Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τράπεζα Θεμάτων (Λογοτεχνία Α΄ Λυκείου). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τράπεζα Θεμάτων (Λογοτεχνία Α΄ Λυκείου). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τόλης Καζαντζής «Η θεία Φερενίκη» (απόσπασμα)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ylli Haruni

Τόλης Καζαντζής «Η θεία Φερενίκη» (απόσπασμα)

Τις Κυριακές και τις γιορτές, μετά την εκκλησία, ερχόταν σπίτι μας η θεία Φερενίκη και μου μάθαινε, μια σταλιά παιδί, τροπάρια:

Βαρβάραν την αγίαν τιμήσωμεν,
εχθρού γαρ τας παγίδας συνέτριψεν.

Ήτανε συμμαθήτριες με τη γιαγιά μου στο διδασκαλείο. Το χειμώνα καθόντανε οι δυο τους κοντά στη σόμπα κι όσο να ζεσταθεί το μπρούσικο κρασί, πίνανε τον καφέ τους. Ύστερα βάζαν το κρασί ζεστό στα ποτήρια και το σιγοπίνανε βουτώντας πού και πού μια φέτα ψωμί. Μιλούσανε σιγά σιγά η μια στην άλλη, πάντα στην καθαρεύουσα και πάντα στον πληθυντικό. Σαράντα τόσα χρόνια φιλενάδες και πληθυντικό!
Τις γιορτές η θεία Φερενίκη φόραγε το παράσημο. Ήταν ένας χάλκινος σταυρός μ’ ένα ακτινωτό αστέρι στη μέση, που κρεμόταν από μια μπλε κι άσπρη κορδελίτσα. Το είχε πάρει τότε που υπηρετούσε δασκάλα στο Δυρράχιο, απ’ τον ίδιο τον Έλληνα πρόξενο, μεγαλέμπορα του Δυρραχίου, «κατ’ εντολήν του Μεγαλειοτάτου βασιλέως μας Γεωργίου του Πρώτου». Την ίδια κιόλας μέρα, με νωπή τη συγκίνηση στα αμυγδαλωτά της μάτια, βγήκε φωτογραφία με το παράσημο να πετάει απάνω στ’ αφράτο της στήθος. Κι ήταν να μην πιστεύεις στα ίδια σου τα μάτια, βλέποντας αυτή την καχεκτικιά ασπρομάλλα γριούλα, τη θεία Φερενίκη, και να σου λέει με πικρό χαμόγελο πως «ναι, είναι η ίδια στη φωτογραφία», πως είν’ αυτή η καλλονή με τα λοξά σχιστά μάτια που φτάνανε σχεδόν μέχρι τις ρίζες των πυρρόξανθων μαλλιών της, με τα ροδαλά τσιτωμένα μάγουλα, με τον περήφανο κότσο λίγο πιο πάνω απ’ την κορφή και με τον τροφαντό μπούστο, όπου ήταν αδύνατο να κάνει επαφή το παράσημο.
Και πραγματικά. Αν δεν ήταν το παράσημο, ίδιο κι απαράλλαχτο με το πραγματικό, θα ‘ταν αδύνατο να πεις πως είναι η θεία Φερενίκη. Δε θα μπορούσες να εξηγήσεις πώς γίνανε αυτά τα ξεπλυμένα γαλανά ματάκια με τη θολούρα του καταρράχτη, πώς γίνανε δυο γκριζωπές γραμμές εκείνα τα σαρκώδη ηδυπαθή χείλια και προπαντός πώς γούβιασε εκείνο εκεί το στήθος. Μονάχα το παράσημο απόμενε το ίδιο. Το παράσημο, η καθαρεύουσα, ο πληθυντικός, οι αβρές και ήρεμες κινήσεις καθώς σήκωνε το φλιτζάνι του καφέ, καθώς βουτούσε στο κρασί τη φέτα το ψωμί κι οι ευχές στη γιαγιά μου μπαίνοντας στην κάμαρα:
«Επί έτη πολλά να εορτάζωμεν του Ευαγγελισμού, Μαριγώ μου».
Κι η γιαγιά μου:
«Αμήν, Φερενίκη μου, διότι τις οίδεν τι μας επιφυλάσσει το μέλλον».
Η γιαγιά μου ήταν διαφορετικιά. Τουλάχιστον στην εμφάνιση. Δυσκίνητη, γεμάτη υποψίες ασθενειών, είχε βολέψει διαφορετικά τη ζωή της. Είχε παντρευτεί κι είχε κάνει παιδιά κι εγγόνια. Όμως παρόλο που δεν ακούστηκε ποτέ παράπονο απ’ τα χείλια της, βλέπαμε πόσο αταίριαστη ήταν με τον παππού μου. Εκείνος πάλι, κατά βάθος χρυσός άνθρωπος, λαϊκός τύπος με τα όλα του, έβλεπε πως από κάπου του περίσσευε η γιαγιά μου. Αυτό, φαίνεται, τον σκύλιαζε και το ‘ριχνε στην ειρωνεία με κάτι «καλέ άντες» αντί γι’ απάντηση, ή κάτι «η κυρία με τας κιμωλίας» όπως έλεγε τας καμελίας. Μα προπαντός τα ‘χε με τη θεία Φερενίκη. Έφτασε κιόλας να τη συκοφαντεί, πως τάχα είχε ψείρες, πράμα συχνό για κείνη την εποχή, μα αδύνατο να το πιστέψεις για την πεντακάθαρη γριούλα. Άσε πια τις άλλες τις χοντράδες που ‘κανε όταν την έβρισκε στο σπίτι: Βροντούσε ασταμάτητα τις πόρτες, κυκλοφορούσε με τα μακριά του σώβρακα και τη μανικωτή φανέλα του κι έβρισκε γιορτιάτικα να βγάλει στη μέση όλα τα μερεμέτια και τα μαστορικά του, βρίζοντας τα χειρότερα όταν δεν τα πετύχαινε με το πρώτο. Η γιαγιά μου με τη θεία Φερενίκη κάναν πως δεν άκουγαν και συνεχίζανε τα δικά τους, κι ο παππούς μου δώστου χειρότερα, ώσπου η γιαγιά μου αναγκαζόταν να δικαιολογηθεί:
«Κάμνω παν ό,τι αρέσκει εις αυτόν και υποφέρω αγογγύστως παν ό,τι δεν αρέσκει εις εμέ».
Ο παππούς μου, που δεν καταλάβαινε γρυ:
«Ανάθεμα τη ρίζα σου», απαντούσε απέξω· κι η θεία Φερενίκη:
«Παντρευτήκατε όμως, Μαριγώ μου, έχετε τα παιδιά, τα εγγονάκια σας. Ενώ εγώ; Τίποτε. Εάν ζούσεν τουλάχιστον ο Αλξανδρος...»
Πάντα αυτός ο Αλέξανδρος. Έτσι σκέτος Αλέξανδρος, χωρίς επώνυμο, χωρίς άλλα στοιχεία, χωρίς τίποτε, πράμα που σιγά σιγά γίνηκε για μας, μικρά παιδιά, σωστό μυστήριο, που δε λέγαμε να το καταπιούμε. Μα όταν ρωτάγαμε τη γιαγιά μας:
«Ο αρραβωνιαστικός της Φερενίκης που σκοτώθηκε σε δυστύχημα», μας απαντούσε αόριστα.
[…]

Η παρέλαση-η ενηλικίωση, Νεφέλη, 1995.

μπρούσικο: είδος κρασιού
ηδυπαθή: που εξέπεμπαν ερωτισμό
αβρές: απαλές
τις οίδεν: ποιος ξέρει
αγογγύστως: χωρίς να δυσανασχετώ
γρυ: τίποτα

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α1. Να αναφέρετε τα πρόσωπα της ιστορίας.

Πρωταγωνιστικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η «θεία» Φερενίκη, που αποκαλείται έτσι από τον αφηγητή, όχι γιατί υπάρχει κάποια συγγενική σχέση μεταξύ τους, αλλά επειδή η ηλικιωμένη αυτή δασκάλα είναι φίλη της γιαγιάς του για πάνω από σαράντα χρόνια.
Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει, επίσης, η γιαγιά του αφηγητή, η Μαριγώ, η οποία, αν και είχε σπουδάσει στο διδασκαλείο της εποχής, είχε παντρευτεί έναν καλόψυχο μεν, αλλά λαϊκό άνθρωπο, ο οποίος ένιωθε διαρκώς πως υστερεί σε σχέση με τη γυναίκα του κι αυτό τον ωθούσε να την αντιμετωπίζει με ειρωνικό τρόπο και να μην της δείχνει τον οφειλόμενο σεβασμό.
Σε δεύτερο επίπεδο κινούνται ο αφηγητής και τα αδέρφια του, που ως εγγόνια της Μαριγώς, γίνονται μάρτυρες τόσο των επισκέψεων της θείας Φερενίκης, όσο και της συμπεριφοράς του παππού τους. Ενώ, στο τέλος του κειμένου γίνεται μνεία και στον αρραβωνιαστικό της θείας Φερενίκης, τον Αλέξανδρο, που σκοτώθηκε σε δυστύχημα προτού παντρευτούν.

α2. Να επισημάνετε στο κείμενο στοιχεία σχετικά με το πρόσωπο του αφηγητή της ιστορίας.

«Τις Κυριακές και τις γιορτές, μετά την εκκλησία, ερχόταν σπίτι μας η θεία Φερενίκη και μου μάθαινε, μια σταλιά παιδί, τροπάρια...»
«Ήτανε συμμαθήτριες με τη γιαγιά μου στο διδασκαλείο.»
«Έτσι σκέτος Αλέξανδρος, χωρίς επώνυμο, χωρίς άλλα στοιχεία, χωρίς τίποτε, πράμα που σιγά σιγά γίνηκε για μας, μικρά παιδιά, σωστό μυστήριο, που δε λέγαμε να το καταπιούμε...»

Ο αφηγητής αναφέρεται σε γεγονότα και πρόσωπα της παιδικής του ηλικίας, όπως τα έζησε στο πατρικό του σπίτι (ερχόταν σπίτι μας), όπου διέμεναν κι ο παππούς κι η γιαγιά του. Φροντίζει, μάλιστα, να εντάσσει τον εαυτό του σ’ ένα σύνολο παιδιών «για μας, μικρά παιδιά...», που προφανώς είναι τα αδέλφια του. Η παρουσία του στην ιστορία είναι αρκετά διακριτική, εφόσον ο ίδιος δεν πρωταγωνιστεί σε όσα περιγράφει. Στην πραγματικότητα πρόκειται για καταστάσεις που τις βιώνει περισσότερο ως απλός παρατηρητής, κι έρχεται στο προσκήνιο ελάχιστες φορές, όπως, για παράδειγμα, στην αρχή του κειμένου όπου δηλώνει πως η θεία Φερενίκη του μάθαινε, αν και ήταν πολύ μικρός ακόμη, τροπάρια.
Ο αφηγητής παρακολουθεί με θαυμασμό τις συνομιλίες της γιαγιάς του Μαριγώς, με τη θεία Φερενίκη, καθώς διαπιστώνει πως αν και ήταν φίλες για περισσότερο από σαράντα χρόνια μιλούσαν η μία στην άλλη στον πληθυντικό, και, μάλιστα, στην καθαρεύουσα. Του κάνει εντύπωση η ευγένεια στις κινήσεις και στους τρόπους γενικότερα της θείας Φερενίκης, κι είναι εμφανής η συμπάθεια που της έχει, κάτι που γίνεται κυρίως εμφανές στην προσπάθειά του να τη δικαιολογήσει απέναντι στις συκοφαντίες του παππού του εις βάρος της.
Ο αφηγητής, αν και έζησε τα γεγονότα αυτά όταν ήταν ακόμη μικρό παιδί, φανερώνει ιδιαίτερη οξυδέρκεια στο πώς αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει την αρνητική στάση του παππού του τόσο απέναντι στη σύζυγό του, τη Μαριγώ, όσο και απέναντι στη φίλη της, τη θεία Φερενίκη.  

α3. «Τις γιορτές… το παράσημο.». Να αναγνωρίσετε στο απόσπασμα τα δυο (2) επίπεδα χρόνου. Να αναφέρετε από δύο φράσεις που χαρακτηρίζουν κάθε ένα επίπεδο.

«Τις γιορτές η θεία Φερενίκη φόραγε το παράσημο. Ήταν ένας χάλκινος σταυρός μ’ ένα ακτινωτό αστέρι στη μέση, που κρεμόταν από μια μπλε κι άσπρη κορδελίτσα. Το είχε πάρει τότε που υπηρετούσε δασκάλα στο Δυρράχιο, απ’ τον ίδιο τον Έλληνα πρόξενο, μεγαλέμπορα του Δυρραχίου, «κατ’ εντολήν του Μεγαλειοτάτου βασιλέως μας Γεωργίου του Πρώτου». Την ίδια κιόλας μέρα, με νωπή τη συγκίνηση στα αμυγδαλωτά της μάτια, βγήκε φωτογραφία με το παράσημο να πετάει απάνω στ’ αφράτο της στήθος. Κι ήταν να μην πιστεύεις στα ίδια σου τα μάτια, βλέποντας αυτή την καχεκτικιά ασπρομάλλα γριούλα, τη θεία Φερενίκη, και να σου λέει με πικρό χαμόγελο πως «ναι, είναι η ίδια στη φωτογραφία», πως είν’ αυτή η καλλονή με τα λοξά σχιστά μάτια που φτάνανε σχεδόν μέχρι τις ρίζες των πυρρόξανθων μαλλιών της, με τα ροδαλά τσιτωμένα μάγουλα, με τον περήφανο κότσο λίγο πιο πάνω απ’ την κορφή και με τον τροφαντό μπούστο, όπου ήταν αδύνατο να κάνει επαφή το παράσημο.»

Το απόσπασμα κινείται σε δύο επίπεδα χρόνου: α) στο παρόν της αφήγησης, δηλαδή στα χρόνια κατά τα οποία ο αφηγητής ήταν μικρό παιδί, και β) στο παρελθόν, στην εποχή δηλαδή κατά την οποία η θεία Φερενίκη ήταν νεαρή δασκάλα στο Δυρράχιο και της απονεμήθηκε, κατ’ εντολή του βασιλιά Γεωργίου Α΄, παράσημο για τις υπηρεσίες της.
Παρόν της αφήγησης:
- Τις γιορτές η θεία Φερενίκη φόραγε το παράσημο. Ήταν ένας χάλκινος σταυρός μ’ ένα ακτινωτό αστέρι στη μέση, που κρεμόταν από μια μπλε κι άσπρη κορδελίτσα.
- Κι ήταν να μην πιστεύεις στα ίδια σου τα μάτια, βλέποντας αυτή την καχεκτικιά ασπρομάλλα γριούλα, τη θεία Φερενίκη, και να σου λέει με πικρό χαμόγελο πως «ναι, είναι η ίδια στη φωτογραφία».

Παρελθόν:
- Την ίδια κιόλας μέρα, με νωπή τη συγκίνηση στα αμυγδαλωτά της μάτια, βγήκε φωτογραφία με το παράσημο να πετάει απάνω στ’ αφράτο της στήθος.
- η καλλονή με τα λοξά σχιστά μάτια που φτάνανε σχεδόν μέχρι τις ρίζες των πυρρόξανθων μαλλιών της, με τα ροδαλά τσιτωμένα μάγουλα, με τον περήφανο κότσο λίγο πιο πάνω απ’ την κορφή και με τον τροφαντό μπούστο, όπου ήταν αδύνατο να κάνει επαφή το παράσημο.

β1. Να περιγράψετε σε μια παράγραφο τη σχέση ανάμεσα στη γιαγιά και στον παππού του αφηγητή.

Παρά το γεγονός ότι ο παππούς του αφηγητή ήταν κατά βάθος καλός άνθρωπος, δεν μπορούσε ωστόσο να αποδεχτεί πως η σύζυγός του είχε υψηλότερο πνευματικό επίπεδο από εκείνον και πως ήταν σαφώς πιο εκλεπτυσμένη στους τρόπους και στη συμπεριφορά της, με αποτέλεσμα να την ειρωνεύεται συνεχώς και να επιχειρεί να την εκθέτει με τις πράξεις του στη φίλη της, τη θεία Φερενίκη. Κατά τρόπο εντελώς ανώριμο ο παππούς κατέφευγε σε συκοφαντίες εις βάρος της ηλικιωμένης δασκάλας ή φρόντιζε να κάνει κάθε είδους φασαρία τις μέρες που εκείνη βρισκόταν στο σπίτι τους, προκειμένου να της δείξει πως είναι ανεπιθύμητη. Του ήταν δύσκολο να δεχτεί την πολύχρονη φιλία των δύο γυναικών, μιας και αποτελούσε μια διαρκή υπόμνηση της πνευματικής ανωτερότητας της συζύγου του, που είχε φοιτήσει στο διδασκαλείο. Από την άλλη, πάντως, η γιαγιά φρόντιζε να κάνει πάντοτε ό,τι άρεσε στο σύζυγό της και να ανέχεται χωρίς διαμαρτυρίες ό,τι ενοχλούσε την ίδια ή ό,τι δεν της ήταν αρεστό, μόνο και μόνο για να διατηρεί, όσο ήταν αυτό εφικτό, τη γαλήνη στη μεταξύ τους σχέση.

β2. «Κάμνω παν ό,τι αρέσκει εις αυτόν και υποφέρω αγογγύστως παν ό,τι δεν αρέσκει εις εμέ». Να σχολιάσετε τη φράση της γιαγιάς κάνοντας αναφορά στις αντιλήψεις της για το ρόλο της γυναίκας.

Η γιαγιά του αφηγητή προκειμένου να αποφεύγει τις εντάσεις στο γάμο της, φροντίζει αφενός να κάνει ό,τι είναι αρεστό στον άντρα της και αφετέρου να υπομένει αδιαμαρτύρητα ό,τι δεν αρέσει στην ίδια. Πρόκειται για μια σαφή ένδειξη πως αναγνωρίζει στο σύζυγό της περισσότερα δικαιώματα απ’ ό,τι στον εαυτό της, με τη λογική, ίσως, πως εκείνος ως άντρας έχει πρωτεύοντα ρόλο. Ακολουθεί, άρα, παλαιότερες αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες η γυναίκα όφειλε να υποτάσσεται στη θέληση του συζύγου της και να συμμορφώνεται με τις δικές του επιθυμίες, μιας και ο άντρας είχε κυρίαρχο ρόλο στην οικογένεια και στο σπίτι.

Η γιαγιά του αφηγητή θα μπορούσε, πιθανώς, να διεκδικήσει από τον άντρα της το δικαίωμα να γίνονται σεβαστές κι οι δικές της επιθυμίες, ώστε να μην είναι διαρκώς αναγκασμένη να υπομένει τις δικές του προτιμήσεις και να ανέχεται κάθε δική του ιδιοτροπία, μα κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με τις συνήθειες της εποχής και θα προκαλούσε έντονη δυσαρέσκεια στο σύζυγό της. Προτιμά, λοιπόν, να καταπιέζει τον εαυτό της, με τη σκέψη και την ελπίδα πως έτσι θα υπάρχουν όσο γίνεται λιγότερες αφορμές συγκρούσεων και διαφωνιών μεταξύ τους.  

Τόλης Καζαντζής «Η Κατίνα» (απόσπασμα)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Diego Fernandez

Τόλης Καζαντζής «Η Κατίνα» (απόσπασμα)

