Glen Allison
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «απορώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
απορώ, απορείς, απορεί, απορούμε, απορείτε, απορούν (ή απορούνε)
Υποτακτική
να απορώ, να απορείς, να απορεί, να απορούμε, να απορείτε, να απορούν (ή να απορούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: απορείτε
Μετοχή
απορώντας
Παρατατικός
Οριστική
απορούσα, απορούσες, απορούσε, απορούσαμε, απορούσατε, απορούσαν (ή απορούσανε)
Αόριστος
Οριστική
απόρησα, απόρησες, απόρησε, απορήσαμε, απορήσατε, απόρησαν (ή απορήσανε)
Υποτακτική
να απορήσω, να απορήσεις, να απορήσει, να απορήσουμε, να απορήσετε, να απορήσουν (ή να απορήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: απόρησε β΄ πληθυντικό: απορήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απορώ, θα απορείς, θα απορεί, θα απορούμε, θα απορείτε, θα απορούν (ή θα απορούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απορήσω, θα απορήσεις, θα απορήσει, θα απορήσουμε, θα απορήσετε, θα απορήσουν (ή θα απορήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω απορήσει, θα έχεις απορήσει, θα έχει απορήσει, θα έχουμε απορήσει, θα έχετε απορήσει, θα έχουν(ε) απορήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω απορήσει, έχεις απορήσει, έχει απορήσει, έχουμε απορήσει, έχετε απορήσει, έχουν(ε) απορήσει
Υποτακτική
να έχω απορήσει, να έχεις απορήσει, να έχει απορήσει, να έχουμε απορήσει, να έχετε απορήσει, να έχουν(ε) απορήσει
Μετοχή
έχοντας απορήσει
Μετοχή μεσοπαθητικού Παρακειμένου: απορημένος, απορημένη, απορημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα απορήσει, είχες απορήσει, είχε απορήσει, είχαμε απορήσει, είχατε απορήσει, είχαν(ε) απορήσει
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «απορώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
απορώ, απορείς, απορεί, απορούμε, απορείτε, απορούν (ή απορούνε)
να απορώ, να απορείς, να απορεί, να απορούμε, να απορείτε, να απορούν (ή να απορούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: απορείτε
Μετοχή
απορώντας
Παρατατικός
Οριστική
απορούσα, απορούσες, απορούσε, απορούσαμε, απορούσατε, απορούσαν (ή απορούσανε)
Αόριστος
Οριστική
απόρησα, απόρησες, απόρησε, απορήσαμε, απορήσατε, απόρησαν (ή απορήσανε)
να απορήσω, να απορήσεις, να απορήσει, να απορήσουμε, να απορήσετε, να απορήσουν (ή να απορήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: απόρησε β΄ πληθυντικό: απορήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απορώ, θα απορείς, θα απορεί, θα απορούμε, θα απορείτε, θα απορούν (ή θα απορούνε)
Οριστική
θα απορήσω, θα απορήσεις, θα απορήσει, θα απορήσουμε, θα απορήσετε, θα απορήσουν (ή θα απορήσουνε)
Οριστική
θα έχω απορήσει, θα έχεις απορήσει, θα έχει απορήσει, θα έχουμε απορήσει, θα έχετε απορήσει, θα έχουν(ε) απορήσει
Οριστική
έχω απορήσει, έχεις απορήσει, έχει απορήσει, έχουμε απορήσει, έχετε απορήσει, έχουν(ε) απορήσει
να έχω απορήσει, να έχεις απορήσει, να έχει απορήσει, να έχουμε απορήσει, να έχετε απορήσει, να έχουν(ε) απορήσει
Μετοχή
έχοντας απορήσει
Μετοχή μεσοπαθητικού Παρακειμένου: απορημένος, απορημένη, απορημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα απορήσει, είχες απορήσει, είχε απορήσει, είχαμε απορήσει, είχατε απορήσει, είχαν(ε) απορήσει
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου