Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Άννα Δαλασσηνή»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Erwin Olaf

Κωνσταντίνος Καβάφης «Άννα Δαλασσηνή»

Εις το χρυσόβουλλον που έβγαλ’ ο Aλέξιος Κομνηνός
για να τιμήσει την μητέρα του επιφανώς,
την λίαν νοήμονα Κυρίαν Άννα Δαλασσηνή —
την αξιόλογη στα έργα της, στα ήθη —
υπάρχουν διάφορα εγκωμιαστικά:
εδώ ας μεταφέρουμε από αυτά
μια φράσιν έμορφην, ευγενική
«Ου το εμόν ή το σον, το ψυχρόν τούτο ρήμα, ερρήθη». 

Άννα Δαλασσηνή (; - Κωνσταντινούπολη, 1105)
Μητέρα του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού. Η Άννα καταγόταν από την αριστοκρατική οικογένεια των Δαλασσηνών και παντρεύτηκε τον κουροπαλάτη Ιωάννη Κομνηνό, αδερφό του αυτοκράτορα Ισαακίου Α΄ Κομνηνού. Τα θαυμάσια ψυχικά και πνευματικά της χαρίσματα επηρέασαν βαθιά τη διάπλαση της προσωπικότητας του γιου της Αλέξιου, που αναγνωρίζοντας την αξία της τής εμπιστεύτηκε τη διοίκηση του κράτους με βασιλική εξουσία, όταν ξεκίνησε την εκστρατεία του εναντίον των Νορμανδών (1081). Κατά την περίοδο αυτή η Άννα αποκάλυψε αξιόλογα διοικητικά προσόντα με τα οποία βοήθησε το γιο της σε πολλές περιστάσεις και αργότερα. Το χαρακτήρα και τις αρετές της Άννας Δαλασσηνής περιγράφει ζωντανά η εγγονή της Άννα Κομνηνή στην περίφημη «Αλεξιάδα» της. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η Άννα Δαλασσηνή είχε αποσυρθεί στη Μονή του Παντεπόπτου.

Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (Κωνσταντινούπολη, 1057-1118)
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1081-1118), εξέχουσα στρατιωτική και πολιτική μορφή, θεμελιωτής της δυναστείας των Κομνηνών, μιας από τις ενδοξότερες της βυζαντινής ιστορίας. Γιος του Ιωάννη Κομνηνού και της γνωστής για το δυναμισμό της Άννας Δαλασσηνής, νυμφεύθηκε την Ειρήνη Δούκαινα, μέλος της ισχυρής οικογένειας των Δούκα. Προερχόμενος από τη στρατιωτική αριστοκρατία της επαρχίας, είχε διακριθεί, πριν γίνει αυτοκράτορας, σε υψηλά στρατιωτικά αξιώματα επί της βασιλείας του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα και του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη, τον οποίο και ανέτρεψε για να καταλάβει την εξουσία.
Ο Αλέξιος ανέλαβε τη διακυβέρνηση του κράτους σε στιγμές δύσκολες. Από τη μια είχε να αντιμετωπίσει την εσωτερική αποδιοργάνωση της Αυτοκρατορίας, και από την άλλη πλήθος εξωτερικούς εχθρούς. Δέκα μόλις χρόνια πριν (1071), οι Βυζαντινοί είχαν υποστεί μια αποφασιστική για τις συνέπειές της ήττα στο Μαντζικέρτ της Μικράς Ασίας: μια νέα δύναμη, οι Σελτζούκοι Τούρκοι, εμφανίζεται τότε στο προσκήνιο της ιστορίας και σε μικρό χρονικό διάστημα κυριεύει όλη σχεδόν τη Μικρά Ασία.
Με την ανάρρηση του Αλεξίου στο θρόνο αρχίζει μια γενική προσπάθεια για την ανασυγκρότηση του κράτους και για την αντιμετώπιση των εισβολέων. Ο Αλέξιος κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τους εχθρούς του άλλοτε με την επίσημη διπλωματία, άλλοτε στρέφοντας με επιδέξιους χειρισμούς τον ένα εναντίον του άλλου και άλλοτε με την αναμέτρηση στα πεδία των μαχών. Στο διάστημα της βασιλείας του τρία κυρίως σφράγισαν με τις επιπτώσεις τους τις τύχες του Βυζαντίου: η προέλαση και απόκρουση των Νορμανδών της Ιταλίας, η διείσδυση της Βενετίας στις θάλασσες της Ανατολής και η Α΄ σταυροφορία.
Η προέλαση των Νορμανδών προς Α. μπορεί να θεωρηθεί προάγγελος των Σταυροφοριών. Για πρώτη φορά ένας στρατός από τη Δύση, αφού κατέλαβε τις βυζαντινές κτήσεις της Ιταλίας, πέρασε την Αδριατική και εξόρμησε προς τα βυζαντινά εδάφη των Βαλκανίων, με απώτερο σκοπό να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Ο Αλέξιος Κομνηνός κατόρθωσε να τους αναχαιτίσει δύο φορές: Την πρώτη φορά (1081-1085), αντιμετώπισε με πολλή δυσκολία τις στρατιές του Ροβέρτου Γισκάρδου και του γιου του Βοημούνδου στο Δυρράχιο, στα Ιωάννινα και στη Λάρισα. Στη σκληρή εκείνη προσπάθεια ο νέος αυτοκράτορας έφτασε στο σημείο να ρευστοποιήσει ακόμη και τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας για να προετοιμάσει στρατό. Τη δεύτερη φορά (1107-1108) συγκρούστηκε με το Βοημούνδο, που στο μεταξύ είχε πάρει μέρος στην Α΄ Σταυροφορία και είχε ιδρύσει ανεξάρτητη ηγεμονία στην Αντιόχεια (1098). Οι πρώτοι εκείνοι πόλεμοι των Νορμανδών με τους Βυζαντινούς τροφοδοτούσαν την επική ύλη της Δύσης. Εκτός από το μεσαιωνικό έπος που αναφέρεται στα κατορθώματα του Ροβέρτου Γισκάρδου («Gesta Roberti Wiscardi»), μακρινές απηχήσεις υπάρχουν και στο γνωστό γαλλικό έπος του Ρολάνδου («Chanson de Roland»).
Για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους Νορμανδούς, ο Αλέξιος υπέγραψε με τη Δημοκρατία της Βενετίας (που, σε αντίθεση με το Βυζάντιο, διέθετε αξιόλογο στόλο) την περίφημη συνθήκη του 1082. Με τη συνθήκη εκείνη ο Βυζαντινός αυτοκράτορας παραχωρούσε στους Βενετούς ευρύτατα προνόμια στην Ανατολή, που αποτέλεσαν τις βάσεις για την κυριαρχία της Βενετίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο και ταυτόχρονα κλόνιζαν το βυζαντινό εμπόριο σε Ανατολή και Δύση. Η συνθήκη εκείνη ανανεώθηκε αργότερα και από τους διαδόχους του Αλεξίου, ενώ παράλληλα παραχωρήθηκαν ανάλογα προνόμια και σε άλλες ναυτικές πόλεις της Ιταλίας, που κατόρθωσαν με τον καιρό να πάρουν στα χέρια τους το εμπόριο στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.
Στα χρόνια του Αλεξίου οργανώθηκε από τον πάπα της Ρώμης Ουρβανό Β΄ και διαφόρους ηγεμόνες της Δύσης η Α΄ Σταυροφορία (1096-1099). Αρχικός σκοπός της ήταν η απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, που είχαν καταληφθεί το 1077 από τους αλλόθρησκους Σελτζουκίδες. Βαθύτερα κίνητρα ήταν η έλξη που ασκούσε το θρυλικό για τα πλούτη και τον πολιτισμό του Βυζάντιο, τα φιλόδοξα όνειρα των ηγεμόνων της Δύσης για ανδραγαθίες και πολεμικές περιπέτειες και, πάνω απ’ όλα, η δίψα για την κατάκτηση νέων εδαφών στην Ανατολή. Ανάμεσα στα άλλα επιχειρήματα που επικαλέστηκαν οι Δυτικοί, για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους στα εδάφη του Βυζαντίου, ήταν μια δήθεν επιστολή του Αλεξίου Κομνηνού προς τον κόμη Ροβέρτο Α΄ της Φλάνδρας, η οποία θεωρείται σήμερα από τους περισσότερους μελετητές πλαστή. Θα ήταν απίθανο ο Βυζαντινός αυτοκράτορας να ζητήσει την οργάνωση σταυροφορίας από τους καθολικούς σε μια εποχή (1096) που ήταν πια ο ίδιος σε θέση να αντιμετωπίσει μόνος του τους Τούρκους και να ξαναπάρει τα εδάφη που ανήκαν άλλοτε στο Βυζαντινό Κράτος. Εξάλλου, την ίδια εποχή, εσωτερικές διαμάχες των Τούρκων έδιναν στον Αλέξιο την ευκαιρία να αρχίσει επιχειρήσεις για την ανακατάληψη της Μικράς Ασίας. Οι επιχειρήσεις όμως αυτές σταμάτησαν με την άφιξη χιλιάδων σταυροφόρων στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Ο Αλέξιος προσπάθησε να τους αντιμετωπίσει κατοχυρώνοντας τα δικαιώματα του Βυζαντίου με συνθήκες που υπέγραψε μαζί τους. Σύμφωνα με τις συνθήκες αυτές, ο ίδιος αναλάμβανε την υποχρέωση να παρέχει στους σταυροφόρους τρόφιμα και πολεμοφόδια, ενώ εκείνοι αναγνώριζαν με «όρκους» την επικυριαρχία του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Από τις χώρες που θα «απελευθέρωναν» είχαν υποσχεθεί να παραδίδουν στο Βυζάντιο τα εδάφη εκείνα που ανήκαν παλαιότερα σε αυτό. Έτσι, μετά τις πρώτες νίκες σταυροφόρων και Βυζαντινών κατά των Τούρκων στη Νίκαια και στο Δορύλαιο (1097), το Βυζαντινό Κράτος ανέκτησε το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Αργότερα όμως, όταν επιτεύχθηκε ο αρχικός σκοπός της Σταυροφορίας, δηλαδή η κατάληψη της Ιερουσαλήμ, οι δυτικοί ηγεμόνες ξεχνώντας τις υποσχέσεις τους, ίδρυσαν αυτόνομα λατινικά κράτη στην Ανατολή, γεγονός που δημιούργησε μια νέα κατάσταση πραγμάτων στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Εκτός από την επιτυχημένη αντιμετώπιση των εισβολέων που προέρχονταν από την Ανατολή και τη Δύση, ο Αλέξιος κατόρθωσε, παράλληλα, να εξουδετερώσει σοβαρές απειλές εναντίον της Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια αποκρούοντας τους Πετσενέγκους (1087-1091), τους Σέρβους (1093-1094) και τους Κουμάνους (1094-1095). Την ίδια περίπου εποχή (1087-1091) ο βυζαντινός στόλος κατατρόπωσε τον Τούρκο εμίρη Τζαχά, που είχε κατασκευάσει στόλο στη Σμύρνη, λεηλατούσε τα νησιά του Αιγαίου και ήταν μια σοβαρή απειλή και για την ίδια την Κωνσταντινούπολη.
Ύστερα από αγώνες σαράντα περίπου χρόνων, ο Αλέξιος πέτυχε να ξαναδώσει στο Βυζάντιο μεγάλο μέρος από την παλιά του αίγλη. Ανασυγκρότησε το βυζαντινό στρατό, που τον ενίσχυσε και με τμήματα ξένων μισθοφόρων, καθώς και τον ανύπαρκτο σχεδόν, κατά την άνοδό του στο θρόνο, βυζαντινό στόλο. Με σκοπό την αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού, ο Αλέξιος επέφερε αλλαγές στην ιεραρχία και στις αρμοδιότητες των κρατικών υπαλλήλων και χρησιμοποίησε νέες μεθόδους στο φορολογικό σύστημα. Αλλά η παροχή ειδικών προνομίων και φορολογικών απαλλαγών σε μεγάλους γαιοκτήμονες και σε μοναστικά ιδρύματα ενίσχυσε τη μεγάλη γαιοκτησία. Η Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους και η Μονή της Πάτμου διασώζουν πολλά έγγραφα του Αλεξίου Κομνηνού, απ’ όπου αντλούμε χρήσιμες πληροφορίες για πολλά θέματα της εποχής, ιδίως σχετικά με την εσωτερική ιστορία του Βυζαντινού Κράτους.
Στην εκκλησιαστική πολιτική του ο Αλέξιος Κομνηνός ενθάρρυνε την Εκκλησία να καταδικάσει τις αιρέσεις της εποχής, όπως ήταν ο «βογομιλισμός»  (θρησκευτική αίρεση που διαδόθηκε πολύ ανάμεσα στους Σλάβους της Βαλκανικής, παίρνοντας, ως ένα βαθμό, και χαρακτήρα κοινωνικής εξέγερσης), ο «νεοπλατωνισμός» (όπως φανερώθηκε στη δίκη του Ιωάννη του Ιταλού) κτλ.
Βασική πηγή για την προσωπικότητα και το έργο του Αλεξίου Κομνηνού αποτελεί η «Αλεξιάς», ένα ιστορικό σύγγραμμα που έγραψε η κόρη του Άννα Κομνηνή, η οποία σκιαγράφησε μια κάπως εξιδανικευμένη εικόνα του μεγάλου πατέρα της, αλλά κατόρθωσε συνάμα να ζωντανέψει με γλαφυρότητα μια ολόκληρη εποχή.

Το ποίημα

Εις το χρυσόβουλλον που έβγαλ’ ο Aλέξιος Κομνηνός
για να τιμήσει την μητέρα του επιφανώς,
την λίαν νοήμονα Κυρίαν Άννα Δαλασσηνή —
την αξιόλογη στα έργα της, στα ήθη —
υπάρχουν διάφορα εγκωμιαστικά:
εδώ ας μεταφέρουμε από αυτά
μια φράσιν έμορφην, ευγενική
«Ου το εμόν ή το σον, το ψυχρόν τούτο ρήμα, ερρήθη». 

Στα 1081, ο Αλέξιος φεύγοντας να πολεμήσει, εμπιστεύτηκε επίσημα όλες τις αυτοκρατορικές εξουσίες στη μητέρα του. Το σχετικό αυτοκρατορικό διάταγμα περιείχε σειρά τιμητικών αναφορών σ’ εκείνη, που χάρη στις ιδιαίτερες ποιότητες του χαρακτήρα της, και κυρίως χάρη στην εμπιστοσύνη που της είχε ο Αλέξιος, κρινόταν σαφώς κατάλληλη να αναλάβει μια τόσο σημαντική ευθύνη.
Ο Καβάφης, που κάποτε αναζητά στην ποίησή του και αναδεικνύει τα ελάχιστα θετικά πρότυπα  από το χώρο της πολιτικής, τιμά εδώ σε πρώτο και εμφανή επίπεδο την Άννα Δαλασσηνή, αλλά στην πραγματικότητα και πιο ουσιαστικά τον γιο της, Αλέξιο Κομνηνό.   
Η Άννα Δαλασσηνή ξεχωρίζει για το ήθος και την ευφυΐα της, που τόσο εύστοχα έθεσε σε λειτουργία προκειμένου να διασφαλίσει τον αυτοκρατορικό θρόνο για το γιο της. Ο ποιητής τη χαρακτηρίζει λίαν νοήμονα κι ακόμη περισσότερο την αποκαλεί εμφατικά Κυρία, θέλοντας να επισημάνει πως η Δαλασσηνή διατήρησε πάντοτε την αξιοπρέπειά της και υπήρξε πρότυπο ηθικής ακεραιότητας. Αξιόλογη στα έργα της και έμφυτα χαρισματική επηρέασε βαθιά τη διαμόρφωση και την πορεία του γιου της.
Ο κύριος έπαινος του ποιητή, ωστόσο, αφορά τον Αλέξιο, ο οποίος σε αντίθεση με τη δεσπόζουσα στάση αχαριστίας και αγνωμοσύνης, που χαρακτηρίζει συνήθως τους ανθρώπους, αναγνωρίζει, αποδέχεται και δηλώνει επίσημα το πόσο ευεργετική υπήρξε για εκείνον η δράση και η προσωπικότητα της μητέρας του. Ενώ, λοιπόν, οι περισσότεροι άνθρωποι στη θέση του θα λησμονούσαν γρήγορα το πόσα όφειλαν στους γονείς τους, εκείνος δεν διστάζει να καταγράψει στο αυτοκρατορικό του διάταγμα όλη την τρυφερότητα και την εκτίμηση που τρέφει για τη μητέρα του, στην οποία και παραχωρεί χωρίς ενδοιασμούς όλες τις αυτοκρατορικές εξουσίες.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει ο ποιητής σε μια φράση πολύ όμορφη και ευγενική, όπως τη χαρακτηρίζει: «Το δικό μου ή το δικό σου, η ψυχρή αυτή λέξη δεν ειπώθηκε». Φράση που φανερώνει πως ανάμεσα στον Αλέξιο και τη μητέρα του δεν υπήρχε καμία διάθεση ανταγωνισμού ή καχυποψίας. Η ανάρρηση του Αλέξιου στο θρόνο και όλα τα ακόλουθα επιτεύγματά του, έστω κι αν βασίστηκαν σε σημαντικό βαθμό στη δράση της μητέρας του, αναγνωρίζονται ως κοινό κτήμα και των δύο. Ο Αλέξιος δεν έχει απολύτως καμία πρόθεση να υποτιμήσει ή να παραγνωρίσει τη συνεισφορά της μητέρας του, κι εκείνη με τη σειρά της δεν έχει κανένα λόγο να αμφισβητήσει το κύρος και την εξουσία του γιου της.
Έτσι, σ’ ένα πλαίσιο συνεχών ανταγωνισμών, όπως ήταν αυτό του Βυζαντίου, ο Αλέξιος Κομνηνός και η μητέρα του, εμφανίζουν μια σύμπνοια κι έναν αλληλοσεβασμό πρωτόγνωρο και αξιέπαινο. Γεγονός, μάλιστα, που αποτελεί πολύ μεγαλύτερη τιμή για τον Αλέξιο, ο οποίος από τη στιγμή που έλαβε την εξουσία είχε κάθε πιθανή ευκαιρία να περιορίσει τη μητέρα του, όπως συνέβη τελικά στα τελευταία χρόνια της ζωής της, οπότε και αποσύρθηκε στη Μονή του Παντεπόπτου.


Κωνσταντίνος Καβάφης «Ηρώδης Αττικός»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ηρώδης Αττικός»

A του Ηρώδη του Aττικού τι δόξα είν’ αυτή.

Ο Aλέξανδρος της Σελευκείας, απ’ τους καλούς μας σοφιστάς,
φθάνοντας στας Aθήνας να ομιλήσει,
βρίσκει την πόλιν άδεια, επειδή ο Ηρώδης
ήταν στην εξοχή. Κ’ η νεολαία
όλη τον ακολούθησεν εκεί να τον ακούει.
Ο σοφιστής Aλέξανδρος λοιπόν
γράφει προς τον Ηρώδη επιστολή,
και τον παρακαλεί τους  Έλληνας να στείλει.
Ο δε λεπτός Ηρώδης απαντά ευθύς,
«Έρχομαι με τους Έλληνας μαζύ κ’ εγώ.»—

Πόσα παιδιά στην Aλεξάνδρεια τώρα,
στην Aντιόχεια, ή στην Βηρυτό
(οι ρήτορές του οι αυριανοί που ετοιμάζει ο ελληνισμός),
όταν μαζεύονται στα εκλεκτά τραπέζια
που πότε η ομιλία είναι για τα ωραία σοφιστικά,
και πότε για τα ερωτικά των τα εξαίσια,
έξαφν’ αφηρημένα σιωπούν.
Άγγιχτα τα ποτήρια αφίνουνε κοντά των,
και συλλογίζονται την τύχη του Ηρώδη—
ποιος άλλος σοφιστής τ’ αξιώθηκεν αυτά;—
κατά πού θέλει και κατά πού κάμνει
οι  Έλληνες (οι  Έλληνες!) να τον ακολουθούν,
μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,
μήτε να εκλέγουν πια, ν’ ακολουθούνε μόνο. 

