Αρχαία Ελληνικά: Αρχικοί χρόνοι ανωμάλων ρημάτων | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία Ελληνικά: Αρχικοί χρόνοι ανωμάλων ρημάτων

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Richard Nowitz

Αρχαία Ελληνικά: Αρχικοί χρόνοι ανωμάλων ρημάτων
[Σύμφωνα με τη σχολική γραμματική]

γαμαι, εύχρ. η ευκτ. α΄ ενικού γαίμην και γ΄ πληθ. γαιντο (ο τονισμός κατά τα βαρύτονα), παρατ. γά-μην, (μέσ. μέλλ. γά-σομαι), μέσ. αόρ. γα-σάμην, παθ. αόρ. γάσ-θην. Ρημ. επίθ. γασ-τός, ξιάγαστος. Παράγ. γασμα (= αντικείμενο θαυμασμού ή λατρείας), επίρρ. (από τη μετοχή) γαμένως (= με θαυμασμό) κτλ.

γνυμι = κατάγνυμι (κατά + γνυμι = σπάζω, τσακίζω), μέλλ. κατάξω, αόρ. κατέαξα (υποτ. κατ-άξω κτλ.). Παθ. κατάγνυμαι, παθ. αόρ. κατεάγην (υποτ. καταγ, ευκτ. καταγείην κτλ.), ενεργ. πρκμ. β΄ με παθ. σημασ. κατέαγα (= είμαι τσακισμένος).

γορεύω, πρτ. γόρευον, μέλλ. -αγορεύσω και συνήθ. -ερ, αόρ. -ηγόρευσα και β΄ πον, πρκμ. -είρηκα, υπερσ. -ειρήκειν. Παθ. γορεύομαι, πρτ. -ηγορευόμην, μέσ. μέλλ. ως παθ. -αγορεύσομαι, παθ. μέλλ. -ρηθήσομαι, παθ. αόρ. -ηγορεύθην και συνήθ. -ερρήθην, πρκμ. -ειρημαι, υπερσ. -ειρήμην. Παράγ. γόρευσις, γορητής, προσρητέος, προσ-αγορευτέος, πόρρητον κτλ.

γω (= οδηγώ, φέρνω·), πρτ. γον, μέλλ. ξω, αόρ. β΄ γαγον, πρκμ. χα και (μτγν.) γήοχα, υπερσ. (μτγν.) γηόχειν. Μέσ. και παθ. γομαι, πρτ. γόμην, μέσ. μέλλ. ξομαι, παθ. μέλλ. χθήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ γαγόμην, παθ. αόρ. χθην, πρκμ. γμαι, υπερσ. γμην. Παράγ. γωγή, γωγός, γωγεύς, πακτός, πείσακτος, κτέον κτλ.

δικέω -, πρτ. δίκουν, μελλ. δικήσω, αόρ. δίκησα, πρκμ. δίκηκα, υπερ. δικήκειν. Μέσ. και παθ. δικομαι, πρτ. δικούμην, μέσος μέλλοντα με σημασία παθητική δικήσομαι (= θ’ αδικηθώ από άλλον), παθ. αόρ. δικήθην, πρκ. δίκημαι, υπερ. δικήμην.

δω (= ψάλλω, τραγουδώ), πρτ. δον, μέσ. μέλλ. ως ενεργ. σομαι, αόρ. σα. Παθ. δομαι, παθ. αόρ. σθην. Παράγ. σμα, δ (από το οιδή), στέον.

αδέομαι -ομαι (= ντρέπομαι, σέβομαι), παρατ. δεόμην -ούμην, μέσ. μέλλ. αδέ-σομαι, μέσ. αόρ. δε-σάμην, παθ. αόρ. ως μέσ. δέσ-θην, παρακ. δεσ-μαι. Ρημ. επίθ. αδεσ-τός, αδεσ-τέον. Παράγ. αδε-σις, αδέ-σιμος κτλ.

ανέω -, συνήθ. σύνθ. παιν, παραιν κτλ., παρατ. νεον -ουν, μέλλ. ανέ-σω, αόρ. νε-σα, παρακ. νε-κα. Παθ. ανέομαι -ομαι, παρατ. νεόμην -ούμην, μέσ. μέλλ. ως ενεργ. ανέ-σομαι, παθ. μέλλ. ανεθήσομαι, παθ. αόρ. νέ-θην, παρακ. νη-μαι. Ρημ. επίθ. ανε-τός, ανε-τέος.

αρέω -. (= πιάνω, κυριεύω), παρατ. ρεον -ουν, μέλλ. αρήσω, αόρ. ελον, παρακ. ρη-κα, υπερσ. ρή-κειν. (Ως παθ. του αρέω χρησιμεύει το ρ. λίσκομαι = πιάνομαι, κυριεύομαι). Μέσ. με ενεργ. σημασία αρέομαι -ομαι (= εκλέγω, προτιμώ), παρατ. ρεόμην -ούμην, μέλλ. αρή-σομαι, αόρ. β΄ ελ-όμην, παρακ. ρη-μαι, υπερσ. ρή-μην. Παθ. αρέομαι -ομαι (= εκλέγομαι, προτιμιέμαι), παρατ. ρεόμην -ούμην, μέλλ. αρε-θήσομαι, αόρ. ρέ-θην, παρακ. ρη-μαι, υπερσ. ρή-μην, συντελ. μέλλ. ρή-σομαι, ή ρη-μένος σομαι.

αρω (= σηκώνω), πρτ. ρον, μέλλ. ρ, αόρ. ρα (υποτ. ρω, προστ. ρον κτλ.), πρκμ. ρκα, ύπερσ. ρκειν. Μέσ. και παθ. αρομαι, πρτ. ρόμην, μέσ. μέλλ. ρομαι, μέσ. αόρ. ράμην, παθ. αόρ. ρθην (και ως μέσ.), πρκμ. ρμαι, υπερσ. ρμην. Παράγ. ρσις, ρμα (= το βάρος που σηκώνει κανείς), ρδην κτλ.

ασθάνομαι (αποθ. μέσ.), πρτ. σθανόμην, μέσ. μέλλ. ασθήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ σθόμην, πρκμ. σθημαι, υπερσ. σθήμην. Παράγ. ασθημα, ασθησις, ασθητς (εαίσθητος, ναίσθητος).

ατιάομαι -μαι (αποθ. μεικτό). (= κατηγορ), παρατ. τιόμην -ώμην, μέσ. μέλλ. ατι ΄-σομαι, (παθ. μέλλ. ατι-θήσομαι, μεταγ.), μέσ. αόρ. τι-σάμην, παθ. αόρ. τι ΄-θην, παρακ. τί-μαι, υπερσ. τι ΄-μην. Ρημ. επίθ. ατι-τέος.

κέομαι -ομαι (αποθ. ενεργ.) (= θεραπεύω), μέλλ. κομαι, αόρ. κεσάμην. Ρημ. επίθ. κεστός (νήκεστος).

κούω. πρτ. κουον, μέσ. μέλλ. ως ενεργ. κούσομαι, αόρ. κουσα, πρκμ. κήκοα, υπερσ. κηκόειν. Παθ. κούομαι, παθ. μέλλ. κουσθήσομαι, παθ. αόρ. κούσθην. Ρηματ. επίθ. κουστός, κουστέος.

λέω -. (= αλέθω), (ποιητ. και μεταγεν. παρατ. λεον -ουν, αόρ. λεσα, παρακ. με αττ. αναδιπλ. λ-ήλε-κα. Παθ. αόρ. λέ-σ-θην), παρακ. λ-ήλε-(σ)-μαι. Παράγ. λε-σις, λε-σ-μα, λε-σ-μός, λέ-της (= αυτός που αλέθει, νος λέτης = μυλόπετρα), λε-τρς (= γυναίκα που αλέθει), λε-τς (= άλεσμα).

λίσκομαι (= πιάνομαι, κυριεύομαι· αποθ., παθ. του αρέω -), πρτ. λισκόμην, μέσ. μέλλ. με παθ. σημασ. λώσομαι, ενεργ. αόρ. β΄ με παθ. σημασ. άλων και σπάν. με συναίρεση λων (υποτ. λ, -ς, - κτλ., ευκτ. λοίην, απαρ. λναι, μετ. λούς), πρκμ. άλωκα και σπάν. με συναίρ. λωκα, υπερσ. λώκειν. Παράγ. λωσις, λωτός, εάλωτος κτλ.

μαρτάνω (= αποτυχαίνω, λαθεύω) πρτ. μάρτανον, μέσ. μέλλ. μ’ ενεργ. σημασ. μαρτήσομαι, αόρ. β΄ μαρτον, πρκμ. μάρτηκα, υπερσ. μαρτήκειν. Παθ. μαρτάνομαι και συνήθ. ως απρόσ. μαρτάνεται, πρτ. μαρτάνετο, παθ. αόρ. μαρτήθη, πρκμ. μάρτηται, υπερσ. μάρτητο. Παράγ. μαρτία, μάρτημα, μαρτωλός, ναμάρτητος, πεξαμαρτητέον κτλ.

μφιέννυμι (μφί + ν-νυ-μι = ντύνω), πρτ. μφιέννυν, μέλλ. συνηρ. μφι, - ες, -ε κτλ., αόρ. μφίεσα. Μέσ. μφιέννυμαι, (πρτ. μφιεννύμην), μέσ. μέλλ. μφιέσομαι, πρκμ. μφίεσμαι. Παράγ. μφίεσις, μφίεσμα, εμα, σθς, μάτιον (υποκορ. από το εμα, μα).

ναλίσκω και ναλόω - (= ξοδεύω), πρτ. νήλισκον και νήλουν, μέλλ. ναλώσω, αόρ. νήλωσα, πρκμ. νήλωκα. Μέσ. και παθ. ναλίσκομαι και σπάν. ναλόομαι -ομαι, πρτ. νηλισκόμην και νηλούμην, παθ. μέλλ. ναλωθήσομαι, παθ. αόρ. νηλώθην, πρκμ. νήλωμαι, υπερσ. νηλώμην. Παράγ. νάλωμα, νάλωσις, ναλωτής, ναλωτέος κτλ.

νιάω - (= λυπώ, στενοχωρώ), πρτ. νίαον -ων, μέλλ. νι΄σω, αόρ. νίσα. Μέσ. νιμαι, πρτ. νιώμην, μέσ. μέλλ. νι΄σομαι, παθ. αόρ. ως μέσ. νι΄θην. Παράγ. νιρς κτλ.

νοίγω και νοίγνυμι (ν + ογω), πρτ. νέγον, μέλλ. νοίξω, αόρ. νέξα, πρκμ. νέχα. Παθ. νοίγομαι, πρτ. νεγόμην, παθ. αόρ. νεχθην, πρκμ. νέγμαι, υπερσ. νεγμην, συντελ. μέλλ. νεξομαι (= θα είμαι ανοιχτός). Παράγ. νοιγμα, νοιξις, νοικτός, νοικτέον.

νύω και νύτω νύτω). (= τελειώνω), πρτ. νυον και νυτον, μέλλ. ν'σω, αόρ. νσα, πρκμ. νκα. Παθ. νύτομαι, μέσ. αόρ. νσάμην, παθ. αόρ. ν΄σθην, πρκμ. νσμαι. Ρηματ. επίθ. νυστός

πεχθάνομαι (αποθ. = γίνομαι μισητός), πρτ. πηχθανόμην, μέσ. μέλλ. με παθ. σημασ. πεχθήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ με παθ. σημασ. πηχθόμην, πρκμ. πήχθημαι, υπερσ. πηχθήμην.

(πο)δειλιάω -. (= είμαι δειλός, δεν τολμώ), παρατ. π-ε-δειλίον -ων, μέλλ. πο-δειλι'-σω, αόρ. π-ε-δειλί-σα, παρακ. πο-δε-δειλί-κα. Ρημ. επίθ. πο-δειλι-τέον.

(πο)διδράσκω (= δραπετεύω), πρτ. πεδίδρασκον, μέσ. μέλλ. μ’ ενεργ. σημασ. ποδράσομαι, αόρ. β΄ πέδραν, πρκμ. ποδέδρακα, υπερσ. πεδεδράκειν. Παράγ. πόδρασις, δραστος (= εκείνος που δεν μπορεί να ξεφύγει).

