.        120

«Παιδί μου», είπε κατόπι ο δάσκαλος με χάρη,
«εκείνοι που πεθαίνουν στην οργή του Υψίστου,
κατασταλάζουν όλοι εδώ από κάθε τόπο,

και πρόθυμοι είναι να περάσουν το ποτάμι,
γιατί η δικαιοσύνη η θεία τούς κεντρίζει        125
τόσο που ο φόβος κατανταίνει επιθυμία.

Καλή ψυχή ποτέ δεν πέρασε από δώθε,
και λοιπόν αν για σε παραπονιέται ο Χάρος,
τι ο λόγος του νοεί μπορεί να ξέρεις τώρα».

Καθώς οι ψυχές των άδικων ανθρώπων περνούν στην αντίπερα όχθη, οδηγούμενες από το Χάρο, αμέσως αρχίζει να συγκεντρώνεται νέο πλήθος ψυχών μια αδιάκοπη ροή ανθρώπων που καταλήγει στην κόλαση, μια συνεχής ροή ανθρώπων που επέλεξαν το κακό.
Ο Βιργίλιος εξηγεί στο Δάντη πως όσοι άνθρωποι πεθαίνουν, έχοντας με τη στάση τους εξοργίσει τον Ύψιστο, καταλήγουν στον τόπο αυτό κι είναι πρόθυμοι να περάσουν στην αντίπερα όχθη του Αχέροντα, γιατί μια θεϊκή αίσθηση δικαιοσύνης του κεντρίζει την ψυχή αδιάκοπα, μέχρι που ο φόβος που αισθάνονται για την επερχόμενη τιμωρία, καταλήγει στο τέλος μια διακαής επιθυμία. Όπως ακριβώς στη ζωή οι άνθρωποι που επαπειλούνται διαρκώς με μια συμφορά, που όλο αναβάλλεται, φτάνουν στο σημείο να παρακαλούν τον ερχομό της, μόνο και μόνο για να βγουν απ’ την ψυχοφθόρα κατάσταση της αναμονής, έτσι και οι ψυχές των νεκρών, που γνωρίζουν πόσο άσχημα βασανιστήρια τους περιμένουν, επιθυμούν να γλιτώσουν απ’ τα μαρτύρια που τους στήνει η σκέψη κι η φαντασία τους, φτάνοντας επιτέλους στον τόπο της τιμωρίας τους.
Η πραγματική συμφορά, η πραγματική τιμωρία, μοιάζουν τελικά προτιμότερες, απ’ την αρρωστημένη κατάσταση της αναμονής, που ο άνθρωπος δέσμιος της αγωνίας του φτιάχνει στο μυαλό του όλο και φριχτότερα σενάρια. Η αλήθεια λυτρώνει τον άνθρωπο απ’ όσα φριχτά φαντάζεται, απ’ όσα φριχτά περιμένει και δεν έρχονται, παρατείνοντας ολοένα και περισσότερο την αγωνία του. Έτσι, οι ψυχές των νεκρών θέλουν να γνωρίσουν όσο γίνεται πιο γρήγορα την οργή του Θεού, απ’ το να βιώνουν την αβεβαιότητα που γιγαντώνει τα πάντα στη σκέψη τους.
Ο Βιργίλιος επισημαίνει επίσης στο Δάντη, πως ο χώρος αυτός, οι όχθες του Αχέροντα προορίζονται μόνο για εκείνους που πρόκειται να περάσουν απέναντι, στον σκοτεινό τόπο που φτιάχτηκε για τους άδικους και τους κακούς. Είναι ένας χώρος επώδυνης αναμονής που προορίζεται μόνο για τους κακούς, ένας χώρος που δεν πρέπει κανείς καλός άνθρωπος να δει, γιατί σε κανέναν καλό άνθρωπο δεν αξίζει ένα τέτοιο μαρτύριο. Αυτός είναι επομένως ο λόγος για τον οποίο ο Χάρος δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί ο Δάντης, ένας άνθρωπος που έχει διασφαλίσει το πέρασμά του στους ευδαιμονικούς τόπους των ουρανών.

Μόλις έσωσε τούτο, η σκοτεινή πεδιάδα        130
εσείσθη τόσο δυνατά, που από το φόβο
η ενθύμησή μου ακόμα μ’ ίδρωτα με βρέχει.

Η δακρυσμένη γης ανέδωσεν αέρα,
που εξάστραψε ένα φως με τέτοια κοκκινάδα,
ώστε κάθε αίσθησή μου μέσα μου ενικήθη,        135

κι έπεσα σαν αυτόν που βαρύς ύπνος πιάνει.

[Μετάφραση: Γεώργιος Καλοσγούρος]

Τα τελευταία αυτά λόγια του Βιργιλίου, αποτελούν και την ολοκλήρωση αυτής της θέασης. Ο τόπος εκεί σείεται αίφνης τόσο δυνατά που προκαλεί ανείπωτο φόβο στην ψυχή του ποιητή, κι η γη γεμίζει μ’ έναν αέρα τοξικό, που φωτίζεται από ένα έντονο κόκκινο χρώμα το χρώμα της φωτιάς, το χρώμα της κολάσεως. Κι ο ποιητής χάνει της αισθήσεις του και καταρρέει, όπως ένας άνθρωπος που πέφτει σε ύπνο βαρύ, χωρίς να έχει πια καμία αντίληψη του τι συμβαίνει γύρω του.
Μια εντυπωσιακή σκηνή εξόδου και συνάμα ένα δυσοίωνο προοίμιο, καθώς η πορεία του ποιητή πρόκειται να συνεχιστεί στα ενδότερα της κολάσεως. 

Το σημείο του ποιήματος όπου ο Δάντης υπονοεί την άρνηση του Πάπα Κελεστίνου Ε΄, ο οποίος από δειλία αρνήθηκε το μεγάλο αξίωμα που του προσφέρθηκε, ενέπνευσε ένα πολύ σημαντικό ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη, το «Che fece .... il gran rifiuto». Ο Καβάφης, όμως, πραγματεύεται την έννοια της άρνησης όχι ως προϊόν δειλίας, αλλά ως συνειδητή επιλογή του ανθρώπου να πάει κόντρα στο κοινωνικό ρεύμα, υπερασπιζόμενος με γενναιότητα την προσωπική του οπτική και αντίληψη. Ο Καβάφης απομακρύνεται από τη συγκεκριμένη αναφορά του Δάντη και εξετάζει ευρύτερα τα δύσκολα όχι που καλούνται κάποτε να πουν οι άνθρωποι. Άλλωστε, το εύκολο είναι να βαδίζει κανείς σύμφωνα με τις προσταγές της κοινωνίας και τα παραδεδομένα, η μεγάλη δυσκολία είναι όταν ο άνθρωπος θέλει να ακολουθήσει τον προσωπικό του δρόμο ενάντια κάποτε στα κοινωνικώς αναμενόμενα. 

Μπορείτε να δείτε μια ερμηνευτική προσέγγιση στο ποίημα του Καβάφη εδώ:  Κωνσταντίνος Καβάφης «Che fece .... il gran rifiuto»

1 σχόλια:

Unknown είπε...

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΗΣΥΧΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑ ΤΟΥΣ ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΠΕΡΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ .ΠΟΥ ΚΟΙΤΑΖΟΥΝ ΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΘΕΛΟΥΝ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑ ΤΟΥΣ

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...