Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερωτήσεις Σχολικού: Το αμάρτημα της μητρός μου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερωτήσεις Σχολικού: Το αμάρτημα της μητρός μου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γεώργιος Βιζυηνός "Το αμάρτημα της μητρός μου" (Ερωτήσεις Σχολικού)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Alexandra Hager

Γεώργιος Βιζυηνός "Το αμάρτημα της μητρός μου" (Ερωτήσεις Σχολικού)


Αλλ’ ημείς εγνωρίζαμεν, ότι η ενδόμυχος της μητρός ημών στοργή διετέλει αδέκαστος και ίση προς όλα της τα τέκνα...:
Η βεβαιότητα του αφηγητή για τα αισθήματα της μητέρας διατηρείται σ’ όλο το αφήγημα; Ανατρέπεται; Αποκαθίσταται; Πώς; Να αιτιολογήσετε την άποψή σας.

Η βεβαιότητα του αφηγητή για την αγάπη της μητέρας θα διαρκέσει ελάχιστα και θα αρχίσει να κλονίζεται καθώς η υγεία της Αννιώς θα επιδεινώνεται και η μητέρα θα παραμελεί όλο και περισσότερο τα υπόλοιπα παιδιά της. Άλλωστε, όπως θα αποκαλυφθεί αργότερα -μέσα από την αφήγηση της μητέρας- ο μικρός αφηγητής ζήλευε υπερβολικά τις ιδιαίτερες φροντίδες που επιφύλασσε η μητέρα για τη μοναχοκόρη της. Το αποφασιστικό, πάντως, πλήγμα για τον αφηγητή θα επέλθει όταν θα ακούσει τη μητέρα του να προσεύχεται και να ζητά από το Θεό να της χαρίσει το κορίτσι, παίρνοντας στη θέση του το αγόρι. Επομένως, οι αμφιβολίες του αφηγητή που ξεκινούν από την ολοένα και αυξανόμενη προσήλωση της μητέρας στην Αννιώ, θα επιβεβαιωθούν με το άκουσμα της προσευχής.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του αφηγητή στη μητέρα του θα γίνει σταδιακά και θα ξεκινήσει όταν, μετά το θάνατο της Αννιώς, η μητέρα θα αναλάβει αποφασιστική δράση για να φροντίσει τα αγόρια της. Σημαντικής σημασίας, μάλιστα, θα είναι το επεισόδιο της διάσωσης του αφηγητή από την μητέρα του, όταν θα παρασυρθεί από το χείμαρρο. Ενώ, η πλήρης αποκατάσταση θα προκύψει αρκετά χρόνια μετά, όταν η μητέρα θα αποκαλύψει στον ενήλικα πια αφηγητή το αμάρτημά της, δίνοντάς του έτσι τις εξηγήσεις που χρόνια αναζητούσε για τη συμπεριφορά της.

Και είχαμε πια την Αννιώ σαν τα μάτια μας. Και εζούλευες εσύ, και έγινες του θανατά από τη ζούλια σου. Ο πατέρας σου σε έλεγε «το αδικημένο του», γιατί σ’ απόκοψα πολύ νωρίς, και μ’ εμάλωνε καμμιά φορά, γιατί σε παραμελούσα:
Η οπτική γωνία της μητέρας συμπίπτει με την οπτική γωνία του αφηγητή σε ό,τι αφορά τα συναισθήματά του προς την αδελφή του κατά την παιδική του ηλικία; Να τεκμηριώσετε την άποψή σας.

Παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις του αφηγητή-παιδιού πως η ιδιαίτερη προσοχή που δινόταν στην Αννιώ δεν προκαλούσε ζήλια σ’ αυτόν και στα αδέρφια του, η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Η μητέρα αποκαλύπτει, εκείνο που ο αφηγητής αποκρύπτει η μεγάλη φροντίδα που είχαν για την Αννιώ του προκαλούσε ανυπόφορα αισθήματα ζήλιας. Ο λόγος αυτής της απόκρυψης παρουσιάζεται εξαιρετικά από τον Παν. Μουλλά: «Συνειδητή ή υποσυνείδητη, η «απόκρυψη» επιβάλλει πριν απ’ όλα τον εξωραϊσμό και την απόλυτη αρμονία των οικογενειακών σχέσεων: η μητέρα είναι πρότυπο αφοσίωσης, η άρρωστη Αννιώ δείχνει αγγελική καλοσύνη και ταπείνωση προς όλους, τα παραμελημένα αγόρια δέχονται με μαζοχιστική κατανόηση τη μητρική εύνοια προς την αδερφή τους: «Και όχι μόνον ανειχόμεθα τας προς αυτήν περιποιήσεις αγογγύστως, αλλά και συνετελούμεν προς αύξησιν αυτών, όσον ηδυνάμεθα.» Ότι ο αφηγητής αποκρύβει ή εξωραΐζει ένα μέρος από τα πραγματικά του αισθήματα, φαίνεται από τη στάση του απέναντι στα θηλυκά μέλη της οικογένειάς του: αντί να γίνει κατηγορητήριο (όπως παρουσιάζεται σε ορισμένες στιγμές, ξεφεύγοντας την αυτολογοκρισία), το παράπονό του μεταβάλλεται σε διαρκή υπεράσπιση και εξιδανίκευση, δηλαδή σ’ ένα είδος μετάνοιας που έρχεται όψιμα να καλύψει την αγανάκτηση και την ενοχή του στερημένου παιδιού. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο ίδιος μόνο αισθήματα αγάπης εκφράζει για την αδερφή του, η αφήγηση της μητέρας του τον διαψεύδει: «Και είχαμε πια την Αννιώ σαν τα μάτια μας. Και εζούλευες εσύ, και έγεινες του θανατά από τη ζούλια σου

Ποιες είναι οι γλωσσικές επιλογές του αφηγητή α) ως ενήλικα και πεπαιδευμένου β) ως παιδιού ή εφήβου. Αναζητήστε αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα για να αναδείξετε την «ιδιότυπη αυτή διγλωσσία». Διαπιστώνετε άλλα κριτήρια με βάση τα οποία διαμορφώνονται οι γλωσσικές ποικιλίες του αφηγηματικού λόγου στο κείμενο;

Η γλώσσα της αφήγησης σε όλο το διήγημα είναι η καθαρεύουσα είτε αφηγείται το παιδί είτε ο ενήλικας, ενώ η γλώσσα των διαλόγων είναι η δημοτική, με βάση πάντα το επίπεδο του ατόμου που μιλά.
Ο Βιζυηνός χρησιμοποιεί στη διήγησή του την καθαρεύουσα, εφόσον αυτή ήταν η καθιερωμένη γλωσσική μορφή της πεζογραφίας, φροντίζει όμως η καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί να μην αρχαΐζει ιδιαίτερα, ώστε η ανάγνωση να ρέει ομαλά.
Όταν η αφήγηση γίνεται από το παιδί, τα άτομα του περιβάλλοντός του είναι άτομα του χωριού με ελάχιστη μόρφωση, οπότε συναντάμε εκφράσεις, όπως η ακόλουθη: «Είμαι γέρος μωρή, είμαι γέρος, και αν δεν το τσούξω κομμάτι, δεν βλέπουν καλά τα μάτια μου». Ενώ, όταν η αφήγηση γίνεται από τον ενήλικα, που έχει πολυετείς σπουδές, αλλά και εμφανή επιρροή από την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη, διαπιστώνουμε ότι η γλώσσα των διαλόγων διατηρείται σε υψηλότερο επίπεδο, με την παρουσία μάλιστα στοιχείων της πολίτικης διαλέκτου: «Εγώ θα σε φέρω μίαν άλλην αδελφήν από την Πόλι. Ένα εύμορφο κορίτσι, ένα έξυπνο, που να στολίση μίαν ημέρα το σπίτι μας».
Πάντως, στα κυρίως αφηγηματικά τμήματα του διηγήματος, η γλωσσική μορφή παραμένει η ίδια είτε η αφήγηση δίνεται από το παιδί: «Οι οδόντες μου συνεκρούοντο υπό του τρόμου, και εγώ έτρεχον, και ακόμη έτρεχον. Και χωρίς να το εννοήσω, ευρέθην έξαφνα μακράν, πολύ μακράν της εκκλησίας», είτε από τον ενήλικα: «Οι λόγοι ούτοι, και ο τρόπος με τον οποίον τους επρόφερεν, ενέβαλον την καρδίαν μου εις μεγάλην ταραχήν». Οι μόνες διαφοροποιήσεις γίνονται στα διαλογικά μέρη, όπου ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη γλωσσική μορφή που αρμόζει στο μορφωτικό επίπεδο του ομιλητή.
Όταν, για παράδειγμα, μιλά το παιδί, που δεν έχει ακόμη ουσιαστική παιδεία, ακούμε μια απλή δημοτική: «Έλα πατέρα –να με πάρης εμένα- για να γιάννη το Αννιώ», ενώ όταν μιλά ο πεπαιδευμένος ενήλικας, η δημοτική του είναι πιο προσεγμένη κι εμπλουτισμένη με τύπους της καθαρεύουσας (ήλθεν, τόπον): «Καλός άνθρωπος αυτός ο Πατριάρχης. Ορίστε; Τώρα πια πιστεύω, ότι ήλθεν η καρδιά σου στον τόπον της».

«... Ιδιαίτερα πρέπει να εξαρθεί η δραματική πυκνότητα και οι επεμβάσεις της μοίρας, που φέρνουν τους χαρακτήρες αντιμέτωπους, καθώς από ένα, το αρχικό μοιραίο γεγονός, προκύπτουν στη συνέχεια άλλες δραματικές συνέπειες, με αντίχτυπο πάνω σε όλους...» (Κ. Στεργιόπουλος»
Ποιο είναι το αρχικό γεγονός στο Αμάρτημα της μητρός μου και πως δραματοποιούνται οι συνέπειές του;

Το αρχικό γεγονός είναι το πλάκωμα του μωρού από τη μητέρα, ένα γεγονός που θα τη γεμίσει τύψεις και θα την ωθήσει σε μια σειρά αποφάσεων και προσπαθειών προκειμένου να κατευνάσει την τυραννική αίσθηση πως πρέπει να τιμωρηθεί σκληρότατα για το λάθος της.
Οι συνέπειες του αρχικού αυτού αμαρτήματος θα μας δοθούν σε μεγάλο βαθμό μέσα από την παρουσίαση των συναισθημάτων του Γιωργή, ο οποίος θα βιώσει πολύ έντονα την αίσθηση της απόρριψης, καθώς θα βλέπει τη μητέρα του να αφοσιώνεται ολοένα και περισσότερο στην άρρωστη Αννιώ. Η βασικότερη συνέπεια του αμαρτήματος σε ό,τι αφορά τα παιδιά είναι η στέρηση της μητρικής αγάπης, υπό την έννοια πως η μητέρα μοιάζει να είναι πλήρως δοσμένη στην προσπάθειά της να σώσει το μοναδικό της κορίτσι. Αργότερα, η αίσθηση που είχαν αποκομίσει τα αγόρια της οικογένειας πως η μητέρα ενδιαφέρεται μόνο για το κορίτσι, θα ενισχυθεί από τις διαδοχικές υιοθεσίες κοριτσιών και θα δημιουργήσει μια έντονη διάσταση ανάμεσα στη μητέρα και τους γιους της.
Σε ό,τι αφορά τη μητέρα οι συνέπειες του αμαρτήματός της είναι τραγικές και διατρέχουν όλο το διήγημα, το οποίο άλλωστε επικεντρώνεται στις μάταιες προσπάθειές της να φτάσει στην εξιλέωση. Οι προσπάθειες για τη διάσωσή της Αννιώς, η παραμέληση των αγοριών, οι υιοθεσίες των κοριτσιών και παράλληλα ο διαρκής και ασίγαστος πόνος είναι μερικές από τις εκφάνσεις των ενοχών της.

Όσο περισσότερο τυραννηθώ και χολοσκάσω, τόσο λιγώτερο θα με παιδέψει ο Θεός για το παιδί που πλάκωσα...
Η συντριβή και η ενοχή είναι το μόνιμο ψυχικό κλίμα της μάνας.
α) Η αυτοτιμωρία συνιστά πράξη εξιλέωσης απέναντι στο Θεό ή και απέναντι στον εαυτό της;
β) Καθησυχάζει η μητέρα τη συνείδησή της τελικά, ιδιαίτερα μετά τη συνάντησή της με τον Πατριάρχη;
γ) Ενοχοποιείται η μητέρα στη συνείδησή σας; Ποια είναι η αίσθηση που σας αφήνει η τελική έκβαση της ιστορίας;

α) Η μητέρα μετά το θάνατο του πρώτου κοριτσιού υποφέρει αδιάκοπα και μόνο όταν γεννιέται η δεύτερη Αννιώ παρηγοριέται προσωρινά καθώς θεωρεί ότι ο Θεός έχει εξαλείψει την αμαρτία της. Όταν όμως βλέπει την υγεία του παιδιού της να χειροτερεύει, αρχίζει να επιστρέφει μέσα της η σκέψη ότι εκείνη ευθύνεται για το θάνατο του πρώτου παιδιού. Η επιδείνωση της υγείας της Αννιώς εκλαμβάνεται από τη μητέρα ως τιμωρία από τον Θεό, καθώς η μητέρα πιστεύει ότι της έστειλε το δεύτερο κορίτσι μόνο και μόνο για να της το πάρει πίσω και να της δείξει το μέγεθος του εγκλήματός της.
Η μητέρα κατανοεί την ανάγκη να τιμωρηθεί και αποδέχεται πλήρως τη θέληση του Θεού -όπως η ίδια την ερμηνεύει-, ενώ παράλληλα αναζητά τρόπους για να δείξει πως είναι πρόθυμη να αυξήσει το βάρος της τιμωρίας της. Η μητέρα υιοθετεί διαδοχικά δύο κορίτσια και όσο πιο κακόγνωμα προκύπτουν αυτά, τόσο εκείνη αισθάνεται ότι κατορθώνει να μειώσει στα μάτια του Θεού την τιμωρία που θα χρειαστεί να της επιβάλει.
Βέβαια, η ανάγκη της μητέρας να ταλαιπωρηθεί και να υπομείνει τα βάρη που πιστεύει ότι της στέλνει ο Θεός, δεν αποτελούν αποκλειστικά πράξεις εξιλέωσης απέναντι στο Θεό, αλλά και απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό. Η μητέρα θα παραμείνει ο σκληρότερος κριτής του εαυτού της και δεν θα δεχτεί κανένα ελαφρυντικό για το αμάρτημά της.
β) Παρά τις προσπάθειες του γιου της να της επισημάνει το αθέλητο της πράξης της και παρά τα λόγια του Πατριάρχη, η μητέρα θα συνεχίσει να βιώνει τις ενοχές της σε απόλυτο βαθμό, μιας και αισθάνεται πως το να αφαιρέσει μια μητέρα τη ζωή του παιδιού της, ακούσια ή μη, είναι το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορεί να διαπραχθεί. «[Ο Πατριάρχης] Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορή να γνωρίση, τι πράγμα είναι το να σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του!»
γ) Η διαρκής αγωνία και ο συνεχής πόνος της μητέρας, γεννούν στον αναγνώστη αμέριστη συμπόνια για τη μητέρα, η οποία είναι εμφανές πως έχει πληρώσει με το παραπάνω για το αμάρτημά της. Παρόλο που η ίδια δεν μπορεί να δεχτεί καμία παρηγοριά και θα συνεχίσει να ζει με τις ενοχές της, στα μάτια του αναγνώστη δεν εμφανίζεται ενοχοποιημένη, τόσο γιατί έχει ήδη βασανιστεί υπερβολικά, όσο και γιατί το πλάκωμα του μωρού ήταν ξεκάθαρα ένα ατύχημα.
Το τέλος του διηγήματος εντούτοις αφήνει την αίσθηση πως η μητέρα θα συνεχίσει να υποφέρει για όλη της τη ζωή για το αμάρτημά της, στοιχείο που συνάδει με την άποψή της πως δεν μπορεί κανείς πραγματικά να γνωρίση τι σημαίνει να σκοτώνεις το ίδιο σου το παιδί.

Είναι γνωστό ότι ο Βιζυηνός συνθέτει την αφήγησή του βασισμένος στο αυτοβιογραφικό στοιχείο. Η ανάγνωση του συγκεκριμένου διηγήματος σας δίνει την εντύπωση ότι ο συγγραφέας περιορίζεται στην αφήγηση της ατομικής του περιπέτειας και της οικογενειακής του ιστορίας;

Στο διήγημα του Βιζυηνού, πέρα από λαογραφικά στοιχεία που έχουν γεγινότερο ενδιαφέρον, ο συγγραφέας προχωρά στην ανασύσταση μιας πολύ προσωπικής ιστορίας. Ο συγγραφέας που πέρασε τα παιδικά του χρόνια με την επίπονη αμφιβολία για τα συναισθήματα της μητέρας του, επιστρέφει και αναβιώνει τα γεγονότα εκείνης της περιόδου σε μια προσπάθεια εξορικισμού όλων εκείνων των τραυματικών εμπειριών. Η αποκάλυψη του αμαρτήματος της μητέρας του φωτίζει διαφορετικά ολόκληρη την παιδική του ηλικία, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και ο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη, στα πλαίσια μια εσωτερικής ψυχαναλυτικής αναβίωσης, να γυρίσει και να δει εκ νέου το παρελθόν του, υπό το πρίσμα της λυτρωτικής αυτής αποκάλυψης. Το αμάρτημα της μητέρας, όσο τραγικό κι αν υπήρξε για την ίδια, έρχεται να δώσει στον συγγραφέα μια αποφασιστική απάντηση για τους λόγους που στερήθηκε την αγάπη της μητέρας του. Ο συγγραφέας γνωρίζει πλέον πως η μητέρα του δεν έπαψε στιγμή να τον αγαπά, αλλά οι προσωπικοί της δαίμονες την ανάγκασαν να φερθεί με τέτοια αδιαφορία για τα αγόρια της.
Η ιστορία αυτή επομένως, πέρα από τη γενική διαπίστωση για τη δύναμη της μητρικής αγάπης και για το διαβρωτικό ρόλο των ενοχών, λειτουργεί περισσότερο ως μια προσωπική υπόθεση του συγγραφέα, που ανατρέχει εκ νέου στα γεγονότα εκείνης της εποχής, διαπιστώνοντας την έκταση που έλαβαν οι συνέπειες του αμαρτήματος της μητέρας του.

Υπάρχει μια φράση-κλειδί που αποτυπώνει την εξέλιξη στην πορεία της ασθένειας της Αννιώς και επαναλαμβάνεται παραλλαγμένη στις πρώτες σελίδες του κειμένου.
α) Αναζητήστε την και καταγράψτε τις εκδοχές της.
β) Γιατί ο αφηγητής την επαναλαμβάνει; Υπηρετεί η φράση αυτή τη δομή του κειμένου; Πώς λειτουργεί μέσα στα ευρύτερα συμφραζόμενά της;

Το πρώτο μέρος του διηγήματος επικεντρώνεται στην ασθένεια της Αννιώς και εξελίσσεται παράλληλα με την επιδείνωση της υγείας της. Όσο η κατάσταση της Αννιώς χειροτερεύει τόσο η μητέρα αφοσιώνεται στη φροντίδα της κι όσο η μητέρα στρέφει την προσοχή της στην Αννιώ τόσο οι λεπτές ισορροπίες της οικογένειας διαταράσσονται και τα αγόρια δυσανασχετούν.
«Διότι η Αννιώ, εκτός ότι ήτον η μόνη μας αδελφή, ήτο κατά δυστυχίαν ανέκαθεν καχεκτική και φιλάσθενος.» Η Αννιώ είναι ιδιαιτέρως αγαπητή από τα αδέρφια της, όχι μόνο γιατί ήταν το μοναδικό κορίτσι της οικογένειας αλλά και γιατί παρά την ασθένειά της ήταν πάντοτε καλόψυχη και με κάθε ευκαιρία έδειχνε στα αδέρφια της πόσο κι η ίδια τα αγαπούσε. Οι ψυχικές αρετές της Αννιώς επιτρέπουν στα αδέρφια της να δέχονται χωρίς διαμαρτυρίες τις επιπλέον φροντίδες που προσφέρονταν στη μικρή κοπέλα.
«Εν τούτοις η ασθένεια της Αννιώς ολονέν εδεινούτο και ολονέν περισσότερον συνεκεντρούντο περί αυτήν της μητρός μας αι φροντίδες.» Η κατάσταση αρχίζει όμως σταδιακά να αλλάζει καθώς η μητέρα, για λόγους που δεν είναι γνωστοί ακόμη στον αφηγητή-παιδί, αρχίζει όχι μόνο να φροντίζει όλο και περισσότερο την Αννιώ, αλλά να παραμελεί τα αγόρια της.
«Η κατάστασις της Αννιώς έβαινεν αργά μεν και απαρατηρήτως, αλλ’ ολονέν επί τα χείρω. Και η παράτασις αύτη της αορίστου καχεξίας έκαμνε την μητέρα μας άλλην εξ άλλης.» Παρά τη διαρκή αφοσίωση της μητέρας η υγεία του κοριτσιού όχι μόνο δεν βελτιωνόταν, αλλά έδειχνε να χειροτερεύει. Το γεγονός αυτό είχε τραγικές επιπτώσεις στην ψυχολογική κατάσταση της μητέρας, η οποία είναι έτοιμη πια να κάνει οτιδήποτε αρκεί να σώσει το κορίτσι της.
«Αλλ’ όλα παρήρχοντο εις μάτην. Το παιδίον εχειροτέρευεν αδιακόπως, και η μήτηρ μας εγίνετο ολονέν αγνώριστος. Ενόμιζες, ότι ελησμόνησε πως είχε και άλλα τέκνα.» Η σταδιακή επιδείνωση της υγείας της Αννιώς που οδηγεί τη μητέρα σε μια απερίγραπτη κατάσταση πόνου, είναι το στοιχείο της αφήγησης που κρατά σε εγρήγορση τον αναγνώστη, διατηρώντας σταθερή την αγωνία για τη μικρή Αννιώ, αλλά και αυξάνοντας τα συναισθήματα συμπάθειας για τη μητέρα που όσο κι αν το θέλει δεν μπορεί τελικά να βοηθήσει το παιδί της: «η ασθένεια της πτωχής μας αδελφής ήτον ανίατος».
Ένα από τα γνωρίσματα της συγγραφικής δύναμης του Βιζυηνού είναι η ικανότητά του να διατηρεί την αγωνία του αναγνώστη, τόσο σε ευρύτερο επίπεδο –ποιο είναι το αμάρτημα της μητέρας- όσο και στα στενότερα πλαίσια του ξεδιπλώματος της ιστορίας -θα καταφέρει η Αννιώ να επιζήσει-. Ο συγγραφέας προωθεί την εξέλιξη της ιστορίας του φροντίζοντας να διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη και παράλληλα αποκαλύπτοντας στοιχεία για τα κεντρικά πρόσωπα του διηγήματος, ώστε ο αναγνώστης αφενός να παρακολουθεί την πορεία των γεγονότων κι αφετέρου να γνωρίζει ολοένα και καλύτερα τους ήρωες της ιστορίας.
Η φράση κλειδί επομένως λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός των γεγονότων εκείνης της περιόδου, καθώς κρατά την προσοχή του αναγνώστη επικεντρωμένη στο βασικό αυτό σημείο της ιστορίας. Η ασθένεια της Αννιώς έλκει σε απόλυτο βαθμό την προσοχή της μητέρας, κι αυτό επιχειρεί να μεταδώσει ο συγγραφέας και στον αναγνώστη. Η μητέρα δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο, ούτε καν για τα υπόλοιπα παιδιά της -γεγονός που πληγώνει απερίφραστα τα αγόρια της-, ενδιαφέρεται μόνο για τη σωτηρία του κοριτσιού, καθώς θεωρεί πως αν η Αννιώ πεθάνει, αυτό θα σημαίνει πως ο Θεός δεν την έχει συγχωρέσει για την αμαρτία της.
Η επανάληψη της φράσης αποκαλύπτει την κορύφωση της αγωνίας της μητέρας και αναδεικνύει την ασθένεια του κοριτσιού σε κεντρική μέριμνα για την οικογένεια. Ο αφηγητής-παιδί φροντίζει να μας δείξει πως τότε που ο ίδιος χρειαζόταν την αγάπη και την προσοχή της μητέρας του, εκείνη δεν είχε στη σκέψη της τίποτε άλλο πέρα από την Αννιώ. Η φράση αυτή, δεν είναι απλώς ένα μοτίβο που συνέχει τα επιμέρους περιστατικά, είναι η κυρίαρχη έγνοια της μητέρας που την απομάκρυνε όλο και περισσότερο από τον γιο της, προκαλώντας του καίριο πλήγμα. Ο αφηγητής-παιδί επαναλαμβάνει τη φράση αυτή, μιας και ήταν προφανώς το μοναδικό πράγμα που άκουγε από τη μητέρα του. Εκείνος και τα αδέρφια του είχαν τεθεί τελείως στο περιθώριο και το μοναδικό θέμα που κυριαρχούσε ήταν η εξέλιξη της υγείας της Αννιώς. Έχουμε, δηλαδή, εδώ ένα τραγικό αντίλαλο του γεγονότος που στοίχειωσε τα παιδικά χρόνια του αφηγητή.

Σου έφερα δύο παιδιά στα πόδια σου... χάρισέ μου το κορίτσι! Τι απήχηση είχε αυτή η προσευχή στην ψυχή του Γιωργή;

Η προσευχή της μητέρας που επί της ουσίας αντικατοπτρίζει την ένταση του πόνου της και όχι τα συναισθήματά της απέναντι στο παιδί της, λειτουργεί ως τραγική επιβεβαίωση όλων των φόβων του αγοριού. Η παραμέλησή του όλο το προηγούμενο διάστημα, έρχεται τώρα να βρει την αιτιολόγησή της, η μητέρα όχι μόνο δεν τον αγαπά, άλλα είναι πρόθυμη να τον θυσιάσει προκειμένου να σωθεί η Αννιώ.
Όπως είναι αναμενόμενο το μικρό παιδί συγκλονίζεται στο άκουσμα αυτής της προσευχής και φεύγει πανικόβλητο από την εκκλησία. Όταν απομακρύνεται αρκετά και βρίσκει την ευκαιρία να εξετάσει καλύτερα το νόημα όσων άκουσε, συνειδητοποιεί πως η στάση της μητέρας του είναι πλήρως αδικαιολόγητη, καθώς εκείνος όχι μόνο δεν της έφταιξε σε τίποτα, αλλά από τη στιγμή που γεννήθηκε η αδερφή του παραγκωνιζόταν όλο και περισσότερο. Θυμάται, μάλιστα, τα λόγια του πατέρου του, που τον αποκαλούσε το αδικημένο του και αντιλαμβάνεται πλέον ξεκάθαρα πως η μητέρα του δεν τον αγάπησε ποτέ.
Η συνειδητοποίηση πως η μητέρα του δεν τον αγαπά -έμπρακτη απόδειξη η πρόθεσή της να τον προσφέρει στον Θεό σε αντάλλαγμα για τη σωτηρία της Αννιώς- εμπεριέχει όλες τις τραγικές προεκτάσεις που έλαβε το αμάρτημα της μητέρας. Η μόνη βεβαιότητα που χρειάζεται να έχει ένα παιδί, η βεβαιότητα για τα συναισθήματα των γονιών του, ανατρέπεται ριζικά για το μικρό παιδί, το οποίο αισθάνεται πως δεν έχει πια από που να κρατηθεί.

Σε ορισμένα σημεία του κειμένου διακρίνουμε ειρωνικές αποχρώσεις στη «φωνή» του αφηγητή.
α) Να τα εντοπίσετε και να τα καταγράψετε.
β) Σε τι στοχεύει, κατά τη γνώμη σας, ο αφηγητής καταφεύγοντας στην ειρωνεία;

Η ειρωνική απόχρωση στη φωνή του αφηγητή γίνεται για πρώτη φορά αντιληπτή όταν αναφέρεται στον γιατρό-κουρέα του χωριού. Τα ειρωνικά σχόλια, βέβαια, αποτελούν παρέμβαση του ενήλικα-αφηγητή, ο οποίος επιχειρεί να στηλιτεύσει την άγνοια που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια και τη χωρίς λόγο εμπιστοσύνη που έδειχναν σε κάποιον που το μόνο που ήξερε ήταν πώς να επωφεληθεί τα μέγιστα από τις ασθένειες των χωρικών. Στη δήλωση, για παράδειγμα, του γέρου κουρέα, που εκτελούσε και χρέη γιατρού, ότι δεν μπορούσε να δει καλά αν δεν πιει πρώτα, ο αφηγητής σχολιάζει πως ο γέροντας ήταν ειλικρινής, αφού όσο περισσότερο έπινε τόσο ευκολότερα μπορούσε να διακρίνει την πιο παχιά κότα για να την πάρει, ως αμοιβή, φεύγοντας.
Με παρόμοιο τρόπο, όταν ο γέροντας λέει: «η πορεία της ασθενείας είνε καλή, και ακριβώς τοιαύτη, οποίαν εδικαιούτο να την περιμένη η επιστήμη από τας συνταγάς του.» Ο ενήλικας-αφηγητής, με πικρό χιούμορ και ειρωνική διάθεση σχολιάζει πώς: «Το τελευταίον τούτο ήτο δυστυχώς λίαν αληθές. Η κατάστασις της Αννιώς έβαινεν αργά μεν και απαρατηρήτως, αλλ’ ολονέν επί τα χείρω.» Τα σχόλια του αφηγητή πέραν από την εμφανή διάθεση στηλίτευσης της εκμετάλλευσης των χωρικών από επιτήδειους, κατορθώνουν να ελαφρύνουν τη βαριά διάθεση που δημιουργεί η ασθένεια του κοριτσιού, δίνοντας στην αφήγηση μια χιουμοριστική διάσταση. Ο Βιζυηνός, άλλωστε, παρά τον επίπονο χαρακτήρα των θεμάτων που διαπραγματεύεται τόσο σε αυτό το διήγημα όσο και σε άλλα του διηγήματα φροντίζει να διανθίζει την αφήγησή του με συγκρατημένες χιουμοριστικές πινελιές.
Σχόλιο του ενήλικα-αφηγητή έχουμε και στο σημείο όπου η μητέρα δίνει στην Αννιώ να πιει νερό από το σκεύος που μόλις είχε περάσει η χρυσαλλίδα -η ψυχή του πατέρα, λέγοντάς της πως αυτό θα τη γιατρέψει. Ο ενήλικας-αφηγητής τότε σχολιάζει, πως η Αννιώ ήπιε νερό: «το οποίον έμελλε τω όντι να τη ιατρεύσει.» Ο αφηγητής με την πικρή ειρωνεία αυτού του σχολίου, στο οποίο η γιατρειά ταυτίζεται με το θάνατο, θέλει να τονίσει πως ο θάνατος του κοριτσιού ήταν αναπόφευκτος και πως όλες οι προσπάθειες της μητέρας ήταν μάταιες. Βέβαια, όλες οι προετοιμασίες που έκανε η μητέρα εκείνη τη νύχτα, ήταν ακριβώς για να βοηθήσουν το πέρασμα του μικρού παιδιού στην άλλη πλευρά. Η μητέρα γνωρίζει πως το παιδί της θα πεθάνει, γι’ αυτό κι επικαλείται την ψυχή του άντρα της.

Με ποια επιχειρήματα θα μπορούσατε να υποστηρίξετε την αληθοφάνεια των χαρακτήρων του διηγήματος;

Ο Βιζυηνός προχωρά στην ανασύνθεση των γεγονότων που αποτέλεσαν τις προεκτάσεις του αμαρτήματος της μητέρας του, καθώς και τις προσπάθειες της μητέρας να επιτύχει την εξιλέωσή της, παρουσιάζοντας τα πρόσωπα της ιστορίας με ιδιαίτερη αληθοφάνεια.
Η μητέρα υπό την πίεση των ενοχών της υποπίπτει σε λάθη, σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των αγοριών της, ωθείται σε υπερβολές και λαμβάνει αποφάσεις που δεν μπορούν να εξηγηθούν παρά μόνο αν ιδωθούν ως προσπάθειες μιας ψυχής συγκλονισμένης από τον πόνο και την επίγνωση της ενοχής της. Η μητέρα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτρέψει το χαμό της Αννιώς, πληγώνει τα υπόλοιπα παιδιά της με την απόλυτη αφοσίωσή της στη φροντίδα του άρρωστου κοριτσιού και αργότερα αποφασίζει, χωρίς τη συναίνεση των γιων της, να υιοθετήσει διαδοχικά δύο κορίτσια. Όλες αυτές οι πράξεις δικαιολογούνται, και πολύ περισσότερο είναι αναμενόμενες, για μια μητέρα που έχει σκοτώσει το ίδιο της το παιδί. Η μητέρα δεν μπορεί και δεν πρέπει να βρει ανακούφιση όσο κι αν προσπαθήσει, καθώς ο λόγος για τον οποίο ωθείται σε δράση δεν θεραπεύεται. Η αμαρτία της παραμένει ανήκεστη και η μητέρα γνωρίζει πως ό,τι κι αν κάνει το γεγονός ότι σκότωσε το παιδί της θα συνεχίσει να την πληγώνει και να τη βασανίζει μέχρι τέλους. Ένα βασικό στοιχείο, άλλωστε, που ενισχύει την αληθοφάνεια του χαρακτήρα της είναι πως δεκαετίες μετά το αμάρτημά της, παρά τις προσπάθειες του γιου της να την παρηγορήσει, με δεδομένο το αθέλητο του αμαρτήματος, και παρά τα λόγια παραμυθίας του ίδιου του Πατριάρχη, η μητέρα συνεχίζει να βασανίζεται, χωρίς να δίνεται καμία ένδειξη πως θα πάψει ποτέ να υποφέρει.
Εξίσου αληθοφανής είναι και ο χαρακτήρας του αφηγητή, ο οποίος μάλιστα χάρη στην ευφυή διάστασή του σε παιδί-αφηγητή κι ενήλικα-αφηγητή, έχει την ευκαιρία να μας παρουσιάσει με ξεχωριστή ζωντάνια τον αντίκτυπο που είχαν οι πράξεις της μητέρας στην παιδική του συνείδηση. Οι αντιδράσεις του, το αίσθημα της απόρριψης που βιώνει και η ειλικρινής αίσθησή του πως η μητέρα του δεν τον αγαπά, αποκαλύπτουν με ακρίβεια το πώς θα εκλάμβανε όλα αυτά τα γεγονότα ένα μικρό παιδί.
Θα πρέπει μάλιστα να τονιστεί πως ο συγγραφέας δεν διστάζει να εντάξει στην αφήγηση του αφηγητή-παιδιού κάποιες ανακρίβειες σχετικά με τη στάση του απέναντι στην άρρωστη αδερφή του, οι οποίες δείχνουν την ασύνειδη προσπάθειά του παιδιού να καλύψει την ένταση του πόνου που βίωνε από τη στέρηση της μητρικής αγάπης. Ο συγγραφέας, βέβαια, με την αφήγηση της μητέρας θα αποκαλύψει την αλήθεια, για το πόσο ζήλευε το παιδί-αφηγητής, ενισχύοντας έτσι την αληθοφάνεια του αφηγητή, ο οποίος επιχειρεί να λογοκρίνει δικές του συμπεριφορές που πλέον μοιάζουν αδικαιολόγητες, στοιχείο που συνάδει με την ανθρώπινη φύση. Ο συγγραφέας, επομένως, προχωρά ακόμη και στην αποκάλυψη των δικών του ατελειών, μη θέλοντας να παρουσιάσει τη δική του συμπεριφορά ως άριστη.
Βρίσκουμε, για παράδειγμα, το παιδί-αφηγητή να ζητά από την ψυχή του πατέρα του να έρθει να πάρει αυτόν, με αντάλλαγμα να σωθεί η Αννιώ, μόνο και μόνο για να πληγώσει τη μητέρα του. Τέτοιου είδους συμπεριφορές, αναδεικνύουν τον πόνο του παιδιού και παράλληλα τονίζουν τη διάθεση του συγγραφέα για απόλυτη ειλικρίνεια, έστω κι αν πρέπει να εκθέσει ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό.

Έχει επισημανθεί ότι ο χώρος στα διηγήματα του Βιζυηνού λειτουργεί με συνεχείς αντιθέσεις π.χ. πόλη/χωριό, μέσα/έξω κ.ά. Μπορείτε να εντοπίσετε την αντίθεση «κλειστός χώρος/ανοιχτός χώρος» στο διήγημα που εξετάζουμε, υποδεικνύοντας τα αντίστοιχα σημεία; Πώς εγγράφονται στη συνείδηση του αφηγητή οι χώροι αυτοί και με τις είδους περιστατικά συνδέονται;

Στο αμάρτημα της μητρός μου παρατηρούμε ότι ο αφηγητής τοποθετεί τα δραματικά γεγονότα της ιστορίας του σε κλειστούς χώρους, δημιουργώντας την αίσθηση ότι κάθε άσχημο γεγονός ή συναίσθημα βρίσκει τους ανθρώπους σε εσωτερικούς χώρους. Το πλάκωμα του μωρού, που προκαλεί τόση δυστυχία στη μητέρα, συμβαίνει μέσα στο σπίτι, όπως άλλωστε και ο θάνατος της Αννιώς. Ακόμη και ο εσωτερικός χώρος της εκκλησίας λειτουργεί αρνητικά, με τον ήρωα να βιώνει εκεί πολύ έντονα συναισθήματα φόβου, και παράλληλα να ακούει εκεί την προσευχή της μητέρας που τόσο τον πλήγωσε. «- Σου έφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου... χάρισέ μου το κορίτσι!»
Η λειτουργία εσωτερικός χώρος = θάνατος, πόνος, αρρώστια και φόβος, είναι επομένως εμφανής στο συγκεκριμένο διήγημα, παρόλο που δεν είναι δεδομένη σε όλα τα διηγήματα του Βιζυηνού ή απαλλαγμένη από εξαιρέσεις. Στο διήγημα «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», η δολοφονία του αδερφού του Χρήστου γίνεται σε εξωτερικό χώρο.
Ο εξωτερικός χώρος είναι συνδυασμένος με γεγονότα ευχάριστα, όπως είναι για παράδειγμα το γλέντι του γάμου, όπου η μητέρα, χάρη στη μέριμνα του συζύγου της, βρίσκει την ευκαιρία να διασκεδάσει για πρώτη φορά στη ζωή της. Η διάκριση, όμως, κλειστού-ανοιχτού χώρου δεν λειτουργεί χωρίς κάποιες ιδιαιτερότητες. Για παράδειγμα, ένα δυσάρεστο περιστατικό που τοποθετείται σε εξωτερικό χώρο, ο παρασυρμός του ήρωα από το χείμαρρο, καταλήγει να προσφέρει ιδιαίτερη ικανοποίηση στον αφηγητή, καθώς αποτελεί μια έμπρακτη και αναμφισβήτητη διαβεβαίωση της αγάπης που του έχει η μητέρα του.
Υπάρχουν, επίσης, ευχάριστα γεγονότα που ξεκινούν σε κλειστό χώρο, όπως είναι η υιοθεσία του πρώτου κοριτσιού, τα οποία ολοκληρώνονται σε εξωτερικό χώρο. Η μητέρα παραλαμβάνει το μικρό κορίτσι μέσα στην εκκλησία, αλλά η επισφράγιση της υιοθεσίας γίνεται έξω από την αυλή του σπιτιού της, όπου ο πρωτόγερος ρωτά αν υπάρχει κάποιος που να θεωρεί ότι είναι περισσότερο συγγενής ή γονιός του παιδιού από τη Δεσποινιώ τη Μηχαλιέσσα.
Επιπλέον, θα πρέπει να αναφερθεί και η εξομολόγηση της μητέρας στον Πατριάρχη, που πραγματοποιείται σε κλειστό χώρο, ενώ αποτελεί ένα θετικό γεγονός.

«Στο Αμάρτημα της μητρός μου η ηρωίδα πολύ πριν ομολογήσει τον ακούσιο φόνο της, υπαινίσσεται την “αμαρτία” της» (Παν. Μουλλάς): Να αναζητήσετε τους σχετικούς υπαινιγμούς.

Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» η ηρωίδα, πολύ πριν ομολογήσει τον ακούσιο φόνο της υπαινίσσεται την «αμαρτίαν» της δύο φορές. Η πρώτη φορά είναι στα πλαίσια της προσευχής της στην εκκλησία, όταν πια είναι σαφές πως το τέλος της Αννιώς είναι αναπόφευκτο, όπου την ακούμε να λέει: «Ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου και εβάλθηκες να μου πάρης το παιδί, για να με τιμωρήσης. Ευχαριστώ σε, Κύριε!» Η δεύτερη φορά είναι στη συζήτηση που έχει με τον αφηγητή σχετικά με το δεύτερο υιοθετημένο κορίτσι, λίγο προτού λάβει το λόγο και αποκαλύψει το αμάρτημά της: «-Ε! τι να γείνη! Κ’ εγώ το ήθελα καλλίτερο, μα – η αμαρτία μου, βλέπεις, δεν εσώθηκεν ακόμη. Και το έκαμεν ο Θεός τέτοιο, διά να δοκιμάση την υπομονή μου, και να με σχωρέση. Ευχαριστώ σε, Κύριε!»

Στο κείμενο, παράλληλα με την κυρίως διήγηση, δίνεται μια εικόνα της καθημερινής ζωής (έθιμα, παραδόσεις, ήθη, προλήψεις, λαϊκές δοξασίες κλπ.). Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε τα λαογραφικά στοιχεία του κειμένου.

Στο αμάρτημα της μητρός μου αντλούμε πληροφορίες που σχετίζονται με διάφορες παραδόσεις, ήθη και έθιμα της θρακιώτικης κοινωνίας, αλλά και στοιχεία σχετικά με λαϊκές δοξασίες.  
Εντοπίζουμε, για παράδειγμα, στοιχεία σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην τοπική κοινωνία: οι γυναίκες προσφωνούνται με βάση το όνομα του άντρα τους, Δεσποινιώ η Μηχαλιέσσα, από το όνομα του συζύγου της Μιχαήλ, δεν επιτρέπεται να βγουν από το σπίτι τους για να εργαστούν, εκτός και αν χηρέψουν κι είναι πολύτεκνες, φορούν καλύπτρα (κεφαλοπάνι) και εξέρχονται από το σπίτι τους για να συμμετάσχουν σε κάποιο γλέντι μόνο με τη συνοδεία του συζύγου τους.
Στοιχεία σχετικά με τον εντελώς πρόχειρο τρόπο αντιμετώπισης των ασθενειών, λόγω της απουσίας εκπαιδευμένων γιατρών, που αναγκάζουν τους χωρικούς να βασίζονται στα γιατροσόφια και τις αυτοσχέδιες συνταγές όποιου αναλάμβανε το ρόλο του γιατρού: «Κάπου μία γραία κρύπτει βότανα θαυμασίας ιατρικής δυνάμεως... / Ο χονδρός της συνοικίας κουρεύς, αυτός μας επεσκέπτετο αυτόκλητος και δικαιωματικώς. Ήτον ο μόνος επίσημος ιατρός εν τη περιφερεία μας.»
Αναφορές για την επικράτηση πολλών προλήψεων και δεισιδαιμονιών σχετικά με την προέλευση των σοβαρότερων παθήσεων: «...αποδίδεται εις υπερφυσικάς αιτίας, και χαρακτηρίζεται ως εξωτικόν. Ο ασθενής εκάθησεν εις άσχημον τόπον. Επέρασε νύχτα τον ποταμόν, καθ’ ήν στιγμήν αι Νηρηίδες ετέλουν αόρατοι τα όργιά των. εδιασκέλισε μαύρον γάτον, ο οποίος ήτο κυρίως ο “έξω από εδώ” μεταμορφωμένος.»
Μπορούμε, επίσης, να δούμε την ιδιαίτερη αξία που έχει η θρησκεία στη ζωή των απλών ανθρώπων με την παράλληλη όμως παρουσία παγανιστικών ή έστω μη χριστιανικών στοιχείων, όπως είναι τα χαϊμαλιά και τα σαλαβάτια. Στα πλαίσια, άλλωστε, της ασθένειας της Αννιώς ο Βιζυηνός καταγράφει πολλές παράδοξες συνήθειες και δοξασίες που κυριαρχούσαν τότε για το πώς θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν μια σοβαρή αρρώστια «Πότε επήγαινε να δέση μίαν λωρίδα από το φόρεμα της Αννιώς επί θαυματουργού τινος τόπου...». Αντλούμε, επίσης, πληροφορίες για το θρησκευτικό εθιμοτυπικό με αφορμή την παραμονή του αφηγητή με την Αννιώ και τη μητέρα του στην εκκλησία.
Στο αμάρτημα της μητρός μου, βρίσκουμε ακόμη στοιχεία για τον τρόπο που τελούνταν μια υιοθεσία εκείνα τα χρόνια, τον τρόπο εορτασμού ενός γάμου αλλά και την πεποίθηση των ανθρώπων ότι μπορούν να πάρουν συγχωροχάρτι από τους Αγίους Τόπους. Το διήγημα αυτό στο σύνολό του περιέχει πολλές πληροφορίες για τον τόπο καταγωγής του Βιζυηνού καθώς ο συγγραφέας φροντίζει να μας δώσει μια αρκετά περιεκτική εικόνα του τρόπου ζωής, των πεποιθήσεων και των εθίμων της περιοχής του.

Έχει επισημανθεί ότι ο Βιζυηνός «βρίσκεται πολύ μακριά από τους απλοϊκούς “ηθογράφους” της γενιάς του...» και πως του χρωστούμε «την πρώτη γενναία προσπάθεια να λυτρωθεί η πεζογραφική μας παράδοση από τη ρηχή ηθογραφία και τη ρομαντική αφήγηση». Λαμβάνοντας υπόψη ότι ως απλοϊκή, ρηχή ή αφελής ηθογραφία χαρακτηρίζεται η επιφανειακή αναπαράσταση ηθών και εθίμων του χωριού, να επισημάνετε στο αφήγημα στοιχεία που δικαιώνουν την παραπάνω κρίση για τον Βιζυηνό.

Ο Γεώργιος Βιζυηνός σε αντίθεση με τις προσπάθειες άλλων πεζογράφων να μεταφέρουν στα κείμενά τους απλές αναπαραστάσεις του τρόπου ζωής και σκέψης των κατοίκων της περιφέρειας, εντάσσει στα διηγήματά του τη σε βάθος προσέγγιση της ψυχοσύνθεσης των ηρώων του, ξεφεύγοντας οριστικά από την απλοϊκή ηθογραφία. Για τον Βιζυηνό εκείνο που προέχει δεν είναι η λαογραφική διάσταση του διηγήματος, αλλά η μελέτη και η κατανόηση των ανθρώπινων συμπεριφορών.
Στο αμάρτημα της μητρός μου μελετά με εξονυχιστική λεπτομέρεια τις συνέπειες που έχει το αμάρτημα της μητέρας, τόσο στην ίδια όσο και στα παιδιά της. Οι ενοχές δεσπόζουν στην ψυχή της μητέρας και την ωθούν σε πράξεις και αποφάσεις που επηρεάζουν καταλυτικά τα παιδιά της. Η μητέρα χαμένη στις ενοχές της, δεν αντιλαμβάνεται τον πόνο που προκαλεί στα αγόρια της που τα παραμελεί πλήρως. Τα παιδιά από τη δική τους μεριά, δεν γνωρίζουν για ποιο λόγο η μητέρα τους συμπεριφέρεται κατ’ αυτό τον τρόπο και πληγώνονται θεωρώντας πως δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτά.
Ο Βιζυηνός, επομένως, φροντίζει κυρίως να παρακολουθήσει τη συναισθηματική πορεία των ηρώων του και τις συνθήκες υπό τις οποίες διαμορφώνεται η ιδιαίτερη ψυχολογία τους. Ενώ, τα λαογραφικά στοιχεία, συμπεριλαμβάνονται στην αφήγηση παρεμπιπτόντως, χωρίς να απομακρύνουν το ενδιαφέρον του αφηγητή και του αναγνώστη από τις κεντρικές θεματικές του διηγήματος.

Κοινωνική καταπίεση της γυναίκας στο Αμάρτημα της Μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ali Omar Ermes

Κοινωνική καταπίεση της γυναίκας στο Αμάρτημα της Μητρός μου

Σε ποια σημεία του διηγήματος διακρίνετε την κοινωνική καταπίεση και τον κοινωνικό έλεγχο που υφίσταται η γυναίκα του περασμένου αιώνα και πώς αντιμετωπίζει η Δεσποινιώ η Μιχαλιέσσα αυτή την πραγματικότητα;

Οι γυναίκες εκείνη την εποχή όφειλαν να φροντίζουν την οικογένειά τους, απασχολούμενες με μια σειρά οικιακών εργασιών και παράλληλα όφειλαν να προστατεύουν την τιμή και το όνομά τους. Μια γυναίκα δεν μπορούσε να βγαίνει από το σπίτι χωρίς να συνοδεύεται από τον άντρα της, καθώς υπήρχε πάντοτε κίνδυνος να θεωρηθεί από την τοπική κοινωνία ότι δε σέβεται το σύζυγό της. Στις κλειστές κοινωνίες ήταν πολύ εύκολο να κατηγορηθεί μια γυναίκα για ανηθικότητα, έστω κι αν την έβλεπαν απλώς να μιλάει με κάποιον άντρα, ή να θεωρηθεί ασυνεπής απέναντι στις υποχρεώσεις της, αν δε βρισκόταν διαρκώς στο σπίτι της ασχολούμενη με τα οικιακά της καθήκοντα.
«Ἀφ' ὅτου ἀπέθανεν ὁ πατὴρ μας, δὲν εἶχεν ἐξέλθει τῆς οἰκίας. Διότι ἐχήρευσε πολὺ νέα καὶ ἐντρέπετο νὰ κάμῃ χρῆσιν τῆς ἐλευθερίας, ἥτις, καὶ ἐν αὐτῇ τῃ Τουρκίᾳ, ἰδιάζει εἰς πᾶσαν πολύτεκνον μητέρα. Ἀλλ' ἀφ' ἧς ἡμέρας ἔπεσεν ἡ Ἀννιὼ σπουδαίως εἰς τὸ στρῶμα, ἔβαλε τὴν ἐντροπὴν κατὰ μέρος.»
Όπως μας αναφέρει ο Βιζυηνός, οι γυναίκες που ήταν πολύτεκνες, αν έχαναν το σύζυγό τους, μπορούσαν να βγαίνουν από το σπίτι χωρίς να φοβούνται μήπως τις κατακρίνουν. Η κοινωνία δεν μπορούσε παρά να αναγνωρίσει σε μια μητέρα το δικαίωμα να εργαστεί, εφόσον δεν υπήρχαν άλλοι οικονομικοί πόροι για την επιβίωση της οικογένειάς της. Εντούτοις, η Δεσποινιώ παρά την απώλεια του συζύγου της και παρά το γεγονός ότι είχε τέσσερα παιδιά να μεγαλώσει ντρεπόταν να αξιοποιήσει την ελευθερία που της προσέφερε η χηρεία της. Η Δεσποινιώ έχοντας μεγαλώσει στα κοινωνικά αυτά πλαίσια γνωρίζει καλά ποιες είναι οι υποχρεώσεις της και γνωρίζει πόσο εύκολο είναι να σχηματιστεί αρνητική εντύπωση για μια γυναίκα, γι’ αυτό και διστάζει να βγει από το σπίτι. Όταν, βέβαια, η ασθένεια της Αννιώς επιδεινώθηκε, η μητέρα δεν έμεινε άλλο άπραγη μέσα στο σπίτι, έβαλε κατά μέρος τη ντροπή και τους ενδοιασμούς και ξεκίνησε την εναγώνια αναζήτηση μιας θεραπείας για το παιδί της.
Η αναφορά του αφηγητή πως ακόμη και στην ίδια την Τουρκία παραχωρούσαν περισσότερες ελευθερίες στις πολύτεκνες χήρες, γίνεται για να τονίσει το γεγονός ότι η μητέρα του είχε πλέον την ελευθερία να βγαίνει από το σπίτι, εφόσον ακόμη και οι Τούρκοι που ήταν πολύ πιο αυστηροί απέναντι στις γυναίκες, τους παραχωρούσαν αυτό το δικαίωμα.
Η διευκρίνιση ότι αυτή η συνήθεια επικρατούσε και στην ίδια την Τουρκία, γίνεται καθώς η Βιζύη βρισκόταν στην τουρκοκρατούμενη Ανατολική Θράκη και βρισκόταν άρα υπό την επιρροή των τουρκικών τρόπων ζωής. Στη Βιζύη, βέβαια, κατοικούσαν κυρίως Έλληνες, αλλά δεν έπαυε το χωριό αυτό να βρίσκεται επί τουρκικού εδάφους.
«Πολλοὶ εἶχον κατηγορήσει τὴν μητέρα μου, ὄτι ἐνῷ αἱ ξέναι γυναίκες ἐθρήνουν μεγαλοφώνως ἐπὶ τοῦ νεκροὺ τοῦ πατρός μου, ἐκείνη μόνη ἔχυνεν ἄφθονα, πλὴν σιγηλὰ δάκρυα. Ἡ δυστυχὴς τὸ ἔκαμνεν ἐκ φόβου μήπως παρεξηγηθῇ, μήπως παραβῇ τὰ ὅρια τῆς εἰς τὰς νέας ἀνηκούσης σεμνότητος. Διότι καθὼς εἶπον, ἡ μήτηρ μας ἐχήρευσε πολὺ νέα.»
Ο αφηγητής μας τονίζει πως η μητέρα του ακόμη και στις στιγμές του πένθους της, ανησυχούσε για το πως θα κρίνει ο κόσμος της συμπεριφοράς της, γι’ αυτό και προσπαθούσε να μην υπερβεί τα όρια και θρηνούσε όσο μπορούσε πιο σιωπηλά. Η μητέρα έχασε τον άντρα της όταν ήταν ακόμη νέα και δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί τη νέα αυτή κατάσταση στη ζωή της, καθώς μέχρι τότε είχε ή τον πατέρα της ή τον άντρα της κοντά της. Τώρα που μένει για πρώτη φορά μόνη της, δε γνωρίζει ποια είναι η ενδεδειγμένη στάση και πώς θα έπρεπε να φέρεται μπροστά στον κόσμο. Στοιχείο που δείχνει πως η Δεσποινιώ προσπαθούσε πάντοτε να σέβεται τους κανόνες συμπεριφοράς του φύλου της και δεν ήθελε για κανένα λόγο να δώσει δικαίωμα στους συγχωριανούς της να την κρίνουν αρνητικά.
«Ο μακαρίτης ὁ πατέρας σου παράργησε τὸ γάμο τους, ὡς 'ποὺ ν' ἀποσαραντήσω ἐγὼ, γιὰ νὰ τοὺς στεφανώσουμε μαζὶ. Ἤθελε νὰ μὲ 'βγάλῃ καὶ μένα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ χαρῶ 'σὰν 'πανδρευμένη, ἀφοῦ κορίτσι δὲν μ' ἀφῆκεν ἡ γιαγιά σου νὰ χαρῶ.»
Η ανάγκη της Δεσποινιώς να τηρεί πάντοτε τους κανόνες και να μη δίνει δικαιώματα στον κόσμο, οφειλόταν προφανώς στην αυστηρή αγωγή που της είχε δώσει η μητέρα της. Η γιαγιά του αφηγητή, όπως φαίνεται από το χωρίο αυτό, κρατούσε την κόρη της περιορισμένη και δεν της επέτρεπε να διασκεδάζει.

Η θέση που είχε η γυναίκα κατά τον περασμένο αιώνα μας παραπέμπει στις συνθήκες που επικρατούσαν για τις γυναίκες ακόμη και κατά τα χρόνια της αρχαιότητας, όπως αυτές γίνονται αντιληπτές μέσα από τον Επιτάφιο του Περικλή:

«Αν πρέπει να αναφερθώ και στη γυναικεία αρετή, για όσες τώρα θα μείνουν χήρες θα διατυπώσω μια σύντομη συμβουλή. Μεγάλη για σας θα είναι η δόξα να μη φανείτε κατώτερες από τη γυναικεία σας φύση. Και μεγάλη θα είναι η τιμή εκείνης που το όνομά της θα αναφέρεται λιγότερο μεταξύ των ανδρών, είτε πρόκειται για έπαινο είτε για συκοφαντία.»
[Μετάφραση: Φώτης Πέτρου]

Ενδιαφέρουσα είναι, επίσης, η εικόνα της ζωής των γυναικών όπως αυτή αποτυπώνεται από τη Διδώ Σωτηρίου στο βιβλίο της «Ματωμένα χώματα»:

«Στο σπίτι δυο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένον ήλιο, που τόνε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κ' ένα μυξάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι• όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.»

Παιδί-αφηγητής και Ενήλικας-αφηγητής στο Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Paul Bond

Παιδί-αφηγητής και Ενήλικας-αφηγητής στο Αμάρτημα της μητρός μου

Να αναζητήσετε σημεία του κειμένου τα οποία αποκαλύπτουν τη διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα (στον αφηγητή-παιδί) π.χ. Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπὶ τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις.

Ο Βιζυηνός θέλοντας να διατηρήσει ακέραια την αγωνία των αναγνωστών σχετικά με το αμάρτημα της μητέρας, αφηγείται τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας με εσωτερική εστίαση, διατηρώντας όσο γίνεται την ψευδαίσθηση ότι τα γεγονότα αυτά μας παρουσιάζονται από ένα παιδί. Παρόλο, δηλαδή, που το κείμενο είναι γραμμένο από τον ενήλικα συγγραφέα, η προσπάθειά του είναι κάθε φορά να μας περιγράφει τα γεγονότα όπως τα βίωσε και τα αντιλήφθηκε τότε που τα έζησε. Η αφηγηματική αυτή προσέγγιση εξυπηρετεί βέβαια τη διατήρηση του αινίγματος σχετικά με το αμάρτημα, αλλά επειδή σε κάποια σημεία ενδέχεται να δημιουργήσει ερωτήματα σχετικά με τη συμπεριφορά του αφηγητή, τον αναγκάζει να επεμβαίνει για να μας υπενθυμίσει ότι πρόκειται απλώς για τη στάση που κράτησε, για τις σκέψεις που έκανε και για τα συναισθήματα που είχε όταν ήταν παιδί.
Η πλέον εμφανής διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα, βρίσκεται στο σημείο όπου ο αφηγητής-παιδί, προσεύχεται μαζί με τη μητέρα του και ζητά από την ψυχή του πατέρα του να έρθει να γιατρέψει την Αννιώ.
«- Ἔλα πατέρα -νὰ μὲ πάρῃς ἐμένα - γιὰ νὰ γιάνῃ τὸ Ἀννιῶ! -ἀνεφώνησα ἐγὼ διακοπτόμενος ὑπὸ τῶν λυγμῶν μου. Καὶ ἔρριψα ἐπὶ τῆς μητρός μου παραπονετικὸν βλέμμα, διὰ νὰ τῇ δείξω πὼς γνωρίζω, ὅτι παρακαλεῖ ν' ἀποθάνω ἐγὼ ἀντὶ τῆς ἀδελφῆς μου.»
Η παράκληση αυτή όπως διατυπώνεται από το παιδί-αφηγητή φανερώνει μια έκδηλη προσπάθεια να φέρει τη μητέρα αντιμέτωπη με το λάθος της να ζητήσει από το Θεό να της αφήσει την Αννιώ και να πάρει στη θέση της το γιο της. Φανερώνει, δηλαδή, τον πόνο του παιδιού και την επιθυμία του να πληγώσει τη μητέρα του, γι’ αυτό και ο ενήλικας-αφηγητής αισθάνεται την ανάγκη να επέμβει και να ξεκαθαρίσει ότι τώρα που γνωρίζει πώς ένιωθε η μητέρα του και τι ακριβώς βίωνε εκείνη την περίοδο, κατανοεί τον τρόπο σκέψης της και έχει μετανιώσει για εκείνα τα λόγια του.
«Δεν ἠσθανόμην ὁ ἀνόητος ὅτι τοιουτοτρόπως ἐκορύφωνα τὴν ἀπελπισίαν της! Πιστεύω νὰ μ' ἐσυγχώρησεν. Ἤμην πολὺ μικρὸς τότε, καὶ δὲν ἠδυνάμην νὰ ἐννοήσω τὴν καρδίαν της.»
Πέραν όμως από αυτό το σημείο αυτό όπου γίνεται έκδηλη η διάσταση ανάμεσα στον ενήλικα-αφηγητή και στο παιδί-αφηγητή, υπάρχουν αρκετά σημεία στην αφήγηση που μας δίνεται από το παιδί-αφηγητή όπου βρίσκουμε σχόλια τα οποία δεν μπορούσαν να έχουν γίνει από ένα παιδί, και φανερώνουν ουσιαστικά την παρέμβαση του ενήλικα-αφηγητή που έχοντας τώρα πια πλήρη γνώση των γεγονότων αλλά και των ανθρώπων γενικότερα, σχολιάζει γεγονότα και πράξεις εκείνης της εποχής.
«- Εἶμαι γέρος, μωρή, ἔλεγε πρὸς τὴν ἀνυπόμονον μητέρα, εἶμαι γέρος, καὶ ἂν δὲν τὸ τσούξω κομμάτι, δὲν βλέπουν καλὰ τὰ μάτια μου.
Καὶ φαίνεται, ὅτι δὲν ἐψεύδετο. Διότι ὅσῳ περισσότερον ἔπινε, τόσο εὐκολώτερον ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ ποῖα εἶναι ἡ παχυτέρα τῆς αὐλῆς μας ὄρνιθα, διὰ νὰ τὴν λάβῃ ἀπερχόμενος.»
Στη δήλωση του γέρου κουρέα, που εκτελούσε και χρέη γιατρού, ότι δεν μπορούσε να δει καλά αν δεν πιει πρώτα, ο αφηγητής σχολιάζει πως ο γέροντας ήταν ειλικρινής, αφού όσο περισσότερο έπινε τόσο ευκολότερα μπορούσε να διακρίνει την πιο παχιά κότα για να την πάρει, ως αμοιβή, φεύγοντας. Το καυστικό αυτό σχόλιο, φανερώνει βέβαια την αίσθηση του χιούμορ που έχει ο αφηγητής, αλλά δεν μπορεί να αποδοθεί σ’ ένα μικρό παιδί, οπότε είναι προφανές πως αποτελεί ένα σχόλιο του ενήλικα-αφηγητή.
Με παρόμοιο τρόπο, όταν ο γέροντας λέει: «ἡ πορεία τῆς ἀσθενείας εἶνε καλή, καὶ ἀκριβῶς τοιαύτη, ὁποίαν ἐδικαιοῦτο νὰ τὴν περιμένῃ ἡ ἐπιστήμη ἀπὸ τὰς συνταγάς του.» Ο ενήλικας-αφηγητής, με πικρό χιούμορ και ειρωνική διάθεση σχολιάζει πώς: «Τὸ τελευταῖον τοῦτο ἦτο δυστυχῶς λίαν ἀληθές. Ἡ κατάστασις τῆς Ἀννιῶς ἔβαινεν ἀργὰ μὲν καὶ ἀπαρατηρήτως, ἀλλ' ὁλονὲν ἐπὶ τὰ χείρῳ.»
Επίσης, όταν η μητέρα έδωσε στην Αννιώ να πιει νερό από το σκεύος όπου μόλις είχε περάσει η χρυσαλλίδα –η ψυχή του πατέρα-, λέγοντάς της πως αυτό θα τη γιατρέψει, ο ενήλικας-αφηγητής σχολιάζει, πως η Αννιώ ήπιε νερό: «τὸ ὁποῖον ἔμελλε τῷ ὄντι νὰ τῇ ἰατρεύσει.» Ο αφηγητής έμμεσα μας αποκαλύπτει πως ήρθε η στιγμή που η μικρή κοπέλα θα εκπνεύσει, καθώς με το σχόλιό του εννοεί πως πραγματικά θα τη γιάτρευε το νερό αυτό, αφού θα ήταν η τελευταία της πράξη προτού πεθάνει και γλιτώσει από τη διαρκή ταλαιπωρία που βίωνε τόσο καιρό.
Εκτός, όμως, από τα σχόλια του ενήλικα-αφηγητή που λειτουργούν ως παρατηρήσεις για τα γεγονότα που περιγράφει, υπάρχουν και σημεία όπου ο ενήλικας αφηγητής θέλει να μας υπενθυμίσει πως η αφήγηση δίνεται με βάση το πώς αντιλήφθηκε και βίωσε τα γεγονότα όταν ήταν παιδί. Υπενθύμιση που έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς είναι σημαντικό ο αναγνώστης να έχει υπόψη του πως οι αντιδράσεις και τα συναισθήματα του αφηγητή διακρίνονται κάποτε από μια υπερβολή και μια ένταση, η οποία είναι απολύτως λογική αν σκεφτεί κανείς πως τότε ο αφηγητής ήταν περίπου εννέα ετών.
«Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπὶ τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις.» Ο φόβος με τον οποίο αντικρίζει ο αφηγητής κάθε τι στην εκκλησία την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκε εκεί, είναι βέβαια ιδιαίτερα υπερβολικός, αλλά είναι απόλυτα αναμενόμενος από ένα μικρό παιδί.
Επίσης, υπάρχουν στην αφήγηση στοιχεία, κυρίως πληροφορίες λαογραφικού ενδιαφέροντος, που σαφώς δε θα περίμενε κανείς να τις γνωρίζει ένα παιδί εννιά ετών, αλλά τις δεχόμαστε ως τμήμα της αφήγησης του παιδιού-αφηγητή, επειδή γνωρίζουμε το ενδιαφέρον του συγγραφέα για τη λαογραφία και την επιθυμία του να εμπλουτίσει το κείμενό του ανάλογες πληροφορίες.
Τέλος, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως ο ενήλικας-αφηγητής προσπαθεί να μας δώσει τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας, όπως ακριβώς τα βίωσε τότε και όπως αυτά εγγράφηκαν στη συνείδησή του -καθώς το κείμενο αυτό είναι κατά κύριο λόγο μια ψυχογραφία όλων εκείνων των εμπειριών που επηρέασαν τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του- αλλά στην πραγματικότητα μας παρουσιάζει την πραγματικότητα όπως την έπλασε η ασύνειδη επενέργεια της εσωτερικής διάθεσής του για ψυχική εξισορρόπηση και επούλωση των παιδικών του τραυμάτων. Ο αφηγητής, για παράδειγμα, μας διαβεβαιώνει ότι οι διακρίσεις της μητέρας του δε δημιούργησαν καμία αίσθηση ζήλιας στα αγόρια, μόνο και μόνο για να διαψευστεί από τη μητέρα του: «Καὶ ἐζούλευες ἐσύ, καὶ ἔγεινες τοῦ θανατᾶ ἀπὸ τή ζούλια σου». Μια διάψευση που έρχεται να ενισχύσει την ψυχογραφική λειτουργία του αφηγηματικού αυτού έργου, καθώς ο αφηγητής μας παρουσιάζει πώς με την πάροδο των χρόνων ως άμυνα για τα επώδυνα βιώματα της μητρικής αδιαφορίας κατόρθωσε να μεταλλάξει μέσα του την πραγματικότητα όσων έζησε και να μας παρουσιάζει πλέον περισσότερο τη στάση που θα ήθελε να έχει κρατήσει εκείνα τα χρόνια και όχι τη στάση που πραγματικά κράτησε.
Στην πραγματικότητα το Αμάρτημα της μητέρας που ενδιαφέρει τον αφηγητή, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το πρώτο μέρος του αφηγήματος, δεν είναι το πλάκωμα του μωρού, αλλά η αίσθηση της εγκατάλειψης και της πλήρους αδιαφορίας που βίωσε ο αφηγητής στα παιδικά του χρόνια, από μια μητέρα που όσο προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τους προσωπικούς της δαίμονες τόσο απομακρυνόταν από τα παιδιά της.




Σχετικά με τον αφηγητή στο Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ali Omar Ermes

Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»

«Έτσι ο αφηγητής-πρόσωπο του Βιζυηνού (παρών μέσα στην αφήγηση) απέχει εξίσου από τον αφηγητή-παντογνώστη (απόντα από την αφήγηση) και από τον αφηγητή-πρωταγωνιστή (προνομιακό φορέα της αφήγησης)» [Παν. Μουλλάς]: Να αναζητήσετε μέσα από το κείμενο τα επιχειρήματα που δικαιολογούν μια τέτοια άποψη.

[Αυτόπτης μάρτυρας των ιστοριών του, αλλά ποτέ πρωταγωνιστής, δε διεκδικεί για τον εαυτό του παρά το δικαίωμα που δίνει και σε οποιοδήποτε πρόσωπό του: να «βρίσκεται σε πλάνη αναφορικά με την πραγματικότητα», να συμπληρώνει σταδιακά τα πληροφοριακά κενά του ή να προχωρεί προς την αλήθεια με διαδοχικές προσεγγίσεις. Ο λόγος του (και επομένως ο ρόλος του) υποβιβάζεται, θα ‘λεγες, βαθμιαία: περισσότερο εμφανής στα πρώτα διηγήματα, καταλήγει σχεδόν διακοσμητικός στο «Μοσκώβ-Σελήμ».
Έτσι ο αφηγητής-πρόσωπο του Βιζυηνού (παρών μέσα στην αφήγηση) απέχει εξίσου από τον αφηγητή-παντογνώστη (απόντα από την αφήγηση) και από τον αφηγητή-πρωταγωνιστή (προνομιακό φορέα της αφήγησης). Καμία πρόθεση κατακράτησης του λόγου εδώ. Ας προσέξουμε λ.χ. την πρώτη και την τελευταία φράση του «Αμαρτήματος της μητρός μου»: ο αφηγητής αρχίζει να μιλάει σαν συλλογικό-οικογενειακό φερέφωνο («Ἄλλην ἀδελφὴν δὲν εἴχομεν παρὰ μόνον τὴν Ἀννιὼ.») και τελειώνει με την προσωπική παραίτησή του από το λόγο («Οἱ ὀφθαλμοὶ της ἐπληρώθησαν δακρύων καὶ ἐγὼ ἐσιώπησα.»). Με την ίδια ευκολία αφήνει να μιλήσουν και τα άλλα πρόσωπα, άλλοτε με εκτενείς αποκαλυπτικούς μονολόγους και άλλοτε με σύντομους διαλόγους. Αν για μια στιγμή φανταστούμε πως ο αφηγητής δεν είναι ο άνθρωπος που διηγείται την ιστορία, αλλά ένα πρόσωπο, ανάμεσα στα άλλα, που μιλάει κι αυτό με εκτενείς μονολόγους ή παρεμβαίνει στο διάλογο, ο θεατρικός χαρακτήρας των διηγημάτων του Βιζυηνού γίνεται φανερός: η κατάργησή του (κατάργηση με την έννοια της μετατροπής του αφηγητή σε ισότιμο πρόσωπο του έργου) μεταβάλλει αυτόματα τη διήγηση σε μίμηση, δηλαδή το διήγημα σε θεατρογράφημα.] Παν. Μουλλάς
Η παρατήρηση σχετικά με τη συμμετοχή του αφηγητή στα δρώμενα οφείλεται ακριβώς στην τάση του βασικού αφηγητή να υποχωρεί σε κάποια σημεία και να περικλείει τον εαυτό του στο «εμείς» της οικογένειας (εισαγωγή του διηγήματος), να εμφανίζεται άλλοτε ως πρωταγωνιστικό πρόσωπο (τα γεγονότα στην εκκλησία, η διάσωσή του στο ποτάμι) και κάποτε να παραχωρεί το έργο της αφήγησης σε άλλο πρόσωπο (η διήγηση των γεγονότων από τη μητέρα). Επιπλέον, ο αφηγητής δεν είναι παρών σε όλα τα γεγονότα που μας αφηγείται, καθώς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (το οποίο αφηγηματικά δίνεται με συντομία) απουσιάζει στο εξωτερικό, οπότε δεν έχει άμεση γνώση κι εμπειρία των γεγονότων εκείνης της περιόδου (δεύτερη υιοθεσία). Παράλληλα, ο ίδιος ο αφηγητής εναλλάσσει σταδιακά την οπτική του γωνία από αυτή του παιδιού-αφηγητή σε αυτή του ενήλικα-αφηγητή, στοιχείο που ενισχύει την αίσθηση πως η αφήγηση δε δίνεται ποτέ από ένα σταθερό αφηγητή με συγκεκριμένη οπτική και μόνιμη συμμετοχή στα γεγονότα.
Σε αντίθεση, επομένως, με άλλα αφηγηματικά έργα όπου ο αφηγητής έχει από την αρχή ως το τέλος καθορισμένη οπτική και συμμετοχή στα δρώμενα, ο αφηγητής στο Αμάρτημα της μητρός μου, περνά από το εμείς στο εγώ, περνά από την εξομοίωση με τα υπόλοιπα πρόσωπα στο επίκεντρο της αφήγησης και ύστερα υποχωρεί εκ νέου, για να αναλάβει στη συνέχεια ξανά πρωταγωνιστικό ρόλο, προσφέροντας έτσι μια ποικιλία εναλλαγών που δίνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην αφηγηματική πράξη και βοηθούν στη διατήρηση του αρχικού αινίγματος κι επομένως της αγωνίας του αναγνώστη.
Τα στοιχεία που προσδίδουν ιδιαιτερότητα στην αφήγηση του Αμαρτήματος είναι η επιθυμία του αφηγητή να μην μονοπωλεί την αφηγηματική πράξη, η απουσία του για μεγάλο χρονικό διάστημα και φυσικά το πέρασμά του από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, καθώς τα γεγονότα του διηγήματος καλύπτουν ένα χρονικό διάστημα 28 χρόνων.


Αναχρονίες στο Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ali Omar Ermes

Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»

Όπως γνωρίζετε, σε μια αφήγηση συχνά παρατηρούνται αναχρονίες όταν ο αφηγητής παραβιάζει τη χρονική σειρά κατά την αφήγηση, αναφερόμενος άλλοτε σε γεγονότα προγενέστερα από το σημείο της ιστορίας στο οποίο βρισκόμαστε σε μια δεδομένη στιγμή (αναδρομικές αφηγήσεις) και άλλοτε προλέγοντας γεγονότα τα οποία θα διαδραματιστούν αργότερα (πρόδρομες αφηγήσεις).
α) Να αναζητήσετε και να καταγράψετε τις αναχρονίες του αφηγήματος.
β) Τι επιτυγχάνει με τη χρήση τους ο αφηγητής;

α) Στο Αμάρτημα της μητρός μου εντοπίζουμε 7 αναδρομικές αφηγήσεις και μόλις μία σύντομη αναφορά σε μελλοντικά γεγονότα.
1η Αναδρομή: Όταν ο αφηγητής – παιδί ακούει την προσευχή της μητέρας του στην εκκλησία, προσπαθεί να θυμηθεί αν έκανε ποτέ κάτι για να ενοχλήσει τη μητέρα του, ώστε να φτάσει στο σημείο να ζητά το χαμό του.
«Ἀνεκάλεσα εἰς τὴν μνήμην μου ὅλας τὰς πρὸς τὴν μητέρα τρυφερότητας καὶ θωπείας μου. Προσεπάθησα νὰ ἐνθυμηθὼ μήπως τῆς ἔπταισα ποτέ, μήπως τὴν ἀδίκησα, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθην. Ἀπεναντίας εὔρισκον, ὅτι ἀφ' ὅτου ἐγεννήθη αὐτὴ ἡ ἀδελφή μας, ἐγὼ, ὄχι μόνον δὲν ἠγαπήθην, ὅπως θὰ τὸ ἐπεθύμουν, ἀλλὰ τοῦτ' αὐτὸ παρηγκωνιζόμην ὁλονὲν περισσότερον. Ἐνθυμήθην τότε, καὶ μοῖ ἐφάνη ὅτι ἐνόησα, διατὶ ὁ πατήρ μου ἐσυνείθιζε νὰ μὲ ὀνομάζη τὸ ἀδικημένο του.»
2η Αναδρομή: Η δεύτερη αναδρομή γίνεται από τον αφηγητή – παιδί όταν ακούει τη μητέρα του να μοιρολογεί. Ο αφηγητής ανατρέχει στο παρελθόν για να μας μιλήσει για τη σύνθεση του μοιρολογιού αυτού.
«Τὸ μοιρολόγιον τοῦτο ἐσύνθεσεν ἐπὶ τῷ θανάτῳ τοῦ πατρός μου, κατὰ παραγγελίαν αὐτῆς, ἡλιοκαὴς ρακένδυτος Γύφτος, γνωστὸς εἰς τὰ περίχωρά μας διὰ τὴν δεξιότητα εἰς τὸ στιχουργεῖν αὐτοσχεδίως....
- Θεὸς σχωρέσοι τὸν ἄνδρα σου, νύφη! Ἐφώνησεν ἔκθαμβος ὁ ραψωδὸς καὶ φορτωθεὶς τὰ χάλκινά του σκεύη ἐξῆλθε τῆς αὐλῆς μας.»
3η Αναδρομή: Ο αφηγητής – παιδί, μόλις η μητέρα του δίνει να πιει νερό από το σκεύος όπου μόλις είχε περάσει η χρυσαλλίδα (η ψυχή του πατέρα του, σύμφωνα με τη μητέρα), θυμάται πως η μητέρα τους έχει δώσει κι άλλες φορές να πιουν από αυτό το σκεύος.
«Τότε μοῦ ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν ὅτι καὶ ἄλλοτε μᾶς ἐπότιζεν ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ σκεύους, εὐθὺς ὡς ἐξυπνοῦμεν. Καὶ ἐνθυμήθην, ὅτι ὁσάκις ἔκαμνε τοῦτο ἡ μήτηρ μας, ἦτο καθ' ὅλην ἐκείνην τὴν ἡμέραν ζωηρὰ καὶ περιχαρής, ὡς ἐὰν εἶχεν ἀπολαύσει μεγάλην τινὰ πλὴν μυστικὴν εὐδαιμονίαν.»
4η Αναδρομή: Μετά το θάνατο της Αννιώς και προτού ο αφηγητής μας περιγράψει τον έντονο θρήνο της μητέρας του για τη μικρή της κόρη, ανατρέχει στο παρελθόν για να μας μιλήσει για το θρήνο της μητέρας όταν πέθανε ο πατέρας.
«Πολλοὶ εἶχον κατηγορήσει τὴν μητέρα μου, ὄτι ἐνῷ αἱ ξέναι γυναίκες ἐθρήνουν μεγαλοφώνως ἐπὶ τοῦ νεκροὺ τοῦ πατρός μου, ἐκείνη μόνη ἔχυνεν ἄφθονα, πλὴν σιγηλὰ δάκρυα. Ἡ δυστυχὴς τὸ ἔκαμνεν ἐκ φόβου μήπως παρεξηγηθῇ, μήπως παραβῇ τὰ ὅρια τῆς εἰς τὰς νέας ἀνηκούσης σεμνότητος. Διότι καθὼς εἶπον, ἡ μήτηρ μας ἐχήρευσε πολὺ νέα.»
5η Αναδρομή: Όταν η μητέρα κατορθώνει να ελέγξει τον πόνο της για το χαμό της Αννιώς, συνειδητοποιεί σε τι σημείο έχουν φτάσει τα οικονομικά της οικογένειάς της, όσο καιρό ήταν απόλυτα προσηλωμένη στο άρρωστο παιδί της. Ο αφηγητής – παιδί μας εξηγεί πώς και γιατί έχασαν όλα τους τα χρήματα.
«Ἡ χρηματικὴ μας περιουσία κατηναλώθη εἰς ἰατροὺς καὶ ἰατρικὰ. Πολλὰ χράμια καὶ κηλίμια, ἔργα τῶν ἰδίων αὐτῆς χειρῶν, τὰ εἶχε πωλήσει δι' ἀσήμαντα ποσὰ, ἤ τὰ εἴχε δώσει ὡς ἀμοιβὴν εἰς τοὺς γόητας καὶ τὰς μαγίσσας. Ἄλλα μᾶς τὰ ἔκλεψαν αὐτοὶ καὶ οἱ ὅμοιοί των, ἐπωφελούμενοι ἐκ τῆς ἀνεπιβλεψίας, ἥτις ἐπεκράτησεν ἐν τῷ οἴκῳ μας. Πρὸς ἐπίμετρον ἐξηντλήθησαν καὶ αἱ προμήθειαι τῶν ζωοτροφιῶν μας καὶ ἡμεῖς δὲν εἴχομεν πλέον πόθεν νὰ ζήσωμεν.»
6η Αναδρομή: Ο ενήλικας – αφηγητής αναφέρεται στην υπόσχεση που είχε δώσει στη μητέρα του, ότι θα φροντίσει όχι μόνο εκείνη αλλά και το ψυχοπαίδι της, εξηγώντας μας τις συνθήκες υπό τις οποίες έδωσε την υπόσχεση αυτή.
«Ἦτο καθ' ἣν ἐποχὴν ἡ μήτηρ μας εἰργάζετο διὰ νὰ θρέψῃ τὴν πρώτην μας θετὴν ἀδελφὴν καθὼς καὶ ἡμᾶς. Ἐγὼ τὴν συνώδευον κατὰ τὰς διακοπὰς τῶν μαθημάτων, παίζων παρ' αὐτῇ, ἐνῶ ἐκείνη ἔσκαπτεν ἢ ἐξεβοτάνιζεν. Μίαν ἡμέραν διακόψαντες τὴν ἐργασίαν ἐπεστρέφομεν ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς φεύγοντες τὸν ἀφόρητον καύσωνα, ὑφ' οὗ ὁλίγον ἔλειψε νὰ λιποθυμήσῃ ἡ μήτηρ μου...
Ἡ μήτηρ ἐμειδίασεν ἀκουσίως, διὰ τὴν ἐπιβλητικὴν στάσιν, ἣν ἔλαβον προφέρων τὴν διαβεβαίωσιν ταύτην. Ἔπειτα διέκοψε τὴν ὁμιλίαν ἐπειποῦσα•
- Ἄμ' θρέψε δὰ πρῶτα τὸν ἑαυτό σου καὶ ὕστερα βλέπουμε.»
7η Αναδρομή: Η τελευταία και εκτενέστερη αναδρομή μας δίνεται από τη μητέρα, η οποία εξομολογούμενη στο γιο της το αμάρτημά της, ανατρέχει στο παρελθόν για να του περιγράψει τα γεγονότα που οδήγησαν στο πλάκωμα του μωρού, καθώς και τις προσπάθειές της για εξιλέωση μετά και το θάνατο του δεύτερου κοριτσιού της.
«- Ναὶ! μὲ εἶπεν, ἀναστενάξασα βαθέως, ἀλλὰ δὲν ἦτο τὸ μόνον μου κορίτσι! Ἐσὺ εἶσαι τέσσαρα χρόνια μικρότερος ἀπὸ τὸ Χρηστάκη. Ἕνα χρόνο κατόπιν του ἔκαμα τὴν πρώτη μου θυγατέρα.
Ἤταν τότε κοντά, 'ποὺ ἐπαντρολογιέτο ὁ Φώτης ὁ Μυλωνᾶς. Ὁ μακαρίτης ὁ πατέρας σου παράργησε τὸ γάμο τους, ὡς 'ποὺ ν' ἀποσαραντήσω ἐγὼ, γιὰ νὰ τοὺς στεφανώσουμε μαζὶ. Ἤθελε νὰ μὲ 'βγάλῃ καὶ μένα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ χαρῶ 'σὰν 'πανδρευμένη, ἀφοῦ κορίτσι δὲν μ' ἀφῆκεν ἡ γιαγιά σου νὰ χαρῶ...
Ὅποιος δὲν τὸ ἐδοκίμασε μοναχός του, παιδὶ μου, δὲν 'ξεύρει τὶ πικρὸ ποτήρι ἦταν ἐκεῖνο. Ἐλπίδα νὰ κάνω ἄλλο κορίτσι δὲν ἦταν πλέον. Ὁ πατέρας σου εἶχ' ἀποθάνει. Ἂν δὲν εὐρίσκετο ἕνας γονιὸς νὰ μὲ χαρίσῃ τὸ κορίτσι του, ἤθελα πάρω τὰ βουνὰ νὰ φύγω.
Ἀλήθεια 'ποῦ δὲν ἐβγῆκε καλόγνωμο. Μὰ ὅσο τὸ εἶχα καὶ τὸ 'κήδευα καὶ τὸ 'κανάκευα, 'θαρροῦσα πῶς τὸ εἶχα 'δικό μου, καὶ 'ξεχνοῦσα 'κεῖνο πὤχασα, κ' ἡμέρωνα τη συνείδησί μου.»
Η πρόδρομη αφήγηση μας δίνεται από τον αφηγητή όταν φεύγοντας για τα ξένα, ενώ λέει στη μητέρα του ότι πάει για να βγάλει χρήματα, ώστε εκείνη να μην έχει ανάγκη να δουλεύει, πρόκειται να συνειδητοποιήσει πως κάτι τέτοιο θα αργήσει πολύ να συμβεί.
«Δὲν ἤξευρον ἀκόμη ὅτι δεκαετὲς παιδίον ὄχι τὴν μητέρα, ἀλλ' οὐδὲ τὸν ἐαυτόν του δὲν δύναται νὰ θρέψῃ. Καὶ δὲν ἐφανταζόμην, ὁποίαι φοβεραὶ περιπέτειαι μὲ περιέμενον καὶ πόσας πικρίας ἔμελλον ἀκόμη νὰ ποτίσω τὴν μητέρα μου διὰ τῆς ξενιτείας ἐκείνης, δι' ἧς ἤλπιζον νὰ τὴν ἀνακουφίσω.
Ἐπὶ πολλὰ ἔτη ὄχι μόνον βοήθειαν, ἀλλ' οὐδὲ μίαν ἐπιστολὴν κατώρθωσα νὰ τῇ στείλω.»

β) Οι αναχρονίες αποτελούν μια συχνή επιλογή στα αφηγηματικά έργα, καθώς έτσι αποφεύγεται η μονότονη ευθύγραμμη παράθεση των γεγονότων και το κείμενο κερδίζει σε ενδιαφέρον.
Η χρήση αναχρονιών επιτρέπει στον αφηγητή να ξεκινήσει τη διήγησή του από το χρονικό σημείο που επιθυμεί, επιστρέφοντας στο παρελθόν ανά διαστήματα για να δώσει κάθε φορά τις πληροφορίες που κρίνει απαραίτητες, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί απρόσκοπτα να παρακολουθεί την εξέλιξη της ιστορίας.
Ειδικά για το Αμάρτημα της μητρός μου, οι αναχρονίες είναι πολύτιμες, καθώς επιτρέπουν στον αφηγητή να ξεκινήσει την ιστορία του από την ασθένεια της Αννιώς, κρατώντας κρυφό το αμάρτημα της μητέρας και διατηρώντας ακέραιη την αγωνία του αναγνώστη, μέχρι τη στιγμή της δραματικής αποκάλυψης μέσα από την αναδρομική αφήγηση της μητέρας.





Στοιχεία θεατρικότητας στο Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ali Omar Ermes

Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»

Αναζητήστε εκείνα τα στοιχεία που προσδίδουν στο κείμενο θεατρική λειτουργία.

Η θεατρική λειτουργία του διηγήματος αυτού συνίσταται στη δόμησή του σε σκηνές που έχουν ικανή αυτοτέλεια, στον προσδιορισμό του χώρου, στην παραστατική σκιαγράφηση των βασικών προσώπων της ιστορίας και φυσικά στην ύπαρξη διαλόγων.
Ο Βιζυηνός παρουσιάζοντας τα γεγονότα που αποτελούν τον κορμό της αφήγησής του τα διακρίνει σε επιμέρους ενότητες – σκηνές, δημιουργώντας δομικά τις προϋποθέσεις μιας θεατρικής παρουσίασης του έργου. Υπάρχει για παράδειγμα η ενότητα που αφορά την ασθένεια της Αννιώς, όσο αυτή βρίσκεται στο σπίτι, τα γεγονότα της εκκλησίας, η τελετή επίκλησης της ψυχής του πατέρα που μας οδηγεί στο τέλος της Αννιώς, η σκηνή της υιοθεσίας, η εξομολόγηση της μητέρας στο γιο της, καθώς και άλλες ενότητες, που επιτρέπουν εν τέλει τη θεατρική απόδοση του διηγήματος. Οι ενότητες αυτές, μάλιστα, εναλλάσσονται με γρήγορο σχετικά ρυθμό, ώστε να μη δίνεται η αίσθηση στατικότητας τόσο των προσώπων όσο και της εξέλιξης της ιστορίας.
Επιπλέον, ο συγγραφέας φροντίζει να προσδιορίζει κάθε φορά το χώρο όπου τελούνται τα αφηγούμενα γεγονότα, ώστε να είναι σε θέση ο αναγνώστης να δημιουργήσει στο μυαλό του τις ανάλογες εικόνες. Ο Βιζυηνός, βέβαια, δεν αναλώνεται σε εκτενείς περιγραφές του χώρου, μας δίνει όμως, έστω και με λιτό τρόπο, τα βασικά στοιχεία ώστε να γνωρίζουμε που βρίσκονται σε κάθε περίπτωση οι ήρωες της ιστορίας του.
Τέλος, ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην παρουσίαση των προσώπων του διηγήματος, προσφέροντας στον αναγνώστη την ευκαιρία να γνωρίσει σε βάθος τη ψυχολογική κατάσταση και τα συναισθήματά τους. Ενώ, παράλληλα, εμπλουτίζει συχνά την αφήγησή του με αναφορές στις εκφράσεις και τις χειρονομίες των προσώπων, στοιχεία που επιτρέπουν μια πληρέστερη κατανόηση της συναισθηματικής κατάστασης των ηρώων και μας παραπέμπουν παράλληλα σε μια θεατρικότητα στην παρουσίασή τους. Οι διάλογοι, μάλιστα, που εντάσσει στην αφήγησή του ενισχύουν την αίσθηση της θεατρικής λειτουργίας του κειμένου.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...