Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζαν Πολ Σαρτρ (Jean Paul Sartre) «Ο εγκαταλειμμένος άνθρωπος». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζαν Πολ Σαρτρ (Jean Paul Sartre) «Ο εγκαταλειμμένος άνθρωπος». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ζαν Πολ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre) «Ο εγκαταλειμμένος άνθρωπος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Dan Holm

Ζαν Πολ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre) «Ο εγκαταλειμμένος άνθρωπος»

Ο Σαρτρ (1905-1980) είναι από τους μεγαλύτερους στοχαστές του καιρού μας και ένας από τους κύριους εκπροσώπους του υπαρξισμού. Ο υπαρξισμός ανήκει στις φιλοσοφίες του ανθρώπου και αποτελεί αντίδραση στη φιλοσοφία της λογικής και των αφηρημένων ιδεών. Αντικείμενό του είναι η ανθρώπινη ύπαρξη στη συγκεκριμένη της πραγματικότητα, δηλαδή στην αδιάκοπη στράτευσή της μέσα στην κοινωνική ζωή. Γιατί ο άνθρωπος για το Σαρτρ, είναι πρώτα μια «ύπαρξη» ριγμένη στον κόσμο τελείως παράλογα, εγκαταλειμμένη, στερημένη από κάθε σημασία και «καταδικασμένη» σε απόλυτη ελευθερία. Τη σημασία, το νόημα, την υπόσταση (ουσία) στην ύπαρξή του θα τη δώσει ο ίδιος ο άνθρωπος με τις πράξεις του και με τις ελεύθερες επιλογές του.
Για να εκλαϊκεύσει και να διαδώσει τις ιδέες του ο Σαρτρ, εκτός από τα καθαρά φιλοσοφικά του έργα (π.χ. Το είναι και το μηδέν) έγραψε και μυθιστορήματα (Η ναυτία, Οι δρόμοι της ελευθερίας — τρεις τόμοι), θεατρικά έργα (Οι μύγες, Κεκλεισμένων των θυρών, Οι έγκλειστοι της Αλτόνα κ.ά.), σενάρια και δοκίμια. Πέρα από το γράψιμο, ο Σαρτρ θέλησε να εφαρμόσει τις ιδέες του με την καθημερινή πολιτική του στράτευση, δηλαδή με την ενεργητική συμμετοχή του στα γεγονότα.
Το έργο του Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός (απ’ όπου και το απόσπασμα) είναι μια διάλεξη που έδωσε ο Σαρτρ το 1946, για να εξηγήσει τις βασικές θέσεις του υπαρξισμού.

Ο άνθρωπος είναι «εγκαταλειμμένος», αφημένος στη δική του πρωτοβουλία. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, που θα σας επιτρέψει να καταλάβετε καλύτερα την «εγκατάλειψη» θ’ αναφέρω την περίπτωση ενός απ’ τους μαθητές μου, που ήρθε να με βρει κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες. Ο πατέρας του είχε τσακωθεί με τη μητέρα του και μάλιστα έδειχνε πως είχε κλίση να γίνει συνεργάτης των Γερμανών· ο μεγαλύτερος αδελφός του είχε σκοτωθεί στη γερμανική επίθεση του 1940 κι αυτός ο νέος, με κάπως πρωτόγονα συναισθήματα αλλά και περίσσια γενναιοψυχία, επιθυμούσε να εκδικηθεί το θάνατό του. Η μητέρα του ζούσε μαζί του, πολύ στενοχωρημένη από την ημι-προδοσία του πατέρα του και τον χαμό του πρωτότοκου γιου της, και δεν έβρισκε παρηγοριά παρά σ’ αυτόν τον μικρότερο.

Ένα παράδειγμα
Τη στιγμή εκείνη, λοιπόν, ο νεαρός έπρεπε να διαλέξει: ή να φύγει στην Αγγλία και να προσχωρήσει στις Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις —δηλαδή να εγκαταλείψει τη μητέρα του— ή να παραμείνει κοντά στη μητέρα του και να τη βοηθήσει να ζήσει. Είχε απόλυτα συνειδητοποιήσει πως αυτή η γυναίκα δεν ζούσε παρά χάρη στην παρουσία του και πως η εξαφάνισή του —και ίσιος ο θάνατός του— θα την εβύθιζαν στην απελπισία. Ήξερε ακόμα πως στο βάθος, συγκεκριμένα, κάθε πράξη που έκανε απέναντι στη μητέρα του είχε το αντίκρυσμά της, με την έννοια πως την βοηθούσε να ζήσει, ενώ κάθε πράξη που θα έκανε για να φύγει και να πολεμήσει ήταν διφορούμενη, αμφίβολης αποτελεσματικότητας, μπορούσε κάλλιστα να χαθεί στις άμμους και να μη χρησιμέψει σε τίποτα.
Για παράδειγμα: φεύγοντας για την Αγγλία, μπορούσε να συλληφθεί και να κλειστεί επ’ αόριστο σ’ ένα ισπανικό στρατόπεδο, καθώς θα περνούσε απ’ την Ισπανία· μπορούσε πάλι να φτάσει κάποτε στην Αγγλία ή στο Αλγέρι κι εκεί να τον ρίξουν σε κανένα γραφείο να μουντζουρώνει χαρτιά.

Δύο τύποι ηθικής
Βρισκόταν, κατά συνέπεια, απέναντι σε δύο τύπους δράσης πολύ διαφορετικούς: η μια ήταν συγκεκριμένη, άμεση, αλλά δεν απευθυνόταν παρά σε ένα μόνον άτομο· η άλλη, που απευθυνόταν σ’ ένα πολύ ευρύτερο σύνολο, σε μιαν εθνικήν ολότητα, ήταν απ’ αυτόν ακριβώς τον προσανατολισμό της διφορούμενη και μπορούσε να διακοπεί στα μισά του δρόμου. Ταυτόχρονα, εδίσταζε ανάμεσα σε δύο τύπους ηθικής. Απ’ τη μια μεριά, είχε να κάνει με μιαν ηθική της συμπάθειας, της ατομικής αφοσίωσης· απ’ την άλλη, αντιμετώπιζε μιαν πολύ ευρύτερη ηθική αλλά πολύ αμφισβητήσιμης αποτελεσματικότητας.

Το χριστιανικό δόγμα
Έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στις δύο. Ποιος μπορούσε να τον βοηθήσει να διαλέξει; Το χριστιανικό δόγμα; Όχι. Το χριστιανικό δόγμα λέει: έσο φιλάνθρωπος, αγάπα τον πλησίον σου, θυσίασε τον εαυτό σου στους άλλους, διάλεξε τον πιο τραχύ δρόμο, κτλ., κτλ. Ποιος, όμως, είναι ο πιο τραχύς δρόμος; Ποιον πρέπει ν’ αγαπάμε «ως αδελφόν», τον συμμαχητή μας ή τη μητέρα μας; Τι είναι πιο ωφέλιμο, η αόριστη συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις ενός συνόλου ή η συγκεκριμένη βοήθεια σ’ ένα συγκεκριμένο ον για να ζήσει; Ποιος μπορεί ν’ αποφασίσει απ’ τα πριν γι’ αυτά; Κανένας. Καμιά γραπτή ηθική δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα το ένα ή το άλλο.
Η καντιανή ηθική λέει: μη χρησιμοποιείτε ποτέ τους άλλους σαν μέσα αλλά σαν σκοπό. Πάει καλά: αν παραμείνω κοντά στη μητέρα μου, θα της φερθώ σαν να ήταν σκοπός και όχι μέσο, αλλά, απ’ αυτό το ίδιο το γεγονός κινδυνεύω να χρησιμοποιήσω σαν μέσο αυτούς που πολεμάνε γύρω μου· και αντίστροφα, αν πάω κι εγώ να πολεμήσω, θα φερθώ στους συμμαχητές μου σαν να ήταν σκοπός, ενώ κινδυνεύω έτσι να χρησιμοποιήσω τη μητέρα μου σαν μέσο.

Αξία και συναίσθημα
Αν οι αξίες είναι αόριστες, κι αν είναι πάρα πολύ πλατιές για τη συγκεκριμένη περίπτωση που εξετάζουμε, δεν μας μένει παρά να εμπιστευθούμε το ένστικτό μας. Αυτό ακριβώς προσπάθησε να κάνει κι ο νεαρός· κι όταν τον είδα, έλεγε: στο βάθος, αυτό που έχει σημασία είναι το συναίσθημα· θα έπρεπε να διαλέξω αυτό που με σπρώχνει αληθινά προς κάποια κατεύθυνση.
Αν αισθάνομαι πως αγαπάω αρκετά τη μητέρα μου για να θυσιάσω προς χάρη της όλα τ’ άλλα —την επιθυμία μου για εκδίκηση, την επιθυμία μου για δράση, την επιθυμία μου για περιπέτειες— μένω κοντά της. Αν, αντίθετα, αισθάνομαι πως η αγάπη για τη μητέρα μου δεν είναι αρκετή, τότε φεύγω.
Πώς, όμως, να καθορίσει κανείς την αξία ενός συναισθήματος. Τι έδινε αξία στο συναίσθημά του για τη μητέρα του; Το γεγονός ακριβώς ότι έμενε για χάρη της. Μπορώ να πω: αγαπάω αρκετά τον τάδε φίλο μου για να του θυσιάσω το δείνα ποσό χρημάτων· δεν μπορώ να το πω στ’ αλήθεια παρά μόνον αν το ‘χω κιόλας κάνει. Μπορώ να πω: αγαπάω αρκετά τη μητέρα μου ώστε να μείνω, αν έχω ήδη μείνει κοντά της. Δεν μπορώ να καθορίσω την αξία αυτής της αφοσίωσης, παρά μόνο αν έχω κάνει μια πράξη που να την επικυρώνει και να την προσδιορίζει. Καθώς, όμως, εγώ ζητάω από αυτή την αφοσίωση να δικαιολογήσει την πράξη μου, παρασύρομαι σ’ ένα φαύλο κύκλο.

Το συναίσθημα οικοδομείται με τις πράξεις μας
Άλλωστε ο Αντρέ Ζιντ είπε, πολύ σωστά, πως ένα συναίσθημα που υποκρινόμαστε ή ένα συναίσθημα που ζούμε σαν βίωμα είναι δυο πράγματα σχεδόν αδιαχώριστα: το ν’ αποφασίσω πως αγαπάω τη μητέρα μου μένοντας κοντά της ή να παίξω θέατρο μ’ αποτέλεσμα να φαίνεται πως μένω για τη μητέρα μου, είναι λιγάκι το ίδιο πράγμα. Μ’ άλλα λόγια: το συναίσθημα οικοδομείται με τις πράξεις που κάνουμε· άρα, δεν μπορώ να το συμβουλευθώ και να το χρησιμοποιήσω σαν οδηγό. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορώ ούτε ν’ αναζητήσω μέσα μου την αυθεντική διάθεση που θα με σπρώξει να δράσω, ούτε και να ζητήσω από μιαν έτοιμη ηθική έννοιες που θα μου επιτρέψουν να δράσω.

Εκλογή και δέσμευση
Θα μου πείτε: πήγε τουλάχιστον σ’ έναν καθηγητή για να του ζητήσει συμβουλή: Αν, όμως, πάτε να ζητήσετε συμβουλή σ’ έναν ιερέα, για παράδειγμα, έχετε ήδη διαλέξει αυτόν τον ιερέα κι όχι άλλον, ξέρατε ήδη στο βάθος, κατά το μάλλον ή ήττον, αυτό που θα συμβούλευε. Μ’ άλλα λόγια: διαλέγοντας τον σύμβουλο, σημαίνει και πάλι πως δεσμεύετε τον εαυτό σας. Η απόδειξη είναι πως, αν σας ρωτήσουν κι είσαστε χριστιανός, αμέσως θα πείτε: πηγαίνετε να συμβουλευθείτε έναν ιερέα.
Αλλά υπάρχουν ιερείς που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, ιερείς που περίμεναν να δουν κατά πού θα κλίνει η πλάστιγγα και ιερείς που πήραν μέρος στην Αντίσταση. Ποιον να διαλέξει κανείς; Κι αν ο νεαρός διαλέξει έναν ιερέα που ανήκε στην Αντίσταση, ή, αντίθετα ένα συνεργάτη των Γερμανών, έχει κιόλας αποφασίσει το είδος συμβουλής που θα του δοθεί.

Δεν υπάρχει γενική ηθική
Έτσι, καθώς ήρθε να βρει εμένα, ήξερε την απάντηση που θα του έδινα και δεν είχα παρά μιαν απάντηση να του δώσω: είσαστε ελεύθερος, διαλέχτε μόνος σας, δηλαδή εφεύρετε. Καμιά γενική ηθική δεν μπορεί να υποδείξει τι πρέπει να γίνει: δεν υπάρχουν «σημάδια» στον κόσμο. Οι καθολικοί θα απαντήσουν: μα υπάρχουν «σημάδια». Ας το δεχθούμε· πάντως, εγώ διαλέγω το νόημα που θα τους δώσω.

μτφρ: Κώστας Σταματίου

Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις: οι αντιστασιακές γαλλικές δυνάμεις του Στρατηγού Ντε Γκολ.
καντιανή ηθική: η ηθική που προβάλλει ο Γερμανός φιλόσοφος Εμμ. Καντ (1724-1804) και που έχει ως κύριο γνώρισμα την «κατηγορική προσταγή», δηλαδή το αξίωμα: «Πράττε έτσι, ώστε η κάθε πράξη σου να μπορεί να γίνει καθολική νομοθεσία».
Αντρέ Ζιντ (1869-1951): από τους σημαντικότερους Γάλλους μυθιστοριογράφους.

Ερωτήσεις:

1. Ποιο είναι το δίλημμα του νέου και ποιοι οι δύο τύποι ηθικής στους οποίους ανταποκρίνεται;

Το δίλημμα του νέου έχει να κάνει με το αν θα επιλέξει να φύγει για την Αγγλία και να προσχωρήσει στις Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις σε μια προσπάθεια να εκδικηθεί τους Γερμανούς για το χαμό του μεγαλύτερου αδελφού του ή αν θα παραμείνει κοντά στη μητέρα του, προσφέροντάς της το αναγκαίο ψυχολογικό στήριγμα για να συνεχίσει να ζει. Η μητέρα του νέου έχει αφενός χάσει τον έναν της γιο κι αφετέρου έχει τσακωθεί με τον άντρα της, ο οποίος δείχνει πως είναι έτοιμος να συνεργαστεί με τους Γερμανούς, μ’ εκείνους δηλαδή που σκότωσαν το παιδί τους. Κατάσταση που την έχει ωθήσει στο να εξαρτηθεί απόλυτα από την παρουσία του μοναδικού παιδιού που της έχει απομείνει. Από την άλλη, βέβαια, εφόσον η πατρίδα του νέου, η Γαλλία, βρίσκεται σε πόλεμο με τη Γερμανία, του προσφέρεται η δυνατότητα αφενός να στηρίξει τους συμπολίτες του στον κοινό τους αγώνα και αφετέρου να εκδικηθεί τους δολοφόνους του αδερφού του. Γνωρίζει, όμως, πως αν αφήσει τη μητέρα του για να πάει να πολεμήσει, εκείνη δεν θα έχει πια κανέναν λόγο για να συνεχίσει να ζει.
Το δίλημμα αυτό μπορεί να το προσεγγίσει ο νέος βασιζόμενος σε δύο διαφορετικούς τύπους ηθικής∙ από τη μια μεριά βρίσκεται η ηθική της ατομικής αφοσίωσης σ’ εκείνο το ένα πρόσωπο που έχει τη μεγαλύτερη αξία στη ζωή του, δηλαδή στη μητέρα του, απέναντι στην οποία έχει ένα πολύ συγκεκριμένο και σαφές χρέος, εφόσον γνωρίζει πως πλέον ο ίδιος αποτελεί το μοναδικό στήριγμα που την κρατά στη ζωή. Από την άλλη τίθεται μια ηθική ευρύτερων διαστάσεων, η οποία σχετίζεται με το χρέος απέναντι στην πατρίδα, που θα τον οδηγούσε τόσο στο να υπερασπιστεί την εθνική τους ανεξαρτησία όσο και στο να λάβει εκδίκηση για το χαμό του αδερφού του. Πρόκειται, εντούτοις, για μια ηθική που δεν μπορεί να του διασφαλίσει ένα εγγυημένα θετικό αποτέλεσμα, αφού η συμμετοχή του στον πόλεμο μπορεί να μην αποδώσει απολύτως τίποτε. Είναι, δίχως άλλο, πιθανό να τραυματιστεί, να φονευθεί ή να συλληφθεί προτού καν προλάβει να προσφέρει έστω και το ελάχιστο στον κοινό αγώνα, καταλήγοντας έτσι να θυσιάσει τη ζωή του -μαζί και τη ζωή της μητέρας του-, χωρίς να τελικά να πετύχει αυτό που θέλει.

2. Γιατί δεν μπορεί να βοηθήσει το νέο στην εκλογή του το χριστιανικό δόγμα ή η καντιανή ηθική;

Το χριστιανικό δόγμα δεν μπορεί να βοηθήσει τον νέο στην απόφασή του, διότι οι αρχές που πρεσβεύει δεν μπορούν επί της ουσίας να αποσαφηνιστούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να υποδείξουν με βεβαιότητα τη σωστή επιλογή. Οι αξιώσεις του χριστιανισμού να αγαπούν οι άνθρωποι τον πλησίον τους, να θυσιάζουν τον εαυτό τους για τον άλλο και να διαλέγουν τον πιο δύσκολο δρόμο, δεν προσφέρουν μια σαφή απάντηση, καθώς δεν είναι βέβαιο αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ό,τι προέχει είναι η προσφορά βοήθειας στη μητέρα ή στο σύνολο του γαλλικού έθνους. Τι είναι τελικά πιο σημαντικό, να εκφράζει κανείς την αγάπη του απέναντι στη μητέρα του ή την αγάπη του απέναντι στους πιθανούς συμπολεμιστές; Κι αντιστοίχως, τι θα φανεί τελικά πιο ωφέλιμο, το να σταθεί πλάι στη μητέρα του, που είναι δεδομένο πως με την παρουσία του θα τη βοηθήσει να ζήσει ή το να λάβει μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις των γαλλικών δυνάμεων, μη γνωρίζοντας εκ των προτέρων αν θα μπορέσει πράγματι να προσφέρει κάτι σ’ αυτούς τους αγώνες; Τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά και οι αρχές του χριστιανισμού δεν μπορούν να ερμηνευθούν από κάποιον με τόση σαφήνεια, ώστε να δοθεί μια τελική απάντηση για το ποια θα πρέπει να είναι η επιλογή του νέου.
Εξίσου αδύναμη στο να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στον νέο είναι και η καντιανή ηθική, η βασική αρχή της οποίας είναι να μη χρησιμοποιούν οι άνθρωποι τους άλλους σαν μέσα αλλά σαν σκοπό. Το ζήτημα εδώ είναι πως όποια απόφαση κι αν λάβει ο νέος θα καταλήξει να χρησιμοποιεί κάποιον -τη μητέρα του ή τους Γάλλους στρατιώτες- σαν μέσο. Αν, για παράδειγμα, επιλέξει να μείνει κοντά στη μητέρα του, για να τη βοηθήσει να ζήσει, τότε σίγουρα θα την αντιμετωπίσει σαν σκοπό, σαν να αποτελεί εκείνη και η διαφύλαξη της ζωής της τον σκοπό του νέου. Ωστόσο, προκειμένου να έχει εκείνος τη δυνατότητα να μείνει κοντά στη μητέρα του, θα πρέπει κάποιοι άλλοι να θυσιάσουν τη ζωή τους, οι νέοι εκείνοι δηλαδή που θα πολεμήσουν για χάρη της κοινής πατρίδας, τους οποίους και θα χρησιμοποιήσει ο νέος σαν μέσο, για να πετύχει εκείνο που θέλει∙ τη σωτηρία της μητέρας του. Από την άλλη, βέβαια, αν επιλέξει να πάει στον πόλεμο, τότε θα αντιμετωπίσει τους συμπολεμιστές σαν σκοπό, εφόσον θα βρεθεί πλάι τους για να τους προσφέρει τη βοήθειά του κι ίσως τη ζωή του, αλλά για να το πετύχει αυτό θα έχει χρησιμοποιήσει τη μητέρα του σαν μέσο, εφόσον ο μόνος τρόπος για να βρεθεί στο γαλλικό στράτευμα είναι να θυσιάσει τη δική της ζωή.  

3. Γιατί δεν μπορεί να βασιστεί στο συναίσθημα; Ποια είναι η άποψη του συγγραφέα για την αξία ενός συναισθήματος;

Ο νέος δεν μπορεί να βασίσει την επιλογή του ούτε στο συναίσθημα, διότι αυτό μπορεί να του επιβεβαιώσει τη μία ή την άλλη επιλογή μόνο αν πρώτα αυτές αποτελέσουν βιωμένη πραγματικότητα και όχι νωρίτερα. Ο νέος δεν μπορεί, δηλαδή, να γνωρίζει εκ των προτέρων αν η αγάπη του για τη μητέρα του είναι πράγματι τόσο ισχυρή, ώστε να τον αποτρέψει από το να λάβει εκδίκηση για τον χαμό του αδερφού του και από το να αγωνιστεί για την πατρίδα του, διότι μόνο αν μείνει πράγματι πλάι της θα μπορέσει να αισθανθεί αν τελικά αυτή η επιλογή τον κάνει να αισθάνεται καλά. Αν, επομένως, μείνει κοντά στη μητέρα του και δεν αισθάνεται πως πρόδωσε τον αδερφό του και την πατρίδα του, τότε το συναίσθημα θα μπορέσει να επιβεβαιώσει το ορθό της επιλογής. Το να ζητά, όμως, από το συναίσθημα να τον καθοδηγήσει στη σωστή απόφαση, χωρίς να έχει πρώτα βιώσει τον συναισθηματικό αντίκτυπο αυτής της απόφασης, δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να του προσφέρει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Το συναίσθημα θα τον οδηγήσει, υπό μία έννοια, σε μια απόφαση που θα βασιστεί σε μια υπόθεση∙ στην υπόθεση, για παράδειγμα, πως το να λάβει εκδίκηση για τον αδερφό του είναι για τον νέο κάτι πιο σημαντικό από τη σωτηρία της μητέρας του. Το αν, όμως, η απόφαση αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα θα το αισθανθεί μόνο όταν θα εγκαταλείψει τη μητέρα του για να πάει στον πόλεμο. Μόνο τότε θα γνωρίζει αληθινά αν η επιλογή αυτή τον ικανοποιεί συναισθηματικά, καθώς είναι πολύ πιθανό τη στιγμή που θα βρεθεί μακριά από τη μητέρα του να δει και να αισθανθεί τα πράγματα με τελείως διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι πίστευε πως θα τα βιώσει.   
Το συναίσθημα, άλλωστε, είναι κάτι το σχετικό, αφού επί της ουσίας εκείνο που φαίνεται στους άλλους ότι νιώθουμε προκύπτει ως συμπέρασμα από τις πράξεις που επιλέγουμε να κάνουμε. Ένα συναίσθημα που είναι πραγματικό και εκφράζει με ειλικρίνεια όσα νιώθουμε κι ένα συναίσθημα που το υποκρινόμαστε, αλλά το στηρίζουμε με τις ανάλογες πράξεις, οδηγούν εν τέλει στο ίδιο αποτέλεσμα, αφού οι άλλοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τα συναισθήματά μας με βάση τις πράξεις μας. Έτσι, είτε ο νέος μείνει κοντά στη μητέρα του, διότι πραγματικά αισθάνεται ότι θέλει να το κάνει αυτό, είτε μείνει κοντά της, υποκρινόμενος πως πρόκειται για κάτι που το θέλει, για τη μητέρα το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο, αφού θα έχει δίπλα της τον γιο της. Επομένως, εφόσον το συναίσθημα -που είναι μια εσωτερική διάθεση αφανής στους άλλους- αποκτά πραγματική διάσταση μέσα από τις πράξεις του ατόμου, που είναι εν τέλει οι μόνες που αποτελούν μια χειροπιαστή πραγματικότητα για τους άλλους ανθρώπους, τότε δεν μπορεί να αποτελέσει πραγματικό οδηγό σε μια απόφαση, αφού η ύπαρξη ή η απουσία του μπορεί εύκολα να υποκατασταθεί με τις κατάλληλες πράξεις, που θα δημιουργήσουν την επιθυμητή εντύπωση στους άλλους. Όπως χαρακτηριστικά το διατυπώνει ο συγγραφέας: «το ν’ αποφασίσω πως αγαπάω τη μητέρα μου μένοντας κοντά της ή να παίξω θέατρο μ’ αποτέλεσμα να φαίνεται πως μένω για τη μητέρα μου, είναι λιγάκι το ίδιο πράγμα».

4. Γιατί δεν μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά το νέο καμιά συμβουλή; Ποιο πρόβλημα δημιουργείται στην περίπτωση της συμβουλής;

Η επιλογή του να ζητήσει ο νέος συμβουλή από κάποιον άλλον άνθρωπο, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση από τον καθηγητή του, οδηγεί σε μια μορφή δέσμευσης, η οποία προκύπτει όχι εν αγνοία εκείνου που ζητά τη συμβουλή, εφόσον λίγο πολύ γνωρίζει ήδη τις απόψεις του ανθρώπου που συμβουλεύεται. Η ιδέα, άρα, του να λάβει ο νέος τη συμβουλή κάποιου άλλου, δεν είναι διόλου απαλλαγμένη από την έννοια της δέσμευσης, αφού από το πλήθος των ανθρώπων στους οποίους θα μπορούσε να στραφεί επιλέγει συνειδητά έναν συγκεκριμένο, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ποια περίπου θα είναι η απάντησή του. Είναι σαν να θέλει ο νέος να μεταθέσει την ευθύνη της επιλογής σ’ εκείνον που θα τον συμβουλεύσει, ενώ είναι σαφές πως η τελική απόφαση είναι δική του, και πως σκοπίμως εν τέλει επιλέγει να λάβει τη συμβουλή ενός συγκεκριμένου προσώπου και όχι κάποιου άλλου.
Αν, για παράδειγμα, ο νέος έκλινε περισσότερο στο να μείνει κοντά στη μητέρα του, θα μπορούσε να ζητήσει τη συμβουλή κάποιου που θα του παρείχε ακριβώς αυτή την παρότρυνση. Η ευθύνη, ωστόσο, της επιλογής πάλι βαρύνει τον νέο, αφού ακόμη κι αν θα ήθελε στη συνέχεια να υποστηρίξει πως ακολούθησε τη συμβουλή που του δόθηκε, στην πραγματικότητα είχε ο ίδιος προκρίνει από ποιον θα ζητήσει συμβουλή, προκειμένου να ακούσει ακριβώς αυτό που ήθελε.

5. Τι θέλει να δείξει ο συγγραφέας με το παράδειγμα που παρουσιάζει; Ποιες βασικές θέσεις του υπαρξισμού στηρίζει μ’ αυτό;

Ο Σαρτρ αξιοποιεί το συγκεκριμένο παράδειγμα για να τονίσει το γεγονός πως ο άνθρωπος είναι απόλυτα ελεύθερος ως προς τις επιλογές της ατομικής του ζωής και γι’ αυτό ακριβώς απόλυτα υπεύθυνος για όσα επιλέγει να κάνει. Ο άνθρωπος είναι «καταδικασμένος» να είναι απόλυτα ελεύθερος στη ζωή του, αφού δεν υπάρχει καμία γενική ηθική ή κανένας τρόπος να λάβει «άνωθεν σημάδια» που να του υποδεικνύουν ποιες θα πρέπει να είναι οι επιλογές του. Το ζήτημα της ηθικής, ειδικότερα, το καλύπτει αποδεικνύοντας μέσω του συγκεκριμένου παραδείγματος πως ακόμη και οι αρχές του χριστιανισμού δεν μπορούν να βοηθήσουν τον νέο αυτής της ιστορίας να επιλύσει το δίλημμά του.  
Οι άνθρωποι οφείλουν να αντιληφθούν πως η ζωή είναι στην πραγματικότητα μια κατάσταση χωρίς προκαθορισμένο νόημα και χωρίς συγκεκριμένη σημασία, γι’ αυτό και έγκειται στον κάθε άνθρωπο χωριστά να της δώσει το νόημα που ο ίδιος θέλει με βάση τις επιλογές και τις αποφάσεις που παίρνει ελεύθερα ο ίδιος. Έτσι, ακόμη κι αν κάποιος θελήσει να επιρρίψει τις ευθύνες για τις επιλογές των πράξεών του σε κάποιον άλλο, ο συγγραφέας φροντίζει μέσα από το παράδειγμα που δίνει σχετικά με την αξία των συμβουλών να φανερώσει πως στην πραγματικότητα ο άνθρωπος πάντοτε έχει γνώσει τι είδους συμβουλές θα λάβει από τα άτομα στα οποία απευθύνεται, και, άρα, έχει και πάλι ο ίδιος την ευθύνη για τις επιλογές που κάνει στη ζωή του.
Ο άνθρωπος είναι εγκαταλειμμένος σε ό,τι αφορά την ατομική του ζωή, εφόσον δεν υπάρχει κανείς και τίποτε που να μπορεί να του δώσει κατευθυντήριες γραμμές ή να του υποδείξει πιο είναι κάθε φορά το ορθό. Καθένας αποφασίζει μόνος του για το πώς θα χειριστεί τη ζωή του και για το πώς θα διαχειριστεί τις επιμέρους καταστάσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος.
Κι η εγκατάλειψη αυτή, που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ζωή είναι πηγή τόσο της απόλυτης ελευθερίας των ανθρώπων, όσο και της απόλυτης ευθύνης που έχουν για όλες τις επιλογές τους είτε πρόκειται για απλές καθημερινές επιλογές είτε για ιδιαιτέρως κρίσιμες αποφάσεις. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί πως με βάση τη θεωρία του υπαρξισμού, όπως την παρουσίαζε ο Σαρτρ, ο κάθε άνθρωπος αν και είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την προσωπική του ζωή, δεν παύει να έχει ευθύνη και για το πώς γίνεται εν τέλει αντιληπτή η έννοια του ανθρώπου σε ευρύτερη κλίμακα, καθώς η δική του ατομική συμπεριφορά αποτελεί ένα παράδειγμα κι ίσως κι ένα πρότυπο συμπεριφοράς για άλλους ανθρώπους. Ο άνθρωπος που επιλέγει να είναι καλός, φανερώνει με τη στάση του αυτή τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος και στους άλλους, κι αντιστοίχως, ο άνθρωπος που επιλέγει να είναι κακός, δίνει αυτό το παράδειγμα στους άλλους.

Γραπτή εργασία:

Η «εγκατάλειψη» του ανθρώπου στον κόσμο, κατά τον υπαρξισμό του Σαρτρ, έχει ως συνέπεια την απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου, την ανάγκη δηλαδή να διαλέγει εντελώς μόνος του την κάθε πράξη του. Ο άνθρωπος λοιπόν είναι απόλυτα ελεύθερος και γι’ αυτό είναι και απόλυτα υπεύθυνος. Να εκθέσετε τις απόψεις σας.

Σύμφωνα με τον Σαρτρ ο άνθρωπος, αν και γεννιέται χωρίς να το θέλει, είναι, εντούτοις, απολύτως υπεύθυνος για τις πράξεις και τις επιλογές του. Ο άνθρωπος, όπως έλεγε ο Σαρτρ, είναι πρώτα μια «ύπαρξη» ριγμένη στον κόσμο τελείως παράλογα, εγκαταλειμμένη, στερημένη από κάθε σημασία και «καταδικασμένη» σε απόλυτη ελευθερία. Τη σημασία, το νόημα, την υπόσταση (ουσία) στην ύπαρξή του θα τη δώσει ο ίδιος ο άνθρωπος με τις πράξεις του και με τις ελεύθερες επιλογές του.
Η κατ’ ανάγκην αυτή απόλυτη ελευθερία προκύπτει από το γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια γενική ηθική ή μια οποιαδήποτε άλλη θεωρία ικανή να δώσει συγκεκριμένες κάθε φορά οδηγίες για το πώς να διαχειριστεί ο άνθρωπος τις επιμέρους επιλογές του ατομικού του βίου. Σαφές ως προς αυτό το παράδειγμα με το δίλημμα του νεαρού που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας. Ο κάθε άνθρωπος έχει την ελευθερία και την υποχρέωση να λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις για κάθε μικρό ή σημαντικό στη ζωή του.
Θα πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη πως η ελευθερία αυτή υπάρχει πάντοτε μέσα στα όρια της κοινωνίας στην οποία ζει το άτομο, και, άρα, επηρεάζεται από τις εκάστοτε συνθήκες που επικρατούν στην κοινωνία αυτή. Οπότε, πολύ συχνά, το άτομο έχει την «ελευθερία» να διαχειριστεί απλώς μια κατάσταση που του έχει επιβληθεί από εξωτερικούς παράγοντες. Σε περίπτωση, δηλαδή, που το άτομο είναι πολίτης μιας χώρας που βρίσκεται σε πόλεμο, η ελευθερία των επιλογών του θα βρίσκεται υπό το βασικό περιορισμό της εμπόλεμης αυτής κατάστασης. Αντιστοίχως, αν το άτομο ζει σε μια κοινωνία που αντιμετωπίζει σημαντικά οικονομικά προβλήματα, με υψηλή ανεργία και μεγάλο ποσοστό φτώχιας, θα έχει την ελευθερία να διαχειριστεί απλώς τις δυσκολίες που του παρουσιάζονται. Δεν θα πρέπει, επομένως, η έννοια της ελευθερίας να συγχέεται με τη δυνατότητα επηρεασμού των εξωτερικών συνθηκών ή τη δυνατότητα διαμόρφωσης ενός τρόπου ζωής απολύτως σύμφωνου με τις επιθυμίες του ατόμου.

Η ελευθερία θα πρέπει να σχετίζεται περισσότερο με την έννοια της ευθύνης∙ της ευθύνης που έχει το άτομο για τις επιλογές που κάνει και για τις συνέπειες που έχουν οι επιλογές αυτές στο πως εξελίσσεται η ζωή του. Κι αυτό είναι, ίσως, το σημαντικότερο στοιχείο της θεωρίας του Σαρτρ, καθώς είναι πολύ συνηθισμένο να βλέπουμε ανθρώπους να σπεύδουν να καταλογίσουν τις ευθύνες για τη ζωή τους σε άλλους ανθρώπους, μη έχοντας την ωριμότητα και το ψυχικό σθένος να αναλάβουν οι ίδιοι εξολοκλήρου την ευθύνη για τις επιλογές αλλά και τις παραλείψεις τους, που τους οδήγησαν στο σημείο που βρίσκονται.  
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...