Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Προπαγάνδα

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
War is hell store

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Προπαγάνδα

Προπαγάνδα είναι η με κάθε μέσο συστηματική προσπάθεια μονόπλευρου επηρεασμού της κοινής γνώμης προς ορισμένη κατεύθυνση.

[Ετυμολογία: μεσαιωνικά λατινικά.: propaganda < λατινικά: propago «μοσχεύω – εκτείνω, αυξάνω» < pro- «προ» + -pago < ρήμα pangere «μπήγω, φυτεύω». Η λέξη εμφανίστηκε στην ονομασία Congregatio de propaganda fide (Σύνοδος προς διάδοση της πίστεως), που αποτελούσε συνοδικό όργανο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το οποίο συνεστήθη το 1559 από τον πάπα Κλήμεντα Η΄, προκειμένου να διαδώσει την πολιτική του ενωτισμού (Ουνία). Αναδιοργανώθηκε το 1622 από τον πάπα Γρηγόριο ΙΕ΄.] Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη

Η προπαγάνδα έχει συνδεθεί σε μεγάλο βαθμό με τα ολοκληρωτικά / δικτατορικά καθεστώτα, όπου ο έλεγχος και ο επηρεασμός των πολιτών είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τη διατήρηση της εξουσίας, αλλά και για τη συμμετοχή των πολιτών στα σχέδια του καθεστώτος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ναζιστική Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ, όπου ο Υπουργός Προπαγάνδας Γκαίμπελς (J. P. Goebbels) είχε αναλάβει να πείσει τους πολίτες για την ορθότητα των σχεδιασμών του Χίτλερ και ιδίως για την επεκτατική του πολιτική. Με βασικά μέσα τον Τύπο, τον κινηματογράφο, το πρόγραμμα εκπαίδευσης, αλλά και τις εκδηλώσεις και τις δημόσιες ομιλίες, όπου κυριαρχούσε η επίκληση στο συναίσθημα, κατόρθωσε να χειραγωγήσει τους Γερμανούς πολίτες.
Ακόμη και σήμερα, άλλωστε, χρησιμοποιούμε τον όρο γκαιμπελικός για να αναφερθούμε στη χρήση της παραπληροφόρησης, στις συκοφαντίες και στην αθέμιτη προπαγάνδα.

Η προπαγάνδα, ωστόσο, δεν αφορά μόνο τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, καθώς συνεχίζει να χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα, και μάλιστα σε δημοκρατικά κράτη. Σαφή παρουσίαση της σύγχρονης προπαγάνδας και του ρόλου που διαδραματίζουν τα Μ.Μ.Ε. για την επιτυχή επιβολή της, μας έχει δώσει ο Noam Chomsky, ο οποίος στηλιτεύοντας τις υπερπόντιες στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ, υποδεικνύει τη συστηματική προσπάθεια των Μ.Μ.Ε. να στηρίξουν και να δικαιολογήσουν τις επιλογές της κυβέρνησης παραποιώντας γεγονότα, αποκρύπτοντας την αλήθεια και λαμβάνοντας εμφανή θέση υπέρ της επιθετικής αυτής πολιτικής.  
Χαρακτηριστικό είναι το σύντομο απόσπασμα που ακολουθεί από το βιβλίο των Noam Chomsky και Edward S. Herman «Ευεργετικά λουτρά αίματος στα γεγονότα και στην προπαγάνδα»:
«Το μέγα μάθημα στις δημόσιες σχέσεις, που μας έδωσε ο πόλεμος στο Βιετνάμ, είναι πως σε κάθε περίπτωση «το μεγάλο ψέμα» μπορεί να πιάσει παρ’ όλες τις ευκαιριακές διαφυγές που μπορούν να διαρρεύσουν σ’ έναν ελεύθερο τύπο. Όχι μόνο μπορεί να επιζήσει και να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες, χωρίς να είναι ανάγκη να νοιάζεται κανείς για ολότελα δικαιολογημένες και οριστικές ανασκευές, αλλά μπορούν και ορισμένες πατριωτικές αλήθειες να αποκατασταθούν σταθερά στα μάτια της πλειοψηφίας με την επίμονη επανάληψη. Η κυβέρνηση μπορεί, με το βαθμό συνεργασίας που χρειάζεται από την πλευρά των μέσων μαζικής ενημέρωσης και όχι χωρίς εξασφαλισμένη περίπου επιτυχία, να εμπλακεί στη «διαχείριση των φρικαλεοτήτων» μόνο με το βάρος των πληροφοριών που μπαίνουν σε κυκλοφορία, με την εκλεκτική χρησιμοποίηση των αναφορών για τις βιαιοπραγίες που αποδίδονται στον εχθρό, με τη δημιουργία αφηγήσεων και μύθων για λουτρά αίματος και με τον εξωραϊσμό τους. Οι μύθοι αυτοί δεν πεθαίνουν ποτέ∙ ανασύρονται από τις στάχτες και προβάλλονται αδιάκοπα, παρά το γεγονός ότι η απόδειξη που τους διαψεύδει είναι εύκολα αποδεκτή.»

Οι στόχοι και τα μέσα της προπαγάνδας
Η ανάγκη των κυβερνήσεων, αλλά και των ισχυρών οικονομικών παραγόντων, να ελέγχουν την κοινή γνώμη, ώστε οι πολίτες αφενός να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις τους κι αφετέρου να μην απαιτούν ποτέ απόδοση ευθυνών, όσο εμφανείς κι αν είναι οι αποτυχίες των κυβερνώντων, καθιστά την προπαγάνδα πολύτιμο εργαλείο.
Τα βασικά ζητούμενα των κυβερνώντων, για την επίτευξη των οποίων αξιοποιείται η προπαγάνδα, είναι μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
- Διεκδίκηση και κατόπιν διατήρηση της εξουσίας.
- Άσκηση οικονομικής πολιτικής που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της κυβέρνησης, αλλά και τα συμφέροντα εκείνων των παραγόντων που τη στηρίζουν. Οικονομικής πολιτικής, μάλιστα, που να είναι προφανώς προσανατολισμένη στην ενίσχυση των ισχυρών, έστω κι αν για λόγους συγκάλυψης τείνει να προσφέρει ή να υπόσχεται πως θα προσφέρει οικονομικές ελαφρύνσεις και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
- Άσκηση -στην περίπτωση ισχυρών κρατών- πολεμικής ή έντονα επιθετικής πολιτικής, με τη στήριξη ή έστω την ανοχή των πολιτών.
- Αποφυγή ανάληψης ευθυνών, ακόμη κι όταν είναι πασιφανές πως η πολιτική που ακολουθήθηκε έβλαψε τα συμφέροντα των πολιτών.

Η προπαγάνδα επιτυγχάνεται με την αξιοποίηση ποικίλων μεθόδων, οι οποίες έχουν δοκιμαστεί ήδη στο παρελθόν κι έχουν πλέον βελτιστοποιηθεί, ώστε να είναι ακόμη πιο αποτελεσματικές. Μέθοδοι, άλλωστε, που αξιοποιούν όλο το φάσμα εκείνων των επιστημών που σχετίζονται με την ανθρώπινη συμπεριφορά και επιτρέπουν τη διαμόρφωση τεχνικών για τη χειραγώγηση των πολιτών, όπως είναι η ψυχολογία και η κοινωνιολογία.
Ειδικότερα:

- Εκτεταμένη χρήση των Μ.Μ.Ε., ώστε να επιτευχθεί ο επιθυμητός επηρεασμός της κοινής γνώμης. Μέσα από παραποιημένες ειδήσεις και επιλεκτική παρουσίαση της αλήθειας (παραπληροφόρηση), οι πολίτες καταλήγουν να διαμορφώσουν εκείνες τις απόψεις που εξυπηρετούν καλύτερα τα συμφέροντα των ισχυρών. Είναι, άλλωστε, αποδεδειγμένο πως η συχνή επανάληψη μιας άποψης, όσο κι αν στην αρχή προκαλέσει αντιδράσεις, στην πορεία κάμπτει τις αντιστάσεις των πολιτών και τελικά γίνεται αποδεκτή ως θεμιτή επιλογή.

- Συνεχής χρήση της επίκλησης στο συναίσθημα στις ομιλίες των πολιτικών προσώπων, ώστε να παρακάμπτεται η λογική επεξεργασία των πραγματικών προθέσεων της εκάστοτε πολιτικής παράταξης. Οι πολιτικοί, μάλιστα, τείνουν να επιστρατεύουν έννοιες με υψηλή συναισθηματική φόρτιση, όπως είναι η πατρίδα, το έθνος, η δημοκρατία, η θρησκεία κ.ά., ώστε να επιδρούν κυρίως στο συναίσθημα των πολιτών, και να παρουσιάζονται οι ίδιοι ως υπερασπιστές και θεράποντες κάθε λαϊκής αξίας και κάθε λαϊκού συμφέροντος.

- Εκμετάλλευση των μεθόδων του λαϊκισμού, ώστε να καταστεί εφικτή η κατάκτηση της εξουσίας. Παρατηρείται, έτσι, καταφυγή στις υποσχέσεις για παροχές και ελαφρύνσεις, για την επίλυση χρόνιων προβλημάτων και για την εν γένει ικανοποίηση κάθε λαϊκού αιτήματος, μέχρι του σημείου όπου οι πολίτες παύουν να προβληματίζονται με το αν όλα αυτά είναι πραγματοποιήσιμα και αδημονούν για την εποχή που το σωτήριο αυτό κόμμα θα έρθει στην εξουσία.

