Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο κείμενο για το «Ο Δαρείος» του Καβάφη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο κείμενο για το «Ο Δαρείος» του Καβάφη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ανδρέας Εμπειρίκος «Ο δρόμος» ως παράλληλο στον Δαρείο του Κωνσταντίνου Καβάφη

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ανδρέας Εμπειρίκος «Ο δρόμος» ως παράλληλο στον Δαρείο του Κωνσταντίνου Καβάφη

   «Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές· λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Tα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ’ έναν φράχτη αλαλάζει.
   Aμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές) αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.
   Oι διαβάται αμέτρητοι. Aνάμεσα σε αγνώστους ποιητάς και αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντες σε κάτι, σε κάτι συχνά πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντες στην Mοίρα) άλλοι πεζοί και άλλοι μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα ποικίλα, μέσ’ στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ, με Bέσπες και με κάρρα.
  O δρόμος, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, από παντού πάντα περνά - Aθήνα, Mόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο, από την Σάντα Φε ντε Mπογκοτά και την Γουαδαλαχάρα, την Σιέρρα Mάντρε Oριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, μέσ’ από τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και την Δωδώνη, μέσ’ από τόπους ένδοξους, όπως τα Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Aλαμάνας, καθώς και από άλλα μέρη ξακουστά, σαν την κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας.
   Όμως ο δρόμος, αν και από παντού περνά, δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Kαμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές - εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: "Στον τόπο!" που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ’ στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου, σαν νάταν ο τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Kιοσέ Mεχμέτ ή του Oμέρ Bρυώνη - έτσι, καθώς απ’ το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ’ απ’ την Nταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Eλλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ! ω Bάινερ, ντε Mπόυλ και Λόυντ!) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Xρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Xάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, (ω Aρβανιτάκη Tάκο! ω Aρβανιτάκη Xρήστο! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Kαταρραχιά!) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη.
   Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, με ανάλογα στοιχεία και από παντού πάντα περνά (Γκραν Kάνυον, Mακροτάνταλον, Aκροκεραύνια, Άνδεις) από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ που όλη την Kόρδοβα ποτίζει, από τις όχθες του Aμούρ και από τις όχθες του Zαμβέζη, ο δρόμος από παντού περνά, σκληρός, σκληρότατος παντού, τόσο, που πάντοτε αντέχει, στα βήματα όλων των πεζών και στην τριβή των βαρυτέρων οχημάτων, μέσ’ από πόλεις και χωριά, βουνά, υψίπεδα και κάμπους, από τις λίμνες τις Φινλανδικές, την Γη του Πυρός και την Eστραμαδούρα, έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς, μη ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα, όπου και αν βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και απλά που γράφει: "Tέρμα εδώ. Eτοιμασθήτε. O ποταμός Aχέρων".
 Tην ίδια στιγμή, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, γίνεται μια τελευταία Bενετιά μ’ ένα Kανάλε Γκράντε - όραμα πάντα θείον και των αισθήσεων χαιρετισμός στερνός - μια τελευταία Bενετιά στις αποβάθρες της οποίας γονδόλες μαύρες περιμένουν (πήγα να πω σαν νεκροφόρες) και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος μα δυνατός στα μπράτσα, τους τερματίζοντας κάθε φορά καλεί: "Περάστε, κύριοι, απ’ εδώ. Tούτη είναι η βάρκα σας. Eμπάτε." Kαι οι καλούμενοι, με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γονδόλες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγουν.
   Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων.»

Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Ο δρόμος» με το ποίημα «Ο Δαρείος» του Κωνσταντίνου Καβάφη.

1. Ειδικότερα, να διερευνήσετε τη θέση των δύο ποιητών ως προς:
α) την υπεροψία των ανθρώπων και τις αιφνίδιες ανατροπές στη ζωή τους
β) τη βία
γ) την αξία της ποιητικής δημιουργίας
δ) τη σύνδεση διαφορετικών πολιτισμών
ε) τη θρησκεία   

2. Επίσης, να εξετάσετε τη χρήση:
α) της ιστορίας
β) της θεατρικότητας  

3. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ακολουθεί στο ποίημά του την τεχνική του αποσυμβολισμού. Θεωρείτε πως υπάρχει κάποια ανάλογη λειτουργία στον Δαρείο του Καβάφη;

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο Δαρείος»

Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος
του επικού ποιήματός του κάμνει.
Το πώς την βασιλεία των Περσών
παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου. (Aπό αυτόν
κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ). Aλλ’ εδώ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’ αναλύσει
τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:
ίσως υπεροψίαν και μέθην· όχι όμως — μάλλον
σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής.

Aλλά τον διακόπτει ο υπηρέτης του που μπαίνει
τρέχοντας, και την βαρυσήμαντην είδησι αγγέλλει.
Άρχισε ο πόλεμος με τους Pωμαίους.
Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα.

Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.

Aδημονεί ο Φερνάζης. Aτυχία!
Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει.
Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του.

Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας.—

Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.

Απαντήσεις:

1. α) Πρόθεση του Καβάφη -πέρα από τα ζητήματα ποιητικής- είναι να στηλιτεύσει τη στάση εκείνων των ανθρώπων, οι οποίοι, είτε ανήκουν στο χώρο της πολιτικής είτε αλλού, λησμονούν τη θνητότητά τους, αλλά και το επισφαλές οποιασδήποτε ανθρώπινης κατάστασης, και επιδεικνύουν μια -μη αποδεκτή για τον ποιητή- υπεροψία, που τους ωθεί σε υπέρμετρες επιδιώξεις. Ο Δαρείος για να κατακτήσει την εξουσία θα φανεί αμείλικτος απέναντι στους πιθανούς αντιπάλους του, το ίδιο κι ο Μιθριδάτης, ο οποίος επιπλέον θα συγκρουστεί με τους ισχυρούς Ρωμαίους επιδιώκοντας την επέκταση της κυριαρχίας του. Ακόμη κι ο Φερνάζης δείχνεται υπεροπτικός με τα σχέδιά του να συνθέσει ένα επικό ποίημα -είδος που τον φέρνει στα χνάρια του Ομήρου-, με το οποίο μάλιστα είναι σίγουρος πως θα επιβληθεί μια και καλή ως αξιόλογος ποιητής, αποστομώνοντας τους επικριτές τους.
Η υπεροψία κι η μέθη που αισθάνεται ο Δαρείος, όταν παραλαμβάνει την εξουσία του περσικού βασιλείου, είναι για τον Καβάφη συναισθήματα που δεν θα έπρεπε να διακρίνουν τους ανθρώπους, αν αυτοί πραγματικά αντιλαμβάνονταν πόσο εύκολα ανατρέψιμα είναι τα ανθρώπινα πράγματα. Κανονικά ο Δαρείος, αν είχε την αρμόζουσα πνευματική καλλιέργεια, θα έπρεπε να δέχεται την εξουσία ως μια υψηλή και δύσκολη ευθύνη απέναντι στους πολίτες, συναισθανόμενος πόσο μάταια είναι εν τέλει τα μεγαλεία. Ωστόσο, ο Δαρείος, ο Μιθριδάτης, ο Φερνάζης και πάμπολλοι άλλοι άνθρωποι στην πορεία των χρόνων παρασύρονται από ένα συναίσθημα, που σίγουρα δεν είναι θεμιτό για τους ανθρώπους, αφού η ευημερία, η καλοτυχία, αλλά κι η ίδια η ζωή των ανθρώπων μπορούν να παύσουν ανά πάσα στιγμή.
Κι αυτή ακριβώς τη σκέψη επιχειρεί να μας δώσει μ’ έναν εξαιρετικά παραστατικό τρόπο ο Ανδρέας Εμπειρίκος, συμβολίζοντας την πορεία της ζωής μ’ έναν δρόμο∙ πορεία που είναι κοινή για όλους -ανεξάρτητα από τις επιμέρους κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τη ζωή κάθε ανθρώπου- υπό την έννοια πως είναι μια πορεία φθοράς με κοινό και αναπόδραστο τέλος. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος ν’ αφήνεται στην υπεροψία, και πώς μπορεί να αποζητά υπερβολική εξουσία, δύναμη και πλούτο, όταν εντελώς ξαφνικά -μια οποιαδήποτε στιγμή- μπορεί να επέλθει το τέλος της ζωής του: έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς, μη ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα, όπου και αν βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και απλά που γράφει: "Tέρμα εδώ. Eτοιμασθήτε. O ποταμός Aχέρων".
Τόσο ο Καβάφης, όσο και ο Εμπειρίκος, έχοντας επίγνωση των αιφνίδιων ανατροπών που χαρακτηρίζουν τη ζωή των ανθρώπων, προτείνουν σύνεση και μετρημένη συμπεριφορά, αφού το δίχως άλλο, όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα κοινό δρόμο, μια κοινή πορεία να διανύσουν, η οποία αργά ή γρήγορα θα τους φέρει στο ίδιο τέλος. Η υπεροψία κι η μέθη της εξουσίας, η υπεροψία της δόξας ή του πλούτου, δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν το τέλος για κανέναν άνθρωπο. Και μπροστά σ’ αυτή την τελική στιγμή του θανάτου, όλοι οι άνθρωποι ταπεινώνονται και -πιθανώς- συνειδητοποιούν πως τίποτε το επιπλέον που θέλησαν ν’ αποκτήσουν δεν έχει πια σημασία: «Kαι οι καλούμενοι, με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γονδόλες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγουν.»

βΚι οι δύο ποιητές εντάσσουν μέσα στα στοιχεία που ανατρέπουν τη ζωή, τους σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις των ανθρώπων τη βία που με τρόπο αιφνίδιο μεταβάλλει ή απειλεί τη μέχρι τότε κατάσταση. Η βία μπορεί να λαμβάνει τη μορφή του πολέμου: «Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά. / Αλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια / στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή. / Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.», ή να έχει έτερες μορφές που δεν έχουν βέβαια την έκταση μιας πολεμικής σύγκρουσης, αλλά συνιστούν και πάλι έναν εξαιρετικά επικίνδυνο παράγοντα για την πορεία των ατόμων: «Kαμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές - εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: "Στον τόπο!" που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ’ στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες...».
Όπως, λοιπόν, επισημαίνει ο Εμπειρίκος, ο δρόμος της ζωής «δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας», κι οι άνθρωποι δεν έχουν ν’ ανησυχούν μόνο για το θάνατο, καθώς η βία -ακόμη κι αν δεν επιφέρει το τέλος τους- μπορεί ωστόσο να ανατρέψει πλήρως τη ζωή τους.

γ) Ο Καβάφης παρουσιάζοντας με τρόπο ειρωνικό τις σκέψεις και την προσδοκία του Φερνάζη να χρησιμοποιήσει την ποίηση για να επιτύχει την προσωπική του ανάδειξη, επιχειρεί να τονίσει πως για έναν πραγματικό θεράποντα της ποιητικής τέχνης τέτοιου είδους κενόδοξες φιλοδοξίες δεν έχουν και δεν πρέπει να έχουν καμία σημασία. Η ποίηση είναι μια τέχνη που οφείλει κανείς να την υπηρετεί με απόλυτο σεβασμό, χωρίς να θυσιάζει την αλήθεια της προκειμένου να εξυπηρετήσει προσωπικά συμφέροντα. Ο Φερνάζης λειτουργεί οπότε -στο μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος- ως το αρνητικό παράδειγμα εκείνων των δημιουργών που προδίδουν την τέχνη τους.
Αντιστοίχως και ο Ανδρέας Εμπειρίκος τονίζει την ιδιαίτερη αξία της ποίησης και των αφοσιωμένων δημιουργών της: «Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων.»
Ο δρόμος παραμένει ασυγκίνητος και άκαμπτος μπροστά στον πόνο των ανθρώπων, και μαλακώνει μόνο κάτω απ’ το έντονο φως της αθανασίας που συνοδεύει το πέρασμα των ποιητών. Εκείνων των ποιητών μάλιστα που η ψυχή τους είναι ένα με τα κορμιά τους, εκείνων των ποιητών που γεύτηκαν ολόψυχα τη ζωή μα δεν άφησαν τις εντυπώσεις του πόνου και της ευδαιμονίας να χαθούν υποταγμένες στο φθοροποιό πέρασμα του χρόνου. Είναι οι ποιητές που δάμασαν τις φευγαλέες στιγμές της ζωής, τις μετουσίωσαν σε λόγο και τις προσέφεραν δώρο αθάνατο στους κατοπινούς.
Το δώρο της αθανασίας δίνεται λοιπόν μόνο σ’ εκείνους τους ποιητές που συνέδεσαν την τέχνη τους πλήρως με τη ζωή τους περνώντας στους στίχους τους το πολύτιμο απόσταγμα απ’ το συνονθύλευμα εντυπώσεων αισθητικών και πνευματικών που συνιστούν τη ζωή και φέρνουν τον άνθρωπο -όχι συχνά- σε μικρές κορυφώσεις πλέριας αισθητικής απόλαυσης ή πνευματικής διαύγειας. Σκέψεις απόλυτης καθαρότητας, αισθήματα αγνής ευδαιμονίας ή πόνου που καθηλώνουν την ψυχή του ανθρώπου, διασώθηκαν απ’ τους εκλεκτούς ποιητές κι έλαβαν μορφή στο έργο τους.
Έτσι, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που είτε αφήνονται στη χαρά της ζωής είτε αφήνουν τη ζωή να τους προσπεράσει μένοντας προσκολλημένοι σε μια ανώφελη αδράνεια, χωρίς ποτέ να σκεφτούν να αντικρίσουν το θαύμα της ζωής ως μιαν ανεπανάληπτη πηγή σωματικών και πνευματικών ερεθισμάτων, ο απόηχος των οποίων δεν πρέπει να χαθεί, οι αγνοί ποιητές, οι αμόλυντοι απ’ την κενότητα της δόξας, ζουν με τη μέγιστη πληρότητα, μα κρατούν, συλλέγουν και αισθάνονται βαθιά μέσα τους κάθε ψηφίδα του ανθρώπινου θαύματος. Κοιτούν με θάρρος το εφήμερο πέρασμά τους και μορφοποιούν το έργο τους βαπτίζοντάς το στο μοναδικό υλικό των εμπειριών που έχουν ευλαβικά μαζέψει στην ψυχή τους.
Η θνητότητα και το παροδικό της ύπαρξής μας δεν μπορεί να είναι αιτία αδιαφορίας απέναντι σ’ εκείνους που έρχονται, απέναντι στις γενιές που ακολουθούν, κι αυτό το γνωρίζουν και το σέβονται απόλυτα οι αγνότεροι των ποιητών, που συσχετίζονται μάλιστα απ’ τον Εμπειρίκο με τους Άγιους Πάντες, με τους ανθρώπους εκείνους που μαρτύρησαν για το χριστιανισμό, μα που το όνομά τους έμεινε άγνωστο. Η διάθεση αυτοθυσίας κι η πίστη σε μιαν ανώτερη αξία και δύναμη, που γέμισε με δύναμη την ψυχή των μαρτύρων, επιτρέποντάς τους να πεθάνουν στο όνομα του Θεού τους, δονεί εν τέλει και την ψυχή των «αχράντων» ποιητών, οι οποίοι δεν αφήνουν την επίγνωση του θανάτου, την επίγνωση της θνητότητας, να ματαιώσει τη διάθεσή τους για προσφορά και για την επίπονη εκείνη πνευματική εμβάθυνση που πληρώνεται ακριβά σε χρόνο, σε χρόνο πολύτιμο και αναντικατάστατο.

δ) Τα κύρια πρόσωπα του ποιήματος ο Δαρείος Α΄, ο Μιθριδάτης ΣΤ΄, αλλά και ο επινοημένος ποιητής Φερνάζης με το περσικό όνομα, καθιστούν εμφανή και κυρίαρχη την παρουσία του ανατολικού στοιχείου. Ωστόσο, ήδη με τον Μιθριδάτη το ελληνικό στοιχείο διαπλέκεται με το ανατολικό, καθώς ο βασιλιάς αυτός αντλούσε την καταγωγή του τόσο από την ανατολή, μέσω της γραμμής που τον συνέδεε με τον Δαρείο, όσο και από την Ελλάδα μέσω της μητέρας του, της Λαοδίκης. Η Λαοδίκη, κόρη του Αντιόχου Δ΄, αποτελούσε μέλος της οικογένειας των Σελευκιδών, οι ρίζες της οποίας ξεκινούσαν από τη Μακεδονία. Ο Μιθριδάτης, λοιπόν, χάρη στη μητέρα του είχε εκπαιδευτεί κατά τα ελληνικά πρότυπα και γνώριζε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. Στην ελληνική γλώσσα, άλλωστε, επιλέγει να συνθέσει το επικό του ποίημα και ο Φερνάζης, τιμώντας με αυτό τη διπλή καταγωγή του Μιθριδάτη. Το θέμα του ποιήματος είναι ο Δαρείος, ώστε να επαινεθεί η σύνδεσή του με τον οίκο των Αχαιμενιδών, αλλά συντίθεται σε ελληνική γλώσσα, ώστε να επαινεθεί και η σύνδεσή του με τη Μακεδονία και τον οίκο των Σελευκιδών.
Ο ποιητής Φερνάζης εντάσσει τον εαυτό του στους Καππαδόκες -η Βόρεια Καππαδοκία ήταν κομμάτι του βασιλείου του Μιθριδάτη-, προσεύχεται στους θεούς της Ασίας, χρησιμοποιεί ωστόσο την ελληνική γλώσσα ως μέσο ποιητικής έκφρασης. 
Ο Καβάφης, συνάμα, τοποθετεί τη δράση του ποιήματος στην Αμισό μια από τις σημαντικότερες πόλεις του ποντιακού βασιλείου, η οποία είχε ιδρυθεί αρκετούς αιώνες πριν από Έλληνες αποίκους. Το ελληνικό στοιχείο, άλλωστε, ήταν ισχυρό σε αρκετές πόλεις του Πόντου, ενώ πολλοί κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής είχαν εξοικειωθεί με τον ελληνικό πολιτισμό χάρη και στις προσπάθειες του Μιθριδάτη ΣΤ΄.
Κι ενώ ο Καβάφης ενδιαφέρεται κυρίως να δείξει την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στις περιοχές της Ασίας, ο Εμπειρίκος επιθυμεί να περάσει ένα πανεθνικό μήνυμα προβάλλοντας εμφατικά το κοινό στοιχείο της ανθρώπινης πορείας. Η πανανθρώπινη διάσταση του μηνύματος του ποιητή γίνεται εύλογα αντιληπτή από το γεγονός πως δεν υπάρχει καμία χώρα, καμία πόλη, όσο απομακρυσμένη, μικρή ή ένδοξη κι αν είναι, που να μη διατρέχεται από το δρόμο αυτόν, από το δρόμο του ανθρώπινου βίου. Ο δρόμος περνά από παντού, από την Ελλάδα, τη Ρωσία, την Αγγλία, την Κίνα, την Κολομβία, το Μεξικό, τις οροσειρές που διασχίζουν το Μεξικό, τη Χιλή και το Περού, καθώς κι από τόπους ιερούς, όπως είναι οι Δελφοί και η Δωδώνη, αλλά και τόπους ένδοξους όπως είναι τα Σάλωνα (Άμφισσα), τόπος δράσης του Αθανάσιου Διάκου και του Οδυσσέα Ανδρούτσου, και της γέφυρας της Αλαμάνας, χώρος όπου ο Αθανάσιος Διάκος συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη, βρίσκοντας μαρτυρικό θάνατο. Ο δρόμος φτάνει ακόμη και στο κοσμοπολίτικο και ξακουστό Παρίσι, καλύπτοντας έτσι κάθε πιθανό προορισμό και μη διαχωρίζοντας ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές περιοχές.
Ο ποιητής απαριθμεί περιοχές απ’ όλο τον κόσμο, θέλοντας να τονίσει, όσο γίνεται πιο εμφατικά, την κοινή πορεία των ανθρώπων και να φέρει έτσι τους αναγνώστες του αντιμέτωπους με μια σκέψη, που αν και δε διατυπώνεται, κυριαρχεί σ’ όλο το κείμενο: πώς γίνεται να εμμένουμε στις μεταξύ μας διαφορές, όταν είναι τόσο σαφές πως όλοι έχουμε την ίδια μοίρα. Όλοι είμαστε εφήμεροι και εξίσου αδύναμοι μπροστά στο σαρωτικό πέρασμα του θανάτου∙ όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, Έλληνες ή μη, κινούμαστε στον ίδιο ακριβώς δρόμο, που επιφυλάσσει ακριβώς το ίδιο τέλος για όλους.

ε) Ο Καβάφης χρησιμοποιεί την αναφορά στη θρησκεία: «Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας», για να τονίσει πως ο Φερνάζης παρά τη γνώση της ελληνικής γλώσσας και παρά την εκτίμηση που έχει για τον ελληνικό πολιτισμό, δεν παύει να είναι ένας Ασιάτης∙ ο οποίος τη στιγμή του φόβου επιστρέφει στους προγονικούς του θεούς και ζητά τη βοήθειά τους. Ο ελληνικός πολιτισμός έχει υπερισχύσει, αλλά δεν έχει απαλείψει ό,τι επί της ουσίας συνιστά την ιδιαίτερη ταυτότητα των κατοίκων της Ασίας.
Ο Εμπειρίκος από την άλλη αξιοποιεί την αναφορά στη θρησκεία: «των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων», για να συνδέσει τη διάθεση προσφοράς, το πνεύμα αυτοθυσίας και την ένταση των δοκιμασιών που έχουν περάσει οι άνθρωποι που θεωρήθηκαν Άγιοι, με τις ανάλογες ποιότητες των πραγματικών «των ακραιφνών και των αχράντων» ποιητών, οι οποίοι στη σκέψη του ποιητή είναι αδέρφια με τους Άγιους. Αδελφοποίηση που φανερώνει την κλιμάκωση της αφοσίωσης στην οποία φτάνουν οι πραγματικοί ποιητές προκειμένου να δώσουν στο έργο τους την αλήθεια της ψυχής τους.

2. αΗ χρήση της ιστορίας από τον Καβάφη είναι ένα μέσο αποστασιοποίησης απ’ τα παροντικά γεγονότα κι από επικαιρικούς συσχετισμούς που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ακέραιη μετάδοση των συλλογισμών του ποιητή. Είναι συνάμα κι ένας τρόπος για να διασφαλίσει την καθολικότητα και τη διαχρονικότητα των σκέψεων που παρουσιάζει στο ποίημά του. Ο Καβάφης, άλλωστε, αξιοποιεί συχνά την ιστορία για να αντλήσει συμπεριφορές, περιστατικά και γεγονότα που εν δυνάμει μπορούν να λειτουργήσουν ως φορείς σημαντικών μηνυμάτων για το σύγχρονο αναγνώστη.
Ο Εμπειρίκος, ωστόσο, δεν χρησιμοποιεί την ιστορία όπως ο Καβάφης, για να αποδεσμευτεί απ’ τους συσχετισμούς του παρόντος, αλλά περισσότερο για να θυμίσει (κι εμμέσως να τιμήσει) πρόσωπα και γεγονότα ενός όχι και τόσο απομακρυσμένου παρελθόντος. Η ιστορική αναφορά δεν γίνεται εδώ μέσο αποστασιοποίησης, αλλά μέσο εμπλουτισμού της εμπειρίας των αναγνωστών. Έτσι, ο Εμπειρίκος μας θυμίζει τη δράση των ληστών που λυμαίνονταν κατά τον 19ο αιώνα τις επαρχιακές κυρίως περιοχές του τότε πρόσφατα ιδρυθέντος ελληνικού κράτους. Ληστές που προκαλούσαν τρόμο στους διαβάτες, όταν τους πρόσταζαν να σταματήσουν κάθε κίνηση, κι υπό την απειλή όπλων ή μαχαιριών τους αφαιρούσαν χρήματα ή ό,τι άλλο τύχαινε να έχουν μαζί τους. Ληστές που έμοιαζαν, ως προς το ντύσιμο και τη μορφή, με τους ένδοξους αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης, αλλά δε βρίσκονταν εκεί για να πολεμήσουν με Τούρκους στρατιώτες, όπως έκαναν κάποτε τα παλικάρια του Οδυσσέα Ανδρούτσου.

βΜε την εναλλαγή στις αφηγηματικές φωνές και το πέρασμα από την τριτοπρόσωπη στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο ποιητής προσδίδει ζωντάνια και παραστατικότητα στο ποίημα. Στη θεατρικότητα συμβάλλει και η αναπάντεχη είσοδος του υπηρέτη, ο οποίος καταφτάνει τρέχοντας, όπως και η προσφώνηση του Φερνάζη προς τους θεούς της Ασίας. Επιπλέον, ο Καβάφης φροντίζει με τους μονολόγους του Φερνάζη (οι σκέψεις κι οι προβληματισμοί του φανταστικού ποιητή), με τις ρητορικές ερωτήσεις, αλλά και τη σκηνοθετική παρουσίαση της κίνησης των προσώπων (που μπαίνει / τρέχοντας), να δημιουργήσει παραστατικές εικόνες στους αναγνώστες, πλούσιες σε κινήσεις, λόγια, σκέψεις και διαλόγους (ή εσωτερικούς μονολόγους).
Η θεατρικότητα δίνει την αναγκαία ζωντάνια στο ποίημα και ενισχύει την εντυπωτική του δυνατότητα, καθώς ο αναγνώστης μπορεί να παραστήσει στη σκέψη του τα γεγονότα και να αισθανθεί τα δραματικά απρόοπτα, την ανησυχία και την ταραχή του Φερνάζη. Πρόκειται για ένα στοιχείο που αξιοποιείται σταθερά στην ποίηση του Καβάφη, και το οποίο ενυπάρχει και στο ποίημα του Εμπειρίκου.
Εντοπίζουμε, λοιπόν, στο ποίημα «Ο δρόμος» λόγια προσώπων ("Στον τόπο!" / "Περάστε, κύριοι, απ’ εδώ. Tούτη είναι η βάρκα σας. Eμπάτε."), αλλά και πληθώρα εικόνων κίνησης («προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους», «μέσ’ στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ, με Bέσπες και με κάρρα» κ.ά) ή εικόνες μ’ έντονο το στοιχείο της σκηνοθεσίας («που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου», «και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος μα δυνατός στα μπράτσα» κ.ά). Στοιχεία με τα οποία το ποίημα αποκτά εμφανή θεατρικότητα και μπορεί να προσληφθεί απ’ τον αναγνώστη ως μια σειρά επεισοδίων ή σκηνών, που αν και δεν έχουν μεταξύ τους εμφανή χρονική ή τοπική σύνδεση, υπηρετούν ωστόσο τη μετάδοση των κεντρικών θεματικών.

3. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ακολουθεί στο ποίημά του την τεχνική του αποσυμβολισμού. Θεωρείτε πως υπάρχει κάποια ανάλογη λειτουργία στον Δαρείο του Καβάφη;

Ο Εμπειρίκος στο ποίημά του ακολουθεί την τεχνική του αποσυμβολισμού, υπό την έννοια πως καθιστά προφανή το συμβολισμό τόσο του δρόμου -τη σύνδεσή του δηλαδή με την πορεία της ανθρώπινης ζωής- όσο και επιμέρους στοιχείων, όπως είναι για παράδειγμα οι μαύρες γόνδολες στο ύστατο όραμα των ανθρώπων, όπου χαρακτηριστικά σχολιάζει ο ποιητής: «πήγα να πω σαν νεκροφόρες», επεξηγώντας έτσι πως πρόκειται ουσιαστικά για το τελευταίο ταξίδι, για το πέρασμα στον άλλο κόσμο. Πρόθεση του Εμπειρίκου, επομένως, δεν είναι να θέσει έναν ποιητικό γρίφο στους αναγνώστες του, αλλά με τρόπο παραστατικό και εναργή να τους τονίσει πως ο δρόμος της ζωής είναι κοινός για όλους, όπως ακριβώς και το τέρμα αυτού του δρόμου.
Αντιθέτως, ο Καβάφης στο δικό του ποίημα επιδιώκει και επιτυγχάνει με τη χρήση πολλαπλών επιπέδων ειρωνείας να δημιουργήσει ένα αμφίσημο κλείσιμο στο ποίημα, μη επιτρέποντας στον αναγνώστη να καταλάβει ξεκάθαρα αν ο Φερνάζης καταλήγει να επιλέξει την αλήθεια μένοντας πιστός στην ποιητική τέχνη ή αποβλέποντας και πάλι στο προσωπικό του συμφέρον, επειδή προσβλέπει σε μια πιθανή αλλαγή στην εξουσία του βασιλείου.

Έτσι, στον αντίποδα της απόλυτης σαφήνειας που επιχειρεί ο Εμπειρίκος, ο Καβάφης χρησιμοποιώντας την ειρωνεία, δημιουργεί εντυπώσεις και αμφισημίες τις οποίες δεν επιθυμεί να αποσαφηνίσει, καθώς μέσω αυτών εμπλουτίζει τα επίπεδα ανάγνωσης και πρόσληψης του ποιήματος. Δεν είναι, άλλωστε, μόνο η στάση και τα κίνητρα του Φερνάζη υπό αμφισβήτηση∙ ακόμη και ο ίδιος ο Καβάφης, ενώ επιδιώκει με την αξιοποίηση της αποστασιοποίησης να αποτρέψει οποιαδήποτε συσχέτισή του με τον φανταστικό Φερνάζη, δεν αποκλείει τελείως τις συσχετίσεις μαζί του, αφήνοντας έτσι ανοιχτό το ενδεχόμενο να λειτουργεί σε κάποιο -περιορισμένο έστω- βαθμό ως προσωπείο του.  


Κωνσταντίνος Καβάφης «Μάρτιαι ειδοί» ως παράλληλο κείμενο στον Δαρείο

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Erik Johansson

Κωνσταντίνος Καβάφης «Μάρτιαι ειδοί» ως παράλληλο κείμενο στον Δαρείο  

Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.
Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια.
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σαν βγεις στον δρόμο έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς …
(απόσπασμα)

Να συσχετίσετε το παραπάνω απόσπασμα με την κεντρική ιδέα του ποιήματος Ο Δαρείος.

[«Ένας μάντης είχε προείπει στον Ιούλιο Καίσαρα να φυλάγεται την ημέρα των Μαρτίων Ειδών (15 Μαρτίου)∙ την ημέρα εκείνη, στα 44 π.Χ., ο σοφιστής Αρτεμίδωρος μάταια προσπάθησε να τον ειδοποιήσει για τη συνωμοσία του Βρούτου και του Κάσσιου».]

Στις 15 Μαρτίου του 44 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας δολοφονείται από μια μεγάλη ομάδα συνωμοτών. Τη χρονιά εκείνη και μετά από μια σειρά στρατιωτικών και πολιτικών επιτυχιών ο Καίσαρας είχε ανακηρυχτεί ισόβιος δικτάτορας της ρωμαϊκής δημοκρατίας, γεγονός που είχε προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια σε αρκετούς συγκλητικούς, οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν απελευθερωτές κι οι οποίοι σχεδίασαν τη δολοφονία του.  
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο και τον Σουητώνιο καθώς πλησίαζε η μέρα της δολοφονίας υπήρξαν αρκετοί οιωνοί που προμήνυαν το τραγικό γεγονός, ωστόσο ο Καίσαρας δεν έδωσε τη δέουσα σημασία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προσπάθεια ενός μάντη να προειδοποιήσει τον Καίσαρα, λέγοντάς του να φοβάται τις Ειδούς του Μαρτίου (Ειδοί είναι κατά το ημερολόγιο των Ρωμαίων το μέσο περίπου του μήνα, η 15η ημέρα για τους μήνες που είχαν 31 ημέρες και η 13η για εκείνους που είχαν 30). Ο Καίσαρας αδιαφόρησε γι’ αυτή την προφητεία κι όταν εκείνη τη μέρα συνάντησε τυχαία τον μάντη του είπε ειρωνικά πως έφτασαν οι Ειδοί του Μαρτίου, λαμβάνοντας ως απάντηση απ’ την μάντη πως έφτασαν αλλά δεν πέρασαν.
Μια ύστατη προσπάθεια έγινε από τον Έλληνα σοφιστή Αρτεμίδωρο, ο οποίος έχοντας ενημερωθεί για τα σχέδια δολοφονίας του Καίσαρα, έγραψε ένα σημείωμα και του το παρέδωσε λίγο προτού εκείνος φτάσει στη Σύγκλητο, λέγοντάς του πως πρέπει να το διαβάσει αμέσως γιατί περιέχει σημαντικά πράγματα που τον ενδιαφέρουν. Ωστόσο ο Καίσαρας απασχολημένος με το πλήθος ανθρώπων που του εξέφραζαν το θαυμασμό τους ή επιχειρούσαν να του εκθέσουν δικά τους αιτήματα, δεν κατόρθωσε να διαβάσει το σημείωμα του Αρτεμίδωρου. Μπήκε, μάλιστα, στη Σύγκλητο κρατώντας το σημαντικό αλλά αγνοημένο αυτό σημείωμα.
Ο Καβάφης επιλέγει το συγκεκριμένο συμβάν με τον Αρτεμίδωρο για να παρουσιάσει τη στάση του Ιούλιου Καίσαρα, ο οποίος έχοντας παρασυρθεί από την υπεροψία της αποθέωσης που του προσέφερε ο ρωμαϊκός λαός, δε δίνει σημασία σ’ εκείνους που επιχειρούν να τον προφυλάξουν. Ο Καίσαρας μέσα στο γενικότερο ενθουσιασμό της καταξίωσής του, θεωρεί εαυτόν υπεράνω κινδύνου και φόβου, γεγονός που δεν του επιτρέπει να λάβει επαρκώς υπόψη του τις προειδοποιήσεις που του γίνονται. Η υπεροψία κι η μέθη της απόλυτης εξουσίας υπονομεύουν τη δυνατότητα του Καίσαρα ν’ αντιληφθεί τον κίνδυνο που τον απειλεί.
Όπως επισημαίνει ο ποιητής, οι άνθρωποι θα πρέπει να φοβούνται τα μεγαλεία, καθώς αυτά δεν προκύπτουν χωρίς μεγάλο κόστος τόσο ως προς την ηθική ακεραιότητα του ατόμου όσο και ως προς την ίδια του τη ζωή. Αντιστοίχως, θα πρέπει, αν δεν μπορούν να υπερνικήσουν τις φιλοδοξίες τους, να τις ακολουθούν τουλάχιστον με δισταγμό και προσοχή, καθώς αν αφεθούν άκριτα στην επιδίωξή τους είναι δύσκολο ν’ αποφύγουν λάθη, ακρότητες, αλλά και επιλογές που μπορεί να σταθούν ακόμη και μοιραίες για τη ζωή τους.
Στον Δαρείο ο Καβάφης παρουσιάζει τα συναισθήματα που διακατέχουν τους φιλόδοξους ηγεμόνες και τους ωθούν αφενός σε βιαιότητες για την κατάληψη της εξουσίας κι αφετέρου σε παράτολμες πράξεις προκειμένου ν’ αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερη δύναμη. Ο Μιθριδάτης θα υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις του και θα ξεκινήσει πόλεμο με τους Ρωμαίους, επισπεύδοντας έτσι την πτώση του. Με παρόμοιο τρόπο ο Καίσαρας, παρασυρμένος από την υπεροψία των μεγαλείων του, δε θα αντιληφθεί εγκαίρως την εις βάρος του συνωμοσία και θα βαδίσει προς το θάνατό του. 
Η υπεροψία, λοιπόν, είτε με τη μοιραία κατάληξη που έχει στην περίπτωση του Καίσαρα και του Μιθριδάτη είτε με τη λιγότερο θεαματική επίπτωση που έχει στον εγωκεντρικό Φερνάζη
 που θαρρεί πως με την κολακεία θα αναδειχθεί και θα αποστομώσει τους επικριτές του, λειτουργεί ως κακός σύμβουλος. Ο ποιητής προτείνει τη διατήρηση του μέτρου σε κάθε πράξη των ανθρώπων, ακόμη και στις φιλοδοξίες που έχουν στη ζωή τους∙ ιδίως όταν αυτές τείνουν να υπερκεράσουν τη σύνεση και τη λογική του ατόμου. Η υπεροψία, οι φιλοδοξίες και η αγάπη για τα μεγαλεία υπονομεύουν την ορθή κρίση των ανθρώπων και τους οδηγούν σε κρίσιμα ή και μοιραία λάθη.


Κωνσταντίνος Καβάφης «Εν Δήμω της Μικράς Ασίας» ως παράλληλο κείμενο στον Δαρείο

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Xin Li

Κωνσταντίνος Καβάφης «Εν Δήμω της Μικράς Ασίας» ως παράλληλο κείμενο στον Δαρείο

Η ειδήσεις για την έκβασι της ναυμαχίας, στο Άκτιον,
ήσαν βεβαίως απροσδόκητες.
Αλλά δεν είναι ανάγκη να συντάξουμε νέον έγγραφον.
Τ’ όνομα μόνον ν’ αλλαχθεί. Αντίς, εκεί
στες τελευταίες γραμμές, «Λυτρώσας τους Ρωμαίους
απ’ τον ολέθριον Οκτάβιον,
τον δίκην παρωδίας Καίσαρα,»
τώρα θα βάλουμε «Λυτρώσας τους Ρωμαίους
απ’ τον ολέθριον Αντώνιον».
Όλο το κείμενον ταιριάζει ωραία.
«Στον νικητήν, τον ενδοξότατον,
τον εν παντί πολεμικώ έργω ανυπέρβλητον,
τον θαυμαστόν επί μεγαλουργία πολιτική,
υπέρ του οποίου ενθέρμως εύχονταν ο δήμος∙
την επικράτησι του Αντωνίου»
εδώ, όπως είπαμεν, η αλλαγή: «του Καίσαρος
ως δώρον του Διός κάλλιστον θεωρών -
στον κραταιό προστάτη των Ελλήνων,
τον έθη ελληνικά ευμενώς γεραίροντα,
τον προσφιλή εν πάση χώρα ελληνική,
τον λίαν ενδεδειγμένον για έπαινο περιφανή,
και για εξιστόρησι των πράξεών του εκτενή
εν λόγω ελληνικώ κ’ εμμέτρω και πεζώ∙
εν  λ ό γ ω  ε λ λ η ν ι κ ώ που είν’ ο φορεύς της φήμης,»
και τα λοιπά, και τα λοιπά. Λαμπρά ταιριάζουν όλα.

Πώς εξυπηρετεί, σύμφωνα με το παραπάνω ποίημα, ο «λόγος» την προβολή του ιστορικού γεγονότος; Να συσχετισθεί με το ποίημα Ο Δαρείος.

Το Σεπτέμβριο του 31 π.Χ. οι συνασπισμένες δυνάμεις του Μάρκου Αντώνιου και της Κλεοπάτρας θα συγκρουστούν με τις δυνάμεις του Οκταβιανού στο Άκτιο (ακρωτήριο απέναντι από την Πρέβεζα). Ο Οκταβιανός θα σημειώσει εκεί τη νίκη που θα του επιτρέψει την επικράτησή του έναντι του Αντώνιου και άρα τη σταδιακή επικράτησή του στη διεκδίκηση της ρωμαϊκής εξουσίας, καθώς και την κατάκτηση της Αιγύπτου. 
Στο ποίημά του ο Καβάφης παρουσιάζει το έγγραφο που έχει συνταχθεί σε μια πόλη της Μικράς Ασίας για να τιμηθεί ο νικητής της ναυμαχίας. Οι εκεί κάτοικοι θεωρούσαν πως ο Αντώνιος θα υπερίσχυε σ’ αυτή την αναμέτρηση γι’ αυτό και είχαν προετοιμάσει τιμητικό ψήφισμα που αναφερόταν σ’ αυτόν∙ ωστόσο, αν κι η αρχική τους εκτίμηση ήταν λανθασμένη, δεν το εκλαμβάνουν αυτό ως σπουδαία ανατροπή. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουν είναι να αντικαταστήσουν το όνομα του Αντώνιου με αυτό του Οκταβιανού και το επαινετικό κείμενο που είχαν ετοιμάσει θα είναι απόλυτα ταιριαστό για ν’ αποδοθεί σ’ αυτόν. Εκείνο, άλλωστε, που ενδιαφέρει την πόλη της Μικράς Ασίας -η οποία δεν προσδιορίζεται μιας και δεν έχει σημασία αυτό ως προς το νόημα του ποιήματός- είναι να συγχαρεί το Ρωμαίο νικητή της ναυμαχίας, ώστε να διατηρήσει μαζί του καλές διπλωματικές σχέσεις. 
Ας προσεχθεί πως η άνεση με την οποία οι συντάκτες του εγγράφου αποδέχονται την απροσδόκητη έκβαση της ναυμαχίας στο Άκτιο, παραπέμπει στην αλλαγή της στάσης του Φερνάζη
. Με ανάλογο τρόπο η ενδεχόμενη ήττα του Μιθριδάτη ωθεί τον φανταστικό ποιητή να λάβει υπόψη του τη διάδοχη κατάσταση, υποδηλώνοντας πως σε αυτές τις περιπτώσεις δεν τίθεται θέμα αφοσίωσης, αλλά επιβίωσης, ειδικά σε ό,τι αφορά ανθρώπους που εξαρτώνται από τις θελήσεις των ηγεμόνων. 
Οι συντάκτες του εγγράφου διαβεβαιώνουν τον νικητή της ναυμαχίας, Οκταβιανό, πως είναι απόλυτα ενδεδειγμένος, ώστε τα κατορθώματά του να εξιστορηθούν εκτενώς σε λόγο πεζό, αλλά και έμμετρο, και μάλιστα σε λόγο ελληνικό. Η τιμητική αυτή διαβεβαίωση έχει να κάνει με την αποθέωση και τη διατήρηση στη συλλογική μνήμη που μόνο η τέχνη του λόγου μπορεί να προσφέρει στους εξέχοντες άνδρες. Όπως οι μυθικοί ήρωες του παρελθόντος, έτσι κι αυτός, θα αποκτήσει αιώνια φήμη μέσα από την τέχνη των ποιητών και των συγγραφέων που θα γράψουν για τις εξαίρετες και ένδοξες πράξεις του. Ιδέα που μας παραπέμπει στον Δαρείο και το ομώνυμο επικό ποίημα που συνέθετε ο Φερνάζης για να επαινέσει τη δράση του Πέρση βασιλιά και μέσω αυτού τον απόγονό του Μιθριδάτη. 
Κοινό και πολύ βασικό σημείο είναι πως και στις δύο περιπτώσεις η εξύμνηση θα γίνει στην ελληνική γλώσσα, που είναι ο κατεξοχήν φορέας της φήμης. Τόσο στα ελληνιστικά βασίλεια, στα βασίλεια δηλαδή που δημιουργήθηκαν μετά τις μεγαλειώδεις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όσο και στην περιοχή του Πόντου, όπου η παρουσία του ελληνικού στοιχείου ήταν ισχυρή, η ελληνική γλώσσα ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη. Δείκτης πνευματικής καλλιέργειας και υπεροχής, δείκτης καλής καταγωγής και άριστης παιδείας, ήταν η γλώσσα που προτιμούσαν στην άρχουσα τάξη, ήταν κι η γλώσσα που προτιμούσαν στη λογοτεχνική δημιουργία. Άλλωστε, στην ελληνική γλώσσα είχαν συντεθεί τα έργα του Ομήρου, των μεγάλων φιλοσόφων και ιστορικών∙ έργα που αποτελούσαν τη βάση της παιδείας των Ελλήνων, αλλά προσέφεραν πλέον και ουσιαστική μόρφωση σε κάθε λαό που ερχόταν σ’ επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό. Ακόμη και οι Ρωμαίοι, οι οποίοι σταδιακά θα κατακτήσουν ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, θα υποταχθούν στην υπεροχή του ελληνικού πνεύματος και θα θεωρήσουν την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας ως απαραίτητο στοιχείο για όποιον επιθυμεί να κατέχει ουσιαστική παιδεία. 

Νικηφόρος Βρεττάκος «Αν δε μου ‘δινες την ποίηση Κύριε», ως παράλληλο στο «Ο Δαρείος» του Καβάφη

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Andrej Tarfila

Νικηφόρος Βρεττάκος «Αν δε μου ‘δινες την ποίηση Κύριε»

Αν δε μου  ‘δινες την ποίηση, Κύριε,
δε θα ‘χα τίποτα για να ζήσω.
Αυτά τα χωράφια δε θα ’ταν δικά μου.
Ενώ τώρα ευτύχησα να ‘χω μηλιές,
να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,
να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,
η έρημός μου λαό,
τα περιβόλια μου αηδόνια.

Λοιπόν; Πως σου φαίνονται; Είδες
τα στάχυα μου, Κύριε; Είδες τ’ αμπέλια μου;
Είδες τι όμορφα που πέφτει το φως
στις γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι  έχω ακόμη καιρό!
Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.
Μ’ ανασκάφτει ο πόνος μου κι  ο κλήρος μου μεγαλώνει.
Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται.

Όμως,
δεν ξοδεύω τον ήλιό σου άδικα.
Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ’ ό,τι μου δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.
Γιατί θα ‘ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να ‘ναι
το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει
να ‘χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
για τους τσοπάνηδες της αγάπης.

Ποια είναι η στάση του Νικηφόρου Βρεττάκου απέναντι στην ποίηση και ποια του Φερνάζη στον Δαρείο του Καβάφη;

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος αντικρίζει την ποίηση ως θείο δώρο που του δόθηκε από τον Κύριο για να εξωτερικεύσει μέσω αυτού την αγάπη και την καλοσύνη που ενυπάρχει στην ψυχή του. Η ποίηση γίνεται αντιληπτή εδώ ως μια διαδικασία εμβάθυνσης, ως μια διαδικασία εσωτερικής ωρίμανσης, πνευματικής καλλιέργειας και ηθικής βελτίωσης. Ο ποιητής χάρη στην ενασχόλησή του με την ποίηση, χάρη στο κάλεσμα της ποίησης να διερευνήσει όλο και ουσιαστικότερα τον εσωτερικό του κόσμου, αποκτά σταδιακά μια βαθύτερη κατανόηση του εαυτού του και της αξίας που έχει γι’ αυτόν η διδασκαλία αγάπης του Κυρίου.
Η ποιητική τέχνη γεμίζει με νόημα την ύπαρξη του ποιητή, του προσφέρει έναν ιδανικό σκοπό να υπηρετεί και του παρέχει μια άξια κατεύθυνση να ακολουθεί. Έτσι, μέσα από τις εσωτερικές διεργασίες που απαιτεί η δημιουργία ενός αληθινού ποιητικού έργου, ο ποιητής βιώνει μια καίρια πνευματική και ψυχική αναγέννηση. Η θετική επίδραση της ποίησης στη ζωή του, μάλιστα, δίνεται με ιδιαίτερη παραστατικότητα μέσα από μια αναλογία, όπου η ψυχή του ποιητή, οι επιλογές και οι πράξεις του παρουσιάζονται ως ένα χωράφι που με προσοχή καλλιεργημένο αποδίδει τους καλύτερους καρπούς. Κάθε στοιχείο της ύπαρξής του βαπτίζεται στο νόημα της αγάπης, στο νόημα της προσφοράς προς τους άλλους, κι αλλαγή που προκύπτει μοιάζει με τον ερχομό της άνοιξης στη γη. Μόνο που σε ό,τι αφορά την ψυχική υπόσταση του ποιητή ακόμη κι οι πέτρες πετούν κλώνους, ακόμη δηλαδή και τα σκληρότερα και πιο επώδυνα βιώματά του συνεισφέρουν πρόσφορο έδαφος για την ποιητική δημιουργία.
Έτσι, τα χέρια του γεμίζουν ήλιο∙ μια διάθεση αισιοδοξίας και πολύτιμης προσφοράς. Η έρημός του γεμίζει με λαό∙ αίρεται η μοναξιά του ποιητή, με την απόρριψη του εγωκεντρισμού και της προσήλωσης στον εαυτό του. Τα περιβόλια του γεμίζουν με αηδόνια∙ μέσα από το ποιητικό του έργο ακούγονται πια οι ευφρόσυνοι ήχοι μιας ψυχής που έχει γνωρίσει την εσωτερική πληρότητα, μιας ψυχής που γνωρίζει πλέον πώς να αποδώσει την ευγνωμοσύνη για το θείο δώρο της ύπαρξης. Κι η ευνοϊκή επίδραση της ποίησης συνεχίζει καλύπτοντας κάθε πτυχή της προσωπικότητας του ποιητή, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως έχει ολοκληρωθεί η προσπάθεια αναμόρφωσης της ζωής του. Ο ποιητής γνωρίζει πως δεν έχει ξεχερσώσει όλο το χώρο του, γνωρίζει πως τόσο η προσπάθεια να αποβάλει κάθε αρνητική έκφανση του εαυτού του, όσο και η προσπάθεια να αξιοποιήσει κάθε δυνατότητά του υπηρετώντας την ποιητική τέχνη απαιτούν πολύ χρόνο. Ωστόσο, αντιλαμβάνεται πως θα πρέπει να συνεχίσει με συνέπεια την ποιητική του δημιουργία καθώς η έλευση του βραδιού, η έλευση του τέλους είναι κάτι το αναπόφευκτο. Έτσι, χωρίς να σπαταλά τίποτε απ’ ό,τι του προσφέρει το θεϊκό δώρο του Κυρίου, χωρίς δηλαδή να ξοδεύει άδικα το θεϊκό δώρο της ζωής, συνεχίζει ακάματος την υπηρέτηση της αγάπης μέσα από την ποίησή του.
Παρατηρούμε, λοιπόν, πως ο Νικηφόρος Βρεττάκος συνδυάζει την ποιητική του δημιουργία με την ανάγκη προσφοράς στους άλλους ανθρώπους, με την ανάγκη να αναδειχθεί η αξία της αγάπης, αλλά και με την ουσιαστική αναμόρφωση της ζωής και της προσωπικότητάς του, ώστε να ζει όσο γίνεται πλησιέστερα προς τους τρόπους που πρεσβεύει η διδασκαλία του Κυρίου. Η ποίηση είναι γι’ αυτόν κάτι πολύ σημαντικότερο από μια απλή ενασχόληση, γίνεται επί της ουσίας τρόπος ζωής και έκφρασης των βαθύτερων ηθικών και ψυχικών επιδιώξεών του.
Βρίσκεται επομένως η δική του θέαση της ποίησης σε πλήρη αντίθεση με τον εγωιστικό και καιροσκοπικό τρόπο που την αντιμετωπίζει ο Φερνάζης. Καθώς στη θέση της επιθυμίας για προσφορά, βρίσκουμε στο Φερνάζη μια έμμονη προσήλωση στο ατομικό συμφέρον και μια προσδοκία προσωπικής ανάδειξης μέσα από την ενασχόληση με την ποίηση. Ο Φερνάζης, όχι μόνο δεν επιθυμεί να προσφέρει στους άλλους ανθρώπους, αλλά υπολογίζει πως αν το ποίημά του είναι αρεστό στο βασιλιά θα κατορθώσει να αποστομώσει τους επικριτές του.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...