Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Καβάφης «27 Ιουνίου 1906 2 μ.μ.». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Καβάφης «27 Ιουνίου 1906 2 μ.μ.». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κωνσταντίνος Καβάφης «27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Κωνσταντίνος Καβάφης «27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.»

Σαν το ’φεραν οι Χριστιανοί να το κρεμάσουν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαφτά χρόνια μοναχά με τα ’ζησες, παιδί μου».
Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας
κι επέρασάν το το σκοινί και το ’πνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κ’ ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα·
«Δεκαφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα, παιδί μου».

«Ο τίτλος του ποιήματος παρέχει τα στοιχεία της ιστορικής του αφετηρίας. Πρόκειται για το δημόσιο απαγχονισμό, από τους Άγγλους, πέντε Αιγυπτίων χωρικών, ηλικίας 80-22 ή (κατά τον Καβάφη) 19 ετών, που είχαν τολμήσει να αντιδράσουν, λίγο-πολύ βίαια, στην αυθαίρετη και προκλητική συμπεριφορά Άγγλων αξιωματικών στο χωριό Ντενσουάι. Ο Καβάφης εντοπίζεται στην εκτέλεση του νεότερου και σχετικώς αθώου κατάδικου, Ιούσεφ Χουσείν Σελίμ, του οποίου το όνομα σημείωσε στο χειρόγραφο του ποιήματος.» Γ. Π. Σαββίδης

Σαν το ’φεραν οι Χριστιανοί να το κρεμάσουν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο

Οι Άγγλοι κατακτητές καταστρατηγώντας κάθε έννοια δικαίου αποφασίζουν να εκτελέσουν πέντε Αιγύπτιους, για να σιγάσουν έτσι κάθε άλλη αντίδραση μέσω του φόβου που θα προκαλούσε η σκληρή αυτή τιμωρία στους άλλους.
Ο ποιητής παρακολουθεί τον απαγχονισμό του νεότερου Αιγύπτιου, που του αποδίδει την ηλικία των 17 ετών, αν και ίσως ήταν λίγο μεγαλύτερος, και καταγράφει τη φρίκη του περιστατικού μέσα από τις αντιδράσεις της μητέρας του νέου. Εκείνη βρίσκεται κοντά στο χώρο όπου έχουν τοποθετήσει την κρεμάλα κι όταν φέρνουν το παιδί της για να το κρεμάσουν, σέρνεται και χτυπιέται στα χώματα κάτω από τον άγριο μεσημεριανό ήλιο της Αιγύπτου.
Μια μητέρα που δεν έχει τη δύναμη να εμποδίσει τους εκτελεστές του παιδιού της, ξεσπά όλη την οδύνη και την αγανάκτησή της σ’ έναν θρήνο που εκφράζει την απροσμέτρητη αγάπη που αισθάνεται για το παιδί της, καθώς και την απελπισία της ψυχής της μπροστά στην πραγματικότητα της απώλειάς του. Χτυπιέται μες στα χώματα, ουρλιάζει και κραυγάζει σαν λύκος∙ ουρλιάζει και κραυγάζει σαν θηρίο που θα ήθελε να ξεσκίσει εκείνους που τολμούν να της στερήσουν το παιδί της, μα δεν μπορεί, αφού εκείνοι είναι ένοπλοι και αποφασισμένοι να σκοτώσουν οποιονδήποτε προσπαθήσει να τους εμποδίσει.
Η μητέρα θρηνεί για την άδικη εκτέλεση του αθώου παιδιού της και φανερώνει με την αντίδρασή της την απόλυτη αγανάκτηση κάθε ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με την αδιαλλαξία και τη σκληρότητα των ισχυρότερων. Οι Άγγλοι βρίσκονται στην Αίγυπτο ως κατακτητές, και λειτουργούν ως τέτοιοι, αδιαφορώντας πλήρως για το τι είναι δίκαιο, αφού ως ισχυρότεροι έχουν τη δύναμη να πράττουν όπως θέλουν, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να απολογούνται σε κανέναν.
Ο Καβάφης επιλέγει να προσδιορίσει τους εκτελεστές του νεαρού Αιγύπτιου ως Χριστιανούς και όχι ως Άγγλους, τονίζοντας μια ακόμη αντίθεση ανάμεσα στους θύτες και τα θύματα. Ο ποιητής γνωρίζει, βέβαια, πως η εκτέλεση του νεαρού δεν έχει θρησκευτικό υπόβαθρο, αφού επί της ουσίας οι Άγγλοι επιθυμούν να υπενθυμίσουν πως είναι κυρίαρχοι και πως δεν θα δεχτούν αμφισβητήσεις της εξουσίας τους. Ωστόσο, θέλει να τονίσει και το στοιχείο της υποκρισίας που διακρίνει τις πράξεις τους, αφού ως υποτιθέμενοι Χριστιανοί θα έπρεπε να δείχνουν σεβασμό απέναντι στην ανθρώπινη ζωή και να μην καταφεύγουν σε τέτοιου είδους θηριωδίες.

και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαφτά χρόνια μοναχά με τα ’ζησες, παιδί μου».

Η μητέρα του νέου, άλλοτε ουρλιάζει και κραυγάζει ξεσπώντας την οργή, την αγανάκτηση και την οδύνη της, κι άλλοτε, έχοντας εξαντληθεί από τις κραυγές, μοιρολογεί για το χαμό του παιδιού της, αναφερόμενη στα ελάχιστα χρόνια που διήρκησε η ζωή του. Μονάχα δεκαεφτά χρόνια έζησε το παιδί της που με τόσους κόπους και με τόση αγάπη το μεγάλωσε, έχοντας τόσες ελπίδες και τόσες προσδοκίες για τη μελλοντική ζωή του, που θα έπρεπε να ξεπεράσει κατά πολύ τη δική της, κι εκείνη να μην αναγκαστεί ποτέ να το δει να πεθαίνει.
Η μητέρα χαρακτηρίζεται από τον ποιητή «μάρτυσσα» για να τονιστεί το γεγονός πως αυτό που αναγκάζεται να βιώσει αυτή η γυναίκα ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Της παίρνουν μέσα απ’ τα χέρια το έφηβο ακόμη παιδί της και το δολοφονούν μπροστά στα μάτια της, χωρίς εκείνο να έχει κάνει κάτι που να δικαιολογεί μια τέτοια απάνθρωπη τιμωρία. Σκοτώνουν το έφηβο παιδί της, κι εκείνη βλέπει κάθε στιγμή αυτού του μαρτυρίου ανήμπορη να το σταματήσει. Είναι αναγκασμένη να βλέπει και να παρατηρεί, γνωρίζοντας πως ό,τι κι αν κάνει, όσο κι αν φωνάξει, όσο κι αν κλάψει, ο πόνος της δεν θα συγκινήσει κανέναν. Η μοίρα του παιδιού της έχει αποφασιστεί αμετάκλητα από τους ανάλγητους κατακτητές της χώρας της.  

Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας
κι επέρασάν το το σκοινί και το ’πνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κ’ ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα

Αυτό για το οποίο θρηνούσε και ούρλιαζε η μητέρα, συμβαίνει τελικά μπροστά στα μάτια της. Οι Άγγλοι ανεβάζουν το παιδί στη σκάλα της κρεμάλας, του περνούν το σκοινί γύρω από το λαιμό και το πνίγουν, κι η μητέρα βλέπει το σώμα του να κρέμεται στο κενό∙ βλέπει τους ύστατους σπασμούς του σώματός του∙ τους σπασμούς της μαύρης αγωνίας του μέχρι να ξεψυχήσει. Βλέπει το αθώο δεκαεφτάχρονο παιδί της να κρέμεται ελεεινά στο κενό∙ το παιδί που γέννησε και ανέθρεψε με πόνους και αγωνίες, το βλέπει να κρέμεται νεκρό και νιώθει πια το χρόνο να εκμηδενίζεται μέσα στην ψυχή της.
Ενώ, μια παρατήρηση του ποιητή έρχεται να υπενθυμίσει πως ο νέος που τόσο απάνθρωπα δολοφονήθηκε ήταν ένας έφηβος με ωραία καμωμένο σώμα∙ ένας έφηβος που είχε να προσφέρει και να νιώσει τον έρωτα και την αγάπη∙ ένας έφηβος που δεν του επέτρεψαν να βιώσει καν τις όμορφες στιγμές της ζωής και του έρωτα.

η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα∙
«Δεκαφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα, παιδί μου».

Η μητέρα θρηνεί ανήμπορη απέναντι στους φονιάδες του παιδιού της, κυλιέται στα χώματα και μοιρολογεί, και στη σκέψη της ο πολύτιμος χρόνος που πέρασε κοντά στο παιδί της εκμηδενίζεται. Τα δεκαεπτά χρόνια που έζησε το παιδί της μοιάζουν τώρα που το έχασε σα να ήταν μόλις δεκαεπτά ημέρες.
Η τραγική αυτή μητέρα εκφράζει την ένταση της αγάπης και του πόνου της, όχι μόνο με τον ασυγκράτητο θρήνο της, αλλά και με την επώδυνη διαπίστωση πως τα δεκαεπτά του χρόνια ήταν ένα ελάχιστο διάστημα ζωής για το πρόσωπο που αποτελούσε το πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού της.
Τα δεκαεπτά χρόνια που πέρασαν από τη γέννησή του, τα δεκαεπτά χρόνια που ήταν γεμάτα αγωνίες, ξενύχτια, πόνους και ανησυχία, χάνουν τελείως την υπόστασή τους και δεν μοιάζουν καν με χρόνια, μοιάζουν ελάχιστα, μοιάζουν μηδαμινά, μοιάζουν με λίγες μόνο μέρες που πέρασαν προτού προλάβει καν να συνειδητοποιήσει πότε ξεκίνησαν.


Αρχές του Ιουνίου 1906, μια βρετανική μονάδα δραγόνων κατεβαίνει από το Κάιρο προς την Αλεξάντρεια. Όλοι οι αστυνομικοί σταθμοί του Δέλτα έχουν πάρει διαταγές να περιμένουν και ν’ αναφέρουν το πέρασμά της. Στις 13 Ιουνίου οι Άγγλοι στρατοπεδεύουν πάνω στη διώρυγα Μπαγκουρία, κοντά στο χωριό Τάλα, της μουδιρίας (νομός) Μενουφία. Το μεσημέρι, πέντε αξιωματικοί ξεκινούν με τ’ άλογά τους, πιο κάτω οι τέσσερις τα παρατούν κι ανεβαίνουν σ’ αμάξια, κι ύστερα από μερικά μίλια φτάνουν σ’ ένα χωριουδάκι, το Ντενσουάι. Εκεί χωρίζονται σε δυο ομάδες κι αρχίζουν να ντουφεκάνε τα ήμερα περιστέρια που ανατρέφαν οι φελάχοι στους περιστερώνες τους. Όταν έφταναν, ένας γέρος προεστός του χωριού, τους ειδοποίησε με το δραγουμάνο τους, πως και πέρυσι είχαν κατασκοτώσει τα περιστέρια των ανθρώπων κι αυτό είχε κακοφανεί στους φελάχους. Μα οι Εγγλέζοι δεν του δώσανε σημασία. Ύστερα από είκοσι λεπτά βάλανε φωτιά σ’ ένα αλώνι με άχερα και στο γειτονικό σπίτι, και πληγώσανε βαριά μια μάνα με παιδί, την Ομ Μοχάμετ, 26 χρονώ. Τότε τους ρίχτηκαν οι φελάχοι με πλίθους και ρόπαλα (ναμπούτια). Οι Άγγλοι, αμυνόμενοι, ξαναπυροβόλησαν και πλήγωσαν τέσσερις άντρες. Μα οι φελάχοι κατόρθωσαν να τους αφοπλίσουν, οι Άγγλοι τρέξανε ν’ ανεβούνε στ’ αμάξια, οι φελάχοι τους κατεβάσανε και συνέχισαν τον ξυλοδαρμό. Ένας αξιωματικός, που ήταν και γιατρός του τάγματος, ξέφυγε και ρίχτηκε κολυμπώντας στη διώρυγα για να φέρει ενισχύσεις. Στο μεταξύ, οι υπόλοιποι είχαν βρει τ’ άλογά τους και γύρισαν. Ένας μόνο, ο κάπταιν Μπουλ, άντρας 31 χρονώ, παλαίμαχος του πολέμου εναντίον των Μπόερς, πληγωμένος με πέτρα στον κρόταφο, έκανε πεζός όλη την απόσταση μέσα στον καύσωνα του μεσημεριού, με 42 βαθμούς έπαθε ηλίαση, και φτάνοντας στο στρατόπεδο, πέθανε. Ο γιατρός του τάγματος και φίλος του διαπίστωσε την ηλίαση, τη διαπίστωσε και ο Αιγύπτιος κυβερνητικός γιατρός που φέρανε για την άδεια του ενταφιασμού, είκοσι ώρες ύστερα από το θάνατο. Στο μεταξύ, οι Άγγλοι, αποθηριωμένοι, ξεχύθηκαν στο γειτονικό χωριό Σερσένα και σκότωσαν ένα φελάχο συντρίβοντάς του το κρανίο.

Εδώ δίνω το λόγο στον Αιγύπτιο εθνικό ηγέτη Μουστάφα Κάμελ. Μεταφράζω από το άρθρο του «Προς το Αγγλικό Έθνος και τον Πολιτισμένο Κόσμο» που δημοσιεύτηκε στο «Φιγκαρό» του Παρισιού, της 11 Ιουλίου 1906, σημειώνοντας μόνο πως τις πληροφορίες του τις διασταύρωσα με την ειδησεογραφία της «Ετζύπτιαν Γκαζέτ» και με τα επίσημα πραχτικά της δίκης που δημοσίεψε το Φόρεϊν Όφις(5).

«Το Υπουργείο Εσωτερικών, με διαταγή του Άγγλου συμβούλου Μίστερ Μάτσελ, μια βδομάδα πριν από τη δίκη, δημοσίεψε επίσημο ανακοινωθέν, που κατασύντριβε τους υπόδικους κάτω από τις κατηγορίες, και πίεζε ανοιχτά τους δικαστές και την κοινή γνώμη. Μια εφημερίδα της Κατοχής, έσπρωξε την περιφρόνηση της δικαιοσύνης ως το σημείο να δημοσιέψει την είδηση ότι οι αγχόνες είχαν ήδη σταλεί στο Ντενσουάι. Ο λαός τρομοκρατημένος, ρωτιόταν τι λογής απόφαση θ’ ακολουθούσε τέτοια επίδειξη. Και είναι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες που συνέρχεται το δικαστήριο στις 24 Ιουνίου. Αλλά τι δικαστήριο! Ένα έκτακτο που δεν έχει κώδικα, μήτε νόμο, και που οι διαταγές του μπορούν να καταδικάσουν σ’ όποια ποινή φανταστεί ο νους. Ένα δικαστήριο που η πλειοψηφία του ανήκει στους Εγγλέζους και δεν επιτρέπει έφεση, μήτε χάρη! Το διάταγμα που το ίδρυσε στα 1895 – κάτω από την πίεση του Λόρδου Κρόμερ, που δεν ανέχεται από την πλευρά της χεδιβικής διοίκησης την παραμικρή αντίσταση – το διάταγμα αυτό δίνει σ’ όποιον το διαβάζει την εντύπωση πως ο Βρετανικός στρατός – που η Αγγλία του εμπιστεύτηκε την αποστολή να επαναφέρει την τάξη στην Αίγυπτο – βρίσκεται ο ίδιος σ’ αδιάκοπο κίνδυνο και γι’ αυτό χρειάζεται τέτοιο δικαστήριο, ή μάλλον τέτοιο όργανο τρομοκράτησης!

Το δικαστήριο αυτό βάζει τρεις μέρες για να εξετάσει την υπόθεση. Φαίνεται καθαρά πως είναι οι Άγγλοι αξιωματικοί που προκάλεσαν τους φελάχους κυνηγώντας μέσα στις ιδιοκτησίες τους και τραυματίζοντας μια γυναίκα, και πως οι φελάχοι επιτεθήκανε στους Άγγλους γιατί ήτανε λαθροθήρες και όχι γιατί ήτανε Βρετανοί αξιωματικοί. Άγγλοι γιατροί, μεταξύ άλλων κι ο Δρ Μόλαν, ο επίσημος γιατρός των δικαστηρίων, αναγνώρισαν μπροστά στο δικαστήριο πως ο κάπταιν Μπουλ πέθανε από ηλίαση και πως μόνα τους τα τραύματά του δεν θα έφταναν για να προκαλέσουν το θάνατο.

Το δικαστήριο δίνει μόνο τριάντα λεπτά σε πάνω από πενήντα κατηγορούμενους για να κάνουν τις καταθέσεις τους. Αρνείται ν’ ακούσει ένα χωροφύλακα που βεβαιώνει πως οι Άγγλοι αξιωματικοί πυροβόλησαν εναντίον των φελάχων και βασίζει την απόφασή του μόνο στις καταθέσεις των αξιωματικών που προκάλεσαν τη συμπλοκή!

Στις 27 Ιουνίου βγαίνει η απόφαση: Τέσσερις Αιγύπτιοι καταδικάζονται σε απαγχονισμό, δυο σε ισόβια καταναγκαστικά, ένας σε 15 χρόνια καταναγκαστικά, έξι σε επτά χρόνια καταναγκαστικά, τρεις σε φυλάκιση ενός χρόνου και τέλος πέντε σε δημόσια μαστίγωση δίχως φυλακή, ο καθένας τους από πενήντα κουρμπατσιές (μαστίγιο με πέντε λουριά!).

Η απόφαση αυτή όριζε την εκτέλεση για την επαύριο. Έτσι, μόνο δεκαπέντε μέρες είχαν περάσει από τα γεγονότα ως την εκτέλεση!

Στις τέσσερις η ώρα το πρωί, Τετάρτη 27 Ιουνίου, οι τέσσερις θανατοποινίτες και οι οχτώ καταδικασμένοι σε μαστίγωση μεταφέρονται από το Σιμπίν, πρωτεύουσα της επαρχίας της Μενουφία, στο χωριό Σοχαντά, τέσσερα χιλιόμετρα από το Ντενσουάι. Εκεί επί εννέα ώρες, περίμεναν την τρομερή εκδίκηση. Στη μια το απόγευμα της Πέμπτης 28 Ιουνίου τους μεταφέρουν στο Ντενσουάι. Οι Άγγλοι κυβερνήτες θέλησαν να γίνει η εκτέλεση την ίδια ώρα και στο ίδιο μέρος της συμπλοκής».

Το ποίημα
Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί έβαλε ο Καβάφης στον τίτλο «27 Ιουνίου» και όχι 28 που γίνηκε η εκτέλεση. Ο ποιητής, από τα 1918, στη διάλεξη του κ. Αλέκου Σεγκόπουλου, μας εξήγησε πως σ’ ορισμένα του ποιήματα, ο τίτλος κάποτε φωτίζει τη στάση του ποιητή δίχως να δεσμεύει την ευθύνη του και κάποτε είναι ένα σχόλιο στα γινόμενα του ποιήματος. Με τον τίτλο αυτόν ο Καβάφης, προφυλαγμένος πίσω από έναν κατ’ επίφαση αντικειμενισμό, καταγγέλλει την απάνθρωπη Απόφαση του Έκτακτου Δικαστηρίου.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...