Becky Thorns
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ενθαρρύνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ενθαρρύνω, ενθαρρύνεις, ενθαρρύνει, ενθαρρύνουμε, ενθαρρύνετε, ενθαρρύνουν (ή ενθαρρύνουνε)
Υποτακτική
να ενθαρρύνω, να ενθαρρύνεις, να ενθαρρύνει, να ενθαρρύνουμε, να ενθαρρύνετε, να ενθαρρύνουν (ή να ενθαρρύνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ενθάρρυνε – β΄ πληθυντικό: ενθαρρύνετε
Μετοχή
ενθαρρύνοντας
Παρατατικός
Οριστική
ενθάρρυνα, ενθάρρυνες, ενθάρρυνε, ενθαρρύναμε, ενθαρρύνατε, ενθάρρυναν ή ενθαρρύνανε
Αόριστος
Οριστική
ενθάρρυνα, ενθάρρυνες, ενθάρρυνε, ενθαρρύναμε, ενθαρρύνατε, ενθάρρυναν ή ενθαρρύνανε
Υποτακτική
να ενθαρρύνω, να ενθαρρύνεις, να ενθαρρύνει, να ενθαρρύνουμε, να ενθαρρύνετε, να ενθαρρύνουν (ή να ενθαρρύνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ενθάρρυνε – β΄ πληθυντικό: ενθαρρύνετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ενθαρρύνω, θα ενθαρρύνεις, θα ενθαρρύνει, θα ενθαρρύνουμε, θα ενθαρρύνετε, θα ενθαρρύνουν (ή θα ενθαρρύνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ενθαρρύνω, θα ενθαρρύνεις, θα ενθαρρύνει, θα ενθαρρύνουμε, θα ενθαρρύνετε, θα ενθαρρύνουν (ή θα ενθαρρύνουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ενθαρρύνει, θα έχεις ενθαρρύνει, θα έχει ενθαρρύνει, θα έχουμε ενθαρρύνει, θα έχετε ενθαρρύνει, θα έχουν(ε) ενθαρρύνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ενθαρρύνει, έχεις ενθαρρύνει, έχει ενθαρρύνει, έχουμε ενθαρρύνει, έχετε ενθαρρύνει, έχουν(ε) ενθαρρύνει
Υποτακτική
να έχω ενθαρρύνει, να έχεις ενθαρρύνει, να έχει ενθαρρύνει, να έχουμε ενθαρρύνει, να έχετε ενθαρρύνει, να έχουν(ε) ενθαρρύνει
Μετοχή
έχοντας ενθαρρύνει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ενθαρρύνει, είχες ενθαρρύνει, είχε ενθαρρύνει, είχαμε ενθαρρύνει, είχατε ενθαρρύνει, είχαν(ε) ενθαρρύνει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ενθαρρύνομαι, ενθαρρύνεσαι, ενθαρρύνεται, ενθαρρυνόμαστε, ενθαρρύνεστε, ενθαρρύνονται
Υποτακτική
να ενθαρρύνομαι, να ενθαρρύνεσαι, να ενθαρρύνεται, να ενθαρρυνόμαστε, να ενθαρρύνεστε, να ενθαρρύνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ενθαρρύνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
ενθαρρυνόμουν, ενθαρρυνόσουν, ενθαρρυνόταν, ενθαρρυνόμαστε, ενθαρρυνόσαστε, ενθαρρύνονταν
(& ενθαρρυνόμουνα, ενθαρρυνόσουνα, ενθαρρυνότανε,
ενθαρρυνόμασταν, ενθαρρυνόσασταν, ενθαρρυνόντουσαν ή ενθαρρυνόντανε)
Αόριστος
Οριστική
ενθαρρύνθηκα, ενθαρρύνθηκες, ενθαρρύνθηκε, ενθαρρυνθήκαμε, ενθαρρυνθήκατε, ενθαρρύνθηκαν ή ενθαρρυνθήκανε
Υποτακτική
να ενθαρρυνθώ, να ενθαρρυνθείς, να ενθαρρυνθεί, να ενθαρρυνθούμε, να ενθαρρυνθείτε, να ενθαρρυνθούν ή να ενθαρρυνθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: ενθαρρύνσου, β΄ πληθυντικό: ενθαρρυνθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ενθαρρύνομαι, θα ενθαρρύνεσαι, θα ενθαρρύνεται, θα ενθαρρυνόμαστε, θα ενθαρρύνεστε, θα ενθαρρύνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ενθαρρυνθώ, θα ενθαρρυνθείς, θα ενθαρρυνθεί, θα ενθαρρυνθούμε, θα ενθαρρυνθείτε, θα ενθαρρυνθούν ή θα ενθαρρυνθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ενθαρρυνθεί, θα έχεις ενθαρρυνθεί, θα έχει ενθαρρυνθεί, θα έχουμε ενθαρρυνθεί, θα έχετε ενθαρρυνθεί, θα έχουν(ε) ενθαρρυνθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ενθαρρυνθεί, έχεις ενθαρρυνθεί, έχει ενθαρρυνθεί, έχουμε ενθαρρυνθεί, έχετε ενθαρρυνθεί, έχουν(ε) ενθαρρυνθεί
Υποτακτική
να έχω ενθαρρυνθεί, να έχεις ενθαρρυνθεί, να έχει ενθαρρυνθεί, να έχουμε ενθαρρυνθεί, να έχετε ενθαρρυνθεί, να έχουν(ε) ενθαρρυνθεί
Μετοχή
ενθαρρυμένος, ενθαρρυμένη, ενθαρρυμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ενθαρρυνθεί, είχες ενθαρρυνθεί, είχε ενθαρρυνθεί, είχαμε ενθαρρυνθεί, είχατε ενθαρρυνθεί, είχαν(ε) ενθαρρυνθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ενθαρρύνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ενθαρρύνω, ενθαρρύνεις, ενθαρρύνει, ενθαρρύνουμε, ενθαρρύνετε, ενθαρρύνουν (ή ενθαρρύνουνε)
να ενθαρρύνω, να ενθαρρύνεις, να ενθαρρύνει, να ενθαρρύνουμε, να ενθαρρύνετε, να ενθαρρύνουν (ή να ενθαρρύνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ενθάρρυνε – β΄ πληθυντικό: ενθαρρύνετε
Μετοχή
ενθαρρύνοντας
Παρατατικός
Οριστική
ενθάρρυνα, ενθάρρυνες, ενθάρρυνε, ενθαρρύναμε, ενθαρρύνατε, ενθάρρυναν ή ενθαρρύνανε
Αόριστος
Οριστική
ενθάρρυνα, ενθάρρυνες, ενθάρρυνε, ενθαρρύναμε, ενθαρρύνατε, ενθάρρυναν ή ενθαρρύνανε
να ενθαρρύνω, να ενθαρρύνεις, να ενθαρρύνει, να ενθαρρύνουμε, να ενθαρρύνετε, να ενθαρρύνουν (ή να ενθαρρύνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ενθάρρυνε – β΄ πληθυντικό: ενθαρρύνετε
Οριστική
θα ενθαρρύνω, θα ενθαρρύνεις, θα ενθαρρύνει, θα ενθαρρύνουμε, θα ενθαρρύνετε, θα ενθαρρύνουν (ή θα ενθαρρύνουνε)
Οριστική
θα ενθαρρύνω, θα ενθαρρύνεις, θα ενθαρρύνει, θα ενθαρρύνουμε, θα ενθαρρύνετε, θα ενθαρρύνουν (ή θα ενθαρρύνουνε)
Οριστική
θα έχω ενθαρρύνει, θα έχεις ενθαρρύνει, θα έχει ενθαρρύνει, θα έχουμε ενθαρρύνει, θα έχετε ενθαρρύνει, θα έχουν(ε) ενθαρρύνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ενθαρρύνει, έχεις ενθαρρύνει, έχει ενθαρρύνει, έχουμε ενθαρρύνει, έχετε ενθαρρύνει, έχουν(ε) ενθαρρύνει
να έχω ενθαρρύνει, να έχεις ενθαρρύνει, να έχει ενθαρρύνει, να έχουμε ενθαρρύνει, να έχετε ενθαρρύνει, να έχουν(ε) ενθαρρύνει
Μετοχή
έχοντας ενθαρρύνει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ενθαρρύνει, είχες ενθαρρύνει, είχε ενθαρρύνει, είχαμε ενθαρρύνει, είχατε ενθαρρύνει, είχαν(ε) ενθαρρύνει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ενθαρρύνομαι, ενθαρρύνεσαι, ενθαρρύνεται, ενθαρρυνόμαστε, ενθαρρύνεστε, ενθαρρύνονται
να ενθαρρύνομαι, να ενθαρρύνεσαι, να ενθαρρύνεται, να ενθαρρυνόμαστε, να ενθαρρύνεστε, να ενθαρρύνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ενθαρρύνεστε
Μετοχή
---
Οριστική
ενθαρρυνόμουν, ενθαρρυνόσουν, ενθαρρυνόταν, ενθαρρυνόμαστε, ενθαρρυνόσαστε, ενθαρρύνονταν
Αόριστος
Οριστική
ενθαρρύνθηκα, ενθαρρύνθηκες, ενθαρρύνθηκε, ενθαρρυνθήκαμε, ενθαρρυνθήκατε, ενθαρρύνθηκαν ή ενθαρρυνθήκανε
να ενθαρρυνθώ, να ενθαρρυνθείς, να ενθαρρυνθεί, να ενθαρρυνθούμε, να ενθαρρυνθείτε, να ενθαρρυνθούν ή να ενθαρρυνθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: ενθαρρύνσου, β΄ πληθυντικό: ενθαρρυνθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ενθαρρύνομαι, θα ενθαρρύνεσαι, θα ενθαρρύνεται, θα ενθαρρυνόμαστε, θα ενθαρρύνεστε, θα ενθαρρύνονται
Οριστική
θα ενθαρρυνθώ, θα ενθαρρυνθείς, θα ενθαρρυνθεί, θα ενθαρρυνθούμε, θα ενθαρρυνθείτε, θα ενθαρρυνθούν ή θα ενθαρρυνθούνε
Οριστική
θα έχω ενθαρρυνθεί, θα έχεις ενθαρρυνθεί, θα έχει ενθαρρυνθεί, θα έχουμε ενθαρρυνθεί, θα έχετε ενθαρρυνθεί, θα έχουν(ε) ενθαρρυνθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ενθαρρυνθεί, έχεις ενθαρρυνθεί, έχει ενθαρρυνθεί, έχουμε ενθαρρυνθεί, έχετε ενθαρρυνθεί, έχουν(ε) ενθαρρυνθεί
να έχω ενθαρρυνθεί, να έχεις ενθαρρυνθεί, να έχει ενθαρρυνθεί, να έχουμε ενθαρρυνθεί, να έχετε ενθαρρυνθεί, να έχουν(ε) ενθαρρυνθεί
Μετοχή
ενθαρρυμένος, ενθαρρυμένη, ενθαρρυμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ενθαρρυνθεί, είχες ενθαρρυνθεί, είχε ενθαρρυνθεί, είχαμε ενθαρρυνθεί, είχατε ενθαρρυνθεί, είχαν(ε) ενθαρρυνθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου