Hailey E. Herrera
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υποστηρίζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
υποστηρίζω, υποστηρίζεις, υποστηρίζει, υποστηρίζουμε, υποστηρίζετε, υποστηρίζουν (ή υποστηρίζουνε)
Υποτακτική
να υποστηρίζω, να υποστηρίζεις, να υποστηρίζει, να υποστηρίζουμε, να υποστηρίζετε, να υποστηρίζουν (ή να υποστηρίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: υποστήριζε – β΄ πληθυντικό: υποστηρίζετε
Μετοχή
υποστηρίζοντας
Παρατατικός
Οριστική
υποστήριζα, υποστήριζες, υποστήριζε, υποστηρίζαμε, υποστηρίζατε, υποστήριζαν ή υποστηρίζανε
Αόριστος
Οριστική
υποστήριξα, υποστήριξες, υποστήριξε, υποστηρίξαμε, υποστηρίξατε, υποστήριξαν ή υποστηρίξανε
Υποτακτική
να υποστηρίξω, να υποστηρίξεις, να υποστηρίξει, να υποστηρίξουμε, να υποστηρίξετε, να υποστηρίξουν (ή να υποστηρίξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: υποστήριξε – β΄ πληθυντικό: υποστηρίξτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποστηρίζω, θα υποστηρίζεις, θα υποστηρίζει, θα υποστηρίζουμε, θα υποστηρίζετε, θα υποστηρίζουν (ή θα υποστηρίζουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποστηρίξω, θα υποστηρίξεις, θα υποστηρίξει, θα υποστηρίξουμε, θα υποστηρίξετε, θα υποστηρίξουν (ή θα υποστηρίξουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υποστηρίξει, θα έχεις υποστηρίξει, θα έχει υποστηρίξει, θα έχουμε υποστηρίξει, θα έχετε υποστηρίξει, θα έχουν(ε) υποστηρίξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υποστηρίξει, έχεις υποστηρίξει, έχει υποστηρίξει, έχουμε υποστηρίξει, έχετε υποστηρίξει, έχουν(ε) υποστηρίξει
Υποτακτική
να έχω υποστηρίξει, να έχεις υποστηρίξει, να έχει υποστηρίξει, να έχουμε υποστηρίξει, να έχετε υποστηρίξει, να έχουν(ε) υποστηρίξει
Μετοχή
έχοντας υποστηρίξει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υποστηρίξει, είχες υποστηρίξει, είχε υποστηρίξει, είχαμε υποστηρίξει, είχατε υποστηρίξει, είχαν(ε) υποστηρίξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
υποστηρίζομαι, υποστηρίζεσαι, υποστηρίζεται, υποστηριζόμαστε, υποστηρίζεστε, υποστηρίζονται
Υποτακτική
να υποστηρίζομαι, να υποστηρίζεσαι, να υποστηρίζεται, να υποστηριζόμαστε, να υποστηρίζεστε, να υποστηρίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υποστηρίζεστε
Μετοχή
υποστηριζόμενος, υποστηριζόμενη, υποστηριζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
υποστηριζόμουν, υποστηριζόσουν, υποστηριζόταν, υποστηριζόμαστε, υποστηριζόσαστε, υποστηρίζονταν
(& υποστηριζόμουνα, υποστηριζόσουνα,
υποστηριζότανε, υποστηριζόμασταν, υποστηριζόσασταν, υποστηριζόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
υποστηρίχτηκα, υποστηρίχτηκες, υποστηρίχτηκε, υποστηριχτήκαμε, υποστηριχτήκατε, υποστηρίχτηκαν ή υποστηριχτήκανε
& υποστηρίχθηκα, υποστηρίχθηκες,
υποστηρίχθηκε, υποστηριχθήκαμε, υποστηριχθήκατε, υποστηρίχθηκαν ή υποστηριχθήκανε
Υποτακτική
να υποστηριχτώ, να υποστηριχτείς, να υποστηριχτεί, να υποστηριχτούμε, να υποστηριχτείτε, να υποστηριχτούν ή να υποστηριχτούνε