Αλέξανδρος της Σελεύκειας: Δικανικός ρήτορας από τη Σελεύκεια της Κιλικίας. Την ωραιότατη σύζυγό του ερωτεύτηκαν πολλοί, εκείνη όμως ανταποκρίθηκε μόνο στον έρωτα του Απολλώνιου του Τυανέως. Μαζί της απέκτησε ο Αλέξανδρος γιο, τον σοφιστή Αλέξανδρο τον επικαλούμενο Πηλοπλάτωνα. Ο Πηλοπλάτων∙ ρήτορας του 2ου μ.Χ. αιώνα από τη Σελεύκεια, μαθητής του Φαβωρίνου. Υπήρξε πρότυπο της λεγόμενης Δεύτερης Σοφιστικής. Απεσταλμένος από τους συμπολίτες του ως πρεσβευτής στον Αυτοκράτορα Αντωνίνο πέρασε από την Αθήνα, όπου είχε μια διαλεκτική μονομαχία με τον Ηρώδη τον Αττικό. Μετά το τέλος του διαλόγου, ο Ηρώδης ρώτησε τον παριστάμενο Κορίνθιο Σκέπτην ποια ήταν η εντύπωσή του και εκείνος απάντησε: «τον μεν πηλόν έχω εύρει, αναζητώ όμως τον Πλάτωνα». Από εδώ προήλθε η επωνυμία του Αλεξάνδρου Πηλοπλάτων (Φιλοστρ., Βίοι Σοφιστών 2,5). Διετέλεσε επίσης γραμματέας του Μάρκου Αυρήλιου.  

Ηρώδης ο Αττικός (πλήρες όνομα: Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης). (Μαραθώνας, περ. 101 -177 μ.Χ.).  
Περιώνυμος Αθηναίος σοφιστής, από τους κύριους εκπρόσωπους της λεγόμενης Δεύτερης Σοφιστικής. Χάρη στα μεγάλα πλούτη του πατέρα του Τίτου Κλαύδιου Αττικού μπόρεσε να σπουδάσει κοντά στους πιο ονομαστούς συγχρόνους του φιλοσόφους και ρήτορες στην Αθήνα και τη Σμύρνη. Σε νεαρή ακόμη ηλικία κέρδισε την εύνοια του Αδριανού, τον οποίο γνώρισε μετέχοντας σε μιαν αποστολή των Αθηναίων προς τον αυτοκράτορα (περ. 120) όταν εκείνος βρισκόταν στην Παννονία. Αργότερα διορίστηκε από αυτόν «διορθωτής», δηλαδή αυτοκρατορικός αντιπρόσωπος στις πόλεις της Ασίας. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα έγινε «αγορανόμος» και «επώνυμος άρχων» της πόλεως και υπήρξε ακόμη ο πρώτος «ελλαδάρχης» των πανελλήνιων αγώνων οι οποίοι ιδρύθηκαν από τον αυτοκράτορα.
Γύρω στο 140 ο Ηρώδης επισκέφτηκε και τη Ρώμη, όπου έγινε δεκτός στο αυτοκρατορικό περιβάλλον. Γνωστός ήδη ρήτορας μύησε στα ελληνικά τους δύο θετούς γιους του νέου αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβή, το Μάρκο Αυρήλιο και το Λεύκιο Βήρο. Στη Ρώμη τιμήθηκε και με το υπατικό αξίωμα (143). Το 145 επέστρεψε στην Αθήνα μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του (που την παντρεύτηκε μετά το θάνατο της πρώτης, Αλκίας, Βιβουλλίας) τη νεαρή Ρωμαία αριστοκράτισσα, Αππία Αννία Ρήγιλλα.
Στην Αθήνα ο Ηρώδης εξακολούθησε να διδάσκει τη ρητορική σε εκλεκτό ακροατήριο μαθητών, στο οποίο ασκούσε μεγάλη επιρροή. Το αττικό ύφος του λόγου του ήταν συγκρατημένο και κομψό. Συγχρόνως όμως προσπάθησε να διατηρήσει και το σύνδεσμο της ρητορικής με τη φιλοσοφία. Ο Ηρώδης ήταν οπαδός της πλατωνικής φιλοσοφίας (ανήκει στο Μέσο Πλατωνισμό) και υποστήριζε την ερμηνεία του Πλάτωνα μέσα από το ίδιο το έργο του φιλοσόφου και όχι από τα συγγράμματα του Αριστοτέλη. Από το έργο του Προς τους δια τν Αριστοτέλους και Πλάτωνος πισχνουμένους διέσωσε αποσπάσματα ο Ευσέβιος. Το υπόλοιπο έργο του περιλάμβανε επιστολές, «διαλέξεις» και «εφημερίδες» (δηλαδή σημειώσεις για τη διδασκαλία του). Ένας συμβουλευτικός λόγος που σώζεται με το όνομά του και έχει τον τίτλο Περί πολιτείας, δε θεωρείται γνήσιο έργο του.
Ο Ηρώδης έγινε κυρίως δημοφιλής με τη γενναιόδωρη διάθεση του πλούτου του προς ελληνικές πόλεις για την ανέγερση διαφόρων δημόσιων οικοδομημάτων. Το γεγονός αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο την εποχή εκείνη για τους σοφιστές, οι οποίοι έκαναν μεγάλες δωρεές στις πόλεις όπου ζούσαν και δίδασκαν, έστω και αν δεν ασκούσαν δημόσια αξιώματα, και δείχνει πόσο συνδεδεμένη ήταν τότε η φιλολογική, πολιτική και οικονομική επιρροή. Έτσι στην Αλεξάνδρεια της Τρωάδας ο Ηρώδης έκτισε, με παρακίνηση του Αδριανού, ένα πολυδάπανο υδραγωγείο, για την κατασκευή του οποίου συνέβαλε και ο ίδιος ο Ηρώδης. Με δικά του χρήματα έκτισε ακόμη ωδείο στην Κόρινθο, διακόσμησε με αγάλματα το ιερό του Ισθμίου Ποσειδώνος, ανήγειρε μνημειώδες υδραγωγείο και Νυμφαίο στην Ολυμπία, στάδιο στους Δελφούς, ιαματικά λουτρά στις Θερμοπύλες. Παρόλα αυτά πίστευε  ότι δεν είχε κάνει τίποτε  σπουδαίο, επειδή δεν ικανοποίησε τη φιλοδοξία του να διανοίξει τον ισθμό της Κορίνθου. Ιδιαίτερα όμως ευεργετικός υπήρξε ο Ηρώδης προς τους Αθηναίους. Δείγματα της γενναιοδωρίας του στην πόλη τους είναι δύο κυρίως οικοδομήματα, που και σήμερα ακόμη μαρτυρούν την παλιά τους λαμπρότητα. Το Παναθηναϊκό στάδιο (το οποίο σε νεότερα χρόνια ανακαινίστηκε από το Γεώργιο Αβέρωφ) και το ομώνυμο Ωδείο. Κοντά στο στάδιο ο Ηρώδης οικοδόμησε και ναό της Θεάς Τύχης. Το Ωδείο (σήμερα εν μέρει αναστηλωμένο) κτίστηκε στους νοτιοδυτικούς πρόποδες της Ακρόπολης με ξύλινη στέγη από κέδρους και με χωρητικότητα 6.000 θεατών. Η ανέγερσή του έγινε σε ανάμνηση της γυναίκας του Ρήγιλλας, η οποία πέθανε το 160. Ο θάνατος αυτός δεν ήταν παρά μία μόνο από τις αλλεπάλληλες οικογενειακές συμφορές που συνόδεψαν τον Ηρώδη σε όλη του τη ζωή.
Οι Αθηναίοι ευχαρίστως δέχονταν τις ευεργεσίες του Ηρώδη, δεν του συγχώρησαν όμως τον τρόπο με τον οποίο εξετέλεσε τη διαθήκη του πατέρα του. Συγκεκριμένα ο Αττικός είχε ορίσει να παίρνει κάθε Αθηναίος μια μνα το χρόνο από την περιουσία του. Ο Ηρώδης όμως αντί γι’ αυτό πρότεινε να δώσει σε κάθε Αθηναίο εφάπαξ πέντε μνες. Η πρότασή του έγινε δεκτή, αλλά τότε ο Ηρώδης έκανε συμψηφισμό της δωρεάς αυτής με τα ποσά που τυχόν του όφειλαν ορισμένοι από τους αποδέκτες της. Έτσι πολλοί Αθηναίοι πήραν μικρό υπόλοιπο, ενώ άλλοι έμειναν και χρεώστες. Γι’ αυτό έλεγαν σκωπτικά για τον Ηρώδη ότι το στάδιό του ονομαζόταν «παναθηναϊκό», γιατί κατασκευάστηκε από τα χρήματα που στερήθηκαν όλοι οι Αθηναίοι. Ακόμη περισσότερο όμως αποξένωσε τον Ηρώδη από τους Αθηναίους ο υπεροπτικός και σαρκαστικός χαρακτήρας του, τόσο που αναγκάστηκε να ζει αποτραβηγμένος με μικρό κύκλο φίλων και θαυμαστών του στα κτήματα που είχε στη γενέτειρά του, το Μαραθώνα ή στην Κηφισιά. Τελικά η αντίδραση των Αθηναίων εναντίον του βαθύπλουτου σοφιστή έγινε τόσο μεγάλη, ώστε τον χαρακτήριζαν τύραννο και επιδίωκαν την τιμωρία του από τις ρωμαϊκές αρχές. Η υπόθεση έφτασε ως το Μάρκο Αυρήλιο, από τον οποίο όμως ο Ηρώδης βρήκε κατανόηση, αφού ο αυτοκράτορας επέβαλε ελαφρές ποινές μόνο στους απελεύθερούς του. Μολαταύτα ο Ηρώδης πικράθηκε από το συμβάν, αποσύρθηκε για ένα διάστημα στο Ωρικό της Ηπείρου και όταν αργότερα γύρισε στην Αθήνα ζούσε και πάλι αποτραβηγμένος στην Κηφισιά ή στο Μαραθώνα. Μόνο μετά το θάνατό του οι Αθηναίοι θυμήθηκαν τις ευεργεσίες του και τον έθαψαν με μεγάλη συγκίνηση στο στάδιο που είχε κατασκευάσει γι’ αυτούς.