- Έμφαση στην έννοια του πατριωτισμού και στην προάσπιση των εθνικών συμφερόντων από υπαρκτούς -ή και ανύπαρκτους- εχθρούς. Τεχνική που ωθεί τους πολίτες να αποδέχονται οποιαδήποτε απόφαση της πολιτείας, αρκεί να είναι σαφές πως οι ίδιοι είναι πατριώτες και πως είναι διατεθειμένοι να κάνουν οτιδήποτε για χάρη της πατρίδας τους.
Η τεχνική αυτή, που είναι υπεύθυνη για τη διατήρηση ή τη δημιουργία εχθροτήτων ανάμεσα σε διάφορα έθνη, έχει αξιοποιηθεί τόσο από μικρότερα κράτη, όπως είναι η Ελλάδα, όσο και από πολύ ισχυρότερα, όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Στις ΗΠΑ, μάλιστα, όπου η στρατιωτική επέμβαση σε ξένα κράτη αποτελεί πλέον πάγια τακτική, επιστρατεύεται ακόμη και η βιομηχανία του κινηματογράφου για να ενισχύσει στους πολίτες το αίσθημα του πατριωτισμού και να αιτιολογήσει τις μιλιταριστικές επιλογές της κυβέρνησης.

- Η δημιουργία ενός αισθήματος ανασφάλειας και φόβου στους πολίτες απέναντι σε μια οικονομική ή στρατιωτική ή άλλη μορφή κρίσης, που καθιστά αναγκαία τη λήψη έκτακτων και δραστικών μέτρων. Οι πολίτες εξωθούνται να πιστέψουν πως η δράση της κυβέρνησής τους είναι επιβεβλημένη, γι’ αυτό και αποδέχονται ή ανέχονται ακόμη και επιλογές, τις οποίες υπό διαφορετικές συνθήκες θα καταδίκαζαν απερίφραστα και θα απέρριπταν.

- Επίθεση στο ήθος των πολιτικών αντιπάλων με συκοφαντίες και κάθε είδους κατηγορία που μπορεί να βρει ανταπόκριση στη συνείδηση των πολιτών. Προκειμένου οι πολιτικοί αντίπαλοι και οι διαφωνούντες να χάσουν την αξιοπιστία τους στα μάτια των πολιτών, ώστε οι αντιρρήσεις τους να μη λαμβάνονται υπόψη, έστω κι αν είναι πραγματικά βάσιμες, οι κυβερνώντες και οι με το μέρος τους οικονομικοί παράγοντες καταφεύγουν σε κάθε πιθανό μέσο σπίλωσης.
Ιδιαίτερα αξιοποιήσιμη είναι εδώ η τακτική του διχασμού και της πόλωσης, ώστε οι πολίτες να θεωρούν πως υπάρχει ένα κρίσιμο δίλημμα, στο οποίο όσοι παίρνουν το μέρος της κυβέρνησης είναι γνήσιοι και αληθινοί πατριώτες, που σκέφτονται μόνο το καλό της πατρίδας και του λαού, ενώ οι άλλοι είναι ασυνείδητοι προδότες, που εξυπηρετούν ξενόφερτα συμφέροντα. Είναι, μάλιστα, τέτοια η δύναμη αυτής της πόλωσης, ώστε επί της ουσίας οι πολίτες ελάχιστα σκέφτονται και επεξεργάζονται αυτά στα οποία καλούνται να συναινέσουν∙ το μόνο που τους απασχολεί είναι να μην αμφισβητηθεί ο πατριωτισμός τους.

Συνέπειες της προπαγάνδας
Η προπαγάνδα επιτρέπει στους ισχυρούς να κατευθύνουν και να ελέγχουν την κοινή γνώμη, λαμβάνοντας εκείνες τις αποφάσεις και εκτελώντας εκείνους τους σχεδιασμούς που οι ίδιοι επιθυμούν, χωρίς να αντιμετωπίζουν σημαντικές αντιδράσεις από τους πολίτες. Προκύπτει, έτσι, μια δραστική υπονόμευση του δημοκρατικού πολιτεύματος, αφού οι πολίτες ψηφίζουν και συναινούν μη έχοντας πραγματική γνώση των καταστάσεων.
Ειδικότερα:

- Υπονομεύεται η ελευθερία των πολιτών, αφού επί της ουσίας χειραγωγούνται και δρουν ως υποχείρια των ισχυρών, έχοντας απολέσει το δικαίωμα στην αληθινή πληροφόρηση και στην πλήρη γνώση των δεδομένων. Οι πολίτες παύουν να δρουν ως σκεπτόμενα όντα με αυτόνομη κρίση και πραγματική επίγνωση των αποφάσεών τους, και καταλήγουν να υποκινούνται από εκείνους που ελέγχουν την πληροφόρηση, οι οποίοι σκοπίμως και εντέχνως διαμορφώνουν μια εικονική πραγματικότητα που να εξυπηρετεί τις δικές τους επιδιώξεις.

- Λόγω της εκτεταμένης χρήσης τακτικών πόλωσης της κοινής γνώμης επιδρά επιζήμια για την κοινωνική συνοχή και την αρμονική συνύπαρξη των πολιτών. Οι πολίτες χωρίζονται σε αντίπαλες παρατάξεις κι έρχονται σε συνεχείς αντιπαραθέσεις, χρησιμοποιώντας ως επιχειρήματα αυτές ακριβώς τις απόψεις που τους έχουν υποβάλει μέσω της προπαγάνδας οι κυβερνώντες και οι ισχυροί.

- Αντιστοίχως, η επιλογή των ισχυρών να αξιοποιούν την έννοια του πατριωτισμού για να αιτιολογούν στρατιωτικές επεμβάσεις ή άλλες επιθετικές πολιτικές, προκαλεί έξαρση του εθνικισμού και οδηγεί στην παρατεταμένη ύπαρξη ενός πολεμικού κλίματος. Οι διακρατικές εντάσεις, αλλά και ρατσιστικές συμπεριφορές των πολιτών, προκαλούνται και συντηρούνται, ακριβώς επειδή οι πολιτικοί τείνουν να εκμεταλλεύονται διαρκώς την εύλογη αγάπη κάθε πολίτη για τη χώρα και το έθνος τους.
Ανάλογη λαϊκιστική εκμετάλλευση του έθνους και του πατριωτισμού των Ελλήνων παρατηρείται έντονα στις μέρες μας, από πολιτικούς που προκειμένου να εκλεγούν δεν διστάζουν να βασίζουν τις ομιλίες και την πολιτική τους δράση στην πρόκληση μίσους και έχθρας εις βάρος προσφύγων και μεταναστών, τους οποίους στοχοποιούν αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες αυτής τους της εθνικιστικής πολιτικής.

Τρόποι αντιμετώπισης της προπαγάνδας
Ο Γκαίμπελς θεωρούσε πως είναι πάρα πολύ εύκολο να χειραγωγήσει κανείς τους πολίτες, κι αυτή η διαπίστωση βασίζεται στα εκπληκτικά αποτελέσματα που είχε η δική του προσπάθεια. Κι η αλήθεια είναι πως ακόμη και σήμερα επιβεβαιώνεται η ευκολία εξαπάτησης των πολιτών μέσω του λαϊκισμού, αλλά και η πρόκληση κλίματος πόλωσης, προκειμένου να διευκολυνθούν τα σχέδια των πολιτικών.
Προκειμένου, λοιπόν, να ενισχυθούν οι αντιστάσεις των πολιτών απέναντι στους μηχανισμούς της προπαγάνδας, απαιτούνται ορισμένες καίριες προϋποθέσεις.
Ειδικότερα:

- Διασφάλιση της ανεξαρτησίας των Μ.Μ.Ε.
Με δεδομένη την έντονη επίδραση που ασκούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στους πολίτες, αλλά και του γεγονότος ότι οι πολίτες διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις τους και την αντίληψη που έχουν για τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις βασιζόμενοι στις πληροφορίες που λαμβάνουν από αυτά, κρίνεται αναγκαία η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των Μ.Μ.Ε. από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα.
Πρόκειται, βέβαια, για ένα εξαιρετικά δυσεπίτευκτο αίτημα από τη στιγμή που κύριος στόχος των Μ.Μ.Ε. είναι το οικονομικό κέρδος, και παραμένουν άρα ευάλωτα στις δελεαστικές προτάσεις των οικονομικά ισχυρών παραγόντων. Κρίνεται, επομένως, απολύτως σημαντική η διασφάλιση της τήρησης των αρχών του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας με τη συνδρομή της πολιτείας, προκειμένου να παρέχουν στους πολίτες αντικειμενική και πλήρη ενημέρωση.

- Υιοθέτηση ενός αυστηρού θεσμού λογοδοσίας των πολιτικών
Η διαχρονική τάση των πολιτικών να εξαπατούν τους πολίτες με πλήθος ανεδαφικών υποσχέσεων προκειμένου να καταλάβουν την εξουσία, καθώς και η υπόνοια πως πολλοί από αυτούς αποκομίζουν κατά τη διάρκεια της πολιτικής τους δράσης σημαντικά οικονομικά οφέλη, καθιστά αναγκαία τη θέσπιση μιας ανεξάρτητης αρχής που θα ελέγχει ενδελεχώς τις πράξεις, τις παραλείψεις, αλλά και τις οικονομικές δοσοληψίες των πολιτικών προσώπων μετά την ολοκλήρωση των βουλευτικών ή των υπουργικών τους καθηκόντων.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στα πρόσωπα της πολιτικής έχει ιδιαίτερη σημασία για την περαιτέρω ομαλή λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Χρειάζεται, επομένως, μια σαφής κίνηση προς την κατεύθυνση της διαφάνειας και της ανάληψης προσωπικών ευθυνών, ώστε οι πολίτες να μην αντιμετωπίζουν πλέον τους πολιτικούς ως ανεύθυνους οπορτουνιστές που μόνο τους μέλημα είναι η εξυπηρέτηση ίδιων συμφερόντων.

