Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οδυσσέας Ελύτης «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οδυσσέας Ελύτης «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Οδυσσέας Ελύτης «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
David Talley

Οδυσσέας Ελύτης «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» (1945)

Η εμπειρία του ελληνοϊταλικού πολέμου σηματοδοτεί μια καθοριστική αλλαγή για τον Οδυσσέα Ελύτη, που συμμετείχε στον πόλεμο αυτό ως ανθυπολοχαγός και γνώρισε από κοντά την απάνθρωπη σκληρότητα του πολέμου και τον ανείπωτο πόνο που γεννά. Ο Ελύτης περνά μέσα από τα τραγικά αυτά βιώματα στην περίοδο της ωριμότητας, και προσφέρει μερικές από τις συγκλονιστικότερες σελίδες της νεοελληνικής λογοτεχνίας για ό,τι συνιστά έναν πόνο τόσο βαθύ που μόνο η τυφλή μοίρα των πολεμικών συρράξεων μπορεί να προκαλέσει∙ ένας νέος ανθυπολοχαγός γεμάτος ζωή, που όμως δεν πρόλαβε να ζήσει, βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Ένα ποίημα ηρωικό, μα πέρα ως πέρα αντιπολεμικό, που εστιάζει στην απώλεια και το θρήνο του ενός, για να αναδείξει όσο γίνεται πληρέστερα τον αντίκτυπο αυτού και κάθε άλλου πολέμου.

[Στις 3 το πρωί της 28 Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρεσβευτής Grazzi επισκέπτεται τον Έλληνα πρωθυπουργό, τον αφυπνίζει και του επιδίδει τελεσίγραφο, σύμφωνα με το οποίο η Ιταλία, για να εξασφαλιστεί, απαιτεί να καταλάβει βάσεις και άλλα σημεία του ελληνικού εδάφους, που θα κρίνει αναγκαία και τα οποία θα χρησιμοποιήσει ως το τέλος του μεγάλου πολέμου. Η απάντηση έπρεπε να δοθεί μέχρι της 6 πρωινής. Ο Μεταξάς απορρίπτει αμέσως το τελεσίγραφο, λέγοντας «Alors, c’est la guerre» (Λοιπόν, έχουμε πόλεμο).
Η Ελλάδα πια βρίσκεται σε πόλεμο με την Ιταλία.]

1

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος,
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός,
Καθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας,
Κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες,

Εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό,
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Μα όλος ο κόπος τ’ ουρανού,
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί στα πόδια του βουνού,

Τώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει,

Τώρα, η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκκαλιάρικα,
Πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της,
Μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Από λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια
Βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου,
Τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.

Η μετάβαση από το αμόλυντο και ευδαιμονικό ανοιξιάτικο τοπίο, στο δυσοίωνο χειμωνιάτικο κλίμα προοικονομεί τη δυσάρεστη τροπή που θα λάβουν τα γεγονότα∙ προοικονομεί την έλευση του θανάτου. Ενώ, συνάμα, η αλλαγή που παρατηρείται στο φυσικό τοπίο σηματοδοτεί και την εσωτερική αλλαγή που θα επέλθει στην ψυχή του ποιητικού υποκειμένου. Η γνωριμία με τη σκληρότητα του πολέμου θα είναι ένα οδυνηρό βάπτισμα ωρίμανσης, που θα σφραγίσει ανέκκλητα τον τρόπο θέασης της πραγματικότητας. Ο καιρός της αθωότητας παρέρχεται ανεπιστρεπτί.

1η στροφή: Εκεί που κάποτε κατοικούσε ο ήλιος, και ο τόπος είχε την αγνότητα, την αισιοδοξία και την ομορφιά που προσδίδει σε καθετί η άδολη ματιά μιας ανέγγιχτης κοπέλας, καθώς διατρέχει το καθόλα εδεμικό τοπίο, όπου ο άνεμος με το πέρασμά του γεμίζει το χώρο με τα λευκά άνθη μιας αμυγδαλιάς, και στις άκρες των χόρτων λαμπυρίζει η πρωινή δροσιά, σαν ένας ιδιότυπος καβαλάρης.
2η στροφή: Εκεί που η δυνατή ρίζα ενός λεβέντικου πλάτανου υψωνόταν απ’ το χώμα δημιουργώντας μια σημαία της γης πλασμένη από χώμα και νερό∙ εκεί που κανενός ανθρώπου την πλάτη δεν βάραινε όπλο, κι όλος ο βραδινός κόπος τ’ ουρανού φανερωνόταν το πρωί, όπου η πλάση έλαμπε λουσμένη απ’ την αναζωογονητική δροσιά, μπροστά στα πόδια του επιβλητικού βουνού.
3η & 4η στροφή: Αίφνης ένας ίσκιος αρχίζει να καλύπτει το χώρο, σαν να αναστέναξε ο ίδιος ο Θεός. Το τοπίο σκιάζεται, και τη θέση της ζωοδότρας άνοιξης παίρνει η αγωνία, που φροντίζει να σβήσει ένα-ένα τα λουλούδια που μέχρι προ ολίγου κοσμούσαν τη γη. Μέσα στις χαράδρες που το νερό έπαψε να κυλά, αφού έχει πια παγώσει, κείτονται νεκρά τα τραγούδια -οι εύθυμες διαθέσεις των προηγούμενων ημερών- από λιμό, από πλήρη έλλειψη χαράς. Ενώ, οι παγωμένοι βράχοι έχουν απομείνει να κόβουν το μόνο ψωμί που αφθονεί, αυτός της ερημιάς και της εγκατάλειψης.
5η στροφή: Ο τρομερός χειμώνας εκείνης της χρονιάς έμπαινε βαθιά ως το μυαλό των ανθρώπων, και προμήνυε το κακό που ερχόταν. Το τρίχωμα των αλόγων στα βουνά αγρίευε, καθώς κι εκείνα συναισθάνονταν το δυσοίωνο κλίμα, ενώ πολύ ψηλότερα, τα όρνια μοιράζονταν τα ελάχιστα κομμάτια τ’ ουρανού που ήταν ορατά.

Ο Ελύτης αξιοποιώντας τη σύνδεση του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον -με τρόπο που βρίσκουμε στα δημοτικά τραγούδια ή στα πρώτα φανερώματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας των Επτανήσιων δημιουργών- παρουσιάζει όλα εκείνα τα συναισθήματα που κατέκλυζαν την ψυχή των ανθρώπων (το φόβο, την αγωνία, την απώλεια της χαράς), μέσα από την αντίδραση της φύσης στον ερχομό του χειμώνα.  Ο χειμώνας για τη φύση και ο πόλεμος για τους ανθρώπους δένονται τόσο στενά, ώστε μέσα από την έλευση του πρώτου καταλαβαίνουμε τον αντίκτυπο που είχε κι η έλευση του δεύτερου. Η φύση που φρικιάζει απέναντι στο χειμώνα, είναι συνάμα κι οι άνθρωποι που ταράζονται, αγριεύονται και συγκλονίζονται εν όψει του πολέμου.
Ποιητής του ανοιχτού χώρου ο Ελύτης, και ιδιαίτερα βιωματικός, κατορθώνει να δώσει με τον πλέον παραστατικό τρόπο την καταλυτική επίδραση του πολέμου στους ανθρώπους, χωρίς ωστόσο να εκπέσει σε εκφράσεις που ίσως να πρόδιδαν κάποια αίσθηση δειλίας ή τρόμου. Ό,τι αντιδρά σε εμφανές επίπεδο είναι η φύση, κι όχι οι άνθρωποι∙ εκείνη βιώνει την πλήρη μεταστροφή, εκείνη εγκαταλείπει την ευδαιμονική της έκφανση, κι ο δικός της δαίμονας είναι ο χειμώνας.
Έτσι, μέσα από τη σύνδεση φύσης-ανθρώπου, ο Ελύτης επιτυγχάνει ευφυώς να μεταδώσει σε όλη της την ένταση την εμπειρία του πολέμου -ιδίως στη 2η ενότητα-, χωρίς να υπονομεύσει στο ελάχιστο την ανδρεία των εκεί πολεμιστών.

[Ως αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού αναλαμβάνει ο Αλέξανδρος Παπάγος και κηρύσσει γενική επιστράτευση. Οι Ιταλοί, επωφελούμενοι από την απουσία επαρκών δυνάμεων στα σύνορα, παραβιάζουν το ελληνικό έδαφος και προελαύνουν χωρίς καμία σχεδόν αντίσταση δεξιά, κατά μήκος της παραλίας ως τον ποταμό Θύαμη (Καλαμά) και αριστερά, στην Πίνδο, ως έξω από τη Σαλαμίνα, ενώ τα αεροπορικά τους σμήνη βομβαρδίζουν αλλεπάλληλα τις ανοχύρωτες πόλεις, Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Κέρκυρα κ.λπ. προξενώντας πολλά θύματα στον άμαχο πληθυσμό.]

                              2

Τώρα μες τα θολά νερά ένας ίσκιος νευριάζει.

Ο άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Κάνει εμετό στη σκόνη του,
Τα φρούτα φτύνουν το κουκκούτσι τους,
Η γη κρύβει τις πέτρες της,
Ο φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Την ώρα που μες από τα ουράνια θάμνα
Το ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας.
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο,
Κι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες,
Κι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε: - φωτιά ή μαχαίρι!

Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Κακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός,
Μόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!

Η φύση ταράζεται και αντιδρά ολοένα και πιο έντονα στο αλλαγμένο κλίμα. Μέσα στα θολά, και άρα υπό διαρκή κίνηση νερά, ένας ίσκιος μοιάζει να έχει νευριάσει∙ είναι τα σύννεφα που υπό το κράτος του ανέμου κινούνται γοργά. Κι ο ίδιος ο άνεμος κρατημένος απ’ τις φυλλωσιές των δέντρων κάνει εμετό τη σκόνη που μάζεψε μανιωδώς απ’ το χώρο γύρω του.
Τα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους, ως παρακαταθήκη για την άνοιξη που έρχεται, κι η γη τις πέτρες της, σαν τρομαγμένη μητέρα μπροστά στη μανία της θύελλας που τη μαστίζει αλύπητα. Κι είναι η ίδια η θύελλα που ωθεί τον φόβο να σκάψει ένα λαγούμι και να κρυφτεί -αντίδραση που παραπέμπει στα τρομαγμένα ζώα, μα έμμεσα ακόμη και στους ανθρώπους∙ θύελλα που ξεκινά απ’ τον ουρανό κι ακούγεται ανατριχιαστική σαν το ούρλιασμα μιας λύκαινας∙ μιας λύκαινας των σύννεφων.
Κι είναι η θύελλα που στρώνει δίχως έλεος χιόνι φονικό ενός σκληρότατου χειμώνα, κι ύστερα ξεφυσά αγριεμένη πάνω στις κοιλάδες που έχουν απομείνει χωρίς τροφή. Κι είναι εκείνη που βάζει τους ανθρώπους ν’ ανταλλάξουν τον μοιραίο χαιρετισμό της απόφασής τους για έναν πόλεμο μέχρι εσχάτων: φωτιά ή μαχαίρι!
Για τους ανθρώπους που ξεκίνησαν με την απόφαση του θανάτου στην ψυχή τους, θα γίνει μεγάλο κακό σ’ αυτά τα μέρη. Κακό τόσο δεδομένα αναπόφευκτο, ώστε η θρησκευτική πίστη δεν μπορεί να παρέμβει και να διασώσει. Γι’ αυτό κι οι μενεξέδες -λουλούδια του πένθους-, είναι προτιμότερο να προσευχηθούν μακριά απ’ τον σταυρό∙ τούτο το κακό δεν μπορεί κανείς πια να το σταματήσει.

[Αγανακτισμένος και απελπισμένος ο ελληνικός λαός ξεσηκώνεται σαν ένας άνθρωπος εναντίον των επιδρομέων. Ήταν η πρώτη φορά από τους βαλκανικού του 1912-1913 που παρουσίαζε αυτή την ενότητα και τη συνοχή. Η κυβέρνηση επιστρατεύει ικανούς αξιωματικούς και προωθεί με ταχύτατες πορείες δυνάμεις προς τα σύνορα, οι οποίες όχι μόνον αναχαιτίζουν την προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων στο μέτωπο της Πίνδου, αλλά και επιτίθενται και -προς μεγάλη έκπληξη του κόσμου- καταδιώκουν τους επιδρομείς, διαλύουν ολόκληρες μεραρχίες και πιάνουν χιλιάδες αιχμαλώτους.]


                              3

Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή,
Λυώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
Ο Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο!

Κάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα,
Κάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας αντίκρυ
Στο θάνατο - κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο,
Κιάλια, τηλέμετρα, όλμοι κέρωσαν!

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...

Στο χώμα μόνο μια στιγμή κουνήθηκαν οι ρίζες,
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια.

Μα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Μόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος,
Κι ύστερα χύθηκε μεμιάς ως τα χλωμά του νύχια!

Η γενναιότητα των Ελλήνων στρατιωτών προκαλεί εύλογο θαυμασμό. Γι’ αυτούς τους ηρωικούς πολεμιστές η νύχτα δεν είναι ώρα ξεκούρασης, είναι μια ακόμη μέρα, πιο πικρή απ’ τις κανονικές. Ο αγώνας τους δεν σταματά ποτέ, κι είναι τέτοιο το πείσμα και η αντοχή τους, ώστε υποτάσσονται στη θέλησή τους και στοιχεία ανυπότακτα: λιώνουν το σίδερο, και μασάνε την ίδια τη γη. Ο Θεός που τους συντροφεύει μυρίζει μπαρούτι, αφού στις σφαίρες τους μόνο μπορούν να βασιστούν, μα και μουλαροτόμαρο, αφού με τα μουλάρια μεταφέρουν όλα τα αναγκαία του πολέμου στα απόκρημνα και δύσβατα περάσματα των βουνών της Αλβανίας.
Κάθε βροντή, κάθε πυροβολισμός, και μια ακόμη διαδρομή του θανάτου που διαπερνά τον αέρα πάνω στις φονικές σφαίρες∙ κάθε βροντή κι ένας ακόμη άντρας που στέκει χαμογελαστός απέναντι στο θάνατο, αψηφώντας τη μοίρα και τα κελεύσματά της.
Μα η γενναιότητα δεν μπορεί και δεν αρκεί ν’ αποτρέψει τη συμφορά, όταν η στιγμή ξαστοχεί, όταν η στιγμή βρίσκει το θάρρος και αποτολμά ένα απρόσμενο κακό. Ένα απειροελάχιστο θραύσμα του χρόνου -που η ευνοϊκή τύχη δεν προφταίνει να συνδράμει- αρκεί για να έρθει η μεγαλύτερη δυστυχία. Μια σφαίρα που χτυπά κατά μέτωπο τον νεαρό άνδρα, κι όλα τελείως ξαφνικά και αιφνίδια τινάζονται στον αέρα∙ κι όλα παγώνουν, καθώς συνειδητοποιούν τι έχει μόλις συμβεί.
Εύκολα σκίζεται ο αέρας, σαν λεπτό ύφασμα, εύκολα κι οι πέτρες σαν τα μαλακά πνευμόνια που ανοίγουν∙ κι η σφαίρα βρίσκει το στόχο της, κάνοντας το κράνος να κυλήσει απ’ την αριστερή πλευρά του κεφαλιού.
Για μια μόνο στιγμή κουνήθηκαν οι ρίζες απ’ την πτώση του χτυπημένου νέου, και αμέσως μόλις σκόρπισε ο καπνός του πυροβολισμού, το φως της ημέρας πήγε δειλά να καλύψει με το γαλήνιο χάδι του, την αντάρα, την αναστάτωση που προκλήθηκε από τα καταχθόνια∙ από την ύπουλη δράση του θανάτου. Ήταν οι τελευταίες ακτίνες του φωτός που αντίκρισε ο άτυχος νέος, καθώς το σκοτάδι -η νύχτα του θανάτου- πετάχτηκε εμπρός του σαν την οχιά που κάποιος την πάτησε τυχαία, συγκρατήθηκε για λίγο, όσο η ψυχή του νέου κρατήθηκε ελάχιστες στιγμές στα δόντια, κι ύστερα όρμησε μέσα του μέχρι τα χλωμά, δίχως ζωή, νύχια του.

[Οι Έλληνες συνεχίζουν την καταδίωξη των Ιταλών και πέρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, καταλαμβάνουν την Κορυτσά (22 Νοεμβρίου) και άλλες μικρότερες πόλεις, τους Αγίους Σαράντα (6 Δεκεμβρίου), το Δέλβινο (7 Δεκεμβρίου) και το Αργυρόκαστρο (8 Δεκεμβρίου). Τελικά σταματούν στη γραμμή Χιμάρα – Τεπελένι, Κλεισούρα – Πόγραδετς, επειδή οι ανάγκες για την ανασύνταξη των δυνάμεων και την αντιμετώπιση του άγριου χειμώνα το επιβάλλουν.]      

                              4

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη,
Μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά,
Μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αφτί,
Μοιάζει μπαξές που του’ φυγαν άξαφνα τα πουλιά,
Μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά,
Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Μόλις είπαν «γεια παιδιά!» τα ματοτσίνορα
Κι η απορία μαρμάρωσε...

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Ακούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα,
Χωρίς άλλα κεριά,
Κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη...
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο,
Κι ανάμεσα απ’ τα φρύδια -
Μικρό πικρό πηγάδι, δακτυλιά της μοίρας,
Μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο,
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!

Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από που του -
Από που του’ φυγε η ζωή. Μην πείτε πως -
Μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, παράτησε την άλλη,
Κι ο ήλιος ο παντοτεινός έτσι με μιας τον κόσμο!

Τώρα ο νέος ανθυπολοχαγός κείτεται νεκρός πάνω στην καμένη απ’ τις φλόγες του πολέμου στρατιωτική του χλαίνη, κι όλα υποδηλώνουν την απώλεια της ζωής του. Τα ήσυχα μαλλιά του έχουν μείνει έτσι όπως τα άφησε ο αέρας, που πια έχει εγκαταλείψει κι αυτός τον νέο άνδρα, μ’ ένα κλαδάκι μπλεγμένο στο αριστερό του αυτί∙ ένα κλαδάκι που συνοδεύει τη λήθη που έχει πια επέλθει στο νεανικό του κεφάλι.
Μοιάζει το άψυχο σώμα του με κήπο που τον εγκατέλειψαν ξαφνικά τα πουλιά, που με το κελάηδισμα τους του έδιναν ζωή∙ μοιάζει με τραγούδι που ξαφνικά το φίμωσαν, το σταμάτησαν μέσα στο σκοτάδι∙ μοιάζει με το ρολόι ενός αγγέλου που έπαψε να δουλεύει∙ το ρολόι εκείνου του αγγέλου που μέχρι πρότινος παραστεκόταν στον άτυχο νέο.
Κι η έκφρασή των ματιών του παγωμένη σε μια δήλωση τραγικής απορίας, καθώς η τελευταία του πράξη∙ η ύστατη κίνησή του ήταν ένας απέλπιδος αποχαιρετισμός με τα ματοτσίνορα προς τους φίλους και συμπολεμιστές του∙ ένα πετάρισμα των βλεφάρων του ήταν το μόνο που πρόλαβε τη στιγμή που τόσο αιφνίδια τον εγκατέλειπε η ζωή.
Κείτεται νεκρός πάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη του, και γύρω του περιφέρονται οι μαύροι αιώνες, η αναρίθμητη πορεία νεκρών και θανάτου που έχει προηγηθεί, με τη μορφή σκελετωμένων απ’ την πείνα σκυλιών, που αλυχτούν το θάνατό του και σπάνε την πένθιμη σιωπή. Κι οι ώρες, που έγιναν ξανά πέτρινες περιστέρες, που μαρμάρωσαν, ακούν με προσοχή το αλύχτισμα αυτό που συνοδεύει σαν ανατριχιαστικός θρήνος το χαμό του νέου.
Μα η προσοχή που δείχνουν τώρα οι ώρες είναι μάταιη, αφού το γέλιο έχει πια καεί, αφού η γη έπαψε ν’ ακούει, κι η τελευταία κραυγή του νέου παρήλθε χωρίς να ακουστεί. Κανείς δεν άκουσε τη στερνή του κραυγή, κι ας άδειασε ο κόσμος με αυτή, κι ας έφυγε η ζωή του με αυτή.
Τα δέντρα που βρίσκονται τριγύρω, τα ψηλά κέδρα είναι τα μόνα κεριά που συντροφεύουν το σώμα του νεκρού νέου, που βρίσκεται ακριβώς όπως έπεσε μετά τον πυροβολισμό. Το κράνος του έχει κυλήσει άδειο, το αίμα του έχει λασπώσει και το μπράτσο του φαίνεται μισοτελειωμένο, καθώς το πλακώνει το άψυχο σώμα. Κι ανάμεσα στα φρύδια του βρίσκεται ένα μικρό κοκκινόμαυρο πηγάδι, η ολέθρια πληγή, που σαν δαχτυλιά της ίδιας της μοίρας σβήνει αίφνης κάθε μνήμη και θύμηση που είχε ο νέος. Μια πληγή στο κρανίο του, που ανοίχτηκε λες για να εκτονωθούν, για να κρυώσουν οι θύμησες που έφεραν νωπή τη θέρμη της ζωής.
Ωστόσο, σχολιάζει ο ποιητής, μην κοιτάτε από ποιο σημείο του έφυγε η ζωή, ούτε να πείτε πως ανέβηκε ψηλά, ακολουθώντας την ψυχή του, ο καπνός του ονείρου, κρατήστε μόνο πως η μια στιγμή που δεν διαδέχτηκε την άλλη∙ η μία στιγμή που έμεινε ανακόλουθη άρκεσε για να χαθεί η ζωή του νέου, για να αφήσει τον κόσμο ο ήλιος ο παντοτινός -ο ήλιος της νεότητας.

[Οι Γερμανοί θέλοντας να σώσουν το γόητρο του Μουσολίνι και ν’ αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση που δημιουργείται στα Βαλκάνια εισδύουν από τη Ρουμανία στη Βουλγαρία και εγκαθίστανται στα αεροδρόμιά της. Ο Ιταλός δικτάτορας, φοβούμενος τη γελοιοποίησή του από τη γερμανική συνδρομή, αρχίζει στις 9 Μαρτίου 1941 εναντίον των ελληνικών δυνάμεων του αλβανικού μετώπου, ύστερα από συστηματική προετοιμασία, τη μεγάλη εαρινή επίθεση. Μεγάλες δυνάμεις Ιταλών με άφθονα πολεμικά μέσα εξαπολύονται επί ημέρες εναντίον των οχυρώσεων των Ελλήνων, αλλά αυτοί μένουν ακλόνητοι στις θέσεις τους.]

                              5

Ήλιε, δεν ήσουν ο παντοτεινός;
Πουλί, δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη, δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ, περβόλι, ωδείο των λουλουδιών,
Κι εσύ, ρίζα σγουρή, φλογέρα της μαγνόλιας!

Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Και το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Κι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Και τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν -
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ‘ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αητόπουλα απορούν πού ‘ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει, στενάζοντας η μάνα, πού ‘ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ‘ναι το παιδί!
Γιατί; ρωτάει ο σύντροφος, πού να ‘ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ‘ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός.
Πιάνουν το χέρι και παγώνει,
Παν να δαγκάσουνε ψωμί, κ’ εκείνο στάζει αίμα,
Κοιτούν μακριά τον ουρανό κ’ εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε
        ο ήλιος!..

Ο θάνατος∙ ο απρόσμενα πρόωρος θάνατος που τερματίζει μια λαμπρή νεότητα, γεννά κάθε φορά στη σκέψη των ανθρώπων επώδυνα ερωτήματα για τη διάρκεια της ζωής και της χαράς, που υπό το πρίσμα της νιότης έμοιαζαν παντοτινές και απρόσβλητες από οποιοδήποτε κίνδυνο. Μια επίφαση απρόσκοπτης συνέχειας και διάρκειας∙ μια επίφαση αφοβίας, που θρυμματίζεται αιφνίδια, αφήνοντας πόνο και ερωτήματα δίχως απάντηση.
Δεν ήταν ο ήλιος παντοτινός; Δεν ήταν το πέταγμα του πουλιού μια στιγμή χαράς τόσο άδολης και ασυγκράτητης, που δεν μπορούσε να μείνει πουθενά στάσιμη; Δεν ήταν η λάμψη του φωτός η δύναμη εκείνη που στέκει άφοβα απέναντι στο σύννεφο; Κι η τόση ομορφιά του περιβολιού, κι η ρίζα της μανόλιας -φορέας ζωής για το όμορφο φυτό∙ ποιο το νόημα της δικής τους ύπαρξης, σ’ έναν τέτοιο κόσμο, που υποτάσσεται τόσο εύκολα στη δύναμη του θανάτου.
Έτσι, την ώρα που το δέντρο τινάζεται απ’ τη μανία της βροχής, και το κάποτε γεμάτο ζωή σώμα βρίσκεται τώρα τελείως αδειανό να μαυρίζει απ’ τη μοίρα που του στέρησε τη ζωοποιό πνοή∙ να μαυρίζει παραδομένο στο θάνατο∙ κι ένας τρελός απ’ τον πόνο να χτυπιέται με το χιόνι, και τα δυο μάτια να είναι έτοιμα να δακρύσουν, τότε αρχίζουν τα αμείλικτα ερωτήματα.
Ο αητός, και μαζί του τα αετόπουλα, αναρωτιούνται που είναι το παλικάρι. Ο αγέρωχος αετός, που μοιάζει τόσο έξω από το κράτος του θανάτου, συμμερίζεται κι αυτός τον πόνο και την απελπισία των ανθρώπων για το χαμό του νέου παλικαριού. Πόνο που περισσότερο απ’ όλους βιώνει η μάνα του παιδιού και μαζί της όλες οι μανάδες, που μόνο εκείνες μπορούν να καταλάβουν απόλυτα τι σημαίνει αυτή η απώλεια.
Μα κοντά τους απορεί, πονά και αναρωτιέται και ο σύντροφος, συμπολεμιστής και αδερφός του παλικαριού. Κι όλοι οι σύντροφοί του ρωτούν που είναι ο πιο μικρός, ο πιο νέος απ’ όλους∙ κι είναι η νεότητα αυτή που καθιστά τόσο πιο τραγικό το θάνατο του χαμένου ανθυπολοχαγού.
Τραγική αναδεικνύεται κι η διαφορά ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο∙ διαφορά που μας τη δίνει ο ποιητής με εικόνες σπαρακτικές. Όταν οι σύντροφοί του πιάνουν το χιόνι νιώθουν να καίει το αίμα τους ο πυρετός, μα όταν αγγίζουν το δικό του χέρι είναι παγωμένο∙ δοσμένο πλήρως στο ψύχος του θανάτου. Κι όταν δαγκώνουν το ψωμί, όταν συνειδητοποιούν πως εκείνοι παραμένουν ζωντανοί, ενώ αυτός έχει πεθάνει, το ψωμί στάζει αίμα∙ τους πικραίνει αφόρητα. Κι όταν κοιτάζουν μακριά στον ουρανό, λίγο να ξεχαστούν απ’ τον πόνο που ξεσκίζει την ψυχή τους, ο ουρανός μελανιάζει, μαυρίζει όπως και το άψυχο κορμί του αγαπημένου συντρόφου.
Και τα ερωτήματα επανέρχονται ακόμη πιο συγκλονιστικά∙ γιατί να μη θερμαίνει ο θάνατος, γιατί να μην μπορεί η ζωή να επιστρέψει εκεί που ο θάνατος έκανε λάθος; Γιατί να είναι αναγκασμένοι να τρώνε ένα τόσο ανόσιο και βέβηλο ψωμί; Γιατί οι ίδιοι να ζουν, όταν εκείνος δεν υπάρχει πια; Γιατί να εμφανίζεται ένας τόσο σκληρός και σκοτεινιασμένος ουρανός, εκεί που κάποτε κατοικούσε ο ήλιος της χαράς και της ζωής; 

[Στις 23 Μαρτίου οι ιταλικές δυνάμεις με σπασμένο το ηθικό αποσύρονται στις βάσεις εξορμήσεώς τους, ενώ ο δικτάτορας γυρίζει ντροπιασμένος στη Ρώμη.]

                               6

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του·
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι,
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Ήταν γερό παιδί·
Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του,
Η αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Να βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!...

Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του - γιαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν;
Ήταν γενναίο παιδί!

Στην ενότητα αυτή ο Ελύτης εξυμνεί την ομορφιά, τη δύναμη, τη δίψα για ζωή και τη γενναιότητα του χαμένου ανθυπολοχαγού της Αλβανίας. Ήταν ένα τόσο ωραίο παιδί, ώστε, όταν γεννήθηκε, τα βουνά της Θράκης έσκυψαν για να φανεί πάνω στους ώμους της στεριάς η χαρά του σταριού∙ έσκυψαν τα βουνά της Θράκης και το έφτυσαν στο κεφάλι, στο στήθος και στο κλάμα του, σαν για να του ευχηθούν, σαν για να το προστατέψουν από ζηλόφθονο λόγο και σκέψη. Βγήκαν Ρωμιοί με δυνατά μπράτσα και το σήκωσαν στον αέρα, αφήνοντας τον βοριά ν’ αποτελέσει τα πρώτα του σπάργανα, τις πρώτες του φασκιές. 
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, τόσο βιαστικές σαν να παράβγαιναν στο ποια θα πετάξει μακρύτερα την πέτρα∙ τρέξανε γοργά σαν να περνούσαν καβάλα πάνω σε κάποια φοράδα. Κύλησαν οι μέρες και τα πρωινά σαν ποτάμι, ώσπου ήρθε η ώρα και πρόβαλε το χειμωνιάτικο άνθισμα των ανεμώνων, κι ήρθαν από την άκρη της γης οι άνεμοι να μεταφέρουν τα λευκά κοπάδια των αφρισμένων κυμάτων της θάλασσας στο βάθος μιας σπηλιάς, εκεί που μια πέτρα αναστέναξε με το χτύπημα του θεριεμένου νερού. Μια εξαιρετική εικόνα που σηματοδοτεί το μεγάλωμα του μικρού παιδιού και την πρώτη εφηβική αφύπνιση.
Ήταν ένα γερό παιδί, που μεγάλωνε πάντα σ’ επαφή με την όμορφη και γεμάτη ζωή φύση, αισθανόμενος έναν τόσο βαθύ έρωτα, ώστε πίνοντας κρασί γευόταν όλες τις χαρές και απολαύσεις της γης. Κι έπιανε ύστερα χορό μέσα στη νύχτα με τις λεύκες, μέχρι ν’ ακούσει τους ήχους του γλεντιού η αυγή και να ρίξει το φως της πάνω στα μαλλιά του. Η αυγή που ερχόμενη τον έβρισκε πάνω στα δέντρα να γρατζουνάει με τα κλαδιά τον ήλιο ή να χρωματίζει με την ευδαιμονία της παρουσίας του τα λουλούδια ή πάλι να νανουρίζει με το τραγούδι του τις μικρές κουκουβάγιες που ξενύχτησαν, όπως κι αυτός.
Μια νιότη γεμάτη ζωτικότητα που δεν έπαυε στιγμή να γεύεται τον έρωτα της ζωής∙ μια νιότη με τόση ενέργεια που δεν παραδινόταν ούτε στο κάλεσμα του ύπνου. Κι η δύναμη της υγείας του έλαμπε στη θυμαρίσια ανάσα του, πρόβαλλε και στο γερό του στήθος, που ήταν σαν γιόρτασμα της ελευθερίας και της θάλασσας.
Ήταν συνάμα κι ένα γενναίο παιδί, που με τη στολή και το πιστόλι του ανθυπολοχαγού απέπνεε σε κάθε του κίνηση και στο περπάτημά του όλη την αρρενωπότητά του. Μέρος της στολής του, ωστόσο, ήταν και το κράνος του το γυαλιστερό, που έδωσε την ευκαιρία στους εχθρούς να τον στοχεύσουν και να τον πετύχουν στο κεφάλι. Κι έφτασε η εχθρική σφαίρα τόσο εύκολα και τόσο αναπάντεχα απευθείας στο μυαλό του, ώστε δεν πρόλαβε αυτός ο έξοχος νέος να γνωρίσει ή να σκεφτεί τίποτε το κακό.
Δεξιά και αριστερά του είχε τους στρατιώτες του, και ύστατο στόχο της ζωής του να εκδικηθεί την αδικία που τελούταν εις βάρος της χώρας του, μα δεν πρόλαβε να εκπληρώσει το σκοπό του. Το αίμα γέμισε το μέτωπό του και τα βουνά της Αλβανίας βρόντηξαν καθώς γκρεμιζόταν το κορμί του, κι αμέσως ύστερα έλιωσαν πάνω τους το χιόνι για να ξεπλύνουν το άψυχο σώμα του. Κι ήταν το σώμα αυτό σαν ένα σιωπηλό μα επώδυνο ναυάγιο της αυγής, κι ήταν το στόμα του σαν ένα πουλί που δεν πρόλαβε να κελαηδήσει, κι ήταν τα χέρια του σαν ανοιχτές πλατείες της ερημίας, αφού πια δεν μπορούσαν να κρατήσουν μέσα τους καμιά ζωή.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας, όταν έπεσε νεκρός ο νέος ανθυπολοχαγός, μα δεν έκλαψαν, και δεν υπήρχε λόγος να κλάψουν, γιατί ήταν ένα γενναίο παιδί άξιο μόνο τιμής και επαίνου.

                              7

Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Τίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Απ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Μήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Και κρύψουν τις αχτίδες τους
Και σταματήσουν
Εκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί!...

Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος,
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά,
Σκυφτή πίσω από μήνες - σύννεφα αφουκράζεται
Τι να’ ναι που αφουκράζεται σύννεφα - μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους -αχ αφήστε την-
Μισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει -αφήστε την-
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει -αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Κι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Τα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Το αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά,
Κι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!

Ο πόνος που προκαλεί ο θάνατος του νέου ανθυπολοχαγού δίνεται σ’ αυτή την ενότητα πρώτα μέσα από την αντίδραση της φύσης. Έτσι, τα δέντρα παρουσιάζονται να είναι φτιαγμένα από κάρβουνο, που η νύχτα δεν μπορεί να πυρακτώσει, όσο κι αν προσπαθεί. Χιμάει ο άνεμος πάνω τους, ξανά και ξανά, μα η φλόγα της φωτιάς, η φλόγα της ζωής δεν ανάβει. Τα βουνά μαζεύονται μέσα στην παγωνιά γονατίζοντας, κι απ’ τις χαράδρες ανεβαίνει πάνω από τα κεφάλια των νεκρών βουίζοντας η άβυσσος. Όλη η φύση βρίσκεται υπό τον έλεγχο του θανάτου, και της παγωνιάς που προκαλεί η απουσία ζωής.
Δεν κλαίει πια ούτε η ίδια η Λύπη, μόνο γυρνάει στο χώρο σαν την τρελή που ορφάνεψε ξαφνικά, φορώντας επάνω της ένα μικρό κλαδί σταυρού. Δεν κλαίει, καθώς ο πόνος είναι τέτοιας έντασης, που έχει παγώσει μέσα της κάθε παρόμοια δυνατότητα εκτόνωσης. Πιάνεται, μονάχα, η Λύπη πάνω στα μαύρα Κεραύνια όρη κι ανεβαίνει ψηλά για να τοποθετήσει μια πλάκα φεγγαριού, για να τοποθετήσει ένα αντίστροφο φεγγάρι που να στέλνει το φως του προς τους αντικρινούς πλανήτες, έτσι ώστε όταν αυτοί δουν τον ίσκιο τους ν’ αντιληφθούν πως κάτι φοβερό συμβαίνει και να κρύψουν τις δικές τους αχτίνες∙ να κρύψουν το φως τους και να μείνουν κι εκείνοι αποσβολωμένοι και εκστατικοί μέσα στο χάος.
Ο χαμός του παλικαριού παγώνει όλη τη φύση, κάνει ακόμη και τη Λύπη να ωχριά μπροστά στο πόσο οδυνηρή είναι αυτή η απώλεια, και την ωθεί σε πράξεις ακρότητας, ώστε όχι μόνο η γη, μα κι όλο το σύμπαν να νιώσει πως τίποτε πια δεν είναι το ίδιο από τη στιγμή που πέθανε αυτός ο νέος.  
Κι ο άνεμος συνεχίζει να χτυπά και να ξαναχτυπά τη γη, προσμένοντας μιαν αντίδραση, μιαν ένδειξη πως η ζωή δεν έχει αδρανήσει τελείως. Χιμάει άγριος αναγκάζοντας την ερημιά να καλυφθεί στο μαύρο της σάλι και ν’ απομείνει σκυφτή, κρυμμένη πίσω από μήνες – σύννεφα προσπαθώντας ν’ ακούσει. Μα τι προσπαθεί ν’ ακούσει που βρίσκεται πίσω σύννεφα – μήνες; Μια ακόμη εκπληκτική εικόνα του Ελύτη, με την οποία παρασταίνεται το μούδιασμα της πενθούσας ψυχής∙ το πάγωμα που δεν βρίσκει εκτόνωση ούτε στο κλάμα ούτε στο θρήνο, μόνο πασχίζει να γυρίσει νοητά το χρόνο πίσω και να συλλέξει στιγμή προς στιγμή τα τελευταία λόγια, τις ύστατες κινήσεις. Προσπαθεί να συλλέξει τις μνήμες και να γαντζωθεί από αυτές, με την ελπίδα πως θα μπορέσει ν’ ανασυνθέσει μέσα της πλήρη τη μορφή και την υπόσταση του χαμένου πια, μα τόσο αγαπημένου ανθρώπου.
Ένας απροσμέτρητος πόνος η απώλεια του αγαπημένου ανθρώπου, που περισσότερο απ’ όλους τον βιώνει βαθιά μέσα της η μάνα. Η μάνα με τα κουρελιασμένα μαλλιά στους ώμους -ό,τι απέμεινε απ’ τη μανία της να τ’ αποσπάσει, απ’ τη μανία της να κάνει τον πόνο της ψυχής της πόνο του σώματος, για ν’ αντέξει η καρδιά της. Η μάνα που φλέγεται και λιώνει μες την ένταση της οδύνης της∙ η μάνα που γυρνάει τώρα μέσα στις άδειες κάμαρες του ρημαγμένου σπιτιού της, ερείπιο κι η ίδια. Αφήστε την, ωστόσο, να νιώσει τον πόνο της μέχρι τις άκρες της ψυχής της, διότι το μόνο που της απέμεινε πια είναι ακριβώς αυτός ο πόνος.
Άλλωστε, η μοίρα δεν είναι χήρα κανενός, δεν ανήκε ποτέ σ’ έναν μόνο άνθρωπο, μόνο ανήκει αξεχώριστα σε όλους, κι έχει για τον καθένα έναν δικό του προορισμό. Έτσι, οι μανάδες είναι για να κλαίνε, κι οι άντρες για να παλεύουν και να πολεμούν. Τα περιβόλια για ν’ ανθίζουν τα στήθη των κοριτσιών, το αίμα για να ξοδεύεται είτε για τη ζωή είτε για το θάνατο∙ κι ο αφρός της θάλασσας για να χτυπά και να ξεσπά, όπως κάθε άλλη ένταση και κορύφωση στη ζωή. Κι η λευτεριά των λαών και των ανθρώπων για να γεννιέται μέσα από την αστραπή της δύναμης αδιάκοπα. 

                              8

Πέστε λοιπόν στον ήλιο να’ βρει ένα καινούριο δρόμο
Τώρα πια που η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Αν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Ας γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο να’ βρει ένα καινούριο δρόμο
Μην καταπροσωπίσει πια ούτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε να’ βγει μ’ άλλη παρθενιά
Μη λερωθεί από δάκτυλα που δεν της πάνε!

Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπεριστέρια
Και μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Καθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι
Μη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Μόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Τις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Τις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες
Και παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!

Τώρα που χάθηκε ο νέος αυτός, ο ήλιος πρέπει να βρει έναν νέο δρόμο, αφού η φωτεινή πατρίδα στη γη του σκοτείνιασε∙ πρέπει να βρει ένα νέο δρόμο να κινείται μακριά απ’ αυτή, αν δεν θέλει να χάσει κάτι από την περηφάνια του. Διαφορετικά θα πρέπει να πάρει απ’ την αρχή χώμα και νερό, και να φτιάξει αλλού μια νέα Ελλάδα, φωτεινή και γαλάζια, όπως η προηγούμενη.
Πείτε στον ήλιο, τονίζει εκ νέου ο ποιητής, να μην τολμήσει ν’ αντικρίσει κατά πρόσωπο ούτε μια μαργαρίτα, κι η μαργαρίτα να φροντίσει να ντυθεί με μια διαφορετική παρθενιά, για να μην τη μιάνουν με τ’ άγγιγμά τους δάχτυλα που δεν είναι αντάξιά της. 
Τίποτε δεν πρέπει να προδώσει τον πόνο που συγκλονίζει τον τόπο, κανένα σημάδι απελπισίας, αδυναμίας ή απόγνωσης δεν πρέπει να φύγει απ’ την ελληνική γη. Μήτε στον ήχο να μην επιτρέψουν να πει τα πάθη του νερού, καθώς ο αέρας τ’ ουρανού περνά απ’ το άδειο κοχύλι.
Ο καημός πρέπει να μείνει κρυφός, και το μόνο που θα πρέπει να κάνουν είναι ν’ αναζητήσουν στα περιβόλια της παλικαριάς τα τριαντάφυλλα που εκείνος άγγιξε, τα τριαντάφυλλα που γνώρισαν την ανάσα του. Μόνο ν’ αναζητήσουν τη μικρή πολύμορφη χρυσαλλίδα -που τόσες διαφορετικές μορφές παίρνει κάτω απ’ το φως του ήλιου-, που όπως και τα πουλιά έσπευσε ν’ ακούσει από τα δέντρα, ποιου το γέννημα δυνάμωσε τον ένδοξο κόσμο.
Ό,τι δικό του, ό,τι τον είδε και τον γνώρισε όσο ζούσε θα πρέπει να συγκεντρωθεί. Δεν είναι ώρα θρήνου και λύπης, είναι η ώρα να συσταθεί εκ νέου ο υπέροχος αυτός νέος, να δημιουργηθεί ξανά, ώστε έτοιμος να κινήσει για το τελευταίο του ταξίδι.  

                              9

Φέρτε καινούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια, τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Καινούρια μάτια -Θε μου- τι τώρα πού θα παν
Να σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο, τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο,
Τι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»

Μέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα;
Νύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά;
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο,
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άστρωτο άλογο
Και να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων;
Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα
Και ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Να βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Αίμα και λαλιά
Να ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Και να ριχτεί -αχ τούτη τη φορά-
Και να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!

Ο αποχαιρετισμός του νεκρού νέου, αντί να δοθεί ως προετοιμασία κηδείας, δίνεται ως ετοιμασία για μια διαφορετική ζωή σ’ ένα ουράνιο επίπεδο. Ο ποιητής αρνείται να δώσει καθοδική πορεία στον αγαπημένο νεκρό, γι’ αυτό και του επιφυλάσσει μιαν άνοδο απαλλαγμένη απ’ τη φθορά που συνοδεύει το θάνατο.
Χρειάζονται, λοιπόν, καινούρια χέρια για να μπορέσει να νανουρίσει τα μωρά των αστεριών∙ χρειάζονται καινούρια πόδια, για να μπορέσει να ηγηθεί στον πεντοζάλη των αγγέλων. Χρειάζονται, όμως, και καινούρια μάτια, κι είναι αυτό το πιο πολύτιμο, καθώς χωρίς αυτά που θα μπορέσει να γονατίσει η αγνότητα της αγαπημένης. Χρειάζεται επίσης και καινούργιο αίμα, ικανό ν’ ανάψει με τη θέρμη της ζωής και να αισθανθεί τη χαρά∙ μα και νέο στόμα, για να μπορέσει να χαιρετίσει τους νέους του συντρόφους, τα σύννεφα.
Απαιτείται μια ύστατη ηρωική προσπάθεια για να συλλεχθούν όλα όσα χρειάζονται στον αγαπημένο νέο προκειμένου να στυλωθεί ξανά απέναντι στο Χάρο, στα μαρμαρένια αλώνια, προτάσσοντας τούτη τη φορά την αγιοσύνη του, κι όχι πια τη γενναιότητά του. Έτσι, κάποιος θα πρέπει να περάσει από τους κόλπους του ονείρου, για να βρεθούν τα καινούρια χέρια, μάτια, πόδια, αίμα και λαλιά. Κάποιος ικανός να αψηφήσει τα φύλλα της ροδακινιάς, μα και να ημερέψει τα σπαρτά∙ κάποιος που θα έχει το θάρρος να φωνάξει απέναντι στον ήλιο, για να μπορέσει να ντυθεί τις θύελλες και να ιππεύσει άστρωτο άλογο -τη θάλασσα-, γινόμενος έτσι ο Αχιλλέας των ναυστάθμων.

                              10

Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
Πάνω στα στήθη του όμοναν «Ζωή, να σε χαρώ!»
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
Μόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Κι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Να πει μες απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»

Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ‘βλεπες χαράματα
Παρόμοιο τέκνο Θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου και συ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Κάθε που’ θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Και συ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ως τα πόδια του
Και συ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Αγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Με λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών

Κι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει
Κι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!

Ο νεαρός ανθυπολοχαγός εξιδανικεύεται, καθαγιάζεται και λειτουργεί εν τέλει ως σύμβολο όλης της άδολης νεότητας που χάθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου για χάρη της πατρίδας.
Τα στοιχεία που συνέθεταν τον ηρωικό νέο ήταν όλα αγνά και αντλημένα απ’ τη μητέρα πατρίδα, η οποία κοσμούσε πλήρως αρμονικά με ήλιο, άγιο μελτέμι και δυνατή φωνή το στήθος του. Μέσα του δεν υπήρχε χώρος για τίποτε το μαύρο, για τίποτε το κακό∙ στα στήθη του νέου ανθυπολοχαγού κυριαρχούσε μόνο το αγνό φως, κι άστραφτε ο ασημένιος του σταυρός καθώς ερχόταν η αυγή της μεγαλοσύνης του. Και το χέρι του το όπλιζε η καλοσύνη, που πέρα από καθετί άλλο ήθελε να δηλώσει μέσα από τα μάτια του την πρόθεσή του για ζωή.
Ένας νέος εξαίρετα ιδανικός, του οποίου η σύντομη ζωή θα πρέπει το δίχως άλλο να τιμηθεί. Γι’ αυτό και ο ποιητής με μια σειρά αποστροφών προς τα στοιχεία της φύσης που είχαν τη χαρά να σταθούν πλάι του, τους υπενθυμίζει πόσο σημαντικό ήταν το προνόμιο που τους δόθηκε να τον έχουν κοντά τους.
Η πρώτη αποστροφή είναι προς το ποτάμι, που έβλεπε χαράματα να ευωδιάζεται από τα νερά του ο νέος, έχοντας στα δόντια ένα κλωνάρι ροδιάς. Έπειτα, έρχεται η σειρά της μουσμουλιάς στις ρίζες της οποίας κοιμόταν ο νέος, κι εκείνη αντρείευε κάθε που ερχόταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος να εμπνεύσει τα όνειρα του παλικαριού. Χαρά είχε και η βρυσούλα, που τα μεσημέρια τα νερά της έφταναν ως τα πόδια του∙ μα μεγαλύτερη τιμή και χαρά αναλογεί στην κοπέλα που υπήρξε για τον νέο η ωραία Ελένη του, το αστέρι και η Παναγιά του. Και της αναλογεί μεγαλύτερη τιμή, καθώς μια φορά αν ξυπνήσει η αγάπη στη ζωή του ανθρώπου ανάβοντας από άστρο σε άστρο όλο το κρυφό στερέωμα της ψυχής του, τότε θα βασιλεύει για πάντα η θεϊκή ηχώ της στολίζοντας τα δάση με τα τραγούδια των μικρών πουλιών, αλλά και με πολύτιμη λυρικότητα τα λόγια των ποιητών. 
Κι είναι ικανή αυτή η αγάπη που γεννήθηκε στην ψυχή του ανθρώπου, όπου βρίσκει κρυμμένο κακό να το παιδεύει∙ να το παιδεύει ανάβοντας τη θέρμη του φωτός και της δύναμής της.

                              11

Κείνοι που επράξαν το κακό - γιατί τους είχε πάρει
Τα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Τη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Χωρίς τέρατα σίδερα και κουτουλιές φωτιάς
Εκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
Στα βράχια της πατρίδας πάλι και με το μαντολίνο Ζάλογγο!
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Μυρίζοντας τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!

Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους  μ’ έλατα και με κρύα νερά
Μ’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι από οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Με πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο - δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Μάνα που να ‘χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με βυζί γυμνό
Χορεύοντας να ‘χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!

Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Μα κείνος που τ’ αντίκρυσε στους δρόμους τ’ ουρανού
Ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!

Εκείνοι που έκαναν το κακό, πήγαιναν τρεκλίζοντας γιατί τους είχε πάρει η θλίψη τα μάτια, κι ακόμη περισσότερο χάνονταν μέσα σ’ ένα μαύρο σκοτάδι γιατί τους είχε πάρει τη θλίψη ο τρόμος. Εκείνοι που έκαναν το κακό, οπισθοδρόμησαν χωρίς πια να έχουν φτερά υπεροψίας στο μέτωπο, χωρίς πια στα πόδια τους να έχουν καρφιά∙ χωρίς δηλαδή την ακλόνητη και βίαιη αποφασιστικότητα. Απέμειναν χωρίς τα μεταλλικά όπλα καταστροφής, μπροστά σε μια θάλασσα που μπορεί εξίσου να σβήσει αμπέλια και ηφαίστεια.
Γύρισαν πίσω στους κάμπους της πατρίδας τους με το φως του φεγγαριού να τους δείχνει το δρόμο∙ γύρισαν πίσω στα βράχια της πατρίδας τους, με το μαντολίνο ν’ απηχεί τους ρυθμούς του Ζαλόγγου∙ τους ρυθμούς της ελληνικής γενναιότητας. Γύρισαν πίσω στα μέρη τους, όπου τα δάχτυλα σαν λαγωνικά έψαχναν τη σάρκα τους, κι όπου η τρικυμία διαρκεί μόνο όσο κι ένα λευκό γιασεμί στο καλοκαίρι μιας γυναίκας.
Εκείνοι που έπραξαν το κακό τους πήρε το μαύρο σύννεφο, γιατί δεν είχαν πίσω τους ζωή με έλατα, με κρύα νερά, με αρνί και με κρασί, και με τουφεκιά, όπως οι Έλληνες, που ζουν με ένταση και τη χαρά, μα και τη μάχη. Δεν είχαν πίσω τους έναν παππού φτιαγμένο από δρυ και αγριεμένο άνεμο, ικανό να φυλάει καραούλι για δεκαοχτώ μερόνυχτα με τα μάτια πικραμένα. Τους πήρε το μαύρο σύννεφο, γιατί δεν είχαν πίσω τους θείο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή και μάνα που να έχει σφάξει άνθρωπο με τα ίδια της τα χέρια ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό να έχει κατακρημνιστεί χορεύοντας, έχοντας προτιμήσει τη λευτεριά του θανάτου απ’ την ατιμία της σκλαβιάς.
Εκείνοι που έκαναν το κακό τους πήρε το μαύρο σύννεφο και χάθηκαν, ωστόσο εκείνος που αντίκρισε το κακό αυτό, βρίσκεται τώρα ν’ ανεβαίνει μοναχός, μα ολόλαμπρος, τους δρόμους τ’ ουρανού. 

                              12

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...

Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Και του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Με τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Με τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα - τι θαύμα χαμηλά στη γη
Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Και πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!

Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων..
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, λένε: το Πάσχα τ’ ουρανού!

Με βήμα ανάλαφρο ανεβαίνει μόνος του, ολόλαμπρος, πάνω στη χλόη που διαρκώς μεγαλώνει. Και στο πέρασμά του όλη η φύση εκφράζει τον έρωτά της, και δείχνει περίλαμπρη την ομορφιά της. Τα λουλούδια του γνέφουν και του μιλούν, ενώ και τα δέντρα γέρνουν προς αυτόν ερωτευμένα, έχοντας πάνω τους τις φωλιές των πουλιών και τα κλαδιά τους ολόφωτα απ’ τον ήλιο.
Ολόκληρη η φύση μοιάζει μ’ ένα θαύμα πρωτόφαντο∙ άσπρα και γαλάζια χρώματα στους κάμπους, αστραφτερές στο βάθος οι οροσειρές, κι ακόμη πιο πέρα απρόσιτα τα ίδια τα όνειρα των βουνών της άνοιξης.
Ανεβαίνει μόνος του και ολόλαμπρος στο δρόμο εκείνο που θα τον φέρει ίσα στα μέρη τ’ ουρανού, κι είναι τόσο γεμάτος από φως, που φαίνεται πια ακόμη κι η καρδιά του. Φαίνεται μέσα από τα σύννεφα και ο Όλυμπος ο αληθινός, αυτός που αναλογεί στους ήρωες της Ελλάδας απ’ τα πρώτα κιόλας βήματά της. Γύρω του ακούγονται οι ύμνοι των συντρόφων του, και στις όχθες του μονοπατιού του μαζεύονται τα ζώα, που είναι σαν να του μιλούν. Συμμετέχουν κι αυτά στο φανέρωμα του κόσμου, που δείχνει πως δεν είναι παρά ένας μεγάλος γίγαντας που κανακεύει και φροντίζει τα παιδιά του.
Και κάπου μακριά ακούγονται καμπάνες από κρύσταλλο να προμηνύουν πως αύριο θα έρθει το Πάσχα τ’ ουρανού∙ αύριο θα σημάνει η αναστάσιμη ώρα.

                              13

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο -

Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Ενώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Τότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Και πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!

Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Και κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μίλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
- Κι έπνιγ’ η βαρυσυννεφιά τα βουρκωμένα στήθη -
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου

Ύστερα, δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Τόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!

Μακριά ηχούν οι καμπάνες από κρύσταλλο, σηματοδοτώντας με τον πρωτάκουστο ήχο τους, πως πλησιάζει η ώρα για την αποχώρηση του νέου απ’ τον επίγειο κόσμο.
Λένε για τον νέο ανθυπολοχαγό, που κάηκε μέσα στη ζωή ακριβώς τη στιγμή που κορυφωνόταν η νιότη του, όπως η μέλισσα που χάνεται μέσα στο ξεχείλισμα του θυμαριού∙ λένε για την αυγή της ζωής του, που έσβησε μέσα στα θνητά του στήθη, παρόλο που προμήνυε πως θα είναι μια υπέρλαμπρη και γεμάτη ζωτικότητα πορεία∙ λένε για την αγνή σκέψη που πρόβαλλε μια στιγμή μες στη σκέψη του και χάθηκε αμέσως μόλις ακούστηκε ο συριγμός της σφαίρας που του πήρε τη ζωή, κάνοντας την πέρδικα της Αλβανίας να φύγει τρομαγμένη.
Λένε γι’ αυτόν που δεν πρόλαβε να γνωρίσει καν όλα τα φανερώματα της ζωής∙ που δεν πρόλαβε καν να κλάψει, παρά το βαθύ καημό που του γεννούσε ο έρωτας της ίδιας της ζωής, όταν άκουγε πέρα μακριά τον ήχο του ανέμου κι έκρωζαν τα πουλιά που στέκονταν στα δοκάρια ενός μύλου χαλασμένου. Λένε για τις γυναίκες που άκουγαν την άγρια αυτή μουσική του ανέμου και των πουλιών, ενόσω έμεναν όρθιες στο παραθύρι του σπιτιού τους, σφίγγοντας το μαντήλι τους και νιώθοντας τη συννεφιά τ’ ουρανού να πνίγει τα βουρκωμένα τους στήθη. Λένε για τις γυναίκες αυτές που ήταν ικανές ν’ απελπίσουν ακόμη και την απελπισία με την επιμονή τους να κοιτάνε πέρα στην αρχή του κάμπου προσμένοντας ένα μαύρο σημάδι πως κάποιος έρχεται, πως κάποια φιγούρα διαγράφεται στον ορίζοντα.
Λένε για το ζεστό του κεφάλι που έμεινε χωρίς χάδι ερωτικό, και για τα μεγάλα του μάτια, στα οποία χώρεσε όλη η ζωή τόσο βαθιά, ώστε να μην μπορεί πια να αποσπαστεί από μέσα τους.

                             14

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία.
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο:
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος

Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά
Καράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Τα πιο αθώα κορίτσια
Τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Κι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! Δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Ολοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Χαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά, καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γιαλίζει στα μαλλιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!

Στο αίμα των ανθρώπων που έχει πια αφυπνιστεί πάλλεται, χτυπά στον εξημμένο ρυθμό της καρδιάς, πιο γρήγορα το όνειρο∙ η ελπίδα της νίκης, που θα διασφαλίσει στους ηρωικούς Έλληνες την Ελευθερία που τους ανήκει, την Ελευθερία που πλήρωσαν με το αίμα τους. Η ώρα είναι κατάλληλη γι’ αυτή τη νίκη∙ κι είναι τόσο δίκαια κερδισμένη η Ελευθερία για τους Έλληνες, ώστε ακόμη κι ο ήλιος θα δακρύσει από χαρά.
Η προσδοκία αυτής της νίκης προκαλεί μια πρωτόγνωρη αναστάτωση στο φυσικό περιβάλλον ανατρέποντας κάθε συνήθη κατάσταση. Στα νερά πέφτουν στεριές που έχουν χτυπηθεί από τα χρώματα της ίριδας, απ’ το χαρμόσυνο ουράνιο τόξο της ελπίδας, ενώ κι αντίστροφα μέσα στα λιβάδια της στεριάς πλέουν καράβια, έχοντας ανοιχτά τα πανιά τους. Μα, και μπρος στα μάτια των δοκιμασμένων και για καιρό αποκομμένων αντρών τρέχουν γυμνά τα πιο αθώα κορίτσια∙ κι η σεμνότητα κλεισμένη πίσω απ’ τον φράχτη φωνάζει στους ηρωικούς πολεμιστές, πως δεν υπάρχει πιο όμορφη γη από αυτή, επιτρέποντας έτσι ό,τι μέχρι τότε θα απέτρεπε. 
Όλα ανατρέπονται με τρόπο απρόσμενα χαρμόσυνο, καθώς φτάνει η πιο σωστή στιγμή του κόσμου∙ φτάνει η στιγμή της ανάστασης του νέου πολεμιστή που τόσο πρόωρα χάθηκε, προτού να γευτεί τη χαρά της νίκης, τη χαρά του έρωτα και της ελπίδας.
Με βήμα ξεκούραστο πρωινό ολοένα ανεβαίνει εκείνος στο χορτάρι που μεγαλώνει∙ στο θρεμμένο από την άνοιξη χορτάρι.
Η μετάβαση της ψυχής του νέου απ’ το γήινο επίπεδο στο θεϊκό εκείνο που αναλογεί στις αγνότερες των ψυχών, συνοδεύεται απ’ τα τελευταία φανερώματα των πόθων που είχε ως ζωντανός, μα κι από τους τελευταίους χαιρετισμούς πουλιών και ανθρώπων, που τον ξεπροβοδίζουν στο σημαντικό αυτό πέρασμα.
Οι πόθοι του που ήταν κάποτε -ο πόθος του έρωτα, ο πόθος για πλήρη βίωση της ζωής- λάμπουν γύρω του, προβάλλοντας πια χωρίς δισταγμούς και περιττή συστολή∙ οι πόθοι που κάποτε έμειναν κλεισμένοι μέσα του απ’ το φόβο της αμαρτίας, τώρα είναι πλάι του, ελεύθεροι και εξαγνισμένοι.
Τα πουλιά που τον αποχαιρετούν, του φαίνονται σαν αδέρφια του, κι οι άνθρωποι που του φωνάζουν, του φαίνονται σαν σύντροφοί του. Και προς αυτούς τους ύστατους συμπαραστάτες του, απευθύνει τα τελευταία του λόγια: εδώ τελειώνει ο θάνατος, εδώ αρχίζει η ζωή. Ο θάνατος νικιέται με το πέρασμα της ψυχής του νέου στο ουράνιο επίπεδο ύπαρξης που συνιστά μια νέα, ολότελα διαφορετική, μορφή ζωής.
Και ήδη στα μαλλιά του γυαλίζει η δροσιά της ουράνιας ομορφιάς, υποδηλώνοντας πως η ψυχή του έχει πια ανέλθει σ’ έναν χώρο ψηλότερα από τη γη, σ’ έναν χώρο απλησίαστο απ’ τα δεινά και τους πόνους της γης. 

Κάπου μακριά ακούγονται κρυστάλλινες καμπάνες, εύθραυστες καμπάνες, μ’ έναν ήχο ιδιαίτερο, διαπεραστικό, κι ανάλαφρο που στέλνουν το μήνυμα πως αύριο θα έρθει το Πάσχα του Θεού∙ θα έρθει το πέρασμα απ’ τον πόνο του θανάτου στη χαρά της ζωής∙ απ’ την απώλεια στη γέννηση και την αναγέννηση∙ απ’ την ήττα στη νίκη, και από τη δουλεία στην Ελευθερία.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...