Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλα κείμενα για το «Μελαγχολία του Ἰάσονος Κλεάνδρου∙ Ποιητοῦ ἐν Κομαγγηνῇ∙ 595 μ.Χ.». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλα κείμενα για το «Μελαγχολία του Ἰάσονος Κλεάνδρου∙ Ποιητοῦ ἐν Κομαγγηνῇ∙ 595 μ.Χ.». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νίκος Καρούζος «Ρωμαϊκή οπτασία» ως παράλληλο στο «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ben Zank

Νίκος Καρούζος «Ρωμαϊκή οπτασία» ως παράλληλο στο «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου»

Νίκος Καρούζος «Ρωμαϊκή οπτασία» (απόσπασμα)
...
Δεν είμαι θάλασσα να λιώσω με νύχτα τη σελήνη
και να την κάμω κομμάτια στα νερά
με νεκρώσιμη γαλήνη περίγυρα
ή με κύματα γοερά
με θρήσκευμα τον πόνο…
Το έαρ είναι άλυτο.
Πώς να διδάξω τη φλόγα στη σταγόνα;
Η αγωνία υπερβαίνει τη ζωή,
γι’ αυτό κι αχρηστεύει τις απολαύσεις.
Αχ, τι λάκκος από σκοτάδι που κάποτε
μ’ έναν κόκορα στο κεφάλι για να τρελάνω τη νύχτα
ούρλιασα ξαφνικά σαν να μου φύτεψαν βόλι:
-Μια τριανταφυλλιά στο φεγγαρόφωτο!
Τι φρίκη, την τρώνε τα δευτερόλεπτα! –
Πώς να κρατήσουμε απείραχτο το δαίμονα;
Μ’ αν δεν μπορούμε – τότε λέω πως αρκεί
για λίγη βλόγηση κι ίσως ίαση
κείνος ο σκύλος όνειρος, κείνος ο γκρίζος τύφος…
Χαίρε Καίσαρα!
Τα μάτια μου είναι ευρήματα του θανάτου».

Ο Νίκος Καρούζος αντικρίζει το πέρασμα του χρόνου με την οδύνη που αισθάνεται κάθε θνητός απέναντι σε ό,τι αποτελεί μια θανάσιμη αντίστροφη μέτρηση για την ύπαρξή του. Θεάται την αιώνια και άφθαρτη ομορφιά της σελήνης, και την αντιπαραβάλλει με τη γοργή παρακμή και απώλεια των εφήμερων όντων.
Η αγωνία του ανθρώπου, που μόνο πρόσκαιρα βρίσκεται στη ζωή, επιτείνεται καθώς κοιτάζει τη σελήνη, η παρουσία της οποίας αποτελεί μια διαρκή υπενθύμιση της παροδικότητάς του. Θέλει ν’ αντιδράσει, θέλει τουλάχιστον ν’ απομακρύνει αυτή τη συνεχή υπόμνηση της δικής του θνητότητας, μα δεν μπορεί. Δεν είναι θάλασσα, για να μπορέσει να εκμηδενίσει τη σελήνη στα σκοτεινά και γαλήνια νερά∙ για να μπορέσει να κάμει κομμάτια το καθρέφτισμά της με τα κύματα. Δεν είναι θάλασσα για εκφράσει με κάθε πληρότητα την έκταση του πόνο του, τόσο με την πένθιμη γαλήνη, όσο και με τον οδυρμό των κυμάτων.
Μα, η σελήνη με την αιωνιότητά της δεν είναι ο μόνος προβληματισμός του ποιητή. Ακόμη κι η άνοιξη, αυτή η εκρηκτική δύναμη ζωής και ζωτικότητας, συνιστά ένα άλυτο αίνιγμα, καθώς δεν είναι εύκολο να μπορέσει κανείς να βιώσει ή να μάθει πώς να βιώνει το πολύτιμο δώρο της ζωής. Πώς μπορεί κάποιος να μάθει στη σταγόνα για τη φλόγα; Πώς μπορεί κάποιος να υπερνικήσει τον έμφυτο φόβο του θνητού ανθρώπου και να τον ωθήσει σε μια ακέραια βίωση της ζωής∙ σε μια ακέραιη βίωση του χρόνου που έχει στη διάθεσή του, και δη του ελάχιστου χρόνου της νεότητας, όταν η αγωνία υπονομεύει και αχρηστεύει κάθε πιθανή απόλαυση;
Οι άνθρωποι, ακόμη και τον συγκριτικά λίγο χρόνο ζωής που έχουν, τον περνούν μέσα στο φόβο και την αγωνία. Φοβούνται το θάνατο, αγωνιούν για τη φθορά τους∙ σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να ουρλιάζει μια νύχτα -με πόνο που μόνο ένας πυροβολισμός θα μπορούσε να του προκαλέσει- για την εφήμερη, μα όμορφη τριανταφυλλιά, που την τρώνε και την καταστρέφουν ακόμη και τα δευτερόλεπτα. Ο χρόνος περνά γρήγορα και φθείρει με το πέρασμά του καθετί το ζωντανό. Μια αντίστροφη μέτρηση προς το θάνατο, που μοιάζει και, φυσικά, είναι αναπότρεπτη.
Υπάρχει, άραγε, κάποιος τρόπος για να κρατήσουν οι άνθρωποι απείραχτο το δαίμονα, απείραχτη τη διάθεση για ζωή, παρά την επίγνωση του θανάτου; Ίσως, όχι, αποκρίνεται ο ποιητής, μα δίνει ως μέσο πρόσκαιρης έστω θεραπείας και ευλογίας, το όνειρο που τόσο πεισματικά αντιστέκεται στους σκληρούς όρους της πραγματικότητας. Οι άνθρωποι μπορούν, τουλάχιστον, να ονειρεύονται και να παραβιάζουν έτσι -έστω και για λίγο- την αναπόδραστη πορεία φθοράς, φόβου και θανάτου.
Το ποίημα κλείνει με τον χαιρετισμό των μελλοθανάτων προς τον Καίσαρα, και με τη διαπίστωση πως η όραση, ό,τι δηλαδή βλέπουμε γύρω μας, δεν είναι παρά μια αδιάκοπη εύρεση της φθοράς και του θανάτου.
Ο Καρούζος εξετάζει, όπως και ο Καβάφης, τις ολέθριες συνέπειες που έχει το πέρασμα του χρόνου στους ανθρώπους, χωρίς ωστόσο να επικεντρώνεται στο ζήτημα του γήρατος. Για τον Καρούζο μεγαλύτερη σημασία έχει το εφήμερο της θνητής ύπαρξης, το ελάχιστο του χρόνου που μας προσφέρεται, καθώς και η επώδυνη διαπίστωση οι άνθρωποι, πνιγμένοι στο φόβο και την αγωνία, αδυνατούν ν’ απολαύσουν πραγματικά τη ζωή τους.

Εντοπίζουμε, ωστόσο, και ομοιότητες στον τρόπο που στέκουν οι δύο ποιητές απέναντι στην έννοια του χρόνου:
- Δηλώνουν κι οι δύο την ένταση του πόνου που αισθάνονται. Ο Καρούζος παραδέχεται πως κάποτε ένιωσε σα να βρίσκεται σ’ ένα λάκκο από σκοτάδι (απόλυτη απόγνωση) και ούρλιαζε σα να είχε δεχτεί βόλι, σαν να τον είχαν πυροβολήσει. Απόγνωση, που εκφράζεται βέβαια και στο ποίημα του Καβάφη. Δεν έχω εγκαρτέρηση καμία, σχολιάζει ο Ιάσονας Κλεάνδρου, τονίζοντας με την επανάληψη της έκφρασης πως ο πόνος που αισθάνεται είναι σαν πληγή από φρικτό μαχαίρι.
- Ενώ, και οι δύο ποιητές, αποζητούν έναν τρόπο ίασης, μια παραμυθία στον πόνο και την αγωνία τους. Για τον Ιάσονα Κλεάνδρου (το προσωπείο του Καβάφη), τα αναγκαία φάρμακα μπορεί να τα προσφέρει η Τέχνη της Ποιήσεως, καθώς η ενασχόληση με την τέχνη του λόγου κι η περιδιάβαση στον κόσμο της φαντασίας, ενέχουν τη δύναμη να αποσπούν, έστω και για λίγο, τη σκέψη του ποιητή απ’ ό,τι τον πονά και τον πληγώνει. Αντιστοίχως, κι ο Καρούζος θεωρεί πως μπορεί να υπάρξει μια πρόσκαιρη παραμυθία (μια ίαση στις ψυχικές πληγές), με την καταφυγή σ’ έναν κόσμο πέρα από την επώδυνη πραγματικότητα∙ με την καταφυγή στο όνειρο, στον μόνο κόσμο που η ανθρώπινη σκέψη μπορεί να παραβιάσει κάθε έννοια λογικής και κάθε πηγή προβληματισμού που προκύπτει απ’ τους άτεγκτους όρους της πραγματικότητας.
- Η διαπίστωση του Καρούζου πως τα μάτια του είναι ευρήματα του θανάτου, υποδηλώνει πως ο πιο άμεσος τρόπος αντίληψης της φθοράς και του θανάτου είναι η όραση, όπως αντίστοιχα κι ο Ιάσονας Κλεάνδρου βλέπει το γήρασμα του σώματος και της μορφής του. Μέσα από τη φθορά μας, όπως και από τη φθορά των γύρω μας, συνειδητοποιούμε εναργέστερα το πέρασμα του χρόνου και το καταστροφικό του έργο πάνω σε καθετί εφήμερο.

Κωνσταντίνος Καβάφης «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X.»

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.

Η μελαγχολία κι ο πόνος του Ιάσονος Κλεάνδρου προκύπτουν από έναν προβληματισμό που διατρέχει διαχρονικά τη σκέψη των ανθρώπων. Ο Καβάφης μεταθέτει ήδη χρονικά σε μια προγενέστερη περίοδο (595 μ.Χ.) τις σκέψεις του -με το προσωπείο ενός φανταστικού ποιητή- για να δηλώσει ακριβώς πως ό,τι τώρα απασχολεί τον ίδιο, δεν είναι παρά μια αγωνία κοινή σε όλες τις εποχές∙ μια αγωνία που θα μπορούσε να έχει εκφραστεί απ’ οποιονδήποτε άλλο, σε οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο (αντικειμενικότητα του βιώματος).
Μπορούμε, άλλωστε, να δούμε την απέχθεια για τη φθορά του γήρατος τόσο σε σύγχρονα, όσο και σε αρχαία ποιήματα. Βρίσκουμε, για παράδειγμα, στη συλλογή του 2001 «Ήχος απομακρύνσεων» της Κικής Δημουλά, τους ακόλουθους στίχους απ’ το ποίημα «Σας άφησα μήνυμα»:
...
Αν δεν μπορέσει, της λέτε ακόμα ότι
ωρίμασε εκείνη η παλιά φοβέρα της
πως θα με φάει ο γέρος αν δεν τελειώσω
το φαγητό μου.

Ωρίμασε έγινα γεύμα γήρατος.
Όχι σε ταβερνάκι ονείρου.
Σε κάποιο λαϊκό μαγέρικο που άνοιξε
ο καθρέφτης.

Η ποιήτρια αφήνει μήνυμα στον ουρανό για τη μητέρα της, και παραδέχεται πως εκείνη η απειλή, που χρησιμοποιούσε η μητέρας της για να την κάνει -μικρό παιδί τότε- να τρώει το φαγητό της, επαληθεύτηκε μ’ έναν απροσδόκητο τρόπο. Η ποιήτρια έγινε πια η ίδια γεύμα γήρατος, όχι σε κάποιον εφιάλτη, αλλά στο απόλυτα ειλικρινές και αδιαμφισβήτητο μαγέρικο του καθρέφτη. Μ’ αυτή την εκπληκτική εικόνα -ο εαυτός της ως γεύμα των γηρατειών-, η Κική Δημουλά εκφράζει με τον δικό της τρόπο την απογοήτευση και την πικρία που της προκαλεί το γήρασμα της μορφής της.  
Μα, η ανησυχία για το πέρασμα της νεότητας, κι ο φόβος για τα δεινά που συνοδεύουν τα γηρατειά εντοπίζονται από πολύ νωρίς στην ποίηση, μιας και συνοδεύουν τους ανθρώπους -πιθανώς- απ’ το πρώτο φανέρωμά τους. 

Μίμνερμος «Όπως τα φύλλα»

Όπως τα φύλλα που η άνοιξη φέρνει η πολύανθη – τότε
είν’ η εποχή που γοργά ο ήλιος τα θρέφει – κι εμείς
λίγον καιρό, πολύ λίγο, της νιότης χαιρόμαστε τ’ άνθη
δίχως θεϊκών συμφορών να ‘χουμε πείρα, ούτε δα
τι είναι καλό. Σκοτεινές πλάι μας έπειτα στέκονται μοίρες∙
των θλιβερών γερατειών η κυβερνήτρα είν’ η μια
και του θανάτου είν’ η άλλη∙ ο καρπός λίγο μένει της νιότης,
όσο μονάχα στη γη του ήλιου σκορπιέται το φως.
Όταν της πλέριας ακμής την κορφή ξεπεράσει κανένας,
απ’ τη ζωή πιο καλός τότε είν’ ο θάνατος πια∙
πίκρες πολλές την καρδιά φαρμακώνουνε ο ένας το βιος του
βλέπει να ρέβει, κι αυτόν φτώχεια τον σφίγγει βαριά∙
άλλος δεν έχει παιδιά, και μ’ αυτό τον καημό πάνω απ’ όλους
στον άλλον κόσμο περνά, κάτω απ’ τη μαύρη γη∙
λιώνει η αρρώστια αλλουνού την καρδιά, και δεν είναι στον κόσμο
ένας, που ο Δίας τα δεινά να μην του δίνει σωρό.

[Μετάφραση: Θρασύβουλος Σταύρου]

μες δ’͵ οἷά τε φλλα φει πολυνθεμος ρη
αρος͵ τ’ αψ’ αγις αξεται ελου͵
τος κελοι πχυιον π χρνον νθεσιν βης
τερπμεθα͵ πρς θεν εδτες οτε κακν
οτ’ γαθν· Κρες δ παρεστκασι μλαιναι͵
μν χουσα τλος γραος ργαλου͵
δ’ τρη θαντοιο· μνυνθα δ γνεται βης
καρπς͵ σον τ’ π γν κδναται ἠέλιος.
ατρ πν δ τοτο τλος παραμεψεται ρης͵
ατκα δ τεθνναι βλτιον βοτος·
πολλ γρ ν θυμι κακ γνεται· λλοτε οκος
τρυχοται͵ πενης δ’ ργ’ δυνηρ πλει·
λλος δ’ α παδων πιδεεται͵ ν τε μλιστα
μερων κατ γς ρχεται ες ΐδην·
λλος νοσον χει θυμοφθρον· οδ τς στιν
νθρπων ι Ζες μ κακ πολλ διδο.

Στην ελεγειακή σύνθεση του Μίμνερμου (600 π.Χ.) εντοπίζουμε την επώδυνη συνειδητοποίηση πως η νεότητα διαρκεί ελάχιστα, όπως και το παροδικό πέρασμα της άνοιξης με το πρόσκαιρο άνθισμα των λουλουδιών. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Καβάφη, που αντιμετωπίζει το θέμα των γηρατειών μόνο σε σχέση με τη φθορά που αυτά επιφέρουν στη μορφή του, ο Μίμνερμος τονίζει και άλλες αρνητικές πτυχές. Επισημαίνει πως για αρκετούς τα γηρατειά συνοδεύονται κι από φτώχεια, συνέπεια προφανώς της αδυναμίας για εργασία∙ για άλλους τα γεράματα φέρνουν και το επιστέγασμα της ατεκνίας τους, προκαλώντας τους έτσι ένα καημό που τους ακολουθεί μέχρι και το θάνατό τους∙ ενώ για άλλους τα γηρατειά σημαίνουν αρρώστιες και άρα μια δυσβάσταχτη ταλαιπωρία. Καταλήγει, έτσι, ο Μίμνερμος πως από τη στιγμή που τελειώνει η νιότη κι οι άνθρωποι περάσουν την ηλικία της ακμής τους, ο θάνατος μοιάζει προτιμότερος απ’ τη ζωή, μιας και τους γλιτώνει απ’ όλα τα δεινά που έρχονται μαζί με τα γηρατειά.

William Shakespeare «Σονέτο XVIII»

Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή;
Εσύ υπερέχεις σε απαλότητα και χάρη∙
λυγίζει αέρας τα τριαντάφυλλα του Μάη
και δεν κρατούν τα καλοκαίρια μας πολύ.

Άλλοτε καίει πολύ των ουρανών η φλόγα,
θαμπώνεται άλλοτε η ολόχρυσή τους όψη∙
τ’ όμορφο κάποτε χάνει την ομορφιά του
απ’ την πορεία της φύσης είτε από την τύχη.

Μα το δικό σου αιώνιο θέρος δε θα σβήσει,
της ομορφιάς την κατοχή δε θα τη χάσεις,
κι ο Χάρος δεν θα καυχηθεί πως μπήκες στη σκιά του∙
θα λάμπεις πάντα εσύ μέσα σ’ αιώνιους στίχους!

Όσο θα βλέπουν μάτια κι άνθρωποι αναπνέουν,
οι στίχοι αυτοί θα ζουν κι εσύ θα ζεις μαζί τους.

[Μετάφραση: Στυλιανός Αλεξίου]

Το θείο δώρο της νεανικής ομορφιάς, της τόσο εύθραυστης και πρόσκαιρης νεανικής ομορφιάς, υμνείται και αποθεώνεται διαχρονικά απ’ τους λογοτέχνες. Σε όλα τα έθνη, σε όλους τους πολιτισμούς, απ’ τα πρώτα κιόλας λογοτεχνικά έργα το νεανικό κάλλος εκθειάζεται ως αυτόνομη αξία, αφήνοντας στη συλλογική μνήμη πρόσωπα υπαρκτά, αλλά και μυθικά, ως πρότυπα ανυπέρβλητης ομορφιάς.
Οι λογοτέχνες περιγράφουν, εξυμνούν κι εν τέλει διασώζουν στο έργο τους -την ανάμνηση τουλάχιστον- του νεανικού κάλλους, που πολύ σύντομα χάνεται από το σαρωτικό πέρασμα του χρόνου. Ο από κάθε άποψη μάταιος αγώνας με το γήρας και τη φθορά που σταδιακά, αλλά ανέκκλητα, προκαλεί η πάροδος του χρόνου, βρίσκει τη μόνη του δικαίωση στον κόσμο της λογοτεχνίας. Ο δημιουργός με τις λέξεις του, αν και δεν μπορεί να διαφυλάξει την εικόνα της νεανικής ομορφιάς στην πληρότητά της, κατορθώνει εντούτοις να διασώσει κάτι απ’ τη μαγεία, απ’ την ιδιαίτερη αίσθηση που προκαλούσε όσο βρισκόταν στην ακμή της.
Το προνόμιο αυτό του λογοτέχνη επικαλείται κι ο Σαίξπηρ στο σονέτο του, όπου διαβεβαιώνει την όμορφη κοπέλα πως χάρη στο δικό του έργο η ομορφιά της θα γλιτώσει απ’ το καταστροφικό έργο του γήρατος και πολύ περισσότερο ακόμη κι απ’ τον ίδιο το θάνατο.
Ό,τι για τους άλλους ανθρώπους αποτελεί μιαν αναπόδραστη πορεία προς την παρακμή και τη λήθη, για εκείνη θα είναι μια συνεχής πορεία ανόδου και αδιάπτωτου θαυμασμού. Η ομορφιά και η νεότητά της θα διασωθούν χάρη στη δύναμη του ποιητικού λόγου, χάρη στη σταθερή και διαχρονικά ακλόνητη αξία των δημιουργημάτων του ποιητή. Όταν η ύπαρξη των άλλων ανθρώπων θα έχει ξεχαστεί, η δική της παρουσία θα συνεχίσει να υμνείται αιώνια, καθώς εκείνη κέρδισε το θαυμασμό και την προσοχή του ποιητή.

Ο Σαίξπηρ, όπως και ο Καβάφης, βλέπουν την ποίηση ως τη μόνη απάντηση στο καταστρεπτικό έργο των γηρατειών, αλλά με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Για τον Σαίξπηρ οι στίχοι του ποιήματός του είναι το ιδανικό μέσο για να διασωθεί η άρτια ομορφιά της νεαρής κοπέλας∙ για να παραμείνει η αποτύπωση της ομορφιάς της, ανέγγιχτη απ’ το πέρασμα του χρόνου. Ενώ, για τον Καβάφη, η ποίηση, η ενασχόληση με την ποίηση είναι ένα μέσο περισπασμού για τον ίδιο τον δημιουργό προκειμένου να μην πικραίνεται διαρκώς σκεπτόμενος το γήρασμα της μορφής του.

Κωνσταντίνος Καβάφης «Καισαρίων» παράλληλο στο «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου...»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
George Hitchcock

Κωνσταντίνος Καβάφης «Καισαρίων» παράλληλο στο «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου...»

Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,
εν μέρει και την ώρα να περάσω,
την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή
επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω.
Οι άφθονοι έπαινοι κ’ η κολακείες
εις όλους μοιάζουν. Όλοι είναι λαμπροί,
ένδοξοι, κραταιοί, αγαθοεργοί·
κάθ’ επιχείρησίς των σοφοτάτη.
Aν πεις για τες γυναίκες της γενιάς, κι αυτές,
όλες η Βερενίκες κ’ η Κλεοπάτρες θαυμαστές.

Όταν κατόρθωσα την εποχή να εξακριβώσω
θάφινα το βιβλίο αν μια μνεία μικρή,
κι ασήμαντη, του βασιλέως Καισαρίωνος
δεν είλκυε την προσοχή μου αμέσως.....


A, να, ήρθες συ με την αόριστη 
γοητεία σου. Στην ιστορία λίγες
γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,
κ’ έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στον νου μου.
Σ’ έπλασα ωραίο κ’ αισθηματικό.
Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει 
μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά.
Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα,
που χθες την νύχτα αργά, σαν έσβυνεν
η λάμπα μου —άφισα επίτηδες να σβύνει—
εθάρρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου,
με φάνηκε που εμπρός μου στάθηκες· ως θα ήσουν
μες στην κατακτημένην Aλεξάνδρεια,
χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου,
ελπίζοντας ακόμη να σε σπλαχνισθούν
οι φαύλοι —που ψιθύριζαν το «Πολυκαισαρίη». 

Η σχέση της ποίησης του Καβάφη με την ιστορία
Στο ποίημα Καισαρίων ο Καβάφης αναδεικνύει τη στενή συσχέτιση της ποιητικής του τέχνης με την ιστορία. Ο ποιητής συνομιλεί συχνά με ιστορικά κείμενα και πρόσωπα είτε για να αντλήσει ένα καίριο σχόλιο για τις ανθρώπινες συμπεριφορές είτε για να τιμήσει ή να στηλιτεύσει τη στάση κάποιου ιστορικού προσώπου. Ο Καβάφης, μάλιστα, δε διστάζει να παρουσιάσει στα ποιήματά του φανταστικά πρόσωπα και καταστάσεις, δίνοντάς του μιαν επίφαση ιστορικότητας, προκειμένου να δημιουργήσει το κατάλληλο πλαίσιο για να αναπτύξει την ποιητική του ιδέα. Ενώ, όπως δηλώνεται στο συγκεκριμένο ποίημα, κάποτε του αρκεί μια σύντομη μνεία σε κάποιο πρόσωπο για να κεντρίσει τη φαντασία του και να τον ωθήσει σε μια ελεύθερη ποιητική αναδημιουργία του.
Η ερωτική διάσταση του ποιήματος γίνεται αισθητή μέσα από την αναφορά του ποιητή στη γοητεία του νεαρού Καισαρίωνα, από το γεγονός ότι τον πλάθει στη σκέψη του ιδιαίτερα όμορφο, αλλά και από την πληρότητα με την οποία τον φαντάζεται. Ο ποιητής αφήνεται στην ποιητική αναδημιουργία του Καισαρίωνα σε τέτοιο βαθμό, ώστε αργά τη νύχτα του φαίνεται πως ο νεαρός μπαίνει στην κάμαρά του και στέκεται μπροστά του, κουρασμένος μεν αλλά ιδεώδης μέσα στη λύπη του.

Η ιδιαίτερη λειτουργία της ποίησης
Το γεγονός ότι στην ιστορία δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα στοιχεία για τον Καισαρίωνα, δίνει στον ποιητή την αναγκαία ελευθερία να τον πλάσει όπως ο ίδιος επιθυμεί. Έτσι, ο Καβάφης αποδίδει στον Καισαρίωνα μια ονειρώδη ομορφιά και μια ικανή αξιοπρέπεια στη λύπη του, ώστε τίποτε να μην υπονομεύει την ιδανικότητα του νεαρού πρίγκιπα.
Η ποιητική αναδημιουργία της μορφής του Καισαρίωνα, που σε μια πρώτη ανάγνωση υποδεικνύει μια ερωτική προσέγγιση -ένα είδος ερωτικής φαντασίας του ποιητή- εμπεριέχει δύο επιμέρους σημαντικές λειτουργίες:
1ο  Μέσα από τους στίχους του ποιητή ο παραγνωρισμένος Καισαρίωνας ανασύρεται από την αφάνεια της ιστορίας κι έρχεται στο προσκήνιο, όμορφος και ιδανικός. Ο ποιητής επί της ουσίας διασώζει τον νεαρό πρίγκιπα και του δίνει στο ποίημά του τον κεντρικό ρόλο που του αναλογεί. Ο πρόωρα και άδικα δολοφονημένος νέος, αποκτά μια ιδιαίτερη αξία για τον ποιητή, ο οποίος συγκινείται, όχι τόσο από το γεγονός ότι επρόκειτο για το γιο της Κλεοπάτρας, αλλά κυρίως από το εξαιρετικά νεαρό της ηλικίας του. Ένας έφηβος πρίγκιπας που δολοφονείται προτού προλάβει να πράξει οτιδήποτε, προτού δείξει το ιδιαίτερο του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του, αποτελεί για τον Καβάφη μια σημαντική απώλεια. Γι’ αυτό ο ποιητής φροντίζει να δώσει στο νεαρό ένα ελάχιστο απ’ ό,τι του στέρησε η ιστορία, μια ευκαιρία να βρεθεί στο κέντρο του ενδιαφέροντος.
2ο Η όλη διαδικασία που περιγράφεται στο ποίημα αυτό -η διαδικασία γένεσης ενός καβαφικού ποιήματος- μας επιτρέπει να αντιληφθούμε πληρέστερα πώς η ενασχόληση με την ποίηση αποσπά τον ποιητή από το παρόν του και τον μεταφέρει σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η αναπλαστική δύναμη της φαντασίας του. Ο Καβάφης, αντλώντας συχνά ερεθίσματα από τα βιβλία ιστορίας, περιέρχεται σε μια κατάσταση συνειδητής αναδημιουργίας προσώπων, εποχών και καταστάσεων, που υπηρετεί κυρίως την ποιητική του τέχνη, αλλά και του προσφέρει μια διαφυγή από τις πιθανές οχλήσεις του παρόντος.
Στον Καισαρίωνα μας δίνεται το ένα μέρος της ποιητικής δημιουργίας, αυτό που σχετίζεται με το πρώτο αναγκαίο ερέθισμα -ανάγνωση ιστορικών βιβλίων-, αλλά και με την τελική αναδημιουργία των ιστορικών προσώπων ή καταστάσεων μέσω της φαντασίας του ποιητή. Το άλλο μέρος της ποιητικής τέχνης τονίζεται στο ποίημα «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου...» και αφορά το βασικό μέσο της ποίησης, τον λόγο. Καθετί που ο ποιητής αναδημιουργεί με τη φαντασία του, πρέπει στη συνέχεια να καταγραφεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε η ποιητική ιδέα να υπηρετείται άριστα.
Η ποίηση είναι βέβαια γέννημα μιας έλλογης διαδικασίας, από την οποία προκύπτει η βαθύτερη ουσία του ποιήματος, αλλά συχνά απαιτεί τη φαντασία του ποιητή, ιδίως όταν πρόκειται για γεγονότα του παρελθόντος (είτε ιστορικά είτε παλαιότερα βιώματα του ίδιου του ποιητή), ώστε να παρασταθεί με τις καίριες εκείνες λεπτομέρειες που θα ενισχύσουν την πιστότητα της παρουσιαζόμενης εικόνας. Ενώ, συνολικά, η ποίηση δεν μπορεί να υπάρξει, χωρίς τη μεσολάβηση του λέξεων που θα μετουσιώσουν τις ιδέες και τις εικόνες που έχει στη σκέψη του ο ποιητής σε ποιητικό λόγο.

Η συσχέτιση με το ποίημα «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου...»
Η έκκληση του ποιητή προς την Τέχνη της Ποιήσεως να τον βοηθήσει με τα φάρμακά της, ώστε να ξεχάσει για λίγο τον πόνο που του προκαλεί το γήρασμα της μορφής του, αποκτά στα πλαίσια του Καισαρίωνα την ιδανική της έκφραση. Η οραματική θέαση του νεαρού πρίγκιπα, τον οποίο ο Καβάφης φαντάζεται με κάθε λεπτομέρεια, μας δείχνει πώς εννοεί ο ποιητής τη συνδρομή της τέχνης του.
Η φαντασία, το γενεσιουργό αυτό μέσο της ποίησης, επιτρέπει στον ποιητή να απομακρυνθεί από τους πόνους και τις ανησυχίες του παρόντος, και να αφεθεί σε μια ηδονική ή έστω ευχάριστη αναδημιουργική νοητική κατάσταση. Ο ποιητής λησμονεί οτιδήποτε τον αφορά και εισέρχεται με τη φαντασία του σ’ έναν παρελθοντικό κόσμο, όπου και γίνεται προνομιακός θεατής ενός προσώπου αγνοημένου από την ιστορία.
Η φαντασιακή αναδημιουργία παρελθοντικών προσώπων και καταστάσεων, όπως και η ακόλουθη λεκτική απόδοση των σκέψεών του, αποσπούν τον ποιητή από τις τρέχουσες ανησυχίες του και του προσφέρουν την αναγκαία παραμυθία.  

Κωνσταντίνος Καβάφης «Κεριά» ως παράλληλο για το «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου...»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Gilee Barton

Κωνσταντίνος Καβάφης «Κεριά» ως παράλληλο για το «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου...»

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Πώς αντιμετωπίζεται το θέμα του χρόνου στα δύο ποιήματα του Καβάφη;

Στο ποίημα Κεριά ο Κωνσταντίνος Καβάφης επιχειρεί να εκφράσει την ανησυχία του για το γοργό πέρασμα του χρόνου με μια απλή, αλλά εξαιρετικά παραστατική παρομοίωση. Μπροστά βρίσκονται οι μέρες του μέλλοντος σαν μια σειρά από ζωηρά, χρυσά και ζεστά κεριά, ενώ πίσω στέκονται οι μέρες του παρελθόντος, μια θλιβερή γραμμή από σβησμένα κεριά, λιωμένα και κυρτωμένα. Ο ποιητής δε θέλει να κοιτάζει πίσω, τη γραμμή των σβησμένων κεριών, γιατί γνωρίζει πόσο γρήγορα αυτή μακραίνει. Το γοργό πέρασμα της ζωής είναι μια σκέψη που αναστατώνει τον ποιητή, γι’ αυτό κι επιλέγει να κοιτάζει μπροστά, τις μέρες του μέλλοντος, τα χρυσά κεριά που συμβολίζουν την ελπίδα και την αισιοδοξία για το μέλλον.
Η ένταση της αναστάτωσης που προκαλείται στον ποιητή από το γρήγορο πέρασμα του χρόνου (Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω), αποκαλύπτει κυρίως τον κυρίαρχο -άλλα άρρητο- φόβο του θανάτου. Ο φόβος αυτός βέβαια -που ελάχιστα βρίσκει έκφραση στο ποιητικό έργο του Καβάφη- υπονοείται αλλά δεν διατυπώνεται, καθώς ο ποιητής κοιτάζοντας τα χρυσά κεριά του μέλλοντος αισθάνεται πως δεν είναι ανάγκη να έρθει ακόμη αντιμέτωπος μ’ αυτό το ενδεχόμενο. Άλλωστε, όταν ο Καβάφης έγραφε αυτό το ποίημα ήταν 36 ετών, οπότε ο φόβος του θανάτου αποτελούσε περισσότερο μια ανησυχητική σκέψη παρά έναν άμεσο προβληματισμό.
Ο ποιητής αντιλαμβάνεται φυσικά, πως όσο κι αν τρομάζει με την ταχύτητα που περνούν οι μέρες της ζωής του, δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να αντιμετωπίσει τη σαρωτική κίνηση του χρόνου. Έτσι, η μόνη διαφυγή από τη θλίψη που του προκαλεί η θέαση των σβησμένων κεριών είναι να διατηρεί την προσοχή του στα όμορφα κεριά του μέλλοντος. Παρόλο που γνωρίζει πως οι μέρες του θα συνεχίσουν να περνούν και η σκοτεινή γραμμή θα συνεχίσει σταθερά να μακραίνει, εντούτοις πιστεύει πως αν κοιτάζει μπροστά τις υποσχόμενες μέρες του μέλλοντος θα μπορέσει να λησμονήσει την ανησυχία του για το χρόνο που έφυγε.
Κι ενώ στο ποίημα Κεριά διακρίνουμε το φόβο του Καβάφη για το γοργό πέρασμα του χρόνου και το διαφαινόμενο τέλος της ζωής, στο ποίημά του Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου..., βρίσκουμε την πιο γνήσια καβαφική αγωνία. Εδώ ο ποιητής αντικρίζει το πέρασμα του χρόνου σε σχέση με το γήρασμα του σώματος και την επώδυνη απώλεια της νεότητας. Για τον αισθητιστή Καβάφη, που αντιλαμβάνεται τη νεότητα ως απόλυτη αξία, εκείνο που έχει σημαντικότερη βαρύτητα δεν είναι ο επερχόμενος θάνατος, αλλά η φθορά που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου. Ο ποιητής αισθάνεται τον πόνο για το γήρασμα του σώματος και της μορφής του σαν μαχαιριά και αποζητά με αγωνία μια παρηγοριά, έστω και πρόσκαιρη.
Ο ποιητής γνωρίζει πως δεν μπορεί να σταματήσει το γήρασμα της μορφής του και πως δεν μπορεί να «θεραπεύσει» τη φθορά που του έχει προκαλέσει το πέρασμα του χρόνου, γι’ αυτό και το μόνο που αποζητά είναι η δυνατότητα να ξεχαστεί για λίγο. Έτσι, στρέφεται στην Τέχνη του, η οποία μέσω της φαντασίας και του λόγου θα προσφέρει στον ποιητή την πολύτιμη παραμυθία που αποζητά. Η ενασχόληση με την ποίηση είναι άλλωστε η μόνη απάντηση στον πόνο του ποιητή, καθώς η πηγή της μελαγχολίας του είναι μη αντιμετωπίσιμη.
Η προσπάθεια πάντως του ποιητή να απομακρύνει τη σκέψη του από το πέρασμα του χρόνου είτε πρόκειται για το φόβο του θανάτου (Κεριά) είτε για τον πόνο που του προκαλεί το γήρασμα της μορφής του, δεν μπορεί παρά να έχει πρόσκαιρα αποτελέσματα. Στα Κεριά ο ποιητής προσπαθεί να αποφύγει τη δυσάρεστη εικόνα των σβησμένων κεριών του παρελθόντος, κοιτάζοντας σταθερά τα ζωηρά κεριά του μέλλοντος, μα η σκέψη του γυρίζει επίμονα στη σκοτεινή γραμμή που μακραίνει. Αντιστοίχως, στη Μελαγχολία, παρόλο που ο ποιητής έχει την παρήγορη συνεισφορά της τέχνης του, γνωρίζει εντούτοις πως η ευεργετική της επενέργεια δεν μπορεί παρά να διαρκέσει ελάχιστα.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ «Ποιητικό Υστερόγραφο», ως παράλληλο για το Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Rachel Cruse

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ «Ποιητικό Υστερόγραφο», ως παράλληλο για το Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου

Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να ‘ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν

μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ στο Ποιητικό Υστερόγραφο πραγματεύεται το φθοροποιό πέρασμα του χρόνου και την αναλγητική προσφορά της Ποίησης, όπως και ο Καβάφης στο ποίημα «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή 595 μ.Χ.», με τη διαφορά όμως ότι η ποιήτρια αντικρίζει το πέρασμα του χρόνου κυρίως ως δραστικό περιορισμό του μέλλοντός της, του χρόνου δηλαδή που της απομένει.
Αναλυτικότερα:

Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να ‘ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η ποιήτρια βλέποντας το χρόνο να περνά και ζώντας την ασχήμια που συνοδεύει τα γηρατειά, αισθάνεται πως τα ποιήματά της δεν μπορεί παρά να επηρεαστούν από τα δύσκολα βιώματα του παρόντος της. Έτσι, καθώς η νεότητά της χάνεται, η ποιήτρια νιώθει πως χάνεται μαζί της η αβίαστη ομορφιά της νεανικής έκφρασης και η ανέφελη θέαση των πραγμάτων.

Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Κι ενώ η νεανική ομορφιά και η φρεσκάδα της ποιητικής διατύπωσης, έχει πια χαθεί, εκείνο που απομένει είναι η πείρα των χρόνων που πέρασαν, η οποία λειτουργεί εν μέρει αντισταθμιστικά, καθώς όσο περισσότερο βαθαίνουν οι εμπειρίες ζωής της ποιήτριας, τόσο περισσότερο τρέφεται και πιθανώς δυναμώνει η ποίησή της.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο δισταγμός της ποιήτριας που φανερώνεται με το «ίσως δυναμώσει», μιας και δε θέλει να θέσει ως δεδομένο ότι το πέρασμα του χρόνου και οι εμπειρίες πλουταίνουν και βαθαίνουν το λόγο των ανθρώπων. Διατηρεί σοφά μια επιφύλαξη, κι αφήνει τους αναγνώστες να κρίνουν την ύπαρξη ή μη μιας ουσιαστικότερης εμβάθυνσης στο λόγο της.

Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Η ποιήτρια, αντιλαμβανόμενη τον εαυτό της ως θεραπαινίδα της τέχνης της, παραδέχεται πως δεν μπορεί πια να προσκυνήσει την -έντονα καβαφική προσωποποιημένη- Ποίηση. Η εικόνα αυτή παρμένη από τη δύσκολη καθημερινότητα του γήρατος, λειτουργεί ως παραδοχή της ποιήτριας, πως δεν μπορεί πια να υπηρετεί με την ίδια ευκολία την πάντοτε απαιτητική ποίηση. Το μόνο που μπορεί να της χαρίσει είναι οι πληγές που της προσέφεραν τα χρόνια που έζησε, τις «έμπειρες πληγές» της, τα βιώματα, δηλαδή, τόσων χρόνων, που δεν έρχονται ποτέ χωρίς προσωπικό κόστος.
Το γήρασμα του σώματος, που τόσο πληγώνει τον Καβάφη «είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι», απασχολεί την ποιήτρια μόνο στο βαθμό που επηρεάζει τη ζωτικότητά της και τη δύναμή της να υπηρετεί την τέχνη της. Έτσι, ενώ ο Καβάφης αντικρίζει κυρίως την αλλοίωση της μορφής του και το βιώνει αυτό επώδυνα, σαν πληγή από μαχαίρι, η Αγγελάκη-Ρουκ αντλεί από το πέρασμα του χρόνου, ως αντιστάθμισμα για το γήρασμα του σώματος, τις «έμπειρες πληγές» που κέρδισε μέσα από τις εμπειρίες πολλών χρόνων και μπορεί πια να τις προσφέρει στην ποίησή της.
Η τάση, επομένως, του Καβάφη να συγκαταλέγει τη νεότητα και την ομορφιά του σώματος στις υψηλότερες αξίες της ζωής, μοιάζει να αφήνει ανεπηρέαστη την ποιήτρια.

Τα επίθετα μαράθηκαν

μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Τα επίθετα -το μέσο ωραιοποίησης της πραγματικότητας- έχουν πια μαραθεί, και το μόνο που απομένει στην ποιήτρια για να διανθίσει και να ομορφύνει την Ποίηση είναι οι φαντασιώσεις της. Πράξεις και όνειρα που δε στάθηκε δυνατό να βιωθούν, μπορούν τώρα να υλοποιηθούν με τη δύναμη της φαντασίας.
Στο σημείο αυτό βρίσκουμε την ταύτιση των δύο ποιητών που αναγνωρίζουν τη φαντασία ως βασικό εργαλείο της ποίησής τους, καθώς σε μια ηλικία που η απόκτηση νέων εμπειριών είναι επί της ουσίας ανέφικτη, υπάρχει η δύναμη της φαντασίας για να αναπληρώνει την απώλεια αυτή της απόκτησης νέων βιωμάτων.
Παράλληλα, η φαντασία λειτουργεί ως το μέσο διαφυγής από τη σκληρή αλήθεια της πραγματικότητας, μια αλήθεια όμως εκλαμβάνεται διαφορετικά από τους δύο ποιητές.

Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.
Παρά τους περιορισμούς που θέτουν τα γηρατειά στην ποιήτρια, παρά το γεγονός δηλαδή ότι δεν μπορεί να υπηρετεί την Ποίηση, με την άνεση και τη ζωτικότητα που το έκανε στα νιάτα της, είναι πρόθυμη να συνεχίσει να την υπηρετεί, για όσο τουλάχιστον αισθάνεται πως μπορεί να το κάνει αυτό αξιόλογο τρόπο, γιατί η Ποίηση είναι η μόνη ενασχόληση που τη βοηθά να ξεχνά, έστω και για λίγο, πόσο κλειστός είναι ο ορίζοντας του μέλλοντός της.
Στο κλείσιμο του ποιήματος καθίσταται πλέον εμφανέστατη η συνομιλία των δύο ποιημάτων, αλλά και η διαφοροποίησή τους σχετικά με το ποια θεωρούν, οι δύο ποιητές, ως τη μεγαλύτερη πληγή που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου. Έτσι, ενώ ο Καβάφης προστρέχει στην Ποίηση και στα φάρμακά της για να ξεχάσει, έστω και για λίγο, την πληγή που του προκαλεί το γήρασμα του σώματος και της μορφής του, η Αγγελάκη-Ρουκ κατορθώνει, υπηρετώντας την ποίηση, να ξεχνά, έστω και για λίγο, το γεγονός ότι ο καιρός που της απομένει για να ζήσει, όλο και λιγοστεύει.

Ο κλειστός ορίζοντας του μέλλοντος, όπως τον βιώνει η Αγγελάκη-Ρουκ, μας παραπέμπει σ’ ένα άλλο ποίημα του Καβάφη, τα «Κεριά», όπου ο ποιητής στα 36 του χρόνια είχε ακόμη να προσμένει πολλές μέρες του μέλλοντος, όμορφες κι ελκυστικές σαν «χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.» Κι ενώ είχε πλήρη επίγνωση για το γοργό πέρασμα του χρόνου, συνέχιζε να κοιτάζει μπροστά: «Εμπρός κυττάζω τ’ αναμμένα μου κεριά. / Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω / τί γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, /τί γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.»


Oscar Wilde «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίυ» ως παράλληλο για το «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου»

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...