Το ποίημα

A του Ηρώδη του Aττικού τι δόξα είν’ αυτή.

Ο Aλέξανδρος της Σελευκείας, απ’ τους καλούς μας σοφιστάς,
φθάνοντας στας Aθήνας να ομιλήσει,
βρίσκει την πόλιν άδεια, επειδή ο Ηρώδης
ήταν στην εξοχή. Κ’ η νεολαία
όλη τον ακολούθησεν εκεί να τον ακούει.
Ο σοφιστής Aλέξανδρος λοιπόν
γράφει προς τον Ηρώδη επιστολή,
και τον παρακαλεί τους  Έλληνας να στείλει.
Ο δε λεπτός Ηρώδης απαντά ευθύς,
«Έρχομαι με τους Έλληνας μαζύ κ’ εγώ.»—

Στην πρώτη ενότητα του ποιήματος ο Καβάφης βασίζεται σ’ ένα αληθινό περιστατικό προκειμένου να αναδείξει την εκπληκτική επιρροή που ασκούσε ο Ηρώδης ο Αττικός στους νέους της Αθήνας με την προσωπικότητα, το λόγο και τη διδασκαλία του.
Η δόξα του Ηρώδη είναι πράγματι μεγαλειώδης, όπως το σχολιάζει ο ποιητής στον πρώτο στίχο του ποιήματος, κι αυτό το διαπιστώνει ένας από τους γνωστούς σοφιστές εκείνης της εποχής, ο Αλέξανδρος από τη Σελεύκεια, όταν έρχεται στην Αθήνα για να μιλήσει και βρίσκει την πόλη άδεια. Όλη η νεολαία είχε ακολουθήσει τον Ηρώδη που βρισκόταν στην εξοχή.
Ο Αλέξανδρος γνωρίζοντας πως μόνο ο Ηρώδης θα μπορούσε να πείσει τους νέους να επιστρέψουν στην πόλη, του γράφει μια επιστολή παρακαλώντας τον να στείλει τους Έλληνες πίσω στην Αθήνα. Ο «καλός» σοφιστής αντιλαμβάνεται και αναγνωρίζει πως η εκεί παρουσία του δεν ήταν αρκετή να προσελκύσει το επιθυμητό ακροατήριο, χωρίς την παρέμβαση του Ηρώδη, ο οποίος είχε υπό τον έλεγχο του γοητευτικού του πνεύματος όλη την ελληνική νεολαία της πόλης.
Ο Ηρώδης απ’ τη μεριά του, μη θέλοντας να δυσαρεστήσει τον γνωστό σοφιστή, αλλά και έχοντας συνάμα επίγνωση πως οι Έλληνες δύσκολα θα απομακρύνονταν από κοντά του, απαντά στον Αλέξανδρο πως θα έρθει κι ο ίδιος μαζί με τους Έλληνες. Έτσι, στα μάτια του Αλέξανδρου η λεπτή αυτή κίνηση σήμαινε την πρόθεση του Ηρώδη ν’ ακούσει κι εκείνος τη διδασκαλία του, στην πραγματικότητα όμως είναι η μόνη επιλογή για να θελήσουν οι νέοι να έρθουν στην Αθήνα. Η επιρροή του Ηρώδη επάνω τους είναι απόλυτη.
Ας προσεχθεί πως η επιλογή του Αλέξανδρου να αποκαλεί τους νέους της Αθήνας Έλληνες και όχι Αθηναίους, προκύπτει λόγω της ρωμαϊκής κυριαρχίας που έχει πλέον φέρει μια ιδιότυπη ένωση των κάποτε αυτόνομων πόλεων κρατών υπό την ενιαία ελληνική εθνική ταυτότητα.  

