Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Όνειρο στο κύμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Όνειρο στο κύμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Πηγή Δανιηλίδου 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»  

«Φύση και άνθρωπος αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται. Η φύση καθορίζει εν πολλοίς τα δρώμενα και τα δρώμενα επενεργούν στο ήθος της φύσης. Ο Παπαδιαμάντης δεν μένει σ’ ένα λαϊκό ανιμισμό, σαν αυτό των δημοτικών μας τραγουδιών. Η φύση είναι άλλο κτίσμα δεν είναι προέχταση του ανθρώπου. Όμως όχι κατώτερο.» [Κυριάκος Πλησής]

Στο διήγημα «Όνειρο στο κύμα» ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αποτυπώνει με ιδιαίτερα λυρικό τρόπο την οργανική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Ο νεαρός ήρωας γνωρίζει τη μόνη καθαρή ευτυχία της ζωής του ζώντας ελεύθερος κοντά στη φύση. Το δέσιμο που αισθάνεται, μάλιστα, με το φυσικό του περιβάλλον φτάνει σε σημείο πλήρους ταύτισης (Εφαινόμην κ’ εγώ να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους... / εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην εν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτου...).
Η στιγμή που ο νεαρός βοσκός πέφτει στη θάλασσα για να κολυμπήσει συνιστά αφηγηματικά μια πρόγευση απόλυτης ευτυχίας, προτού φτάσει στην κορύφωση της ευδαιμονίας αγγίζοντας το κορμί της γυμνής Μοσχούλας. Ανεξάρτητα, όμως, από τις αφηγηματικές συσχετίσεις, η αίσθηση που έχει ο νεαρός καθώς κολυμπά είναι αφ’ εαυτής μια κορυφαία στιγμή ανόθευτης χαράς. Η ελευθερία που βιώνει ο νεαρός στη γνώριμη και φιλόξενη αγκαλιά της θάλασσας, όπως κι αίσθησή του πως βρίσκεται σε πλήρη ένωση με το κύμα, αποτελούν μια πολύτιμη λογοτεχνική καταγραφή της ευδαιμονίας που μπορεί να προσφέρει η φύση στον άνθρωπο.
Ο Παπαδιαμάντης δεν αντιμετωπίζει τη φύση ως απλή προέκταση του ανθρώπινου βίου, όπως γίνεται στη δημοτική ποίηση, η φύση στα κείμενά του δεν εξανθρωπίζεται μέσω ενός λαϊκού ανιμισμού, ούτε εμφανίζεται παρεμπιπτόντως και μόνο ως κτήμα του ανθρώπου. Η φύση για τον Παπαδιαμάντη αποτελεί ένα αυτόνομο θεϊκό δημιούργημα που εμπεριέχει, όχι μόνο απόλυτη ομορφιά, αλλά και τη δυνατότητα να χαρίσει πραγματική ευτυχία στους ανθρώπους που ζουν κοντά της.
Η φύση στο έργο του Παπαδιαμάντη αποκτά λειτουργικό ρόλο, ως ένας σημαντικός διαμορφωτικός παράγοντας για την εξέλιξη της ιστορίας, επηρεάζοντας τις πράξεις των ηρώων. Η ομορφιά της θάλασσας θέλγει τον ήρωα και τον παρασύρει να κολυμπήσει εκεί που σύντομα θα έρθει κι η Μοσχούλα να απολαύσει το νυχτερινό της μπάνιο, ενώ συνάμα η διαμόρφωση του φυσικού χώρου τον παγιδεύει, μη επιτρέποντάς του μια ασφαλή διαφυγή, την ώρα που η κοπέλα έχει πια βουτήξει στη θάλασσα. Έτσι, η φύση επηρεάζει καθοριστικά τα δρώμενα, καθώς φέρνει τους δύο ήρωες κοντά σε μια καίριας σημασίας συνάντηση.
Παράλληλα, βέβαια, κι η ίδια η φύση επηρεάζεται από την παρουσία και τις πράξεις των ηρώων. Η θάλασσα δεχόμενη τη γυμνή Μοσχούλα, αγγίζοντας με το κύμα της την ομορφιά του κορμιού της, άλλοτε κρύβοντας κι άλλοτε αποκαλύπτοντας ό,τι περισσότερο ποθεί να δει ο νεαρός, διαποτίζεται απ’ τον ερωτισμό της κοπέλας και συμμετέχει αίφνης σε μια σκηνή αδιαμφισβήτητου ηδονισμού. Η θάλασσα χάνει έτσι την ουδετερότητα του ήθους της και γίνεται φορέας ερωτικού πειρασμού. Με παρόμοιο τρόπο, άλλωστε, λειτουργεί όταν θα γίνει ο χώρος όπου ο νεαρός θ’ αγγίξει για πρώτη και μοναδική φορά το σώμα της κοπέλας.
Η φύση, επομένως, επηρεάζει τη δράση του ανθρώπου και συνάμα επηρεάζεται απ’ αυτόν –κυρίως σ’ επίπεδο συσχετισμών και συμβολισμού-, ενώ σε πρωταρχικό επίπεδο είναι η μόνη που μπορεί να του προσφέρει πραγματική ευτυχία. Ο ήρωας του διηγήματος θα δυστυχήσει, όταν θ’ αναγκαστεί να ζήσει μακριά απ’ το αγαπημένο του νησί. Περιορισμένος σ’ ένα γραφείο, θα συνειδητοποιήσει το τραγικό κόστος που έχει στην ψυχή του η απομάκρυνση από τη φύση.

Γιώργος Σεφέρης «Hampstead»

...
Τώρα γυρεύω λίγη ησυχία
θα μου ‘φτανε μια καλύβα σ’ ένα λόφο
ή σε μια ακρογιαλιά
θα μου ‘φτανε μπροστά στο παράθυρό μου
ένα σεντόνι βουτηγμένο στο λουλάκι
απλωμένο σαν τη θάλασσα
θα μου ‘φτανε στη γλάστρα μου
έστω κι ένα ψεύτικο γαρούφαλο
ένα κόκκινο χαρτί σ’ ένα τέλι
έτσι που να μπορεί ο αγέρας
ο αγέρας να το κυβερνά χωρίς προσπάθεια
όσο θέλει.
Θα ‘πεφτε το βράδυ
τα κοπάδια θ’ αντιλαλούσαν κατεβαίνοντας στο μαντρί τους
σα μια πολύ απλή κι ευτυχισμένη σκέψη
και θα ‘πεφτα να κοιμηθώ
γιατί δε θα ‘χα
ούτε ένα κερί ν’ ανάψω,
φως,
να διαβάσω.

Στο ποίημα του Σεφέρη βρίσκουμε μια θέαση των πραγμάτων ανάλογη με αυτή που συναντάμε στο Όνειρο στο κύμα. Ο ποιητής κουρασμένος από τις περιπέτειες του ανθρώπινου βίου αποζητά την ηρεμία που μόνο η φύση μπορεί να προσφέρει.
Ο ποιητής θέλει να βρεθεί μακριά απ’ τις επιπλοκές του φθοροποιού πολιτισμού, σ’ ένα φτωχικό σπίτι, αντικρίζοντας, αν όχι ένα πραγματικό φυσικό τοπίο, έστω και μια ψεύτικη αναπαράστασή του. Ένα σεντόνι βουτηγμένο στο μπλε χρώμα του νησιώτικου τοπίου, για να του θυμίζει τη θάλασσα ή ακόμη και μια γλάστρα μ’ ένα ψεύτικο λουλούδι, αρκούν για να του προσφέρουν την πολυπόθητη ψυχική γαλήνη.
Ο ήχος απ’ τα κοπάδια που πηγαίνουν προς το μαντρί τους, θα ήταν για τον ποιητή σα μια ευτυχισμένη σκέψη, που θα ηρεμούσε την ψυχή του. Κι ύστερα η πλήρης απουσία υλικού πολιτισμού θα του επέτρεπε να κοιμηθεί, μη έχοντας ούτε ένα κερί για να διαβάσει.
Η διάθεση του Σεφέρη να απομακρυνθεί από οτιδήποτε σχετίζεται με τον απάνθρωπο πολιτισμό, που με ποικίλους τρόπους βασανίζει τις ανθρώπινες ψυχές, μας παραπέμπει στη διαπίστωση του αφηγηματικού υποκειμένου στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, που συνειδητοποιεί πως η μόνη φορά που γνώρισε την ευτυχία ήταν στην ανέμελη ζωή των εφηβικών του χρόνων. Όπως ο ποιητής επιθυμεί να βρεθεί κοντά στη φύση -έστω και σε μια επίφασή της-, χωρίς να έχει ούτε λίγο φως για να διαβάσει, έτσι κι ο ήρωας του διηγήματος εύχεται να μπορούσε να γυρίσει στο νησί του ως απλός βοσκός, μακριά από τις ασφυκτικές υποχρεώσεις του αστικού βίου και την ψυχική διάβρωση των διαβασμάτων.
Η αλήθεια του μηνύματος που κυριαρχεί στο διήγημα του Παπαδιαμάντη, πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τη φύση, χωρίς να πληρώσει υψηλό αντίτιμο, επιβεβαιώνεται κι από τους στίχους του Σεφέρη. Η γαλήνη που γνωρίζουν οι άνθρωποι κοντά στη φύση, χωρίς περιττές έγνοιες και υποχρεώσεις, δεν μπορεί να βιωθεί απ’ όσους επιλέγουν να ζήσουν στο αστικό περιβάλλον.
Η ευτυχία για το Σεφέρη φτιάχνεται με απλές έννοιες: με το γαλάζιο της θάλασσας, με τον αγέρα και τον ήχο απ’ τα κοπάδια. Ακριβώς, όπως συμπυκνώνεται στην τελική ευχή του ήρωα: Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!


Όνειρο στο κύμα: Αφηγηματικές Τεχνικές

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ilse Kleyn 

Όνειρο στο κύμα: Αφηγηματικές Τεχνικές

Ο αφηγητής της ιστορίας:
  • Είναι εξωδιηγητικός-ομοδιηγητικός τύπος. Πρόκειται για έναν αφηγητή πρώτου βαθμού, ο οποίος διηγείται την ιστορία του.
  • Είναι δραματοποιημένος, αφού συμμετέχει ως πρόσωπο της ιστορίας που αφηγείται.
  • Ολόκληρο το διήγημα κλείνεται σε εισαγωγικά, που ακολουθούνται από την υπογραφή του συγγραφέα, με την ένδειξη ότι αυτός έχει απλώς αντιγράψει την ιστορία. Με το συγγραφικό αυτό δόλο (πλαστοπροσωπία) τονίζεται η διάκρισή του συγγραφέα από τη φωνή του αφηγητή και επιχειρείται  η αποστασιοποίησή του από τα αφηγούμενα γεγονότα.

Εστίαση:
Η αφήγηση των γεγονότων γίνεται με εσωτερική εστίαση από τον ήρωα (βοσκό/δικηγόρο) της ιστορίας [η θέαση δηλαδή είναι περιορισμένη και ανήκει στον κεντρικό ήρωα, ο οποίος σε αντίθεση με τον παραδοσιακό παντογνώστη αφηγητή, δεν γνωρίζει καθετί που σχετίζεται με την ιστορία, όπως για παράδειγμα τις σκέψεις των άλλων προσώπων (Μοσχούλας)].
Κι ενώ η αφήγηση είναι ιδωμένη από την προοπτική του ενήλικα αφηγητή -για τον οποίο το σύνολο της ιστορίας αποτελεί μια ήδη βιωμένη εμπειρία-, το μεγαλύτερο μέρος της δεύτερης αναδρομικής αφήγησης δίνεται από τον έφηβο αφηγητή, ο οποίος παρουσιάζει τα γεγονότα της ιστορίας όπως τα βιώνει τη στιγμή της τέλεσής τους, χωρίς να γνωρίζει τι πρόκειται να συμβεί στην πορεία. Η εσωτερικότητα αυτή της οπτικής γωνίας εξυπηρετεί τη διατήρηση της αγωνίας και των διλημμάτων που αντιμετωπίζει ο έφηβος αφηγητής.
Μια παρόμοια διάσταση ανάμεσα στον ενήλικα αφηγητή και την παιδική (εδώ εφηβική) συνείδησή του, βρίσκουμε και στο Αμάρτημα της μητρός μου, όπου για να διατηρηθεί ακέραια η απορία του αναγνώστη για τη φύση του αμαρτήματος, δεχόμαστε ότι τα γεγονότα παρουσιάζονται, όπως τα βίωσε το παιδί-αφηγητής.

Επίπεδα χρόνου της αφήγησης:
Η ζωή του αφηγητή στην Αθήνα, όπου εργάζεται σ’ ένα δικηγορικό γραφείο, αποτελεί το παρόν της αφήγησης. Ενώ, οι εφηβικές του εμπειρίες στο νησί, αποτελούν το παρελθόν της αφήγησης, που δίνεται στον αναγνώστη μέσω της αναδρομικής αφήγησης. Η ιστορία επομένως κινείται στο παρόν και στο παρελθόν.
Αντίστοιχα επίπεδα χρόνου έχουμε και στο Αμάρτημα της μητρός μου, όπου το παρόν της αφήγησης τοποθετείται μετά την επιστροφή του αφηγητή από το εξωτερικό (αποκάλυψη του αμαρτήματος από τη μητέρα στον αφηγητή και εξομολόγησή της στον Πατριάρχη), ενώ οτιδήποτε προηγείται από αυτά τα γεγονότα είναι το παρελθόν της αφήγησης.

Στο διήγημα χρησιμοποιείται ο Μέλλοντας και γίνεται αναφορά σε μελλοντικά γεγονότα, όταν ο αφηγητής είτε αναφέρεται στο τι σχεδίαζε να κάνει -μόνο για να δει τα σχέδιά του να ανατρέπονται- είτε όταν κάνει εικασίες για το τι θα συνέβαινε, αν τον έβλεπε η κοπέλα, ή για το πώς θα μπορούσε να απομακρυνθεί από την ακτή χωρίς να γίνει αντιληπτός απ’ τη Μοσχούλα.
Έτσι, το μέλλον στα πλαίσια του διηγήματος εμφανίζεται μόνο ως βραχυπρόθεσμος σχεδιασμός, ως εικασία ή ως πρόγνωση («Θα τραβήξει αυτή το μονοπάτι της κ’ εγώ τον κρημνό μου!...») 
Για παράδειγμα:
«Άνω της κορυφής του βράχου, του οποίου η βάσις εβρέχετο από την θάλασσα, θα έλυα την Μοσχούλαν, την μικρήν αίγα μου, και με διακόσια ή περισσότερα βήματα θα επέστρεφα πλησίον εις το κοπάδι μου.»
Τα σχέδια, όμως, του βοσκού ματαιώνονται από την απρόσμενη εμφάνιση της κοπέλας, η οποία εκείνη τη στιγμή πέφτει στη θάλασσα, για να κολυμπήσει.
«Ω! πώς θα εξαφνίζετο. Θα ετρόμαζεν, ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει δια σκοπούς αθεμίτους, και τότε αλλίμονον εις τον μικρόν βοσκόν!»

Αφηγηματικός χρόνος:
Ως προς την τάξη
Η πρώτη ενότητα του διηγήματος ξεκινά με μια αναδρομή στο καλοκαίρι του 187..., και προχωρά συνοπτικά μέχρι το παρόν του αφηγητή (Αθήνα-δικηγορικό γραφείο). Παρουσιάζονται δηλαδή περιληπτικά περισσότερα από 12 χρόνια της ζωής του αφηγητή (στα 18 του είναι βοσκός, στα 30 τελειώνει το Νομική και τώρα εργάζεται στο γραφείο του δικηγόρου).
Στη δεύτερη ενότητα επιστρέφουμε εκ νέου στο καλοκαίρι του 187..., με μια νέα αναδρομή, η οποία θα καλύψει αναλυτικά αυτή τη φορά τα γεγονότα εκείνου του καλοκαιρού, που αποτελούν και το βασικότερο μέρος της ιστορίας.
Κατά τη διάσωση της Μοσχούλας η αφήγηση θα επιστρέψει στο παρόν του αφηγητή, όπου και θα δοθεί ο απολογισμός – επίλογος της ιστορίας.
Η αναδρομή της πρώτης ενότητας είναι πλήρης, καθώς φέρνει την αφήγηση στο παρόν του αφηγητή καλύπτοντας συνοπτικά όλα τα ενδιάμεσα γεγονότα. Ενώ η αναδρομή που ξεκινά στη δεύτερη ενότητα, αν και εκτενέστερη, καλύπτει μόνο τα γεγονότα ενός καλοκαιριού.
Στα πλαίσια της πρώτης αναδρομής βρίσκουμε την εγκιβωτισμένη ιστορία του πάτερ Σισώη -ιστορία που έχει καίριες αναλογίες με την ιστορία του κεντρικού ήρωα-, κατά την οποία ο χρόνος γυρίζει στην εποχή της ελληνικής επανάστασης (1821).
Στα πλαίσια της δεύτερης και εκτενέστερης αναδρομής του διηγήματος, υπάρχει μια πολύ σύντομη αναδρομή που σχετίζεται με την κατσίκα-Μοσχούλα. «Όσον αφορά την Μοσχούλα, δια να είμαι βέβαιος, ότι δεν θα μου φύγη πάλιν, καθώς μου είχε φύγει την άλλην φοράν, οπότε ο άγνωστος κλέπτης (ω να τον έπιανα) της είχε κλέψει, ο ανόητος, τον επίχρυσον κωδωνίσκον...»

Ως προς τη διάρκεια:
Στα πλαίσια της πρώτης αναδρομής έχουμε περίληψη, καθώς η ζωή του αφηγητή από τα 18 μέχρι και λίγο μετά τα 30 δίνεται με συνοπτικό τρόπο, ως εκ τούτου έχουμε και έλλειψη, καθώς είναι εύλογο ότι παραλείπονται πολλά επιμέρους γεγονότα.
Περίληψη επίσης έχουμε στην τελευταία ενότητα όπου ο αφηγητής αναφέρεται επιγραμματικά στην τύχη της Μοσχούλας-κοπέλας και στο γεγονός ότι ο ίδιος έγινε τελικά δικηγόρος.
Στα πλαίσια της δεύτερης αναδρομής έχουμε σκηνές (ο χρόνος της ιστορίας δηλαδή ταυτίζεται με το χρόνο της αφήγησης), όταν ο αφηγητής προχωρά σε εσωτερικούς μονολόγους όπου μας παρουσιάζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Σκηνές αποτελούν και οι διάλογοι, οι οποίοι όμως σχεδόν απουσιάζουν σ’ αυτό το διήγημα.
Στο διήγημα αυτό συναντάμε εκτενείς περιγραφές οι οποίες είναι βέβαια δοσμένες από τον έφηβο αφηγητή, αποτελούν δηλαδή μέρος του βιώματός του, οπότε δε συνιστούν καθαρές παύσεις του χρόνου της ιστορίας, αποτελούν ωστόσο επιβραδύνσεις.

Ως προς τη συχνότητα:
Στο διήγημα αυτό έχουμε ως επί το πλείστον μοναδική αφήγηση (τα γεγονότα δηλαδή της ιστορίας αναφέρονται μία φορά), ωστόσο οι δύο αναδρομές του διηγήματος (1η και 2η ενότητα) ξεκινούν με αναφορά στο καλοκαίρι του 187..., στοιχείο που συνιστά επανάληψη. Όπως και η αναφορά που γίνεται κλείσιμο της ιστορίας ότι ο αφηγητής έμαθε γράμματα χάρη στους καλόγερους, αφού η πληροφορία αυτή δίνεται και στην αρχική ενότητα.

Στο διήγημα εντοπίζουμε, επίσης, στοιχεία θαμιστικής αφήγησης, γεγονότα δηλαδή που έγιναν κατ’ επανάληψη στο παρελθόν δίνονται μία φορά στην αφήγηση. Αυτό στο «Όνειρο στο κύμα» επιτυγχάνετε με τη χρήση του Παρατατικού χρόνου. Έτσι, όταν ο νεαρός βοσκός μιλά για τη ζωή του στο νησί χρησιμοποιεί τον Παρατατικό χρόνο για να παρουσιάσει τις συνήθειές του.
Για παράδειγμα:
«Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος, κ’ έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω.»
«Το κυρίως κατάμερόν μου ήτο υψηλότερα, έξω της ακτίνος των ελαιώνων και αμπέλων, εγώ όμως συχνά επατούσα τα σύνορα. Εκεί παραπάνω, ανάμεσα εις δύο φάραγγας και τρεις κορυφάς, πλήρεις αγρίων θάμνων, χόρτου και χαμωκλάδων, έβοσκα τα γίδια του Μοναστηρίου.»
Με τη χρήση λοιπόν ρημάτων Παρατατικού χρόνου, που δηλώνουν επανάληψη στο παρελθόν, ο αφηγητής αφηγείται μία φορά πράξεις που έχουν συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν.

Ο χρόνος της ιστορίας:
Ο προσδιορισμός του χρόνου της ιστορίας, σε ό,τι αφορά την εμπειρία του νεαρού ήρωα, γίνεται απ’ την αρχή κιόλας του διηγήματος, όπου ο αφηγητής προσδιορίζει πως επρόκειτο για το καλοκαίρι του 187..., δεν μας δίνει βέβαια ακριβή χρονολογία. Εντούτοις, μπορούμε να τοποθετήσουμε τα γεγονότα κάποια στιγμή μέσα στη δεκαετία του 1870. (Αν επιχειρούσαμε μια αντιστοίχηση με τη ζωή του Παπαδιαμάντη, ο οποίος γεννήθηκε το 1851, θα διαπιστώναμε ότι ο συγγραφέας έγινε 18 χρονών το 1869.)
Η ασάφεια ως προς το χρόνο της ιστορίας γίνεται εμφανέστερη σε ό,τι αφορά το παρόν της αφήγησης, καθώς δε μας δίνεται κάποιο χρονολογικό στοιχείο. Γνωρίζουμε ότι ο αφηγητής τελειώνει τη Νομική στα 30 του χρόνια, αλλά η αναφορά του: «Σήμερα εξακολουθώ να εργάζομαι ως βοηθός ακόμη επιφανούς τινός δικηγόρου...», δεν μας επιτρέπει να καταλάβουμε πόσα χρόνια έχουν περάσει από τη στιγμή που τελείωσε το Πανεπιστήμιο.
Πάντως, ακόμη και για τα γεγονότα του καλοκαιρού του 187..., δεν υπάρχουν επιμέρους χρονολογικοί προσδιορισμοί. Ο αφηγητής περιορίζεται σε ασαφείς αναφορές: «Μίαν ημέραν... Μίαν άλλην ημέραν... Μίαν εσπέραν...»

Αφηγηματικοί τρόποι:
Η αφήγηση της ιστορίας γίνεται με μίμηση, με πρωτοπρόσωπη δηλαδή αφήγηση.
Στο διήγημα υπάρχουν μόλις τρεις διαλογικές σκηνές, εκ των οποίων μόνο στη μία υπάρχει πραγματικός διάλογος: «-Τι έχεις και φωνάζεις; -Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα!... Με σένα δεν έχω να κάμω.», ενώ στις άλλες δύο ακούγονται μόνο τα λόγια του ενός προσώπου. «-Έτσι όλο τραγουδείς!... Δε σε άκουσα ποτέ μου να παίζης το σουραύλι!... Βοσκός και να μην έχει σουραύλη, σαν παράξενο μου φαίνεται!». Η τρίτη σκηνή δίνεται όταν μετά την κραυγή φόβου της Μοσχούλας ο ήρωας προσπαθεί να την καθησυχάσει: «-Μη φοβάσαι!... δεν είναι τίποτε... δε σου θέλω κακόν!»
Στα πλαίσια του εσωτερικού μονολόγου του ήρωα, μας δίνονται σε ευθύ λόγο κάποιες από τις σκέψεις του: «-Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζης!... φεύγω αμέσως, κοπέλα μου!» / «Αυτή δεν θ’ αργήση, έλεγα μέσα μου τώρα θα κολυμπήση....» / «Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μια φωνή!...»
Σε ευθύ λόγο επίσης δίνεται η προσευχή του γεωργού: «Εις το όνομα του Πατρός...»
Στο κείμενο επίσης εντοπίζουμε πλάγιο λόγο, όταν ο αφηγητής μας παρουσιάζει τα λόγια του πάτερ Σισώη: «αν ήθελαν να με κάμουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι....»
Στο διήγημα κυρίαρχος αφηγηματικός τρόπος είναι ο εσωτερικός μονόλογος, καθώς πολύ συχνά διαβάζουμε τις προσωπικές σκέψεις, τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς/διλήμματα του αφηγητή.
Σημαντικό ρόλο επίσης διαδραματίζουν οι περιγραφές είτε αυτές αφορούν το τοπίο είτε τη νεαρή Μοσχούλα.

Προοικονομία:
Κατά την περιγραφή του κτήματος του κυρ Μόσχου, ο αφηγητής μας επισημαίνει πως αυτό βρίσκεται πολύ κοντά στη θάλασσα, ιδίως ο κάτω τοίχος του, που σχεδόν βρέχεται από το κύμα, όταν φυσά δυνατός βοριάς. Τοποθεσία όπου αργότερα θα εκτυλιχθεί το κεντρικό επεισόδιο της ιστορίας. «... ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα.»
Παρόμοια αναφορά γίνεται κι όταν ο αφηγητής επιλέγει την ακτή σ’ εκείνο το σημείο για να κολυμπήσει: «Από το άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, δια του οποίου ανέβαινε τις πλαγίως την απότομον ακρογιαλιάν, κ’ έφθανε εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του Κυρ Μόσχου...»
Προοικονομία επίσης συνιστά τόσο η αναφορά για το δέσιμο της Μοσχούλας μ’ ένα σχοινάκι, ώστε να μη φύγει την ώρα που ο νεαρός ήρωας θα κολυμπούσε, όσο και το σημείο στο οποίο την είχε δέσει: «εφρόντισα να την δέσω μ’ ένα σχοινάκι εις την ρίζα ενός θάμνου ολίγον παραπάνω από το βράχον εις την βάσιν του οποίου είχα αφήσει τα ρούχα μου πριν ριφθώ εις την θάλασσαν.»

Προϊδεασμός:
  • «Την τελευταίαν φοράν όπου εγεύθη την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνου του έτους...»
  • «Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντό σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του...»
  • «Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο...»
  • «Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μια φωνή!... και να εφώναζε βοήθειαν!»
  •  «Το σχοινίον με το οποίον την είχα δέσει εις την ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ κοντό. Τάχα μην «εσχοινιάσθη»...»

Σχήμα κύκλου:
Το διήγημα ξεκινά και τελειώνει με αναφορά στο ίδιο θέμα, δημιουργώντας έτσι σχήμα κύκλου: «Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη – Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!»

Σύμβολα:
  • Η νεαρή Μοσχούλα λειτουργεί ως σύμβολο του εξιδανικευμένου και αγνού έρωτα.
  • Το περιφραγμένο κτήμα του Κυρ Μόσχου, ως ο προστατευμένος κήπος της Εδέμ.
  • Η θάλασσα συμβολίζει την απόλυτη ελευθερία σε πολλαπλά επίπεδα (ατομικό, ερωτικό, κοινωνικό).
  • Το κοντό σχοινί συμβολίζει του ποικίλους περιορισμούς (εξωτερικούς κι εσωτερικούς) που τίθενται στη ζωή του αφηγητή.

Αρκαδισμός – Βουκολική Ποίηση:
Η Αρκαδία λειτουργεί στη λογοτεχνία ως σύμβολο ενός ιδανικού τόπου γαλήνης, όπου κυριαρχεί ο ευδαιμονισμός που προκύπτει από την επαφή με τη φύση και τον έρωτα. Με αρχικό ερέθισμα την ελληνική Αρκαδία, δημιουργείται στη φαντασία των λογοτεχνών ένας παραδεισένιος τόπος ελευθερίας, ηρεμίας και ηδονισμού.
Αρκαδισμός είναι το λογοτεχνικό ρεύμα που πηγάζει από την Ιταλική Αναγέννηση και κυριάρχησε στην ποίηση. Πρόκειται για το ποιητικό ιδανικό που θέλοντας να καταπολεμήσει το κακό γούστο του κλασικισμού αναζητούσε την έμπνευση στη βουκολική αγνή ύπαιθρο. Με τον Αρκαδισμό εξυμνείται η απλότητα της ζωής και ο διαρκής ευδαιμονισμός του αρκαδικού τοπίου και τρόπου.
Η βουκολική (ποιμενική) ποίηση επιχειρεί να μεταφέρει την αίσθηση της αγνής ευτυχίας που διακρίνει την αμέριμνη ζωή των ποιμένων, μέσα από τραγούδια που εξυμνούν τον έρωτα και την απλότητα της ζωής. Η ζωή των βοσκών διανθίζεται με ερωτικές περιπέτειες και στιγμές απόλυτης ευτυχίας μέσα στην ομορφιά και την αγνότητα της φύσης.
Το Όνειρο στο κύμα έχει αναλογίες με τη βουκολική ποίηση, καθώς έχουμε ένα αμέριμνο βοσκόπουλο που επιθυμεί την όμορφη κοπέλα, η οποία όμως καταφεύγει στο κτήμα-οχυρό της θέτοντας εμπόδια στην εκπλήρωση του μεταξύ τους έρωτα.
Οι αναλογίες πάντως κορυφώνονται μέσα από την εκστασιακή σχέση του νεαρού ήρωα με τη φύση.

Ηθογραφική διάσταση του διηγήματος:
Στο διήγημα αυτό έχουμε μια ωραιοποιημένη και ειδυλλιακή αναπαράσταση της ελληνικής υπαίθρου, με αναφορές σε λαογραφικά στοιχεία. Συνάμα, βέβαια, υπάρχει και η κοινωνική διάσταση της ιστορίας, καθώς καταγγέλλεται η διαφορά ανάμεσα στη διαβίωση των πλουσίων και των φτωχών.
Βασικές ιδιαιτερότητες της ιστορίας αποτελούν η μέριμνα του συγγραφέα για την αναλυτική ψυχογράφηση του ήρωα της ιστορίας, καθώς και η θρησκευτικότητα που διατρέχει το κείμενο.

Κτητικές αντωνυμίες:
Ιδιαίτερη λειτουργία επιτελούν οι κτητικές αντωνυμίες του κειμένου που αναδεικνύουν τη σχέση ταύτισης ανάμεσα στον νεαρό ήρωα και το φυσικό του περιβάλλον. Ό,τι ο ήρωας παρουσιάζει ως σχέση κτήσης, επί της ουσίας αποτελεί μια άρρηκτη σχέση συνύπαρξης, που τονίζει τη βιωματικότητα της ιστορίας.
«Όλον το κατάμερον εκείνο... ήταν ιδικόν μου» / «Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου» / «Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου».

Βασικές θεματικές του διηγήματος:
  • Το θέμα του ανολοκλήρωτου έρωτα και της ανάμνησής του, ως στοιχείο βίου.
  • Η γενικευτική αποστροφή του ενήλικα αφηγητή προς τις γυναίκες, ως αποτέλεσμα της αυστηρής θρησκευτικής αγωγής του.
  • Η ταύτιση της κοσμικής μόρφωσης με την απώλεια του εφηβικού ευδαιμονισμού και της απλότητας του εφηβικού βίου.
  • Η θέαση της μισθωτής εργασίας ως μέσο δέσμευσης του ανθρώπου και απομάκρυνσής του από το αγνό περιβάλλον της φύσης, όπου βρίσκεται η ευτυχία του.
  • Η διάσταση ανάμεσα στην πενία και τον πλούτο. 
  • Η θεμελιώδης ισοτοπία ευτυχία-δυστυχία = φύση-πολιτισμός.

Ομωνυμίες:
Μοσχούλα κοπέλα – Μοσχούλα αίγα:
  • Η ομωνυμία λειτουργεί ως απόπειρα υποκατάστασης από τον ερωτευμένο νέο.
  • Θα αποτελέσει την αφορμή για την πρώτη συνομιλία των δύο νέων.
  • Η ιδιαίτερη φροντίδα για την ασφάλεια της Μοσχούλας κατσίκας, θα σταθεί αφορμή για το δραματικό εκείνο απρόοπτο που θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της κοπέλας και θα οδηγήσει τελικά στη θυσία της Μοσχούλας-αίγας.
  • Ο θάνατος της Μοσχούλας-αίγας συμβολίζει τελικά και το τέλος της εξιδανίκευσης της Μοσχούλας-κοπέλας.

Μοσχούλα-Κυρ Μόσχος:
  • Η στενή συσχέτιση ανάμεσα στην κοπέλα και τον πλούσιο θείο της, καθιστά εντονότερη την απόσταση ανάμεσα στον νεαρό βοσκό και την κοπέλα που βρίσκεται σε υψηλότερη και άρα απρόσιτη για τον φτωχό νέο κοινωνική θέση.

Ερμηνευτικά για το «Όνειρο στο Κύμα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Arthur Braginsky

Ερμηνευτικά για το «Όνειρο στο Κύμα»

Το «Όνειρο στο Κύμα» […] αποτελεί χωρίς αμφιβολία το χαρακτηριστικότερο διήγημα με θέμα την αντιπαράθεση της ευτυχισμένης εφηβείας στη φθορά της ωριμότητας.
Η αντίθεση γίνεται καθαρότερη στο διήγημα αυτό, επειδή ο αυτοδιηγητικός αφηγητής δεν παρουσιάζεται ως απλή φωνή, αλλά ως πλήρης βιολογική ύπαρξη που διαφοροποιείται σε τέτοιο βαθμό από το συγγραφέα, ώστε είναι δύσκολο να τους ταυτίσουμε. Έτσι, μυθοποιώντας τα απαραίτητα στοιχεία ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί αυτόν τον τύπο του εξομολογούμενου αφηγητή που αποφασίζει να καταγράψει το μετασχηματισμό του από «βοσκού εις τα όρη» σε δικηγόρο με «δίπλωμα προλύτου» […], που αντιστοιχεί με το πέρασμα του από το βουνό στην Αθήνα, από την εφηβεία στην ωριμότητα και από την παραδεισιακή ελευθερία στην όλο μέριμνες δουλειά αυτού του κόσμου (μ’ έμφαση στο κοινωνικό στοιχείο).
Ο πρόλογος στον τύπο της εσωτερικής ομοδιηγητικής πρόληψης μας παρέχει το μετασχηματισμό «ιστορικά», δηλαδή ως πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη. Η μεταβολή είναι το αποτέλεσμα του οποίου αγνοούμε το αίτιο. Πληροφορούμαστε ακόμη την κυκλική ιστορία του μοναχού Σισώη: μια πορεία από τη σωτηρία στην απώλεια και πάλι στη σωτηρία. Η κύρια αφήγηση, που ακολουθεί, περιέχει μ’ έναν πρωθύστερο τρόπο και την αιτία της ευτυχίας και το αίτιο της μεταβολής στο χειρότερο.
Η ιστορία που μας μεταδίδεται έχει μια εξαιρετικά απλή υπόθεση που θα μπορούσε να σκιαγραφηθεί ως εξής: Ο νεαρός βοσκός είναι ευτυχισμένος (κατάσταση ισορροπίας). Η εμφάνιση της Μοσχούλας και της ομώνυμης κατσίκας προοιωνίζει μια κατάσταση ανατροπής. Για να κατοχυρωθεί η ισορροπία πρέπει ο βοσκός να διαλέξει μια από τις δύο. Η επιλογή γίνεται αρχικά προς την πλευρά της κατσίκας (η επιστροφή στην αρχική κατάσταση), αλλά τελικά ευνοεί την κοπέλα, πράγμα που οδηγεί σε μια κατάσταση μεταμφιεσμένης ισορροπίας, ουσιαστικά όμως ανισορροπίας. Περαιτέρω το δίλημμα –παραμονή σε μοναστήρι ή απόκτηση γνώσης- λύνεται υπέρ του δεύτερου σκέλους, πράγμα που οδηγεί στην τελεσίδικη δυστυχία του ήρωα – αφηγητή.
Η νοσταλγία για την αρχική κατάσταση περιπλέκει τα πράγματα σ’ ένα φαύλο κύκλο, πβ. αρχή και τέλος του διηγήματος […]. Το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί, εάν ο αφηγητής ακολουθούσε την πορεία του Σισώη, του οποίου η ιστορία έχει θεματική σχέση με την κυρίως αφήγηση. Η μόνη δυνατότητα –που πάντως δεν επιχειρείται- είναι η αντικατάσταση του χαμένου παραδείσου μ’ έναν εσωτερικό παράδεισο.
Η απλή υπόθεση που αναφέραμε περιπλέκεται από την ευφυή ομωνυμία στην οποία δύο διαφορετικά νοήματα (της κόρης και της κατσίκας) αντιστοιχούν σε ενιαία φωνητική πραγματικότητα. Επειδή όμως η ομωνυμία πηγάζει από τον ίδιο τον ήρωα και βασίζεται στην κατά γνώμη του εξωτερική ομοιότητα των δύο αντικειμένων αναφοράς, με τη σειρά της κατοχυρώνει τη μερική συνωνυμία. Αυτό σημαίνει πως τα δύο παραδείγματα (Μοσχούλα – κόρη και Μοσχούλα – κατσίκα) συμφύονται με τέτοιον τρόπο στη συνείδηση του βοσκού, ώστε το ένα μπορεί να υποκαθιστά το άλλο. Η υποκατάσταση όμως είναι σχεδόν αδύνατη, επειδή οι διαφορές είναι περισσότερες από τις ομοιότητες. Αυτό που ξεκίνησε ως ανώδυνη υποκατάσταση προχωρεί εκ των πραγμάτων σε αντικατάσταση που γίνεται ολοένα και περισσότερο το αποτέλεσμα μιας επίμονης επιλογής.
Το κείμενο υποβάλλει, όπως ήδη θίξαμε, τέσσερις τέτοιες περιπτώσεις επιλογής: Η κατσίκα επιλέγεται αντί για την κοπέλα χωρίς προβληματισμό […], η κοπέλα επιλέγεται αντί για την κατσίκα, όταν πολύ ειρωνικά η τεχνική του διλήμματος ευνοεί την τελευταία […]. Η κατσίκα επιλέγεται σε σχέση με την κοπέλα, πράγμα που αντιστρέφεται, πριν καν πραγματοποιηθεί, οριστικά και τελεσίδικα υπέρ της κοπέλας που σώζεται […]. Επομένως η σωτηρία της μιας συνεπάγεται την θυσία της άλλης. Η αγάπη και η φιλοστοργία για τη μια δε συμβιβάζεται με την αγάπη προς την άλλη. Ό,τι με την ομωνυμία σήμαινε πιθανόν προσπάθεια ασύνειδης ταύτισης σ’ έναν ενιαίο κόσμο αποδεικνύεται ανεπίτευκτο. Ο κόσμος φανερώνει τη θραυσματικότητά του.
Την ιστορία την αφηγείται, ο ώριμος δικηγόρος. (Άλλωστε η επικοινωνία του ήρωα – βοσκού με τον κόσμο είναι σχεδόν αλεκτική). Ο αφηγητής χωρίζεται από τον εαυτό του ως ήρωα με μια σεβαστή χρονική διαφορά. Αυτό εκτός από ωρίμανση σημαίνει και γνώση, που επιτρέπει στον αφηγητή ν’ ανασυλλάβει με το λόγο τα στοιχεία που μορφοποιούσαν το παρελθόν του. Σε τέτοιες περιπτώσεις, βέβαια, ο αφηγητής κρίνει τις σκέψεις και τις πράξεις του εαυτού του ως ήρωα. Επειδή όμως ο αναγνώστης είναι υποκείμενο που κρίνει το αντικείμενο, ο αναγνώστης είναι σε θέση να εκτιμήσει την ύπαρξη ή μη, την ορθότητα ή μη της κρίσης του αφηγητή και συνακόλουθα να φτάσει σε συμπεράσματα για τον αφηγητή ως αφηγητή.
Προκαταρκτικά μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται το αίτιο της ευτυχίας και το αίτιο της μεταστροφής δεν είναι ο ίδιος. Και επειδή και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει κοινότητα φωνής, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το Εγώ – αφηγητής χρησιμοποιεί κάποιο δοκίμιο ή υφολογικό σχήμα για να επενδύσει διαφορετική κάθε φορά προοπτική. Επιπρόσθετα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η έννοια «κρίνω» για τον αφηγητή δε σημαίνει αναγκαστικά μεγαλύτερη πληροφόρηση. Σημαίνει συνήθως διαφορετική εκτίμηση του μηνύματος.
Τρία στοιχεία κυριαρχούν στην αφήγηση της ευτυχισμένης ζωής, της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, του ήρωα: α) η χρήση της θαμιστικής αφήγησης [συνόψιση επαναλαμβανόμενων καταστάσεων], β) οι παρομοιώσεις που δηλώνουν την σχέση του ανθρώπου με τα φυσικά φαινόμενα και γ) η επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας προκειμένου να περιγραφεί η σχέση του ήρωα με τα πράγματα του κόσμου. Και τα τρία μπορούν να αποδοθούν στην εστίαση του ήρωα. Αυτός είναι ο τρόπος που αισθάνεται τη φύση, τον χρόνο και τον εαυτό του. Το γεγονός ότι η προοπτική του Εγώ – ήρωα υιοθετείται από την αφηγηματική φωνή σημαίνει ότι τα παραπάνω στοιχεία διευρύνονται μέσω της συνειδητοποίησης του Εγώ – αφηγητή που συνέβη στο μεταξύ. Αυτό σημαίνει ότι τα τρία στοιχεία δε δηλώνουν απλώς τη σχέση του πρωτόγονου («φυσικού» […]) ανθρώπου με τη φύση, αλλά παρουσιάζονται ως συστατικά της ευτυχίας («Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής» […]) και νοηματοδοτούνται, επειδή διαφέρουν από την κατάσταση του ώριμου ήρωα κατά τη διάρκεια της αφήγησης.
Πιο συγκεκριμένα: η «φυσική ζωή» είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς πράξεων ή καλύτερα καταστάσεων που γίνονται σ’ έναν καθορισμένο τόπο και σ’ έναν απροσδιόριστο χρόνο. Ο τόπος αυτός, μια ποικιλία απ’ όλα τα στοιχεία της φύσης (λόγγοι, φάραγγες, κοιλάδες, αιγιαλοί, βουνά), βρίσκεται μακριά από την πόλη κι έχει απεριόριστες δυνατότητες για να τραφεί ο ήρωας, που πάντως περιορίζεται στα αναγκαία. Ο τόπος αυτός έχει όνομα: Ξάρμενο […]. Έτσι, ως προς την ονοματολογία και τα κατηγορήματα βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα «Αρκαδικό» τοπίο, το οποίο εξαιτίας του περιορισμού και του προσδιορισμού από το όνομα αποτελεί την εξιδανίκευση του πραγματικού χώρου.
Αντίστοιχα ο χρόνος υποδηλώνεται μέσω της απουσίας κάθε συγκεκριμένου στοιχείου χρονολόγησης. Ορίζεται μόνον από την επανάληψη ορισμένων γεωργικών εργασιών (στις οποίες δε συμμετέχει ο ήρωας) με συγκεκριμένο καθορισμό (σπορά, θερισμός) και ειδίκευση (μια φορά το χρόνο). Ο χρόνος, με άλλα λόγια, υπολογίζεται σε σχέση με την επαναδρομή συγκεκριμένων εθιμικών εργασιών στο χώρο και επομένως συναρτάται στο χώρο.
Μέσα σ’ αυτόν το χωρόχρονο ο ήρωας βιώνει τη σχέση του με τη φύση, πράγμα που γίνεται αφηγηματικά αντιληπτό μέσω της παρομοίωσης. Η παρομοίωση που δηλώνει μια σχέση ομοιότητας μεταξύ πραγμάτων κατά τ’ άλλα ανόμοιων, δεν προχωρεί στην ταύτιση του ανθρώπου με τα πράγματα, όσο σε μια αντιστρέψιμη σχέση, όπου ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο έχοντας ως κέντρο τον εαυτό του και τον εαυτό του έχοντας ως κέντρο τον κόσμο.
Γι’ αυτό και η επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας («το καματερόν… ήτο ιδικόν μου… η ακτή μου…. Όλα εκείνα ήσαν δικά μου…») δε δηλώνει κτήση (ο αφηγητής είναι δικηγόρος!), αλλά επιτείνει τη συνάφεια και την ενότητα του ανθρώπου με τον κόσμο, όχι μέσω νομικών διαδικασιών, αλλά μέσω του συναισθήματος.
Η συναισθηματική σχέση μεταξύ νέου ανθρώπου και φύσης σ’ έναν ενιαίο κόσμο που αγνοεί τη χρονική φθορά, συνδηλώνει την αλλοτινή χωρίς όρια ελευθερία, την κυριαρχικότητα και την ανένδεια ακόμη για την ανθρώπινη γνώση. Η παιδική ηλικία παρουσιάζεται ως σύμβολο της ευτυχίας και η συνάφεια ανθρώπου – φύσης ως σύμβολο της προπτωτικής κατάστασης του ανθρώπου. Κοντολογίς βρισκόμαστε σ’ ένα παραδεισιακό περιβάλλον που γίνεται ρεαλιστικό, επειδή αντιπαρατίθεται πρώτα με το νόμο κι ύστερα με την ιδιοκτησία.
Ο παρείσακτος νόμος της πόλης αποτιμάται ειρωνικά από το δικηγόρο – αφηγητή ως πρόφαση προκειμένου να επιβληθεί η προσωπική βούληση και το δίκαιο του ισχυρότερου. Εξάλλου η περίπτωση του Κυρ Μόσχου […] εύκολα συμβολοποιεί τη διαφορά ανάμεσα στην προπτωτική κυριαρχία και τη μεταπτωτική ιδιοκτησία. Η πρώτη προϋποθέτει ελευθερία, αυτάρκεια και ποιμενική ησυχία. Η δεύτερη υποσημαίνει περιουσία, περίφραξη, «χωριστόν… βασίλειον» […]
Η αφηγηματική έκθεση της παιδικής ηλικίας, όπως την περιγράψαμε, αξιολογεί την εφηβική προοπτική στο πλαίσιο της παροντικής στέρησης. Ένας ενδεχόμενος περιορισμός στην προοπτική του ήρωα και μόνο, θα αφαιρούσε από το ειδύλλιο τη σκιά του παρόντος και θα το μετέδιδε μονοδιάστατα.
Η παρουσίαση της μεταστροφής είναι, όπως είπαμε παραπάνω, διαφορετική. Ο αφηγητής ξέρει όλες τις λεπτομέρειες της ιστορίας που περιγράφει. Δεν την παρουσιάζει όμως από την προοπτική του μέλλοντος. Αυτή η προοπτική μόνο θ’ αφαιρούσε όλη την αγωνία της επιλογής που καταλήγει στην υποκατάσταση και υποδηλώνει την εισαγωγή στην ωριμότητα. Μιας και ξέρουμε το αποτέλεσμα εκ των προτέρων, η αφήγηση δεν εξυπηρετεί την αγωνία, όσο κατοχυρώνει τις συνθήκες που θα ωθήσουν αφενός στην αντικατάσταση και αφετέρου στην ίδια τη βασανιστική στιγμή της επιλογής.
Τα δύο αυτά στοιχεία επιτυγχάνονται με δύο εναλλαγές της εστίασης μέσω του αφηγητή, δηλαδή με παράληψη και παράλειψη. Τον όρο παράληψη τον χρησιμοποιούμε εδώ κάπως καταχρηστικά, για να χαρακτηρίσουμε την περιγραφή της Μοσχούλας […]. Η περιγραφή αυτή, που αποτελεί μερική απόκλιση από τους κώδικες ομορφιάς της κόρης, αποκτά πλήρες νόημα από τη σημασιολογική της αναλογία με το απόσπασμα στο οποίο παραπέμπει άμεσα και έμμεσα. […] Η άμεση παράθεση ενός αποσπάσματος από το ίδιο βιβλίο [Άσμα Ασμάτων], που ακολουθεί, αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο παλαιοδιαθηκικό ποίημα και παίζει σπουδαίο ρόλο στην αρχή της εκτεταμένης περιγραφής της Νύφης από το Νυμφίο. Η περιγραφή αυτή δεν αναφέρεται στο «Όνειρο στο Κύμα», αλλά υποδηλώνεται με αποσιωπητικά. Έτσι η σημασία της περιγραφής της κοπέλας δεν αποκομίζεται από την αναφορά στον εξωτερικό κόσμο, αλλά υπονοείται από ένα άλλο κείμενο. Η περιγραφή της Μοσχούλας μπορεί αρχικά να διαβαστεί ως παραπομπή σ’ ένα στερεότυπο ομορφιάς, πράγμα που φαίνεται να είναι και η πρόθεση του περιγράφοντος. Εάν λάβουμε όμως υπόψη μας τις συνδηλώσεις του Άσματος, «ποίημα ερωτικό, ποιμενικό», τότε είναι πολύ πιθανόν να τις προσθέσουμε στην περιγραφή της Μοσχούλας και να την ερμηνεύσουμε κατά διαφορετικό τρόπο.
Η περιγραφή αυτή, μαζί με την περιγραφή της θάλασσας που ακολουθεί, ανήκει στην προοπτική του Εγώ – αφηγητή. Από τις περιγραφές, ο αφηγητής μπορεί να θεωρηθεί θύμα της αφέλειάς του, εξαιτίας της οποίας του ξεφεύγουν πληροφορίες. Μπορεί όμως και να θεωρηθεί ως πληροφοριοδότης που με βάση την αφηγηματική απόσταση παρουσιάζει συγκαλυμμένα αυτό που ξέρει και αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματά του, ταυτόχρονα όμως η αφήγηση κατοχυρώνει την αθωότητα που θα δοκιμαστεί από την αντιμετώπιση των διλημμάτων. […].
Είναι κοινός τόπος ότι οι αναδρομικές αφηγήσεις που παρουσιάζονται από την προοπτική του Εγώ – αφηγητή –ιδιαίτερα όταν υπάρχει μεγάλη αφηγηματική απόσταση- αφαιρούν από την εμπειρία του παρελθόντος αυτή τη σταθερή ένταση, το βάρος του αγνώστου, που αντιστοιχεί στο τόξο του βιωμένου χρόνου, επειδή ο αφηγούμενος ξέρει το τέλος της ιστορίας. Μια τέτοια παρουσίαση θα κατέστρεφε την ουσία του διλήμματος. Στο «Όνειρο στο Κύμα» το δίλημμα διατηρείται, επειδή ο αφηγητής υιοθετεί, εκτός από την απλή αφήγηση της εξέλιξης και της έκβασης των γεγονότων, και την αρχική πρόθεση του εαυτού του ως ήρωα που μένει τελικά ανεκτέλεστη. Ο αναγνώστης δεν πληροφορείται μόνο τι έγινε, αλλά κι αυτό που επρόκειτο να γίνει και δεν έγινε. Η σύγκρουση ανάμεσα στην πρόθεση και στην έκβαση υπογραμμίζει την τραγωδία και η παράθεση του (ανενεργού) μέλλοντος του παρελθόντος από την προοπτική του μέλλοντος συνιστά δραματική ειρωνεία.
Η άλλη τεχνική για τη διατήρηση της έντασης είναι η μετάδοση όλων των συλλογισμών του Εγώ – ήρωα χωρίς καμιά, έστω και στοιχειώδη, διευθέτησή τους. Απ’ αυτήν την τακτική της αφηγηματικής φωνής, να υιοθετεί κάθε προοπτική του ήρωα, προέρχονται οι διάφορες αντιφάσεις. Έτσι, στην απόφαση του ήρωα να παραμείνει κρυμμένος φαινομενικά προς χάρη της κατσίκας, στην ουσία προς χάρη της Μοσχούλας, αντιτίθεται η διδασκαλία του μοναχού για την αποφυγή του γυναικείου πειρασμού […]. Η αθωότητα της συνείδησης αντιφάσκει με την περιέργεια […]. Το ονειρώδες σώμα της Μοσχούλας (που καθεαυτό περιγράφεται μάλλον στερεότυπα) αντιπαρατίθεται στην ένταση της όρασης (έβλεπα… διέβλεπα… εμάντευα […]). Τέλος, η μεταρσίωση από τα επίγεια εξαιτίας του γυμνού κοριτσίστικου σώματος συνυπάρχει με τους πονηρούς λογισμούς […] και η αναγωγή του κοριτσιού σε ίνδαλμα με την αποφυγή του πειρασμού […].
Αν θέλαμε να «εξηγήσουμε» το διήγημα σ’ ένα θεματικό επίπεδο, θα μπορούσαμε να πούμε πως εξεικονίζει την ουσία του πειρασμού: ο πειρασμός δεν είναι επιλογή ανάμεσα σε πράγματα θετικά ή αρνητικά, αλλά η επιλογή αποδοχής ή απόρριψης πραγμάτων που είναι ταυτόχρονα και γοητευτικά και αποκρουστικά. Αν θέλαμε να «εξηγήσουμε» το διήγημα στο επίπεδο του αφηγείσθαι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημαίνει μια προσπάθεια της γλώσσας να διατηρήσει την αμφισημία μέσω της πολλαπλότητας των στοιχείων που δεν μπορούν να μπουν σε αντιθετικά ζεύγη και να μεταδώσουν κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Μ’ αυτόν τον τρόπο η ακριβής αιτία της μεταστροφής, δηλαδή το πέρασμα από το «φυσικό» στο δυστυχισμένο άνθρωπο παραμένει απροσδιόριστο και φευγαλέο. (Ο τίτλος του διηγήματος είναι ενδεικτικός: «Όνειρο στο Κύμα»).
Και τα δύο διλήμματα λύνονται τελικά απέξω (το βέλασμα της Μοσχούλας / η εμφάνιση της βάρκας). Μπορούμε να πούμε πως ο ήρωας δεν αποφασίζει, αλλ’ αποφασίζεται. Η μετάδοση της διάσωσης της κόρης περιέχει συγκινησιακά στοιχεία, που θα μπορούσαν να είναι αυτά του ήρωα κατά το χρόνο της εμπειρίας. Περαιτέρω αξιολογεί την εμπειρία από την προοπτική του αφηγητή με το να τη συγκρίνει με τις εμπειρίες και τη γνώση που αποκτήθηκε στο μεταξύ.
Η αφηγηματική παρουσίαση της αγωνίας του ήρωα, που προέρχεται από την αυθόρμητη συμπαράθεση αντιδράσεων που είναι ασύμβατες η μια με την άλλη, μπορεί να θεωρηθεί όχι μόνο ως παρουσίαση της αμηχανίας του ήρωα, αλλά και ως προσπάθεια απόδειξης ότι δε ζούμε σ’ ένα λογικό και ηθικό κόσμο. Ακόμη και σ’ αυτό που με τις τεχνικές της επανάληψης, της παρομοίωσης και της θαμιστικής αφήγησης περιγράφτηκε ως επίγειος παράδεισος, οι ηθικές επιλογές μεταξύ εξίσου αγαπητών πραγμάτων είναι τόσο περίπλοκες, ώστε κάθε επιλογή εξαφανίζει κάτι, κάτι που δε θα θέλαμε να χάσουμε.
Η δυστυχία βρίσκεται στη μεταπτωτική αβεβαιότητα, όπου δεν είναι απαραίτητο δύο πράγματα που έχουν την ίδια μορφή (σημαίνουν) να έχουν και το ίδιο περιεχόμενο (σημαινόμενο). Από την άλλη μεριά όμως, αυτό στο οποίο αποτυγχάνει η μετωνυμία της αθωότητας (ονομασία μέσω της τοπικής συνάφειας), το κατορθώνει η γνώση και το εκφράζει η γλώσσα. Τα «γράμματα» […] μπορούν να συνδέουν φαινομενικά άσχετα σημαινόμενα και να ανακαλύπτουν αντωνυμίες (ομοιότητες), ακόμη και μεταξύ τυχαίων ομωνύμων (σχοινίον, σχοίνισμα, σχοινιάζομαι) […].
Η ταυτότητα των σημαινόντων (ομωνυμία) που καταλήγει στην αμφισημία (Μοσχούλα – κατσίκα, Μοσχούλα – κοπέλα) οδηγεί σε σύγκρουση και χαρακτηρίζει την παιδική ηλικία. Η ανακάλυψη ενός περιβάλλοντος αναφοράς στο οποίο η κατάσταση του θύτη (ήρωας – αφηγητής) και του θύματος (κατσίκα) αποκτούν την ίδια σημασία (συνωνυμία) χαρακτηρίζουν την ωριμότητα.
Το «Όνειρο στο Κύμα» είναι το πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη.

Γ Φαρίνου – Μαλαματάρη, Αφηγηματικές Τεχνικές στον Παπαδιαμάντη, 1887-1910, Αθ.: Κέδρος, 1987, σελίδες 265-274.

Δείτε επίσης:
Ερωτήσεις ΚΕΕ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης "Όνειρο στο Κύμα"

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Leonardo da Vinci

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Όνειρο Στο Κύμα»

Ειδικοί Στόχοι
Με τη διδασκαλία της ενότητας αυτής επιδιώκεται:
• Η ουσιαστικότερη γνωριμία με τον κόσμο του Παπαδιαμάντη (να ληφθεί υπ’ όψη ότι το 2001 εορτάζονται τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Παπαδιαμάντη).
• Ο σχολιασμός με πιο πολλές (απ’ ό,τι σε προηγούμενες τάξεις) απαιτήσεις ζητημάτων της αφήγησης και γενικότερα της λογοτεχνικής γραφής που έχουν σχέση με το διηγηματικό είδος και την τεχνική του.
• Η γνωριμία με τον κύκλο των λεγόμενων «αυτοβιογραφικών» διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, και ειδικότερα των «ερωτικών», που συνδέονται με μνήμες της εφηβικής ηλικίας.
• Η παρακολούθηση της ανέλιξης του μύθου στο διήγημα αυτό που είναι από τα αρτιότερα και πλέον γοητευτικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη.

Επισημάνσεις
• Ο Παπαδιαμάντης πρέπει να ενταχθεί στο περιβάλλον της ηθογραφίας (θεματολογικά και γραμματολογικά) με τονισμό των πολλών ιδιαιτεροτήτων του (ψυχογράφηση των ηρώων, θρησκευτικής αφετηρίας ποιητική, γλωσσική ιδιοτυπία κλπ.).
• Το είδος που κυρίως καλλιέργησε ο Παπαδιαμάντης (διήγημα: γενικά γνωρίσματα και ειδικότερη μορφή του) καλό είναι να σχολιαστεί με βάση και τις προηγούμενες αναγνωστικές εμπειρίες των μαθητών.
• Παρά το πλήθος των ερμηνειών, και στο συγκεκριμένο διήγημα η προσέγγιση κρίνεται σκόπιμο να αφορμάται σταθερά από αφηγηματολογικές παρατηρήσεις. Η παρακολούθηση των φωνών και των οπτικών γωνιών θα διευκολύνει αποφασιστικά την εργασία μέσα στην τάξη.
• Αναγκαία είναι η αναφορά στον τόπο, στο χρόνο, και στα αφηγηματικά επίπεδα, στις ηλικίες, στα ταξικά και εμφανισιακά χαρακτηριστικά των ηρώων, στις ονοματολογικές συμπτώσεις, στις αμφισημίες και στις εναλλαγές στο συναισθηματικό κόσμο του πρωταγωνιστή.
• Κατά τη διδασκαλία πρέπει να διερευνηθεί η σχέση συγγραφέα - αφηγητή.
• Το κείμενο προσφέρεται σε ποικίλες αναγνώσεις (αισθητικές, ψυχοβιογραφικές, αλληγορικές, ηθικοθρησκευτικές, κοινωνιολογικές κλπ.).
• Αξιοσημείωτες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν από τη διερεύνηση της σκοπιάς του εφήβου μέσα στην αφήγηση του ασκούμενου δικηγόρου και από την εξέταση των διλημματικών καταστάσεων που συναρτώνται με τις θρησκευτικές αρχές του ήρωα. Δεν είναι άσκοπο να αναρωτηθεί η τάξη κατά πόσο οι ιδέες του αφηγητή ανταποκρίνονται και σε θεμελιώδεις απόψεις του πραγματικού συγγραφέα.
• Σημαντική βοήθεια θα μας δώσουν και τα τεχνάσματα: ο συγγραφικός δόλος (πλαστοπροσωπία), ο εγκιβωτισμός της ιστορίας του παπά Σισώη, οι συνειρμοί από τη λέξη «σχοινί», η χρήση των κτητικών, ο τρόπος αποτύπωσης του θέματος στον τίτλο, η αξιοποίηση εικονιστικών στοιχείων με περιεχόμενο συμβολοποιημένο από τη χρήση, όπως η θάλασσα, ο οχυρός κήπος, το αγοροκόριτσο... κ. ά.
• Θα πρέπει επίσης να αξιολογηθεί και η ίδια η ατμόσφαιρα του διηγήματος και η ποιητική λειτουργία του.
• Χρήσιμες είναι οι αναφορές σε παράλληλα κείμενα (Ο Κρητικός του Σολωμού, Η Παναγιά η Γοργόνα του Μυριβήλη) ή σε άλλα διηγήματα του συγγραφέα (όπως π.χ. το «Θέρος-Έρως»).

Δείτε επίσης:
Ερωτήσεις ΚΕΕ "Όνειρο στο Κύμα" 1η Ενότητα
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...