(πο)θνσκω, πρτ. πέθνσκον, μέσ. μέλλ. (συνηρ.) ποθανομαι, αόρ. β΄ πέθανον, πρκμ. τέθνηκα, υπερσ. τεθνήκειν, συντελ. μέλλ. τεθνήξω. Παράγ. θνητός.

πόλλυμι και πολλύω (= καταστρέφω, χάνω), πρτ. πώλλυν και πώλλυον, μέλλ. (συνηρ.) πολ, αόρ. πώλεσα, πρκμ. πολώλεκα, υπερσ. πωλωλέκειν, συντελ. μέλλ. πολωλεκς σομαι. Παθ. πόλλυμαι, πρτ. πωλλύμην, μέσ. μέλλ. (συνηρ.) πολομαι, μέσ. αόρ. β΄ με παθ. σημασ. πωλόμην, ενεργ. πρκμ. β΄ με παθ. σημασ. πόλωλα, υπερσ. πωλώλειν. Παράγ. λετήρ, λεθρος, πώλεια, πανώλης, ξώλης (= ολότελα χαμένος), προώλης (= χαμένος από πριν, άξιος να χαθεί πρόωρα).

ρέσκω, πρτ. ρεσκον, μέλλ. ρέσω, αόρ. ρεσα. Μέσ. ρέσκομαι, πρτ. ρεσκόμην, μέσ. αόρ. ρεσάμην. Παράγ. ρεστς (εάρεστος, δυσάρεστος) κτλ.

ρκέω -. παρατ. ρκεον -ουν, μέλλ. ρκέ-σω, αόρ. ρκε-σα. Παθ. ρκέομαι -ομαι, εύχρ. το γ΄ εν. ρκεται (μεταγεν. παθ. μέλλ. ρκεσ-θήσομαι, παθ. αόρ. ρκέσ-θην, παρακ. ρκεσ-μαι). Παράγ. ρκε-σις (= επικουρία, υπηρεσία), ρκεσ-μα (= βοήθεια), ρκε-τς κτλ.

ρόω -. (= αλετρίζω, οργώνω), αόρ. ρο-σα. Παθ. ρόομαι -ομαι. Ρημ. επίθ. ρο-τός. Παράγ. ρο-τος, ρο-σις, ρό-σιμος, ρο-τήρ, ρο-τρον κτλ.

αξω και αξάνω, πρτ. ηξανον και ηξον, μέλλ. αξήσω, αόρ. ηξησα, πρκμ. ηξηκα. Μέσ. και παθ. αξομαι και αξάνομαι, πρτ. ηξόμην και ηξανόμην, μέσ. μέλλ. αξήσομαι, παθ. μέλλ. αξηθήσομαι, παθ. αόρ. ηξήθην, πρκμ. ηξημαι, υπερσ. ηξήμην. Παράγ. αξησις, αξητός, αξητέον κτλ.

φικνέομαι -ομαι (αποθ. = φθάνω), πρτ. φικνούμην, μέσ. μέλλ. φίξομαι, μέσ. αόρ. β΄ φικόμην, πρκμ. φγμαι, υπερσ. φίγμην. Παράγ. φιξις, φικτς (νέφικτος) κτλ.

χθομαι (αποθ. = στενοχωριέμαι, αγανακτώ), πρτ. χθόμην, μέσ. μέλλ. χθέσομαι, παθ. αόρ. με μέσ. σημασ. χθέσθην.

Β
Βαίνω (= βαδίζω), πρτ. -εβαινον, μέσ. μέλλ. μ’ ενεργ. σημασ. -βήσομαι, αόρ. β΄ -εβην, πρκμ. βέβηκα, υπερσ. βεβήκειν. Παθ. -βαίνομαι, παθ. αόρ. -εβάθην, πρκμ. βέβαμαι. Παράγ. βάσις, βάδην, -βατς (βατος κτλ.).

βάλλω (= ρίχνω, χτυπώ), πρτ. βαλλον, μέλλ. (συνηρ.) βαλ, αόρ. β΄ βαλον, πρκμ. βέβληκα, υπερσ. βεβλήκειν. Παθ. βάλλομαι, πρτ. βαλλόμην, μέσ. μέλλ. βαλομαι, μέσ. αόρ. β΄ βαλόμην, παθ. μέλλ. βληθήσομαι, παθ. αόρ. βλήθην, πρκμ. βέβλημαι, υπερσ. -εβεβλήμην. Παράγ. βλμα, βλητς (πόβλητος κτλ.), βλητέον κτλ.

βιβάζω (= βάζω), πρτ. -εβίβαζον, μέλλ. (συνηρ.) βιβ, -ς, - κτλ. αόρ. -εβίβασα. Παθ. βιβάζομαι, μέσ. μέλλ. (συνηρ.) βιβμαι, -, ται κτλ., μέσ. αόρ. -εβιβασάμην. Παράγ. -βιβαστέον κτλ.

βιβρώσκω (= τρώγω), εύχρ. μόνο ο ενεργ. πρκμ. βέβρωκα, το απαρ. παθ. πρκμ. -βεβρσθαι και η μετ. -βεβρωμένος. Παράγ. βρωτς (μίβρωτος). Τα λοιπά αναπληρώνονται από το σθίω.

βλαστάνω, πρτ. βλάστανον, αόρ. β΄ βλαστον, υπερσ. βλαστήκειν.

βλώσκω (ποιητ. = έρχομαι), αόρ. β΄ μολον.

βούλομαι (αποθ. παθ. = θέλω), πρτ. βουλόμην και βουλόμην, μέσ. μέλλ. βουλήσομαι, παθ. αόρ. βουλήθην και βουλήθην, πρκμ. βεβούλημαι. Παράγ. βούλησις, βούλημα, βουλητς (βούλητος).

Γ
Γελάω -. παρατ. γέλον -ων, μέσ. μέλλ. ως ενεργ. γελ΄-σομαι, αόρ. -γέλ-σα. Παθ. (κατα)γελ΄-ομαι -μαι, αόρ. -γελ΄σ-θην, παρακ. γε-γέ-λσ-μαι. Ρημ. επίθ. κατα-γέλσ-τος.

γεύω. (= προσφέρω γεύμα), μόνο ο ενεστώτας. Μέσ. γεύομαι, μέσ. μέλλ. γεύσομαι, μέσ. αόρ. γευσάμην, πρκμ. γέγευσμαι. Ρηματ. επίθ. γευστος, γευστέον.

γηράσκω και (σπάν.) γηράω -, πρτ. γήρασκον, μέλλ. γηράσω και μέσ. ως ενεργ. -γηράσομαι, αόρ. α΄ γήρασα, αόρ. β΄ γήραν, πρκμ. γεγήρακα. Παράγ. γήρατος.

γίγνομαι, πρτ. γιγνόμην, μέσ. μέλλ. γενήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ γενόμην, πρκμ. γεγένημαι και ενεργ. πρκμ. β΄ (με την ίδια σημασ.) γέγονα, υπερσ. γεγενήμην και ενεργ. υπερσ. β΄ (με την ίδια σημασ.) γεγόνειν. Παράγ. γένος, γενεά, γένεσις, γενέτης ή γενετήρ (θηλ. γενέτειρα), γονεύς, γόνος κτλ.

γιγνώσκω (= ξέρω, φρονώ, αποφασίζω), πρτ. γίγνωσκον, μέσ. μέλλ. γνώσομαι, αόρ. β΄ γνων, πρκμ. γνωκα, υπερσ. γνώκειν. Παθ. γιγνώσκομαι, πρτ. γιγνωσκόμην, παθ. μέλλ. γνω-σ-θήσομαι, παθ. αόρ. γνώ-σ-θην, πρκμ. γνω-σ-μαι, υπερσ. γνώ-σ-μην. Παράγ. γνσις, γνώστης, γνώμη, γνωστς (γνωστος), γνωστέος κτλ.

Δ
Δάκνω (= δαγκώνω), πρτ. δακνον, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) δήξομαι, αόρ. β΄ δακον. Μέσ. και παθ. δάκνομαι, παθ. αόρ. δήχθην, πρκμ. δέδηγμαι. Παράγ. δξις, δγμα κτλ.

δέδοικα και δέδια. (= φοβούμαι) Τούτο είναι παρακείμ. του άχρηστου ρ. δείδω και έχει σημασία ενεστώτα. Υπερσυντέλ. (με σημασ. παρατ.) -δε-δοί-κειν, -κεις, -κει, -κεμεν, -κετε, -κεσαν και -δέ-δι-σαν. Μέλλ. δεί-σομαι, -σει, -σεται κτλ. Αόρ. -δει-σα. Παράγ. δε-μα (= τρόμος), δέος ουδ. (= φόβος).

δείκνυμι (= δείχνω) και δεικ-νύ-ω, παρατ. -δείκ-νυ-ν και -δείκ-νυ-ον, μέλλ. δείξω, αόρ. -δειξα, παρακ. δέ-δειχ-α. Μέσ. και παθ. δείκ-νυ-μαι, παρατ. -δεικ-νύ-μην, μέσ. μέλλ. -δείξομαι, παθ. μέλλ. δειχ-θή-σομαι, μέσ. αόρ. -ε-δειξάμην, παθ. αόρ. -δείχ-θην, πα­ρακ. δέ-δειγ-μαι, υπερσ. -δε-δείγ-μην, συντελ. μέλλ. δε-δειγ-μένος σομαι. Ρημ. επίθ. δεικ-τός, δεικ-τέον. Παράγ. δεγ-μα, δεξις, δείκ-της κτλ.

δέω - δ (= δένω), παρατ. -έδεον -ουν, μέλλ. δή-σω, αόρ. -δη-σα, παρακ. δέ-δε-κα, υπερσ. -δε-δέ-κειν. Παθ. δέομαι -ομαι, παρατ. -ε-δε-όμην -ούμην, παθ. μέλλ. δε-θήσομαι, παθ. αόρ. -δέ-θην, παρακ. δέ-δε-μαι, υπερσ. -δε-δέ-μην. Ρημ. επίθ. δε-τός, δε-τέος. Παράγ. δέ-σις, δέ-μα κτλ.

δέω, δες, δε, δέομεν, δετε, δέουσι. (= έχω ανάγκη), μέλλ. δεήσω, αόρ. δέησα. (Συνηθ. ως απρόσ. δε, δει, δεήσει, δέησε, δεδέηκε). Μέσ. δέομαι, δέ ή δέει, δεται, δεόμεθα, δεσθε, δέονται, πρτ. δεόμην, μέσ. μέλλ. δεήσομαι, παθ. αόρ. ως μέσ. δεήθην, πρκμ. δεδέημαι.

διαλέγομαι (αποθ. μέσ. = συνομιλώ, συζητώ), πρτ. διελεγόμην, μέσ. μέλλ. διαλέξομαι και σπάν. παθ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) διαλεχθήσομαι, παθ, αόρ. (μ’ ενεργ. σημασ.) διελέχθην, πρκμ. διείλεγμαι, υπερσ. διειλέγμην. Παράγ. διάλεξις, διάλογος, διάλεκτος, διαλεκτέον. Βλ. και ρ. λέγω (= μιλώ).

δίδωμι (= δίνω), παρατ. -δί-δουν (-ους, -ου), μέλλ. δώ-σω, αόρ. -δω-κα, παρακ. δέ-δω-κα, υπερσ. -δε-δώ-κειν, συ­ντελ. μέλλ. δεδωκώς σομαι. Μέσ. και παθ. δί-δο-μαι, παρατ. -δι-δό-μην, μέσ. μέλλ. δώ-σομαι, μέσ. αόρ. β΄ -δό-μην, παθ. μέλλ. δο-θήσομαι, παθ. αόρ. -δό-θην, παρακ. δέ-δο-μαι, υπερσ. -δε-δό-μην. Ρημ. επίθ. δο-τός, δο-τέος. Παράγ. δό-σις, δο-τήρ, δ-ρον κτλ.

διψ, πρτ. δίψων, -ης, -η κτλ., αόρ. δίψησα.

δοκέω - (= φαίνομαι, μου φαίνεται, νομίζω), πρτ. δόκουν, μέλλ. δόξω, αόρ. δοξα. Και ως απρόσωπο: δοκε, πρτ. δόκει, μέλλ. δόξει, αόρ. δοξε, πρκμ. δέδοκται και δεδογμένον στί, υπερσ. δέδοκτο. Παράγ. δόξα, δόκησις, δόγμα, δόκητος (προσδόκητος) κτλ.

δράω -δρ (= κάνω, ενεργώ), παρατ. δρον -ων, μέλλ. δρ΄-σω, αόρ. -δρ-σα, παρακ. δέ-δρ-κα. Παθ. δράομαι -μαι, δρόμην -ώμην, αόρ. -δρ΄-σ-θην, παρακ. δέ-δρ-μαι. Ρημ. επίθ. δρ-σ-τέον. Παράγ. δρμα, δρ-σις, δρ΄-σ-της κτλ.

δύναμαι. Ενεστ. οριστ. δύναμαι, δύνασαι, δύναται, δυνάμεθα, δύνασθε, δύνανται, υποτ. δύνωμαι, δύν, δύνηται, δυνώμεθα, δύνησθε, δύνωνται, ευκτ. δυναίμην, δύναιο, δύναιτο, δυναίμεθα, δύναισθε, δύναιντο, προστ. μόνο δυνάσθω, δυνάσ-θωσαν, απαρ. δύνασ-θαι, μετ. δυνά-μενος· παρατ. ()δυνάμην, ()δύνω, ()δύνατο κτλ., μέσ. μέλλ. δυνή-σομαι, παθ. αόρ. ως μέσ. ()δυνή-θην και (σπάν.) -δυνάσ-θην, παρακ. δε-δύνη-μαι. Ρημ. επίθ. δυνα-τός, δύνατος. Παράγ. δυνάστης κτλ.

Ε
άω -. (= αφήνω), (θ. ἐᾰ), παρατ. εἰᾶον -ων, μέλλ. ἐᾱ΄-σω, αόρ. εἴᾱ-σα, παρακ. εα-κα. Παθ. άομαι-μαι, παρατ. δεν έχει, μέσ. μέλλ. ως παθ. ἐᾱ'-σομαι, παθ. αόρ. εἰᾱ'-θην, παρακ. εἴᾱ-μαι. Ρημ. επίθ. ἐᾱ-τέος.

γείρω (= σηκώνω), πρτ. γειρον, μέλλ. (συνηρ.) γερ, αόρ. γειρα, πρκμ. β΄ (με ουδ. διάθ.) γρήγορα (= αγρυπνώ, είμαι άγρυπνος), υπερσ. γρηγόρειν. Μέσ. και παθ. γείρομαι, πρτ. γειρόμην, μέσ. αόρ. β΄ γρόμην (υποτ. γρ-ωμαι κτλ.), παθ. αόρ. και ως μέσ. γέρθην, πρκμ. γήγερμαι. Παράγ. γερσις, γερτός, γερτέον.

θέλω και (σπάν.) θέλω, πρτ. θελον, μέλλ. ()θελήσω, αόρ. θέλησα, πρκμ. θέληκα, υπερσ. θελήκειν. Παράγ. θελοντς (μτγν. θέλησις, θέλημα) κτλ.

εμαρται. Το απρόσωπο εμαρται (= είναι πεπρωμένο). Τούτο είναι παρακείμ. του ποιητ. ρ. μείρομαι (= παίρνω το μέρος που μου ανήκει).

Εύχρηστοι τύποι: το γ΄ εν. του παρακ. ε-μαρ-ται, το γ΄ εν. του υπερσυντ. ε-μαρ-το και η μετοχή του παρακ. εμαρμένος (μάλιστα στο θηλ. εμαρμένη σαν ουσιαστ. με παράλειψη του μορα).

εμι. (= θα πάω) Απαρ. -έναι. Μετοχή -ν (όντος), -οσα (ούσης), -ν (όντος), πρτ. -α ή -ειν. Ρημ. επιθ. ς (μαξ-ιτός), -τέον. Παράγ. εσ-ι-τήριος κτλ.. Βλ. και ρχομαι.

εμί. Ενεστώτας εμ (είμαι), Πρτ.  και ν (ήμουν)
Μέλλ.          σομαι (θα είμαι). Αόρ. -γεν-όμην (υπήρξα, έγινα)
Παρακ. γέ-γον-α (έχω υπάρξει, έχω γίνει).
Υπερ.          -γε-γόν-ειν (είχα υπάρξει, είχα γίνει).

εωθα, πρκμ. με σημασ. ενεστ. (= συνηθίζω), υπερσ. με σημασ. πρτ. εώθειν ή εωθς ν. Παράγ. εωθότως (= κατά συνήθεια).

κ-πλήττω (= προκαλώ έκπληξη), πρτ. ξ-έπληττον, μέλλ. κπλήξω, αόρ. πληξα. Μέσ. και παθ. κ-πλήττομαι, πρτ. ξ-επληττόμην, παθ. μέλλ. β΄ (ως μέσος) κ-πλαγήσομαι, παθ. αόρ. β΄ (και ως μέσος) ξ-επλάγην, πρκμ. κ-πέπληγμαι, υπερσ. ξ-επεπλήγμην. Παράγ. κπληξις, κπληκτος κτλ. Όμοια σχηματίζονται οι χρόνοι του κατα-πλήττω. Βλ. και πλήττω.

λαύνω (= θέτω σε κίνηση, προχωρώ έφιππος ή πάνω σε άμαξα), πρτ. λαυνον, μέλλ. (συνηρ.) λ, -ς, - -μεν, -τε, -σι(ν), αόρ. λασα, πρκμ. λήλακα. Μέσ. και παθ. λαύνομαι, πρτ. λαυνόμην, μέσ. αόρ. λασάμην, παθ. αόρ. -ηλάθην, πρκμ. λήλαμαι. Παράγ. λασις, λατς (θεήλατος, σφυρήλατος κτλ.), λατέον κτλ.

λκω (= σέρνω, τραβώ) πρτ. ελκον, μέλλ. λξω, αόρ. ελκσα, πρκμ. -είλκυκα, μεσ. και παθ. λκομαι, πρτ. ελκόμην, μέσ. αορ. -ειλκσάμην, παθ. αόρ. -ειλκύσθην, πρκμ. - είλκυσμαι. Παράγ. λξις, λκτός, λκτέον.

μέω - (= κάνω εμετό), παρατ. μεον -ουν, αόρ. με-σα. Παράγ. ­με-σις, μετος κτλ.

οικα. (= μοιάζω). Τούτο είναι παρακείμενος του άχρηστου ρ. εκ-ω και έχει σημασία ενεστώτα. Κλίνεται έτσι: Παρακείμ. Οριστ. -οικ-α, -ας, -ε, -οίκ-αμεν, -ατε, -ασι και εξασι. Υποτ. -οίκ-ω, -ς, -, -ωμεν, -ητε, -ωσι(ν). Ευκτ. -οίκ-οιμι, -οις, -οι κτλ. Προστ. λείπει. Απαρ. εκ-έναι (και μεταγεν. -οικ-έναι). Μετ. εκς (-ότος), εκυα (-υίας), εκς (-ότος) (και μεταγ. -οικ-ώς, -υα, -ός). Υπερσ. (με σημασία παρατ.) -κ-ειν, -κ-εις, -κ-ει, -κ-εμεν, -κ-ετε, -κ-εσαν.

παινέω -. Βλ. ανέω -.

πιλανθάνομαι (αποθ. μέσ. = λησμονώ), πρτ. π-ελανθανόμην, μέσ. μέλλ. πι-λήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ π-ελαθόμην, πρκμ. πι-λέλησμαι, υπερσ. π-ελελήσμην. Παράγ. πιλήσμων κ.ά.

πιμελέομαι -ομαι και πιμέλομαι (αποθ. παθ. = φροντίζω), πρτ. πεμελούμην και πεμελόμην, μέσ. μέλλ. πιμελήσομαι, παθ. μέλλ. (ως μέσ.) πιμεληθήσομαι, παθ. αόρ. (ως μέσος) πεμελήθην, πρκμ. πιμεμέλημαι. Παράγ. πιμελητής, πιμέλημα, πιμελητέον κ.ά.

πίσταμαι. Ενεστ. οριστ. πίσταμαι, - σαι, -ται κτλ., υποτ. πίστωμαι, -, -ηται κτλ., ευκτ. πισταίμην, -αιο, -αιτο κτλ. (ο τονισμός κατά τα βαρύτ.), προστ. πίστω (και πίστασο), πιστάσθω κτλ., απαρ. πίστασθαι, μετ. πιστάμενος· παρατ. πιστάμην, πίστω (και πίστασο), πίστατο κτλ., μέσ. μέλλ. πι-στή-σομαι, παθ. αόρ. πιστή-θην. Ρημ. επίθ. πιστη-τός, -τέος. Παράγ. πιστήμη, πιστήμων κτλ.

πομαι (αποθ. μέσ. = ακολουθώ), πρτ. επόμην, μέσ. μέλλ. ψομαι, μέσ. αόρ. β΄ σπόμην (υποτ. πίσπωμαι κτλ.). Τα λοιπά από το συνών. κολουθ.

ρχομαι (αποθ.), πρτ. ειν και α, μέλλ. εμι (= θα έρθω ή θα πάω), αόρ. β΄ λθον, πρκμ. λήλυθα, υπερσ. ληλύθην. Παράγ. π-ηλυς, γεν. π-ήλυδος (= αυτός που ήρθε τελευταία), νέ-ηλυς, γεν. νε-ήλυδος (= νεοφερμένος) κ.ά.

ρωτάω -, πρτ. ρώτων, μέλλ. ρωτήσω και μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) ρήσομαι, αόρ. ρώτησα και μέσ. αόρ. β΄ (μ’ ενεργ. σημασ.) ρόμην (υπ. ρωμαι κτλ.), πρκμ. ρώτηκα. Παθ. ρωτμαι, πρτ. ρωτώμην, παθ. αόρ. ρωτήθην, πρκμ. ρώτημαι. Παράγ. ρώτησις, ρώτημα, ρωτητέον.

σθίω (= τρώγω), πρτ. σθιον, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) δ-ομαι, αόρ. β΄ φαγον, πρκμ. δήδοκα, παθ. πρκμ. -εδήδεσμαι. Παράγ. δεσμα, δωδή, δεστός, δεστέον.

ερίσκω, πρτ. ηρισκον και ερισκον, μέλλ. ερήσω, αόρ. β΄ ηρον και ερον, πρκμ. ηρηκα και ερηκα. Μέσ. και παθ. ερίσκομαι, πρτ. ηρισκόμην και ερισκόμην, μέσ. μέλλ. ερήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ ηρόμην και ερόμην, παθ. μέλλ. ερεθήσομαι, παθ. αόρ. ηρέθην και ερέθην, πρκμ. ερημαι, υπερσ. ηρήμην και ερήμην. Παράγ. ερεσις, ερημα, ερετς (νεύρετος, δυσεύρετος κτλ.).

χω, πρτ., εχον, μέλλ. ξω και σχήσω, αόρ. β΄ σχον (υποτ. σχ, σχς, σχ κτλ., ευκτ. σχοίην, σχοίης, σχοίη κτλ., αλλά σύνθ. παράσχοιμι, παράσχοις, παράσχοι κτλ., προστ., σχές, απαρ. σχεν, μετ. σχών, σχοσα, σχόν), πρκμ. σχηκα. Μέσ. και παθ. χομαι, πρτ. εχόμην, μέσ. μέλλ. ξομαι και σχήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ (και ως παθ.) σχόμην (υποτ. σχμαι, σχ, σχται κτλ.), πρκμ. -έσχημαι. Παράγ. ξις, ξς, -οχος (νοχος, ξοχος κτλ.), -οχ (σοχή, ξοχή κτλ.), σχμα, σχέσις, -εκτς (νεκτς κτλ.), κτέος, κτέον κ.ά.

ψω (= βράζω), πρτ. ψον, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) ψήσομαι, αόρ. ψησα. Παθ. ψομαι. Παράγ. ψησις, ψημα (μτγν. φέψημα), ψητς ή φθς (= βραστός) και πτς (= ψητός), όπου δεν κρατήθηκε η δασεία του θέματος.

Ζ
Ζεύγνυμι (= ζεύω), πρτ. -εζεύγνυν, αόρ. ζευξα. Μέσ. και παθ. ζεύγνυμαι, μέσ. αόρ. ζευξάμην, παθ. αόρ. α΄ ζεύχθην, παθ. αόρ. β΄ ζύγην, πρκμ. ζευγμαι. Παραγ. ζεγος, ζεξις, ζευκτς κ.ά.

ζ, πρτ. ζων, μέλλ. ζήσω και συνήθ. μέσ. μέλλ. (με την ίδια σημασ.) βιώσομαι, αόρ. β΄ βίων, πρκμ. βεβίωκα. Παθ. πρκμ. βεβίωται, μτχ. βεβιωμένος (βίος) καιτ βεβιωμένα. Παράγ. βιωτς (βίωτος), βιωτέος, -τέον.

ζώννυμι (= ζώνω), αόρ. -έζωσα. Παθ. πρκμ. ζωσμαι ή ζωμαι. Παράγ. ζμα (διάζωμα), ζωστήρ, ζωστος κ.ά.

Η
δομαι (αποθ. = ευχαριστιέμαι, ευφραίνομαι), πρτ. δόμην, παθ. μέλλ. (ως μέσος) σθήσομαι, παθ. αόρ. (ως μέσος) σθην.

μ (= λέω). Εύχρηστος ο παρατ. στο α΄ ενικό  (= φην) και το γ΄ ενικό  (= φη), στις παρενθετικές φράσεις: ν δ’ γ (= είπα εγώ),  δ’ ς (=είπε αυτός),  δ’  (= είπε αυτή).

κω (= έχω έρθει), κον (= είχα έρθει ή ήρθα), ξω (= θα έχω έρθει).

Θ
Θέω, θες, θε κτλ. (= τρέχω), πρτ. θεον, -εις, -ει κτλ., μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) -θεύσομαι. Τα λοιπά από το ρ. τρέχω. Παθ. μόνο μεταθέομαι (= καταδιώκομαι, με κυνηγούν). Παράγ. θος (ποιητ. = γρήγορος).

θηράω - (= κυνηγώ), παρατ. -θήραον-ων, μέλλ. θη-ράσω, αόρ. -θήρ-σα, παρακ. τε-θήρ-κα, υπερσ. -τε-θηρ'-κειν. Μέσ. και παθ. θηράομαι -μαι· τα λοιπά ποιητ. και μεταγ. Ρημ. επίθ. θηρ-τός, θηρ-τέος. Παράγ. θηρ-τής, θήρ-μα κτλ.

θιγγάνω (εγγίζω, ψαύω), αόρ. β΄ θιγον. Τα λοιπά από το πτομαι. Παράγ. θικτος, εθικτος.

θνσκω. Βλ. ποθνσκω.

θραύω. μόνο ο ενεστώτας και ο αόρ. θραυσα. Παθ. θραύομαι, παθ. αόρ. θραύσθην, πρκμ. τέθραυσμαι. Ρηματ. επίθ. θραυστός.

I
άομαι -μαι (αποθ.). (= γιατρεύω), παρατ. ἰᾰόμην-ώμην, μέσ. μέλλ. ἰᾱ'-σομαι, μέσ. αόρ. ἰᾱ-σάμην, παθ. αόρ. με παθ. διάθ. ἰᾱ'-θην. Ρημ. επίθ. ἰᾱ-τός, ἰᾱ-τέος. Παράγ. ἴᾱ-σις, ἴᾱ-μα, ἰᾱ-τρς κτλ.

ζω. Βλ. καθίζω.

ημι. (= ρίχνω), παρατ. -η-ν, μέλλ. -σω, αόρ. -κα, παρακ. ε-κα. Μέσ. και παθ. -ε-μαι, παρατ. -έ-μην, μέσ. μέλλ. -ή-σο-μαι (φ-ή-σομαι), παθ. μέλλ. -ε-θήσομαι (φ-ε-θήσομαι), μέσ. αόρ. α΄ -η-κά-μην (προ-η-κά-μην, σπάν.), μέσ. αόρ. β΄ -εί-μην (φ-εί-μην, φ-εσο, φ-ετο κτλ.), παθ. αόρ. -εί-θην (φ-εί-θην, υποτ. φ-ε-θ κτλ.), παρακ. -μαι (φ-ε-μαι), υπερσ. -εί-μην (φ-εί-μην, φ-ε-σο, φ-ε-το κτλ.). Ρημ. επίθ. (ς) κάθ-ε-τος, φ-ε-τος, συν-ε-τός. Παράγ. ν-ε-σις, φ-ε-σις, ν-ε-σις, σύν-ε-σις κτλ., φ-έ-της, φ-έ-της κτλ.

κνέομαι -ομαι. Βλ. φικνομαι.

λάσκομαι (αποθ. μεικτό = εξιλεώνω), πρτ. λασκόμην, μέσ. μέλλ. λάσομαι, μέσ. αόρ. -ιλασάμην, παθ. αόρ. λάσθην. Παράγ. λασμός, λαστς κ.ά.

στημι. (= στήνω), παρατ. -στη-ν, μέλλ. στή-σω, αόρ. α΄ -στη-σα, αόρ. β΄ -στη-ν, παρακ. -στη-κα, υπερσ. ε-στή-κειν και -στή-κειν, συντέλ. μέλλ. -στή-ξω. Μέσ. και παθ. -στα-μαι, παρατ., στά-μην, μέσ. μέλλ. στή-σομαι, , παθ. μέλλ. στα-θήσομαι,  μέσ. αόρ. α΄ -στη-σάμην, παθ. αόρ. -στά-θην. Ρημ. επιθ. νά-στα-τος, ν-υπό-στατος, πο-στα-τέον. Παράγ. στά-σις, πι-στά-της, στα-θμός, στή-λη, στή-μων κτλ.
Ο παρακείμ. στηκα και ο υπερσυντ. εστήκειν έχουν σε ορισμένα πρόσωπα και δεύτερους τύπους. Έτσι σχηματίζονται οι τύποι: στηκα, -κας, -κε, -καμεν, -κατε, -κασι και -στα-μεν, -στα-τε, -στ-σι. Απαρ. στηκέναι και -στάναι. Μετοχή: στηκώς, -κυα, -κς και στώς, στσα, στς και στός, γεν. σττος, στώσης, σττος. Υπερσυντέλ. εστήκειν, -κεις, -κει, -κεμεν, -κετε, -κεσαν και -στα-σαν.

Κ
Καθέζομαι (κατά + ζομαι, αποθ. = κάθομαι), πρτ. (με σημασ. αορ.) καθεζόμην, μέσ. μέλλ. (συνηρ.) καθεδομαι.

καθεύδω (κατά + εδω = κοιμούμαι), πρτ. κάθευδον ή καθηδον, μέλλ. καθευδήσω. Παράγ. καθευδητέον.

κάθημαι. Ο ενεστώτας με σημασία παρακειμένου του καθέζομαι. Παρατατ. -καθ-ή-μην, -κάθ-η-σο, -κάθ-η-το κτλ. Και χωρίς αύξηση: καθ-ή-μην, καθ--σο, καθ--το, καθ-ή-μεθα, καθ--σθε, καθ--ντο. Μέλλ. (συνηρ.) καθ-εδομαι, καθ-εδε, καθ-εδεται κτλ. (από το καθέζομαι).

καθίζω (κατά + ζω = βάζω κάποιον να καθίσει), πρτ. κάθιζον, μέλλ. (συνηρ.), καθι, -ες, -ε κτλ., αόρ. κάθισα και καθσα. Μέσ. καθίζομαι (= καθίζω τον εαυτό μου, βυθίζομαι), πρτ. καθιζόμην, μέσ. μέλλ. καθιζήσομαι, μέσ. αόρ. -εκαθισάμην.

καίω και κάω. πρτ. καιον και καον, μέλλ. καύσω, αόρ. καυσα, πρκμ. κέκαυκα. Παθ. καίομαι και κάομαι, πρτ. καόμην (μόνο), παθ. μέλλ. καυθήσομαι, παθ. αόρ. καύθην, πρκμ. κέκαυμαι, υπερσ. κεκαύμην. Ρηματ. επίθ. καυ-σ-τος, περίκαυ-σ-τος (αλλά πυρίκαυ-σ-τος και πυρίκαυ-τος).

καλέω -. παρατ. κάλεον -ουν, μέλλ. συνηρημ. καλ, αόρ. -κάλε-σα, παρακ. κέ-κλη-κα, υπερσ. -κε-κλή-κειν. Παθ. καλέομαι -ομαι, παρατ. καλεόμην -ούμην, μέσ. μέλλ. καλομαι, παθ. μέλλ. κλη-θήσομαι, μέσ. αόρ. -καλε-σάμην, παθ. αόρ. -κλή-θην, παρακ. κέ-κλη-μαι, υπερσ. -κε-κλή-μην. Ρημ. επίθ. κλη-τός, κλη-τέος. Παράγ. κλ-σις, κλη-τρ κτλ.

κάμνω (= κοπιάζω, κουράζομαι), πρτ. καμνον, μέσ. μέλλ. καμομαι, αόρ. β΄ καμον, πρκμ. κέκμηκα, υπερσ. κεκμήκειν. Παράγ. κάματος, ποκμητέον.

κατάγνυμι (κατά + γνυμι = σπάζω, τσακίζω), μέλλ. κατάξω, αόρ. κατέαξα (υποτ. κατ-άξω κτλ.). Παθ. κατάγνυμαι, παθ. αόρ. κατεάγην (υποτ. καταγ, ευκτ. καταγείην κτλ.), ενεργ. πρκμ. β΄ με παθ. σημασ. κατέαγα (= είμαι τσακισμένος). Παράγ. κάταξις, κάταγμα, κατακτς (= που μπορεί κανείς να τον σπάσει).

καταδαρθάνω (κατά + δαρθάνω = κοιμούμαι), αόρ. β΄ κατέδαρθον, πρκμ. καταδεδάρθηκα.

(κατα)λεύω. (= λιθοβολώ), πρτ. κατέλευον, αόρ. κατέλευσα. Παθ. μέλλ. καταλευσθήσομαι, παθ. αόρ. κατελεύσθην. Ρηματ. επίθ. λιθό-λευστος.

κεμαι. Το ρ. κεμαι (= κείτομαι, είμαι τοποθετημένος). Ενεστώτας με σημασία παρακειμένου του ρ. τίθεμαι. Παρατ. (με σημασία υπερσυντ.) -κεί-μην, -κει-σο, -κει-το κτλ. Μέλλ. κεί-σομαι, κεί-σ, κεί-σεται κτλ.
Παράγ. κειμήλιον, κοίτη (απ’ όπου κοιτίς, κοιτν κτλ.).

κελεύω. (= διατάζω, παραγγέλνω), πρτ. κέλευον, μέλλ. κελεύσω, αόρ. κέλευσα, πρκμ. κεκέλευκα. Παθ. κελεύομαι, πρτ. κελευόμην, παθ. αόρ. κελεύσθην, πρκμ. κεκέλευσμαι. Ρηματ. επίθ. κέλευστος, κελευστέος.

κεράννυμι και (σπάν.) κεραννύω (λέγεται για τα υγρά = κάνω μείγμα, ανακατεύω) αόρ. κέρασα. Μέσ. και παθ. κεράννυμαι, παθ. μέλλ. κραθήσομαι, παθ. αόρ. κράθην και κεράσθην, μέσ. αόρ. -εκερασάμην, πρκμ. κέκραμαι, υπερσ. κεκράμην. Παράγ. κρσις, κρμα, κρατήρ, κρατος, εκρατος, κέραστος, συγκρατέον κ.ά.

κλαίω και κλάω. πρτ. κλαον, μέλλ. κλαύσομαι και κλαήσω ή κλαιήσω, αόρ. κλαυσα. Μέσ. αόρ. κλαυσάμην. Ρηματ. επίθ. κλαυ(σ)τός, κλαυ(σ)τος.

κλείω (κλω) πρτ. κλον ή κλειον, μέλλ. κλσω ή κλείσω, αόρ. κλσα ή κλεισα. Μέσ. και παθ. -κλήομαι ή -κλείομαι, πρτ. -εκλόμην ή -εκλειόμην, παθ. μέλλ. -κλ-σ-θήσομαι ή -κλει-σ-θήσομαι, μέσ. αόρ. -εκλσάμην ή -εκλεισάμην, παθ. αόρ. κλ-σ-θην ή κλεί-σ-θην, πρκμ. κέκλμαι ή κέκλειμαι, υπερσ. κεκλμην ή κε-κλείμην. Ρηματ. επίθ. κλ-σ-τός ή κλει-σ-τός.

κλέπτω, πρτ. κλεπτον, μέλλ. κλέψω και μέσ. μέλλ. (με την ίδια σημασ.) κλέψομαι, αόρ. κλεψα, πρκμ. κέκλοφα. Παθ. κλέπτομαι, παθ. αόρ. κλάπην, πρκμ. -κέκλεμμαι. Παράγ. κλέμμα, κλέπτης, κλοπή.

κλω και κλείω. Βλέπε ρήμα κλείω.

κράζω, αόρ. β΄ -έκραγον, πρκμ. β΄ (με σημασ. ενεστ.) κέκραγα (= φωνάζω δυνατά), υπερσ. β΄ κεκράγειν). Παράγ. κραυγή· από το θ. του πρκμ. κεκραγμός, κεκράκτης (ποητικά).

κρεμάννυμι (= κρεμώ), αόρ. κρέμασα. Μέσ. και παθ. κρεμάννυμαι, παθ. αόρ. κρεμάσθην, πρκμ. κρέμαμαι.

κρούω. πρτ. κρουον, μέλλ. κρούσω, αόρ. κρουσα, πρκμ. -κέκρουκα, υπερσ. -εκεκρούκειν. Μέσ. και παθ. κρούομαι, πρτ. κρουόμην, μέσ. μέλλ. κρούσομαι, μέσ. αόρ. κρουσάμην, παθ. αόρ. -εκρούσθην, πρκμ. κέκρου(σ)μαι, υπερσ. κεκρούσμην. Ρηματ. επίθ. πο-κρουστέον.

κτάομαι -μαι (αποθ. μεικτό), πρτ. κτώμην, μέσ. μέλλ. κτήσομαι, μέσ. αόρ. κτησάμην, παθ. αόρ. κτήθην, πρκμ. κέκτημαι και κτημαι (υποτ. (κ)κτημένος κτλ. και μονολ. κέκτωμαι, γ΄ εν. κεκτται, β΄ πλ. κεκτσθε· ευκτ. (κ)κτημένος εην κτλ. και μονολ. κεκτμην, κεκτο, κεκττο κτλ.· προστ. κέκτησο· απαρ. κεκτσθαι, μετ. (κ)κτημένος), υπερσ. κεκτήμην, συντελ. μέλλ. κεκτήσομαι και κτήσομαι. Παράγ. κτμα, κτήτωρ, κτητς (κτητος κτλ.), κτητέον κ.ά.

Λ
Λαγχάνω (= παίρνω κάτι με κλήρο, παίρνω μέρος σε κάτι), πρτ. λάγχανον, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) λήξομαι, αόρ. β’ λαχον, πρκμ. εληχα, υπερσ. ελήχειν. Παθ. λαγχάνομαι, παθ. αόρ. λήχθην, πρκμ. εληγμαι. Παράγ. λξις (= κλήρωση· διαφορετικό από το λξις = τέλος, παράγ. του λήγω), λάχος (= κλήρος, μερίδιο), ληκτέος κ.ά.

λαμβάνω, πρτ. λάμβανον, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) λήψομαι, αόρ. β΄ λαβον, πρκμ. εληφα, υπερσ. ελήφειν. Μέσ. και παθ. λαμβάνομαι, πρτ. λαμβανόμην, παθ. μέλλ. ληφθήσομαι, παθ. αόρ. λήφθην, μέσ. αόρ. β΄ λαβόμην, πρκμ. ελημμαι, υπερσ. -ειλήμμην. Παράγ. λψις, λμμα (δίλημμα κτλ.), λήπτης, ληπτός, ληπτέος κ.ά.

λανθάνω (= μένω κρυμμένος ή απαρατήρητος, ξεφεύγω την προσοχή κάποιου), πρτ. λάνθανον, μέλλ. λήσω, αόρ. β΄ λαθον, πρκμ. λέληθα, υπερσ. λελήθειν. Παράγ. λάθος, λήθη. Βλ. και πιλανθάνομαι.

λέγω (= μιλώ), πρτ. λεγον, μέλλ. λέξω ή (συνηρ.) ρ, -ες, -ε κτλ., αόρ. α΄ λεξα ή επα, αόρ. β΄ επον, πρκμ. ερηκα, υπερσ. ερήκειν. Παθ. λέγομαι, πρτ. λεγόμην, παθ. μέλλ. λεχθήσομαι και συνήθ. ηθήσομαι, παθ. αόρ. λέχθην και συνήθ. ρρήθην, πρκμ. λέλεγμαι και και συνήθ. ερημαι, υπερσ. ερήμην, συντελ. μέλλ. ερήσομαι. Παράγ. λέξις, λόγος, ῥῆμα, ήτωρ, λεκτός, λεκτέος. Βλ. και ρ. διαλέγομαι.

-λέγω (= μαζεύω). Βλ. ρ. συλλέγω.

λείπω (= αφήνω), πρτ. λειπον, μέλλ. λείψω, αόρ. β΄ λιπον, πρκμ. β΄ λέλοιπα, υπερσ. λελοίπειν. Μέσ. και παθ. λείπομαι, πρτ. λειπόμην, μέσ. μέλλ. -λείψομαι, παθ. μέλλ. -λειφθήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ -ελιπόμην, παθ. αόρ. λείφθην, πρκμ. λέλειμμαι, υπερσ. λελείμμην, συντελ. μέλλ. λελείψομαι. Παράγ. λεψις (κλειψις, λλειψις κτλ.), λεμμα (διάλειμμα κτλ.), λειπτς (διάλειπτος κτλ.), λειπτέον, λοιπς κ.ά.

λεύω. Βλ. (κατα)λεύω

λούω. μόνο ο ενεστώτας. Μέσ. λομαι, πρτ. λούμην, μέσ. μέλλ. λούσομαι, μέσ. αόρ. λουσάμην, πρκμ. λέλουμαι (μεταγεν. λέλουσμαι).

Μ
Μανθάνω, πρτ. μάνθανον, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) μαθήσομαι, αόρ. β΄ μαθον, πρκμ. μεμάθηκα, υπερσ. μεμαθήκειν. Παθ. μόνο ενεστ. μανθάνομαι. Παράγ. μάθησις, μάθημα, μαθητής, μαθητός, μαθητέον κ.ά.

μάχομαι (αποθ. μέσ.), πρτ. μαχόμην, μέσ. μέλλ. (συνηρ.) μαχομαι, -ε, -εται κτλ., μέσ. αόρ. μαχεσάμην, πρκμ. μεμάχημαι. Παράγ. μαχητής, μαχητός (μάχητος κτλ.), μαχητέον και μαχετέον κ.ά.

μείγνυμι και μειγνύω (= σμίγω), πρτ. -εμείγνυν, μέλλ. μείξω, αόρ. μειξα. Μέσ. και παθ. μείγνυμαι, πρτ. -εμειγνύμην, παθ. μέλλ. -μειχθήσομαι, μέσ. αόρ. μειξάμην, παθ. αόρ. α΄ (και ως μέσ.) μείχθην και παθ. αόρ. β΄ (και ως μέσ.) μίγην, πρκμ. μέμειγμαι, υπερσ. μεμείγμην. Παράγ. μεξις, μεγμα, μιγάς, μεικτός, μεικτέον κ.ά.

μέλει (απρόσ. = υπάρχει φροντίδα), πρτ. μελε, μέλλ. μελήσει, αόρ. μέλησε, πρκμ. μεμέληκε, υπερσ. μεμελήκει. Παράγ. μέλημα (= φροντίδα), μελητέον κ.ά.

μέλλω (= έχω σκοπό, αναβάλλω), πρτ. μελλον και μελλον, μέλλ. μελλήσω, αόρ. μέλλησα. Παθ. γ΄ εν. μέλλεται. Παράγ. μέλλησις, μέλλημα (= αργοπορία), μελλητής (= αυτός που αργοπορεί, που διστάζει), μελλητέον κ.ά.

μένω, πρτ. μενον, μέλλ. (συνηρ.) μεν, -ες, -ε κτλ., αόρ. μεινα, πρκμ. μεμένηκα. Παράγ. μενετός, μενετέον, μόνος, μονάς, μον κ.ά.

μιμνήσκω (= θυμίζω), εύχρ. τα συνθ. να(πο)μιμνήσκω κτλ., πρτ. -εμίμνησκον, μέλλ. -μνήσω, αόρ. -έμνησα. Μέσ. μιμνήσκομαι (συνήθ. σύνθ.) πρτ. -εμιμνησκόμην, μέσ. μέλλ. -μνήσομαι, παθ. μέλλ. (ως μέσος) μνησθήσομαι, παθ. αόρ. (ως μέσος) μνήσθην, πρκμ. (με σημασ. ενεστ.) μέμνημαι (= θυμούμαι· υποτ. μεμνμαι, -, -ται, κτλ., ευκτ. μεμνμην, -o, -το κτλ.), υπερσ. (με σημασ. πρτ.) μεμνήμην, συντελ. μέλλ. μεμνήσομαι. Παράγ. μνήμη, μνήμων, μνμα, πό(νά)μνησις, -μνηστς (ναμνηστός, είμνηστος κτλ.), -μνηστέον κ.ά.

Ν
Νέμω (= μοιράζω, βόσκω), πρτ. νεμον, μέλλ. (συνηρ.) νεμ, -ες, -ε κτλ., αόρ. νειμα, πρκμ. νενέμηκα. Μέσ. και παθ. νέμομαι, πρτ. νεμόμην, μέσ. μέλλ. (συνηρ.) νεμομαι, - ε, -εται κτλ., μέσ. αόρ. νειμάμην, παθ. αόρ. νεμήθην, πρκμ. νενέμημαι, υπερσ. νενεμήμην. Παράγ. νομεύς, νομή, νόμος, νομός, -νεμητός (νέμητος κτλ.), -νεμητέον κ.ά.

νέω, νες, νε κτλ. (= πλέω, κολυμπώ), πρτ. -ένεον, -ένεις, -ένει κτλ., μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργητ. σημασ.) νεύσομαι, αόρ. νευσα, πρκμ. νένευκα. Παράγ. νεσις (= κολύμπημα), νευστέον κ.ά.

Ξ
Ξέω, ξες, ξε, ξέομεν, ξετε, ξέουσι. (= ξύνω), αόρ. ξεσα. Παράγ. ξέσις, ξέσμα, ξεστήρ, ξέστρον, ξεστός (ξεστος) κ.ά. Ρημ. επίθ. ξεσ-τός, -ξεσ-τος. Παράγ. ξέ-σις κτλ.

ξύω. αόρ. ξσα. Μέσ. αόρ. ξυσάμην, παθ. αόρ. -εξύσθην. Ρηματ. επίθ. ξυστός.

Ο
Οδα (= ξέρω) Το οδα είναι παρακείμ. β΄ του άχρηστου ρ. εδω και πήρε σημασία ενεστώτα. Υπερσυντέλ. (με σημασία παρατ.) δ-ειν ή δ-η, δ-εις ή δ-ησθα, δ-ει ή δ-ειν, δ-ε-μεν ή σ-μεν, δ-ε-τε ή στε, δ-ε-σαν ή -σαν, δ-ειτον ή σ-τον, δ-είτην ή σ-την. Μέλλ. ε-σομαι και εδή-σω. Ρημ. επίθ. σ-τέον. Παράγ. εδησις, εδος, επίρρ. (από τη μετοχή) εδότως (= με επίγνωση, συνειδητά), στωρ (= γνώστης, έμπειρος)· απ’ αυτό: στορία.

οομαι και ομαι (αποθ. παθ. = νομίζω, φρονώ), πρτ. όμην και μην, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) οήσομαι, παθ. αόρ. (μ’ ενεργ. σημασ.) ήθην. Παράγ. οησις, οητέον.

οχομαι (αποθ. ενεστ. με σημασ. πρκμ. = έχω φύγει), πρτ. (με σημασ. υπερσ.) χόμην, μέσ. μέλλ. οχήσομαι. Παράγ. οχητέον.

λλυμι. Βλ. πόλλυμι.

μνυμι (= ορκίζομαι), πρτ. μνυν, μέσ. μέλλ. (συνηρ., μ’ ενεργ. σημασ.) μομαι, -ε, -εται κτλ., αόρ. μοσα, πρκμ. μώμοκα, υπερσ. μωμόκειν. Μέσ. και παθ. -όμνυμαι, πρτ. -ωμνήμην, παθ. μέλλ. -ομοσθήσομαι, μέσ. αόρ. -ωμοσάμην, παθ. αόρ. μό(σ)θην, πρκμ. μώμο(σ)ται (πβ. μώμοσται Ζεύς = έχει γίνει όρκος στ’ όνομα του Δία), υπερσ. μώμο(σ)το. Παράγ. νώμοτος, πώμοτος, συνώμοτον (= σύνδεσμος που έγινε με όρκο, ομοσπονδία), συνωμότης κ.ά.