Πόσα παιδιά στην Aλεξάνδρεια τώρα,
στην Aντιόχεια, ή στην Βηρυτό
(οι ρήτορές του οι αυριανοί που ετοιμάζει ο ελληνισμός),
όταν μαζεύονται στα εκλεκτά τραπέζια
που πότε η ομιλία είναι για τα ωραία σοφιστικά,
και πότε για τα ερωτικά των τα εξαίσια,
έξαφν’ αφηρημένα σιωπούν.
Άγγιχτα τα ποτήρια αφίνουνε κοντά των,
και συλλογίζονται την τύχη του Ηρώδη—
ποιος άλλος σοφιστής τ’ αξιώθηκεν αυτά;—
κατά πού θέλει και κατά πού κάμνει
οι  Έλληνες (οι  Έλληνες!) να τον ακολουθούν,
μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,
μήτε να εκλέγουν πια, ν’ ακολουθούνε μόνο. 

Η δόξα του Ηρώδη του Αττικού έχει φτάσει σε όλα τα σημαντικά πνευματικά κέντρα της εποχής, όπου σπουδάζουν οι αυριανοί ρήτορες του ελληνισμού, γεννώντας παντού θαυμασμό για το εκπληκτικό του επίτευγμα, για τη δυνατότητά του να γοητεύει σε τέτοιο βαθμό τους νέους της Ελλάδας.
Η δεύτερη αυτή ενότητα δεν βασίζεται σε κάποια πραγματική μαρτυρία, αποτελεί περισσότερο μια αφηγηματική προσπάθεια του Καβάφη να αποδώσει τον αντίκτυπο που θα είχε ή που θα έπρεπε να έχει, η πρωτόφαντη επίδραση του Ηρώδη του Αττικού.
Ο Καβάφης φαντάζεται, λοιπόν, τους νέους Έλληνες σπουδαστές της ρητορικής στα διάφορα πνευματικά κέντρα να μαζεύονται στα εκλεκτά τραπέζια -εκλεκτά λόγω της ιδιαίτερης ποιότητας που έχει το νεανικό τους πνεύμα- και να συζητούν άλλοτε για τα ωραία ζητήματα της σοφιστικής κι άλλοτε για τα εξαίσια ερωτικά τους -εμφανής εδώ η καβαφική διάσταση του έρωτα, που υπονοούμενη δίνει έναν ξέχωρα θελκτικό τόνο.
Ο ποιητής δημιουργεί μια έξοχη εικόνα νεανικής ευδαιμονίας που συνδυάζει την υψηλή πνευματικότητα μ’ ένα διάχυτο ερωτισμό, αφού οι συζητητές είναι νέοι, και άρα το κάλλος της μορφής τους μπορεί να θεωρείται δεδομένο.
Κι ενώ η συζήτηση προχωρά σε τόσο ενδιαφέροντα θέματα, αίφνης οι νέοι σπουδαστές σιωπούν αφηρημένοι κι αφήνουν τα ποτήρια τους ανέγγιχτα, σκεπτόμενοι την τύχη του Ηρώδη, την απίστευτη αυτή τύχη, που επιτρέπει σ’ έναν σοφιστή να ασκεί τέτοια επίδραση στους Έλληνες. Ο όρος Έλληνες περικλείει εδώ όλη εκείνη την ξεχωριστή ποιότητα ενός λαού δοσμένου στα γράμματα και στις επιστήμες, ενός λαού με σαφή πνευματική υπεροχή έναντι ακόμη και των κατακτητών του∙ κι εκφράζει ουσιαστικά την αγάπη του ποιητή για την ελληνική ταυτότητα.
Αναρωτιούνται, λοιπόν, οι νέοι σπουδαστές, και μέσω αυτών ο ίδιος ο ποιητής, ποιος άλλος σοφιστής τα αξιώθηκε αυτά, να τον ακολουθούν οι Έλληνες σε ό,τι θέλει και σε ό,τι κάνει. Η λέξη Έλληνες επαναλαμβάνεται δυο φορές για έμφαση και τη δεύτερη φορά ακολουθείται από θαυμαστικό για να τονιστεί ακόμη περισσότερο το εκπληκτικό επίτευγμα του Ηρώδη, καθώς δεν πρόκειται για έναν οποιονδήποτε λαό, για έναν λαό, για παράδειγμα, που είναι συνηθισμένος να ακολουθεί άκριτα εκείνους που έχουν δόξα ή χρήματα. Πρόκειται για τους Έλληνες, οι οποίοι είναι πολύ αυστηροί στις κρίσεις τους, με μεγάλο εύρο παιδείας και έντονη αίσθηση υπερηφάνειας, για να ακολουθούν έναν άλλον άνθρωπο σε ό,τι θέλει και σε ό,τι κάνει.
Το γεγονός, άρα, ότι ο Ηρώδης έχει κατορθώσει να κάνει αυτόν τον μοναδικό λαό να τον ακολουθεί, χωρίς να κρίνει, χωρίς να συζητά και χωρίς να εκλέγει, φανερώνει την έκταση της πνευματικής του ανωτερότητας. Ο Ηρώδης δεν είναι ένας ακόμη σοφιστής, είναι ένα έξοχο πνεύμα, με αξεπέραστη γοητεία και ευφυΐα, που έχει κατορθώσει κάτι που δεν κατάφερε κανένας άλλος σοφιστής πριν από αυτόν.
Προσέχουμε, βέβαια, πως μέσα από τον ιδιαίτερα τιμητικό αυτό έπαινο που συνθέτει ο Καβάφης για τον Ηρώδη, προκύπτει η ανησυχητική, για τους κάποτε αδιαμφισβήτητα έξοχους Έλληνες, διαπίστωση πως έχουν σταδιακά απολέσει το απόλυτο της πνευματικής τους ανεξαρτησίας. Το γεγονός ότι ακολουθούν τον Ηρώδη χωρίς να κρίνουν, χωρίς να συζητούν και χωρίς να εκλέγουν -προφανής εδώ η έμφαση με το τρίπτυχο αυτών των αρνήσεων, που υποδηλώνει μια άνευ όρων αποδοχή της ανωτερότητας του Ηρώδη- συνιστά μια κατάσταση άγνωστη για τους Έλληνες.

Η ρωμαϊκή περίοδος, λοιπόν, βρίσκει τους Έλληνες να έχουν χάσει σημαντικό μέρος της πνευματικής τους εκείνης ιδιαιτερότητας που τους είχε οδηγήσει παλαιότερα σε αξεπέραστα επιτεύγματα. 