- Ενίσχυση της κριτικής ικανότητας των πολιτών.
Παρά την εύλογη τάση των πολιτών -λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών- να παρασύρονται από τις υποσχέσεις των πολιτικών, είναι σημαντικό να προκύψει μέσω της παιδείας μια ταχεία ωρίμανση της πολιτικής τους αντίληψης. Οι πολίτες θα πρέπει να καταστούν αφενός πολύ πιο επιφυλακτικοί απέναντι στις υποσχέσεις για εύκολες λύσεις και αφετέρου θα πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί για τις λανθασμένες πολιτικές αποφάσεις και τις συνέπειες που είχαν αυτές στα δημοσιονομικά της χώρας.
Οι πολίτες θα πρέπει να στέκουν κριτικά απέναντι στις πηγές πληροφόρησης, φροντίζοντας να εμπλουτίζουν την ενημέρωσή τους με ποικίλα εγχώρια αλλά και διεθνή μέσα, ώστε να μπορούν να αντιπαραβάλουν τις διάφορες πληροφορίες και απόψεις. Θα πρέπει, συνάμα, να στέκουν κριτικά απέναντι σε διχαστικά και πολωτικά μηνύματα, αναζητώντας τα βαθύτερα κίνητρα κάθε πολιτικής παράταξης και λαμβάνοντας ως δεδομένο πως η πλειονότητα των πολιτικών ελάχιστα ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα του λαού.
Η μελέτη της σύγχρονης ιστορίας και η απλή σύγκριση ανάμεσα σε όσα υποσχέθηκε και σε όσα τελικά έπραξε κάθε πολιτικός, έχουν να φανερώσουν πολλά για την πραγματική δράση των πολιτικών προσώπων.

- Μέριμνα για την ολοκληρωμένη παιδεία των νέων.
Το γεγονός ότι η σύγχρονη κοινωνία τείνει να απομακρύνει τους νέους από την ενασχόληση με τα της πολιτικής, δελεάζοντάς τους με άλλα θέματα και θεάματα, που ανταποκρίνονται περισσότερο στις νεανικές επιθυμίες και επιδιώξεις, λειτουργεί επιζήμια για το πολιτειακό μέλλον της χώρας, αφού προετοιμάζει επί της ουσίας ένα εύκολα χειραγωγούμενο εκλογικό σώμα.
Αν οι νέοι αφήνονται να αδιαφορούν για την ουσιαστική μελέτη της ιστορίας του τόπου, αν αποθαρρύνονται μπροστά στις απαιτήσεις μιας πραγματικής μόρφωσης, που θα ενισχύσει τις νοητικές τους ικανότητες και θα καταστήσει τη σκέψη τους δύσκολα ελέγξιμη από τους μηχανισμούς της προπαγάνδας, τότε είναι πραγματικά δύσκολο να υπάρξει αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας των πραγμάτων.
Οι εκπαιδευτικοί της χώρας, παρά τις πλείστες δυσκολίες που προκύπτουν, θα πρέπει να φροντίσουν, ώστε οι νέοι να αποκτήσουν διάθεση ουσιαστικής εμβάθυνσης στα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα της χώρας, και να προετοιμαστούν έτσι κατάλληλα για μια κριτική αντιμετώπιση του συνόλου του πολιτικού κόσμου.

- Στήριξη της δημοκρατίας.
Η ουσιαστική βάση της δημοκρατίας βρίσκεται στη δυνατότητα να ακούγονται και να τίθενται στην κρίση των πολιτών όλες οι απόψεις, όσο κι αν διαφοροποιούνται μεταξύ τους. Κύριο όπλο, όμως, της προπαγάνδας είναι ακριβώς η δαιμονοποίηση της αντίθετης άποψης και η παρουσίασή της ως αντιπατριωτικής και αντεθνικής ή ως επιζήμιας και καταστροφικής.  
Χρειάζεται, επομένως, η ώριμη εκείνη στάση των πολιτών που δεν θα επιτρέψει τη φίμωση ή την άρνηση του αντιλόγου, καθώς μόνο μέσα από τον αντίλογο προκύπτουν τα τρωτά της άλλης άποψης. Δημοκρατική, είναι, λοιπόν μόνο εκείνη η κοινωνία στην οποία η αντίθετη άποψη, όχι μόνο δεν καταδιώκεται και δεν απορρίπτεται, αλλά κρίνεται εξαιρετικά σημαντική, ώστε να φωτιστεί χάρη σε αυτή το εξεταζόμενο ζήτημα από όλες τις πλευρές του.

Οι πολίτες θα πρέπει, άρα, να επιζητούν τον αντίλογο και να μελετούν με προσοχή τα επιχειρήματα της αντίθετης παράταξης, διότι μόνο έτσι θα μπορούν να προσεγγίζουν πληρέστερα την αλήθεια. 

Έκθεση Β΄ Λυκείου: Εργασία – Επάγγελμα

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Thomas Zimmerman

Έκθεση Β΄ Λυκείου: Εργασία – Επάγγελμα

Η λέξη επάγγελμα αναφέρεται συγκεκριμένα στη βιοποριστική απασχόληση κι έχει έτσι πιο περιορισμένο νοηματικό εύρος σε σχέση με την εργασία που αναφέρεται τόσο στο επάγγελμα όσο και γενικότερα στην καταβολή σωματικών και πνευματικών δυνάμεων για την παραγωγή επιθυμητού ή επιβεβλημένου έργου, το οποίο δεν σχετίζεται απαραίτητα με την επίτευξη οικονομικού κέρδους.  

Το δικαίωμα στην εργασία και στην επαγγελματική αποκατάσταση είναι θεμελιώδες για κάθε άνθρωπο, κι αυτό σηματοδοτείται κι από την ύπαρξη ειδικής διάταξης στο Σύνταγμα.
Άρθρο 22. Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού.
Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας.

Αντιστοίχως, το δικαίωμα στην εργασία περιλαμβάνεται και στην Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1948):
Άρθρο 23.
1. Καθένας έχει το δικαίωμα να εργάζεται και να επιλέγει ελεύθερα το επάγγελμά του, να έχει δίκαιες και ικανοποιητικές συνθήκες δουλειάς και να προστατεύεται από την ανεργία.
2. Όλοι, χωρίς καμία διάκριση, έχουν το δικαίωμα ίσης αμοιβής για ίση εργασία.
3. Κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα δίκαιης και ικανοποιητικής αμοιβής, που να εξασφαλίζει σε αυτόν και την οικογένειά του συνθήκες ζωής άξιες στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η αμοιβή της εργασίας, αν υπάρχει, πρέπει να συμπληρώνεται με άλλα μέσα κοινωνικής προστασίας.
4. Καθένας έχει το δικαίωμα να ιδρύει μαζί με άλλους συνδικάτα και να συμμετέχει σε συνδικάτα για την προάσπιση των συμφερόντων του.
Άρθρο 24
Καθένας έχει το δικαίωμα στην ανάπαυση, σε ελεύθερο χρόνο, και ιδιαίτερα, σε λογικό περιορισμό του χρόνου εργασίας και σε περιοδικές άδειες με πλήρεις αποδοχές.
Άρθρο 25
1. Καθένας έχει δικαίωμα σε ένα βιοτικό επίπεδο ικανό να εξασφαλίσει στον ίδιο και στην οικογένεια του υγεία και ευημερία, και ειδικότερα τροφή, ρουχισμό, κατοικία, ιατρική περίθαλψη όπως και τις απαραίτητες κοινωνικές υπηρεσίες. Έχει ακόμα δικαίωμα σε ασφάλιση για την ανεργία, την αρρώστια, την αναπηρία, τη χηρεία, τη γεροντική ηλικία, όπως και για όλες τις άλλες περιπτώσεις που στερείται τα μέσα της συντήρησής του, εξαιτίας περιστάσεων ανεξαρτήτων της θέλησης του.

Η αξία της εργασίας
Η εργασία αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου, διότι μόνο μέσω αυτής καθίσταται εφικτή η επιβίωση, αλλά και η περαιτέρω ανάδειξη του ατόμου, και άρα η καταξίωση της κοινωνικής του υπόστασης. Ενώ, παράλληλα, η εργασία συνιστά το μέσο για τη συλλογική ευημερία, καθώς χάρη σε αυτή επιτυγχάνεται η παραγωγή όλων εκείνων που κρίνονται αναγκαία για την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού.
Ειδικότερα:

- Διασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης. Μέσω της εργασίας το άτομο κατορθώνει αρχικά να εξασφαλίζει τα απαραίτητα για την επιβίωσή του και σταδιακά προχωρά στο να διασφαλίσει μια αξιοπρεπή διαβίωση∙ αναγκαίο ζητούμενο, ώστε να είναι σε θέση αφενός να απολαμβάνει τη ζωή του κι αφετέρου να μπορεί να προσεγγίσει την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του.
Το καθημερινό άγχος για την επιβίωση και οι συνεχείς οικονομικές ανάγκες φθείρουν δραστικά τον άνθρωπο και του αποστερούν τη δυνατότητα να εκπληρώσει τις πραγματικές του επιθυμίες και να διαμορφώσει τη ζωή του κατά τρόπο που να του προσφέρει ευτυχία. Προκύπτει, έτσι, η αδιαπραγμάτευτη ανάγκη να μπορεί μέσω της εργασίας του να διασφαλίζει επαρκείς οικονομικές απολαβές, με απώτερο στόχο την πλήρη οικονομική του ανεξαρτησία. Εντούτοις, οι σημερινές συνθήκες έχουν επιφέρει σημαντικές μειώσεις στους μισθούς, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι άνθρωποι να αδυνατούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους ανάγκες.
Αν ένας εργαζόμενος -πλήρους απασχόλησης- δεν κατορθώνει με το μισθό του να καλύπτει πλήρως τις οικονομικές του υποχρεώσεις, τότε, όχι μόνο παραμένει σε διαρκή ανασφάλεια, αλλά δεν αντλεί από την εργασία του εκείνη την αίσθηση ικανοποίησης που θα του επιτρέψει να συνεχίσει να την πραγματοποιεί με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο. Ζητούμενο, επομένως, για κάθε άνθρωπο δεν είναι απλώς να έχει εργασία, αλλά να μπορεί μέσω αυτής να επιτυγχάνει τη διασφάλιση μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης.

- Λειτουργεί ως παράγοντας κοινωνικοποίησης. Το επάγγελμα του κάθε ανθρώπου δεν αποτελεί μόνο ή απλώς ένα μέσο για την εξασφάλιση οικονομικών εσόδων∙ είναι πολύ περισσότερο κομμάτι της ταυτότητάς του και επιτρέπει στο άτομο να αποκτά μια σεβαστή και αναγνωρίσιμη θέση στο κοινωνικό σύνολο.
Το κάθε άτομο έχει επίγνωση πως με το επάγγελμά του προσφέρει κάτι ουσιαστικό για τους συνανθρώπους του, γνωρίζει πως έχει απέναντί τους ευθύνη, και μέσω της παράλληλης συνειδητοποίησης πως και το ίδιο επωφελείται από την επαγγελματική δραστηριότητα των συνανθρώπων του, διαμορφώνεται και ενισχύεται η κοινωνική του συνείδηση.
Είναι, άρα, η ίδια η επαγγελματική ενασχόληση που επιτρέπει στο άτομο να αποκτήσει βαθύτερο σεβασμό και εκτίμηση για την προσφορά και την εργασία των συνανθρώπων του, αφού πλέον αντιλαμβάνεται πληρέστερα τις απαιτήσεις, την υπευθυνότητα και την κούραση που συνοδεύει κάθε επαγγελματική δραστηριότητα.

- Ισχυροποιεί και καλλιεργεί τις δεξιότητες του ατόμου. Με τη συστηματική επαγγελματική δραστηριότητα το άτομο έχει την ευκαιρία να αξιοποιήσει τις ήδη υπάρχουσες δυνατότητές του, αλλά και να βιώσει νέες επαγγελματικές εμπειρίες και απαιτήσεις που το ωθούν να διερευνήσει ακόμη περισσότερο τις ικανότητές του. Η εργασία, άλλωστε, τείνει να ενισχύει την εργατικότητα, την ανθεκτικότητα, καθώς και την αντίληψη του ατόμου, εφόσον δοκιμάζει διαρκώς τις αντοχές του, αλλά και καλείται να επιλύσει τάχιστα αναπάντεχα προβλήματα και δυσκολίες.
Το σύνολο αυτών των εμπειριών που σχετίζονται με την επαγγελματική δραστηριότητα επιτρέπουν στο άτομο να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στις νοητικές και σωματικές του δυνατότητες, γεγονός που ισχυροποιεί το χαρακτήρα του.
Το άτομο, μάλιστα, γίνεται πολύ πιο αποτελεσματικό σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς του, αφού πλέον αντιλαμβάνεται πολύ καλύτερα τη σημασία της ορθής αξιοποίησης του χρόνου και βρίσκει τρόπους να τον εκμεταλλεύεται πληρέστερα. Ο επαγγελματισμός, η συνέπεια και η έγκαιρη οργάνωση, που του επιτρέπουν να αντεπεξέρχεται στις εργασιακές του υποχρεώσεις, βρίσκουν εφαρμογή και στις λοιπές δραστηριότητές του. Σαφές παράδειγμα, ως προς αυτό, αποτελούν οι εργαζόμενες μητέρες, οι οποίες κατορθώνουν να είναι αποτελεσματικές, όχι μόνο στον επαγγελματικό χώρο, αλλά και σε ό,τι αφορά τις ποικίλες υποχρεώσεις που καλείται να καλύψει ένας γονιός.  

- Συναισθηματική ικανοποίηση. Η επαγγελματική ενασχόληση, ιδίως και κυρίως όταν αυτή αφορά ένα επάγγελμα που βρίσκεται πλησιέστερα στις προσωπικές επιθυμίες του ατόμου, αποτελεί πηγή ουσιαστικής συναισθηματικής ικανοποίησης, καθώς καλύπτει την εσωτερική ανάγκη του ατόμου για δημιουργία και προσφορά. Λειτουργεί, συνάμα, ως στοιχείο ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης του ατόμου, καθώς του δημιουργεί την αίσθηση της επίτευξης και της προσωπικής επιτυχίας.
Το άτομο αισθάνεται χρήσιμο, παραγωγικό και ικανό να πραγματοποιήσει τους προσωπικούς του στόχους, εφόσον έχει πλέον τη δυνατότητα να ρυθμίζει το ίδιο τη ζωή του και να διαχειρίζεται τα χρήματά του.
Συνάμα, μάλιστα, μέσω της επαγγελματικής ενασχόλησης κατορθώνει να γνωρίσει πληρέστερα τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς διαπιστώνει σταδιακά τις ελλείψεις του, αλλά και τις δυνατότητές του.

Αίτια αλλοτρίωσης του ατόμου από την εργασία του
Η αδιαμφισβήτητη αξία της εργασίας υπονομεύεται τα τελευταία χρόνια σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα του ατόμου να αντλεί συναισθηματική ικανοποίηση από την άσκηση του επαγγέλματός του, γεγονός το οποίο σχετίζεται τόσο με τις επαγγελματικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στην εποχή μας, όσο και με την ποιότητα των επιλογών που συχνά εξαναγκάζεται να κάνει το άτομο.

- Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας ωθούν συχνά τους νέους ανθρώπους να επιλέξουν ένα επάγγελμα το οποίο δε σχετίζεται με τις σπουδές και τα ενδιαφέροντά τους μόνο και μόνο για να μπορέσουν να διασφαλίσουν τα αναγκαία οικονομικά έσοδα. Το γεγονός, όμως, ότι καλούνται να εργαστούν σ’ έναν χώρο που δεν κινεί το ενδιαφέρον τους ούτε πιθανώς καλύπτει την εσωτερική τους ανάγκη και έκφραση και δημιουργία, αλλά ούτε και ανταποκρίνεται στις πραγματικές τους ικανότητες, αφαιρεί από την επαγγελματική τους ενασχόληση τη ζητούμενη αίσθηση ευχαρίστησης, ώστε να μπορούν να ασκήσουν για καιρό και με αποτελεσματικότητα το επάγγελμα αυτό.
Το ίδιο αρνητικό πλαίσιο, άλλωστε, διαμορφώνεται όταν το άτομο, αντί να επιλέξει το επάγγελμα που πραγματικά το ευχαριστεί, επιλέγει ένα άλλο με μόνο κριτήριο το οικονομικό κέρδος. Παρά τις ποικίλες δυνατότητες που προσφέρονται στο άτομο μέσω των αυξημένων οικονομικών εσόδων, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι η επαγγελματική ενασχόληση καλύπτει ένα μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς του, και αν δεν μπορεί να αντλήσει ικανοποίηση από αυτή την ενασχόληση, καταλήγει να αισθάνεται παγιδευμένο και απογοητευμένο από τη ζωή του.

- Σε αντίθεση με τις επαγγελματικές δραστηριότητες του παρελθόντος, όπου ο άνθρωπος είχε την ευκαιρία να αναλάβει τη δημιουργία ενός προϊόντος από την αρχή μέχρι την ολοκλήρωσή του, στη σύγχρονη εποχή της εξειδίκευσης και της βιομηχανοποίησης, κάθε υπάλληλος αναλαμβάνει μέρος μόνο της παραγωγικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να αποξενώνεται από το τελικό προϊόν, το οποίο δεν αισθάνεται ως δικό του δημιούργημα. Προκύπτει, έτσι, μια αίσθηση ρουτίνας και μονοτονίας, αφού επί της ουσίας στον κάθε εργαζόμενο αναλογεί μια συγκεκριμένη -η ίδια πάντα- δραστηριότητα.

- Οι σύγχρονες συνθήκες εργασίας που εξαναγκάζουν το άτομο να εργάζεται περισσότερες ώρες από το προβλεπόμενο, χωρίς μάλιστα να λαμβάνει οικονομική ανταμοιβή για τις υπερωρίες αυτές, η απουσία ασφάλισης ή η ελλιπής ασφάλιση, η διαρκής αίσθηση ανασφάλειας ως προς το αν θα μπορέσει να διατηρήσει τη θέση του, αλλά και η μείωση του τελικού μισθού, προκαλούν στο εργαζόμενο άτομο μια έντονα αρνητική διάθεση και μια διαρκώς αυξανόμενη απογοήτευση.
Η εργασία παύει να γίνεται αντιληπτή ως πηγή ευχαρίστησης και ως δικαίωμα, και αντικρίζεται ως προνόμιο, για χάρη του οποίου το άτομο εξαναγκάζεται να δεχτεί ποικίλες παραβιάσεις των εργατικών του δικαιωμάτων.

- Η οικονομική κρίση, άλλωστε, εντείνει σε τέτοιο βαθμό τη δυσκολία επιβίωσης στους περισσότερους επαγγελματικούς χώρους, ώστε παρατηρείται ενίσχυση του ανταγωνιστικού πνεύματος, στο πλαίσιο του οποίου κάθε εργαζόμενος καλείται να διατηρήσει με κάθε κόστος τη θέση του είτε δεχόμενος την υποτίμησή του από την εργοδοσία είτε ακόμη και υπονομεύοντας τους συναδέλφους του, προκειμένου να μην είναι εκείνος που θα απολυθεί.

Συνέπειες της αλλοτρίωσης του ατόμου από την εργασία του
Το άτομο που δεν αντλεί ικανοποίηση από την εργασία του και δεν λαμβάνει την αναγκαία οικονομική ανταμοιβή γι’ αυτή, παύει να είναι αποτελεσματικό. Πολύ περισσότερο, όμως, βιώνει έντονα συναισθήματα άγχους, απογοήτευσης και δυσαρέσκειας, τα οποία αντανακλώνται τόσο στην επαγγελματική του επίδοση, όσο και στη συναναστροφή του με τους υπόλοιπους εργαζόμενους ή τους εξυπηρετούμενους πελάτες. Το άτομο μη μπορώντας να αισθανθεί πως μέσα από την εργασία του προσφέρει κάτι το ουσιαστικό, την εκτελεί εντελώς τυπικά, ζημιώνοντας επί της ουσίας όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά κι εκείνους που εξαρτώνται από τη δική του απόδοση.


Έκθεση Β΄ Λυκείου: Αξιολόγηση μαθητών

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Design Turnpike

Έκθεση Β΄ Λυκείου: Αξιολόγηση μαθητών

Αξιολόγηση: Η εκτίμηση της απόδοσης ή της αξίας κάποιου με συγκεκριμένα κριτήρια.

Η αξιολόγηση στο πλαίσιο της σχολικής εκπαίδευσης, και ειδικότερα η βαθμολόγηση της επίδοσης των μαθητών, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας, παρά το γεγονός ότι συχνά τίθεται σε αμφισβήτηση το κατά πόσο είναι αντικειμενική και το κατά πόσο αποτιμά επαρκώς τις δυνατότητες των αξιολογούμενων μαθητών.

Μορφές της εκπαιδευτικής αξιολόγησης
Η αξιολόγηση της σχολικής επίδοσης είναι μια πολύπλευρη διαδικασία που διατρέχει το σύνολο του εκπαιδευτικού έτους, βασίζεται σε συγκεκριμένη μεθοδολογία κι έρχεται να διαπιστώσει το βαθμό επίτευξης συγκεκριμένων εκπαιδευτικών στόχων, που έχουν τεθεί εξαρχής από τον διδάσκοντα.
Διαγνωστικά τεστ. Ένα πρώτο ζητούμενο της σχολικής αξιολόγησης είναι να αποτιμηθεί το γνωστικό επίπεδο των μαθητών στην αρχή του σχολικού έτους, ώστε ο εκπαιδευτικός να μπορεί να προγραμματίσει πληρέστερα την πορεία του μαθήματος, προκειμένου να καλύψει τυχόν ελλείψεις από την ύλη των προηγούμενων ετών. Η αποτίμηση αυτή μπορεί να επιτευχθεί, ως ένα βαθμό, με σύντομα διαγνωστικά τεστ, τα οποία δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην τελική βαθμολογία του μαθητή, καθώς βασικός τους στόχος είναι η αρχική εκτίμηση του γνωστικού επιπέδου στο εκάστοτε τμήμα.
Προφορική εξέταση. Η πρώτη βασική πηγή πληροφόρησης για τις επιδόσεις των μαθητών προσφέρεται στον διδάσκοντα από τη διαδικασία της προφορικής εξέτασης κατά τη διάρκεια του μαθήματος. Μέσω της σύντομης αυτής εξέτασης, που περιορίζεται σε λίγους κάθε φορά μαθητές, ο εκπαιδευτικός έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί αφενός σε ποιο βαθμό γίνεται κατανοητό το διδασκόμενο αντικείμενο και αφετέρου κατά πόσο οι μαθητές είναι συστηματικοί και συνεπής ως προς την καθημερινή τους μελέτη.
Αξίζει να σημειωθεί πως μέσω αυτής της εξέτασης ο εκπαιδευτικός μπορεί να ελέγχει από μάθημα σε μάθημα το βαθμό επίτευξης των εκπαιδευτικών στόχων που έχει θέσει, και φυσικά το βαθμό απόδοσης της διδακτικής μεθόδου που έχει επιλέξει. Αν, επομένως, αντιληφθεί πως οι μαθητές δεν έχουν την αναμενόμενη ανταπόκριση, έχει την ευκαιρία να αλλάξει έγκαιρα τη διδακτική του προσέγγιση, αλλά και να επιστρέψει εκ νέου σε σημεία της ύλης που δεν έγιναν επαρκώς κατανοητά.
Καθημερινή αλληλεπίδραση. Ο εκπαιδευτικός έχει, βέβαια, τη δυνατότητα να διερευνά τις δυνατότητες κάθε μαθητή και μέσα από τη συμμετοχή του κατά τη διάρκεια της διδακτικής ώρας. Η διατύπωση αποριών, οι απαντήσεις σε ερωτήματα του εκπαιδευτικού, η επίλυση ασκήσεων, οι εργασίες που του έχουν ανατεθεί, προσφέρουν σαφείς ενδείξεις για το αν ο μαθητής έχει κατανοήσει το διδασκόμενο αντικείμενο, αλλά και για την ποιότητα της καταβληθείσας προσπάθειας και μελέτης. 
Γραπτές εξετάσεις (διαγωνίσματα τετραμήνου).  Τα διαγωνίσματα τετραμήνου -για το Λύκειο- αποτελούν πολύ σημαντικό κριτήριο για τη βαθμολόγηση του μαθητή, καθώς αφορούν ευρύ και συγκεκριμένο τμήμα της ύλης, και η ημερομηνία διεξαγωγής τους είναι εκ των προτέρων γνωστή, οπότε η σχετική προετοιμασία του μαθητή θεωρείται δεδομένη. Με τα διαγωνίσματα αυτά ο εκπαιδευτικός ελέγχει το κατά πόσο έχει αφομοιωθεί ένα μεγάλο μέρος της ύλης, το κατά πόσο έχει προηγηθεί συστηματική μελέτη από την πλευρά των μαθητών, αλλά και το αν έχει αποδώσει επαρκώς η διδακτική του μέθοδος.
Αντίστοιχα συμπεράσματα προκύπτουν, φυσικά, και από τις γραπτές εξετάσεις στο τέλος του σχολικού έτους, οπότε ελέγχεται το σύνολο της εξεταστέας ύλης και το ολικό επίπεδο αφομοίωσης του εκάστοτε αντικειμένου.

Τα θετικά στοιχεία της αξιολόγησης
Η αξιολόγηση αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για τον εκπαιδευτικό, ώστε να μπορεί να αποτιμήσει την πορεία του εκπαιδευτικού έργου, αλλά και για τον μαθητή, καθώς του επιτρέπει να εκτιμήσει την απόδοσή του σε κάθε εξεταζόμενο μάθημα.
Ειδικότερα:

- Παρέχει στον εκπαιδευτικό τη δυνατότητα να διαπιστώνει το γνωστικό επίπεδο των μαθητών, να ελέγχει την πορεία της μαθησιακής διαδικασίας και να επαναπροσδιορίζει τους επιμέρους διδακτικούς στόχους ανάλογα με την απόδοση των μαθητών του.
Επιπλέον, του επιτρέπει να αξιολογεί την αποτελεσματικότητα της διδακτικής του μεθόδου και να αναπροσαρμόζει κάθε φορά το ρυθμό του μαθήματος, προκειμένου να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Είναι, άρα, σημαντικό να γίνει αντιληπτό πως μέσω της αξιολόγησης των μαθητών ο εκπαιδευτικός αξιολογεί επί της ουσίας το δικό του έργο, και καλείται να αξιοποιήσει τα συμπεράσματα της αξιολόγησης, για να βελτιώσει τη δική του διδακτική προσέγγιση. Αν, επομένως, ένας εκπαιδευτικός παραμένει αδρανής απέναντι σε μια σημαντικά μειωμένη μαθητική απόδοση, τότε αδυνατεί να αντιληφθεί το μέρος της ευθύνης που του αναλογεί και αφήνει ανεκμετάλλευτα τα εμφανή μηνύματα που λαμβάνει από την αξιολόγηση.

- Επιτρέπει στον εκπαιδευτικό να αξιοποιεί τον αντίκτυπο που έχει η αξιολόγηση στους μαθητές, για να τους δώσει ένα σημαντικό έναυσμα να εντείνουν την προσπάθειά τους. Μπορεί, έτσι, να επιβραβεύσει έναν επιμελή μαθητή, αλλά και να δώσει κίνητρο σ’ έναν μαθητή που, αν και έχει δυνατότητες, δεν δείχνει την απαιτούμενη αφοσίωση στη μελέτη του.

- Η αξιολόγηση εξοικειώνει τους μαθητές με την έννοια της αξιοκρατίας και της αναγνώρισης της προσπάθειας, καθώς τείνει να επιβραβεύει εκείνους που είναι περισσότερο συνεπείς στα μαθητικά τους καθήκοντα.

- Μέσω της αξιολόγησης οι μαθητές έχουν την ευκαιρία να διαπιστώσουν ή και να επιβεβαιώσουν τις τυχόν ελλείψεις και αδυναμίες τους σε ορισμένα μαθήματα, και άρα να εντείνουν τη σχετική τους προσπάθεια.
Αντιστοίχως, έχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσουν σε ποια μαθήματα έχουν ιδιαίτερα καλή απόδοση και να διερευνήσουν έτσι πιο αποτελεσματικά τις κλίσεις και τις δεξιότητές τους. Συχνά, άλλωστε, μέσα από αυτή τη διαδικασία οι νέοι συνειδητοποιούν ποιες επιστήμες και ποιες ασχολίες κινούν περισσότερο το ενδιαφέρον τους και λαμβάνουν μια σημαντική ανατροφοδότηση σχετικά με τον μελλοντικό τους επαγγελματικό προσανατολισμό.

- Η αξιολόγηση συνιστά κίνητρο ιδιαίτερης βαρύτητας -κάποτε, μάλιστα, το μόνο κίνητρο- για τη συστηματική ενασχόληση με τα σχολικά μαθήματα. Είναι προφανές πως αν απουσίαζε η διαδικασία της αξιολόγησης η πλειονότητα των μαθητών θα έπαυε να ασχολείται με τις μαθητικές υποχρεώσεις, καθώς θα δημιουργούταν η αίσθηση πως με ή χωρίς προσπάθεια το αποτέλεσμα είναι κοινό για όλους. Θα έπαυε, δηλαδή, να υπάρχει η προσδοκία της διάκρισης, της επιβράβευσης και της επίτευξης, αφού η εκπαιδευτική διαδικασία θα οδηγούσε σε πλήρη εξομοίωση ανεξάρτητα από τις ξεχωριστές δυνατότητες του κάθε μαθητή.

- Η αξιολόγηση ενισχύει, επιπλέον, την αίσθηση υπευθυνότητας των μαθητών, αφού τους επιτρέπει να αντιληφθούν τις συνέπειες και τα αποτελέσματα, όταν επιδεικνύουν αδιαφορία απέναντι σε κάποιο σχολικό μάθημα. Προκύπτει, έτσι, μια καίρια συνειδητοποίηση σχετικά με την ανάγκη ύπαρξης προγράμματος μελέτης και συνεπούς στάσης απέναντι στις μαθητικές υποχρεώσεις.
Προσφέρει, άρα, η αξιολόγηση μια πρόγευση της υπευθυνότητας και της συνέπειας που θα κληθούν να επιδεικνύουν στην ενήλικη ζωή τους οι μαθητές, όπου, βέβαια, η παραμέληση καθηκόντων και υποχρεώσεων έχει σαφώς σημαντικότερες επιπτώσεις.

Τα αρνητικά στοιχεία της αξιολόγησης
Παρά το γεγονός ότι η αξιολόγηση συνιστά αναγκαίο εργαλείο στην εκπαιδευτική διαδικασία, διατυπώνονται συχνά αμφισβητήσεις ως προς την πραγματική αξία της και φυσικά ως προς τα πιθανά οφέλη της, καθώς είναι σαφές πως δεν κατορθώνει πάντοτε να πληροί τους αναγκαίους όρους αντικειμενικότητας.
Ειδικότερα:

- Η αξιολόγηση τείνει να αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τις ειδικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της οικογένειας των μαθητών, εφόσον είναι διαπιστωμένο πως η σχολική επίδοση συνδέεται αρκετά στενά με τις αντίστοιχες οικονομικές δυνατότητες. Ένας μαθητής, άλλωστε, που ζει σ’ ένα ασταθές οικογενειακό περιβάλλον, με οικονομικά προβλήματα και αδυναμία διασφάλισης εξωσχολικής στήριξης στα μαθήματά του, δεν μπορεί να έχει τις ίδιες επιδόσεις μ’ έναν συμμαθητή του που έχει οικονομική άνεση και συνεχή οικογενειακή στήριξη. Προκύπτει, έτσι, ένα είδος ταξικού διαχωρισμού μέσω της αξιολόγησης, που εντείνει τα αρνητικά συναισθήματα των λιγότερων ευνοημένων μαθητών και λειτουργεί ανασταλτικά στην πρόθεση δημιουργίας ενός σχολείου ίσων ευκαιριών, όπου οι μαθητές θα έχουν τη δυνατότητα να βιώνουν τη σχολική τους ζωή απαλλαγμένοι από οποιαδήποτε αίσθηση κοινωνικής ή άλλης διάκρισης.

- Η αξιολόγηση λειτουργεί -ιδίως στα χέρια αναποτελεσματικών εκπαιδευτικών- ως μέσο πίεσης, αν όχι τιμωρίας, απέναντι σ’ εκείνους τους μαθητές που αντιδρούν στην αδυναμία του ίδιου του εκπαιδευτικού να προσφέρει μια ποιοτική εκπαιδευτική εμπειρία. Θα πρέπει, άλλωστε, να είναι σαφές πως οι χαμηλές επιδόσεις των μαθητών δεν βαρύνουν ποτέ κατ’ αποκλειστικότητα τους μαθητές, καθώς συχνά υποδεικνύουν ακριβώς την απουσία ορθής παιδαγωγικής προσέγγισης από τη μεριά του εκπαιδευτικού.

- Η αξιολόγηση προσδίδει στην εκπαιδευτική διαδικασία μιαν εντελώς ανεπιθύμητη αίσθηση καταναγκασμού, που υπονομεύει δραστικά την ειλικρινή διάθεση των μαθητών για την απόκτηση γνώσεων. Οι μαθητές βιώνουν, έτσι, την εκπαιδευτική διαδικασία όχι ως ένα ερέθισμα στη δική τους αυτενέργεια και αυτόβουλη διάθεση, αλλά ως μια εξαναγκαστική εμπειρία, που αποκτά αρνητικό χαρακτήρα.

- Η αντικειμενικότητα της αξιολόγησης αμφισβητείται συνεχώς, διότι είναι πάντοτε υπαρκτή η εντύπωση πως ο κάθε καθηγητής βαθμολογεί -αυθαίρετα- ανάλογα με τις προσωπικές του εκπαιδευτικές πεποιθήσεις, αλλά και τις τυχόν συμπάθειες ή αντιπάθειες που έχει. Η αίσθηση, άλλωστε, πως η βαθμολόγηση ορισμένων καθηγητών διακρίνεται για την αυστηρότητα ή την επιείκειά της, προκύπτει εύλογα με μια απλή αντιπαράθεση των βαθμολογιών που έχει παραδώσει.
Συνάμα, το γεγονός ότι η αξιολόγηση δεν είναι περιγραφική, οπότε θα υπήρχε η δυνατότητα να συνεκτιμηθούν ποικίλες πτυχές της προσωπικότητας και των δυνατοτήτων του μαθητή, αλλά περιορίζεται σε μια βαθμολογική κατάταξη, δημιουργεί την αίσθηση της ανεπαρκούς αποτίμησης, που υποβαθμίζει το πολύπλευρο της προσωπικότητας του μαθητή.

- Η αξιολόγηση, και η συνεπαγόμενη διάκριση των μαθητών σε καλούς και κακούς, επενεργεί αρνητικά στην εφηβική ψυχοσύνθεσή τους, ιδίως εφόσον η αξιολόγηση αποτυγχάνει να αποτυπώσει τόσο τις ιδιαίτερες συνθήκες που οφείλει να αντιμετωπίσει κάθε μαθητής όσο και τις ξεχωριστές δεξιότητες που ενδεχομένως χαρακτηρίζουν το μαθητή (κοινωνικότητα, δημιουργικότητα, πρωτοτυπία στη σκέψη, αθλητικές διακρίσεις, εξωσχολικές πρωτοβουλίες και δράσεις), που δεν αναδεικνύονται μέσα από τα εξεταζόμενα μαθήματα -ή μέσα από τον τρόπο αξιολόγησης των συγκεκριμένων μαθημάτων.

- Η αξιολόγηση καθιστά συχνά τη βαθμολογική απόδοση των μαθητών κύριο ζητούμενο για τους ίδιους τους μαθητές και την οικογένειά τους, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την ουσιαστική αποστολή του σχολείου, που είναι η μετάδοση γνώσεων. Οι μαθητές τρέπονται σε βαθμοθήρες και προσεγγίζουν πλέον τα μαθήματα μόνο με τη λογική της επίτευξης ενός καλού βαθμού. Επικρατούν, έτσι, αρνητικά φαινόμενα, όπως είναι η στείρα αποστήθιση, αλλά και ο αυξημένος ανταγωνισμός μεταξύ των μαθητών.
Το σχολείο, ωστόσο, θα πρέπει να προωθεί τη διάθεση των μαθητών για ολόπλευρη προσέγγιση των μαθημάτων και για ουσιαστική εμβάθυνση σε αυτά, με προσωπική έρευνα, συνεργατικές εργασίες, αλλά και διαλογικές διερευνήσεις στο πλαίσιο της διδακτικής ώρας.

- Η υπερτίμηση της σημασίας των βαθμών σημαίνει τη συνακόλουθη τοποθέτηση των εξετάσεων σε κεντρικό πλάνο για τους μαθητές, καθιστώντας τελικά την εκπαιδευτική διαδικασία σε μια συνεχή δοκιμασία εξετάσεων, όπου η κατάκτηση του βαθμού αποτελεί το κύριο και βασικό μέλημα των μαθητών.

- Με την αξιολόγηση διαταράσσεται η παιδαγωγική σχέση ανάμεσα στον μαθητή και στον καθηγητή απ’ τη στιγμή που ο τελευταίος αναλαμβάνει τον ρόλο του βαθμολογητή. Ο βαθμός, άλλωστε, ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως από το μαθητή, ο οποίος σε περίπτωση χαμηλής βαθμολόγησης τείνει να θεωρεί ότι ο καθηγητής του τον βλέπει με αρνητικό τρόπο και πως ίσως τον αδικεί ηθελημένα.

Τρόποι βελτίωσης της διαδικασίας αξιολόγησης
Η αξιολόγηση, παρά τα σημαντικά της μειονεκτήματα, αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, καθώς λειτουργεί ως βασικός παράγοντας επιβράβευσης της συστηματικής προσπάθειας των μαθητών, κινητοποιεί εκείνους που δεν έχουν αυξημένο ενδιαφέρον για τα μαθήματα και εξοικειώνει εν γένει τους μαθητές με την έννοια της αξιοκρατίας. Προκειμένου, πάντως, η αξιολόγηση να γίνεται αποδεκτή με πιο θετικό τρόπο, θα πρέπει να υπάρξουν ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο που αυτή πραγματοποιείται.
Ειδικότερα:

- Ένα πρώτο βήμα οφείλει να είναι η σχετική εκπαίδευση του συνόλου των καθηγητών στη διαδικασία βαθμολόγησης γραπτών και αξιολόγησης της επίδοσης των μαθητών, προκειμένου να υπάρχει ένας κοινός τρόπος προσέγγισης του ζητήματος. Η αξιολόγηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ερασιτεχνική, ούτε να τελείται με προσωπικά κριτήρια.
Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και ο ορισμός συγκεκριμένων και κοινών για όλους κριτηρίων, θα διασφαλίσει σε σημαντικό βαθμό την αντικειμενικότητα αυτού του θεσμού. Ενώ, κρίνεται καίριας σημασίας η αποδέσμευση της βαθμολόγησης από οποιαδήποτε υπόνοια προσωπικής συμπάθειας ή τιμωρίας. Οι μαθητές θα πρέπει να νιώθουν βέβαιοι πως η βαθμολόγησή τους είναι αντικειμενική και πως δεν έχει χαρακτήρα «αντεκδίκησης».  

-  Με δεδομένο το γεγονός ότι η βαθμολογική αξιολόγηση δεν μπορεί να αποτιμήσει επαρκώς τις δυνατότητες και την προσωπικότητα του μαθητή, θα πρέπει να υπάρξει μια συμπληρωματική διαδικασία περιγραφικής αξιολόγησης κατά την οποία θα παρουσιάζονται οι ελλείψεις, αλλά και οι δυνατότητες του μαθητή, ώστε μέσα από αυτή τη διαδικασία να αντιλαμβάνεται πληρέστερα που μειονεκτεί και που είναι περισσότερο αποδοτικός.
Συνάμα, θα πρέπει στο πλαίσιο της αξιολόγησης να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της δραστηριότητας του μαθητή, ώστε να τονίζονται με θετικό τρόπο εκείνες οι δεξιότητες και ικανότητές του που δεν καλύπτονται από κάποιο συγκεκριμένο μάθημα. Στοιχεία όπως είναι η δημιουργικότητα, η έφεση στη συγγραφή, ο αθλητισμός, ο εθελοντισμός, η συμμετοχή στα μαθητικά συμβούλια, καλλιτεχνικές δραστηριότητες κ.ά., θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στη γενικότερη αποτίμηση της παρουσίας του μαθητή στη σχολική ζωή.

- Οι καθηγητές θα πρέπει να προχωρούν σε λεπτομερή παρουσίαση των κριτηρίων και των τρόπων μέσω των οποίων πραγματοποιείται η αξιολόγηση, ώστε οι μαθητές να γνωρίζουν έγκαιρα και με σαφήνεια σε τι και ως προς τι αξιολογούνται.

- Οι καθηγητές οφείλουν να πραγματοποιούν την αξιολόγηση με τη μεγαλύτερη δυνατή αντικειμενικότητα, χωρίς να μεροληπτούν ή να δείχνουν περισσότερη επιείκεια σε ορισμένους μαθητές.

Αντιστοίχως, οι μαθητές θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τους βαθμούς της αξιολόγησης ως δείκτες μιας συγκεκριμένης περιόδου, που σαφώς δεν προδικάζουν την μελλοντική εξέλιξη, εφόσον μια συστηματικότερη προσπάθεια μπορεί να αποδώσει πολύ υψηλότερους βαθμούς στην πορεία. Άλλωστε, οι βαθμοί δεν θα πρέπει να αποτελούν το κύριο μέλημα των μαθητών, εφόσον η εκπαιδευτική διαδικασία αποβλέπει σε πολύ πιο ουσιαστικούς στόχους. 

Έκθεση Β΄ Λυκείου: Αυτοκριτική

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Frank Robert Dixon

Έκθεση Β΄ Λυκείου: Αυτοκριτική

Αυτοκριτική ονομάζεται η κριτική που ασκεί κανείς στο εαυτό του∙ η διαδικασία αυτοελέγχου, κατά την οποία επιχειρείται η αποτίμηση πράξεων, συμπεριφορών και επιλογών. Μέσω της αυτοκριτικής, λοιπόν, το άτομο θέτει υπό -αυστηρό- έλεγχο τον ίδιο του τον εαυτό προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο η προσωπικότητά του, οι μέχρι τότε δράσεις του κι η ταυτότητά του εν γένει βρίσκονται σε αρμονία με τις πραγματικές του επιθυμίες και επιδιώξεις.

Η αξία της αυτοκριτικής
Η αυτοκριτική αποτελεί μια ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία, καθώς το άτομο χρειάζεται να αντικρίσει και να αξιολογήσει με απόλυτη ειλικρίνεια τον εαυτό του και τις πράξεις του, αν πραγματικά θέλει να βελτιώσει τη ζωή του και να ολοκληρώσει την προσωπικότητά του. Είναι, συνάμα, μια επίπονη διαδικασία, αφού το άτομο οφείλει να έρθει αντιμέτωπο με τις ελλείψεις και τις αδυναμίες του, χωρίς να επιχειρεί να δικαιολογήσει τον εαυτό του για όσα μπορούσε, αλλά απέφυγε να κάνει.

- Μέσω της αυτοκριτικής το άτομο έχει τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει τις πραγματικές κλίσεις και δεξιότητές του, τις αρέσκειες και τις απαρέσκειες, καθώς και τα τυχόν μειονεκτήματά του. Πρόκειται για μια διερεύνηση καίριας σημασίας, ιδίως κατά τα εφηβικά χρόνια, οπότε το άτομο καλείται να επιλέξει τον επαγγελματικό του προσανατολισμό. Είναι σαφές πως ένας ειλικρινής αυτοέλεγχος θα προφυλάξει τον νέο από μια λανθασμένη επαγγελματική επιλογή που θα έχει βασιστεί σε μια υπερεκτίμηση ή υποτίμηση των δυνατοτήτων του. Αντιστοίχως, θα τον αποτρέψει από το να κάνει μια επαγγελματική επιλογή που δεν ανταποκρίνεται σε όσα πραγματικά τον εκφράζουν και του κινούν το ενδιαφέρον.

- Η αυτοκριτική οδηγεί το άτομο στην αυτογνωσία, και άρα στη συνειδητοποίηση των πραγματικών επιθυμιών και επιδιώξεών του, επιτρέποντάς του να κατευθύνει τη ζωή του προς τις επιλογές εκείνες που ανταποκρίνονται και ικανοποιούν τις αληθινές προσδοκίες του. Καθίσταται, έτσι, εφικτή η πάντοτε ζητούμενη κατάσταση της εσωτερικής ισορροπίας, και η αποφυγή των απωθημένων εκείνων που υπονομεύουν την αίσθηση ευτυχίας και ηρεμίας του ατόμου.
Συνάμα, το άτομο εντοπίζοντας τα πραγματικά του προτερήματα και τις πραγματικές του δυνατότητες, κατορθώνει στην πορεία να φτάσει στην αυτοπραγμάτωση, στην κατάσταση εκείνη κατά την οποία θα έχει αναπτύξει πλήρως ολόκληρο το δυναμικό του. Η αυτοπραγμάτωση, βέβαια, προϋποθέτει μια παράλληλη συνειδητή προσπάθεια βελτιστοποίησης του ατόμου, ιδίως στους τομείς που ήδη γνωρίζει πως μπορεί να επιτύχει αξιόλογα αποτελέσματα.

- Η αυτοκριτική αποτελεί ένα πολύ σημαντικό βήμα προς την ηθικοποίηση του ατόμου, αφού θέτει σε έλεγχο τη συμπεριφορά του και φυσικά τη στάση του απέναντι στους άλλους ανθρώπους. Του προσφέρει, άλλωστε, την ευκαιρία να γνωρίσει πραγματικά τον εαυτό του και να φτάσει έτσι -εύκολα ή δύσκολα- στην αποδοχή της αληθινής του ταυτότητας∙ κι είναι αυτή ακριβώς η αποδοχή που εξισορροπεί εσωτερικά το άτομο και του επιτρέπει να έχει πολύ πιο αρμονικές σχέσεις με τους γύρω του.
Είναι δίχως άλλο δεδομένο πως ένας άνθρωπος που δεν αποδέχεται ο ίδιος τον εαυτό του -με όλες τις ελλείψεις και τα προτερήματά του- δεν μπορεί να δημιουργήσει ποιοτικές και ισόρροπες σχέσεις με τους άλλους, αφού η εσωτερική του συγκρουσιακή κατάσταση και απογοήτευση προβάλλεται στους άλλους, προκαλώντας διαρκώς ανώφελες εντάσεις. Το άτομο τείνει να αποδίδει στους άλλους την απόρριψη που αισθάνεται το ίδιο για τον εαυτό του, ματαιώνοντας κάθε πιθανότητα να δημιουργήσει σχέσεις αρραγούς εμπιστοσύνης και ασφάλειας.

- Η αυτοκριτική λειτουργεί αφυπνιστικά για το άτομο και το ωθεί σε μια συνεχή προσπάθεια να βελτιώσει τις πτυχές εκείνες της προσωπικότητας, αλλά και της ζωής του, που δεν βρίσκονται στα επιθυμητά επίπεδα.
Οι άνθρωποι, άλλωστε, και ιδίως οι νέοι, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους πως η διαδικασία βελτιστοποίησης του εαυτού τους δεν περιορίζεται -ούτε αφορά μόνο- τα εφηβικά χρόνια. Είναι μια ακατάπαυστη διαδικασία που δεν επιτρέπει ούτε τον εφησυχασμό ούτε την εγκατάλειψη των προσπαθειών. Απαιτεί αυστηρή αυτοπειθαρχία και διαρκή επαφή με τους επιθυμητούς στόχους και επιδιώξεις. Έννοιες, όπως η δια βίου μάθηση και ο επαναπροσδιορισμός των βλέψεων του ατόμου, βασίζονται ακριβώς στην επίγνωση πως ο άνθρωπος έχει πάντοτε τη δυνατότητα να αλλάξει προς το καλύτερο τη ζωή του -και τον εαυτό του.

- Επιπλέον, χάρη στην αυτοκριτική το άτομο μπορεί να ξεκαθαρίσει στη σκέψη του τις απόψεις και τις αντιλήψεις που το εκφράζουν πληρέστερα, ώστε να διαμορφώσει την προσωπική του κοσμοθεωρία. Προφυλάσσεται, έτσι, από τα έτοιμα νοητικά σχήματα -στερεότυπα- που του έχουν μεταδώσει τα προηγούμενα χρόνια και συνειδητοποιεί ποια πραγματικά είναι η δική του θέση απέναντι στα διάφορα κοινωνικά, πολιτικά, αλλά και προσωπικά ζητήματα. Πρόκειται για ένα ακόμη σημαντικό βήμα στο χτίσιμο μιας αυτόνομης προσωπικότητας, με ατομική θέληση και στάση.

Αίτια που οδηγούν στην απουσία ή την αναποτελεσματικότητα της αυτοκριτικής
Η αυτοκριτική ενέχει εγγενείς δυσκολίες δεδομένου ότι το ίδιο το άτομο καλείται να κρίνει και να αξιολογήσει τον εαυτό του, γεγονός που καθιστά δυσεπίτευκτη τη ζητούμενη αντικειμενικότητα. Συνάμα, όμως, η διαδικασία της αυτοκριτικής δυσχεραίνεται και από την επικρατούσα κοινωνική κατάσταση, όπου η πλειονότητα των ανθρώπων παρασύρεται από τα έξωθεν επιβεβλημένα πρότυπα -καταναλωτισμού, προσωπικής ανάδειξης κ.ά.- και αδυνατεί να προχωρήσει στον προσδιορισμό ενός ατομικού πλαισίου αξιών και επιδιώξεων.
Ειδικότερα:

- Ο υλισμός, ο καταναλωτισμός κι η επίδραση των μαζικών προτύπων
Η σύγχρονη κοινωνία υπό την επίδραση του καπιταλιστικού προτύπου, όπου η κατοχή υλικών αγαθών, ο καταναλωτισμός και η οικονομική επιτυχία αποτελούν τα βασικά κριτήρια για την αναγνώριση και την αποδοχή του ατόμου, επηρεάζουν βαθύτατα τους περισσότερους ανθρώπους. Το άτομο αδυνατεί να ξεφύγει από τη συλλογική αυτή πίεση για την επίτευξη αποτελεσμάτων που θα του διασφαλίσουν αμιγώς οικονομικό κέρδος. Έτσι, βασικές έννοιες όπως είναι η ηθικότητα, η αυτοπραγμάτωση κι η βίωση της ζωής σε αρμονία με τις πραγματικές επιθυμίες του ατόμου περνούν σε δεύτερη μοίρα και παραγνωρίζονται.
Το άτομο καταλήγει, επομένως, να ασχολείται μόνο με το πόσα έχει και πόσα μπορεί να αποκτήσει, κι όχι με την αυτογνωσία και τη βελτίωση του εαυτού του σε προσωπικό, ηθικό και διανοητικό επίπεδο. Τα υλικά αγαθά ξεπερνούν σε σημασία τις εσωτερικές ποιότητες του ατόμου.

- Έλλειψη χρόνου
Οι γοργοί ρυθμοί της σύγχρονης ζωής, οι πολλαπλές επαγγελματικές απαιτήσεις, αλλά και η πληθώρα ενημέρωσης -με ουσιαστικές, αλλά και ανούσιες ειδήσεις- μειώνουν δραματικά τον ελεύθερο χρόνο του ατόμου, όπως και τη δυνατότητά του να αποδεσμευτεί απ’ όλα αυτά τα εξωτερικά ερεθίσματα και να αφιερώσει τον αναγκαίο απερίσπαστο χρόνο που απαιτεί η διαδικασία της αυτοκριτικής.

- Ελαττώματα και αδυναμίες του ατόμου
Η διαδικασία της αυτοκριτικής απαιτεί αυστηρή ειλικρίνεια, αλλά και διάθεση παραδοχής των προσωπικών σφαλμάτων και ελλείψεων, στοιχεία που την καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη για τους περισσότερους ανθρώπους, αφού από εγωισμό και από απροθυμία ανάληψης της αναλογούσας σε αυτούς ευθύνης, είτε αποφεύγουν πλήρως την αυτοκριτική είτε επιλέγουν να εθελοτυφλούν μπροστά στα λάθη και στις παραλείψεις τους.
Είναι, άλλωστε, πραγματικά δύσκολο για έναν άνθρωπο να παραδεχτεί πως έχει αδρανήσει απέναντι σε βασικά ζητούμενα της ζωής του και πως θα μπορούσε να έχει χειριστεί πολύ διαφορετικά ποικίλες καταστάσεις, καθώς μια τέτοια συνειδητοποίηση θέτει σε δοκιμασία την αυτοπεποίθησή του και κλονίζει την εμπιστοσύνη στην προσωπική του αντίληψη και κριτική ικανότητα. Ενώ, παράλληλα, μια εύστοχη και αποτελεσματική αυτοκριτική απαιτεί από το άτομο μια ουσιαστική εμβάθυνση στην προσωπικότητα και στις επιλογές του∙ εμβάθυνση ανέφικτη για άτομα που έχουν συνηθίσει στην επιφανειακή προσέγγιση, στις αστόχαστες αποφάσεις και στο να ακολουθούν απλώς τις επικρατούσες τάσεις.

- Οι δεδομένες δυσκολίες της αυτοκριτικής
Όπως είναι δεδομένα δύσκολο για έναν άνθρωπο να δεχτεί κριτική από άλλους, κι εξωθείται σε μια προσπάθεια δικαιολόγησης των πράξεων και των επιλογών του, καθώς αισθάνεται πως αδικείται, εξίσου δύσκολο του είναι και να κρίνει ο ίδιος τον εαυτό του, αφού σχεδόν ασυνείδητα επιχειρεί να παραβλέψει τα πιο επώδυνα κι εν τέλει τα πιο ουσιώδη τρωτά σημεία της ζωής και της προσωπικότητάς του.
Συνάμα, ενώ για έναν εξωτερικό παρατηρητή είναι ευκολότερη μια αποστασιοποιημένη, και άρα αντικειμενική, εκτίμηση και αξιολόγηση της συμπεριφοράς και των επιλογών ενός άλλου ανθρώπου, όταν το άτομο επιχειρεί να κάνει το ίδιο για τον εαυτό του η αντικειμενικότητα μοιάζει σχεδόν ανέφικτη. Προκύπτει, έτσι, μια ενδεχομένως επιεικής και επιλεκτική εξέταση ορισμένων μόνο πτυχών, που καταλήγει σε ελλιπή συμπεράσματα.

Η ανάγκη του ατόμου, άλλωστε, για κοινωνική αποδοχή και διάκριση, το εξωθούν συχνά να εκλαμβάνει τις κοινωνικές επιταγές και τις ευρύτερα αποδεκτές επιλογές, ως γνήσια δικές του επιθυμίες. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τη διερεύνηση και τον εντοπισμό της αληθινής φύσης του ατόμου, αφού η εγχάραξη των κοινωνικών προτύπων επιτυγχάνεται ήδη από πολύ μικρή ηλικία. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...