Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Π. Καβάφης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Π. Καβάφης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Εργοβιογραφικά στοιχεία


«Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια – σ’ ένα σπίτι της Οδού Σερίφ. μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επεσκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικό διάστημα. Διέμεινα και στην Γαλλία. Στην εφηβική μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολι. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το Υπουργείον των Δημοσίων ΄Εργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά, και ολίγα Ιταλικά». Με αυτό το λιτό βιογραφικό σημείωμα συνοψίζει τη ζωή του ο Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933). «Παραλείπει» στοιχεία, όπως ότι καταγόταν από εύπορη οικογένεια (ο πατέρας του ήταν μεγαλέμπορος και η μητέρα του από καλή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης) και ότι έζησε τα παιδικά του χρόνια σε μεγάλη ευμάρεια. Ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του (1870), όμως, ανάγκασε την οικογένεια να φύγει από την Αλεξάνδρεια και να εγκατασταθεί στην Αγγλία για έξι χρόνια (1872-1878). Έπειτα, επέστρεψαν για λίγο στην Αλεξάνδρεια, όπου ο Καβάφης φοίτησε στο εμπορικό Λύκειο «Ερμής», αλλ’ έφυγαν και πάλι, λόγω πολιτικών ταραχών (1882), αυτή τη φορά για την Κωνσταντινούπολη, όπου έμειναν τρία χρόνια. Επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια το 1885 και έκτοτε ο Καβάφης ελάχιστα ταξίδεψε, στο Παρίσι και το Λονδίνο (1897), καθώς και στην Αθήνα (1901 και 1903). Έζησε όλη τη ζωή του ήσυχα, από το 1907 στην οδό Λέψιους, όπου και δημιούργησε το έργο του. Εργάστηκε επί τριάντα χρόνια ως δημόσιος υπάλληλος στο Γραφείο Αρδεύσεων. Πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του, στις 29 Απριλίου του 1933.
Ο Καβάφης έγραψε τα πρώτα ποιήματά του στην καθαρεύουσα, αργότερα όμως τα «αποκήρυξε». Σημαντική περίοδος στην ποιητική του δημιουργία είναι η δεκαετία 1890-1900, κατά την οποία έγραψε αριστουργήματα, όπως τα ποιήματα «Τείχη», «Κεριά», «Ένας Γέρος», «Τα παράθυρα», «Περιμένοντας τους βαρβάρους» κ.ά. Δέχτηκε επιδράσεις αρχικά από τον ρομαντισμό, έπειτα από τον παρνασσισμό και τον συμβολισμό, ουσιαστικά όμως δημιούργησε καθαρά προσωπική ποίηση. Ο ίδιος ο Καβάφης έθεσε ως ορόσημο για την ποιητική του εξέλιξη το 1911 και διέκρινε τα ποιήματά του στα «προ του 1911» και «στα μετά το 1911». Τον χαρακτήριζε μια τάση τελειομανίας, η οποία αντικατοπτρίζεται στη συνεχή επεξεργασία των ποιημάτων του και στον πρωτότυπο τρόπο με τον οποίο τα διακινούσε στους φίλους του: στην αρχή σε «μονόφυλλα» (μικρά φυλλάδια), αργότερα σε «τεύχη» και έπειτα σε «συλλογές». Ουσιαστικά, τα διόρθωνε αδιάκοπα, γι’ αυτό και εν ζωή δεν εξέδωσε ποτέ ολόκληρο το ποιητικό έργο του. Τα «αναγνωρισμένα» από τον ίδιο ποιήματα είναι μόνο 154 και η πρώτη συγκεντρωτική έκδοσή τους με τίτλο Ποιήματα έγινε μετά τον θάνατό του (1935) στην Αλεξάνδρεια. Έκτοτε, εκτός από τα «Αναγνωρισμένα», έχουν δημοσιευτεί και τα «Ατελή» ποιήματά του, ακόμα και όσα ο ίδιος είχε αποκηρύξει.
Κύριο γνώρισμα του Καβάφη είναι ο πρωτοποριακός χαρακτήρας της γραφής του, που έγκειται στη χρήση ιδιότυπων εκφραστικών τρόπων, όπως της ειρωνείας, της πεζολογίας, της δραματικότητας, του ρεαλισμού κ.ά. Η συνηθέστερη πηγή έμπνευσής του είναι η ιστορία, από την οποία δανείζεται ποικίλα προσωπεία για να διατυπώσει γενικότερους προβληματισμούς για τον Άνθρωπο. Ιδιαίτερα έλκεται από τις εποχές παρακμής, που του δίνουν αφορμή για να σαρκάσει για τη ματαιότητα των ανθρωπίνων, αλλά και να προβάλει την τραγική διάσταση της ανθρώπινης φύσης, ιδιαίτερα όταν μέσα στον άνθρωπο συγκρούονται αντίθετες έννοιες, όπως το χρέος και η αδυναμία, η αξιοπρέπεια και η ροπή προς το «κακό», η επιθυμία και η «κοινωνική ηθική», το «ναι» και το «όχι» κ.ά.
Ο Καβάφης διέκρινε τα ποιήματά του από την άποψη του περιεχομένου τους σε τρεις «περιοχές»: τη φιλοσοφική, την ιστορική και την ηδονική (ή αισθησιακή), συχνά όμως οι τρεις αυτές κατηγορίες συνυφαίνονται. Η γλώσσα του είναι δημοτική, ανάμεικτη με τύπους της καθαρεύουσας και «αντιποιητικά» στοιχεία, και ο στίχος του ιαμβικός ανομοιοκατάληκτος.

Η κριτική για το έργο του

«Με τον όρο “ειρωνεία” και “ειρωνική γλώσσα” εννοώ το είδος της έκφρασης που δημιουργεί το χώνεμα της λεκτικής ειρωνείας του Καβάφη με τη δραματική του ειρωνεία. Με την πρώτη ο Καβάφης υποβάλλει νοήματα και αισθήματα που δεν βρίσκονται στις λέξεις του και που συχνά είναι αντίθετα από το νόημα που αυτές εκφράζουν. Με τη δεύτερη δημιουργεί αντιθέσεις καταστάσεων που, υποβάλλοντας ή αποκαλύπτοντας την αληθινή όψη των πραγμάτων, αποδεικνύουν ότι η ιδέα των ηρώων του για την πραγματικότητα είναι μια τραγική αυταπάτη. Ακόμα και η παρουσία φανταστικών προσώπων και ιστορικών χαρακτήρων στα ποιήματά του, που χρησιμεύουν για ν’ αναπαραστήσουν σύγχρονα συναισθήματα, είναι μια μορφή ειρωνείας, λεκτικής και, ταυτόχρονα, δραματικής […]. Η σχέση της δραματικής ειρωνείας με το δράμα είναι πρωταρχική: η σύγκρουση ανάμεσα σε αντίθετες καταστάσεις, οι ξαφνικές μεταβολές της τύχης, η απροσδόκητη διάψευση των ελπίδων, αποτελούν τον πυρήνα της δραματικής αναπαράστασης. Όσο πιο πυκνή είναι η ανθρώπινη δράση στα ποιήματα του Καβάφη, τόσο πιο ειρωνική γίνεται η ατμόσφαιρά του. Αλλά εκείνο που κάνει την ειρωνεία του Καβάφη να διαφέρει από την ειρωνεία των άλλων ποιητών, δεν είναι τόσο η συχνότητα της δραματικής ειρωνείας του, όσο ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο συνδυάζει τη λεκτική και τη δραματική του ειρωνεία.»

(Ν. Βαγενάς, «Η ειρωνική γλώσσα», Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Επιλογή κριτικών κειμένων, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 31999, σελ. 353)

«Ο Σεφέρης είναι ο εισηγητής του όρου “ψευδοϊστορικά”, ο οποίος νομίζω είναι πολύ κατάλληλος για τα ποιήματα στα οποία η ιστορία χρησιμοποιείται μεταφορικά ή αλληγορικά, δηλαδή “ψεύτικα” κατά έναν τρόπο, αφού ο Καβάφης δεν αντιμετωπίζει, στις περιπτώσεις αυτές, το ιστορικό υλικό ως ιστορικός ποιητής, αλλά σαν φιλοσοφικός / διδακτικός […]. Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος είναι ο εισηγητής του όρου “ιστορικοφανές”, που νομίζω ότι είναι κατάλληλος (αν χρησιμοποιηθεί με συστηματικότητα και συνέπεια) για τα ποιήματα στα οποία έχουμε προβολή ενός ή και περισσοτέρων πλαστών υποκειμένων μέσα σε άμεσα (ή και έμμεσα) δηλωμένο ιστορικό πλαίσιο, χρονικό ή και τοπικό, το οποίο χρησιμεύει συνήθως ως φόντο του φανταστικού επεισοδίου που σκηνοθετείται στο ποίημα […]. Ο όρος που έχει χρησιμοποιηθεί περισσότερο από τους άλλους, είναι βέβαια ο όρος “ιστορικά” ποιήματα. Προτείνω όμως να μην τον υιοθετήσουμε, για δύο λόγους. Αφενός γιατί είναι ο μόνος κατάλληλος για τη γενική διάκριση που είναι απαραίτητο να γίνεται ανάμεσα σε “μυθολογικά” και “ιστορικά” ποιήματα του Καβάφη και αφετέρου γιατί “ιστορικά” είναι ΟΛΑ τα ποιήματα που εξετάζουμε εδώ, σ’ όποιαν απ’ τις τρεις κατηγορίες και αν ανήκουν. Για τα ποιήματα της τρίτης αυτής κατηγορίας, για τα οποία και ο ίδιος ο ποιητής φαίνεται ότι δεν θεώρησε επαρκή τον όρο “ιστορικά”, αλλά αισθάνθηκε την ανάγκη, όπως είδαμε πιο πάνω, να μιλήσει στον Αθαν. Γ. Πολίτη για “στενώς ιστορικά” ποιήματα, νομίζω ότι καταλληλότερος όρος είναι ο όρος “ιστοριογενή”, με τον οποίο δηλώνεται το κύριο χαρακτηριστικό τους, ότι δηλαδή είναι άμεσα συνδεδεμένα με το ιστορικό υλικό από το οποίο γεννήθηκαν, ότι πρόκειται κατά βάση για ποιητικές βιώσεις συγκεκριμένων ιστορικών επεισοδίων από τα οποία είναι όμως κατά έναν τρόπο δεσμευμένα.»

(Μ. Πιερής, «Καβάφης και Ιστορία», ό.π., σελ. 405-406)

«Ένα πολύ ενδιαφέρον δίπτυχο σχηματίζουν δύο ποιήματα του Καβάφη για τις τελευταίες μέρες του Μάρκου Αντώνιου. Το πρώτο –“Το τέλος του Αντωνίου” (1907), που θα παραμείνει ανέκδοτο από τον ποιητή– θεωρείται εμπνευσμένο όχι τόσο από τον Πλούταρχο (“Βίος Αντωνίου”), όσο από την τραγωδία του Σαίξπηρ “Αντώνιος και Κλεοπάτρα”. Ο ήρωάς του είναι έτοιμος να δεχτεί το θάνατο με αξιοπρέπεια. Αλλά μεγάλη δόση αλαζονείας του ξυπνά η εθνική του “υπερηφάνεια”. το ιταλικό του αίμα “αηδίασε”, όταν άκουσε να τον κλαιν οι γυναίκες με τα βαρβαρίζοντα ελληνικά τους και με “ανατολίτικες χειρονομίες” αισθάνεται αποστροφή για την “παράφορη Αλεξανδρινή ζωή του” (“αυτά που ως τότε λάτρευε τυφλά”), και θέλει όχι να μοιρολογούν το χάλι του, αλλά να τον εξυμνήσουν που εστάθηκε μεγάλος εξουσιαστής, κι απέκτησε τόσ’ αγαθά και τόσα. Και τώρα αν έπεσε, δεν πέφτει ταπεινά, αλλά Ρωμαίος από Ρωμαίο νικημένος. Τούτες οι ίδιες στιγμές, που ο ήρωας περιμένει το τέλος του, φωτίζονται με άλλα εντελώς χρώματα, τρία χρόνια αργότερα στο “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον” (1910, 1911). Και ο τίτλος του ποιήματος, και ο μύθος, στον οποίο στηρίζεται, είναι δάνεια από τον Πλούταρχο. Όπως και στον Πλούταρχο, η αποχώρηση του “αόρατου θιάσου” του Διόνυσου από την Αλεξάνδρεια ερμηνεύεται σαν σημείο καταστροφής για τον Αντώνιο, δεν είναι όμως αυτό που τονίζεται, όσο η στωική συμπεριφορά του ανθρώπου μπροστά στο αναπόφευκτο τέλος. Η Αλεξάνδρεια συμβολίζει την ευτυχία, τη χαρά της ζωής, ο ποιητής καλεί τον ήρωά του να την αποχαιρετίσει (αφού ο αποχαιρετισμός είναι αναγκαίος) χωρίς “μάταιες ελπίδες”, χωρίς “των δειλών τα παρακάλια και παράπονα”, αντίθετα ως την τελευταία στιγμή ν’ απολαύσει και ν’ ακούσει “τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου”.
Το ποίημα χωρίζεται καθαρά σε δύο μέρη: το πρώτο εισάγει το θέμα της ήττας (“την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες”) και του αναπόφευκτου τέλους που έρχεται μοιραία, σαν από μόνο του: αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει. Το δεύτερο μέρος αναπτύσσει το μοτίβο (που ήδη ακούστηκε πιο πάνω) μιας ψύχραιμης αποδοχής των γεγονότων τέτοια που είναι, χωρίς αυταπάτες (“μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου”). Η στωική απόφαση, όπου καλεί ο ποιητής, προκαλεί ισχυρότατη εντύπωση έτσι που η προτροπή αντηχεί μέσα στην ατμόσφαιρα μιας εντελώς προσωπικής ιστορίας: αποχαιρετά την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις Ένα μήνα πριν έγραψε το “Ιθάκη” (1910, 1911). Η βιοθεωρία του εμφανίζεται εκεί πιο αναπτυγμένη. Όταν τώρα διαβάζουμε τα δύο ποιήματα μαζί, βλέπουμε το “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον” σαν ένα φινάλε του “Ιθάκη”, τελευταία σκηνή στο μακρόχρονο ταξίδι της ανθρώπινης ζωής. […]
Θα ξεχωρίσουμε ακόμη δύο σημεία στον τρόπο που ερμηνεύει ο Καβάφης το θέμα της ανθρώπινης ζωής, του προορισμού της, σ’ αυτό το ποίημά του. Σ’ ένα πνεύμα, γνωστό από το “Θερμοπύλες”, μνημονεύει κι εδώ το υψηλό φρόνημα, τονίζοντας γι’ άλλη μια φορά τη σπουδαιότητα του προσωπικού στοιχείου:
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Δίπλα σε τούτο το, παραδοσιακό πια για τον Καβάφη, μοτίβο εμφανίζεται στο “Ιθάκη” και θα πάρει σημαντική θέση μέσα στο έργο του το θέμα της αισθησιακής ζωής. Εδώ τώρα ακούγεται σαν μια σύντομη νότα, τονισμένη όμως με την επανάληψη:
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά...

Στη συζήτησή του με τον Λεχωνίτη τόνισε ο ίδιος πως ο αναγνώστης πρέπει να παρατηρήσει “μίαν εμφαντικήν μνείαν των μυρωδικών, τα οποία εδώ αναμφιβόλως συμβολίζουν τας ηδονικάς απολαύσεις. Οι γνώσται του ύφους τον Καβάφη γνωρίζουν καλά, ότι ο ποιητής σπανίως κάμνει χρήσιν εμφάνσεως, όταν δε συναντήσομεν τοιαύτην κάτι ασφαλώς σημαίνει. Δεν έγινε τυχαίως ή απο παρασυρμόν λυρισμού”.»

(Σ. Ιλίνσκαγια, Κ. Π. Καβάφης, Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα, Κέδρος, Αθήνα, 1983, σελ. 140-144)

«[…] Από το 1910, αρχίζοντας από το ποίημα “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”, ο Καβάφης ανακαλύπτει το θησαυρό του αλεξανδρινού υλικού, νιώθει μια ιδιαίτερη, ανεπανάληπτη γνησιότητα στις αναλογίες του με τη σύγχρονη εποχή και σε λίγο “ανεπαισθήτως” θα βρεθεί σ’ έναν κύκλο συλλήψεων που συνδέονται μεταξύ τους με νήματα επικής στόφας, έχουν σε βάθος χαρακτήρα μυθιστορηματικό και είναι δραστήρια φορτισμένες με την πείρα της ψυχολογικής πεζογραφίας. […] Σπουδαίο κέντρο στον αλεξανδρινό κύκλο του Καβάφη στάθηκε η σύντομη περίοδος λίγο πριν το 30 π.Χ., τα χρόνια της τελικής πια κατάκτησης της ελληνιστικής Αιγύπτου από τους Ρωμαίους. Αν το ποίημα “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”, που εγκαινιάζει τη σειρά, αξιοποιούσε το ιστορικό υλικό (την αφήγηση του Πλουτάρχου) με ένα κλειδί αποκλειστικά φιλοσοφικό —ανιχνεύεται η ανθρώπινη στάση στο σύνορο ζωής και θανάτου—, τα επόμενα ποιήματα για την Αλεξάνδρεια της ίδιας περιόδου περιέχουν ευδιάκριτα στοιχεία κοινωνικής και ιστορικής ανάλυσης. Μπορούμε με άνεση να το ισχυριστούμε αυτό αναφερόμενοι σ’ ένα από τα καλύτερα ποιήματα του Καβάφη, το “Αλεξανδρινοί Βασιλείς” (1912), που ζωντανεύει την εικόνα της ελληνιστικής Αλεξάνδρειας, λίγο πριν την πτώση της, μέσα σε μια ατμόσφαιρα λαμπρή και πανηγυρική (“η πολυτέλεια έκτακτη”), όταν γίνεται η τελετή των “δωρεών”: απονέμονται στην Κλεοπάτρα και στα παιδιά της οι βασιλικοί τίτλοι, μαζί με τις χώρες που είχε υποτάξει και συμπεριλάβει στην κοσμοκρατορία του ο Μέγας Αλέξανδρος. Εκτός από τη συνηθισμένη στον Καβάφη τραγική ειρωνεία, που περικλείνει η αντιπαράθεση της λαμπρής αυτής εικόνας και της καταστροφής που έρχεται (αυτό ο αναγνώστης το ξέρει μόνος του, ο ποιητής δεν κάνει ρητή μνεία), λειτουργεί λαμπρά στο ποίημα ένα άλλο ειρωνικό ζευγάρι: αυτό που με τόση μεγαλοπρέπεια προβάλλεται και το άλλο που στην πραγματικότητα γίνεται, τα κούφια λόγια που “ήσανε αυτές οι βασιλείες”. Σ’ αυτήν πάνω την αντίθεση οικοδομείται το ποίημα. Το ιστορικό γεγονός που περιγράφει ο Πλούταρχος στο “Βίο Αντωνίου» και αναπλάθει στο “Αλεξανδρινοί Βασιλείς” ο Καβάφης, συμβαίνει το 34 π.Χ., τρία χρόνια πριν τη μοιραία ναυμαχία στο Άκτιον που θα σημάνει την καταδίκη σε θάνατο και του Αντώνιου, και της ελληνιστικής δυναστείας των Λαγιδών. Εδώ όμως τον ποιητή τον απασχολεί όχι τόσο η δική τους τύχη, όχι οι ίδιοι οι βασιλείς της Αλεξάνδρειας, όσο ο χαρακτήρας αυτής της πολιτικής τους εκδήλωσης, της τελετής, που τόσο χτυπητά αντανακλά το χαρακτήρα της εποχής. Εποχής που ένας ολόκληρος κόσμος πάει να τελειώσει, ξεθωριάζουν μαζί του κι οι κοινωνικοί του θεσμοί, πράγματα που τα συνοδεύει κι η πλήρης πολιτική αδιαφορία των μαζών. Ακριβώς αυτή η απάθεια συγκεντρώνει την προσοχή του ποιητή. Το ενδιαφέρον του Καβάφη για την ομαδική ψυχολογία, όπως διαμορφώνεται μες στις ιστορικές εξελίξεις, σαν ένα από τα επακόλουθά τους, συμβάδιζε με ανάλογες αναζητήσεις και προβληματισμούς της παγκόσμιας ρεαλιστικής λογοτεχνίας.
Από την αρχή του ποιήματος ο Καβάφης τονίζει το θεατρικό χαρακτήρα των γεγονότων —στην αντίληψη τουλάχιστον των Αλεξανδρινών που “μαζεύθηκαν... να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά”. Το κύριο (κατά τον Πλούταρχο) πρόσωπο, ο Αντώνιος, καθώς και η Κλεοπάτρα, δεν εμφανίζονται στο προσκήνιο. Οι προβολείς συγκεντρώνονται στους νέους “βασιλείς”. Ό- πως διευκρινίζει ο Γ. Π. Σαββίδης, ο Καισαρίων ήταν 14 χρονών, ο Αλέξανδρος 7 χρονών και ο Πτολεμαίος 2 χρονών. Η λεπτομέρεια είναι βαρυσήμαντη. Μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε το θεατρικό ακριβώς χαρακτήρα της τελετής και την ανάλογη στάση των Αλεξανδρινών. Την καθαρά αισθητική πλευρά του θεάματος υπογραμμίζει και το παρνασσικό, πιστό ζωγράφισμα, η διαυγής εμπεριστατωμένη και τόσο γραφική εικόνα της περιβολής του Καισαριωνα, όπως και η μνεία πως “η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική / ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό” (ο Καβάφης δεν μπαίνει σε άλλες λεπτομέρειες, διαλέγει λίγα λόγια πληροφοριακού χαρακτήρα, που επισημαίνουν την ατμόσφαιρα της ανατολίτικης γιορταστικής μέθης), “το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης”. Επίσης η ομορφιά του Καισαρίωνα. Ξέρουμε πως ο Καβάφης τίποτα δεν επαναλαμβάνει χωρίς μια ιδιαίτερη σημασία. Στον Καισαρίωνα ξαναγυρίζει προσέχοντας τώρα όχι το ντύσιμό του, αλλά τον ίδιον. Η “λαμπρή” τελετή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά θεατρική παράσταση, ένα “ωραίο θέαμα”, και οι γοητευμένοι Αλεξανδρινοί αντιδρούσαν αναλόγως —“κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν”, χωρίς διόλου να σκέφτονται σοβαρότερα πράγματα: “ήξευραν τι άξιζαν αυτά”.
Ο διχασμός, η απόσταση ανάμεσα στο “φαίνεσθαι” και στο “είναι” όχι μόνο δεν αποτελεί γι’ αυτούς μυστικό, αλλά δεν τους αγγίζει καν, δεν τους συγκινεί. Τα 'χουν συνηθίσει. Η εποχή της αρχαίας πόλης με το ιδεώδες της αρετής του πολίτη έμεινε πολύ πίσω. Μάλιστα, τώρα πια η ελληνιστική εποχή, το πνεύμα του ατομισμού με την αποθέωση της εκλεπτυσμένης ομορφιάς, έφτασε στο τελευταίο της όριο: τον κόσμο εκείνον έρχεται να τον εκτοπίσει ο ρωμαϊκός, η Pax Romana, η ισχυρή αυτοκρατορία που χτίζει ο Οκταβιανός Αύγουστος—“... τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα θα αυτοκτονήσουν, ο Καισαρίων θα εκτελεστεί, και “τα μικρά του αδέρφια” θα συρθούν αιχμάλωτα στη Ρώμη να στολίσουν τη θριαμβική πομπή του Οκταβιανού...”. […] Σε λίγο, πρώτα εκείνα, θα γίνουν τα αθώα θύματα της θανάσιμης σύγκρουσης των αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων. Ένα είδος επίλογο στο “Αλεξανδρινοί Βασιλείς” αποτελεί η κατακλείδα του “Καισαρίων” (1914, 1918). Η εντύπωση του ανίσχυρου και του ανυπεράσπιστου, που προξενούσε, ακαθόριστα, στο πρώτο ποίημα η μορφή του Καισαρίωνα με την εύθραυστη χάρη του, αποχτά εδώ ιδιαίτερα τραγική ένταση – μπροστά στην άμεση απειλή του θανάτου που θ’ ακολουθήσει.»

(Σ. Ιλίνσκαγια, ό.π., σελ. 178-182)

«Το ποίημα που θα μας απασχολήσει [Περιμένοντας τους Βαρβάρους] είναι από τα πιο γνωστά του Καβάφη. Μάλιστα οι τελευταίοι του στίχοι είναι απελπιστικά γνωστοί. […]. Η πρώτη παρατήρηση που θα είχαμε να κάνουμε είναι ότι όλο το ποίημα διεκπεραιώνεται με τη μορφή του “διαλόγου” — ας τον πούμε προσωρινά έτσι. Ο διάλογος σημειώνεται με παύλα, αλλά μονάχα για το πρόσωπο που ρωτάει. Η απάντηση διαφοροποιείται με την αλλαγή του ρυθμού: ενώ δηλαδή οι ερωτήσεις είναι σε στίχους 15/σύλλαβους ιαμβικούς, πολιτικούς, οι απαντήσεις ακολουθούν σε 12/σύλλαβους ή 13/σύλλαβους, συντομότερους, που με τη στερεότυπη επανάληψη —γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα— δίνουν ένα δραματικό τόνο. Έτσι ο “διάλογος” των προσώπων μετατρέπεται σε διάλογο ρυθμών. Επίσης: Αν έχουν κάποια σημασία οι αριθμοί στην ποίηση, παρατηρούμε ότι ο αριθμός των στίχων από ερώτηση σε ερώτηση αυξάνεται ως την 4η ερώτηση, που γίνεται με 6 στίχους, και δίνει την πιο πλατιά και λεπτομερή περιγραφή της συγκέντρωσης. Ακολουθεί μια ανάπαυλα με 2 στίχους στην ερώτηση 5, αλλά και στην αντίστοιχη απάντηση, όπου το ποίημα φαίνεται να ακινητεί για μια στιγμή, για να ακολουθήσει η επαυξημένη ερώτηση 6η με 4 στίχους που μιλούν για την ξαφνική ανησυχία. Το συνολικό άθροισμα των στίχων κατά ερωτήσεις και απαντήσεις είναι ανά 18, δηλαδή το ποίημα μοιράζεται εξίσου στα πρόσωπα και ισοζυγίζεται. Χρησιμοποίησα στην αρχή συμβατικά και προσωρινά τον όρο διάλογος. Στην πραγματικότητα όμως ο διάλογος περιορίζεται στο ύφος των προσώπων και δίνει την ανάλογη ένταση στο ποίημα. Κατά τα άλλα ουσιαστικός διάλογος δεν υπάρχει, αλλά έχουμε μια σειρά ερωταποκρίσεις που προωθούν την αφήγηση. Η σχέση της καβαφικής ποίησης με τους αρχαίους “μίμους” είναι ήδη διαπιστωμένη. […].
Αλλά ενώ στο Περιμένοντας τους Βαρβάρους οι καταλυτικοί στίχοι με την αναδραστική ενέργεια βρίσκονται στο τέλος του ποιήματος, στα κατοπινά παραδείγματα μετατίθενται προς το κέντρο του και μοιράζουν έτσι το ποίημα σε δύο μέρη που συστοιχούν το πρώτο στα φαινόμενα και το δεύτερο στην ουσία, στο φαίνεσθαι και στο είναι ή στο δοκείν και στο είναι. Η διάσταση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο φαίνεται πως είναι ακόμα ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την καβαφική ειρωνεία. Αλλά πιο πολύ μας οδηγεί στο ποίημα Αλεξανδρινοί Βασιλείς η σχέση πολιτών- πολιτείας. Άλλωστε και η ιστορική περίοδος, όπου παραπέμπει το ποίημα, χαρακτηρίζεται από τη διάβρωση αυτών των σχέσεων. Η εποχή την οποία χαρακτηρίζουν τα πραγματολογικά δεδομένα είναι πλασμένη κατ’ αναλογίαν προς την εποχή της ρωμαϊκής παρακμής. Πρόκειται δηλαδή για ιστορική σκηνοθεσία. Μ’ άλλα λόγια το ποίημα είναι ψευτοϊστορικό, με κύριο χαρακτηριστικό την πολιτική αλλοτρίωση. Και στα δυο ποιήματα που αναφέραμε, οι “πολίτες” (υπήκοοι για την ακρίβεια) έχουν αποξενωθεί από την πολιτεία τους. Η συναίσθηση της πολιτικής ευθύνης έχει εκλείψει. Το ενδιάμεσο κενό, το χάσμα, πάει να καλυφθεί με την προσφυγή σε καταστάσεις που κύριο γνώρισμά τους έχουν τον πολιτικό αμοραλισμό. Στους Αλεξανδρινούς Βασιλείς, σ’ έναν αισθητισμό και αισθησιασμό που στέκεται στην επιφάνεια των πραγμάτων. Στο Περιμένοντας τους Βαρβάρους, στην αναμονή ενός γεγονότος καταλυτικού για την ίδια τους την πολιτεία. Κι όταν ματαιώνεται, πέφτουν σε αθυμία. Για να είμαι ειλικρινής, έχω την αίσθηση πως πίσω από τους δυο καταληκτικούς στίχους του ποιήματος ξεμυτίζει και μια άλλη απογοήτευση: όχι μόνο γιατί χάθηκε η “μια κάποια λύση”(τι λύση άλλωστε;), αλλά και γιατί μαζί της ματαιώθηκε και η κορύφωση ενός θεάματος που προεικονίστηκε. Αλλά θα ήθελα, τελειώνοντας, να υπογραμμίσω και μια βασική διαφορά ανάμεσα στους Αλεξανδρινούς και στους ανθρώπους που περιμένουν τους Βαρβάρους. Οι πρώτοι όχι μόνο διασώζονται, αλλά και κυριαρχούν τελικά μέσα στο ποίημα, ακριβώς χάρη σ’ αυτόν τον αισθητισμό και αισθησιασμό τους — και την αίσθηση του χιούμορ που υπολανθάνει στη στάση τους. Ενώ στο Περιμένοντας τους Βαρβάρους κατέχονται από μια ψυχική φτώχεια, από μια μιζέρια […].»

(Χρ. Μηλιώνης, «Κ.Π. Καβάφης Περιμένοντας τους Βαρβάρους», Φιλόλογος, 35, 1984, σελ. 19-24)

Έγραψαν για τον Καβάφη

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vincent van Gogh

Έγραψαν για τον Καβάφη

«Η περίπτωσή του είναι μοναδική στα νεοελληνικά γράμματα. Ξεκίνησε ως μέτριος Φαναριώτης, πέρασε από τον παρνασσισμό και τον συμβολισμό, για να καταλήξει σ’ έναν εκπληκτικής ευστοχίας και ήθους ρεαλισμό. Τα ποιήματά του, λυρικά και δραματικά κατά βάση, έχουν ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Στους στίχους του κυκλοφορεί ένας ολόκληρος λαός επώνυμων και ανώνυμων προσώπων, φυσιογνωμίες ιστορικές και ψευδοϊστορικές, μορφές της μυθολογίας, μα και της σύγχρονής του Αλεξάνδρειας. Τα περιστατικά που μας αφηγείται βρίσκονται στο περιθώριο της επίσημης Ιστορίας. Προτιμά να κινείται περισσότερο στις περιοχές του ελληνιστικού κόσμου και στις πολιτικές και θρησκευτικές ίντριγκες του Βυζαντίου, παρά στην αρχαιοελληνική κοινωνία. Το σύνολο του έργου του (τα 154 ποιήματα του «κανόνα», τα «Κρυμμένα», τα «Αποκηρυγμένα», και τα πεζά του κείμενα) υποβάλλουν τη φυλετική συνοχή και συνείδηση ολόκληρου του ελληνικού κόσμου. Ο Γ. Π. Σαββίδης, στον οποίον οφείλει πολλά η καβαφική φιλολογία, δήλωνε το 1963 ότι μπορούμε ανεπιφύλακτα να ονομάσουμε τον Καβάφη εθνικό ποιητή. Στην ποίησή του συγκλίνουν και συγχωνεύονται με μοναδικό τρόπο ποικίλα ρεύματα, ενώ ταυτόχρονα διαγράφεται καθαρά το πρόσωπο του ελληνικού μοντερνισμού. Όπως συμβαίνει με όλους τους μείζονες ποιητές, ο Καβάφης προηγήθηκε της εποχής του και, όπως έχει παρατηρηθεί, «μίλησε για τον έρωτα και τον θάνατο, για τη βία και τη μέθη της εξουσίας, για τον πολιτικό οπορτουνισμό και τη διάψευση των μεγάλων ιδανικών». Είναι ο πρώτος Έλληνας ποιητής με τόση μεγάλη απήχηση στο εξωτερικό, σχεδόν σε όλες τις γλώσσες. Είναι, επιπλέον, ο μοναδικός μέχρι στιγμής σύγχρονος Έλληνας ποιητής, που έχει επηρεάσει σε τέτοια έκταση και με τόση διάρκεια νεώτερους ξένους ποιητές σε πολλές χώρες. Η φωνή του ακούγεται καθαρά και σε ολόκληρη τη μεταπολεμική ελληνική ποίηση, η οποία, μετά τον Καβάφη, γράφεται διαφορετικά στην Ελλάδα.


Δασκαλόπουλου Δ., «Κ. Π. Καβάφης: Λυρικός και στοχαστικός, προηγήθηκε της εποχής του», ΤΑ ΝΕΑ, 22/11/1999.

«Η γλώσσα του Καβάφη είναι τελείως ιδιότυπη. Με την αθηναϊκή καθιερωμένη «ποιητική» δημοτική (του Παλαμά π.χ.) δεν έχει καμιά σχέση, αλλά και, παρ’ όλη τη συχνή χρήση τύπων της καθαρεύουσας, βρίσκεται μακριά και από την τυπική καθαρεύουσα, παλαιότερη ή νεώτερη. Οι άκρατοι δημοτικιστές δεν του συγχώρησαν ποτέ τη μη προσαρμογή του, αλλά και οι καθαρευουσιάνοι δύσκολα θα τον δέχονταν στη χορεία τους. Βασικά η γλώσσα είναι ζωντανή, «δημοτική», οι εκτροπές προς την καθαρεύουσα είναι ίσως ένα θελημένο πεζολογικό, ρεαλιστικό στοιχείο, η δημοτικιστική όμως βάση δίνει θερμότητα και γνησιότητα στο λόγο, ενώ οι πολίτικοι ιδιωματισμοί (επίμονα, και θα έλεγα, αυτάρεσκα κρατημένοι) δηλώνουν την ακριβή παρουσία του ανθρώπου. Και ο στίχος, σαν τη γλώσσα, καλλιεργεί τα πεζολογικά, «αντιποιητικά» στοιχεία, και θέλει να έχει τη βαρύτητα της ρεαλιστικής διαπίστωσης. […] Στην ποιητική του Καβάφη τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τα ποιήματά του τα προσέχει και τα λεπτουργεί ως την τελευταία λεπτομέρεια. Η στίξη, οι περίοδοι, οι παύσεις, όλα είναι υπολογισμένα, όλα υπηρετούν την «τέχνη της ποιήσεως», ακόμα και η τυπογραφική εμφάνιση. Το καθετί τεχνουργημένο με κομψότητα και καλαισθησία.»


Πολίτη Λ., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Δ΄ Έκδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1985, σ. 234 - 235.

«Η καταφυγή στον ιστορικό μύθο δεν είναι για τον Καβάφη απόδραση από τα προβλήματα του καιρού του. Η ιστορία ποτέ δεν καταντάει στο έργο του εναλλακτική λύση που προσφέρει ένα εθνικό άλλοθι ή περιθώρια πατριωτικών ψευδαισθήσεων. Στέκει πάντα ένα ομόλογο, διαμετρικά αντίθετο από τη λογοτεχνία των χρόνων της έξαρσης του μεγαλοϊδεατισμού. Στην ιστορία, όχι την ένδοξη αλλά τη μεταβατική, την ελληνιστική με τη διάχυτη ηθική και πολιτική σύγχυση, όταν η ειδωλολατρία εξακολουθούσε να επιβιώνει παράλληλα με τη χριστιανική μυσταγωγία, στην αμφιταλαντευόμενη ιδεολογία της, την οποία είχε διεξοδικά μελετήσει, στους εύκολους και εξυπηρετικούς συμβιβασμούς της και, κυρίως, στην ανασφάλειά της, ο Καβάφης αναγνωρίζει τα συμπτώματα της κοινωνίας του καιρού του, την κοινωνία της “παρακμής”»


Vitti M., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1992, σ. 334.

«Ο Καβάφης δεν είναι, βέβαια, εθνικός ποιητής, με τη σημασία που δίνουμε στη λέξη μιλώντας για τον Σολωμό ή τον Παλαμά˙ είναι διεθνικός. Έχει όμως φυλετική συνείδηση και συνδέεται με τον ελληνισμό μέσα απ’ τους ελληνιστικούς χρόνους και την παράδοση την πνευματική, καθώς και μέσα απ’ το σύγχρονό του ελληνισμό της διασποράς. Απ’ την άλλη μεριά, η επίδρασή του στους μεταγενέστερους και τα προδρομικά του στοιχεία τον συνδέουν με τη νεώτερη ποίηση, δένοντάς τον πιο στενά με το σώμα της γραμματολογίας μας. Δε μπορούμε να πούμε, εντούτοις, καθώς άστοχα ακούστηκε να λέγεται, πως έσπασε και την παράδοση ή πως έφερε τους νέους εκφραστικούς τρόπους, μια και την ώρα εκείνη η παραδοσιακή ποίηση βρισκόταν στην ακμή της, κι ύστερα απ’ αυτόν ακολούθησε ολόκληρη σειρά σπουδαίων παραδοσιακών εκπροσώπων. Ο Καβάφης μπορεί να ανέτρεψε τους ως τότε κανόνες της ποιητικής αρμονίας και να έκανε το ποίημά του να ηχήσει παράδοξα και ασυνήθιστα για τ’ αυτιά των σύγχρονών του, μα υπήρξε μια «εξαίρεση»: ένας πρόδρομος και μαζί ένας καθυστερημένος επίγονος, που συνδέει το ελληνικό παρόν με το ελληνιστικό παρελθόν και την παράδοση με την ποίηση του καιρού μας.»
Στεργιόπουλου Κ. (επιμέλεια), «Κ. Π. Καβάφης», Η ελληνική ποίηση· Ανθολογία - Γραμματολογία· Η ανανεωμένη παράδοση, Αθήνα, Σοκόλης, 1980, σ. 201.
α) Το γλωσσικό μίγμα των ελλήνων εμπόρων της Διασποράς αποτελούσε τη βάση της γλώσσας του Καβάφη.
β) Η ποιητική γλώσσα του Καβάφη αποτελεί ένα μίγμα, του οποίου βασικό υλικό είναι η μητρική του γλώσσα και η γλώσσα που μιλιόταν στο άμεσο κοινωνικό του περιβάλλον· σ' αυτό έχουν προσμιχθεί γλωσσικά στοιχεία που έχουν αντληθεί από τους αρχαίους και τους μεσαιωνικούς έλληνες συγγραφείς, που διάβαζε ο Καβάφης.
γ) Το γλωσσικό αυτό μίγμα υποστηρίζεται θεωρητικά από την αντίληψη του Καβάφη για τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας - μια αντίληψη που εκτείνεται σ' ολόκληρη την ελληνική ιστορία.
δ) Ο Καβάφης έμεινε συνειδητά αμέτοχος στο «γλωσσικό αγώνα» που πυροδότησε το Ταξίδι (1888) του Ψυχάρη - σ' αντίθεση με τους Ελληνες της «εμπορικής» Διασποράς Π. Βλαστό και Α. Πάλλη· ταυτόχρονα, δεν πήρε μέρος στους (ψευτο-)εθνικούς αγώνες, που συγκλόνισαν την Ελλάδα της εποχής του: ο Καβάφης ήταν και στα «εθνικά» ζητήματα, όπως και στην ποίησή του, ένας «κριτικός ρεαλιστής».
ε) Ο Καβάφης δεν μπορούσε να υποτάξει τις καλλιτεχνικές-ποιητικές εκφραστικές του ανάγκες σε ένα «γλωσσικό μοντέλο» - ούτε του Κοραή, του Κόντου ή του Ψυχάρη.
Γ. ΒΕΛΟΥΔΗΣ

Πρέπει όμως να μιλήσω αμέσως και για τη γλωσσική αλχημεία του Καβάφη, όπου συμπλέκονται στοιχεία της δικής του καθαρεύουσας και της δικής του δημοτικής. Και η περίπτωση όμως του Καβάφη απαιτεί πρώτα κάποιες περιφερειακές διαπιστώσεις, οι οποίες αφορούν τόσο την επιλογή όσο και την υποδοχή της μεικτής γλώσσας του.
Θυμίζω λοιπόν ότι το καβαφικό γλωσσικό ιδίωμα σαφώς εξελίσσεται: στην πρώιμη περίοδο η καβαφική καθαρεύουσα ανακαλεί την προγραμματική καθαρεύουσα της Αθηναϊκής Σχολής· στη συμβολική περίοδο εμφανίζεται και εξέχει το χαρακτηριστικό καβαφικό μείγμα λόγιας και δημοτικής γλώσσας· το μείγμα ωστόσο αυτό υποχωρεί, υπέρ της δημοτικής, στην ώριμη και όψιμη πια περίοδο, όταν σαφώς ο Καβάφης ορίζει και ασκεί τον δικό του ιστορικό και ερωτικό ρεαλισμό.
Προκειμένου εξάλλου να εξηγηθεί το μεικτό καβαφικό γλωσσικό ιδίωμα, που διαστίζεται από καθαρεύοντα στοιχεία, νομίζω ότι οφείλουμε να λάβουμε υπόψη την αναγνωστική προσήλωση του αλεξανδρινού ποιητή σε κείμενα της ελληνιστικής και όψιμης αρχαιότητας. Προφανώς η αναγνωστική αυτή τριβή του Καβάφη με την αρχαία ελληνική γλώσσα αφήνει τα ίχνη της στην εξελισσόμενη γλώσσα του.
Τέλος, η λόγια καθαρεύουσα επιλέγεται από τον Καβάφη ειδικότερα σε ποιήματα με επιγραμματικό χαρακτήρα. Παράδειγμα το πασίγνωστο ποίημα «Θερμοπύλες» αλλά και το διασημότερο «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες». Σ' αυτόν τον τύπο ποιήματος το λόγιο γλωσσικό ιδίωμα εξασφαλίζει πράγματι έναν ποιητικό λόγο θεσμοθετημένης σεμνότητας και τελετουργικής αυστηρότητας.
Οπως κι αν έχει το πράγμα, πρέπει να ομολογηθεί ότι η ανεπιφύλακτη υποδοχή της καβαφικής γλώσσας εμφανίζεται μάλλον αργά. Στον μεσοπόλεμο πάντως δημιουργεί ακόμη είτε βίαιες αντιδράσεις των δημοτικιστών (ο Βλαστός λ.χ. χαρακτηρίζει τον Καβάφη, εξαιτίας της γλώσσας του, καραγκιόζη) ή έστω ανομολόγητη αμηχανία (ευδιάκριτη στην πρώτη επαφή του Σεφέρη με την καβαφική ποίηση και τα καβαφικά ποιήματα).
Ειδικότερα τώρα η καβαφική αναπλήρωση του κενού, όπως το όρισα, πραγματοποιείται με τρεις τουλάχιστον τρόπους:
1) Ο Καβάφης φαίνεται να διαπιστώνει εγκαίρως την απροκάλυπτη κάποτε αισθηματικότητα ή και αισθηματολογία της δημοτικής γλώσσας· για να την αποφύγει μετασχηματίζει, με στοιχεία της καθαρεύουσας, το άμεσο αίσθημα σε ιστορικό, ερωτικό ή και καθαρώς νοητικό είδωλο. Ετσι επιτυγχάνεται η επικάλυψη της βιωματικής παθολογίας.
2) Τούτο σημαίνει ότι η λόγια γλώσσα στον Καβάφη λειτουργεί συγχρόνως ως φίλτρο υπόκρισης και ειρωνείας· τον βοηθεί δηλ. να μεταβάλει τα πρόσωπα των ποιημάτων του σε προσωπεία και, κυρίως, να καταστήσει τη δική του persona διφορούμενη.
3) Αναπληρωματικό επίσης ρόλο του ενδιάμεσου κενού μεταξύ βιωματικής και γλωσσικής εμπειρίας αναλαμβάνει η επιλεκτική καθαρεύουσα του Καβάφη, στον βαθμό που βοηθεί στη σκόπιμα πεζολογική προσγείωση του ποιητικού λόγου. Υπενθυμίζεται ότι ο Αλεξανδρινός συνθέτει τα ποιήματά του, προτού ακόμη ανθίσει ο δικός μας μοντερνισμός, ο οποίος, εκτός των άλλων, επιφέρει δραστικές αλλαγές στο προηγούμενο ποιητικό λεξιλόγιο. Προδρομικά λοιπόν ο Καβάφης, αντιδρώντας και σε τούτο το κεφάλαιο στην παλαμική παράδοση, σπάζει το φράγμα του παραδοσιακού ποιητικού λεξιλογίου, με τη βοήθεια της τρέχουσας καθαρεύουσας, ως γλώσσας της καθημερινής συναλλαγής. Και τούτο συμβαίνει, όπου και όταν το ποίημα απαιτεί ένα είδος δραστικής πεζολογίας, για να δηλώσει επαρκώς τη ρεαλιστική του σκηνοθεσία.
Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ

Δείτε επίσης:

Κωνσταντίνος Καβάφης «Η Διορία του Νέρωνος»

Κ. Π. Καβάφης

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Flavia Codsi

Κ. Π. Καβάφης
Από την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Λίνου Πολίτη

Είναι περίεργο. Ενώ στην Αθήνα μετά το 1880, μοναδικό πια σχεδόν πνευματικό κέντρο του ελληνισμού μεσουρανεί ο Παλαμάς και επηρεάζει δυναστικά την ποίηση και την πνευματική ζωή, στα ίδια χρόνια, σε μιαν απομονωμένη περιοχή του ελληνισμού, στην Αλεξάνδρεια, δημιουργεί το έργο του ένας ποιητής, που έμελλε στα υστερότερα χρόνια να πάρει αυτός την κεντρική θέση στη νεοελληνική ποίηση και να επηρεάσει αποφασιστικά όλη τη νεότερη εξέλιξή της ως τις μέρες μας. Ο ποιητής αυτός είναι ο Κ. Π. Καβάφης. Η Αλεξάνδρεια, όπου έζησε μόνιμα τα ώριμα χρόνια του, τα χρόνια της δημιουργικής του δράσης, η πόλη με τις αναμνήσεις του πλούσιου ελληνιστικού παρελθόντος, ήταν από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, η έδρα μιας σημαντικής και ακμαίας εμπορικής ελληνικής παροικίας. Πλουσιότατοι εθνικοί ευεργέτες, ο Γ. Αβέρωφ παλαιότερα, ο Εμμ. Μπενάκης αργότερα, ήταν μέλη της παροικίας, η οποία όμως στον πνευματικό τομέα δεν είχε δώσει ως τότε κανένα δείγμα αξιόλογης παρουσίας. Η απομόνωση αυτή μέσα στον ελληνικό χώρο εξηγεί ως ένα μέρος – ως ένα μέρος μονάχα – μερικές από τις ιδιοτυπίες της καβαφικής ποίησης.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1863, τελευταίος από εννέα παιδιά. Ο πατέρας του ήταν έμπορος πλούσια αποκατεστημένος, η μητέρα του από καλή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Ύστερα από τον πρόωρο θάνατο του πατέρα, η οικογένεια έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε (στο Λίβερπουλ και στο Λονδίνο) εφτά χρόνια, από το 1872 ως το 1878, όπου ασφαλώς ο Καβάφης (9-15 χρόνων τότε) θα φοίτησε σε κάποιο αγγλικό σχολείο και θα έμαθε τόσο τέλεια την αγγλική γλώσσα, που τη χρησιμοποιούσε για τις ατομικές του σημειώσεις. Στο γυρισμό στην Αλεξάνδρεια συμπλήρωσε τις σπουδές του σ’ ένα ελληνικό λύκειο.
Η οικογένεια θα αναγκαστεί άλλη μια φορά να εγκαταλείψει την πατρική πόλη∙ αιτία αυτή τη φορά οι πολιτικές αναταραχές του 1882, που κατέληξαν στην αγγλική κατοχή της Αιγύπτου. Η μητέρα με τα παιδιά πηγαίνουν στην Κωνσταντινούπολη όπου ζει ο πατέρας της, κι εκεί μένουν ως τον Οκτώβριο του 1885. Από την επιστροφή του και ύστερα ο ποιητής δε θα εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια παρά μόνο για μερικά σύντομα ταξίδια: το 1897 στο Παρίσι και στο Λονδίνο, το 1901 και το 1903 στην Αθήνα. Η ζωή του κυλά ήσυχα∙ έχει μια μόνιμη θέση στη δημόσια υπηρεσία, κατοικεί στην αρχή μ’ έναν αδερφό του, ύστερα μόνος του, τα τελευταία χρόνια τριγυρισμένος από τη συμπάθεια και την εκτίμηση των Αλεξανδρινών φίλων. Πέθανε το 1933 την ημέρα των γενεθλίων του από καρκίνο του λάρυγγα.
Οι πρώτες δημοσιεύσεις αρχίζουν το 1886, τη χρονιά της πρώτης συλλογής του Παλαμά, σε καθαρεύουσα∙ ρομαντικά στη σύλληψή τους, τα ποιήματα αυτά δε φαίνονται καθόλου επηρεασμένα από την αλλαγή του 1880 και, με τον απελπισμό τους και το φανερό εγκεφαλισμό, σαν να εξακολουθούν τη γραμμή του Δ. Παπαρρηγόπουλου, με φανερές ακόμα τις επιδράσεις από τον Hugo και τον Musset. Αλλά το 1881 κιόλας εκδίδει σε αυτοτελές φυλλάδιο ένα ποίημα «Κτίσται» που προοιωνίζει την κατοπινή εξέλιξη, και το 1896 γράφει τα «Τείχη», ποίημα πια απόλυτα «καβαφικό». Ο Καβάφης θα αποκηρύξει σχεδόν όλα αυτά τα έργα μιας ολόκληρης δεκαετίας και δε θα τα ενσωματώσει στην έκδοση των έργων του. Τέτοιες «εκκαθαρίσεις» θα κάνει κι άλλες πολλές∙ ακόμα και στην ώριμη περίοδό του γράφει ποιήματα, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο δεν τα «εκδίδει». Το «corpus» των «αναγνωρισμένων» ποιημάτων του είναι συνολικά 154∙ πρώτο χρονολογικά τα «Τείχη» του 1896, τελευταίο το «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας» του 1933, της χρονιάς του θανάτου. Και τα ποιήματα είναι όλα σύντομα, σπάνια εκτείνονται και σε δεύτερη σελίδα, μόνο ένα φτάνει ως την τρίτη.
Η ιδιοτυπία του Καβάφη εκδηλώνεται και στον τρόπο με τον οποίο κυκλοφορούσε τα ποιήματά του, σε μικρά φυλλάδια. Το 1904 σ’ ένα μικρό τεύχος διαλέγει και τυπώνει δεκατέσσερα, και το 1910 τα ξαναεκδίδει προσθέτοντας άλλα εφτά∙ τα τεύχη αυτά, τυπωμένα σε 100 ως 200 το πολύ αντίτυπα, κυκλοφορούν ιδιωτικά. Από το 1912 τυπώνει μεμονωμένα φύλλα, που τα συναπαρτίζει κάθε φορά μόνος του (μ’ έναν μετάλλινο συνδετήρα) σε συλλογές – άλλες με κατάταξη απλά χρονική, άλλες με κάποια θεματική. Πολλές φορές διορθώνει με το χέρι κάποιο στίχο ή ξανατυπώνει διορθωμένο το ποίημα και αντικαθιστά το παλιότερο. Μια αδιάκοπη επαφή και ένας εσώτατος δεσμός του δημιουργού με το έργο του.
Τα κρίσιμα χρόνια της διαμόρφωσης είναι ασφαλώς τα γύρω από το 1900 – ανάμεσα στο 1896, χρονολογία των «Τειχών» και στο 1904 όπου εκδίδει το πρώτο τεύχος με τα δεκατέσσερα συγκεντρωμένα ποιήματα (η χρονιά της Ασάλευτης ζωής). Έχει αφήσει την προσαρμογή του ρομαντικού επιγόνου και δοκιμάζοντας ολοένα, ανακαλύπτει σιγά – σιγά το δικό του εντελώς ιδιαίτερο πρόσωπο. Τα «Τείχη», με όλη την κάπως διστακτική ακόμα τεχνική, ξαφνιάζουν με την ωριμότητά τους∙ με αφάνταστη λιτότητα στα εκφραστικά μέσα δίνεται σε όλο του το τραγικό βάθος το αίσθημα της μόνωσης, αυτό που θα γίνει το μόνιμο τραγικό συστατικό του ανθρώπου του αιώνα μας. Και στα άλλα ποιήματα ως το 1900 – αυτά που «ενέκρινε» και που «εξέδωσε» ο ίδιος – αναγνωρίζουμε τα βασικότερα στοιχεία, τα λιθάρια που θ’ απαρτίσουν την «καβαφική πολιτεία» (η έκφραση είναι των κριτικών): μια υπερρομαντική μελαγχολία στα «Κεριά» (με την έννοια πως έχει ξεπεράσει το ρομαντισμό), την υψηλή αντίληψη για την τέχνη στο «Πρώτο σκαλί», το ιστορικό-μυθολογικό στοιχείο, αλλά και την αναμέτρηση του κόσμου των ανθρώπων και των θεών στα «Άλογα του Αχιλλέως», την «Κηδεία του Σαρπηδόνος», τη «Δέηση». Και το πρόσωπο αυτό ξεκαθαρίζει ακόμα περισσότερο, παίρνει τη γνώριμη μορφή στα ποιήματα της επόμενης πενταετίας (1900-1904): η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια στο «Che fece... il gran rifiuto» και στις «Θερμοπύλες», μια παραπέρα επεξεργασία του θέματος των «Τειχών» στην «Πόλη», και τέλος, στα 1904, ένα ποίημα από τα πιο ώριμα και τα πιο χαρακτηριστικά (ιστορικό και δραματικό μαζί) το «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Παράλληλα, λυρικότερα, λιγόστιχα, σαν επιγράμματα, θερμότερα και προσωπικότερα (και λαϊκότερα στη γλώσσα), οι «Φωνές», οι «Επιθυμίες»:
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πέθαναν....

- (οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, που είναι)

... σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τά’ κλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά.

Στο τέλος των κρίσιμων αυτών χρόνων, γύρω στα 1900, ώριμος πια και στην ηλικία, σαράντα ετών, ο Καβάφης έχει δημιουργήσει την ποιητική του, έχει διαμορφώσει τη δική του, εντελώς ιδιότυπη και ανεπανάληπτη έκφραση. Για τα επόμενα τριάντα χρόνια, ως το θάνατό του, βαθαίνοντάς την εσωτερικά, θα πλουτίζει ολοένα τη γνώριμη φυσιογνωμία προσθέτοντας με φειδώ καινούρια ποιήματα του ίδιου πάντα τύπου, με αφάνταστο όμως πλούτο θεματικό και αφού τα περάσει πρώτα από εξονυχιστική διεργασία στο εργαστήρι του. Λίγες εγγραφές ως το 1910, περισσότερες μετά το 1911 (με κάποια έξαρση στα 1917-18), με αισθητή την κάμψη στα εντελώς τελευταία χρόνια.
Φαίνεται πως ο ίδιος ο Καβάφης έβλεπε τα ποιήματά του να ανήκουν σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες (ή περιοχές): στα φιλοσοφικά, τα ιστορικά, και τα ηδονικά (ή αισθησιακά). Και πραγματικά η διαίρεση αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, με την επιφύλαξη πως αναφέρεται στην ποιητική έκφραση και όχι στο σημασιολογικό περιεχόμενο. Γιατί από την άλλη μεριά δεν υπάρχει αμφιβολία (και το είπε και ο ίδιος) πως ο καβαφικός κόσμος είναι ενιαίος και πως ένα ποίημα με το να είναι στην εξωτερική του μορφή «ιστορικό», δε σημαίνει πως δεν είναι «φιλοσοφικό» ή «αισθησιακό» ή το αντίστροφο.
Για τον «ηδονισμό» του Καβάφη και για τον ανώμαλο ερωτισμό του που βρίσκεται στη βάση της κατηγορίας αυτής, αλλά και γενικά όλων των ποιημάτων του, έχει γίνει πολύ συχνά λόγος∙ η κριτική μάλιστα έφτασε ως την υπερβολή, ερμηνεύοντας όλα τα ποιήματα με βάση την ερωτική ανορθοδοξία του ποιητή και το ψυχολογικό πλέγμα της απομόνωσης και της απόκρυψης που αυτή δημιουργεί (Τ. Μαλάνος). Η νεότερη κριτική, χωρίς να αρνείται τον ιδιότυπο ερωτισμό ως ένα βασικό συστατικό της ποίησή του, λυτρώθηκε από την επίμονη προσήλωση στο στοιχείο αυτό και μόνο και επισήμανε άλλα στοιχεία, εξίσου βασικά της ποίησής του, τη δραματικότητα, το «διδακτισμό» (Ε. Π. Παπανούτσος), τη σχέση των ποιημάτων με τα ιστορικά περιστατικά της Αιγύπτου και της εκεί ελληνικής παροικίας (Στ. Τσίρκας) – χωρίς να αποφύγει και πάλι πολλές φορές την υπερβολή και τη μονομέρεια. Ο κόσμος του Καβάφη είναι πολυμερής, το έργο του «πολυεδρικό και πρισματικά πολύπλευρο», έτσι που η προσπάθεια να συλλάβεις το νόημά του από μια μονάχα οπτική γωνία, είναι καταδικασμένη από τα πριν σε αποτυχία.
Τα καθαρά «ηδονικά» ποιήματα δεν είναι πολλά∙ και αρχίζουν να παρουσιάζονται απερίφραστα σε εποχή αρκετά προχωρημένη (ίσως από το 1915). Αλλά και στα ιστορικά και αλλού κυρίαρχη είναι στην ποίηση του Καβάφη η μορφή του ωραίου εφήβου, ίνδαλμα ερωτικό, και προπάντων η ανάμνηση, η αναπόληση μέσα στη μοναχική κάμαρα. Η ανθρώπινη ευγένεια και η αξιοπρέπεια, από τα κύρια και μόνιμα χαρακτηριστικά της ποίησής του, δε χάνεται και στα πιο απερίφραστα ακόμα∙ στο κάτω – κάτω αυτό που ενδιαφέρει είναι η μετουσίωση των αισθημάτων σε ποίηση. Συχνά άλλωστε και επίμονα το μοτίβο τέχνη και το μοτίβο έρωτας μπλέκονται στα ποιήματά του:

πότε η ομιλία είναι για τα ωραία σοφιστικά
και πότε για τα ερωτικά των τα εξαίσια.
«Ηρώδης Αττικός»

(το) θέατρον όπου μια ένωσις εγένονταν της Τέχνης
με τες ερωτικές της σάρκας τάσεις!
«Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς»

Αυτά που ονομάζουμε «ιστορικά» είναι ασφαλώς τα περισσότερο χαρακτηριστικά. Δεν υπάρχει ίσως άλλος ποιητής που να εξέφρασε τόσο έγκυρα τον ποιητικό του κόσμο με την επίμονη αυτή αναδρομή στην ιστορία. Κιόλας στα πρώτα νεανικά (τα αποκηρυγμένα) υπάρχουν μερικά δείγματα της τάσης αυτής. Από τα γραμμένα πριν από το 1900 σημειώσαμε κιόλας μερικά με θέμα μυθολογικό (από την Ιλιάδα), το 1904 έχουμε κιόλας το «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Ακολουθούν (όλα πριν από το 1910) «Ο Βασιλεύς Δημήτριος», «Τα βήματα» (για το Νέρωνα), «Ούτος εκείνος» (όχι πια για γνωστό πρόσωπο ιστορικό, αλλά για έναν ποιητή άγνωστο, ξένο μες στην Αντιόχεια, Εδεσσηνόν). Και το 1911-12 τα κορυφαία «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», «Φιλέλλην», «Αλεξανδρινοί βασιλείς».
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως και τα ιστορικά του ποιήματα τον ίδιο κόσμο εκφράζουν όπως και τα άλλα. Το διδακτισμό, αν θέλουμε να τον ονομάσουμε έτσι, ή τη φιλοσοφία του ή τον ηδονισμό του τα ξαναβρίσκουμε απαράλλακτα και στα ιστορικά του ποιήματα, αποτελούν κι αυτά έναν τρόπο για την έκφρασή του. Το ιστορικό παρελθόν τον βοηθά όμως να πετύχει, μέσα από την απόκρυψη, συνηθισμένη στην ποιητική του, την πιο καίρια έκφραση∙ κάτω από τη συσκότιση ή το προσωπείο της ιστορίας, η φωνή – τουλάχιστο για τους μυημένους – γίνεται εναργέστερη. Ποια βασική σημασία έχει η απόκρυψη, το υπονοούμενο, η πλάγια έκφραση στην ποίηση του Καβάφη, το σημείωσε κατά ποικίλους τρόπους η κριτική∙ ο ίδιος μιλά για «μισοϊδωμένα πρόσωπα ή γραμμές», για οράματα «μισοκρυμμένα μες στες φράσεις του». Δεν είναι γιατί ο ερωτισμός του είναι ανορθόδοξος, ούτε πολύ λιγότερο, γιατί φοβάται μήπως ανακαλυφθεί η αναφορά του σε γνωστά σύγχρονα γεγονότα∙ είναι γιατί πράγματα που αποκρύπτει και που ανακαλύπτει βαθιά στον εσωτερικό του κόσμο δεν είναι από εκείνα που λέγονται με τρόπο απλό ή «κατευθείαν». Πέρα όμως από τη βασική αυτή διαπίστωση, η γοητεία του ιστορικού παρελθόντος, μαγικά ξαναζωντανεμένου από τον ποιητή, έρχεται να προστεθεί στην υποβλητική γοητεία της ποίησης. Τα ιστορικά πρόσωπα του Καβάφη, είτε πραγματικά σαν τον Αντώνιο, τον Καισαρίωνα, τον Αντίοχο τον επιφανή, είτε φανταστικά σαν τον Αιμιλιανό Μονάη ή τον Τέμεθο τον Αντιοχέα, έχουν μια ύπαρξη δική τους, αυτοδύναμη, ανεξάρτητη από το στόχο του ποιητή∙ είναι το ίδιο ζωντανά όπως η φύση στους άλλους ποιητές – η φύση, ας σημειωθεί, που δεν παίζει κανέναν ή ελάχιστο ρόλο στην ποίησή του. Λίγα χρόνια πριν πεθάνει ο Καβάφης είπε: «Εγώ είχα δυο ιδιότητες. Να κάνω ποιήματα και να γράψω ιστορία. Ιστορία δεν έγραψα και είναι αργά πλέον».
Το μεγαλύτερο μέρος από τα ιστορικά ποιήματα ανάγονται στην ελληνιστική περίοδο, στον κόσμο που δημιουργήθηκε από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με την ακμή του («ελληνικός καινούριος κόσμος μέγας») και την παρακμή του, στις διάφορες απομακρυσμένες αποικίες∙ αρκετό χώρο καταλαμβάνει και ελληνορωμαϊκή εποχή, και η πάλη του εθνισμού με το χριστιανισμό (ο Ιουλιανός, ο Απολλώνιος ο Τυανεύς), επίσης τα σκοτεινά χρόνια ως τη μουσουλμανική κατάκτηση της Αιγύπτου, τέλος μερικά ανάγονται και στη βυζαντινή εποχή («ο ένδοξός μας βυζαντινισμός») Κεντρική θέση κατέχει βέβαια στα περισσότερα η Αλεξάνδρεια, η αγαπημένη πολιτεία, τ’ όνομά της κατασταλάζει σιγά – σιγά σε σύμβολο, σε μια λέξη-κλειδί με μαγική φόρτιση, που την καταλαβαίνει ο μυημένος:

που κι ο ρυθμός κι η κάθε φράσις να δηλούν
που γι’ Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός.
«Για τον Αμμόνη»

Η τρίτη κατηγορία (ή περιοχή) είναι τα φιλοσοφικά, «γνωμολογικά» τα χαρακτηρίζουν άλλοι, ή «διδακτικά». Ο Ε. Π. Παπανούτσος ονόμασε τον Καβάφη ποιητή «διδακτικό», και αφού ξεχώρισε μια πρώτη κατηγορία ποιημάτων με «παραινέσεις προς ομοτέχνους» (για την ποίηση και την αισθητική γενικά, για το πως αντικρίζει και πως δένεται ο ποιητής με το έργο του), βλέπει στα υπόλοιπα «διδακτικά» διάφορες ομάδες γύρω από ορισμένα θέματα: το θέμα των «Τειχών», με δεσπόζουσα την έννοια του αναπότρεπτου, του αμετάκλητου, άλλα συγγενικά, όπου κυριαρχεί η βαριά ατμόσφαιρα της μοίρας, της αδυσώπητης φοράς των γεγονότων. Στο μοτίβο των «Θερμοπυλών» η έννοια του χρέους ενώνεται με την αρετή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το βασικό αυτό χαρακτηριστικό της ποίησης του Καβάφη ακούγεται και μέσα από ποιήματα που παρουσιάζουν τη ματαιότητα των ανθρώπινων μεγαλείων (Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον) ή την έννοια της ύβρεως στην αρχαία της έννοια (Η διορία του Νέρωνος, Μάρτιαι ειδοί). Ο αναγνώστης θα πρόσεξε πως πολλά από τα φιλοσοφικά ή διδακτικά ποιήματα είναι στη μορφή τους ιστορικά.
Μια σοβαρότητα και μια βαρυθυμία∙ δε θα βρούμε στον Καβάφη την εύθυμη νότα, την ευφρόσυνη πολυχρωμία. Ειρωνεία άφθονη, αλλά ειρωνεία συνοδευμένη από μια γκριμάτσα τραγική. Από την ηδονική, την ιστορική ή τη φιλοσοφική άποψη, αδιάφορο, το καίριο είναι η συνειδητοποίηση της δραματικής ουσίας της ζωής, η αίσθηση της παρακμής και της ματαιότητας. Η τραγική όμως αυτή συναίσθηση δεν οδηγεί στη διάλυση και στην απιστία, το αίσθημα της αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας, η βαθύτερη συνείδηση του ανθρώπου, αποτελούν το αντίρροπο και θεμελιώνουν την πίστη και τη σωτηρία. Αν η γενιά των decadents του 1920 έστρεψε το ενδιαφέρον της στον Καβάφη, είδε στην ποίησή του μόνο την αρνητική της πλευρά.
Μια τέτοια ποίηση, τόσο διαφορετική από ό,τι ήταν ως τότε γνωστό και καθιερωμένο, επόμενο είναι να χρησιμοποιήσει και τρόπους εκφραστικούς ολότελα καινούριους. Η γλώσσα του Καβάφη είναι τελείως ιδιότυπη, με την αθηναϊκή καθιερωμένη «ποιητική» δημοτική (του Παλαμά π.χ.) δεν έχει καμία σχέση, αλλά και, παρ’ όλη τη συχνή χρήση τύπων της καθαρεύουσας, βρίσκεται μακριά και από την τυπική καθαρεύουσα, παλαιότερη ή νεότερη. Οι άκρατοι δημοτικιστές δεν του συγχώρησαν ποτέ τη μη προσαρμογή του, αλλά και οι καθαρευουσιάνοι δύσκολα θα τον δέχονταν στη χορεία τους. Βασικά η γλώσσα είναι ζωντανή, δημοτική, οι εκτροπές προς την καθαρεύουσα είναι ίσως ένα θελημένο πεζολογικό, ρεαλιστικό στοιχείο, η δημοτικιστική όμως βάση δίνει θερμότητα και γνησιότητα στο λόγο, ενώ οι πολίτικοι ιδιωματισμοί (επίμονα, και θα έλεγα, αυτάρεσκα κρατημένοι) δηλώνουν την ακριβή παρουσία του ανθρώπου.
Και ο στίχος, σαν τη γλώσσα καλλιεργεί τα πεζολογικά, αντιποιητικά στοιχεία και θέλει να έχει τη βαρύτητα της ρεαλιστικής διατύπωσης. Το μέτρο είναι πάντοτε ο ίαμβος (το πιο κοντά στον πεζό λόγο), αρκετά χαλαρός, ο στίχος ελεύθερος, με άνισο αριθμό συλλαβών, πολλές φορές (στα παλαιότερα ποιήματα περισσότερο) φανερώνεται και η ομοιοκαταληξία, που ηχεί και σαν παιχνίδι ή σαν ειρωνεία∙ κάποτε ο στίχος κόβεται – διαλύεται καλύτερα – στα δύο («Τέμεθος Αντιοχεύς») σαν να μην έχει τη δύναμη να ολοκληρωθεί. Αλλά είναι κι αυτό ένα μέσο της ποιητικής. Στην ποιητική του Καβάφη τίποτα δεν είναι τυχαίο, τα ποιήματά του τα προσέχει και τα λειτουργεί ως την τελευταία λεπτομέρεια. Η στίξη, οι περίοδοι, οι παύσεις, όλα είναι υπολογισμένα, όλα υπηρετούν την «τέχνη της ποιήσεως», ακόμα και η τυπογραφική εμφάνιση. Το καθετί τεχνουργημένο με κομψότητα και καλαισθησία.
Η ποίηση του Καβάφη δεν βρήκε αμέσως την απήχησή της. Με καταπληκτική διαίσθηση πρώτος την επισήμανε πολύ νωρίς ο Γρηγόριος Ξενόπουλος με ένα άρθρο του το 1903. Αλλά η Αθήνα γενικά τον αγνοεί και τον αποστέργει. Σημαντικός σταθμός είναι το 1919 το άρθρο του E. M Forster στο Athenaeum, ο οποίος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στην Αλεξάνδρεια και γνώρισε προσωπικά τον ποιητή. Ο ίδιος φρόντισε να μεταφραστούν και ποιήματά του στα αγγλικά. Μετά το 1920 ανακαλύπτουν τον Καβάφη οι νέοι της γενιάς εκείνης. Ο Τέλλος Άγρας κάνει μια διάλεξη γι’ αυτόν το 1921, το ίδιο και ο Άλκης Θρύλος το 1924. Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του η ποίησή του διαβάζεται, μελετιέται και σχολιάζεται, χωρίς να λείπει φυσικά και η αρνητική κριτική. Από το 1930 η επίδρασή του στη νέα γενιά γίνεται ισχυρότατη και παράλληλα πολλαπλασιάζονται οι κριτικές μελέτες και τα βιβλία για το έργο του, όχι μόνο από Έλληνες αλλά και από ξένους. Σημειώνουμε ενδεικτικά τον Γ. Σεφέρη, τον W. H. Auden, τον C. M. Bowra, την M. Yourcenal. Η εκατονταετηρίδα του το 1963 έδωσε αφορμή για μια καινούρια κριτική αντιμετώπιση του έργου του.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης 1863-1933

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης 1863-1933

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης είναι από τους σημαντικότερους ποιητές, του οποίου η ποίηση ενέπνευσε τόσο τους Έλληνες, όσο και τους ξένους ομοτέχνους του. Η απήχηση της ποίησής του έγινε αισθητή κυρίως από τη δεκαετία του 60 και μετά, όταν μεταφράστηκε εκτεταμένα στις μείζονες δυτικές γλώσσες (στα αγγλικά το 1952 και το 1961, στα γερμανικά το 1953, στα γαλλικά το 1958, στα ιταλικά το 1961, στα ισπανικά το 1964). Η έρευνα έδειξε ότι ο Καβάφης έχει αποκτήσει το κύρος και την αίγλη ενός παγκόσμιου ποιητή.
Φαναριώτικης καταγωγής, ο Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου άκμαζε η ελληνική κοινότητα. Εκεί, στην πόλη με τις ανεξάντλητες ιστορικές μνήμες, που έγινε αναπόσπαστο μέρος της θεματικής του, ο Καβάφης έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Μετά το θάνατο του πατέρα του (1870) και την οικονομική καταστροφή της οικογένειας πέρασε ένα διάστημα της εφηβείας του στην Αγγλία και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη. Χρημάτισε για αρκετά χρόνια υπάλληλος και το 1922 παραιτήθηκε για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην ποίηση.
Η ποιητική δημιουργία του Καβάφη συμπίπτει με εκείνη του Παλαμά, ο οποίος την ίδια χρονική περίοδο στην Αθήνα αποτελεί τη σημαντικότερη προσωπικότητα στο χώρο των Γραμμάτων.
Ιδιαίτερα φιλομαθής, ο Καβάφης από πολύ νωρίς εκδήλωσε την αγάπη του για την ιστορία. Στα ποιήματά του αναφέρεται συχνά σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα. Εμπνέεται περισσότερο από την Ελληνιστική εποχή με τα έντονα φαινόμενα παρακμής, τα οποία ο ποιητής χρησιμοποιεί για τις αναλογίες που βρίσκει με το παρόν. Τα ιστορικά γεγονότα γίνονται η πρόφαση ή το μέσο με το οποίο ο Καβάφης δίνει υπόσταση στα προσωπικά του βιώματα.
Ενώ ο ποιητής γνώριζε πολύ καλά τα σύγχρονα λογοτεχνικά ρεύματα, όπως ήταν ο παρνασσισμός και ο συμβολισμός, δε φαίνεται να ακολούθησε συστηματικά κάποιο από αυτά. Βαθμιαία απομακρύνθηκε εντελώς και κινήθηκε στα πλαίσια του ρεαλισμού. Ο ποιητής, όπως αναφέρει στην Ιστορία του ο Mario Vitti, περιβλήθηκε γρήγορα με μύθο. Στην Ελλάδα έγινε για πρώτη φορά λόγος γι’ αυτόν το 1903, όταν ο Ξενόπουλος δημοσίευσε στο περιοδικό Παναθήναια το ιστορικό του άρθρο με τίτλο «Ένας ποιητής».
Σε συνέντευξη που έδωσε ο Καβάφης σε ξένο ανταποκριτή τρία χρόνια πριν πεθάνει, προσδιόρισε τα στοιχεία που θα τον καθιστούσαν «ποιητή των μελλουσών γενεών»: λακωνική λιτότητα ύφους, ιστορική, φιλοσοφική και ψυχολογική αξία της ποίησής του, ενθουσιασμός που προέρχεται από διανοητική συγκίνηση, ορθή φράση που οφείλεται στη φυσικότητα του λόγου και ελαφρά ειρωνεία. Ο Καβάφης, όπως γράφει ο καθηγητής Νάσος Βαγενάς, είναι ο μόνος ποιητής που χρησιμοποίησε την ειρωνεία ως κύριο μηχανισμό παραγωγής ποιητικότητας. Η δραματική και η τραγική ειρωνεία του (απεικόνιση των αντιθέσεων ανάμεσα στα φαινόμενα και την πραγματικότητα) διαμορφώνει και τη λεκτική του ειρωνεία και αποτελεί το στοιχείο που προκαλεί ακριβώς την «ποιητική συγκίνηση».
Τα ποιητικά κείμενα του Καβάφη πλησιάζουν τον πεζό λόγο. Αυτό κατορθώνεται με τη λιτότητα στην έκφραση, τα λιγοστά επίθετα, τον ελεύθερο στίχο με τον άνισο αριθμό συλλαβών. Η γλώσσα είναι ιδιότυπη και περιέχει πολλά στοιχεία από την καθαρεύουσα αλλά και από τη δημοτική, ενώ είναι διανθισμένη με πολλούς ιδιωματισμούς από την Αλεξάνδρεια και την Πόλη. Για τον Καβάφη η ποιητική τέχνη ήταν μια επίπονη διαδικασία: σύμφωνα με πληροφορίες που παρέχουν οι μελετητές του, τα στάδια γραφής ενός ποιήματος διαρκούσαν ακόμη και δεκαετίες. Τα ποιήματα του περνούσαν από πολλά στάδια επεξεργασίας, μέχρις ότου φτάσουν στην τελική τους μορφή. Όσο ζούσε ακολουθούσε μιαν ιδιότυπη εκδοτική τακτική: τύπωνε τα ποιήματά του σε μικρά φυλλάδια, αργότερα σε τεύχη και τέλος έφτιαχνε χειροποίητες συλλογές που μοίραζε σε φίλους και θαυμαστές.
Τα αναγνωρισμένα από τον ίδιο ποιήματά του είναι 154. Το πρώτο χρονολογικά είναι τα Τείχη (1896) και το τελευταίο Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας (1933). Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν Τα Κεριά (1899) και ακολουθούν από το 1900 έως το 1904 Οι Θερμοπύλες, Η πόλις, το Πρώτο σκαλί, το Περιμένοντας τους βαρβάρους. Ο Καβάφης εισήλθε σε περίοδο ωριμότητας με το Ποσειδωνιάται (1906), για να ακολουθήσει το Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον και η Ιθάκη. Το μοτίβο της αξιοπρεπούς στάσης κατά τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου χαρακτηρίζει αυτά τα ποιήματα.
Ο ίδιος ο ποιητής διέκρινε τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: στα φιλοσοφικά, τα ιστορικά και τα ηδονικά (ή αισθησιακά). Από αυτά τα περισσότερα ανήκουν στα ιστορικά. Η νεότερη κριτική επεσήμανε το διδακτισμό της ποίησής του (ο Ευάγγελος Παπανούτσος ονόμασε τον Καβάφη «διδακτικό ποιητή») και της σχέση της ποίησής του με τα ιστορικά περιστατικά της Αιγύπτου και της εκεί ελληνικής παροικίας (Στρ. Τσίρκας). Δυο χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή επιχειρήθηκε η πρώτη συνολική παρουσίαση των έργων του που μέχρι τότε ήταν διασπαρμένα σε μονόφυλλα ή μικρές συλλογές. Ο Γιώργος Σεφέρης αργότερα, σε διάλεξή του με τίτλο «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Έλιοτ, παράλληλοι» (1946), τοποθέτησε τον Καβάφη δίπλα στον Έλιοτ για την ανανεωτική του συμβολή στο μοντερνισμό.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...