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Δισσοί λόγοι (Καταλήψεις σχολείων)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Δισσοί λόγοι (Καταλήψεις σχολείων)

Στο πλαίσιο ενός διαλόγου το άτομο καλείται να είναι σε θέση να παρουσιάσει και να στηρίξει την άποψή του με επιχειρήματα, διατηρώντας ωστόσο μια δεκτική στάση απέναντι στις ιδέες και τις απόψεις του συνομιλητή του, έστω κι αν αυτές αντιτίθενται στις δικές του. Το κέρδος του διαλόγου, άλλωστε, δεν προκύπτει από το κατά πόσο καθίσταται εφικτό το να πειστεί ο συνομιλητής, αλλά από τη δυνατότητα που προσφέρεται στο άτομο να αντικρίσει το εξεταζόμενο θέμα από μια διαφορετική οπτική γωνία και να αποκτήσει μια πιο ολοκληρωμένη θέασή του.
Το άτομο οφείλει, επομένως, να συμμετέχει στις συζητήσεις με σαφή διάθεση να ακούσει και να σεβαστεί την αντίθετη άποψη, και όχι με μόνη πρόθεση να πείσει το συνομιλητή του, ούτε με την λανθασμένη και εν δυνάμει επικίνδυνη σκέψη πως όποιος διαφωνεί μαζί του έχει άδικο ή δεν είναι αρκετά «ευφυής». Μια από τις βασικές δυσκολίες του διαλόγου, άρα, είναι ακριβώς αυτή η θετική στάση απέναντι στον συνομιλητή∙ ιδίως όταν εκείνος έχει τελείως διαφορετικές απόψεις.
Ο κάθε συνομιλητής, αν δίνει μεγάλη προσοχή στα επιχειρήματα του άλλου, έχει αφενός τη δυνατότητα να αποκομίσει κάποια ιδέα που λειτουργεί συμπληρωματικά στις δικές του, βελτιώνοντας εν τέλει την άποψή του, κι αφετέρου έχει την ευκαιρία να εντοπίσει τα τρωτά σημεία του αντίθετου συλλογισμού, ώστε να διαμορφώσει κατάλληλα τη δική του απάντηση, και να αναδείξει έτσι τις ελλείψεις στην επιχειρηματολογία του «αντιπάλου» του. 

Άσκηση:
Σκεφτείτε ένα γεγονός που δίχασε την κοινή γνώμη, π.χ. τις καταλήψεις των σχολείων, και γράψτε ένα άρθρο για το μαθητικό περιοδικό. Στο άρθρο σας να παρουσιάσετε όχι μόνο τα επιχειρήματα, με τα οποία υποστηρίζετε τη δική σας θέση, αλλά και τα επιχειρήματα της αντίθετης πλευράς, προσπαθώντας να τα ανασκευάσετε.

Επιχειρήματα κατά των καταλήψεων

- Η απώλεια μαθημάτων, παρά το γεγονός ότι αποσκοπεί στο να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την επίλυση σημαντικών προβλημάτων, λειτουργεί εν τέλει εις βάρος των ίδιων των μαθητών, εφόσον διακόπτεται η ομαλή ροή των παραδόσεων, αποδιοργανώνεται η σειρά στη μελέτη και στην προσπάθεια κατανόησης των διδακτικών αντικειμένων, μειώνονται οι διδακτικές ώρες και υπονομεύεται έτσι ακόμη περισσότερο το ήδη ελλιπές έργο των δημόσιων σχολείων. Το τέλος του διδακτικού έτους βρίσκει, επομένως, τους μαθητές με εμφανείς ελλείψεις στα διάφορα αντικείμενα, εφόσον η διδασκαλία τους δεν έγινε με την αναγκαία πληρότητα.

- Το γεγονός ότι οι καταλήψεις σχολείων τείνουν να λάβουν το χαρακτήρα μαθητικής παράδοσης, αποδυναμώνει σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητά τους, καθώς τόσο από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου όσο κι από μεγάλο μέρος της κοινωνίας, γίνονται αντιληπτές περισσότερο ως προσπάθεια αποφυγής των μαθημάτων. Έτσι, αντί οι μαθητές να αποκτήσουν τον τίτλο της μαχόμενης γενιάς, περνούν στη συνείδηση των πολιτών ως φυγόπονοι και αδιάφοροι απέναντι στα οφέλη της μάθησης.

- Σε πολλές περιπτώσεις καταλήψεων υπάρχει η υπόνοια -ή είναι προφανές- πως η λήψη της σχετικής απόφασης έγινε χωρίς την απαραίτητη δημοκρατικότητα, εφόσον εκείνοι που επιθυμούσαν την κατάληψη ήταν λιγότεροι σε αριθμό από εκείνους που ζητούσαν την απρόσκοπτη συνέχιση των μαθημάτων. Η διενέργεια και η διατήρηση της κατάληψης, επομένως, αναλαμβάνεται από μια μικρή ομάδα μαθητών, η οποία τις περισσότερες φορές περιλαμβάνει μαθητές χαμηλής βαθμολογικής απόδοσης, που δεν έχουν κατ’ ανάγκη ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αλλά έχουν πιο έντονη επιθυμία από τους άλλους να διακόψουν τη συνέχιση των μαθημάτων.
Εξίσου ή ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός πως αρκετές φορές η πρωτοβουλία για την κατάληψη δεν ανήκει καν στους ίδιους τους μαθητές. Συχνά υποκινητές των καταλήψεων είναι καθηγητές, οι οποίοι με την αγωνιστική τους διάθεση φέρνουν τους μαθητές αντιμέτωπους με την ανάγκη να διεκδικήσουν δυναμικά όσα θεωρούν πως απαιτούνται για την καλύτερη λειτουργία της εκπαίδευσης ή καθηγητές, οι οποίοι επιζητώντας λίγες μέρες απραξίας, υποδαυλίζουν την αντίστοιχη επιθυμία των μαθητών και μετακυλούν σε αυτούς την ευθύνη. Άλλες φορές, ωστόσο, η υποκίνηση προέρχεται από άτομα που δεν ανήκουν στο χώρο της εκπαίδευσης, τα οποία επιδιώκουν τη δημιουργία αρνητικών εντυπώσεων εις βάρος της εκάστοτε κυβέρνησης, προκειμένου να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη για το κόμμα τους.

- Κατά τη διάρκεια των καταλήψεων πραγματοποιούνται συχνά βανδαλισμοί και σημαντικές υλικές καταστροφές που επιβαρύνουν τις δημοτικές αρχές με ένα δυσβάσταχτο και μη προγραμματισμένο οικονομικό κόστος. Ενώ, δε λείπουν και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ηλεκτρονικές συσκευές που έχουν καταστραφεί -ή κλαπεί- μένουν χωρίς αντικατάσταση, λόγω οικονομικής αδυναμίας, παρεμποδίζοντας την ορθή λειτουργία του σχολείου.   
Είναι προφανές, βέβαια, πως τέτοιου είδους περιστατικά επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την ήδη αρνητική εικόνα των πολιτών για τους καταληψίες μαθητές, μειώνοντας έτσι περαιτέρω την ήδη ελλιπή αποτελεσματικότητα της προσπάθειάς τους.

- Η ανάγκη διατήρησης της κατάληψης απαιτεί την παρουσία μαθητών ακόμη και κατά τις βραδινές ή πολύ πρωινές ώρες στο σχολείο, γεγονός που σημαίνει την απουσία γονικού ελέγχου και, άρα, την ορισμένες φορές παραβατική συμπεριφορά των μαθητών, οι οποίοι μακριά από την αποτρεπτική παρουσία ενηλίκων δέχονται στο χώρο του σχολείου εξωσχολικά στοιχεία και καταφεύγουν στη χρήση αλκοόλ ή και ναρκωτικών ουσιών.