νίνημι. (=οφελώ, ευεργετώ) (Ενεστ. οριστ. -νί-νη-μι, νίνης, νίνησι· τα λοιπά πρόσ. άχρηστα - υποτ., ευκτ. και προστ. λείπουν· απαρ. νινάναι, μετοχή μόνο θηλ. νινσα), παρατ. (λείπει και στη θέση του χρησιμοποιείται ο παρατ. του φελ) φέλουν, μελλ. νή-σω, αόρ. νη-σα. Μέσ. και παθ. -νί-ν-μαι (εκτός από την οριστ. εύχρηστη η ευκτ. νιναίμην, νίναιο, νίναιτο, νιναίμεθα, νίναισθε, νίναιντο, που τονίζεται κατά τα βαρύτονα, και το απαρ. νίνασθαι), παρατ. -νι-νά-μην, μέσ. μέλλ. νή-σομαι, μέσ. αόρ. νή-μην (ευκτ. ναίμην, ναιο, ναιτο, ναίμεθα, ναισθε, ναιντο, που τονίζεται κατά τα βαρύ­τονα· απαρ. να-σθαι), παθ. αόρ. νή-θην· τα λοιπά από το φελομαι. Ρημ. επίθ νόνη-τος (ενεργ. = εκείνος που δεν ωφελεί, ανώφελος· παθ. = εκείνος που δεν ωφελείται), νη-τέον. Παράγ. νησις κτλ.

ράω - (= βλέπω), πρτ. ώρων, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) ψομαι, αόρ. β΄ εδον, (υποτ. δω, ευκτ. δοιμι, προστ. δέ, απαρ. δεν, μετ. δών), πρκμ. όρακα ή ώρακα και ποιητ. πωπα, υπερσ. ωράκειν. Μεσ. και παθ. ρμαι, πρτ. ωρώμην, παθ. μέλλ. φθήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ -ειδόμην (υποτ. δωμαι κτλ.), παθ. αόρ. φθην, πρκμ. όραμαι ή ώραμαι και μμαι (ψαι, πται, μμεθα, φθε, μμένοι εσιν.). Παράγ. ρασις, ψις, μμα, πή, ρατς (όρατος κτλ.), οπτος (ποπτος, νύποπτος κτλ.).

φείλω (= χρωστώ), πρτ. φειλον, μέλλ. φειλήσω, αόρ. φείλησα και αόρ. β΄ φελον (υποτ. φέλω κτλ.), πρκμ. φείληκα, υπερσ. φειλήκειν. Παθ. φείλομαι, πρτ. φειλόμην, παθ. αόρ. φειλήθην. Παράγ. φειλή, φείλημα, φειλέτης (θηλ. φειλέτις -ιδος) κ.ά.

φλισκάνω (= καταδικάζομαι να πληρώσω πρόστιμο), πρτ. φλίσκανον, μέλλ. φλήσω, αόρ. β΄ φλον (υποτ. φλω κτλ.), πρκμ. φληκα, υπερσ. φλήκειν. Παθ. πρκμ. μετ. φλημένος. Παράγ. φλησις, φλημα, φλητς κ.ά.

Π
Παίζω, πρτ. παιζον, μέσ. μέλλ. (δωρικός, μ’ ενεργ. σημασ.) παιξομαι, -ε, -εται κτλ., αόρ. παισα. Παθ. πρκμ. πέπαισμαι. Παράγ. παιδι (), παίκτης, παικτός, παικτέον και παιστέον κ.ά.

παίω. (= χτυπώ), πρτ. παιον, μέλλ. παίσω, αόρ. παισα, πρκμ. πέπαικα. Παθ. παίομαι, (πρτ. παιόμην, μέσ. αόρ. παισάμην), παθ. αόρ. παίσθην. Ρηματ. επίθ. νά-παι-σ-τος.

πάσχω, πρτ. πασχον, μέσ. μέλλ. (με παθ. σημασ.) πείσομαι, αόρ. β΄ παθον, πρκμ. πέπονθα, υπερσ. πεπόνθειν. Παράγ. πάθος, πάθη (= παθητική κατάσταση, πάθημα), πάθημα, πάθησις, πένθος κ.ά.

πατάσσω (= χτυπώ), εύχρ. ο αόρ. πάταξα. Τα λοιπά από τα συνώνυμα παίω, πλήττω, τύπτω.

παύω. πρτ. παυον, μέλλ. παύσω, αόρ. παυσα, πρκμ. πέπαυκα. Μέσ. και παθ. παύομαι, πρτ. παυόμην, μέσ. μέλλ. παύσομαι, μέσ. αόρ. παυσάμην, παθ. μέλλ. παυ(σ)θήσομαι, παθ. αόρ. παύ(σ)θην, πρκμ. πέπαυμαι, υπερσ. πεπαύμην. Ρηματ. επίθ. παυ(σ)τος, παυ(σ)τέον.

πείθω, πρτ. πειθον, μέλλ. πείσω, αόρ. πεισα, πρκμ. πέπεικα, υπερσ. πεπείκειν. Μέσ. και παθ. πείθομαι, πρτ. πειθόμην, μέσ. μέλλ. πείσομαι, παθ. μέλλ. πεισθήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ πιθόμην, παθ. αόρ. (και ως μέσ.) πείσθην, πρκμ. πέπεισμαι, υπερσ. πεπείσμην και ενεργ. πρκμ. β΄ (ως μέσ.) πέποιθα (= έχω πεποίθηση, έχω θάρρος), ενεργ. υπερσ. β΄ (ως μέσ.) πεποίθειν. Παράγ. πειθώ, πιθανός, πίστις, πιστός, πειστέον κ.ά.

πειν, πεινς, πειν, πεινμεν, πειντε, πεινσι, πρτ. πείνων, -ης, -η, -μεν, -τε, -ων, μέλλ. πεινήσω, αόρ. πείνησα, πρκμ. πεπείνηκα.

πέπρωται. To απρόσωπο πέπρωται (= είναι πεπρωμένο). Τούτο είναι παρακείμ. ρήματος άχρηστου στον ενεστώτα, που έχει αόρ. β΄ -πορ-ον (ποιητ. = έδωσα). Εύχρηστοι τύποι: το γ΄ εν. του παρακ. πέ-πρω-ται ή πε-πρω-μένον στί, το γ΄ εν. του υπερσ. -πέ-πρω-το και η μετοχή του παρακ.  πεπρωμένη (ενν. μορα), τ πεπρωμένον (ενν. μέρος).

πετάννυμι (= ανοίγω), εύχρ. τα συνθ. να-πετάνννμι κτλ., πρτ. -επετάννυν, αόρ. -επέτασα. Παθ. -πετάννυμαι, πρτ. -επεταννύμην, πρκμ. -πέπταμαι. Τα λοιπά ποιητ. και μτγν. Παράγ. πέτασμα, πέτασος κ.ά.

πέτομαι (αποθ. μέσ. = πετώ), μέσ. μέλλ. -πτήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ -επτόμην. Τα λοιπά ποιητ. και μτγν. Παράγ. πτσις, πτμα κ.ά.

πήγνυμι και πηγνύω (= μπήγω), αόρ. πηξα. Μέσ. και παθ. πήγνυμαι, πρτ. πηγνύμην, παθ. μέλλ. β΄ παγήσομαι, μέσ. αόρ. -επηξάμην, παθ. αόρ. β΄ πάγην, ενεργ. πρκμ. β΄ (ως μέσος) πέπηγα, υπερσ. πεπήγειν. Παράγ. πηκτός, πξις, πγμα, πάγος, παγίς, πάγη (= παγίδα) κ.ά.

πίμπλημι. παρατ. -πί-μ-πλη-ν, μέλλ. -πλή-σω, αόρ. -έ-πλη-σα, παρακ. πέ-πλη-κα. Μέσ. και παθ. πί-μ-πλ-μαι, παρατ. -πι-μ-πλά-μην, (μέσ. μέλλ. πλή-σομαι), παθ. μέλλ. πλη-σ-θήσομαι, μέσ. αόρ. α΄ -πλη-σάμην και μέσ. αόρ. β΄ -ε-πλή-μην (σπάν.), παθ. αόρ. -πλήσ-θην, παρακ. -πέ-πλη-σ-μαι. Ρημ. επίθ. -πλη-σ-τος, μ-πλη-σ-τέος. Παράγ. πλήρης, πλθος κτλ.

πίμπρημι. συνήθ. σύνθ. μ-πί-(μ)-πρη-μι, παρατ. ν-ε-πί-μ-πρη-ν, μέλλ. μ-πρή-σω, αόρ. ν-έ-πρη-σα. Παθ. μ-πί-πρα-μαι, παθ. αόρ. ν-ε-πρή-σ-θην. Παράγ. πρσις, μπρησμός, μπρηστής κτλ.

πίνω, πρτ. πινον, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) πίομαι, αόρ. β΄ πιον, πρκμ. πέπωκα. Παθ. πίνομαι, πρτ. πινόμην, παθ. αόρ. -επόθην, πρκμ. πέπομαι. Παράγ. πόσις, πότης, ποτς (ως ουσ. ποτόν), ποτος, ποτέος κ.ά. Τα συνθ. παράγ. αττ. αματοπώτης, ονοπώτης, δροπώτης κτλ.. Επίσης σύνθ. αττ. φιλοπότης, φιλοποσία (από θ. πο-).

πιπράσκω (= πουλώ), εύχρ. μόνο ο πρκμ. πέπρακα και ο υπερσ. πεπράκειν. Παθ. πιπράσκομαι, παθ. αόρ. πράθην, πρκμ. πέπραμαι, υπερσ. πεπράμην, συντελ. μέλλ. πεπράσομαι. Οι χρόνοι που λείπουν αναπληρώνονται από το ρ. πωλ και ποδίδομαι. Παράγ. πρσις, πρατήρ, πρατος, πρατέος κ.ά. Βλ. και ρ. πωλ.

πίπτω, πρτ. πιπτον, μέσ. μέλλ. (δωρικός) πεσομαι, -ε, -εται, -ούμεθα, -εσθε, -ονται, αόρ. β΄ πεσον, πρκμ. πέπτωκα, υπερσ. πεπτώκειν. Παράγ. πτσις, πτμα κ.ά.

πλέκω, αόρ. πλεξα. Μέσ. και παθ. πλέκομαι, πρτ. πλεκόμην, παθ. αόρ. α΄ πλέχθην, παθ. αόρ. β΄ (και ως μέσος) -επλάκην, πρκμ. πέπλεγμαι. Τα λοιπά ποιητ. και μτγν. Παράγ. πλέξις, πλέγμα, πλοκ κ.ά.

πλέω, πλες, πλε, πλέομεν, πλετε, πλέουσι, πρτ. πλεον, πλεις, πλει, πλέομεν, πλετε, πλεον, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) πλεύσομαι και δωρικός πλευσομαι, -ε, -εται κτλ., αόρ. πλευσα, πρκμ. πέπλευκα, υπερσ. -επεπλεύκειν. Παθ. πρκμ. πέπλευσμαι. Παράγ. πλεσις, πλευστος, πλευστέον, (πλόος) πλος, (πλό-ιον) πλοον κ.ά.

πλήττω (= χτυπώ), συνήθ. σύνθ. κπλήττω, πιπλήττω κτλ.· το απλό ρ. πλήττω με τη σημασία του «χτυπώ» έχει εκτός από τον ενεστ. εύχρηστους χρόνους μόνο: ενεργ. πρκμ. β΄ πέπληγα, παθ. μέλλ. β΄ πληγήσομαι, παθ. αόρ. β΄ πλήγην, πρκμ. πέπληγμαι, συντελ. μέλλ. πεπλήξομαι. Τα λοιπά αναπληρώνονται από τα ρ. παίω, πατάσσω και τύπτω. Παράγ. πληγή, πλγμα, πλήκτης, πλκτρον κ.ά.

πνέω, πνες, πνε, πνέομεν, πνετε, πνέουσι, πρτ. πνεον, πνεις, πνει, πνέομεν, πνετε, πνεον, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) πνεύσομαι και δωρικός πνευσομαι, -ε, -εται, -ούμεθα, -εσθε, ονται, αόρ. πνευσα, πρκμ. -πέπνευκα. Παθ. σύνθ. διαπνέομαι. Τα λοιπά ποιητ. και μτγν.

πρίω. (= πριονίζω), πρτ. πριον, αόρ. πρισα. Παθ. πρκμ. πέπρισμαι.

πταίω, πρτ. πταιον, μέλλ. πταίσω, αόρ. πταισα, πρκμ. πταικα. Ρηματ. επίθ. -πται- σ-τος.

πτάρνυμαι (αποθ. = φτερνίζομαι), εύχρ. ο ενεστ. και ο ενεργ. αόρ. β΄ πταρον. Παράγ. πταρμός.

πτύω. αόρ. -έπτσα. Ρηματ. επίθ. κατά-πτυστος. Τα λοιπά μεταγενέστερα.

πυνθάνομαι (αποθ. μέσ. = ρωτώ, μαθαίνω), πρτ. πυνθανόμην, μέσ. μέλλ. πεύσομαι, μέσ. αόρ. β΄ πυθόμην, πρκμ. πέπυσμαι, υπερσ. πεπύσμην. Παράγ. πευστέον, πύστις (= ερώτηση, πληροφορία, φήμη), πύσμα (= ερώτηση).

πωλέω -, πρτ. πώλουν, μέλλ. πωλήσω. Παθ. πωλομαι, πρτ. πωλούμην, παθ. αόρ. πωλήθην. Τα λοιπά αναπληρώνονται από τα ρ. πιπράσκω και ποδίδομαι. Παράγ. πώλησις, πωλητής. Βλ. και ρ. πιπράσκω.

Ρ
έω, ες, ε, έομεν, ετε, έουσι, πρτ. ρρεον, ρρεις, ρρει, ρρέομεν, ρρετε, ρρέουσι, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) υήσομαι, αόρ. ρρύην, πρκμ. ρρύηκα, υπερσ. -ερρυήκειν. Παράγ. εμα, ευστός, υτός (περίρρυτος κτλ.), ύμη, ύαξ, οή, (ό-ος) ος κ.ά.

ήγνυμι (= σκίζω), πρτ. -ερρήγνυν, μέλλ. -ρήξω, αόρ. ρρηξα. Μέσ. και παθ. ήγνυμαι πρτ. ρρηγνύμην, μέσ. αόρ. -ερρηξάμην, παθ. αόρ. β΄ ρράγην, ενεργ. πρκμ. ως μέσ. και παθ. -έρρωγα, υπερσ. -ερρώγειν. Παράγ. ῥῆξις, ῥῆγμα, ήκτης, ηκτς (ρρηκτος κτλ.), ωγμ κ.ά.

ιγόω -. (= με πιάνει ρίγος, κρυώνω), Οριστ. ενεστ. ιγ, ιγς, ιγ, ιγμεν, ιγτε, ιγσι(ν)· παρατ. (ρρίγω-ον) ρρίγων, ρρίγως, ρρίγω, ρριγμεν, ρριγτε, ρρίγων.
Υποτ. ιγ, ιγς, ιγ, ιγμεν, ιγτε, ιγσι.
Ευκτ. ιγην, ιγης, ιγη, ιγμεν, ιγτε, ιγεν.
Προστ. δεν έχει. Απαρ. ιγν. Μετ. ιγν, γεν. ιγντος κτλ.

ώννυμι (= δυναμώνω), αόρ. ρρωσα. Παθ. αόρ. (και ως μέσος) ρρώσθην, πρκμ. ρρωμαι, υπερσ. ρρώμην. Παράγ. ώμη, ῥῶσις (νάρρωσις), ρρωστος, ερωστος κ.ά.

Σ
Σβέννυμι (= σβήνω), αόρ. σβεσα. Παθ. -σβέννυμαι, πρτ. -εσβεννύμην, μέσ. μέλλ. (ως παθ.) -σβήσομαι, παθ. αόρ. -εσβέσθην, ενεργ. αόρ. β΄ (ως παθ.) σβην, ενεργ. πρκμ. (ως παθ.) -έσβηκα, ενεργ. υπερσ. (ως παθ.) -εσβήκειν. Παράγ. σβέσις, σβεστς (σβεστος) κ.ά.

σείω. πρτ. σειον, αόρ. σεισα. Μέσ. και παθ. σείομαι, μέσ. αόρ. σεισάμην, παθ. αόρ. σεί-σ-θην, πρκμ. σέ-σει-σ-μαι. Ρηματ. επίθ. διά-σει-σ-τος.

σήπω (= σαπίζω). Παθ. σήπομαι, παθ. μέλλ. β΄ -σαπήσομαι, παθ. αόρ. β΄ σάπην, ενεργ. πρκμ. β΄ (με παθ. σημασ.) σέσηπα. Παράγ. σψις, σαπρός, σηπτος κ.ά.

σκοπέω - και σκοπέομαι -ομαι (= παρατηρώ, εξετάζω, σκέφτομαι), πρτ. σκόπουν και σκοπούμην, μέσ. μέλλ. σκέψομαι, μέσ. αόρ. σκεψάμην, πρκμ. (μ’ ενεργ. και παθ. σημασ.) σκεμμαι, υπερσ. (με παθ. σημασ.) σκέμμην, συντελ. μέλλ. (με παθ. σημασ.) σκέψομαι. Παράγ. σκέψις, σκέμμα, σκοπός, σκοπιά, σκεπτος (περίσκεπτος κτλ.), σκεπτέος, σκεπτέον.

σπάω -. παρατ. σπον -ων, μέλλ. σπ΄σω, αόρ. -σπ-σα. Παθ. σπ΄ομαι -μαι, παρατ. -σπόμην -ώμην, μέσ. μέλλ. σπ΄-σομαι, μέσ. αόρ. -σπ-σάμην, παρακ. -σπ- σ-μαι. Ρημ. επίθ. νά-σπσ-τος, -διά-σπσ-τος κτλ.

σπένδω (= κάνω σπονδή, δηλ. χύνω από το ποτήρι μου λίγο κρασί προς τιμή των θεών και απλώς: χύνω), πρτ. σπενδον, μέλλ. σπείσω, αόρ. σπεισα. Μέσ. σπένδομαι (= κάνω συνθήκη με σπονδές, ειρηνεύω), πρτ. σπενδόμην, μέσ. μέλλ. σπείσομαι, μέσ. αόρ. σπεισάμην, πρκμ. (μέσ. και παθ.) σπεισμαι, υπερσ. σπείσμην. Παράγ. σπονδ (= το χύσιμο του κρασιού κατά τη θυσία, προσφορά ποτού κτλ.)· πληθ. σπονδα (= επίσημη συνθήκη, ανακωχή κτλ.).

στρέφω, πρτ. στρεφον, μέλλ. στρέψω, αόρ. στρεψα. Μέσ. και παθ. στρέφομαι, πρτ. στρεφόμην, μέσ. μέλλ. -στρέφομαι, παθ. μέλλ. β΄ -στραφήσομαι, μέσ. αόρ. -εστρεψάμην, παθ. αόρ. β΄ (και ως μέσ.) στράφην, παθ. αόρ. α΄ (σπάν.) στρέφθην, πρκμ. στραμμαι, υπερσ. -εστράμμην. Παράγ. στρέψις, στρέμμα, στροφή, στρεπτός, ναστρεπτέον κ.ά.

στρώννυμι και ποιητ. στόρνυμι (= στρώνω), πρτ. στρώννυν, αόρ. στόρεσα. Παθ. -στόρνυμαι, πρκμ. στρωμαι. Παράγ. στρωτός, στρωτος κ.ά.

συλλέγω ν + λέγω = μαζεύω), πρτ. συν-έλεγον, μέλλ. συλ-λέξω, αόρ. συν-έλεξα, πρκμ. συν-είλοχα. Μέσ. και παθ. συλ-λέγομαι, πρτ. συν-ελεγόμην, μέσ. μέλλ. συλ-λέξομαι, παθ. μέλλ. β΄ συλ-λεγήσομαι, μέσ. αόρ. συν-ελεξάμην, παθ. αόρ. β΄ συν-ελέγην και (σπάν.) παθ. αόρ. α΄ συν-ελέχθην, πρκμ. συν-είλεγμαι, υπερσ. συνειλέγμην. Παράγ. σύλλογος, συλλογ κ.ά.

Τ
Τείνω (= τεντώνω), πρτ. τεινον, μέλλ. τεν, αόρ. τεινα, πρκμ. -τέτακα. Μέσ. και παθ. τείνομαι, πρτ. τεινόμην, μέσ. μέλλ. -τενομαι, -ε, -εται κτλ., μέσ. αόρ. -ετεινάμην, παθ. μέλλ. -ταθήσομαι, παθ. αόρ. -ετάθην, πρκμ. τέταμαι, υπερσ. -ετετάμην. Παράγ. τάσις, κτατός, συντατέον κ.ά.

τελέω -. (= εκτελώ), παρατ. -τέλε-ον = -ουν, μέλλ. συνηρ. τελ, αόρ. -τέλε-σα, παρακ. τε-τέλε-κα, υπερσ. -τε-τελέ-κειν. Παθ. τελέομαι -ομαι, παρατ. τελεόμην -ούμην, παθ. μέλλ. τελεσ-θήσομαι, μέσ. αόρ. -τελε-σάμην, παθ. αόρ. -τελέσ-θην, παρακ. τε-τέλεσ-μαι, υπερσ. -τε-τελέσ-μην. Ρημ. επίθ. -τέλεσ-τος, πι-τελεσ-τέος. Παράγ. τέλε-σις, τελε-τ κτλ.

τέμνω (= κόβω), πρτ. τεμνον, μέλλ. (συνηρ.) τεμ, αόρ. β΄ τεμον, πρκμ. τέτμηκα. Μέσ. και παθ. τέμνομαι, πρτ. τεμνόμην, μέσ. μέλλ. -τεμομαι, μέσ. αόρ. β΄ τεμόμην, παθ. μέλλ. τμηθήσομαι, παθ. αόρ. τμήθην, πρκμ. τέτμημαι, υπερσ. τετμήμην, συντελ. μέλλ. -τετμήσομαι. Παράγ. τμσις, τμμα, τόμος (τομον), τομή, τμητς (τμητος), τμητέος (ποτμητέον) κ.ά.

τήκω (= λιώνω), πρτ. -έτηκον, αόρ. τηξα. Μέσ. και παθ. τήκομαι, παθ. αόρ. α΄ τήχθην, παθ. αόρ. β΄ τάκην, πρκμ. ενεργ. (ως μέσ. ή παθ.) τέτηκα, υπερσ. τετήκειν. Παράγ. τξις, τηκτς (τηκτος κτλ.).

τίθημι. (= θέτω), παρατ. -τί-θην, μέλλ. θή-σω, αόρ. -θη-κα, παρακ. τέ-θη-κα ή τέ-θει-κα. Μέσ. και παθ. τί-θε-μαι, παρατ. -τι-θέ-μην, μέσ. μέλλ. θή-σομαι, παθ. μέλλ. τε-θή-σομαι, μέσ. αόρ. β΄ -θέ-μην, παθ. αόρ. -τέ-θην, παρακ. μέσ. τέ-θει-μαι, παρακ. παθ. κεμαι (= είμαι τοποθετημένος από κάποιον), υπερσ. παθ. -κεί-μην. Ρημ. επίθ. θε­τός, πρόσθε-τος ή προσ-θε-τός, σύν-θε-τος, θε-τέον κτλ. Παράγ. θ-μα, -νά-θη-μα (= αφιέρωμα), θέ-σις κτλ.·

τίκτω (= γεννώ), πρτ. τικτον, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) τέξομαι, αόρ. β’ τεκον, πρκμ. τέτοκα. Παράγ. τέκος (ποιητ.), τέκνον, τοκεύς, τόκος κ.ά.

τίνω (= πληρώνω), πρτ. τινον, μέλλ. τ΄σω (και τείσω), αόρ. τσα (και τεισα), πρκμ. -τέτικα (και τέτεικα). Μέσ. αόρ. τισάμην, παθ. αόρ. -ετίσθην (και -ετείσθην), πρκμ. -τέτισμαι, υπερσ. -ετετίσμην. Παράγ. τ΄σις (κτισις) κ.ά.

τιτρώσκω (= πληγώνω), πρτ. τίτρωσκον, μέλλ. τρώσω, αόρ. τρωσα. Παθ. τιτρώσκομαι, πρτ. τιτρωσκόμην, παθ. μέλλ. τρωθήσομαι, παθ. αόρ. τρώθην, πρκμ. τέτρωμαι, υπερσ. τετρώμην. Παράγ. τρωτς (τρωτος κτλ.) κ.ά.

τρέπω, πρτ. τρεπον, μέλλ. τρέψω, αόρ. τρεψα, ποιητ. αόρ. β΄ τραπον, πρκμ. τέτροφα. Μέσ. και παθ. τρέπομαι, πρτ. τρεπόμην, μέσ. μέλλ. τρέφομαι, μέσ. αόρ. α΄ τρεψάμην, μέσ. αόρ. β΄ τραπόμην, παθ. αόρ. α΄ τρέφθην, παθ. αόρ. β΄ τράπην, πρκμ. τέτραμμαι, υπερσ. τετράμμην. Παράγ. τρεπτός, τρεπτέον, τρέψις, τρόπος, τροπ κ.ά.

τρέφω, πρτ. τρεφον, μέλλ. θρέψω, αόρ. θρεψα, πρκμ. (ποιητ.) τέτροφα. Μέσ. και παθ. τρέφομαι, πρτ. τρεφόμην, μέσ. μέλλ. (και ως παθ.) θρέψομαι, μέσ. αόρ. θρεψάμην, παθ. μέλλ. β΄ τραφήσομαι, παθ. αόρ. β΄ τράφην και (σπάν.) παθ. αόρ. α΄ θρέφθην, πρκμ. τέθραμμαι, υπερσ. τεθράμμην. Παράγ. θρέμμα, θρέψις, τροφή, τροφεύς, τροφός, θρεπτέον κ.ά.

τρέχω, πρτ. τρεχον, μέσ. μέλλ. (συνηρ., μ’ ενεργ. σημασ.) δραμομαι, -ε, -εται κτλ., αόρ. β΄ δραμον, πρκμ. δεδράμηκα, υπερσ. δεδραμήκειν. Παράγ. τρόχος (= το τρέξιμο ή ο τόπος για το τρέξιμο), τροχς κ.ά.

τυγχάνω (= πετυχαίνω, βρίσκω, τυχαίνω), πρτ. τύγχανον, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) τεύξομαι, αόρ. β΄ τυχον, πρκμ. τετύχηκα, υπερσ. τετυχήκειν και συνήθ. περιφρ. τετυχηκς ν.

τύπτω (= χτυπώ), πρτ. τυπτον, μέλλ. τυπτήσω· τα λοιπά από τα ρ. παίω, πατάσσω, πλήττω, πληγς δίδωμι κτλ. Παθ. τύπτομαι· τα λοιπά από το πλήττομαι ή πληγς λαμβάνω. Παράγ. τύπος, τύψις, τυπτητέος κ.ά.

Υ
πισχνέομαι -ομαι (αποθ. μέσ. = υπόσχομαι), πρτ. πισχνούμην, μέσ. μέλλ. ποσχήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ πεσχόμην, πρκμ. πέσχημαι, υπερσ. πεσχήμην. Παράγ. πόσχεσις.

Φ
Φαίνω (= φανερώνω), πρτ. φαινον, μέλλ. φαν, αόρ. φηνα, πρκμ. -πέφαγκα. Μέσ. και παθ. φαίνομαι, πρτ. φαινόμην, μέσ. μέλλ. φανομαι, παθ. μέλλ. β΄ (ως μέσ.) φανήσομαι, μέσ. αόρ. -εφηνάμην, παθ. αόρ. β΄ (ως μέσ.) φάνην, παθ. αόρ. α΄ (με παθ. διάθ.) φάνθην, ενεργ. πρκμ. (ως μέσ.) πέφηνα, παθ. πρκμ. (με παθ. διάθ.) πέφασμαι (-νσαι, -νται, -σμεθα, -νθε, πεφασμένοι εσί(ν).).

φέρω, πρτ. φερον, μέλλ. οσω, αόρ. α΄ νεγκα, αόρ. β΄ νεγκον (υποτ. νέγκω κτλ.), πρκμ. νήνοχα, υπερσ. -ενηνόχειν. Μέσ. και παθ. φέρομαι, πρτ. φερόμην, μέσ. μέλλ. οσομαι, μέσ. αόρ. α΄ νεγκάμην, παθ. μέλλ. οσθήσομαι και νεχθήσομαι, παθ. αόρ. (και ως μεσ.) νέχθην, πρκμ. νήνεγμαι, υπερσ. -ενηνέγμην. Παράγ. φόρος, φορά, φορεύς, οστός, οστέον κ.ά.

φεύγω (= φεύγω, τρέπομαι σε φυγή, καταδιώκομαι, είμαι εξόριστος), πρτ. φευγον, μέλλ. φεύξομαι και (δωρικός) φευξομαι, -ε, -εται, -ούμεθα, -εσθε, -ονται, αόρ. β΄ φυγον, πρκμ. πέφευγα, υπερσ. πεφεύγειν. Παράγ. φυγή, φυγάς, φευκτς (φευκτος και συνήθ. φυκτος), φευκτέος, -τέον κ.ά.

φημί. (= 1 λέω· 2) συμφωνώ· 3) ισχυρίζομαι), πρτ. -φην, απαρ. ενεστ. φά-ναι. μετοχή ενεστ. φά-σκ-ων, φά-σκ-ουσα, φά-σκ-ον. μέλλ. φή-σω. αόρ. -φη-σα. Ρημ. επίθ. φατός, -φατος. Παράγ. φήμη, προφήτης κτλ.

φθάνω, πρτ. φθανον, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) φθήσομαι, αόρ. α΄ φθασα, αόρ. β΄ φθην.

φθείρω (= καταστρέφω), πρτ. φθειρον, μέλλ. (συνηρ.) φθερ, -ες, -ε -ομεν, -ετε, -οσι(ν), αόρ. φθειρα, πρκμ. φθαρκα, υπερσ. φθάρκειν. Παθ. φθείρομαι, πρτ. φθειρόμην, μέσ. μέλλ. (ως παθ.) φθερομαι, παθ. μέλλ. β΄ -φθαρήσομαι, παθ. αόρ. β΄ φθάρην, πρκμ. φθαρμαι, υπερσ. φθάρμην. Παράγ. φθορά, φθορεύς, φθαρτς (φθαρτος κτλ.).

φύω (= γεννώ, παράγω, φυτρώνω), πρτ. φυον, μέλλ. (ποιητ.) φ΄σω, αόρ. φσα. Μέσ. και παθ. φύομαι, πρτ. φυόμην, μέσ. μέλλ. (ως παθ.) φύσομαι, ενεργ. αόρ. β΄ (ως μέσ. και παθ.) φυν, ενεργ. πρκμ. (ως μέσ. και παθ.) πέφυκα, ενεργ. υπερσ. (ως μέσ. και παθ.) πεφύκειν. Παράγ. φύσις, φυή, φμα, φυτς (ούσ. τ φυτν) κ.ά.

Χ
Χαίρω (= χαίρομαι), πρτ. χαιρον, μέλλ. χαιρήσω, παθ. αόρ. β΄ (ως ενεργ.) χάρην, πρκμ. (με σημασ. ενεστ.) γέγηθα (του ποιητ. γήθω). Παράγ. χαρά, χάρμα, χαρτς (πίχαρτος).

χαλάω - (= χαλαρώνω), (αρχ. θ. χαλσ-· πβ. γελάω-), παρατ. χάλον -ων, αόρ. -χάλ-σα. Παθ. χαλ΄ομαι -μαι, παθ. αόρ. -χαλ΄σ-θην.

χέω, χες, χε, χέομεν, χετε, χέουσι (= χύνω), παρατ. -έ-χε-ον (ν-έ-χε-ον, ν-έ-χεις, ν-έ-χει, νεχέομεν, νεχετε, νέχεον), μέλλ. χέ-ω (όμοιος με τον ενεστ.), αόρ. -έ-χε-α (ν-έ-χε-α, ν-έ-χε-ας, ν-έ-χε-ε κτλ.). Παθ. χέομαι, παρατ. -χε-όμην, μέσ. μέλλ. χέ-ομαι (όμοιος με τον ενεστ.), μέσ. αόρ. -ε-χε-άμην (ν-ε-χε-άμην, ν-ε-χέ-ω, ν-ε-χέ-ατο κτλ., υποτ. -χέ-ωμαι, μετ. -χε-άμενος), παθ. μέλλ. -χ-θήσομαι, παθ. αόρ. ΄-θην, πα­ρακ. κέ-χυ-μαι, υπερσ. -κε-χύ-μην. Ρημ. επίθ. χυ-τός. Παράγ. χύσις, χύμα κτλ.

χόω -χ ή χώννυμι (= σκεπάζω με χώμα). Ενεστ. χ, χος, χο, χομεν, χοτε, χοσι(ν). (απαρ. χον, συγχον), παρατ. χοον- χουν (-ους, -ου κτλ.), μέλλ. χώ-σω, αόρ. -χω-σα, παρακ. κέ-χω-κα. Παθ. -χόομαι -χομαι, παρατ. -εχοόμην -χούμην (χο, χοτο, χούμεθα, χοσθε, χοντο.), παθ. αόρ. -χώ-σ-θην, παρακ. κέ-χω-σ-μαι. Ρημ. επίθ. χω-σ-τός. Παράγ. χ-σις κτλ. Στον ενεστ. υπάρχει και τύπος χών-νυ-μι, κατά τα ρ. σε -μι

χράω – χρ, χρς, χρ, χρμεν, χρτε, χρσι(ν) (= δίνω χρησμό, προφητεύω), αόρ. χρησα. Μέσ. χρμαι (= ζητώ χρησμό, ρωτώ το μαντείο), μέσ. αόρ. χρησάμην, παθ. αόρ. χρήσθην. Παράγ. χρησμός, χρήστης (= αυτός που δίνει χρησμούς, προφήτης).

χρή (είναι ανάγκη, πρέπει) Παρατ. χρν ή χρν. Υποτ. χρ. Ευκτ. χρείη. Απαρ. χρναι. Μετοχή μόνο ουδ. τό χρεν με σημασία ουσιαστικού (το πρέπον να γίνει).

χρίω (= αλείφω), μόνο ο ενεστώτας. Μέσ. και παθ. χρ΄ομαι, πρτ. χρόμην, μέσ. αόρ. χρισάμην, πρκμ. κέχρμαι, υπερσ. κεχρ΄μην. Ρηματ. επίθ. χριστός (ποιητ. και μεταγεν.).

χρμαι (μεταχειρίζομαι), χρ, χρται, χρώμεθα, χρσθε, χρνται. (αποθ. μεικτό), πρτ. χρώμην, χρ, χρτο, χρώμεθα, χρσθε, χρντο, μέσ. μέλλ. χρήσομαι, μέσ. αόρ. χρησάμην, παθ. αόρ. χρήσθην, πρκμ. (ως ενεργ.) κέχρημαι, υπερσ. κεχρήμην. Παράγ. χρηστς (χρηστος, εχρηστος κτλ.), χρηστέον, χρσις, χρμα κ.ά.

Ψ
Ψαύω (αγγίζω) αόρ. ψαυσα. Ρηματ. επίθ. -ψαυστος

Ω
θέω - (= σπρώχνω) πρτ. ώθουν , μέλλ. σω, αόρ. ωσα. Μέσ. και παθ. θομαι, πρτ. ωθούμην, μέσ. μέλλ. -ώσομαι, παθ. μέλλ. -ωσθήσομαι, μέσ. αόρ. ωσάμην, παθ. αόρ. ώσθην, πρκμ. -έωσμαι  
Παράγ. θησις, σις (νωσις, πωσις), στης κ.ά.

νέομαι -ομαι (αποθ. μεικτό = αγοράζω), πρτ. ωνούμην, μέσ. μέλλ. νήσομαι, μέσ. αόρ. α΄ πριάμην, παθ. αόρ. ωνήθην, πρκμ. ώνημαι, υπερσ. ωνήμην.
Παράγ. νητής, νητός, νητέος κ.ά.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...