Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λύνω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λύνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 

Bruce Rolff


Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λύνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λύνω, λύνεις, λύνει, λύνουμε, λύνετε, λύνουν (ή λύνουνε)
Υποτακτική
να λύνω, να λύνεις, να λύνει, να λύνουμε, να λύνετε, να λύνουν (ή να λύνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: λύνε – β΄ πληθυντικό: λύνετε
Μετοχή
λύνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έλυνα, έλυνες, έλυνε, λύναμε, λύνατε, έλυναν ή λύνανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
έλυσα, έλυσες, έλυσε, λύσαμε, λύσατε, έλυσαν ή λύσανε
Υποτακτική
να λύσω, να λύσεις, να λύσει, να λύσουμε, να λύσετε, να λύσουν (ή να λύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: λύσε – β΄ πληθυντικό: λύστε (ή λύσετε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λύνω, θα λύνεις, θα λύνει, θα λύνουμε, θα λύνετε, θα λύνουν (ή θα λύνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λύσω, θα λύσεις, θα λύσει, θα λύσουμε, θα λύσετε, θα λύσουν (ή θα λύσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω λύσει, θα έχεις λύσει, θα έχει λύσει, θα έχουμε λύσει, θα έχετε λύσει, θα έχουν(ε) λύσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω λύσει, έχεις λύσει, έχει λύσει, έχουμε λύσει, έχετε λύσει, έχουν(ε) λύσει
Υποτακτική
να έχω λύσει, να έχεις λύσει, να έχει λύσει, να έχουμε λύσει, να έχετε λύσει, να έχουν(ε) λύσει
Μετοχή
έχοντας λύσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα λύσει, είχες λύσει, είχε λύσει, είχαμε λύσει, είχατε λύσει, είχαν(ε) λύσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
λύνομαι, λύνεσαι, λύνεται, λυνόμαστε, λύνεστε, λύνονται
Υποτακτική
να λύνομαι, να λύνεσαι, να λύνεται, να λυνόμαστε, να λύνεστε, να λύνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: λύνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
λυνόμουν, λυνόσουν, λυνόταν, λυνόμαστε, λυνόσαστε, λύνονταν
(& λυνόμουνα, λυνόσουνα, λυνότανε, λυνόμασταν, λυνόσασταν, λυνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
λύθηκα, λύθηκες, λύθηκε, λυθήκαμε, λυθήκατε, λύθηκαν (ή λυθήκανε)
Υποτακτική
να λυθώ, να λυθείς, να λυθεί, να λυθούμε, να λυθείτε, να λυθούν (ή να λυθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: λύσου β΄ πληθυντικό: λυθείτε (ή λύστε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λύνομαι, θα λύνεσαι, θα λύνεται, θα λυνόμαστε, θα λύνεστε, θα λύνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα λυθώ, θα λυθείς, θα λυθεί, θα λυθούμε, θα λυθείτε, θα λυθούν (ή θα λυθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω λυθεί, θα έχεις λυθεί, θα έχει λυθεί, θα έχουμε λυθεί, θα έχετε λυθεί, θα έχουν(ε) λυθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω λυθεί, έχεις λυθεί, έχει λυθεί, έχουμε λυθεί, έχετε λυθεί, έχουν(ε) λυθεί
Υποτακτική
να έχω λυθεί, να έχεις λυθεί, να έχει λυθεί, να έχουμε λυθεί, να έχετε λυθεί, να έχουν(ε) λυθεί
Μετοχή
λυμένος, λυμένη, λυμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα λυθεί, είχες λυθεί, είχε λυθεί, είχαμε λυθεί, είχατε λυθεί, είχαν(ε) λυθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...