& να υποστηριχθώ, να υποστηριχθείς, να υποστηριχθεί, να υποστηριχθούμε, να υποστηριχθείτε, να υποστηριχθούν ή να υποστηριχθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: υποστηρίξου β΄ πληθυντικό: υποστηριχτείτε & υποστηριχθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποστηρίζομαι, θα υποστηρίζεσαι, θα υποστηρίζεται, θα υποστηριζόμαστε, θα υποστηρίζεστε, θα υποστηρίζονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποστηριχτώ, θα υποστηριχτείς, θα υποστηριχτεί, θα υποστηριχτούμε, θα υποστηριχτείτε, θα υποστηριχτούν ή θα υποστηριχτούνε
& θα υποστηριχθώ, θα υποστηριχθείς,
θα υποστηριχθεί, θα υποστηριχθούμε, θα υποστηριχθείτε, θα υποστηριχθούν ή θα
υποστηριχθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υποστηριχτεί, θα έχεις υποστηριχτεί, θα έχει υποστηριχτεί, θα έχουμε υποστηριχτεί, θα έχετε υποστηριχτεί, θα έχουν(ε) υποστηριχτεί
& θα
έχω υποστηριχθεί, θα έχεις υποστηριχθεί, θα έχει υποστηριχθεί, θα έχουμε
υποστηριχθεί, θα έχετε υποστηριχθεί, θα έχουν(ε) υποστηριχθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υποστηριχτεί, έχεις υποστηριχτεί, έχει υποστηριχτεί, έχουμε υποστηριχτεί, έχετε υποστηριχτεί, έχουν(ε) υποστηριχτεί
& έχω υποστηριχθεί, έχεις
υποστηριχθεί, έχει υποστηριχθεί, έχουμε υποστηριχθεί, έχετε υποστηριχθεί, έχουν(ε)
υποστηριχθεί
Υποτακτική
να έχω υποστηριχτεί, να έχεις υποστηριχτεί, να έχει υποστηριχτεί, να έχουμε υποστηριχτεί, να έχετε υποστηριχτεί, να έχουν(ε) υποστηριχτεί
& να έχω υποστηριχθεί, να έχεις υποστηριχθεί, να έχει υποστηριχθεί, να έχουμε υποστηριχθεί, να έχετε υποστηριχθεί, να έχουν(ε) υποστηριχθεί
Μετοχή
υποστηριγμένος, υποστηριγμένη, υποστηριγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υποστηριχτεί, είχες υποστηριχτεί, είχε υποστηριχτεί, είχαμε υποστηριχτεί, είχατε υποστηριχτεί, είχαν(ε) υποστηριχτεί
& είχα υποστηριχθεί, είχες υποστηριχθεί, είχε υποστηριχθεί, είχαμε υποστηριχθεί, είχατε υποστηριχθεί, είχαν(ε) υποστηριχθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υποστηρίζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
υποστηρίζω, υποστηρίζεις, υποστηρίζει, υποστηρίζουμε, υποστηρίζετε, υποστηρίζουν (ή υποστηρίζουνε)
να υποστηρίζω, να υποστηρίζεις, να υποστηρίζει, να υποστηρίζουμε, να υποστηρίζετε, να υποστηρίζουν (ή να υποστηρίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: υποστήριζε – β΄ πληθυντικό: υποστηρίζετε
Μετοχή
υποστηρίζοντας
Παρατατικός
Οριστική
υποστήριζα, υποστήριζες, υποστήριζε, υποστηρίζαμε, υποστηρίζατε, υποστήριζαν ή υποστηρίζανε
Αόριστος
Οριστική
υποστήριξα, υποστήριξες, υποστήριξε, υποστηρίξαμε, υποστηρίξατε, υποστήριξαν ή υποστηρίξανε
να υποστηρίξω, να υποστηρίξεις, να υποστηρίξει, να υποστηρίξουμε, να υποστηρίξετε, να υποστηρίξουν (ή να υποστηρίξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: υποστήριξε – β΄ πληθυντικό: υποστηρίξτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποστηρίζω, θα υποστηρίζεις, θα υποστηρίζει, θα υποστηρίζουμε, θα υποστηρίζετε, θα υποστηρίζουν (ή θα υποστηρίζουνε)
Οριστική
θα υποστηρίξω, θα υποστηρίξεις, θα υποστηρίξει, θα υποστηρίξουμε, θα υποστηρίξετε, θα υποστηρίξουν (ή θα υποστηρίξουνε)
Οριστική
θα έχω υποστηρίξει, θα έχεις υποστηρίξει, θα έχει υποστηρίξει, θα έχουμε υποστηρίξει, θα έχετε υποστηρίξει, θα έχουν(ε) υποστηρίξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υποστηρίξει, έχεις υποστηρίξει, έχει υποστηρίξει, έχουμε υποστηρίξει, έχετε υποστηρίξει, έχουν(ε) υποστηρίξει
να έχω υποστηρίξει, να έχεις υποστηρίξει, να έχει υποστηρίξει, να έχουμε υποστηρίξει, να έχετε υποστηρίξει, να έχουν(ε) υποστηρίξει
Μετοχή
έχοντας υποστηρίξει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υποστηρίξει, είχες υποστηρίξει, είχε υποστηρίξει, είχαμε υποστηρίξει, είχατε υποστηρίξει, είχαν(ε) υποστηρίξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
υποστηρίζομαι, υποστηρίζεσαι, υποστηρίζεται, υποστηριζόμαστε, υποστηρίζεστε, υποστηρίζονται
να υποστηρίζομαι, να υποστηρίζεσαι, να υποστηρίζεται, να υποστηριζόμαστε, να υποστηρίζεστε, να υποστηρίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υποστηρίζεστε
Μετοχή
υποστηριζόμενος, υποστηριζόμενη, υποστηριζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
υποστηριζόμουν, υποστηριζόσουν, υποστηριζόταν, υποστηριζόμαστε, υποστηριζόσαστε, υποστηρίζονταν
Αόριστος
Οριστική
υποστηρίχτηκα, υποστηρίχτηκες, υποστηρίχτηκε, υποστηριχτήκαμε, υποστηριχτήκατε, υποστηρίχτηκαν ή υποστηριχτήκανε
Υποτακτική
να υποστηριχτώ, να υποστηριχτείς, να υποστηριχτεί, να υποστηριχτούμε, να υποστηριχτείτε, να υποστηριχτούν ή να υποστηριχτούνε
& να υποστηριχθώ, να υποστηριχθείς, να υποστηριχθεί, να υποστηριχθούμε, να υποστηριχθείτε, να υποστηριχθούν ή να υποστηριχθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: υποστηρίξου β΄ πληθυντικό: υποστηριχτείτε & υποστηριχθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποστηρίζομαι, θα υποστηρίζεσαι, θα υποστηρίζεται, θα υποστηριζόμαστε, θα υποστηρίζεστε, θα υποστηρίζονται
Οριστική
θα υποστηριχτώ, θα υποστηριχτείς, θα υποστηριχτεί, θα υποστηριχτούμε, θα υποστηριχτείτε, θα υποστηριχτούν ή θα υποστηριχτούνε
Οριστική
θα έχω υποστηριχτεί, θα έχεις υποστηριχτεί, θα έχει υποστηριχτεί, θα έχουμε υποστηριχτεί, θα έχετε υποστηριχτεί, θα έχουν(ε) υποστηριχτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υποστηριχτεί, έχεις υποστηριχτεί, έχει υποστηριχτεί, έχουμε υποστηριχτεί, έχετε υποστηριχτεί, έχουν(ε) υποστηριχτεί
Υποτακτική
να έχω υποστηριχτεί, να έχεις υποστηριχτεί, να έχει υποστηριχτεί, να έχουμε υποστηριχτεί, να έχετε υποστηριχτεί, να έχουν(ε) υποστηριχτεί
& να έχω υποστηριχθεί, να έχεις υποστηριχθεί, να έχει υποστηριχθεί, να έχουμε υποστηριχθεί, να έχετε υποστηριχθεί, να έχουν(ε) υποστηριχθεί
Μετοχή
υποστηριγμένος, υποστηριγμένη, υποστηριγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υποστηριχτεί, είχες υποστηριχτεί, είχε υποστηριχτεί, είχαμε υποστηριχτεί, είχατε υποστηριχτεί, είχαν(ε) υποστηριχτεί
& είχα υποστηριχθεί, είχες υποστηριχθεί, είχε υποστηριχθεί, είχαμε υποστηριχθεί, είχατε υποστηριχθεί, είχαν(ε) υποστηριχθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου