Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Virginia Woolf «Λάπιν και Λαπίνοβα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

John Crothers http://fineartamerica.com/featured/love-you-with-all-my-heart-john-crothers.html

Virginia Woolf «Λάπιν και Λαπίνοβα»

Το διήγημα της Βιρτζίνια Γουλφ, Λάπιν και Λαπίνοβα, αναφερόμενο στο γάμο ενός νέου ζευγαριού, αγγίζει μερικές βασικές θεματικές που σχετίζονται με την έννοια του έρωτα, αλλά και του έγγαμου βίου:

-         Η ανάγκη να δημιουργηθεί ανάμεσα στο νέο ζευγάρι ένας κώδικας επικοινωνίας, ένας μυστικός συνεκτικός δεσμός, που θα τους φέρνει κοντά και θα αποτελεί τη δικλείδα ασφαλείας απέναντι στο γεγονός πως επί της ουσίας είναι δύο άνθρωποι, μέχρι πρότινος άγνωστοι μεταξύ τους, μεγαλωμένοι σε διαφορετικά περιβάλλοντα και με τελείως διαφορετικές εμπειρίες.

-         Η επιθυμία του ερωτευμένου να βρίσκεται σε μια διαρκή και ουσιαστική επικοινωνία με το άλλο άτομο∙ τάση που στην πλήρη έκτασή της καλεί σε μια εγωιστική ένωση, σε μια αποκλειστική συνύπαρξη, μακριά απ’ τους περισπασμούς των άλλων ανθρώπων. Η επιθυμία αυτής της συνεχούς ψυχικής και πνευματικής επαφής, εκφράζεται κυρίως απ’ τη μεριά της ηρωίδας, κι έρχεται κατ’ ανάγκη σε σύγκρουση με τη συντριπτική επίδραση της πραγματικότητας. Οι υποχρεώσεις της καθημερινότητας, ιδίως στο πλαίσιο ενός γάμου, εξωθούν στην παγίωση μιας ρουτίνας που δεν επιτρέπει τον ανεδαφικό ρομαντισμό ενός αδιάκοπου έρωτα.

-         Η έννοια της οικειοθελούς εξαπάτησης στον έρωτα, της σκόπιμης δηλαδή απόδοσης στο άλλο πρόσωπο χαρακτηριστικών που είτε στερείται είτε κατέχει σε μικρό βαθμό, προκειμένου να λάβει την ιδεατή εικόνα, να εξιδανικευτεί κι έτσι να αποτελέσει για τον ερωτευμένο το απολύτως επιθυμητό του συμπλήρωμα.

«Κι ο Έρνεστ Θόρμπερν οδήγησε τη γυναίκα του στο αυτοκίνητο, μέσα απ’ το αδιάκριτο πλήθος των ξένων που μαζεύεται στο Λονδίνο με την πρώτη ευκαιρία για να ψυχαγωγηθεί με την ευτυχία ή τη δυστυχία των άλλων.»

Η αφήγηση του διηγήματος είναι δοσμένη τριτοπρόσωπα, από έναν παντογνώστη αφηγητή. Ας σημειωθεί, ωστόσο, πως ο αφηγητής εστιάζει κυρίως στα συναισθήματα και τις σκέψεις της ηρωίδας, προσδίδοντας στη δική της ευαίσθητη ψυχοσύνθεση το βάρος όλης της ιστορίας.

Η συγγραφέας ενδιαφέρεται περισσότερο για τη γυναικεία οπτική του έρωτα και εμβαθύνει εύλογα κυρίως στη συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας.

Το όνομα και το επώνυμο του ήρωα (Έρνεστ Θόρμπερν) δηλώνονται απ’ την αρχή του διηγήματος, για να δοθεί έμφαση στην πληρότητα της υπόστασής του. Μέλος μιας μεγάλης οικογένειας, με αξιόλογη μόρφωση και πολύ καλή επαγγελματική αποκατάσταση, ο ήρωας υπερέχει της ορφανής και οικονομικά ασθενέστερης ηρωίδας, της οποίας μαθαίνουμε μόνο το μικρό όνομα (Ρόζαλιντ).

Η σαφής υπεροχή του συζύγου της επιτείνει την ανασφάλεια της ηρωίδας, η οποία βέβαια ούτως ή άλλως θα έπρεπε να ζήσει υπό την προστασία του, όπως ήταν το παραδεδομένο της εποχής (Αγγλία, αρχές 19ου αιώνα).

«Η Ρόζαλιντ δεν είχε καλοχωνέψει ακόμα το γεγονός ότι ήταν κυρία Έρνεστ Θόρμπερν. Μπορεί και να μη συνήθιζε ποτέ τον εαυτό της σαν κυρία Έρνεστ Οποιουδήποτε.»

Το πέρασμα απ’ την πρότερη κατάσταση αυτονομίας στο αυστηρό πλαίσιο ενός γάμου, που θέλει τη γυναίκα να ανήκει -σε μεγάλο βαθμό- στο σύζυγό της, προκαλεί αμηχανία στην ηρωίδα.

Η δυσκολία της αυτή πάντως προδιαθέτει τον αναγνώστη για τη μη ομαλή μετάβασή της στην κανονική ρουτίνα του έγγαμου βίου.

«Δεν είναι κι εύκολο να εξοικειωθείς μ’ ένα όνομα σαν το Έρνεστ. Αν πέρναγε απ’ το χέρι της, θα προτιμούσε χίλιες φορές καλύτερα κανένα Τίμοθυ, Άντονυ ή Πήτερ. Ούτε και στον ίδιο τον Έρνεστ ταίριαζε εξάλλου.»

Με δεδομένο πως η αφήγηση ξεκινά με το γάμο του ζευγαριού, ο αναγνώστης αγνοεί το πώς και το πότε της γνωριμίας των δύο νέων. Ωστόσο, είναι προφανές απ’ το γεγονός πως η ηρωίδα δεν έχει συνηθίσει ακόμα το όνομα του συζύγου της, πως η μεταξύ τους σχέση είναι πολύ πρόσφατη. Έτσι, καθώς εξελίσσεται ο μήνας του μέλιτος, βρισκόμαστε επί της ουσίας στην αρχή, στο πρώτο χτίσιμο της επικοινωνίας και του ψυχικού δεσμού τους.

«Λοιπόν, όταν έτρωγε φρυγανιά, έμοιαζε με κουνέλι… Όταν έτρωγε, η μύτη του σούφρωνε ανεπαίσθητα. Έτσι, έγινε το χαϊδεμένο της κουνέλι.»

Η ηρωίδα στην προσπάθειά της να διαπιστώσει, να προσδιορίσει και να κατανοήσει την προσωπικότητα του συζύγου της∙ στην προσπάθειά της να βρει σε αυτόν κάτι που να της τον καθιστά όσο το δυνατόν πιο οικείο και πιο αποδεκτό, εντοπίζει μιαν ανεπαίσθητη κίνηση -το σούφρωμα της μύτης- και πάνω σ’ αυτή διαμορφώνει μια ολόκληρη φανταστική περσόνα για τον άντρα της.

Ο γεροδεμένος και αρρενωπός, μα ακόμη απρόσιτος Έρνεστ, γίνεται ένα χαριτωμένο κουνέλι (λάπιν) στα μάτια της Ρόζαλιντ. Η νέα αυτή ταυτότητα θα αποτελέσει ταυτόχρονα τον πολύτιμο κώδικα επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο ερωτευμένους, αλλά και την απαρχή ενός φανταστικού κόσμου, ενός κόσμου στον οποίο θα προσφεύγει με κάθε ευκαιρία και μπροστά σε κάθε πρόβλημα η ηρωίδα.

Η συναίνεση του Έρνεστ στη δημιουργία αυτού του κώδικα -απόρροια του έρωτά του για τη Ρόζαλιντ- θα βοηθήσει ώστε οι δυο τους να αποκτήσουν τη δική τους μυστική γλώσσα επικοινωνίας και να χτίσουν έτσι έναν ακόμη συνεκτικό δεσμό μεταξύ τους.

«Όταν λοιπόν οι καμαριέρες, ο ψαράς κι ο Ελβετός σερβιτόρος με το λιγδιασμένο γιλέκο φαντάζονταν ότι το ζευγάρι ήταν πολύ ευτυχισμένο, δεν έπεφταν καθόλου έξω. Ως πότε βαστάει όμως μια τέτοια ευτυχία, αναρωτιόντουσαν∙ κι ο καθένας τους απαντούσε, κατά την περίσταση, με το δικό του τρόπο.»

Ο μήνας του μέλιτος βρίσκει το νέο ζευγάρι σε μια ιδανική κατάσταση ευτυχίας, στην οποία συνέτεινε κι η νέα ταυτότητα του ήρωα που τον κατέστησε πιο προσιτό στη Ρόζαλιντ και τον έφερε πιο κοντά στο δικό της κόσμο. Ο Έρνεστ, δεν είναι τώρα πια απλώς ο γιος της Ρέτζιναλντ Θόρπερν, είναι κι ο σύζυγος της Ρόζαλιντ, είναι το αγαπημένο της κουνέλι.

Ο νέος αυτός προσδιορισμός του Έρνεστ, παρά την αφέλεια του χαρακτηρισμού, ενέχει ιδιαίτερη αξία, καθώς μόνο υπό αυτούς τους όρους η Ρόζαλιντ μπορεί να αισθανθεί πως εκείνος της ανήκει και πως μπορεί να του εμπιστευτεί τη ζωή της.

Η αναφορά στις σκέψεις των ανθρώπων που παρατηρούν το ευτυχισμένο ζευγάρι λειτουργεί ως προοικονομία για τη σταδιακή απώλεια του πρώτου αυτού ενθουσιασμού. Η ευτυχία των δύο ερωτευμένων, αν και δίνει την εντύπωση μιας καλά θεμελιωμένης σχέσης και επικοινωνίας, εντούτοις δεν μπορεί να παραμείνει για καιρό ανέγγιχτη απ’ τη φθορά που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου και η υπερβολική εξοικείωση που επέρχεται μέσα απ’ τη διαρκή συνύπαρξη.

Άλλωστε, η συνεχής καταφυγή της Ρόζαλιντ στον κόσμο των κουνελιών: «εκείνη άφηνε τη φαντασία της να παιχνιδίζει με την ιστορία της φυλής των Λαπίνων», αν και γίνεται στο πλαίσιο ενός χαριτωμένου και ρομαντικού παιχνιδιού ανάμεσα σε δύο ερωτευμένους, δεν μπορεί παρά να φανερώσει την απροθυμία της ηρωίδας να βιώσει τη συνύπαρξη με το σύζυγό της, με τους αυστηρούς όρους που θέτει η πραγματικότητα. Έτσι, κάθε φορά που δεν έχουν κάτι άλλο να πουν μεταξύ τους, εκείνη αντί να επιλέξει την καθησυχαστική οικειότητα της σιωπής, επιλέγει να δημιουργεί με τη φαντασία της νέες ιστορίας για το βασιλιά των κουνελιών, τον Λάπιν.

«Α, η Λαπίνοβα» μουρμούρισε η Ρόζαλιντ.
«Έτσι τη λένε;» ρώτησε ο Έρνεστ, «την πραγματική Ρόζαλιντ;» Την κοίταξε. Ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της.

Η συμμετοχή του Έρνεστ στη δημιουργία του φανταστικού κόσμου της Ρόζαλιντ∙ η συμμετοχή του ερωτευμένου ήρωα για χάρη της αγαπημένης του, σε ό,τι μοιάζει μ’ ένα απλό παιχνίδι φαντασίας, ενισχύει την εμπιστοσύνη της Ρόζαλιντ και επιτρέπει την εδραίωση της αγάπη της προς εκείνον.

Μια ενδεχόμενη απόρριψη του φανταστικού κόσμου των κουνελιών από τον Έρνεστ θα σήμαινε ματαίωση της μεταξύ τους επικοινωνίας και θα κλόνιζε την υπό διαμόρφωση σχέση τους.

«Θα μπορούσε άραγε να κρατηθεί σώα και αβλαβής, αναρωτιόταν η Ρόζαλιντ, εκείνο το χειμώνα, χωρίς αυτόν τον κόσμο;»

Σταδιακά, ο κόσμος των κουνελιών, ο ιδιαίτερος κώδικας επικοινωνίας των δύο νέων, αποκτά για τη Ρόζαλιντ ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς σε αυτόν βρίσκει παρηγοριά και κουράγιο. Παρόλο που ο γάμος της δε μοιάζει να έχει κάποιο σημαντικό πρόβλημα, η ευαισθησία της ηρωίδας,  η αδυναμία της να προσαρμοστεί στο νέο της ρόλο, και κυρίως η απροθυμία της να αποδεχτεί την πραγματικότητα ως έχει, την ωθούν να καταφεύγει όλο και συχνότερα στο φανταστικό της κόσμο.

Η αυξημένη ευαισθησία της ηρωίδας, που φτάνει στο επίπεδο της ανισορροπίας, καθίσταται ξεκάθαρη κατά τη διάρκεια της χρυσής επετείου των γονιών του συζύγου της. Η συγκέντρωση της πολυπληθούς οικογένειας των Θόρμπερν, κλονίζει τη συναισθηματικά εύθραυστη Ρόζαλιντ, που αισθάνεται για άλλη μια φορά μειονεκτικά απέναντι στον άντρα της. Ορφανή η ίδια, νιώθει τον εαυτό της παράταιρο σ’ αυτή την οικογενειακή συγκέντρωση που μοιάζει να μην την αφορά και να μην τη συμπεριλαμβάνει.

Η παρουσία του Έρνεστ ανάμεσα στα μέλη της άμεσης οικογένειάς του, το μοίρασμα μαζί τους ιστοριών και αστείων από παλιότερα χρόνια, ιστοριών άγνωστων στη Ρόζαλιντ, επιτείνουν την αίσθησή της πως η μεταξύ τους απόσταση δεν καλύφθηκε ποτέ. Αντικρίζει το σύζυγό της σαν να πρόκειται για έναν άγνωστο άνθρωπο και νιώθει πως ό,τι κι αν είναι αυτό που τους ενώνει, δεν μπορεί ποτέ να είναι αρκετό∙ δεν μπορεί ποτέ να τους φέρει τόσο κοντά, όσο θα ήθελε εκείνη.

«Ο γιος μου θα σας κάνει ευτυχισμένη». Όχι, δεν ήταν ευτυχισμένη. Καθόλου ευτυχισμένη. Κοίταξε τον Έρνεστ, ευθυτενή σαν πολιορκητικό κριό, με μια μύτη ίδια μ’ όλες τις μύτες στα οικογενειακά πορτρέτα∙ μια μύτη που δε σούφρωνε καθόλου.

Η ηρωίδα αρνούμενη να ενταχθεί στον πραγματικό κόσμο του άντρα της, αρνούμενη να θεωρήσει τον εαυτό της μέλος της οικογένειάς του, και να αποδεχτεί πως εκείνος δεν μπορεί ποτέ να της ανήκει ολοκληρωτικά, περιέρχεται σε μια έντονη κατάσταση δυστυχίας. Η μη εκπεφρασμένη, αλλά εμφανής επιθυμία της να κατέχει αποκλειστικά το χρόνο, το ενδιαφέρον και την προσοχή του άντρα της, είναι δεδομένο πως δεν μπορεί να εκπληρωθεί. Έτσι, η απροθυμία της ηρωίδας να αποδεχτεί τη συνήθη και εύλογη πραγματικότητα του έγγαμου βίου, θέτει σε κίνδυνο συνολικά τη σχέση της με τον σύζυγό της.

Μη αποδεχόμενη το μοίρασμα του χρόνου του, τις λοιπές κοινωνικές και οικογενειακές του υποχρεώσεις, διακινδυνεύει ακόμη και τις στιγμές που μπορεί να συνυπάρχει μαζί του με τους δικούς της όρους.

«Η Ρόζαλιντ ένιωσε να μεταμορφώνεται από παγοκρύσταλλο σε νερό. Έλιωνε, σκορπιζόταν, αφανιζότανε∙ όπου να ‘ταν θα λιποθυμούσε.»

Το γιόρτασμα της χρυσής επετείου των γονιών του Έρνεστ, που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να είναι το περισσότερο μια βαρετή κοινωνική υποχρέωση, γίνεται για την ηρωίδα μια επώδυνη δοκιμασία. Βιώνοντας την εκεί παρουσία του άντρα της ως απομάκρυνση, ακόμη κι ως αποδέσμευση από την ίδια, περιέρχεται σε μια κατάσταση τέτοιας εσωτερικής έντασης, που δε μπορεί να γίνει αντιληπτή χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτεροι παράγοντες της ψυχολογίας της:

Η ηρωίδα ούσα ορφανή, αισθάνεται εξαρχής τον εαυτό της αποκομμένο απ’ τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας∙ δεν έχει άλλωστε ανάλογες προσωπικές εμπειρίες οικογενειακών συναθροίσεων.

Η σχέση της με τον άντρα της βρίσκεται ακόμη στον πρώτο της χρόνο και δεν έχει αποκτήσει ικανά ερείσματα, ώστε να υπερκαλύπτεται η ανασφάλειά της και η αίσθησή της πως δεν τον γνωρίζει αρκετά, πως δεν της ανήκει στο βαθμό που θα ήθελε.

Η δεδομένη αδυναμία της ηρωίδας να αποδεχτεί την πραγματικότητα με την πεζότητα, την υποκρισία και τις ανούσιες όψεις της.

«Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα», είπε ο βασιλιάς Λάπιν, σφίγγοντας το κουνελίσιο ποδαράκι της.

Το άκουσμα της λέξης κουνέλια και το σούφρωμα της μύτης του Έρνεστ είναι τα στοιχεία που την επαναφέρουν απ’ την στιγμιαία ψυχολογική της κατάρρευση και της δίνουν την ευκαιρία να βρει ξανά τον ιδανικό της κόσμο, τον φανταστικό κόσμο που για καιρό πλάθει στο μυαλό της. Το ανυπόφορο οικογενειακό τραπέζι τρέπεται σε μια υπαίθρια συγκέντρωση, όπου κάθε μέλος της οικογένειας του Έρνεστ λαμβάνει τον «πραγματικό» του ρόλο, όπως ακριβώς τον έχει διαμορφώσει στη φαντασία της η ηρωίδα.

Η επέτειος αυτή λειτουργεί στο πλαίσιο του διηγήματος ως μια κορύφωση για τον πρώτο χρόνο του γάμου της Ρόζαλιντ, καθώς αποκαλύπτει με ιδιαίτερη ενάργεια την ψυχοσύνθεση της ηρωίδας.

Η συναίνεση του Έρνεστ και η πρόθυμη συμμετοχή του στη μετάβαση της γυναίκας του στο δικό τους φανταστικό κόσμο, διαφυλάσσει τη σταθερότητα του γάμου και καθησυχάζει τις φοβίες της Ρόζαλιντ.

«Έτσι περνούσε ο καιρός∙ ένας χρόνος∙ δύο χρόνια.»

Η διατήρηση του φανταστικού κόσμου της Ροζαλιντ, που μοιάζει σε μεγάλο βαθμό να είναι το μοναδικό στοιχείο που της επιτρέπει να αντέχει ή και να ανέχεται τους συμβιβασμούς και τις υποχωρήσεις μιας επώδυνα πεζής πραγματικότητας, διαφυλάσσει τη συνύπαρξή της με τον Έρνεστ για τα πρώτα δύο χρόνια του γάμου τους.

Εντούτοις, απ’ το σημείο αυτό ο Έρνεστ εμφανίζεται ολοένα και πιο απρόθυμος να συνεχίσει αυτό το παιδαριώδες παιχνίδι με τη γυναίκα του: «Μα τι στον κόρακα κάθεσαι και μου λες;». Μια αλλαγή στη στάση του που θα έχει ολέθριες συνέπειες στην ψυχολογία της υπερευαίσθητης γυναίκας του: «Τα χέρια της –που ‘χαν ξαναγίνει χέρια- έσφιξαν το πανί που κρατούσε∙ τα μάτια της κόντευαν να πεταχτούν έξω απ’ το κεφάλι της.»

Ό,τι για τον Έρνεστ μοιάζει με ανούσιο παιχνίδι, μ’ ένα αστείο που πρέπει να τελειώσει, είναι για τη γυναίκα του ένα πολύτιμο στήριγμα, και πολύ περισσότερο ο πιο σημαντικός συνεκτικός δεσμός μεταξύ τους. Παρόλο που είχαν περάσει ήδη δύο χρόνια παντρεμένοι και θα περίμενε κανείς πως οι στο μεταξύ κοινές τους εμπειρίες θα ήταν αρκετές, ώστε η Ρόζαλιντ να αισθάνεται ασφαλής για τη σταθερότητα της σχέσης της μαζί του, εκείνη παραμένει επίμονα προσκολλημένη στο ίδιο αρχικό στάδιο της γνωριμίας τους. Η εξέλιξη στην προσωπικότητα και στην ψυχολογία της που θα έπρεπε να έχει συντελεστεί στο μεγάλο αυτό διάστημα, δεν συντελέστηκε.

Επίμονα ανασφαλής, επίμονα αποκομμένη απ’ τον πραγματικό Έρνεστ, η ηρωίδα μένει στάσιμη∙ δεν αξιοποίησε τον κοινό τους χρόνο, για να βαθύνει τη σχέση και την επικοινωνία της με τον άντρα της∙ δεν επέτρεψε στον εαυτό της να γνωρίσει και να αποδεχτεί τους ρυθμούς, τη ρουτίνα του έγγαμου βίου τους, κι αυτό την κρατά σε μια ανεπίτρεπτη απόσταση από εκείνον.

«Έμοιαζε σα να μην την είχε σουφρώσει ποτέ στη ζωή του. Ήταν ποτέ δυνατόν να ‘ναι ο πραγματικός Έρνεστ και να ναι’ αλήθεια παντρεμένη μαζί του; Σαν όραμα, παρουσιάστηκε μπρος στα μάτια της το σαλόνι της πεθεράς της, κι είδε τον εαυτό της με τον Έρνεστ να κάθονται γερασμένοι κάτω απ’ τις γκραβούρες, μπροστά στον μπουφέ… Ήταν η χρυσή επέτειος. Δεν μπορούσε να τ’ αντέξει.»

Η ηρωίδα μπροστά στην απροθυμία του συζύγου της να συνεχίσει τις κοινές τους περιδιαβάσεις στον φανταστικό κόσμο των κουνελιών, αισθάνεται πλήρως αποξενωμένη απ’ αυτόν. Μη έχοντας θέσει τις βάσεις για μια ουσιαστικότερη επικοινωνία μαζί του, εμμένει πεισματικά στο μόνο κοινό τους κώδικα, σε αυτόν του Λάπιν και της Λαπίνοβα.

Είναι, μάλιστα, τέτοια η σημασία του φανταστικού αυτού κόσμου για τη Ρόζαλιντ, ώστε με την πρώτη ένδειξη πως δεν έχει πια την αποδοχή του άντρα της -η απόρριψη του φανταστικού κόσμου συνιστά για την ηρωίδα και δική της απόρριψη- της είναι αδύνατο να σκεφτεί τη ζωή της να συνεχίζεται επ’ αόριστο κοντά του. Ακόμη και η νοητή χρονική προέκταση του γάμου της, της είναι ανυπόφορη, τη στιγμή που για έναν ερωτευμένο άνθρωπο τα σχέδια ενός κοινού μέλλοντος αποτελούν βασική προσδοκία και επιθυμία.

Η ηρωίδα έχοντας αρνηθεί να γνωρίσει και να αποδεχτεί την πραγματική υπόσταση του άντρα της∙ έχοντας υποκαταστήσει στη σκέψη της τον πραγματικό Έρνεστ, με τα όποια ελαττώματα ή προτερήματά του, με τον βασιλιά Λάπιν, έχει υπονομεύσει οριστικά τα θεμέλια του γάμου της.

«Έπειτα ακούστηκε ένα τουφέκι να οπλίζει… Αναπήδησε σα να την είχαν πυροβολήσει. Δεν ήταν παρά το κλειδί που γύρισε στην πόρτα ο Έρνεστ.»

Η Ρόζαλιντ επιχειρεί επίμονα να επανέλθει και να ανασυνθέσει το φανταστικό της κόσμο, αλλά απ’ τη στιγμή που ο Έρνεστ φάνηκε αρνητικός απέναντι στο φανταστικό τους βασίλειο, αυτό δεν είναι πια εφικτό. Η ανισορροπία του πραγματικού της κόσμου, η εσωτερική ένταση και η δυσαρέσκεια που αισθάνεται για τον άντρα της, αντανακλώνται και στο ιδεατό σύμπαν της φαντασίας της.

Έτσι, η αδυναμία της να βρει καταφύγιο σε ό,τι μέχρι εκείνη τη στιγμή αποτελούσε τον ασφαλή παράδεισό της, λειτουργεί για την ηρωίδα αφυπνιστικά. Το γεγονός ότι δεν αισθάνεται πια τη γαλήνη και την ασφάλεια που είχε συνηθίσει, την ωθούν να συνειδητοποιήσει πως η ρήξη ανάμεσα σε αυτή και στον άντρα της είναι πολύ βαθύτερη από όσο θα ήθελε αρχικά να παραδεχτεί.

«Πιάστηκε σε μια παγίδα» είπε εκείνος, «σκοτώθηκε» και κάθισε παίρνοντας την εφημερίδα του. Κι έτσι τελείωσε αυτός ο γάμος.

Η αδιαφορία με την οποία ο Έρνεστ αντιμετωπίζει τον συναισθηματικό κλονισμό της γυναίκας του, συνιστούν το οριακό εκείνο βήμα που οδηγεί το γάμο τους στη διάλυσή του. Η απώλεια της Λαπίνοβα, που με τόση ανησυχία εκφράζεται απ’ τη Ρόζαλιντ, αν και εκλαμβάνεται απ’ τον Έρνεστ ως το για καιρό αναμενόμενο τέλος ενός ανούσιου παιχνιδιού, έχει έναν πολύ σημαντικότερο συμβολισμό. Η Λαπίνοβα εκπροσωπεί για τη Ρόζαλιντ όλα εκείνα τα στοιχεία που συνέθεταν την αρχική ευτυχία κοντά στον άντρα της. Η Λαπίνοβα σήμαινε τη συναισθηματική ασφάλεια που ένιωθε κοντά του, σήμαινε τον έρωτά της για εκείνον, σήμαινε το ψυχικό και πνευματικό δόσιμό της σ’ αυτόν. Όταν, επομένως, ο Έρνεστ ακούει χαιρέκακα σχεδόν πως η γυναίκα του δεν μπορεί πια να βρει τη Λαπίνοβα, δεν αντιλαμβάνεται πως για εκείνη αυτό υποδηλώνει πως δεν μπορεί πια να επανέλθει στην πρότερη κατάσταση έρωτα, εμπιστοσύνης και αγάπης που αισθανόταν απέναντί του.

Ο παραδομένος στις ανάγκες της καθημερινότητας Έρνεστ, αδυνατεί να κατανοήσει την απέχθεια της γυναίκας του για την πεζή και ουσιαστικά αδιάφορη πραγματικότητα∙ αδυνατεί να κατανοήσει πόσο σημαντικό είναι για εκείνη να συμμετέχει μαζί της στη δημιουργία ενός άλλου κόσμου, φανταστικού μεν, αλλά ουσιωδώς σημαντικού για τη μεταξύ τους σχέση.

Cesare Pavese «Ο θάνατος θα ‘ρθει»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Joachim G Pinkawa

Cesare Pavese «Ο θάνατος θα ‘ρθει»

Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου –
αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει
απ’ το πρωί ως το βράδυ, άγρυπνος,
κρυφός, σαν μια παλιά τύψη
ή μια παράλογη συνήθεια. Τα μάτια σου
θα ‘ναι μια άδεια λέξη,
κραυγή που έσβησε, σιωπή.
Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωινό
όταν μονάχη σκύβεις
στον καθρέφτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,
αυτή τη μέρα θα μάθουμε κι εμείς
πως είσαι η ζωή κι είσαι το τίποτα.

Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα.
Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου.
Θα ‘ναι σαν ν’ αφήνεις μια συνήθεια,
Σαν ν’ αντικρίζεις μέσα στον καθρέφτη
να αναδύεται ένα πρόσωπο νεκρό,
σαν ν’ ακούς ένα κλεισμένο στόμα.
Θα κατέβουμε στην άβυσσο βουβοί.

Ο Τσεζάρε Παβέζε στο ποίημα αυτό που συνέθεσε λίγο μόνο καιρό πριν την αυτοκτονία του (1950), προσεγγίζει το επώδυνο -για εκείνους που διατηρούν ανέπαφη μέσα τους την αγάπη για τη ζωή- θέμα του θανάτου. Ο ίδιος, έχοντας ίσως δοκιμάσει ήδη τη σκέψη του πρόωρου τέλους του, θεάται προκαταβολικά τη στιγμή του θανάτου και του προσδίδει το στοιχείο εκείνο που είτε ιδανικά θα απαλύνει το φόβο είτε εν αντιθέσει θα σταθεί αιτία ενός ύστατου πόνου∙ ο θάνατος, όταν έρθει, θα έχει τα μάτια της αγαπημένης γυναίκας.

Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου –
αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει
απ’ το πρωί ως το βράδυ, άγρυπνος,
κρυφός, σαν μια παλιά τύψη
ή μια παράλογη συνήθεια.

Με τη χρήση του β΄ προσώπου ο ποιητής δημιουργεί την αίσθηση πως τα λόγια του έχουν ένα μόνο αποδέκτη, την αγαπημένη γυναίκα∙ εκείνη που θα αποτελέσει -ιδεατά τουλάχιστον- την τελευταία εικόνα που θα δει προτού πεθάνει. Η σκέψη αυτή ενέχει σε πρώτη ανάγνωση μια σχεδόν ρομαντική διάσταση, καθώς ο ποιητής μοιάζει να επιθυμεί και να αναμένει πως τα μάτια της αγαπημένης του γυναίκας θα τον συντροφεύσουν στην τελική αυτή μετάβαση. Εντούτοις, στην πορεία του ποιήματος η εντύπωση αυτή υπονομεύεται, με την περιγραφή του κενού βλέμματος της κοπέλας.
Ο θάνατος, ο αναπόδραστος θάνατος, είναι, είτε το θέλουμε είτε όχι, διαρκώς πλάι μας, παραμονεύοντας κάθε μας κίνηση, προσμένοντας το στιγμιαίο λάθος ή την κατάλληλη ευκαιρία για να λάβει κάθε άνθρωπο υπό τη δική του εξουσία. Μας ακολουθεί αδιάκοπα, απ’ το πρωί ως το βράδυ, πάντοτε άγρυπνος και πάντοτε καιροφυλακτώντας, όπως ακριβώς είναι πάντοτε μαζί μας, κρυμμένη, αλλά ισχυρή, μια παλιά μας τύψη, μια ενοχή που θέλουμε να ξεχάσουμε, μα μένει πάντοτε παρούσα. Μας ακολουθεί σαν μια παράλογη συνήθεια, που θα θέλαμε να διακόψουμε μα μένουμε πάντοτε δέσμιοί της.

Τα μάτια σου
θα ‘ναι μια άδεια λέξη,
κραυγή που έσβησε, σιωπή.
Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωινό
όταν μονάχη σκύβεις
στον καθρέφτη.

Ο άφευκτος θάνατος θα έρθει και θα έχει τα μάτια της αγαπημένης γυναίκας. Τα μάτια της όμως δε θα είναι γεμάτα αγάπη και στοργή, δε θα έχουν τη θέρμη ενός έρωτα ικανού να φέρει παραμυθία στην ανείπωτα δύσκολη αυτή στιγμή. Τα μάτια της θα είναι μια άδεια λέξη∙ κενά από περιεχόμενο, κενά από λόγια παρηγοριάς ή λόγια που θα προσέφεραν κάποιο νόημα σε όσα τελειώνουν οριστικά. Το βλέμμα της δε θα είναι εκεί για να φωτίσει το ύστατο πέρασμά του∙ μια τέτοια προσδοκία θα ήταν άλλωστε ανούσια. Τα μάτια της θα είναι κενά, σιωπηλά, σαν μια κραυγή -πόνου, τρόμου ή πόθου- που έσβησε, καθρεφτίζοντας επί της ουσίας την ψυχή του ίδιου του ποιητή.
Η στιγμή του θανάτου δεν μπορεί παρά να είναι μια στιγμή παύσης, μια στιγμή ματαίωσης κάθε ενεργού ή έστω επιθυμητού συναισθήματος. Δεν μπορεί η τελευταία αυτή στιγμή να έχει την για καιρό προσδοκώμενη διαύγεια που θα προσέφερε τις απαντήσεις στις πλέον μύχιες ανησυχίες του ανθρώπου. Έτσι, με μιαν ακούσια ίσως διαδικασία προβολής, ο ποιητής αναγνωρίζει στο κενό βλέμμα της αγαπημένης γυναίκας, το κενό της ψυχής του, την απουσία κάθε συλλογισμού και κάθε συναισθήματος που προκαλεί στον ίδιο η σκέψη του τέλους.
Ωστόσο, ακολουθώντας τον ειρμό του ποιητή, βρίσκουμε πως στο κενό βλέμμα της αγαπημένης, στο ύστατο βλέμμα που θα έχει δανειστεί από εκείνη ο θάνατος, ενυπάρχει μια πικρή μομφή. Το άδειο βλέμμα δεν αφορά μια μελλοντική κατάσταση, το άδειο βλέμμα αποτελεί ήδη το παρόν της κοπέλας. Στην κενότητα επομένως της ματιάς της ο ποιητής αναγνωρίζει με παράπονο την απουσία της αγάπης που κάποτε θέρμαινε και τη δική του ψυχή.
Η κοπέλα έχει πια απομακρυνθεί, έχει χάσει την ένταση που της προσέδιδε άλλοτε ο έρωτας, έχει χάσει το ενδιαφέρον της για εκείνον και πολύ περισσότερο μοιάζει να μην έχει πια εν γένει κάποιο ενδιαφέρον στη ζωή της. Τα μάτια είναι κενά, κι έτσι ακριβώς τα βλέπει και η ίδια κάθε πρωί που κοιτάζεται μόνης της -δίχως εκείνον πλάι της- στον καθρέφτη.

Ω αγαπημένη ελπίδα,
αυτή τη μέρα θα μάθουμε κι εμείς
πως είσαι η ζωή κι είσαι το τίποτα.

Η αγαπημένη γυναίκα, λοιπόν, δεν είναι πια παρούσα στη ζωή του -ίσως δεν ήταν ποτέ- κι ο ποιητής αισθάνεται πως το ψυχρό και άδειο από έρωτα βλέμμα που του προσέφερε ως τώρα, είναι ακριβώς ό,τι του επιφυλάσσει και για το τέλος. Φοβάται ή έστω θεωρεί πως η τελευταία εικόνα που θ’ αντικρίσει, θα είναι τα άδεια από συναίσθημα μάτια της γυναίκας που αγαπήθηκε, μα παρέμεινε πεισματικά απρόσιτη.
Κι έτσι στο τέλος της επώδυνης διαδρομής αντιλαμβάνεται πως η ζωή δεν είναι παρά μια ανώφελη ελπίδα∙ η ελπίδα για έναν έρωτα που ποθήθηκε με άμετρη ένταση, μα παρέμεινε απρόσιτος, η ανεκπλήρωτη ελπίδα για την ευδαιμονία της συνύπαρξης με την αγαπημένη γυναίκα, η μάταιη ελπίδα ενός κοινού μέλλοντος. Η ζωή δεν είναι παρά μια ελπίδα που έμεινε να εκκρεμεί, χωρίς ποτέ να φτάσει στην πραγμάτωση∙ η ζωή δεν είναι παρά μια ελπίδα που συντηρήθηκε κι αναθερμάνθηκε ξανά και ξανά με πόνο, μα δεν ευοδώθηκε ποτέ. Η ζωή είναι το τίποτα. Η ζωή είναι οι διαψευσμένες προσδοκίες. Μια συντριπτική διαπίστωση, που ίσως εξηγεί, και ως ένα βαθμό προδιαθέτει για το πρόωρο τέλος του ποιητή.

Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα.
Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου.

Κάθε άνθρωπος, την τελευταία εκείνη στιγμή του θανάτου, θα έχει το βλέμμα ενός δικού του αγαπημένου ν’ αντικρίσει. Κι αν για τον ποιητή είναι τα μάτια μιας γυναίκας που έπαψε να τον αγαπά ή δεν τον αγάπησε ποτέ, για κάθε άνθρωπο θα είναι μια διαφορετική εμπειρία. Ίσως είναι ένα βλέμμα πραγματικού έρωτα και αφοσίωσης, ίσως όμως να είναι ένα βλέμμα ψυχρό και άδειο, όπως αυτό που πιστεύει πως θ’ αντικρίσει ο ποιητής.

Θα ‘ναι σαν ν’ αφήνεις μια συνήθεια,
Σαν ν’ αντικρίζεις μέσα στον καθρέφτη
να αναδύεται ένα πρόσωπο νεκρό,
σαν ν’ ακούς ένα κλεισμένο στόμα.
Θα κατέβουμε στην άβυσσο βουβοί.

Ο θάνατος, σχολιάζει ο ποιητής, θα είναι σα να εγκαταλείπουμε μια συνήθεια∙ όπως παύουμε ν’ ασχολούμαστε με μια προσφιλή μας ενασχόληση, όπως σταματάμε μια πολυκαιρισμένη συνήθεια, έτσι θα είναι κι η μετάβαση στην ανυπαρξία, έτσι θα είναι το τέλος της ζωής.
Ο θάνατος θα είναι σα να βλέπεις στον καθρέφτη να εμφανίζεται ένα πρόσωπο νεκρό∙ θα είναι σα ν’ αντικρίζει κάποιος τη μορφή του στερημένη πια απ’ την πνοή της ζωής, στερημένη απ’ ό,τι συνιστά τη δρώσα υπόστασή του.
Ο θάνατος θα είναι σα ν’ ακούς ένα στόμα κλεισμένο∙ θα είναι σαν ένα πέρασμα σε μια τόσο διαφορετική κατάσταση, ώστε να δίνεται στο άτομο, ως ύστατο φανέρωμα της ψυχής του, ως ύστατο χάρισμα παραμυθίας, η ικανότητα ν’ ακούσει τις λέξεις που δεν ειπώθηκαν, ν’ ακούσει τη σκέψη του ανθρώπου που τον κοιτά για τελευταία φορά.
Άλλωστε, οι λέξεις δε θα έχουν πια κανένα νόημα, καμία αξία, αφού στην άβυσσο, στο χάος του θανάτου, όλοι κατεβαίνουν βουβοί. Στο θάνατο οι λέξεις παύουν∙ στο θάνατο επέρχεται η σιωπή, η μόνη κατάσταση που τελικά ενέχει απόλυτη σαφήνεια. Μια αλήθεια που οι άνθρωποι επιλέγουν να αγνοούν.

Francesco Petrarca «Λάουρα»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Peter Lindbergh

Francesco Petrarca «Λάουρα»

Έρωτα, ιδές τη νια που μας δοξάζει
κι είν’ όλη περηφάνια και καμάρι,
κοίτα τη γλύκα που έχει και τι χάρη
κι είναι σαν λάμψη που ο ουρανός σταλάζει.

Κοίταξε με τι σπάνια τέχνη βάζει
το χρυσάφι και το μαργαριτάρι
και πώς σιγά με ανάλαφρο ποδάρι
περπατεί και πώς στρέφει και κοιτάζει.

Κάτω απ’ τα δέντρα τα πυκνογυρμένα,
χορτάρια κι άνθη που τη γη στολίζουν
να τα πατήσει την παρακαλούνε.

Φεγγοβολούν τα αιθέρια μαγεμένα,
γιατί εκεί που τα μάτια της θωρούνε
τόση γαλήνη κι ομορφιά χαρίζουν.

[Μετάφραση: Μαρίνος Σιγούρος]

Τα σονέτα του Πετράρχη, αφιερωμένα στη Λάουρα, στην εξιδανικευμένη γυναίκα που δεσπόζει στη φαντασία του και κινεί το συναισθηματικό του κόσμο με μια πρωτόφαντη ένταση, αποτελούν μια πρώτη έκφανση της αλλαγής που επιφέρει η Αναγέννηση στη σκέψη και στον τρόπο προσέγγισης του ερωτικού συναισθήματος των ανθρώπων της εποχής. Μετά την αυστηρή θέαση του έρωτα που κυριάρχησε κατά το Μεσαίωνα, με τη θρησκευτική επιταγή για τιθάσευση των παθών, η Αναγέννηση επιτρέπει εκ νέου στους ανθρώπους να αντικρίσουν τη σωματική τους υπόσταση ως άξια προσοχής και σεβασμού.
Ο Πετράρχης, βέβαια, ως μέλος του κλήρου καλείται να εξισορροπήσει εντός του την έλξη του για τη νεαρή γυναίκα με την ανάγκη του να παραμείνει πιστός τηρητής των αρχών που πρεσβεύει. Η επιλογή του είναι να εξυψώσει τη Λάουρα σ’ ένα επίπεδο σχεδόν θεϊκό, αποδίδοντάς της ένα κάλλος υπερκόσμιο και ιδιότητες που δεν προσιδιάζουν σε απλούς ανθρώπους. Με την εξύψωση αυτή επιτυγχάνει την αποδέσμευση της αγαπημένης γυναίκας από τη συσχέτισή της με οτιδήποτε θα μπορούσε να ασχημίσει την αρετή και την αγνότητά της. Με τον τρόπο αυτό η Λάουρα των σονέτων του, δεν είναι πια μια πραγματική γυναίκα, είναι το σύμβολο της ιδεατής γυναίκας, που παραμένει απρόσιτη απ’ το πάθος του θνητού ποιητή.
Στα σονέτα του Πετράρχη ο θαυμασμός του ποιητή για την ιδανική γυναίκα, τρέπεται σε φλογερό πάθος που πληγώνει την ψυχή του και τον ωθεί σε ακραίες δηλώσεις αγάπης, αφοσίωσης, αλλά και πόνου. Ο ποιητής διεκδικεί στους στίχους του την αγαπημένη γυναίκα, την εξυμνεί, την κακίζει, την παρακαλά, και την ακολουθεί τυφλά υποταγμένος στο πάθος του μέχρι το θάνατό της που σβήνει μέσα του κάθε διάθεση για ζωή.
Η Λάουρα, την οποία ο ποιητής αντίκρισε για πρώτη φορά το 1327, σύμφωνα με τα στοιχεία που αντλούνται από τα σονέτα του, υπήρξε μια παντρεμένη γυναίκα, που δεν είχε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον παράφορα ερωτευμένο υμνητή της. Ο θάνατος πάντως της Λάουρας το 1348 στοίχισε πάρα πολύ στον ποιητή. 

Έρωτα, ιδές τη νια που μας δοξάζει
κι είν’ όλη περηφάνια και καμάρι,
κοίτα τη γλύκα που έχει και τι χάρη
κι είναι σαν λάμψη που ο ουρανός σταλάζει.

Απέχοντας ακόμη από τη στιγμή που το πάθος του ποιητή για τη Λάουρα θα τραπεί σ’ ένα συνεχές μαρτύριο, ετούτο το σονέτο διακρίνεται για την ευφρόσυνη διάθεσή του. Ο ποιητής με αγνό θαυμασμό προχωρά στην ένταξη της εξιδανικευμένης γυναίκας στο φυσικό περιβάλλον -εγκοσμίωση- όπου με τη χάρη και την ομορφιά της, το θέλγει, το αναστατώνει και το υποτάσσει.
Το σονέτο ξεκινά με μια προσφώνηση προς τον προσωποποιημένο Έρωτα, τον οποίο ο ποιητής καλεί να κοιτάξει τη νέα κοπέλα, η οποία με την ομορφιά της δοξάζει τους ανθρώπους. Η Λάουρα των σονέτων κινείται ανάμεσα στην ανθρώπινη υπόσταση και φύση της και στην υπερκόσμια ποιότητα του κάλλους της, που την κρατά πολύ υψηλότερα από κάθε άλλη θνητή παρουσία.  
Η Λάουρα είναι γεμάτη περηφάνια και καμάρι, καθώς έχει πλήρη επίγνωση της ομορφιάς και της νιότης της. Η Λάουρα απέχει από το πρότυπο της συνεσταλμένης γυναίκας που αρνείται να αναγνωρίσει τη δύναμη της ομορφιάς της. Αποδέχεται με καμάρι τα στοιχεία εκείνα που συνιστούν το ιδιαίτερο κάλλος της και τα ενισχύει με τη στάση της. Γλυκιά, γεμάτη θηλυκότητα και χάρη, είναι τόσο όμορφη που μοιάζει, στα μάτια του ποιητή, με μια λάμψη που στέλνει ο ίδιος ο ουρανός για να κοσμήσει τη γη.
Οι προσωποποιήσεις του έρωτα και του ουρανού τονίζουν εξαρχής την ιδιαιτερότητα αυτής της γυναίκας, που αν και θνητή γίνεται αποδέκτης μιας ουράνιας εύνοιας.

Κοίταξε με τι σπάνια τέχνη βάζει
το χρυσάφι και το μαργαριτάρι
και πώς σιγά με ανάλαφρο ποδάρι
περπατεί και πώς στρέφει και κοιτάζει.

Κάθε κίνηση της Λάουρας είναι ένα γιόρτασμα της θηλυκότητας, μιας κι η νεαρή γυναίκα γνωρίζει άριστα πώς να θέλγει τον παρατηρητή της. Ο τρόπος που φορά τα κοσμήματά της, ο τρόπος που περπατά κι η χάρη με την οποία στρέφει το βλέμμα της για να κοιτάξει το χώρο γύρω της, είναι όλα φανερώματα μιας γυναίκας που ξέρει πώς να αναδείξει τη θηλυκή της υπόσταση.

Κάτω απ’ τα δέντρα τα πυκνογυρμένα,
χορτάρια κι άνθη που τη γη στολίζουν
να τα πατήσει την παρακαλούνε.

Η έλξη που ασκεί η Λάουρα στο φυσικό χώρο γύρω της είναι τέτοιας έντασης, ώστε τα δέντρα μοιάζουν να υποκλίνονται μπροστά της, ενώ τα χορτάρια και τα λουλούδια της γης την παρακαλούν να τα πατήσει, μόνο και μόνο για να έχουν την ευκαιρία να προσφέρουν την ευωδιά τους σ’ αυτήν και συνάμα να αισθανθούν την επαφή με το σώμα της.
Με τη στροφή αυτή η ξεχωριστή φύση της Λάουρας, που δόθηκε υπαινιχτικά στους πρώτους στίχους, γίνεται τώρα περισσότερο σαφής. Η Λάουρα δεν είναι απλά μια όμορφη γυναίκα η Λάουρα έχει ένα κάλλος που δεν μπορεί να νοηθεί ως θνητό γέννημα. Μόνο μια θεϊκή παρέμβαση θα μπορούσε να εξηγήσει τη δύναμη που κατέχει η ομορφιά αυτής της μοναδικής γυναίκας. Η υποταγή της φύσης στο πέρασμά της, προσδίδει στη νεαρή γυναίκα εκείνη τη δόση θεϊκότητας, που καθιστά απόλυτα δικαιολογημένο το θαυμασμό του ποιητή.
Ο ποιητής, λοιπόν, δεν έχει παραδοθεί στο θαυμασμό του για μια θνητή γυναίκα, αλλά για μια παρουσία σχεδόν υπερβατική, που βρίσκεται πλησιέστερα στη θεϊκή φύση απ’ ό,τι στην ανθρώπινη. Άρα, το πάθος του ποιητή δεν είναι μια σαρκική έλξη ή ένας απλός ενθουσιασμός για μια όμορφη κοπέλα, είναι η ανταπόκρισή του σ’ ένα δημιούργημα που έχει δεχτεί τη θεϊκή, την ουράνια ευλογία.

Φεγγοβολούν τα αιθέρια μαγεμένα,
γιατί εκεί που τα μάτια της θωρούνε
τόση γαλήνη κι ομορφιά χαρίζουν.

Η καταληκτική στροφή του σονέτου ενισχύει τη θεϊκότητα της αγαπημένης γυναίκας, η οποία μοιάζει ικανή να προσφέρει με το κοίταγμά της και μόνο γαλήνη κι ομορφιά στο χώρο γύρω της. Έτσι, τα αιθέρια, το ίδιο το σύμπαν, φεγγοβολά μαγεμένο, προσμένοντας την ευλογία της ματιάς της.
Η Λάουρα απομακρύνεται διαμιάς απ’ τον κόσμο της θνητότητας και περνά στον κόσμο της Ιδέας, στον κόσμο μιας τέτοιας πνευματικότητας, που της προσφέρει το προνόμιο να ασκεί θεϊκή επίδραση.

Τα πετραρχικά σονέτα αποτελούνται από δύο τετράστιχες στροφές και δύο τρίστιχες. Η ομοιοκαταληξία στις τετράστιχες στροφές έχει ως εξής: ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τέταρτο, ενώ ο δεύτερος με τον τρίτο.
Στο πλαίσιο της ομοιοκαταληξίας οι δύο τρίστιχες στροφές που ολοκληρώνουν το σονέτο διαπλέκονται μεταξύ τους, καθώς έχουμε το εξής σχήμα: ο πρώτος στίχος του πρώτου τρίστιχου ομοιοκαταληκτεί με τον πρώτο του δεύτερου τρίστιχου, ο δεύτερος στίχος του πρώτου τρίστιχου ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο του δεύτερου, ενώ ο τρίτος στίχος του πρώτου τρίστιχου ομοιοκαταληκτεί με το δεύτερο του δεύτερου τρίστιχου. Σχηματικά η ομοιοκαταληξία στα δύο τρίστιχα έχει ως εξής: αβγ - αγβ.

Rainer Maria Rilke «Σβήσε τα μάτια μου...»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Zhang Jingna

Rainer Maria Rilke «Σβήσε τα μάτια μου...»

Σβήσε τα μάτια μου μπορώ να σε κοιτάζω,
τ’ αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ’ ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ‘ρθω σ’ εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
                                                με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι.

[Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς]

Ο ποιητής δοσμένος απόλυτα σ’ έναν έρωτα που τον ωθεί στην υπερβολή, σ’ έναν έρωτα που του δημιουργεί την αίσθηση πως είναι ικανός να ξεπεράσει κάθε ανθρώπινο μέτρο, αντικρίζει το ενδεχόμενο της μη ανταπόκρισης ως μη επαρκές για να κάμψει τη δύναμη του αισθήματος που τον έχει κυριεύσει.
Η αξία αυτού καθαυτού του ερωτικού συναισθήματος είναι κατά τον ποιητή τέτοια, ώστε μπορεί να υπάρχει και αυτόνομο, χωρίς την προοπτική της συνύπαρξης με το αγαπημένο πρόσωπο. Άλλωστε, ο έρωτας λαμβάνει την πιο τραγική και έντονη διάστασή του, όταν δε βρίσκει την πολυπόθητη ανταπόκριση.
Οι στίχοι του ποιήματος διακρίνονται για την υπερβολή και για τη δραματικότητά τους, καθώς ο έρωτας μοιάζει να έχει λάβει πλήρως τον έλεγχο της υπόστασης του ποιητή και είναι έτοιμος να εκδηλωθεί ακόμη και με τον πιο ακραίο τρόπο.

«Σβήσε τα μάτια μου μπορώ να σε κοιτάζω
τ’ αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ’ ακούω μπορώ»

Ο ποιητής που αισθάνεται τη μορφή της αγαπημένης του να έχει εμποτίσει κάθε πτυχή του είναι του, δηλώνει πως ακόμη κι αν έχανε το φως του, ακόμη και αν δεν μπορούσε να κοιτάζει την αγαπημένη του, θα μπορούσε να τη βλέπει, καθώς ακόμη και η πιο μικρή λεπτομέρεια που συνθέτει την ύπαρξή της είναι χαραγμένη στη σκέψη και στην ψυχή του. Ο ερωτευμένος ποιητής έχει παρατηρήσει με τέτοια αφοσίωση και λατρεία την αγαπημένη του, ώστε έχει καταγράψει στο μυαλό του κάθε χαρακτηριστικό του προσώπου της, κάθε ιδιαίτερη ατέλεια, κάθε έκφραση και κάθε μικρή σύσπαση, που συνθέτει την ξεχωριστή ομορφιά του αγαπημένου προσώπου.
Με τον ίδιο τρόπο ακόμη και τα λόγια της, ο ιδιαίτερος τρόπος των συλλογισμών της, έχουν εγγραφεί πλέον στην ψυχή του, ώστε δεν έχει πια την ανάγκη τα αυτιά του για να την ακούει. Γνωρίζει κάθε εναλλαγή της φωνής της, γνωρίζει κάθε χρωματισμό που λαμβάνει ο ήχος της, ώστε μπορεί να την ακούει μέσα του έστω κι αν εκείνη τον έχει αποκλείσει απ’ τον πραγματικό ήχο της φωνής της.

«Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να’ρθω σ’ εσένα
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ»

Η ένταση του ερωτικού συναισθήματος είναι τέτοια που ο ποιητής νιώθει πώς ακόμη κι αν δεν μπορούσε να περπατήσει, ακόμη και χωρίς τα πόδια του, θα ήταν ικανός να φτάσει στην αγαπημένη του, καθώς κανένα εμπόδιο δεν είναι ικανό να τον αποτρέψει από το να βρίσκεται κοντά της. Η αίσθηση του ποιητή πως θα μπορούσε να ξεπεράσει οτιδήποτε προκειμένου να βρίσκεται κοντά στο πρόσωπο που αγαπά, αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό των ερωτευμένων, οι οποίοι είναι πάντοτε διατεθειμένοι να υποβληθούν σε κάθε πιθανή δοκιμασία για χάρη του αγαπημένου προσώπου.
Αντίστοιχα, ακόμη και χωρίς να της μιλά, ακόμη και χωρίς τη δυνατότητα της ομιλίας μπορεί να την παρακαλά να τον δεχτεί κοντά της, με τη σκέψη του, με το σώμα και με την ίδια την ψυχή του. Η έκκληση και η ανάγκη γι’ αυτόν τον έρωτα είναι τόσο ισχυρή, ώστε δε χρειάζεται πια να εκφράζεται λεκτικά για να γίνεται αντιληπτή, για να φτάνει σ’ εκείνη.

«Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.»

Ο ποιητής αισθάνεται πως ακόμη κι αν η αγαπημένη του, του έκοβε τα χέρια, δεν θα μπορούσε να τον αποτρέψει από το να την αγκαλιάζει, καθώς θα χρησιμοποιούσε αντί για τα χέρια του, την καρδιά του. Η αγάπη που αισθάνεται ο ποιητής και η ανάγκη του να έρχεται σ’ επαφή με την αγαπημένη του, να την αγγίζει και να τη νιώθει κοντά του είναι τόσο έντονη, ώστε θα μπορούσε να εσωτερικεύσει τα συναισθήματα αυτά και θα μπορούσε να βιώσει το άγγιγμα της αγαπημένης του νοητά, σαν να την αγκάλιαζε με την ίδια του την καρδιά.
Ο ποιητής δηλώνει με τον τρόπο αυτό πως τίποτε δεν θα μπορούσε να τον αποτρέψει από το να αποζητά και να επιδιώκει την επαφή με την αγαπημένη του. Η αίσθηση αυτή του ποιητή βρίσκει, βέβαια, πλήρη ανταπόκριση στους ερωτευμένους, οι οποίοι επιδιώκουν να βρίσκονται πάντοτε σε συνεχή επαφή, ώστε να εκφράζουν την αγάπη τους με το χάδι και την αγκαλιά, και ώστε να αισθάνονται το αγαπημένο τους πρόσωπο όσο πιο κοντά τους γίνεται.

«Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
        με το κεφάλι.»  

Ακόμη κι αν η αγαπημένου του μπορούσε να σταματήσει την καρδιά του, το κέντρο της ζωής αλλά και το κέντρο, όπως συνηθίζουμε να το χαρακτηρίζουμε, των συναισθημάτων, εκείνος θα συνέχιζε να καρδιοχτυπά, θα συνέχιζε να βιώνει τον έρωτά του με τη βοήθεια του μυαλού και της σκέψης του. Ακόμη κι αν έπαυε να χτυπά η καρδιά του, ο έρωτάς του θα παρέμενε ζωντανός και θα συνέχιζε να πάλλετε στο μυαλό του, σ’ ένα εγκεφαλικό επίπεδο, αλλά πάντοτε εξίσου δυνατός και κυρίαρχος.
Ο ποιητής εδώ συνεχίζει την κλιμακωτή παρουσίαση της έντασης με την οποία βιώνει τον έρωτά του, δηλώνοντας πως δεν χρειάζεται ούτε καν την καρδιά του για να μπορεί να βιώνει την αγάπη του. Η υπερβολική αυτή έκφραση, έρχεται να αποδώσει την αίσθηση των ερωτευμένων πως ο έρωτας έχει κατακλύσει την ύπαρξή τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε να βρίσκεται ισχυρός σε κάθε σημείο του σώματος, σε κάθε σκέψη και κάθε πράξη.

«Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι.»

Η λατρεμένη μορφή της γυναίκας, η ιδιαίτερη γοητεία της ύπαρξής της, κι η δύναμη που ασκεί στην ψυχή του ερωτευμένου ποιητή, δεν αποτελούν απλώς ένα εξωτερικό ερέθισμα, έχουν πια εισέλθει στο είναι του κι έχουν γίνει κομμάτι αναπόσπαστο της ίδιας της ύπαρξής του. Ακόμη κι αν προσπαθούσε κάποιος να τον αποτρέψει απ’ το να αισθάνεται αυτόν τον έρωτα, με τον πιο βίαιο τρόπο, κάνοντας συντρίμμια το κεφάλι του και καίγοντάς το ακόμη, δηλαδή, κι αν συνέτριβε το κέντρο κάθε λογικής διεργασίας, το κέντρο της σκέψης και συνάμα το κέντρο κάθε συναισθήματος, δε θα πετύχαινε το σκοπό του. Ο έρωτας που αισθάνεται ο ποιητής δεν είναι πια μια εγκεφαλική διεργασία, είναι κομμάτι του εαυτού του, έχει περάσει στο αίμα του.  
Ο έρωτας αυτός έχει κερδίσει την απόλυτη αυτονομία, καθώς δεν είναι μια ιδέα ή ένα συναίσθημα, έχει γίνει ένα με την υπόσταση του ποιητή και δεν απαιτεί πια τίποτε για να συνεχίσει την πορεία του. Έστω κι αν η αγαπημένη του αρνηθεί με τον πιο απόλυτο τρόπο να ενδώσει στο κάλεσμά του, εκείνος θα συνεχίσει να την αγαπά.

Fernando Pessoa «Το βιβλίο της Ανησυχίας»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Seb Janiak 

Fernando Pessoa «Το βιβλίο της Ανησυχίας»

Ο Πορτογάλος λογοτέχνης Φερνάντο Πεσσόα (1888-1935) έχει συνθέσει όχι μόνο ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, αλλά συνάμα έχει δημιουργήσει κι ένα σημαντικό αριθμό φανταστικών προσωπείων, μια σειρά δηλαδή άλλων λογοτεχνών, οι οποίοι εκφράζουν διαφορετικές εκδοχές της προσωπικότητάς του και υπογράφουν πολλά από τα έργα του. Τα φανταστικά αυτά προσωπεία, τα οποία ο Πεσσόα αποκαλεί «ετερώνυμα», έχουν το δικό τους προσωπικό τρόπο γραφής, τη δική τους θεματολογία, και μιαν αυτόνομη λογοτεχνική προσωπικότητα, που τους επιτρέπει να ξεχωρίζουν τόσο μεταξύ τους, όσο κι από τον ίδιο τον ποιητή. Μερικά από τα πιο γνωστά ετερώνυμα του ποιητή είναι ο Αλβέρτο Καέιρο, ο Ρικάρντο Ρέις, αλλά και ο Αλβάρο δε Κάμπος.
Η διακριτή προσωπικότητα των ετερωνύμων δε σημαίνει παράλληλα και μια τόσο απαγορευτική απόσταση από την ψυχή του ίδιου του ποιητή που θα μας απέτρεπε από το να εκλάβουμε τις σκέψεις που εκφράζουν ως φανερώματα των προβληματισμών και των ιδεών του. Παρόλο που κάποια ετερώνυμα μοιάζουν να απέχουν αρκετά απ’ ό,τι θεωρούμε ως πυρηνική φιλοσοφία του Πεσσόα, λειτουργούν ωστόσο ως λιγότερο ή περισσότερο αποστασιοποιημένες περσόνες που του παρέχουν τη δυνατότητα μιας πιο αντικειμενικής, μιας λιγότερο συναισθηματικά φορτισμένης έκφρασης. Άλλωστε, κάποια από τα ετερώνυμα βρίσκονται τόσο κοντά στην ιδιαίτερη ψυχολογία του ποιητή, ώστε είναι μάλλον δύσκολο να εκληφθούν ως γνήσια ετερώνυμα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο Μπερνάρντο Σουάρες (Bernardo Soares), ο βοηθός λογιστή στη Λισαβόνα, που υπογράφει το βιβλίο της Ανησυχίας.
Ο ίδιος ο Πεσσόα έγραφε το 1935 τα εξής: «Απ’ τα παιδικά μου χρόνια ακόμη είχα την τάση να φτιάχνω γύρω μου έναν κόσμο φανταστικό και να περιβάλλομαι από φίλους και γνωστούς που δεν υπήρξαν ποτέ (προφανώς δεν ξέρω ακόμη αν πράγματι υπήρξαν ή αν εγώ είμαι εκείνος που δεν υπάρχει. Σ’ αυτά γενικώς τα πράγματα δε θα ‘πρεπε να ‘ναι κανείς δογματικός). Από τότε που με γνωρίζω ως αυτό που λέω εαυτό μου, θυμάμαι να σχεδιάζω ιδεατά τη μορφή, τις κινήσεις, το χαρακτήρα και την ιστορία της ζωής σε πολλές εξωπραγματικές φιγούρες, που ήταν για μένα τόσο ορατές και οικείες, όσο κι εκείνα τα πράγματα που λέμε, ίσως λαθεμένα, πραγματική ζωή».

1

«Και καθώς, σήμερα, αναλογίζομαι τι ήταν η ζωή μου, αισθάνομαι σαν ένα ζωντανό ζωάκι που μεταφέρεται μέσα σ’ ένα πανέρι ανάμεσα σε δύο επαρχιακούς σταθμούς. Η εικόνα είναι κουτή, η ζωή όμως που περιγράφει είναι κουτότερη. Τα πανέρια αυτά έχουν συνήθως δύο σκεπάσματα ωοειδή που σηκώνονται ελαφρά από τη μια ή την άλλη στρογγυλεμένη άκρη τους, αν το ζωάκι τιναχτεί. Όμως το μπράτσο του μεταφορέα, που στηρίζει απαλά την ένωση στη μέση, δεν επιτρέπει σ’ αυτό το αδύναμο πλάσμα παρά να σηκώσει απογοητευμένο τα άχρηστα πόδια του, σαν τα φτερά μιας πεταλούδας που πεθαίνει.
Με την περιγραφή του πανεριού, ξέχασα πως μιλούσα για μένα. Το βλέπω τώρα καθαρά, περασμένο στο παχύ και λευκό, κάτω από το χρώμα που έχει πάρει από τον ήλιο, μπράτσο της υπηρέτριας που το μεταφέρει. Πέρα από το μπράτσο και το χνούδι του, δεν καταφέρνω να τη δω. Ξαφνικά δεν αισθάνομαι καλά παρά μέσα σ’ αυτόν το φρέσκο αέρα, ανάμεσα στο ψαθί κι εκείνες τις άσπρες λουρίδες που πλέκουν τα πανέρια, κι όπου χτυπιέμαι, άμοιρο ζωάκι, ανάμεσα σε δύο στάσεις που τις αισθάνομαι για τα καλά. Ανάμεσα στις στάσεις ακουμπώ σε κάτι που μοιάζει με πάγκο και ακούω ομιλίες έξω από το πανέρι μου. Κοιμάμαι, ήσυχος, μέχρις ότου με σηκώσουνε ξανά.»

Στο πρώτο απόσπασμα από το βιβλίο της Ανησυχίας ο Μπερνάρντο Σουάρες αντικρίζει τη ζωή του σαν ένα γεγονός που διαδραματίζεται ερήμην του. Ο ίδιος λειτουργεί ως αμέτοχος παρατηρητής μιας διαδρομής που αποφασίζεται και του επιβάλλεται από άλλους, χωρίς τη δική του συγκατάθεση και πρωτοβουλία.
Η εγκατάλειψή του στα χέρια άλλων ανθρώπων κι η αποστασιοποίηση με την οποία παρατηρεί την ίδια του τη ζωή, δίνονται με παραστατικό τρόπο μέσα από την παρομοίωση της πορείας του με εκείνη ενός μικρού ζώου, που βρίσκεται κλεισμένο σ’ ένα μικρό καλάθι. Όπως το ζωάκι αδυνατεί, όχι μόνο να δραπετεύσει από το καλάθι που το έχουν τοποθετήσει, αλλά ακόμη και να δει τον εξωτερικό χώρο και τους ανθρώπους που το περιβάλλουν, έτσι κι ο Μπερνάρντο Σουάρες αισθάνεται πως έχει εγκλωβιστεί σε μια έξωθεν επιβεβλημένη πορεία, που δεν του επιτρέπει καμία ενεργή συμμετοχή. Οι αναλογίες που προκύπτουν μέσα από την παρομοίωση αυτή φανερώνουν την πλήρη παραίτηση του αφηγητή απ’ τον έλεγχο της ζωής του και πολύ περισσότερο την αποδοχή της ετεροκατευθυνόμενης αυτής ύπαρξης.
Το μικρό ζώο ξεκινά άθελά του μια πορεία ανάμεσα σε δύο επαρχιακούς σταθμούς οι σταθμοί χαρακτηρίζονται ως επαρχιακοί υπό την έννοια ότι δεν αποτελούν τους κεντρικούς σταθμούς της ζωής, δηλαδή τη γέννηση και το θάνατο, αλλά δύο επιμέρους σταθμούς, οι οποίοι αν και δεν είναι απολύτως καίριοι, δεν παύουν να έχουν ιδιαίτερη αξία, αφού καλύπτουν ένα κομμάτι του βίου, ενδεικτικό για τη δυνατότητα του μικρού ζώου, και συνεκδοχικά του αφηγητή, να ασκεί έλεγχο στην ίδια του την πορεία.
Ο αφηγητής αντιλαμβάνεται πως η συσχέτιση της μεταφοράς του μικρού ζώου μέσα στο πανέρι με τη δική του ύπαρξη μοιάζει ανόητη, θέλει όμως να δείξει έτσι με μεγαλύτερη έμφαση πόσο ανούσια έχει καταστεί η ζωή του. Το μικρό άβουλο ζώο που αφήνεται κατ’ ανάγκη στον έλεγχο των ανθρώπων, απέχει ελάχιστα από την κατάσταση που βιώνει ο Μπερνάρντο Σουάρες. Το γεγονός, μάλιστα, πως το ζωάκι συνειδητοποιεί γρήγορα πως κάθε προσπάθεια διαφυγής απ’ το καλάθι του είναι μάταιη, υποδηλώνει πως ο αφηγητής αισθάνεται -ή είναι- απόλυτα εγκλωβισμένος στη δική του ιδιότυπη φυλακή, παρά τις όποιες αρχικές του προσπάθειες να ξεφύγει απ’ όσα τον έχουν καθηλώσει.
Ο αφηγητής ταυτίζεται πλήρως με το μικρό ζώο και βλέποντας μέσα από τα δικά του μάτια αντικρίζει το μπράτσο της υπηρέτριας που μεταφέρει και συνάμα κρατά καλά κλεισμένο το πανέρι. Η αδυναμία του μικρού ζώου, και συνάμα του αφηγητή, να δει την ίδια την υπηρέτρια κι όχι μόνο το χέρι της, φανερώνει την άγνοια του αφηγητή -ίσως όμως και την απροθυμία του να προσδιορίσει- τα πρόσωπα εκείνα που έχουν λάβει με τόσο σταθερό τρόπο τον έλεγχο της ζωής του. Έτσι, η υπηρέτρια πιθανώς να συμβολίζει όχι κάποιο πρόσωπο του άμεσου περιβάλλοντος του αφηγητή, αλλά το συλλογικό πρόσωπο της κοινωνίας, που μέσω των αξιώσεων και του ελέγχου που ασκεί εγκλωβίζει τα μέλη της σ’ έναν προκαθορισμένο τρόπο ζωής. Επί της ουσίας, βέβαια, ο αφηγητής δε μας δίνει ικανά στοιχεία, ώστε να κατανοήσουμε εναργώς την αιτία του εγκλωβισμού του. Μπορούμε, οπότε, να εικάσουμε πως ο έντονος περιορισμός που βιώνει δεν είναι απαραίτητα αποτέλεσμα εξωτερικών παρεμβάσεων. Ίσως ο αφηγητής μη θέλοντας να αναλάβει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες, αφήνεται στον έλεγχο των άλλων ανθρώπων, που υποκαθιστούν εν τέλει τη δική του δράση.
Άλλωστε, ο αφηγητής αποδέχεται σε τέτοιο βαθμό την κατάσταση που βιώνει -είτε αυτή είναι αποτέλεσμα εξωτερικών πιέσεων είτε εσωτερικής αδράνειας-, ώστε να αισθάνεται καλά μόνο μέσα στα περιορισμένα όρια του χώρου όπου έχει εγκλωβιστεί. Έχοντας παραιτηθεί πλήρως από κάθε διάθεση ενεργούς συμμετοχής εκλαμβάνει την έξωθεν ελεγχόμενη ζωή του ως ασφαλές πεδίο μια προβληματική κατάσταση που βρίσκει όμως το ανάλογό της στη ζωή πολλών ανθρώπων.
Η παραίτηση του αφηγητή, όσο κι αν μοιάζει παράδοξη, επιλέγεται διαχρονικά από αρκετούς ανθρώπους, οι οποίοι είτε από το φόβο της αποτυχίας είτε γιατί δεν έχουν την ψυχική εκείνη δύναμη που θα τους επέτρεπε να διεκδικήσουν για τον εαυτό τους όσα επιθυμούν, εγκαταλείπουν κάθε προσπάθεια και αφήνουν άλλους ανθρώπους ή και τα γεγονότα της ζωής να τους οδηγούν σε μια πορεία, που οι ίδιοι προφανώς δε θα επέλεγαν από μόνοι τους. 

2

«Τίποτα δεν με αποκαλύπτει τόσο σε βάθος και τίποτα δεν ερμηνεύει με τόση πληρότητα την ουσία της έμφυτής μου δυστυχίας, όσο μερικά από τα όνειρά μου που υποθάλπω τρυφερά, βάλσαμο που μυστικά διαλέγω για να κατευνάσω την αγωνία του είναι.
Γι’ αυτό, το όνειρο που αφήνω εδώ γραμμένο, είναι το καλύτερο ανάμεσα στα πιο αγαπημένα μου. Καμιά φορά το βράδυ, μέσα στο ήσυχο σπίτι, όταν οι ένοικοι έχουν φύγει ή μένουν σιωπηλοί, κλείνω τα παραθυρόφυλλα κι ύστερα από αυτά, τα βαριά εσωτερικά παντζούρια. Μέσα στο παλιό μου κοστούμι, βολεύομαι στο βάθος της πολυθρόνας μου, κι αφήνομαι να ονειρευτώ πως είμαι ένας συνταξιούχος ταγματάρχης σ’ ένα επαρχιακό ξενοδοχείο, καθισμένος μετά το βραδινό παρέα μ’ έναν άλλο – συνδαιτυμόνας αργοπορημένος που ξέμεινε χωρίς αιτία.
Φαντάζομαι πως έχω γεννηθεί έτσι: δεν μ’ ενδιαφέρει η νεότητα του ταγματάρχη, ούτε οι βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας που χρειάστηκε ν’ ανέβει για να φτάσει στο δικό μου όνειρο. Ανεξάρτητα από το Χρόνο και τη Ζωή, ο ταγματάρχης που φαντάζομαι πως είμαι δεν είχε καμία προηγούμενη ζωή, δεν έχει κι ούτε είχε ποτέ του οικογένεια – υπάρχει για πάντα στη ζωή αυτού του επαρχιακού ξενοδοχείου, κουρασμένος από τα ανέκδοτα που οι σύντροφοί του διηγούνται για να περάσει η ώρα.»

Ο Μπερνάρντο Σουάρες, αν και βρίσκεται ακόμη σε νεαρή ηλικία (περίπου 30 ετών, όπως αναφέρει ο Πεσσόα στην εισαγωγή του βιβλίου), θεωρεί ως ιδανικό του όνειρο το να βρίσκεται σ’ ένα επαρχιακό ξενοδοχείο, όντας ένα συνταξιούχος ταγματάρχης. Το όνειρο αυτό που δεν κρύβει ούτε φιλοδοξίες για το μέλλον ούτε τη διάθεση για μια ενθουσιώδη ζωή, φανερώνει με αποτελεσματικό τρόπο το βαθμό της δυστυχίας του αφηγητή. Έτσι, ιδεατή κατάσταση γι’ αυτόν είναι το γοργό πέρασμα της κοπιώδους δημιουργικής ηλικίας και το φτάσιμο στην ηλικία εκείνη όπου κανείς δεν αναμένει πια τίποτε από το άτομο.
Το γεγονός μάλιστα ότι ο νεαρός αφηγητής, όποτε βρίσκει την ευκαιρία, κάθεται στην πολυθρόνα του και οραματίζεται πως είναι ο συνταξιούχος ταγματάρχης του ονείρου του, υποδηλώνει το μέγεθος της συγκρουσιακής κατάστασης που βιώνει. Είναι τέτοια η απροθυμία του να ζήσει την πραγματική του ζωή κι είναι τέτοια η επιθυμία του να καταφύγει σ’ έναν κόσμο φανταστικό, στον οποίο δεν υπάρχει γι’ αυτόν καμία δέσμευση και καμία αξίωση, ώστε επιλέγει συνειδητά την αποδέσμευσή του από την πραγματική του υπόσταση.
Αρκετά από τα στοιχεία, άλλωστε, που συνιστούν τη ζωή του ταγματάρχη, αποκαλύπτουν όσα μοιάζουν δυσεπίτευκτα ή ανεπιθύμητα για τον ίδιο τον αφηγητή. Διαπιστώνουμε, έτσι, πως ο ταγματάρχης δεν έχει κάποιο φίλο ή σύντροφο, αλλά συναναστρέφεται με κάποιον που ξέμεινε στο πανδοχείο τυχαία. Στη ζωή του ταγματάρχη δεν υπάρχουν φίλοι, δεν υπάρχουν άτομα με τα οποία έχει μοιραστεί εμπειρίες, σκέψεις και συναισθήματα έλλειψη που χαρακτηρίζει και τη ζωή του μοναχικού αφηγητή. Συνάμα, ο ταγματάρχης είναι σα να μην έχει παρελθόν, σα να πέρασε όλη η καριέρα και η σταδιοδρομία του, χωρίς να συνέβη ποτέ. Η υπόστασή του είναι ανέγγιχτη από το ψυχικό τίμημα που πληρώνει κάθε άνθρωπος στην προσπάθειά του να χτίσει την επαγγελματική του επιτυχία, αλλά και να εκπληρώσει τα κάθε είδους όνειρά του. Η μη αναφορά στα όσα χρειάστηκε να κάνει για να βρίσκεται τώρα ανενόχλητος στο επαρχιακό πανδοχείο, λειτουργεί ως ένδειξη της ενδόμυχης επιθυμίας του αφηγητή να του δινόταν η ευκαιρία να περάσει άκοπα και σε πλήρη απραξία την πιο απαιτητική περίοδο της ζωής του. Βασική επίσης είναι και η έλλειψη οικογένειας στη ζωή του συνταξιούχου ταγματάρχη, κάτι που φανερώνει έναν ακόμη προβληματισμό του αφηγητή. Ο κόπος που απαιτεί η επαγγελματική καταξίωση, βρίσκει το αντίστοιχό του και στην προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί από το άτομο, ώστε να μπορέσει να δημιουργήσει έναν ευτυχή οικογενειακό βίο. Ωστόσο, ο νεαρός αφηγητής μοιάζει απρόθυμος για οποιαδήποτε ανάλογη θυσία ή προσπάθεια.
Η απολύτως ιδανική κατάσταση για τον Μπερνάρντο Σουάρες είναι η απουσία κάθε πράξης και κάθε προσπάθειας σε κάθε πιθανό επίπεδο. Δε θέλει να δημιουργήσει φιλικούς δεσμούς με άλλους ανθρώπους, καθώς αυτό προϋποθέτει τη διάθεση για μια ενεργή συνύπαρξη με το άλλο άτομο, δε θέλει ούτε να αφοσιωθεί στους κόπους που απαιτεί η επαγγελματική ανέλιξη, δε θέλει καν να επιδιώξει τη δημιουργία μιας οικογένειας, που θα μπορούσε να του αποδώσει πολύτιμες στιγμές ευδαιμονίας και συντροφικότητας.
Το ζητούμενο για εκείνον είναι το δικαίωμα στην απραξία, το δικαίωμα σε μιαν ανέφελη ύπαρξη, όπου κανείς δε θα έχει αξιώσεις απ’ αυτόν. Κι έχει αυτή την επιθυμία στην ακμή της ζωής του, τότε ακριβώς που θα έπρεπε να εργάζεται για όλα εκείνα που συνιστούν την ευτυχία και την επιτυχία κάθε ατόμου -για όλα εκείνα που το κοινωνικό σύνολο θεωρεί πως συνιστούν την ευτυχία και την επιτυχία κάθε ατόμου. Ο Μπερνάρντο Σουάρες, όμως, απορρίπτει όλες αυτές τις επιδιώξεις και στη θέση τους τοποθετεί το δικό του όνειρο μιας μοναχικής ζωής, χωρίς επιθυμίες, χωρίς κόπους δικαίωσης μιας ζωής χωρίς περιεχόμενο, για την οποία αναγνωρίζει εκ των προτέρων πως αποτελεί φανέρωμα της βαθιάς δυστυχίας του.  

3

«Πάει πολύς καιρός που δε γράφω. Έχουν περάσει μήνες που δεν ζω, απλά διαρκώ μεταξύ γραφείου και βιολογίας, με τις αισθήσεις και τις σκέψεις μου ενδόμυχα τελματωμένες. Δυστυχώς, ούτε έτσι βρίσκω ανάπαυση: ακόμη και μέσα στη σήψη γίνεται ζύμωση.
Πάει πολύς καιρός που όχι μόνο δεν γράφω μα ούτε καν υπάρχω. Μου φαίνεται πως σχεδόν δεν ονειρεύομαι πια. Οι δρόμοι είναι πια για μένα σκέτοι δρόμοι. Κάνω τη δουλειά του γραφείου συνειδητά και με προσοχή, δεν μπορώ όμως να πω και χωρίς να αφαιρούμαι: από πίσω, αντί να σκέφτομαι, κοιμάμαι – πάντα όμως πίσω απ’ τη δουλειά είμαι κάποιος άλλος.
Πάει πολύς καιρός που δεν υπάρχω. Είμαι απολύτως ήσυχος. Κανείς δεν με ξεχωρίζει από αυτόν που είμαι. Με νιώθω τώρα να αναπνέω σαν να είναι κάτι που επιχειρώ για πρώτη φορά ή με μεγάλη καθυστέρηση. Αρχίζω να έχω συνείδηση πως έχω συνείδηση. Ίσως αύριο να ξυπνήσω μέσα μου και να ξαναπιάσω την πορεία της ύπαρξής μου από εκεί που την έχω αφήσει. Δεν ξέρω, αν έτσι, θα είμαι περισσότερο ή λιγότερο ευτυχισμένος. Δεν ξέρω τίποτα. Σηκώνω το κεφάλι μου του περιπατητή που είμαι, και βλέπω πάνω στο λόφο του Φρουρίου, το ηλιοβασίλεμα, από τα νώτα μου, φλέγεται σε δεκάδες παράθυρα, λαμπάδες ψηλές κρύας πυράς. Γύρω από αυτά τα σκληρά φλόγινα μάτια, ο λόφος γλυκαίνει από το τέλος της ημέρας. Μπορώ τουλάχιστον να αισθάνομαι θλιμμένος και να έχω συνείδηση πως μ’ αυτή τη δική μου θλίψη, διασταυρώνεται τώρα -όπως το βλέπω με την ακοή- ο ξαφνικός θόρυβος του τραμ που περνάει, οι φωνές των νεαρών που κουβεντιάζουν, το λησμονημένο βουητό της ζωντανής πόλης.
Πάει πολύς καιρός που δεν είμαι εγώ.»

Η παραίτηση του αφηγητή απ’ τη ζωή του, η απροθυμία του να ζήσει με μια -μικρή έστω- αίσθηση πληρότητας, η απουσία εν γένει κάποιου κινήτρου που θα προσέδιδε ένα νόημα ή ένα σκοπό στη ζωή του, τον έχουν οδηγήσει στην κατάσταση εκείνη της βαθιάς κατάθλιψης, όπου οι μέρες περνούν εντελώς αδιάφορα και μηχανικά, αν όχι επίπονα.
Έχει περάσει πολύς καιρός που δεν καταγράφει τις σκέψεις του -πράξη που απαιτεί ενέργεια και την αναγκαία διάθεση το μόνο που κάνει είναι να παρουσιάζεται στη δουλειά του, έχοντας παύσει μέσα του κάθε σκέψη. Οδηγημένος απ’ το γεγονός της ίδιας της ζωής, οδηγημένος από το γεγονός πως κάθε πρωί ξυπνά κι είναι ζωντανός, εκπληρώνει το εργασιακό του καθήκον, απέχοντας ωστόσο από κάθε εσωτερική διεργασία.
Εντούτοις, παρά την απουσία κάθε συνειδητής σκέψης, παρά το τέλμα στο οποίο έχουν περιέλθει οι αισθήσεις και το πνεύμα του, δεν κατορθώνει να απαλλαγεί πλήρως από το βάρος της έλλογης ύπαρξης. Ακόμη και μέσα στη σήψη της εσωτερικής του υπόστασης συντελείται ζύμωση, συντελείται μια ακούσια πνευματική δράση, που του προκαλεί κόπο και αγανάκτηση, καθώς αντιλαμβάνεται πως όσο κι αν το επιθυμεί είναι αδύνατο να διακόψει τους ειρμούς και την υπόγεια λειτουργία της πάντοτε παρούσας σκέψης.
Αν και θα ήθελε να βρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση αδράνειας, ώστε να συντελούνται μόνο οι βασικές λειτουργίες του σώματος -αναγκαίες για να διατηρηθεί ζωντανός-, απαλλαγμένος από τις κοπιαστικές διαδρομές της σκέψης, αυτό δεν είναι εφικτό. Η ποθητή αίσθηση ανάπαυσης, που θα μπορούσε να επιτευχθεί αν διέκοπτε τις διεργασίες του μυαλού του, παραμένει απρόσιτη.
Ο αφηγητής για καιρό τώρα, όχι μόνο δε γράφει, αλλά έχει πάψει και να υπάρχει. Έχει περιορίσει σε τέτοιο βαθμό τη συνειδητή πνευματική λειτουργία, ώστε έχει χάσει πια ακόμη και τη δυνατότητα του ονείρου. Καθώς κοιτάζει γύρω του κάθε τι διατηρεί αποκλειστικά και μόνο την υπόστασή του, χωρίς να λαμβάνει τις άπειρες προεκτάσεις που θα μπορούσε να τους προσδώσει η δυνατότητα της ονειρικής θέασης. Έτσι, οι δρόμοι που βλέπει γύρω του δεν είναι παρά μόνο δρόμοι.
Η μόνη πνευματική δράση είναι εκείνη που απαιτείται ώστε να επιτελεί τα εργασιακά του καθήκοντα με προσοχή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ακόμη και κατά τη διάρκεια της δουλειάς του δεν αφαιρείται. Τώρα πια όμως, όταν αφαιρείται από τη δουλειά του δεν ονειρεύεται, ούτε σκέφτεται, τώρα πια απλώς κοιμάται. Είναι εμφανής η πρόθεση του αφηγητή να αποφύγει με κάθε τρόπο την περιπλάνηση της σκέψης του σε όσα μπορούν να επιτείνουν τον πόνο και την απελπισία του. Γι’ αυτό το λόγο ακόμη κι όταν είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το μυαλό του, αποφεύγει συνειδητά οποιαδήποτε σκέψη δεν αφορά τα εργασιακά του καθήκοντα, κι όταν αφαιρείται από το καθήκον του επιλέγει να κοιμάται -μιαν κατάσταση ουδέτερη- αντί να ονειροπολεί ή να σκέφτεται, όπως παλιότερα.
Στην προσπάθειά του μάλιστα να τιθασεύσει τις σκέψεις του, φροντίζει ώστε όταν βρίσκεται στη δουλειά του να υιοθετεί μιαν άλλη περσόνα. Πάντοτε στο χώρο της εργασίας του είναι κάποιος άλλος δεν είναι εκείνος που πονά μέχρι τα βάθη της ψυχής του, δεν είναι εκείνος που έχει χάσει πια κάθε επαφή με τη ζωή του και κάθε διάθεση να υπάρχει. Είναι ένας άλλος άνθρωπος, ένας άνθρωπος τόσο απόλυτα ήσυχος και ουσιαστικά ανύπαρκτος, ώστε κανένας δεν μπορεί να διακρίνει πίσω από το προσωπείο του την πραγματική του φύση. Κανείς δεν υποπτεύεται τις αληθινές αποχρώσεις του είναι του, καθώς στο πλαίσιο της δουλειάς του κρατά μια πλήρως αποστασιοποιημένη παρουσία.
Το μεγάλο διάστημα πάντως της συνειδητής αποχής από κάθε επώδυνη σκέψη, από κάθε προσπάθεια ορισμού της ύπαρξής του, που θα επέτεινε την απελπισία του, έχει ως αποτέλεσμα μια σταδιακή ανάκαμψη. Παρά το γεγονός πως η θλίψη του παραμένει κυρίαρχη, ο αφηγητής αισθάνεται μετά από καιρό πως αναπνέει και πάλι σα να είναι κάτι που το κάνει για πρώτη φορά ή με μεγάλη καθυστέρηση. Η αίσθηση αυτή, η στιγμή που το άτομο αποκτά εκ νέου συνείδηση της βασικής αυτής λειτουργίας, αποτελεί μια συνήθη ένδειξη για τους ανθρώπους που έχουν περάσει μια παρατεταμένη περίοδο πένθους ή κατάθλιψης, πως έχουν μπει σε πορεία επούλωσης της εσωτερικής πληγής τους.
Ο αφηγητής λοιπόν έχοντας διανύσει ένα μεγάλο διάστημα κατάθλιψης και συνειδητής προσπάθειας να καταλύσει την ίδια του την υπόσταση, επανακτά συναίσθηση της συνείδησής του, επανακτά επαφή με τον εαυτό του. Αισθάνεται μάλιστα πως έχει επανέλθει σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα μπορούσε από την επόμενη μέρα ακόμη και να ξαναπιάσει τη ζωή του, την ύπαρξή του, από το σημείο όπου την είχε εγκαταλείψει. Βέβαια, αυτή η σταδιακή έξοδός του απ’ τα δεσμά της κατάθλιψης δε σημαίνει αυτόματα και μια πλήρη επάνοδο σε μια φυσιολογική κατάσταση. Κάτι που φαίνεται από τη διαπίστωση του αφηγητή πως δεν ξέρει αν θα κατορθώσει επανακτώντας τον έλεγχο της ζωής του να γίνει πιο ευτυχής.
Η σταδιακή αφύπνιση του αφηγητή γίνεται αντιληπτή κι από τη διάθεσή του να παρατηρήσει εκ νέου τον κόσμο γύρω του. Έτσι, τον βρίσκουμε να βλέπει το βασίλεμα του ήλιου στο λόφο του Φρουρίου, όπως αυτό αποτυπώνεται στα δεκάδες παράθυρα των κτιρίων, με τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου να μοιάζουν με λαμπάδες κρύας πυράς -κρύας πυράς υπό την έννοια πως δεν είναι παρά το καθρέφτισμα της φλόγας του ήλιου στα τζάμια και άρα δεν έχουν πραγματική θερμότητα.
Συνάμα, η παρατήρηση του ηλιοβασιλέματος συνδυάζεται και με τους ήχους της πόλης, οι οποίοι τώρα διαπερνούν την απάθεια του αφηγητή και φτάνουν ξεκάθαροι στην αντίληψή του, προσφέροντάς του την παρηγοριά πως ακόμη κι αν συνεχίσει να είναι θλιμμένος, τουλάχιστον αυτό θα συμβαίνει μέσα σε μια ολοζώντανη πόλη, της οποίας κι ο ίδιος είναι αναπόσπαστο κομμάτι.
Ο αφηγητής πάντως ολοκληρώνει την καταγραφή του αυτή υπενθυμίζοντας πως έχει περάσει πολύς καιρός που δεν είναι ο εαυτός του. Μια παρατήρηση που έρχεται να τονίσει τη δύναμη με την οποία τον παρέσυρε η κατάθλιψή του και τη δύναμη με την οποία μπορεί να τον κυριεύσει και πάλι ανά πάσα στιγμή.

4

«Τίποτα δεν είναι τόσο φορτικό όσο η αγάπη του άλλου –ούτε καν το μίσος του, γιατί το μίσος δεν είναι κάτι το συνεχόμενο όπως η αγάπη: σαν δυσάρεστο συναίσθημα, δημιουργεί σ’ όποιον το αισθάνεται την ενστικτώδη τάση να το νιώθει λιγότερο συχνά. Πάντως, αγάπη και μίσος μας καταπιέζουν το ίδιο: και τα δυο μας ψάχνουν και μας βρίσκουν, δεν μας αφήνουν μόνους ποτέ.
Το ιδανικό θα ‘ταν να τα ζω όλα αυτά μέσα από ένα μυθιστόρημα, και στη ζωή μου να αναπαύομαι –να διαβάζω τα συναισθήματά μου και να ζω μόνο την περιφρόνησή μου γι’ αυτά. Για όποιον διαθέτει μια φαντασία υπερευαίσθητη, οι περιπέτειες κάποιου ήρωα ενός μυθιστορήματος εμπνέουν μια προσωπική συναισθηματική κατάσταση επαρκή, αν όχι παραπάνω, γιατί πρόκειται για συναισθήματα που ανήκουν εξίσου στον ήρωα και στον αναγνώστη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη περιπέτεια από το να έχεις αγαπήσει τη λαίδη Μάκβεθ, με μια αγάπη αληθινή και άμεση όποιος έχει έτσι αγαπήσει, δεν μπορεί να βρει ανάπαυση, αν δεν παραιτηθεί από κάθε άλλη αγάπη σε τούτη τη ζωή.
Δεν ξέρω τι νόημα έχει τούτο το ταξίδι που με αναγκάσανε να κάνω ανάμεσα σε μια νύχτα και μία άλλη νύχτα, συντροφευμένος από το σύμπαν ολόκληρο. Ξέρω πως μπορώ να διαβάζω για να διασκεδάζω το χρόνο μου. Θεωρώ την ανάγνωση τον απλούστερο τρόπο να κάνω ευχάριστο αυτό το ταξίδι, όπως και κάθε άλλο που και που σηκώνω το βλέμμα μου από το βιβλίο όπου οι αισθήσεις μου λειτουργούν πραγματικά, και βλέπω σαν ξένος το τοπίο να φεύγει -κάμποι, πόλεις, άνδρες και γυναίκες, σχέσεις και νοσταλγίες- κι όλα αυτά δεν είναι για μένα παρά ένα επεισόδιο στην ανάπαυσή μου, μια αδρανής ψυχαγωγία καθώς ξεκουράζω τα μάτια μου από τις πολυδιαβασμένες σελίδες.
Μόνο στα όνειρα είμαστε αληθινοί, γιατί όλα τα άλλα, από τη στιγμή που πραγματοποιούνται, ανήκουν στον κόσμο και σ’ όλους τους ανθρώπους. Αν κάποιο όνειρό μου έπαιρνε σάρκα και οστά, θα το ζήλευα, γιατί θα με είχε απατήσει επιτρέποντας στον εαυτό του να πραγματοποιηθεί. «Έκανα τις επιθυμίες μου πραγματικότητα», λέει ο αδύναμος και ψεύδεται η αλήθεια είναι πως ονειρεύτηκε προφητικά ό,τι πραγματοποίησε η ζωή γι’ αυτόν. Τίποτα δεν πραγματοποιούμε εμείς. Η ζωή μας πετάει στον αέρα σαν πετραδάκια, κι εμείς φωνάζουμε από κει πάνω: «Κοιτάτε πώς κουνιέμαι».
Ό,τι και να ‘ναι αυτό το ιντερμέδιο που παίχτηκε κάτω από τον προβολέα του ήλιου και το σκηνικό των άστρων, δεν μας κάνει κακό να γνωρίζουμε πως δεν είναι παρά ένα ιντερμέδιο αν πίσω από τις πόρτες του θεάτρου κρύβεται η ζωή, τότε θα ζήσουμε, αν κρύβεται ο θάνατος, θα πεθάνουμε, και το έργο θα παραμένει άσχετο με όλα αυτά.
Γι’ αυτό ποτέ δεν νιώθω τόσο κοντά στην αλήθεια, τόσο σε βάθος μυημένος, όσο τις λίγες φορές που πάω στο θέατρο ή στο τσίρκο: ξέρω τότε πως επιτέλους παρακολουθώ την ακριβή απομίμηση της ζωής. Και οι ηθοποιοί, οι παλιάτσοι κι οι ταχυδακτυλουργοί είναι πράγματα σημαντικά και μάταια, όπως είναι ο ήλιος κι η σελήνη, η αγάπη και ο θάνατος, η πανώλη, ο λιμός κι ο πόλεμος για την ανθρωπότητα. Όλα είναι θέατρο. Κι αν θέλω την αλήθεια, ας ξαναπιάσω το μυθιστόρημά μου.»

Στο τέταρτο απόσπασμα εκφράζεται η επιθυμία του αφηγητή να μπορούσε να ζει τη ζωή του χωρίς την καταπιεστική παρουσία των συναισθημάτων. Τα συναισθήματα είτε αυτά είναι αγάπης είτε μίσους, είτε είναι δικά του είτε άλλων προς αυτόν, συνιστούν μια ανεπιθύμητη δέσμευση που ταράζει την επιδιωκόμενη γαλήνη.
Ο αφηγητής εξηγεί πως απ’ όλα τα συναισθήματα η αγάπη που αισθάνεται ο άλλος άνθρωπος για σένα είναι το πιο φορτικό απ’ όλα, καθώς ως θετικό συναίσθημα παραμένει διαρκώς στην ψυχή του, σε αντίθεση με το μίσος, το οποίο όντας δυσάρεστο, ακόμη και για εκείνον που το αισθάνεται, γίνεται από νωρίς προσπάθεια αποβολής του. Σε κάθε περίπτωση βέβαια το άσχημο για τους ανθρώπους είναι πως δεν μπορούν να ξεφύγουν για πολύ ούτε από το ένα συναίσθημα ούτε από το άλλο.
Η επιθυμία του Μπερνάρντο Σουάρες είναι η επίτευξη μιας κατάστασης πλήρους ηρεμίας χωρίς τη φορτική παρουσία των συναισθημάτων τόσο των άλλων ανθρώπων, όσο και των δικών του. Μια τέτοια κατάσταση θα του προσέφερε την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας και θα του χάριζε τη δυνατότητα να ζήσει γαλήνιος και απαλλαγμένος από τους φορείς αυτούς της εσωτερικής ενόχλησης. Ιδεατά, μάλιστα, θα ήθελε να βιώνει τα συναισθήματά του μέσα από κάποιο μυθιστόρημα, αισθανόμενος ανενόχλητος την περιφρόνησή του γι’ αυτά, έτσι ώστε στην πραγματική του ζωή να μπορεί να ξεκουράζεται από τις συνεχείς οχλήσεις που του προκαλούν.
Κι αν η σκέψη της βίωσης των δικών του συναισθημάτων μέσα από τις σελίδες ενός μυθιστορήματος μοιάζει κάπως παράδοξη, ο αφηγητής μας εξηγεί πως για όποιον διαθέτει ευαίσθητη φαντασία είναι πολύ εύκολο να συμπάσχει και να ταυτίζεται πλήρως με τις ιστορίες των λογοτεχνικών ηρώων. Μπορεί μάλιστα να ταυτίζεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε μετά να του είναι περιττή η κατοχή ενός δικού του ανεξάρτητου συναισθηματικού κόσμου, καθώς έχοντας βιώσει απόλυτα το συναισθηματικό ταξίδι του ήρωα, αισθάνεται πως έχει καλυφθεί κάθε δική του ανάγκη. Η αναφορά αυτή του Σουάρες μας παραπέμπει βέβαια στην επιδιωκόμενη κατάσταση της εσωτερικής κάθαρσης των αρχαίων Ελλήνων μέσα από τη διδασκαλία των τραγωδιών.
Ως ευαίσθητος και αφοσιωμένος αναγνώστης ο αφηγητής μας διαβεβαιώνει πως έχει αισθανθεί μια τόσο απόλυτη αγάπη για τους λογοτεχνικούς ήρωες, όπως για παράδειγμα για τη λαίδη Μάκβεθ, ώστε του φαίνεται αδιανόητο να επιχειρήσει την αναβίωση μιας τόσος καθαρής αγάπης στην πραγματική ζωή. Η επαφή που αναπτύσσει μέσω της ανάγνωσης, η δυνατότητα που του παρέχεται να γνωρίσει, να αισθανθεί και να κατανοήσει σε απόλυτο βαθμό την προσωπικότητα και την ψυχολογία ενός λογοτεχνικού ήρωα, δεν μπορεί να βρει το ανάλογό της στην πραγματική ζωή, όπου η αγάπη διαπλέκεται με μια πληθώρα αρνητικών συναισθημάτων και εντάσεων.
Ο αφηγητής μας αποκαλύπτει συνάμα πως μπροστά στο αίνιγμα της ζωής, μπροστά στην αδυναμία του να κατανοήσει το λόγο για τον οποίο γεννήθηκε κι είναι τώρα αναγκασμένος να συνυπάρχει με έναν ολόκληρο κόσμο, βρίσκει παρηγοριά στους πιο προσιτούς και κατανοητούς κόσμους των λογοτεχνικών έργων. Προτιμά να περνά τις ώρες του χαμένος μέσα στις σελίδες των βιβλίων, ζώντας συναρπαστικές στιγμές -στιγμές που δεν απαιτούν από μέρους του πιο ενεργή εμπλοκή πέρα από την ανάγνωση, ούτε ενέχουν τον κίνδυνο να πληγωθεί- παρά να ζει την πραγματική του ζωή. Έτσι, η μόνη του επαφή με τον αληθινό κόσμο είναι όταν σηκώνει το βλέμμα του από τις σελίδες του βιβλίου, για να ξεκουράσει τα μάτια του, και αντικρίζει στιγμιαία τους ανθρώπους και τα πράγματα που συνιστούν τον κόσμο του να τον προσπερνούν, χωρίς να τον επηρεάζουν συναισθηματικά. Αντικρίζει τα πάντα γύρω του σα να μην είναι η πραγματικότητα, σα να είναι ένα αδιάφορο διάλειμμα από ό,τι έχει πραγματική αξία και υπόσταση, από το περιεχόμενο δηλαδή του μυθιστορήματος που διαβάζει.
Η μόνη αληθινή έκφανση της ύπαρξης μας είναι αυτή που έχουμε στα όνειρά μας, στους πιθανούς μας εαυτούς, στους στόχους και στις επιδιώξεις μας, που με αγάπη κι ενδιαφέρον οραματιζόμαστε. Μόνο στο πλαίσιο ενός ονείρου μπορούμε να φανερώσουμε την αλήθεια του εαυτού μας, γιατί μόνο στο όνειρο είμαστε πλήρως αποδεσμευμένοι από την πληθώρα των εξαρτήσεων -συναισθηματικών και υλικών-, από την πληθώρα των παραγόντων που αλλοιώνουν ή επηρεάζουν τις εκδηλώσεις του είναι μας. Κάθε όνειρο, όμως, όταν πραγματοποιηθεί παύει να είναι έκφανση της αλήθειας μας, πολύ περισσότερο παύει να είναι δικό μας, καθώς αυτομάτως περνά στην κυριότητα του κόσμου, στην κυριότητα των άλλων ανθρώπων, που γίνονται αποδέκτες του.
Ο νεαρός αφηγητής μάλιστα σχολιάζει πως αν κάποιο από τα δικά του όνειρα γινόταν πραγματικότητα, θα το ζήλευε -με μια ζήλεια σχεδόν ερωτική- γιατί θα τον είχε απατήσει με την επιλογή του να υλοποιηθεί και άρα με την επιλογή του να περάσει στην κατοχή των άλλων ανθρώπων.
Βέβαια τα πραγματικά όνειρα, εκείνα που λειτουργούν ως αληθινοί εκφραστές του είναι μας, δεν γνωρίζουν ποτέ τους την πραγμάτωση. Κι όταν κάποιος λέει πως έκανε πραγματικότητα τις επιθυμίες του, αυτός δεν είναι παρά ένας αδύναμος άνθρωπος που δεν είχε ποτέ το θάρρος να δώσει στα όνειρά του όλη την καθαρότητα της ψυχής του, δεν υπήρξε ποτέ του αρκετά ειλικρινής, ώστε να προικίσει τα όνειρά του με όλον εκείνο τον πλούτο των ανθρώπινων επιθυμιών. Το όνειρό του που πραγματοποιήθηκε δεν είναι παρά μια επιτυχής και έγκαιρη αξιολόγηση των δεδομένων της ζωής του, που του επέτρεψαν από νωρίς να αντιληφθεί ποια θα είναι η μοίρα του. Ό,τι δηλαδή εκείνος διατείνεται πως επιθύμησε και πραγματοποίησε δεν είναι τίποτε περισσότερο απ’ ό,τι η ίδια η ζωή είχε σχεδιάσει για εκείνον. Τα υλοποιούμενα όνειρα, δεν υπήρξαν, επομένως, ποτέ αληθινά όνειρα, κι αυτό γιατί τα αληθινά όνειρα, αυτά που περιέχουν όλη την τόλμη του ανθρώπινου εγώ είναι τόσο διευρυμένα, ώστε δεν μπορούν ποτέ να πραγματοποιηθούν.
Η ζωή είναι αυτή που επιλέγει και υλοποιεί, κι όλα αυτά συμβαίνουν ερήμην μας, καθώς εμείς δεν έχουμε καμία δυνατότητα να επηρεάσουμε όσα έχουν προαποφασιστεί για εμάς. Είναι, άλλωστε, καλό για εμάς -σύμφωνα πάντοτε με τον αφηγητή- να έχουμε επίγνωση πως ό,τι ιδιαίτερο ζούμε, ό,τι μοιάζει με το δικό μας όνειρο, με την εκπλήρωση κάποιας επιθυμίας μας, δεν είναι παρά ένα διάλειμμα μέσα σε όσα είναι γραφτό να ζήσουμε. Τα πάντα είναι ήδη αποφασισμένα και η δύναμη αυτής της ειλημμένης απόφασης είναι ξεκάθαρη. Έτσι, αν έχει γραφτεί για εμάς να ζήσουμε, τότε θα ζήσουμε, κι αν έχει γραφτεί να πεθάνουμε, τότε θα πεθάνουμε.
Η ζωή στην πραγματικότητά της δεν είναι παρά μια θεατρική παράσταση, στην οποία εμείς συμμετέχουμε ως άβουλοι ηθοποιοί, και είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε κατά γράμμα τις οδηγίες του σκηνοθέτη με βάση το ήδη γραμμένο έργο. Γι’ αυτό κι ο αφηγητής εξηγεί πως ποτέ δεν αισθάνεται πιο κοντά στην αλήθεια, πιο κοντά στην αληθινή φύση της ζωής, όσο όταν παρακολουθεί κάποια θεατρική παράσταση ή βρίσκεται στο τσίρκο. Μόνο εκεί είναι απόλυτα βέβαιος πως βλέπει μια πραγματική απομίμηση της ζωής, μιας κι είναι σαφές πως οι ηθοποιοί και οι παλιάτσοι δίνουν μια παράσταση βασιζόμενοι σε όσα τους έχουν ήδη πει πως πρέπει να κάνουν. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί κι η ζωή, έστω κι αν οι άνθρωποι προτιμούν να μην το αντιλαμβάνονται.
Κάθε τι στη ζωή, κάθε γεγονός, κάθε άνθρωπος και κάθε φυσικό στοιχείο κατέχουν τον ίδιο βαθμό σημαντικότητας -βρίσκονται εκεί για να παίξουν τον ρόλο που τους έχει οριστεί-, αλλά και τον ίδιο βαθμό ματαιότητας -δεν είναι παρά μαριονέττες σε μια προκαθορισμένη παράσταση. Τα πάντα στη ζωή είναι θέατρο. Μια παράσταση, άλλοτε καλά αποδοσμένη, άλλοτε άτεχνα πραγματοποιημένη μα σε κάθε περίπτωση μια θεατρική παράσταση και τίποτε περισσότερο. Γι’ αυτό η μόνη αλήθεια βρίσκεται στα μυθιστορήματα, εκεί όπου ο αναγνώστης γνωρίζει εξαρχής πως ό,τι διαβάζει είναι αποφασισμένο από το δημιουργό του λογοτεχνικού κόσμου, το συγγραφέα. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...