Είχε ξεμείνει εντελώς η Κατίνα. Έλεγε πως είναι στα τριάντα. Τι τριάντα όμως; Οι φιλενάδες της είχανε κοτζάμ παιδιά, σαν και μας και πιο μεγάλα. “Δε λες τριάντα πέντε και βάλε”, λέγανε όταν γινότανε λόγος γι’ αυτήνα. Όμως ήταν καλή, νοικοκυρά και πάντα με το γλυκό το λόγο κι οι δικοί της το ίδιο· ήσυχη κι αγαπημένη οικογένεια. Γι’ αυτό κι όλοι τη νοιαζότανε και πήγαιναν κι έρχονταν τα προξενιά, όμως θες η τύχη, θες που το πράμα δεν κολλούσε μιας εξαρχής, ξέμενε η Κατίνα και σε λιγάκι θα ‘μπαινε, στα σίγουρα, στο ράφι.
Κάθε φορά, λοιπόν, που θα της φέρνανε προξενιό, τη στολίζανε οι δικοί της όλο και περισσότερο κι απ’ το πολύ το στόλισμα την κάμνανε στο τέλος σωστή λατέρνα, κι ενώ πρωτύτερα δεν τις πρόσεχες τις ζάρες, ας πούμε, στο λαιμό, τώρα με τα κραγιόνια και τους κολιέδες, εκεί θαρρείς πως πήγαινε, ευθεία, το μάτι σου. Και να ‘ταν καμιά πονηρή; Καμιά καταφερτζού να ξέρει απ’ αυτά; Τίποτε. Ίσιος κι ειλικρινής άνθρωπος. Όπως εκείνη τη φορά που φέρανε στο σπίτι το Σωτήρη το ζωέμπορα κι ανοίξανε κουβέντα, καλοκαίρι ήτανε, για τα μπάνια κι ο άνθρωπος είπε πως “καμιά φορά, όταν το επιτρέπει η εργασία μου πάω στο Μπαξέ Τσιφλίκι”. Τότε η προξενήτρα ρώτησε και την Κατίνα, να έτσι, για να γίνει κουβέντα, κι αυτή,
- Τώρα τελευταία δεν πάμε, είπε μα πριν πηγαίναμε στο Μπεχ-Τσινάρι. Παγώσαν όλοι. Στο Μπεχ-Τσινάρι πήγαινε ο κόσμος πριν από είκοσι χρόνια. Και το πράμα, φυσικά, χάλασε.
Άσε πια τον αδερφό της τον Τάσο. Καλός, χρυσός ο χριστιανός, αλλά μονοκόμματος, ντουβάρι σκέτο, είχε χαλάσει προξενιά και προξενιά. Όπως τότε που φέρανε εκείνον το σιδηροδρομικό - “μεγαλούτσικος, μα καλοστεκούμενος και φαίνονταν γερός κι εργατικός”. Μόλις τον είδε ο Τάσος, ρώτησε:
Και τι δουλειά κάνεις, κυρ-Στέργιο; κι η προξενήτρα πετάχτηκε για να προλάβει και,
-Ανώτερος υπάλληλος των σιδηροδρόμων, είπε.
Ο Τάσος τον ζύγιασε καλά και “βίρα” έκανε με τον ώμο του σα να σκούνταγε βαγόνι και γέλασε καλοκάγαθα με τ’ αστείο. Σκέψου...
Ώσπου, την τελευταία φορά που ήτανε να έρθει προξενιό, είπανε να ‘ρθουνε τ’ απόγευμα νωρίς με το γαμπρό, που θα ‘λειπε ο Τάσος στη δουλειά. Όμως θαρρείς η ατυχία την κυνηγούσε τη φουκαριάρα την Κατίνα κι ο Τάσος εκείνη τη μέρα βρήκε να σχολάσει νωρίτερα. Έτρεξε η κυρα-Φανούλα, η αδερφή του, και του είπε να μην το κουνήσει απ’ την κουζίνα, ώσπου να φύγουν οι άνθρωποι, και ξαναπήγε στη σάλα.
Ο Τάσος πλύθηκε κι έβαλε κατιτίς να φάει, μα τ’ αυτί του το ‘χε στημένο μέσα. Τότε ήταν που ρώτησε η προξενήτρα:
- Πόσω χρονώ είναι η Κατινούλα μας; κι η κυρα-Φανούλα,
- Είκοσι οχτώ στα είκοσι εννιά, απάντησε, μα πριν προλάβει να το γυρίσει κάπου αλλού, ο Τάσος μέσα απ’ την κουζίνα,
- Ποια; είπε κι ύστερα, τριάντα οχτώ σωστά, κι οι άνθρωποι σηκώθηκαν και φύγανε άρον άρον. Πέσανε να τον φάνε το φουκαρά τον Τάσο, σα να ‘τανε όλα τελειωμένα κι αυτός ήρθε και τα χάλασε την ώρα που ήταν να περάσουνε τις βέρες.
Έμενε, λοιπόν, η Κατίνα κι όσο περνούσε ο καιρός τα προξενιά αραίωναν. Ώσπου ήρθανε και τα εγγλέζικα στρατεύματα και γέμισε ο τόπος με χίλιες καρυδιές καρύδια:
Εγγλέζους κι Αυστραλέζους και Ινδούς και κάτι άλλους μαυροκίτρινους που τους φωνάζαμε “αμίκους” και που φεύγαμε μακριά όταν περνούσανε, γιατί λέγανε πως άμα τύχει, μπορούσανε να φάνε κι άνθρωπο ακόμη. Και μεις που περιμέναμε να ‘ρθουνε πώς και πώς... Οι μεγάλοι λέγανε ότι στον πρώτο πόλεμο μοιράζαν στα παιδιά πλάκες τις σοκολάτες κι είχανε τις καντίνες τους ανοιχτές, βουνά οι κονσέρβες, τα βούτυρα κι οι ζάχαρες, κι έμπαινε ο κόσμος κι αγόραζε, με το τίποτε, και του πουλιού το γάλα. Όμως όταν ήρθανε, μονάχα φασαρίες φέρανε και τίποτ’ άλλο. Προπαντός όταν μεθούσανε, και πότε, θα πεις, ήταν ξεμέθυστοι; Μαλώνανε και τα σπάζανε στις ταβέρνες και δε λογάριαζαν κανένα· σα να ‘ταν του παππού τους το τσιφλίκι. Κι ύστερα βγαίνανε στο δρόμο και πειράζαν τα κορίτσια άγαρμπα και πέφτανε απάνω τους κι οι δικοί μας και γινότανε μαλλιά κουβάρια, όσο να έρθει η αστυνομία τους, κάτι θηρία ως εκεί απάνω, που βαράγανε όπου φτάνανε κι ύστερα τους πετάγανε στα φορτηγά αναίσθητους, σα να μην ήταν άνθρωποι, σα να ‘τανε σφαχτάρια.
Εκτός όμως απ’ αυτούς, είχε και κάτι άλλους, που παρασταίνανε τον δεν ξέρω ποιον.
Σιδερωμένοι, του κουτιού κι ορθοκατέβατοι, σουλατσάρανε ασταμάτητα στις γειτονιές και ρίχνανε ματιές και σπόντες στα κορίτσια. Κι αυτές, οι χαμένες, τάχα γελούσαν με τα “γκλυκιά μου” και τα “κρυσό μου” που τις πετάγανε, τάχα δεν τα θέλανε και λιώνανε τις σόλες τους στα σύρε κι έλα και βγάζανε κάλους οι αγκώνες τους με το να τους τρώνε τα παράθυρα και τα μπαλκόνια. Κι άρχισε η Κατίνα να ντύνεται και να στολίζεται και να βγαίνει έξω κάθε τόσο, τάχα για ψώνια, τάχα για επισκέψεις και σε λιγάκι σταμπάραμε κι έναν ψηλό λοχία μ’ έναν άλλο φίλο του αλλήθωρο, που όλο περνάγανε μπρος απ’ το σπίτι της Κατίνας και λοξοκοιτάγανε. Κι ύστερα μαθεύτηκε πως πήγε σπίτι και τη γύρεψε. Καθίσαν, λέει, ένα γύρω στο σαλόνι και χαμογελούσαν και λέγανε κάτι “γκουτ” και τέτοια κι ο Φρεντ, έτσι τον λέγανε το γαμπρό, τον αλλήθωρο, μίλησε κάτι γαλλικά με την κυρα-Φανούλα που κάτι σκάμπαζε από παλιά κι όταν είδε το γιο της τον Κωστάκη,
Τρε ζολί ανφάν, είπε ο Φρεντ. Κι ο Κωστάκης ήρθε και μας τα έλεγε με το νι και με το σίγμα και μεις “ζολί, ζολί” φωνάζαμε κι από τότε του ‘μεινε το “ζολί”, παρατσούκλι του Κωστάκη. Ύστερα από κάνα μήνα, γίνανε τα επίσημα του αρραβώνα της Κατίνας κι όλοι στη γειτονιά καταχαρήκανε κι είπανε, “η καλή η πίτα, καλό μουσαφίρη περιμένει” και κάτι άλλα που λένε στην περίσταση. Και το πράμα αποφασίστηκε. Θα πήγαιναν στο Μάντζεστερ, στην πατρίδα του Φρεντ, γιατί εκεί είχε ο άνθρωπος τις δουλειές του. Κι ο Φρεντ ξεκίνησε πρώτος, να πάρει και τ’ απολυτήριο, να ‘τοιμάσει και τα χαρτιά του για το γάμο και να ξανάρθει, σ’ ένα μήνα το πολύ, να παντρευτούνε και να φύγουνε μαζί.
Άρχισε κι η Κατίνα τις ετοιμασίες· ραψίματα, και “μέθοδο αγγλικά” κι οι γείτονες πηγαίνανε και τα δώρα για το γάμο, ό,τι μπορούσε ο καθένας. Πέρασε όμως μήνας κι ο Φρεντ δε φάνηκε. Ο άλλος πάλι ο ψηλός, ο φίλος, έλεγε πως ίσως κάπου σκόνταψε το πράμα αλλά, να μην ανησυχούν, όλα θα σιάξουν. Πέρασε όμως και δεύτερος και τρίτος μήνας κι ούτε φωνή ούτε ακρόαση ο Φρεντ. Όσο για τον ψηλό, άφαντος κι αυτός. Κι η Κατίνα κλείστηκε και δε φαινόταν πουθενά. Ούτε, όμως, ξανάγινε λόγος στη γειτονιά γι’ αυτό το ζήτημα. Μόνον εμείς ρωτήσαμε τον Κωστάκη, να μάθουμε κι αυτός μας είπε πως, τάχα, το καράβι που έφερνε το Φρεντ, χτύπησε πάνω σε νάρκα και πνίγηκαν όλοι.

βίρα: τράβα, σήκωσε (ναυτ. επιφώνημα)
αμίκους: φίλους
σπόντες: υπαινικτικές κουβέντες
Τρε ζολί ανφάν: πολύ ωραίο, υπέροχο παιδί ( κοινή γαλλική φράση).

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α1. Να αναφέρετε τα πρόσωπα που κατονομάζονται στο κείμενο και να επισημάνετε τις μεταξύ τους σχέσεις.

Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Κατίνα, η καλοκάγαθη κοπέλα που αν και πλησιάζει τα σαράντα δεν έχει καταφέρει ακόμη να παντρευτεί. Από τα μέλη της οικογένειάς της γίνεται επώνυμη αναφορά στον αδερφό της τον Τάσο, ο οποίος αν και ήταν καλόψυχος δεν είχε τους κατάλληλους τρόπους κι είχε χαλάσει εξαιτίας της αγαρμποσύνης του αρκετά προξενιά της αδερφής του∙ και στην αδερφή της την κυρα-Φανούλα, της οποίος γιος ήταν ο Κωστάκης, από τον οποίο μάθαινε ο αφηγητής και τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς τα σχετικά με τα διάφορα ατυχή προξενιά.
Αναφορά γίνεται, επίσης, σε τρεις άνδρες που παρουσιάστηκαν κατά καιρούς ως υποψήφιοι σύζυγοι της Κατίνας: τον ζωέμπορα Σωτήρη, έναν υπάλληλο του σιδηροδρόμου, τον κυρ-Στέργιο, και τον Φρεντ που υπηρετούσε στον αγγλικό στρατό. Ενώ, αν και δεν αναφέρεται το όνομά της, βασικό ρόλο διαδραματίζει και η προξενήτρα που αναλάμβανε κάθε φορά -ανεπιτυχώς- να φέρει εις πέρας το κάθε συνοικέσιο της Κατίνας.  

α2. Να καταγράψετε τις πληροφορίες που αντλείτε από το κείμενο σχετικά με τον αφηγητή της ιστορίας.

«Οι φιλενάδες της είχανε κοτζάμ παιδιά, σαν και μας και πιο μεγάλα.»

«Εγγλέζους κι Αυστραλέζους και Ινδούς και κάτι άλλους μαυροκίτρινους που τους φωνάζαμε “αμίκους” και που φεύγαμε μακριά όταν περνούσανε, γιατί λέγανε πως άμα
τύχει, μπορούσανε να φάνε κι άνθρωπο ακόμη. Και μεις που περιμέναμε να ‘ρθουνε πώς και πώς... Οι μεγάλοι λέγανε ότι στον πρώτο πόλεμο μοιράζαν στα παιδιά πλάκες τις σοκολάτες κι είχανε τις καντίνες τους ανοιχτές, βουνά οι κονσέρβες, τα βούτυρα κι οι ζάχαρες, κι έμπαινε ο κόσμος κι αγόραζε, με το τίποτε, και του πουλιού το γάλα.»

«Κι ο Κωστάκης ήρθε και μας τα έλεγε με το νι και με το σίγμα και μεις “ζολί, ζολί” φωνάζαμε κι από τότε του ‘μεινε το “ζολί”, παρατσούκλι του Κωστάκη.»

«Μόνον εμείς ρωτήσαμε τον Κωστάκη, να μάθουμε κι αυτός μας είπε πως, τάχα, το καράβι που έφερνε το Φρεντ, χτύπησε πάνω σε νάρκα και πνίγηκαν όλοι.»

Ο αφηγητής της ιστορίας είναι, κατά την περίοδο που εκτυλίσσεται η ιστορία, μικρός σε ηλικία∙ είναι ένα από τα παιδιά της γειτονιάς. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, οι φιλενάδες της Κατίνας είχαν κοτζάμ παιδιά, «σαν και μας» και πιο μεγάλα. Το γεγονός, άλλωστε, ότι είναι παιδί εκείνη την περίοδο προκύπτει κι από την ευπιστία που παρουσιάζει απέναντι στους ισχυρισμούς «των μεγάλων» πως ορισμένοι από τους στρατιώτες του εγγλέζικου στρατεύματος μπορούσανε να φάνε κι άνθρωπο ακόμη! Ο αφηγητής-παιδί εκφράζει το φόβο που ενέπνεαν σε αυτόν και στους φίλους του οι μαυροκίτρινοι αυτοί στρατιώτες, τους οποίους και απέφευγαν όσο μπορούσαν.
Επιπλέον, όπως προκύπτει από το κείμενο, ο αφηγητής ήταν φίλος με τον Κωστάκη τον ανιψιό της Κατίνας, από τον οποίο αντλούσε η παρέα τις σχετικές πληροφορίες για την πορεία του πρόσκαιρου αρραβώνα της με τον Φρεντ. Η παρέα -στην οποία ανήκε κι ο αφηγητής- βρίσκει, μάλιστα, αφορμή μέσα από τις διηγήσεις του Κωστάκη να του κολλήσει και το παρατσούκλι «ζολί», από μια γαλλική φράση που είχε χρησιμοποιήσει ο Φρεντ όταν μιλούσε στη μητέρα του παιδιού∙ ένδειξη κι αυτό της παιδικότητας και της αφέλειας που χαρακτήριζε τα παιδιά της γειτονιάς και, φυσικά, τον αφηγητή.
Χάρη στη φιλική σχέση, πάντως, που διατηρούσε ο αφηγητής με τον Κωστάκη θα φτάσε σε αυτόν και η υποτιθέμενη ιστορία σχετικά με τη νάρκη που βούλιαξε το καράβι στο οποίο επέβαινε ο Φρεντ, με την οποία η οικογένεια της Κατίνας θέλησε να δικαιολογήσει το γεγονός ότι ο «αρραβωνιαστικός» προτίμησε τελικά να μην την παντρευτεί.

β1. Να επισημάνετε το πρόβλημα του κεντρικού προσώπου της ιστορίας, όπως φαίνεται στην πρώτη παράγραφο του κειμένου.

Η ηρωίδα του κειμένου, η Κατίνα, έχει περάσει πια τα τριάντα και δεν έχει κατορθώσει ακόμη να βρει σύζυγο, προκειμένου να δημιουργήσει κι εκείνη τη δική της οικογένεια. Ενώ οι φίλες της έχουν ήδη μεγάλα παιδιά, εκείνη βρίσκεται παγιδευμένη στην αδυναμία της να προσελκύσει το ενδιαφέρον κάποιου υποψήφιου συζύγου, με αποτέλεσμα να είναι αναγκασμένη να κρύβει ακόμη και την ηλικία της, ώστε να μην αποθαρρύνονται οι τυχόν ενδιαφερόμενοι από το γεγονός ότι έχει φτάσει κι ίσως έχει περάσει τα τριανταπέντε της χρόνια∙ κάτι που περιορίζει κατά πολύ τη δυνατότητά της να αποκτήσει υγιή παιδιά.
Η Κατίνα είναι καλός και γλυκομίλητος άνθρωπος, καλή νοικοκυρά και ανήκει σε μια ήσυχη και αγαπημένη οικογένεια∙ προτερήματα που την καθιστούν ιδιαιτέρως συμπαθή στην τοπική κοινωνία, γι’ αυτό και όλοι προσπαθούν να τη βοηθήσουν ν’ αποκατασταθεί, κάνοντάς της συνεχώς προξενιά. Ωστόσο, είτε γιατί η ηρωίδα δεν είχε την τύχη με το μέρος της είτε γιατί κανένα από τα προξενιά αυτά δεν πήγαινε από την αρχή καλά, η Κατίνα παρέμενε ακόμη ανύμφευτη και φαινόταν πια ολοένα και πιο πιθανό πως θα ξέμενε τελικά χωρίς σύζυγο. Το γεγονός ότι είχαν περάσει τα χρόνια της νεότητάς της και όδευε στην ηλικία εκείνη που δεν θα μπορούσε πια να κάνει παιδιά, σφράγιζε επί της ουσίας τη μοίρα της. 

β2. Να περιγράψετε το ρόλο της προξενήτρας κάνοντας αναφορές στο κοινωνικό στερεότυπο που εκπροσωπεί.

Σε παλαιότερες εποχές λόγω της αυστηρότητας των ηθών στην Ελλάδα, δεν υπήρχε επί της ουσίας η δυνατότητα να προκύψουν κατά τρόπο ελεύθερο γνωριμίες που θα οδηγούσαν σε γάμο, διότι καμία κοπέλα δεν θα διακινδύνευε την τιμή της με το να συζητά ή να κυκλοφορεί με κάποιον άντρα. Οι κοπέλες παρέμεναν ως επί το πλείστον μέσα στο σπίτι ασχολούμενες με τις οικιακές εργασίες και δεν είχαν έτσι την ευκαιρία να έρθουν σ’ επαφή με τους νεαρούς της περιοχής τους, κι αντιστοίχως οι νέοι από σεβασμό απέναντι στις κοπέλες δεν τολμούσαν να τις πλησιάσουν, καθώς γνώριζαν πως υπήρχε κίνδυνος να τις εκθέσουν στα μάτια της τοπικής κοινωνίας και να ζημιώσουν τις προοπτικές τους για έναν καλό γάμο.
Οι γνωριμίες ανάμεσα στα εν δυνάμει νέα ζευγάρια γίνονταν με πρωτοβουλία του προξενητή ή της προξενήτρας, ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας που είχαν αρκετά μεγάλη πείρα στο να ψυχολογούν τους συνανθρώπους τους και, άρα, να καταλαβαίνουν ποιοι θα ταίριαζαν μεταξύ τους. Με κύριο κίνητρο την πίστη στην αξία του γάμου -χωρίς να λείπουν κατά περίπτωση και κάποιες υλικές απολαβές που παρέχονταν από τους γονείς του ζευγαριού εν είδει δώρου- η προξενήτρα φρόντιζε να προσεγγίζει τους γονείς των νέων που θεωρούσε πως θα μπορούσαν να γίνουν ένα ταιριαστό ζευγάρι και κανόνιζε τις μεταξύ τους συνεννοήσεις∙ οι οποίες σε πρώτο επίπεδο αφορούσαν αποκλειστικά τους γονείς, χωρίς να ζητείται η γνώμη των ίδιων των ατόμων που επρόκειτο να παντρευτούν.
Η προξενήτρα χρησίμευε ακόμη κι όταν κάποια οικογένεια είχε ήδη επιλέξει για το παιδί της μια νύφη ή ένα γαμπρό που θεωρούσε αξιόλογο, εφόσον ήταν εκείνη που όφειλε να προσεγγίσει την άλλη οικογένεια και να διερευνήσει το κατά πόσο υπήρχε ανάλογο ενδιαφέρον. Ενώ, παράλληλα, βασική ήταν η συνεισφορά της κι όταν επρόκειτο για άντρες που είχαν χηρέψει και χρειάζονταν μια νέα σύζυγο ή για κοπέλες που είχαν απομείνει ανύπαντρες και βρίσκονταν πια σε ηλικία που δεν προσέλκυε εύκολα το ενδιαφέρον υποψήφιων γαμπρών. Η προξενήτρα αναλάμβανε σ’ αυτές τις περιπτώσεις να καλύψει το θέμα της ηλικίας παρουσιάζοντας άλλες αρετές του ατόμου που ήθελε να αποκαταστήσει.

Είναι, βέβαια, σαφές πως το έργο της προξενήτρας γινόταν πολύ πιο εύκολο όταν το άτομο που ήθελε να παντρέψει διέθετε καλή οικονομική κατάσταση. Η μεγάλη προίκα μιας νύφης ή τα πολλά έσοδα ενός γαμπρού, αποτελούσαν υψηλής σημασίας δέλεαρ, που μπορούσε να υπερνικήσει κάθε πιθανό δισταγμό που ίσως να βασιζόταν σε θέματα εμφάνισης ή ηλικίας. 

Κωνσταντίνος Θεοτόκης «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους» (απόσπασμα)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Dorota Górecka

Κωνσταντίνος Θεοτόκης «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους» (απόσπασμα)

«Στο χέρι σου κρέμεται,» ξανάπε ο γέρος, «εσέ Ευλαλία, όλο το σπίτι, αν θέλεις εσύ γλιτώνει!... Ναι, γλιτώνει, αν θέλεις εσύ, Ευλαλία!...»
«Εγώ;» είπε η κόρη φοβισμένη…
Ο γέρος δεν ήξερε πώς να αρχίσει. Εκατέβασε το βλέμμα, έσιαξε το πανωφόρι του σα να κρύωνε, εκοκκίνισε, έβηξε, εκουνήθηκε και τέλος είπε συλλογισμένος.
«Ο Αριστείδης Στεριώτης, ο γιατρός… τόνε ξέρετε όλοι!»
Κ’ εσώπασε πάλι για κάμποση ώρα. «Ναι», ξακολούθησε έπειτα περίτρομος, «αυτός έχει τα περσότερα χαρτιά μου στο συρτάρι του… Δεν ξέρω πώς τ’ απόχτησε… Αλλά δε θέλω να πω αυτό. Είναι πλούσιος… θα δώσει καιρό για να πλερώσω… φτάνει μόνο… Α, Ευλαλία, μου μήνυσε σήμερα… Ήρθε εδώ ο Χαντρινός… με κουβέντιασε πολλές ώρες… Άκουσέ με, Ευλαλία!… Σε θέλει γυναίκα του!... Μπαίνει εδώ μέσα γαμπρός και μας φτιάνει τες δουλειές μας, όπως εκείνος ξέρει!... Φυσικά δεν έδωκα λόγον κανένα… Α, Ευλαλία!…»
«Ποτέ!» ανάκραξε η Ευλαλία, σταυρώνοντας τα χέρια της. Και το πρόσωπό της εγίνηκε κατακόκκινο.
«Όπως θέλεις, Ευλαλία,» αποκρίθηκε γλυκά ο πατέρας, σιάνοντας πάλι το παλιό πανωφόρι του… «Το δίκιο είναι δικό σου, Ευλαλία… Εγώ να σε βιάσω…. ω παιδί μου… Ποτέ… Αλλά… η ανάγκη, η περίσταση… Γι’ αυτό μιλώ… Τον ήθελα, λες, γαμπρό μου, Ευλαλία, το γιο του Δήμου;… Εγώ!... Αλλά πάλι είναι πολύ καλός νέος… Όχι;… Τι να γίνει… Στα σημερινά τα χάλια… δε σας φαίνεται… θα ’πρεπε να δεχτούμε!...»
Η Ευλαλία εδάκρυσε τώρα από τη στενοχώρια κι έτρεμε:
«Όχι!...» είπε με σταθερή φωνή... «Όχι.»
«Η ανάγκη,» είπε ο Σπύρος μ’ ένα χαμόγελο αδιαφορίας, «κυβερνάει τον κόσμο… Θα ’θελα, λες, Ευλαλία, να προτιμήσω εγώ τη θυγατέρα του Αστέρη… Μου αρέσουν καλύτερα άλλες… Κι όμως… γιατί πρέπει κανείς να ζήσει!...»
Τώρα κ’ η μητέρα άξαφνα χαμογέλασε μέσα στα δάκρυά της. Όλος εκείνος ο κόσμος, που είταν τριγύρω της, την εγέμιζε ελπίδες… Σε μία στιγμή το βαρύ σκοτάδι της συμφοράς τους είχε λιώσει στην καρδιά της, εδιορθωνόνταν τα πάντα, οι φροντίδες της εχάνονταν… Της πέρασε από το νου η ιδέα πως η κόρη της η Ευλαλία θα σφάλιζε έτσι για πάντα τη ζωή της, και σα να ονειρευότουν την είδε ομπρός της πλουσιοντυμένην, ελεύτερη, ωραία, προσκυνημένην απ’ όλη τη χώρα!… Ο πλούσιος άνθρωπος, που επροσφερνότουν, ήταν τέλος πάντων ένας επιστήμονας… κ’ είχε τη δύναμη να βοηθήσει αληθινά το ξεπεσμένο σπίτι… είχε τη δύναμη αυτός να μην αφήσει να χαθεί ολότελα το δικό της, που και για κείνο ελαχταρούσε… κι ήταν παρέτοιμη για όλα τούτα να του συγχωρήσει και τα ελαττώματά του, αν είχε και να λησμονήσει τη χυδαία καταγωγή του!...
Μα ο Γιώργης εκούνησε πικρά το κεφάλι κι είπε: «Δεν είναι άδικο να θυσιαστεί για μας;…»
«Θα τον έπαιρνα εγώ!...» είπε με ζωηρή ελπίδα η Λουίζα.
Εκείνη αδιαφορούσε για τον άνθρωπο και για την καταγωγή του κι ήξερε μόνο πως ήταν φτωχή, πως με τα πλούτη του θα μπορούσε να ζήσει μέσα στον κόσμο που εχαιρότουν τη ζωή, χωρίς αγώνες, χωρίς αδιάκοπες φροντίδες, χωρίς στενόχωρες ανάγκες· ήξερε πως το χρήμα χαρίζει δύναμη σ’ εκείνους που το ’χουν γι’ αυτό θα τον έπαιρνε εκείνη χωρίς να διστάζει ούτε στιγμή, χωρίς να πολυσυλλογιστεί την πράξη…
«Καημένη Λουίζα…» της είπε η μάνα μ’ ένα καινούριο τρυφερό δάκρυ· «την Ευλαλία θέλει!... Τώρα καταλαβαίνω, γιατί τόσον καιρό μας εκοίταζε… Δεν είχε σκοπό να γελάσει. Ω, Ευλαλία, άκουσέ με, εμέ τη μητέρα σου… μην καταφρονήσεις την τύχη σου! Σήμερα μάλιστα… Θα ’μαι ξέγνοιαστη για σένα, όταν θα κλείσω τα μάτια. Θα ξαλαφρώσεις ως κι εμάς!...»
«Ποτέ!...» αποκρίθηκε με απόφαση τώρα η Ευλαλία μπλέκοντας τα δάχτυλά της και κοιτάζοντας χάμου. Κ’ αιστάνθηκε πως η καρδιά της εφούσκωνε. Αιστάνθηκε πως είταν άνθρωπος με δικαιώματα στη ζωή, πως άλλος κανένας δεν ημπορούσε και δεν έπρεπε να εξουσιάσει και να εμπορευτεί το κορμί της, να την υποτάξει στη θέλησή του, να ζητήσει από αυτήν τη θυσία της αγάπης της! Με ποιο δικαίωμα αυτή, για πράγματα αξιοπεριφρόνητα και με δυο νέους στο σπίτι που μπορούσαν, όσο ήθελαν, να δουλέψουν, με ποιο δικαίωμα θα επίκραινε τον άντρα που την αγαπούσε;… ω, ας μην είχε γνωρίσει την αγάπη! Μα, ω πόσο θα ’ταν ευτυχισμένη, αν εκείνος τώρα την εζητούσε… εκείνος που όταν μιλούσε, που όταν θυμότουν τη φωνή του, έτρεμε!... Πόση θα ’ταν η ευτυχία της, αν ό,τι έβλεπε στ’ όνειρό της εγινότουν αλήθεια!...
«Ποτέ!» ξαναφώναξε... «Δεν παίρνω εκείνον τον άνθρωπο… Δεν μπορώ.»[…]

(1922)

να σε βιάσω: να σε πιέσω
χυδαία: ταπεινή

Ερωτήσεις

α.1. Να κατονομάσετε τα πρόσωπα τα οποία περιλαμβάνονται στην αφήγηση και να προσδιορίσετε τις σχέσεις ανάμεσα σε αυτά.

Τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στην αφήγηση είναι ο ηλικιωμένος πατέρας, που αναφέρει στην κόρη του, την Ευλαλία, για το ενδιαφέρον που έχει εκφράσει γι’ αυτή ένας πλούσιος γιατρός. Η μητέρα της Ευλαλίας, που θα ήθελε κι εκείνη να δει την κόρη της να αποκαθίσταται μ’ ένα καλό γάμο. Ο αδερφός της ηρωίδας, ο Γιώργης, που είναι ο μόνος που κατανοεί πως ένας τέτοιος γάμος, μ’ έναν άντρα που η αδερφή του δεν αγαπά, θα ήταν μεγάλη θυσία από τη μεριά της. Ο άλλος αδερφός της ηρωίδας, ο Σπύρος, που με πιο κυνικό τρόπο υποστηρίζει πως η αδερφή του θα πρέπει να υποταχτεί στην ανάγκη. Η Λουΐζα, η αδερφή της Ευλαλίας, που αποδίδει πολύ μεγάλη σημασία στα χρήματα και προθυμοποιείται να παντρευτεί εκείνη στη θέση της αδερφής της τον πλούσιο γαμπρό. Ο Αριστείδης Στεριώτης, ο πλούσιος γιατρός, που έχει εκφράσει το ενδιαφέρον του να παντρευτεί την Ευλαλία, έστω κι αν η οικογένειά της έχει ξεπέσει πια οικονομικά κι ο πατέρας της κοπέλας τού χρωστά ήδη πολλά χρήματα.  
Στο κείμενο η Ευλαλία αναφέρεται στον «άντρα που την αγαπούσε», χωρίς ωστόσο να αναφέρει το όνομά του. Πρόκειται για τον Άλκη Σωζόµενο, με τον οποίο η ηρωίδα είναι ερωτευμένη.  
Δευτερεύοντα πρόσωπα της αφήγησης είναι ο Χαντρινός, που αναλαμβάνει να ενημερώσει τον πατέρα της Ευλαλίας για την επιθυμία του Αριστείδη Στεριώτη να παντρευτεί την κοπέλα και, συνάμα, να διασώσει την οικογένειά του από τα πολλά τους χρέη∙ η κόρη του Αστέρη, που είναι η γυναίκα που προορίζεται για το νεότερο αδερφό της Ευλαλίας, τον Σπύρο, κι ο Δήμου, ο πατέρας του Αριστείδη Στεριώτη.   

α.2. Να βρείτε στο κείμενο πέντε (5) λέξεις ή φράσεις οι οποίες φανερώνουν την οικονομική κατάσταση της οικογένειας για την οποία γίνεται λόγος.

- αυτός έχει τα περσότερα χαρτιά μου στο συρτάρι του
- Αλλά… η ανάγκη, η περίσταση
- Στα σημερινά τα χάλια…
- το βαρύ σκοτάδι της συμφοράς τους
- να βοηθήσει αληθινά το ξεπεσμένο σπίτι

β.1. «Η ανάγκη,» είπε ο Σπύρος μ’ ένα χαμόγελο αδιαφορίας, «κυβερνάει τον κόσμο… Θα ’θελα, λες, Ευλαλία, να προτιμήσω εγώ τη θυγατέρα του Αστέρη… Μου αρέσουν καλύτερα άλλες… Κι όμως… γιατί πρέπει κανείς να ζήσει!...» Να σχολιάσετε το απόσπασμα. Σε ποια κοινωνικά στερεότυπα σχετικά με το γάμο γίνεται αναφορά;

Ο αδερφός της Ευλαλίας, ο Σπύρος, θέλοντας να την πείσει να δεχτεί να παντρευτεί τον πλούσιο γαμπρό και να σώσει έτσι την οικογένειά τους από την οικονομική καταστροφή, της υπενθυμίζει πως η ανάγκη είναι αυτή που κυβερνάει τον κόσμο. Άλλωστε κι ο ίδιος αναγκάστηκε να δεχτεί την κόρη του Αστέρη, έστω κι αν δεν την ήθελε, έστω κι αν υπήρχαν άλλες κοπέλες που του άρεσαν περισσότερο. Μια αναφορά που μας παραπέμπει στα κοινωνικά εκείνα στερεότυπα που ήθελαν το γάμο να γίνεται όχι με βάση το ερωτικό ενδιαφέρον και την αγάπη, αλλά με βάση το οικονομικό συμφέρον. Κάθε νέος εκείνης της εποχής αναζητούσε να παντρευτεί την κοπέλα που θα του διασφάλιζε την καλύτερη προίκα και θα του προσέφερε έτσι την καλύτερη ευκαιρία να ανέβει οικονομικά. Το να επιλέξει ένας νέος τη μέλλουσα σύζυγό του με διαφορετικά κριτήρια, όπως ήταν η εμφάνισή της ή τα συναισθήματα που έτρεφε για εκείνη, θεωρούταν ανόητο, εφόσον το βασικό ζητούμενο πάντοτε παρέμενε η οικονομική εξασφάλιση. Έτσι, μια κοπέλα που οι γονείς της τής είχαν διασφαλίσει μια αξιόλογη προίκα μπορούσε να διεκδικήσει όποιον γαμπρό ήθελε, χωρίς ν’ ανησυχεί μήπως εκείνος προτιμήσει κάποια από τις φτωχότερες, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν σχεδόν παράλογο. Αντιστοίχως, βέβαια, κι από την πλευρά της κοπέλας, αν τη ζητούσε σε γάμο κάποιος νέος με σημαντική οικονομική επιφάνεια, ήταν αδιανόητο εκείνη να τον απορρίψει και να προτιμήσει κάποιον φτωχότερο, επειδή ίσως εκείνος είχε κερδίσει την καρδιά και την προσοχή της. Ένα τόσο σημαντικό θέμα, όπως ήταν ο γάμος, δεν κρινόταν με βάση τα συναισθήματα, αλλά με βάση το οικονομικό συμφέρον. Ο έρωτας δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να αναμετρηθεί με την προοπτική μιας οικονομικά άνετης ζωής. Γι’ αυτό, άλλωστε, στο τέλος η Ευλαλία θα θυσιάσει τον έρωτά της για τον Άλκη και θα παντρευτεί τον πλούσιο γιατρό, εφόσον της ήταν αδύνατο να παραβλέψει πως με αυτό το γάμο θα μπορούσε να σώσει την οικογένειά της από τον πλήρη ξεπεσμό.  

β.2. «Ποτέ!...» αποκρίθηκε με απόφαση τώρα η Ευλαλία μπλέκοντας τα δάχτυλά της… να ζητήσει από αυτήν τη θυσία της αγάπης της!: Να χαρακτηρίσετε την Ευλαλία από το παραπάνω απόσπασμα.

[«Ποτέ!...» αποκρίθηκε με απόφαση τώρα η Ευλαλία μπλέκοντας τα δάχτυλά της και κοιτάζοντας χάμου. Κ’ αιστάνθηκε πως η καρδιά της εφούσκωνε. Αιστάνθηκε πως είταν άνθρωπος με δικαιώματα στη ζωή, πως άλλος κανένας δεν ημπορούσε και δεν έπρεπε να εξουσιάσει και να εμπορευτεί το κορμί της, να την υποτάξει στη θέλησή του, να ζητήσει από αυτήν τη θυσία της αγάπης της!]

Η Ευλαλία αντιδρά στον γάμο από συμφέρον που της προτείνουν και, παρά το γεγονός ότι είναι μια κοπέλα σ’ έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, η ίδια αντιλαμβάνεται πρωτίστως τον εαυτό της ως άνθρωπο που έχει τα ίδια δικαιώματα με όλους τους άλλους ανθρώπους. Της φαίνεται αδιανόητο να της ζητούν να θυσιάσει την αγάπη της για τον Άλκη προκειμένου να γλιτώσει η οικογένειά της από τα χρέη, μιας και θεωρεί πως είναι σαν να την εμπορεύονται, σαν να πωλούν το κορμί της, μόνο και μόνο για να διασφαλίσουν χρήματα. Η Ευλαλία αρνείται να παραχωρήσει στον πατέρα της και στην οικογένειά της το δικαίωμά της να αποφασίζει η ίδια για τη ζωή της και για το μέλλον της, φανερώνοντας έναν αξιοθαύμαστο δυναμισμό, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η εποχή στην οποία διαδραματίζονται αυτά τα γεγονότα. Η κοπέλα αντλεί, προφανώς, δύναμη από τον βαθύ έρωτα που αισθάνεται για τον Άλκη και μη θέλοντας να στερηθεί την παρουσία του στη ζωή της, αντιδρά με σθένος και με αξιοπρέπεια στο αίτημα των δικών της. Δεν είναι εμπόρευμα, ούτε υποχείριό τους, για να την κάνουν ό,τι θέλουν εκείνοι, είναι ένας άνθρωπος με κάθε δικαίωμα να ελέγχει τη ζωή της.

Η Ευλαλία αξιολογεί την αγάπη ως κάτι το πολύ σημαντικότερο από τα χρήματα και αρνείται να την αντιμετωπίσουν ως προϊόν προκειμένου να ξεφύγουν οι δικοί της από τα χρέη τους. Θεωρεί πως έχει κι εκείνη, όπως και κάθε άνθρωπος, το δικαίωμα να νιώσει και να ζήσει την αγάπη, κι αυτό το δικαίωμα δεν είναι διατεθειμένη να το απωλέσει για χάρη των χρημάτων. Εμφανίζεται, έτσι, ως άνθρωπος με δυναμισμό και υψηλό αίσθημα αξιοπρέπειας, με αυτοσεβασμό και, φυσικά, με πλήρη επίγνωση της αξίας που έχει η πραγματική αγάπη. Σε αντίθεση με την αδερφή της, τη Λουΐζα, που δεν θα δίσταζε να παντρευτεί τον πλούσιο γαμπρό, προκειμένου να ζήσει με οικονομική άνεση, η Ευλαλία αναγνωρίζει πολύ μεγαλύτερη αξία στον εαυτό της και στην ουσιαστική ευτυχία που μπορεί να προκύψει μέσα από τα αληθινά συναισθήματα, γι’ αυτό και δεν προτίθεται να αρνηθεί τον έρωτα και την αγάπη για κάτι που το θεωρεί τόσο ευτελές, όπως είναι τα χρήματα. 

Μαρία Ιορδανίδου «Λωξάντρα» (απόσπασμα)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Μαρία Ιορδανίδου «Λωξάντρα» (απόσπασμα)

Το σπιτικό της η Λωξάντρα το θεμέλιωσε στο Μακροχώρι – ένα προάστιο ανάμεσα στον Άι-Στέφανο και στο Επταπύργιο, πάνω στα γαλανά νερά της Προποντίδας.
Κάθε πρωί σαν άνοιγε το παράθυρό της και αντίκριζε το πέλαγος έλεγε: “Ωχ! Δόξα σοι ο Θεός!” και ρουφούσε με τα μεγάλα ρουθούνια της τη θαλασσινή αρμύρα ηδονικά, λες και ρουφούσε όλο τον πλούτο που κρύβει μέσα της εκείνη η ωραία θάλασσα: τα λαυράκια, τα μερτζάνια, τους στακούς, τα στρείδια...
“Ωχ! Δόξα σοι ο Θεός! Σήμερα τι να ψήσω!” Δηλαδή τι να πρωτοψήσει ήθελε να πει. Να πάρει μεγάλα μύδια να τα κάνει τσακιστά, ή να πάρει μικρότερα για να τα κάνει αχνιστά ή πλακί ή τηγανητά με σκορδαλιά ή καλύτερα να τα κάνει με το ρύζι – σαλμαδάκι...
Η μέρα της άρχιζε με τον καφέ του Δημητρού που τον έψηνε πάντα μόνη της, γιατί, σαν τις μαχαρανές, η Λωξάντρα πίστευε πως απ’ το χέρι της γυναίκας του ο άντρας πρέπει να τρώει και να πίνει. Ύστερα τον βοηθούσε να ντυθεί, τον φιλούσε, τον σταύρωνε και κατέβαινε μαζί του τη σκάλα την πλατιά, που ένωνε τα δυο της μπράτσα στο πλατύσκαλο για να σε κατεβάσει απαλά στη μεγάλη μαρμαροστρωμένη αυλή που είχε κατάντικρα την ξώπορτα. Δεξιά ήταν η τραπεζαρία. Αριστερά ήταν το σαλόνι και δίπλα ήταν το χαμηλό ονταδάκι της νοικοκυράς. Η “κόχη” της. Εκεί που ήταν ο πλατύς σοφάς, πέρα για πέρα απ’ τη μιαν άκρη της κάμαρας ως την άλλη, και τα μεγάλα γιούκια όπου η νοικοκυρά έκρυβε το καλαθάκι με τις νταντέλες που έπλεκε και το κουτί με τις καλτσοβελόνες, και το μπόγο με τα λουτρικά, και τον κουρελόμπογό της, και το μπόγο με τα κουβάρια και τα μαλλιά, και τον πλουμιστό το μπόγο, τον καναρί το μπόγο, και τους άλλους χίλιους και ένα μπόγους της καλής νοικοκυράς.
Κάτω από τη σκάλα ήταν η πόρτα που οδηγούσε στην υπόγεια κουζίνα. Στο καθαυτό βασίλειο της Λωξάντρας. Στο σκοτεινό μα πολυαγαπημένο αυτόν Άδη με τα μεγάλα φουρνέλα του και τις φουφούδες και τις μασιές και τα μυγιαστήρια και τους μπαλτάδες του κιμά.
Στην κουζίνα ο Ταρνανάς –ένα μικρό αρμενάκι που της το προξένεψε ο Αρμένης ο ψαράς– πότε τεντζερέδες τρίβει με αρένα και με λεμονόκουπα, πότε κιμά κοπανίζει πάνω στη σανίδα, πότε χαμένος μέσα σε σύννεφο πούπουλα κάθεται στη μέση της κουζίνας και μαδά πουλερικά. Και οι γάτες ένα γύρο οργιάζουν.
- Ψιστ! Κακόν – καιρό – να – μην – έχεις, αδικιωρισμένο, θα με πετάξει κάτω! Να! Φάε! Φάε, λάμια!
Όταν ακούς τη Λωξάντρα να βλαστημά τις γάτες, αυτό πάει να πει πως τις ταΐζει το κρέας και έχει τύψεις.
Τη γλεντά τη ζωή της η Λωξάντρα μέσα σ’ αυτή την κουζίνα. Μαγειρεύει για να τέρπει και να τέρπεται. Και όλη την ώρα δοκιμάζει το φαΐ στ’ αλάτι του. Τρώει εκείνη, δίνει και στον Ταρνανά.
- Διές και συ, πώς σε φαίνεται στ’ αλάτι του;
- Μμμμ... δυσκολεύεται να απαντήσει ο Ταρνανάς, πρέπει να ξαναδοκιμάσει. Η Σουλτάνα, η υπηρέτρια, πατάει τις φωνές:
- Καλέ κυρία, αύριο θα μεταλάβετε, κοτόπουλο τρώτε;
- Ποιος έφαε, μωρή κοτόπουλο;
Το φαΐ δοκίμασε η γυναίκα στ’ αλάτι του. Με τον καιρό πήρε πόδι η Σουλτάνα απ’ την κουζίνα. Προβιβάστηκε σε καμαριέρα και η κουζίνα κηρύχτηκε σε απαγορευμένη ζώνη. Εξακολουθούσαν όμως να νηστεύουν κανονικά.
Όταν η Λωξάντρα τελείωνε το μαγείρεμα, έβγαζε την ποδιά της κουζίνας, έτριβε τα χέρια της με λεμονόκουπα και ανέβαινε στην τραπεζαρία, σέρνοντας από πίσω όλες τις μοσκές της Δύσης και της Ανατολής. Σκορπώντας γύρω της χαρά και ευδαιμονία.

(Εστία, Αθήνα, 1979)

μερτζάνια = είδος ψαριού, λυθρίνια
σαλμαδάκι = ντολμαδάκια
μαχαρανές = μαχαρανή: σύζυγος του μαχαραγιά, (τίτλος Iνδών πριγκίπων ή ηγεμόνων)
ονταδάκι = μικρό δωμάτιο
σοφάς = ανατολίτικος καναπές
γιούκια = στοίβες από ρούχα και σεντόνια
φουρνέλα = μαγειρικές εστίες με κάρβουνα
φουφούδες = ψησταριές
μασιές = εργαλεία για το σκάλισμα της φωτιάς, τσιμπίδες
μυγιαστήρια = αντικείμενο για να διώχνουν τις μύγες
προξένεψε = σύστησε
αρένα = άμμος
αδικιωρισμένο = (βρισιά) που να έχει κακό τέλος
μοσκές = αρώματα

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α.1. Να αναφέρετε τα τέσσερα (4) βασικά πρόσωπα της ιστορίας και να προσδιορίσετε τις μεταξύ τους σχέσεις.

Το πρωταγωνιστικό πρόσωπο της ιστορίας είναι φυσικά η Λωξάντρα, η οποία είναι παντρεμένη με τον Δημητρό. Στο σπιτικό της Λωξάντρας και του Δημητρού εργάζονται ο Ταρνανάς, ο νεαρός σε ηλικία Αρμένιος που βοηθά την ηρωίδα στις δουλειές του σπιτιού και ιδίως στην κουζίνα, καθώς και η Σουλτάνα, η οποία αρχικά εργάζεται στην κουζίνα, αλλά στη συνέχεια «προβιβάζεται» σε καμαριέρα.

α.2. Να επισημάνετε τους χώρους του σπιτιού οι οποίοι συνδέονται με το κεντρικό πρόσωπο του αποσπάσματος κάνοντας αναφορές στο κείμενο.

Στο πλαίσιο της περιγραφής του σπιτιού, η συγγραφέας τονίζει πως οι κύριοι χώροι δράσης της ηρωίδας είναι αφενός το χαμηλό «ονταδάκι» της, το δωμάτιο δηλαδή στο οποίο η Λωξάντρα φύλαγε όλα τα σύνεργα της «καλής νοικοκυράς»∙ τις δαντέλες που έπλεκε, τις βελόνες που είχε για να μαντάρει τα ρούχα, αλλά και τα υφάσματα και τα νήματα που είχε για να πλέκει. Σ’ αυτό το δωμάτιο μπορούμε να φανταστούμε τη Λωξάντρα να κάθεται στον μεγάλο ανατολίτικο καναπέ και να πλέκει ή να ράβει ρούχα. [Αριστερά ήταν το σαλόνι και δίπλα ήταν το χαμηλό ονταδάκι της νοικοκυράς. Η “κόχη” της. Εκεί που ήταν ο πλατύς σοφάς, πέρα για πέρα απ’ τη μιαν άκρη της κάμαρας ως την άλλη, και τα μεγάλα γιούκια όπου η νοικοκυρά έκρυβε το καλαθάκι με τις νταντέλες που έπλεκε και το κουτί με τις καλτσοβελόνες, και το μπόγο με τα λουτρικά, και τον κουρελόμπογό της, και το μπόγο με τα κουβάρια και τα μαλλιά, και τον πλουμιστό το μπόγο, τον καναρί το μπόγο, και τους άλλους χίλιους και ένα μπόγους της καλής νοικοκυράς.]
Ωστόσο, το «καθαυτό βασίλειο της Λωξάντρας» ήταν η κουζίνα του σπιτιού∙ ένας χώρος σκοτεινός, μιας και ήταν υπόγειος, όπου η ηρωίδα περνούσε τον περισσότερο χρόνο της ημέρας της ασχολούμενη με την αγαπημένη της δραστηριότητα∙ το μαγείρεμα. [Κάτω από τη σκάλα ήταν η πόρτα που οδηγούσε στην υπόγεια κουζίνα. Στο καθαυτό βασίλειο της Λωξάντρας. Στο σκοτεινό μα πολυαγαπημένο αυτόν Άδη με τα μεγάλα φουρνέλα του και τις φουφούδες και τις μασιές και τα μυγιαστήρια και τους μπαλτάδες του κιμά.]

β.1. Να περιγράψετε τη Λωξάντρα σε μια παράγραφο.

Η Λωξάντρα είναι ένας κατεξοχήν θετικός άνθρωπος, με καλή διάθεση και αγάπη τόσο για τους δικούς της ανθρώπους όσο και για την ίδια τη ζωή. Ο ενθουσιασμός κι η βαθιά ευγνωμοσύνη στον τρόπο με τον οποίο υποδέχεται κάθε καινούρια μέρα, συναντάται μόνο στους ανθρώπους εκείνους που είναι πλήρως ικανοποιημένοι με τα όσα τους προσφέρει η ζωή τους και δεν έχουν την επιθυμία εκείνη για κάτι διαφορετικό ή κάτι καλύτερο, που θα μπορούσε να υπονομεύσει τη θετική τους διάθεση και αισιοδοξία. Η Λωξάντρα εκτιμά απόλυτα τη ζωή της, τον άντρα της και τη θέση που της αναλογεί∙ τη θέση δηλαδή της μητέρας και νοικοκυράς, γι’ αυτό κι έχει μια ισχυρή αίσθηση ευγνωμοσύνης και ευδαιμονίας. Είναι, συνάμα, ένας άνθρωπος με έντονο το αίσθημα της χριστιανικής πίστης, γι’ αυτό και δεν ξεχνά ποτέ να ευχαριστήσει και να δοξάσει τον Θεό για όλα εκείνα που προσφέρει στους ανθρώπους.   

β.2. Να επισημάνετε το στερεοτυπικό τύπο γυναίκας στον οποίο ανήκει η Λωξάντρα και να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

Η Λωξάντρα είναι μια αφοσιωμένη σύζυγος, μια αγαθή μητέρα και μια καλή νοικοκυρά, που αντλεί μεγάλη ικανοποίηση από τον τριπλό αυτό ρόλο που της έχει ανατεθεί. Κάθε πράξη της Λωξάντρας διαπνέεται από την αγάπη που αισθάνεται για την οικογένειά της και της προσφέρει πολλαπλή χαρά, εφόσον γνωρίζει πως ό,τι κάνει το κάνει για τους δικούς της ανθρώπους. Έτσι, βλέπουμε τη Λωξάντρα κάθε πρωί να ετοιμάζει τον καφέ του συζύγου της -έστω κι αν είχε υπηρέτες που θα μπορούσαν να το κάνουν για εκείνη-, να τον βοηθά να ντυθεί, να τον φιλά και να τον ξεπροβοδίζει σταυρώνοντάς τον, για να έχει μια καλή μέρα. Μια καθημερινή ρουτίνα που φανερώνει μέσα από απλές πράξεις την αγάπη, την αφοσίωση και το σεβασμό που αισθάνεται για τον άντρα της, τον οποίο και θέλει να φροντίζει αποκλειστικά η ίδια, προκειμένου να του τονίζει πόσο βαθιά τον εκτιμά.
Στη συνέχεια η Λωξάντρα αφιερώνεται στο καθημερινό μαγείρεμα, μια δραστηριότητα που της προσφέρει ιδιαίτερη ευχαρίστηση, καθώς νιώθει τόσο ως γυναίκα όσο και ως μητέρα πως αυτή η καθημερινή φροντίδα έχει ιδιαίτερη σημασία για τα πρόσωπα που αγαπά. Μέσα από το φαγητό η Λωξάντρα βρίσκει μια ακόμη ευκαιρία να δείξει στα μέλη της οικογένειάς της πόσο πολύ ενδιαφέρεται γι’ αυτά και πόσο σημαντικό είναι για εκείνη να μπορεί να τους προσφέρει καθημερινά ό,τι καλύτερο μπορεί.
Το φαγητό, βέβαια, -που το απολαμβάνει εξίσου και η ίδια- είναι μέρος μόνο των καθημερινών της υποχρεώσεων, εφόσον η Λωξάντρα ως νοικοκυρά έχει πολλές επιμέρους φροντίδες για να διατηρεί το σπίτι της καθαρό και τακτοποιημένο, και για να καλύπτει όλες τις ανάγκες των παιδιών της. Μια σειρά δραστηριοτήτων, που ίσως να περνούν απαρατήρητες, μα είναι πολύ σημαντικές, αν μια μητέρα θέλει να νιώθουν τα παιδιά της την αγάπη και το ενδιαφέρον της σε κάθε τους βήμα.

Στη συνέχεια παρατίθενται ορισμένα αποσπάσματα από το βιβλίο της Μαρίας Ιορδανίδου, προκειμένου να γίνει πληρέστερα κατανοητός ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα της Λωξάντρας:

Η Λωξάντρα, λέει, γεννήθηκε στην Πόλη, την εποχή του «αδικιωρισμέ...».
- Σους, μπρε, θα μας κάψεις.
- Του πολυχρονεμένου Παντισάχ Αβδούλ Μετζίτ, που κακόχρονο-νάχει.
- Σους, σε λένε. Τρελάθηκες και ξεφωνίζεις έτσι;
Καλέ, δεν ξεφώνισε! Ξεφώνισε η Λωξάντρα; Σιγά το είπε. Μα το σιγά της Λωξάντρας είναι καμπάνα της Αγια-Σοφιάς. Μόνο οι πεθαμένοι που δεν την ακούνε. Μεγάλη φωνή έχει η ευλογημένη και δεν μπορεί να την κάνει ζάφτι.
Μα όλα της μεγάλα είναι. Μεγάλη φωνή, μεγάλη καρδιά, μεγάλη κοιλιά, μεγάλη όρεξη. Μεγάλα πόδια με καμάρα και αψηλό αστράγαλο – στέρεα βάση πάνω στη γη για τη μεγάλη της κορμοστασιά. Μεγάλα χέρια πατριαρχικά, ορθόδοξα. Χέρια για χεροφίλημα. Δάχτυλα μακριά και τορνευτά, καμωμένα για να ευλογούν και να μοσχοβολούν μαχλέπι και λιβάνι. Χέρια πλασμένα για να δίνουνε. «Λάβετε φάγετε», λεν οι ανοιχτές οι χούφτες της απάνω στο τραπέζι. «Καλέ φάε, σε λένε, φάε. Ποσούτσικο πράμα πήρες».
Μα πάνω απ’ όλα, το χέρι της Λωξάντρας είναι καμωμένο για να βαστά μωρό. Θρόνος μοιάζει η χούφτα της και σαν αγκαλιάζει το πισινάκι του μωρού και το σηκώνει αψηλά και...

...
Χηριό τον πήρε η Λωξάντρα τον Δημητρό. Χηριό με τέσσερα παιδιά: τον Επαμεινώντα, το Θεόδωρο, το Γιώργο και την Αγαθώ, που ήταν ακόμα στα φασκιά.
«Μαμά» τη φώναζε η Αγαθώ μόλις άρχισε να μιλεί. «Μαμά» τη φώναξε αμέσως κι ο Γιώργος, που τότες θάταν δυο χρονών. Ο μεγαλύτερος, ο Επαμεινώντας, που ήτανε δεκατεσσάρων, την έλεγε «νενέκα», όμως ο Θεόδωρος την πίκρανε πολύ στην αρχή. Μπροστά στον πατέρα του δεν τη φώναζε τίποτα, και όταν έλειπε ο πατέρας τη φώναζε περιφρονητικά «κυρά Λωξάντρα».
- Εσύ να πας στην κουζίνα σου, κυρά Λωξάντρα.
- Μπρε, εγώ σα θέλω να πάω στην κουζίνα μου εσένα θα ρωτήσω;
Και σε λίγο χαδεύοντας το κεφάλι του:
- Έλα, γιόκα μου, έλα, πασά μου. Πιες τώρα το σκονάκι σου, πιες το κινίνο σου να γένεις καλά.
- Να φύγεις απ’ την κάμαρά μου. Η θέση σου είναι στην κουζίνα.
Α, έτσι; Άρπαξε εκείνη την ημέρα η Λωξάντρα το Θεόδωρο απ’ τη μύτη, του την έσφιξε δυνατά και μόλις εκείνος άνοιξε το στόμα του να πάρα ανάσα, τούχυσε το κινίνο πάνω στη γλώσσα. Και αμέσως πήρε δρόμο και βρέθηκε έξω απ’ την κάμαρα. Τον κλείδωσε και μέσα για καλά και για κακό, κι άρχισε να κατεβαίνει βαριά-βαριά τη σκάλα ξεφωνίζοντας:
- Μπασιμποζούκης, μωρέ, έγινες μέσα δω εσύ; Κάτσε να δεις εγώ τι θα σε κάνω εσένα!
Και μόλις έφτανε στην κουζίνα άρχισε ν’ ανάβει φωτιά για να του ψήσει χαλβά.
Αυτό ήτανε το πρώτο τράκο με το Θεόδωρο κ’ ύστερα έγινε κι άλλο, ώσπου μια μέρα αρπάχτηκαν στα χέρια. Γεροδεμένο αγόρι δώδεκα χρονών ήταν τότες ο Θεόδωρος, και στην αρχή η Λωξάντρα τα βρήκε σκούρα, γιατί εκείνη προσπαθούσε η κακομοίρα να μην τον πονέσει, ενώ εκείνος χτυπούσε στην κοιλιά και στο στήθος.
- Μωρέ... Και σε λίγο πιο δυνατά: Μωρέ!...
Φρένιασε η Λωξάντρα. Τον καβαλά και κολλά τις πλάτες του στο πάτωμα.
- Εκεί... εκεί είπα! Ο διάβολος θα σε πάρει και θα σε σηκώσει. Σκύλε μαύρε, σκύλε άσπρε! Θα σε σκοτώσω. Α!
Αυτό το «Α!» η Λωξάντρα το έλεγε στακάτο. Σ’ το τίναζε σαν στραγάλι στο πρόσωπο κατευθείαν απ’ το λάρυγγά της, λες και σε χτυπούσε κατακούτελα, και σήμαινε «αγρίεψα».
Ύστερα απ’ αυτό ο Θεόδωρος περίμενε να φάει ξύλο απ’ τον πατέρα του, και απόρησε σαν κατάλαβε πως η Λωξάντρα δε του είπε τίποτα του Δημητρού. Ύστερα απόρησε πάλι όταν στη γιορτή του η Λωξάντρα του έραψε μόνη της ένα ωραίο κοστούμι. Και πάλι απόρησε όταν η Λωξάντρα πούλησε ένα οικοπεδάκι που είχε στην Πρίγκιπο για νάμπει ο Θεόδωρος εσωτερικός στο Γαλατά Σεράι και να σπουδάσει μια που το ήθελε ο πατέρας του.
Όταν στο τέλος του πρώτου τετραμήνου γύρισε ο Θεόδωρος στο σπίτι για τις παύσεις των Χριστουγέννων, η Λωξάντρα πετάχτηκε με τα χέρια αλευρωμένα στη μέση του δρόμου για να τον προϋπαντήσει. Κ’ έβγαλε τέτοιες φωνές απ’ τη χαρά της, που οι γειτόνοι βγήκαν όλοι τρομαγμένοι στα παράθυρα να δούνε τι συμβαίνει. Ο Θεόδωρος έπεσε στην αγκαλιά της και την είπε «νενέκα μου». Και από τότες πια «νενέκα μου» άρχισε να τη φωνάζει. Και ποτέ του πια δεν την πίκρανε, και ποτέ χατίρι δεν της χάλασε.

....
Πολλά χρόνια πέρασαν ως που να κάνει δικό της παιδί η Λωξάντρα. Καημό το είχε, παράπονο. Μεγάλο παράπονο. Μπρε στην Αγια-Βλαχέρνα έταξε λαμπάδα, μπρε στον Αϊ-Θαράπη καντήλα ασημένια... τίποτα. Μπρε στα ζεστά μάρμαρα του λουτρού πήγαινε και κάθουνταν γυμνή για να ανοίξει η μήτρα της και να συλλάβει... Τίποτα.
Και ο Δημητρός να χαίρεται και να της λέει μπράβο! Πρώτα, λέει, θα ξετινάξεις τα ορφανά κ’ ύστερα θα κάνεις δικό σου. Κύριε, ελέησον. Καλέ αυτά τα πράματα με παραγγελία γίνουνται; Έξι χρόνια παντρεμένη γυναίκαι, για να μην κάνει παιδί, πάει να πει δε θα κάνει. Και απελπισμένη τάζει μια μέρα στη Μπαλουκλιώτισσα όλα της τα κοσμήματα. Όλα!...
- Παναΐα μου, είπε η Λωξάντρα γονατιστή στο εικονοστάσι που ήτανε στην κάμαρά της. Μεγαλόχαρη Παναΐα μου, κάνε το θαύμα σου. Πόσα χρόνια έχω για να προφτάσω να κάνω παιδιά. Μεγάλη παντρεύτηκα για να μπορέσω να αναστήσω τα ορφανά τ’ αδέρφια μου και να γηροκομήσω τον πατέρα μου. Σωστό είναι να τιμωρηθώ γι’ αυτό; Θα κρεμάσω στην εικόνα σου όλα μου τα διαμαντικά.
Άνοιξε τα χέρια της και κοιτάζοντας την εικόνα άρχισε ένα-ένα να τα απαριθμεί, λες και υπόγραφε συμβόλαιο με την Παναγία.
- Θα σε κρεμάσω τη μεγάλη καρφίτσα της νενές, το σμαραγδένιο δαχτυλίδι της μητέρας, τα περουζένια μου σκουλαρίκια, το σταυρουδάκι μου...
Κι αφού τα είπε όλα, φώναξε με αγανάχτηση:
- Πολύ πράμα ήτανε πια αυτό που σε γυρεύω τόσα χρόνια και δε με τ’ αξιώνεις;
Αγρίεψε η Λωξάντρα.
Και ω του θαύματος! Δεν πέρασε μήνας κ’ έμεινε έγκυος. Έμεινε έγκυος και γεννά τον Αλεκάκη της. Και ύστερα από δυο χρόνια γεννά κορίτσι –την Κλειώ.

  
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...