Bruce Rolff
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λύνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λύνω, λύνεις, λύνει, λύνουμε, λύνετε, λύνουν (ή λύνουνε)
να λύνω, να λύνεις, να λύνει, να λύνουμε, να λύνετε, να λύνουν (ή να λύνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: λύνε – β΄ πληθυντικό: λύνετε
Μετοχή
λύνοντας
Παρατατικός
Οριστική
έλυνα, έλυνες, έλυνε, λύναμε, λύνατε, έλυναν ή λύνανε
Αόριστος
Οριστική
έλυσα, έλυσες, έλυσε, λύσαμε, λύσατε, έλυσαν ή λύσανε
να λύσω, να λύσεις, να λύσει, να λύσουμε, να λύσετε, να λύσουν (ή να λύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: λύσε – β΄ πληθυντικό: λύστε (ή λύσετε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λύνω, θα λύνεις, θα λύνει, θα λύνουμε, θα λύνετε, θα λύνουν (ή θα λύνουνε)
Οριστική
θα λύσω, θα λύσεις, θα λύσει, θα λύσουμε, θα λύσετε, θα λύσουν (ή θα λύσουνε)
Οριστική
θα έχω λύσει, θα έχεις λύσει, θα έχει λύσει, θα έχουμε λύσει, θα έχετε λύσει, θα έχουν(ε) λύσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω λύσει, έχεις λύσει, έχει λύσει, έχουμε λύσει, έχετε λύσει, έχουν(ε) λύσει
να έχω λύσει, να έχεις λύσει, να έχει λύσει, να έχουμε λύσει, να έχετε λύσει, να έχουν(ε) λύσει
Μετοχή
έχοντας λύσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα λύσει, είχες λύσει, είχε λύσει, είχαμε λύσει, είχατε λύσει, είχαν(ε) λύσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
λύνομαι, λύνεσαι, λύνεται, λυνόμαστε, λύνεστε, λύνονται
να λύνομαι, να λύνεσαι, να λύνεται, να λυνόμαστε, να λύνεστε, να λύνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: λύνεστε
Μετοχή
---
Οριστική
λυνόμουν, λυνόσουν, λυνόταν, λυνόμαστε, λυνόσαστε, λύνονταν
Αόριστος
Οριστική
λύθηκα, λύθηκες, λύθηκε, λυθήκαμε, λυθήκατε, λύθηκαν (ή λυθήκανε)
να λυθώ, να λυθείς, να λυθεί, να λυθούμε, να λυθείτε, να λυθούν (ή να λυθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: λύσου β΄ πληθυντικό: λυθείτε (ή λύστε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λύνομαι, θα λύνεσαι, θα λύνεται, θα λυνόμαστε, θα λύνεστε, θα λύνονται
Οριστική
θα λυθώ, θα λυθείς, θα λυθεί, θα λυθούμε, θα λυθείτε, θα λυθούν (ή θα λυθούνε)
Οριστική
θα έχω λυθεί, θα έχεις λυθεί, θα έχει λυθεί, θα έχουμε λυθεί, θα έχετε λυθεί, θα έχουν(ε) λυθεί
Οριστική
έχω λυθεί, έχεις λυθεί, έχει λυθεί, έχουμε λυθεί, έχετε λυθεί, έχουν(ε) λυθεί
να έχω λυθεί, να έχεις λυθεί, να έχει λυθεί, να έχουμε λυθεί, να έχετε λυθεί, να έχουν(ε) λυθεί
Μετοχή
λυμένος, λυμένη, λυμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα λυθεί, είχες λυθεί, είχε λυθεί, είχαμε λυθεί, είχατε λυθεί, είχαν(ε) λυθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου