Steve Henderson
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαβάζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διαβάζω, διαβάζεις, διαβάζει, διαβάζουμε, διαβάζετε, διαβάζουν ή διαβάζουνε
Υποτακτική
να διαβάζω, να διαβάζεις, να διαβάζει, να διαβάζουμε, να διαβάζετε, να διαβάζουν ή να διαβάζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: διάβαζε – β΄ πληθυντικό: διαβάζετε
Μετοχή
διαβάζοντας
Παρατατικός
Οριστική
διάβαζα, διάβαζες, διάβαζε, διαβάζαμε, διαβάζατε, διάβαζαν ή διαβάζανε
Αόριστος
Οριστική
διάβασα, διάβασες, διάβασε, διαβάσαμε, διαβάσατε, διάβασαν ή διαβάσανε
Υποτακτική
να διαβάσω, να διαβάσεις, να διαβάσει, να διαβάσουμε, να διαβάσετε, να διαβάσουν ή να διαβάσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: διάβασε – β΄ πληθυντικό: διαβάστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαβάζω, θα διαβάζεις, θα διαβάζει, θα διαβάζουμε, θα διαβάζετε, θα διαβάζουν ή θα διαβάζουνε
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαβάσω, θα διαβάσεις, θα διαβάσει, θα διαβάσουμε, θα διαβάσετε, θα διαβάσουν ή θα διαβάσουνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαβάσει, θα έχεις διαβάσει, θα έχει διαβάσει, θα έχουμε διαβάσει, θα έχετε διαβάσει, θα έχουν(ε) διαβάσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαβάσει, έχεις διαβάσει, έχει διαβάσει, έχουμε διαβάσει, έχετε διαβάσει, έχουν(ε) διαβάσει
Υποτακτική
να έχω διαβάσει, να έχεις διαβάσει, να έχει διαβάσει, να έχουμε διαβάσει, να έχετε διαβάσει, να έχουν(ε) διαβάσει
Μετοχή
έχοντας διαβάσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαβάσει, είχες διαβάσει, είχε διαβάσει, είχαμε διαβάσει, είχατε διαβάσει, είχαν(ε) διαβάσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διαβάζομαι, διαβάζεσαι, διαβάζεται, διαβαζόμαστε, διαβάζεστε, διαβάζονται
Υποτακτική
να διαβάζομαι, να διαβάζεσαι, να διαβάζεται, να διαβαζόμαστε, να διαβάζεστε, να διαβάζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διαβάζεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
διαβαζόμουν, διαβαζόσουν, διαβαζόταν, διαβαζόμαστε, διαβαζόσαστε, διαβάζονταν
(& διαβαζόμουνα, διαβαζόσουνα, διαβαζότανε,
διαβαζόμασταν, διαβαζόσασταν, διαβαζόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
διαβάστηκα, διαβάστηκες, διαβάστηκε, διαβαστήκαμε, διαβαστήκατε, διαβάστηκαν ή διαβαστήκανε
Υποτακτική
να διαβαστώ, να διαβαστείς, να διαβαστεί, να διαβαστούμε, να διαβαστείτε, να διαβαστούν ή να διαβαστούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: διαβάσου - β΄ πληθυντικό: διαβαστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαβάζομαι, θα διαβάζεσαι, θα διαβάζεται, θα διαβαζόμαστε, θα διαβάζεστε, θα διαβάζονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαβαστώ, θα διαβαστείς, θα διαβαστεί, θα διαβαστούμε, θα διαβαστείτε, θα διαβαστούν ή θα διαβαστούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαβαστεί, θα έχεις διαβαστεί, θα έχει διαβαστεί, θα έχουμε διαβαστεί, θα έχετε διαβαστεί, θα έχουν(ε) διαβαστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαβαστεί, έχεις διαβαστεί, έχει διαβαστεί, έχουμε διαβαστεί, έχετε διαβαστεί, έχουν(ε) διαβαστεί
Υποτακτική
να έχω διαβαστεί, να έχεις διαβαστεί, να έχει διαβαστεί, να έχουμε διαβαστεί, να έχετε διαβαστεί, να έχουν(ε) διαβαστεί
Μετοχή
διαβασμένος, διαβασμένη, διαβασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαβαστεί, είχες διαβαστεί, είχε διαβαστεί, είχαμε διαβαστεί, είχατε διαβαστεί, είχαν(ε) διαβαστεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαβάζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διαβάζω, διαβάζεις, διαβάζει, διαβάζουμε, διαβάζετε, διαβάζουν ή διαβάζουνε
να διαβάζω, να διαβάζεις, να διαβάζει, να διαβάζουμε, να διαβάζετε, να διαβάζουν ή να διαβάζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: διάβαζε – β΄ πληθυντικό: διαβάζετε
Μετοχή
διαβάζοντας
Παρατατικός
Οριστική
διάβαζα, διάβαζες, διάβαζε, διαβάζαμε, διαβάζατε, διάβαζαν ή διαβάζανε
Αόριστος
Οριστική
διάβασα, διάβασες, διάβασε, διαβάσαμε, διαβάσατε, διάβασαν ή διαβάσανε
να διαβάσω, να διαβάσεις, να διαβάσει, να διαβάσουμε, να διαβάσετε, να διαβάσουν ή να διαβάσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: διάβασε – β΄ πληθυντικό: διαβάστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαβάζω, θα διαβάζεις, θα διαβάζει, θα διαβάζουμε, θα διαβάζετε, θα διαβάζουν ή θα διαβάζουνε
Οριστική
θα διαβάσω, θα διαβάσεις, θα διαβάσει, θα διαβάσουμε, θα διαβάσετε, θα διαβάσουν ή θα διαβάσουνε
Οριστική
θα έχω διαβάσει, θα έχεις διαβάσει, θα έχει διαβάσει, θα έχουμε διαβάσει, θα έχετε διαβάσει, θα έχουν(ε) διαβάσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαβάσει, έχεις διαβάσει, έχει διαβάσει, έχουμε διαβάσει, έχετε διαβάσει, έχουν(ε) διαβάσει
να έχω διαβάσει, να έχεις διαβάσει, να έχει διαβάσει, να έχουμε διαβάσει, να έχετε διαβάσει, να έχουν(ε) διαβάσει
Μετοχή
έχοντας διαβάσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαβάσει, είχες διαβάσει, είχε διαβάσει, είχαμε διαβάσει, είχατε διαβάσει, είχαν(ε) διαβάσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διαβάζομαι, διαβάζεσαι, διαβάζεται, διαβαζόμαστε, διαβάζεστε, διαβάζονται
να διαβάζομαι, να διαβάζεσαι, να διαβάζεται, να διαβαζόμαστε, να διαβάζεστε, να διαβάζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διαβάζεστε
Μετοχή
---
Οριστική
διαβαζόμουν, διαβαζόσουν, διαβαζόταν, διαβαζόμαστε, διαβαζόσαστε, διαβάζονταν
Αόριστος
Οριστική
διαβάστηκα, διαβάστηκες, διαβάστηκε, διαβαστήκαμε, διαβαστήκατε, διαβάστηκαν ή διαβαστήκανε
να διαβαστώ, να διαβαστείς, να διαβαστεί, να διαβαστούμε, να διαβαστείτε, να διαβαστούν ή να διαβαστούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: διαβάσου - β΄ πληθυντικό: διαβαστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαβάζομαι, θα διαβάζεσαι, θα διαβάζεται, θα διαβαζόμαστε, θα διαβάζεστε, θα διαβάζονται
Οριστική
θα διαβαστώ, θα διαβαστείς, θα διαβαστεί, θα διαβαστούμε, θα διαβαστείτε, θα διαβαστούν ή θα διαβαστούνε
Οριστική
θα έχω διαβαστεί, θα έχεις διαβαστεί, θα έχει διαβαστεί, θα έχουμε διαβαστεί, θα έχετε διαβαστεί, θα έχουν(ε) διαβαστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαβαστεί, έχεις διαβαστεί, έχει διαβαστεί, έχουμε διαβαστεί, έχετε διαβαστεί, έχουν(ε) διαβαστεί
να έχω διαβαστεί, να έχεις διαβαστεί, να έχει διαβαστεί, να έχουμε διαβαστεί, να έχετε διαβαστεί, να έχουν(ε) διαβαστεί
Μετοχή
διαβασμένος, διαβασμένη, διαβασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαβαστεί, είχες διαβαστεί, είχε διαβαστεί, είχαμε διαβαστεί, είχατε διαβαστεί, είχαν(ε) διαβαστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου