Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀγωνίζομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Hung Tcui 

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γωνίζομαι»
 
γωνίζομαι = κοπιάζω, πολεμώ
 
Ενεστώτας
Οριστική
γωνίζομαι, γωνίζ/γωνίζει, γωνίζεται, γωνιζόμεθα, γωνίζεσθε, γωνίζονται
Υποτακτική
γωνίζωμαι, γωνίζ, γωνίζηται, γωνιζώμεθα, γωνίζησθε, γωνίζωνται
Ευκτική
γωνιζοίμην, γωνίζοιο, γωνίζοιτο, γωνιζοίμεθα, γωνίζοισθε, γωνίζοιντο
Προστακτική
---, γωνίζου, γωνιζέσθω, ---, γωνίζεσθε, γωνιζέσθων ή γωνιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
γωνίζεσθαι
Μετοχή
γωνιζόμενος
γωνιζομένη
γωνιζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
γωνιζόμην, γωνίζου, γωνίζετο, γωνιζόμεθα, γωνίζεσθε, γωνίζοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
γωνιομαι, γωνι/γωνιε, γωνιεται, γωνιούμεθα, γωνιεσθε, γωνιονται
Ευκτική
γωνιοίμην, γωνιοο, γωνιοτο, γωνιοίμεθα, γωνιοσθε, γωνιοντο
Απαρέμφατο
γωνιεσθαι
Μετοχή
γωνιούμενος
γωνιουμένη
γωνιούμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
γωνισθήσομαι, γωνισθήσ/γωνισθήσει, γωνισθήσεται, γωνισθησόμεθα, γωνισθήσεσθε, γωνισθήσονται
Ευκτική
γωνισθησοίμην, γωνισθήσοιο, γωνισθήσοιτο, γωνισθησοίμεθα, γωνισθήσοισθε, γωνισθήσοιντο
Απαρέμφατο
γωνισθήσεσθαι
Μετοχή
γωνισθησόμενος
γωνισθησομένη
γωνισθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
γωνισάμην, γωνίσω, γωνίσατο, γωνισάμεθα, γωνίσασθε, γωνίσαντο
Υποτακτική
γωνίσωμαι, γωνίσ, γωνίσηται, γωνισώμεθα, γωνίσησθε, γωνίσωνται
Ευκτική
γωνισαίμην, γωνίσαιο, γωνίσαιτο, γωνισαίμεθα, γωνίσαισθε, γωνίσαιντο
Προστακτική
---, γώνισαι, γωνισάσθω, ---, γωνίσασθε, γωνισάσθων ή γωνισάσθωσαν
Απαρέμφατο
γωνίσασθαι
Μετοχή
γωνισάμενος
γωνισαμένη
γωνισάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
γωνίσθην, γωνίσθης, γωνίσθη, γωνίσθημεν, γωνίσθητε, γωνίσθησαν
Υποτακτική
γωνισθ, γωνισθς, γωνισθ, γωνισθμεν, γωνισθτε, γωνισθσι(ν)
Ευκτική
γωνισθείην, γωνισθείης, γωνισθείη, γωνισθείημεν ή γωνισθεμεν, γωνισθείητε ή γωνισθετε, γωνισθείησαν ή γωνισθεεν
Προστακτική
---, γωνίσθητι, γωνισθήτω, ---, γωνίσθητε, γωνισθέντων ή γωνισθήτωσαν
Απαρέμφατο
γωνισθναι
Μετοχή
γωνισθείς
γωνισθεσα
γωνισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
γώνισμαι, γώνισαι, γώνισται, γωνίσμεθα, γώνισθε, γωνισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
γωνισμένος- γωνισμένη-γωνισμένον
γωνισμένος- γωνισμένη-γωνισμένον ς
γωνισμένος- γωνισμένη-γωνισμένον
γωνισμένοι- γωνισμέναι-γωνισμένα μεν
γωνισμένοι- γωνισμέναι-γωνισμένα τε
γωνισμένοι- γωνισμέναι-γωνισμένα σι
 
Ευκτική
γωνισμένος- γωνισμένη-γωνισμένον εην
γωνισμένος- γωνισμένη-γωνισμένον εης
γωνισμένος- γωνισμένη-γωνισμένον εη
γωνισμένοι- γωνισμέναι-γωνισμένα εημεν (εμεν)
γωνισμένοι- γωνισμέναι-γωνισμένα εητε (ετε)
γωνισμένοι- γωνισμέναι-γωνισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, γώνισο, γωνίσθω, ---, γώνισθε, γωνίσθων ή γωνίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
γωνίσθαι
Μετοχή
γωνισμένος,
γωνισμένη,
γωνισμένον
 
Υπερσυντέλικος
γωνίσμην, γώνισο, γώνιστο, γωνίσμεθα, γώνισθε, γωνισμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...