- Οι καταλήψεις των σχολείων τείνουν επί της ουσίας να εξυπηρετούν τις προσπάθειες του Υπουργείου Παιδείας να υπονομεύσει και να απαξιώσει τη λειτουργία της δημόσιας εκπαίδευσης, που αποτελεί ένα ανεπιθύμητο βάρος για τον κρατικό προϋπολογισμό. Η απώτερη στόχευση, άλλωστε, της πολιτικής ηγεσίας είναι να προτιμούν οι γονείς τα ιδιωτικά σχολεία -όπως γίνεται σε πολλές χώρες του εξωτερικού-, και το κόστος λειτουργίας της υποτιμημένης δημόσιας εκπαίδευσης να περάσει κατ’ αποκλειστικότητα στους δήμους, οι οποίοι θα είναι υποχρεωμένοι να διατηρήσουν τα σχολεία, έστω και με χορηγίες του ιδιωτικού τομέα.    
Ενδεικτική, ως προς αυτό, είναι η ηπιότητα με την οποία αντιμετωπίζονται κάθε χρόνο οι καταλήψεις των σχολείων, τις οποίες ούτως ή άλλως το Υπουργείο υποδέχεται ως μια ανώδυνη εκτόνωση της έντασης των μαθητών. Ας ληφθεί, άλλωστε, υπόψη πως η πολιτική ηγεσία γνωρίζει τη δυναμικότητα των νέων και πόσο επιζήμια μπορεί να φανεί για την εκάστοτε κυβέρνηση, γι’ αυτό και ικανοποιείται όταν η εκτόνωση αυτής της δυναμικότητας εξαντλείται σε μια τόσο επουσιώδη για την κυβέρνηση πράξη, όπως είναι η απώλεια μερικών μαθημάτων. 

- Οι καταλήψεις σχολείων -όπως και η παρεμπόδιση λειτουργίας οποιαδήποτε άλλη δημόσιας υπηρεσίας- είναι παράνομες και οι υπεύθυνοι αυτής της πράξης ενδέχεται να αντιμετωπίσουν ποινικές κυρώσεις.
Ειδικότερα: Ποινικός Κώδικας, Άρθρο 334.3: «Όποιος εισέρχεται παράνομα σε κατάστημα ή χώρο δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας ή παραμένει στους χώρους αυτούς παρά τη θέληση της υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, της οποίας τη θέληση τού δηλώνει ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο υπάλληλός της, και προκαλεί έτσι διακοπή ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών».

Επιχειρήματα υπέρ των καταλήψεων

- Οι μαθητές ως μέλη της πολιτείας θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα -όπως αυτό, για παράδειγμα, αναγνωρίζεται μέσω του θεσμού της απεργίας στους εργαζομένους- να διαμαρτυρηθούν για τις ελλείψεις ή τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο χώρο εκπαίδευσής τους. Η κατάληψη του σχολείου αποτελεί έναν -κατά περίπτωση- αποτελεσματικό τρόπο για να ακουστεί η φωνή των μαθητών και να δοθεί έτσι προσοχή στα αιτήματά τους.
Στο πλαίσιο της κοινωνικοποίησης των μαθητών και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την απόκτηση πολιτικής συνείδησης, και άρα μιας διάθεσης για δυναμική διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, που εύλογα θα πρέπει να τους χαρακτηρίζει ως ενήλικες, οι καταλήψεις αποτελούν μια ήπια έκφανση διεκδίκησης που τους μυεί στο πνεύμα της αγωνιστικότητας και της αντίδρασης απέναντι στην κρατική αδιαφορία.

- Με δεδομένη την πάγια τακτική της πολιτικής ηγεσίας να μειώνει κάθε χρόνο και περισσότερο τις δαπάνες για την παιδεία, είναι σχεδόν υποκριτική η εναντίωση στις καταλήψεις, από τη στιγμή που για τους μαθητές είναι το πιο επαρκές μέσο να εκφράσουν την αντίθεσή τους σ’ αυτή την πολιτική επιλογή υπονόμευσης της δημόσιας εκπαίδευσης. Το Υπουργείο Παιδείας, αλλά και η πολιτεία εν γένει, δεν μπορούν να αντιμετωπίζουν υποτιμητικά τις καταλήψεις των μαθητών, από τη στιγμή που δεν φροντίζουν για την ικανοποιητική λειτουργία των σχολείων. Αν η Πολιτεία παρείχε όσα απαιτούνταν για την άρτια οργάνωση και λειτουργία των σχολείων, τότε οι καταλήψεις θα αποτελούσαν πράγματι μια κενή πράξη, που θα αποσκοπούσε μόνο στην απώλεια μαθημάτων. Εφόσον, όμως, οι ελλείψεις στις υποδομές, οι ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό, καθώς και πλείστα άλλα στοιχεία παθογένειας των σχολείων είναι γνωστά και δεδομένα, οι καταλήψεις θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές ως σεβαστή -και αναμενόμενη- μορφή αντίδρασης.

- Οι καταλήψεις δεν θα πρέπει να καταδικάζονται συλλήβδην υπό την έννοια πως σε ορισμένες περιπτώσεις οι λόγοι που ωθούν τους μαθητές σε μια τέτοια πράξη ενδέχεται να είναι εξαιρετικά σημαντικοί. Ένα σχολείο, για παράδειγμα, που έχει αφεθεί χωρίς θέρμανση ή έχει υποστεί ζημιές που το καθιστούν επικίνδυνο για την ασφάλεια των μαθητών, είναι λογικό να εξωθεί τη μαθητική κοινότητα στα άκρα.

- Το γεγονός ότι οι καταλήψεις επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο, υποδηλώνει, όχι κατ’ ανάγκη τη διάθεση των μαθητών να αποφύγουν λίγες μέρες μαθημάτων, αλλά τη σταθερότητα των προβλημάτων στο χώρο της εκπαίδευσης. Εφόσον οι μαθητές έρχονται αντιμέτωποι με την απροθυμία της πολιτείας να επιλύσει τα χρόνια ζητήματα της εκπαίδευσης, έχουν κάθε λόγο να επαναφέρουν τα αιτήματά τους, με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα εκληφθούν με την προσήκουσα σοβαρότητα από την πολιτική ηγεσία.
Υπό το ίδιο πνεύμα, στις καταλήψεις δεν μπορεί να βρίσκει εφαρμογή ο νόμος που απαγορεύει τη διακοπή λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας, καθώς από τη μία πλευρά για τους μαθητές το σχολείο δεν αποτελεί μια απρόσωπη δημόσια υπηρεσία, αλλά ένα χώρο στον οποίο αφιερώνουν σημαντικό μέρος του χρόνου τους προσδοκώντας ορισμένα οφέλη κι από την άλλη διότι η διακοπή λειτουργίας του σχολείου δεν γίνεται χωρίς λόγο, αλλά με πολύ συγκεκριμένα αιτήματα, η εκπλήρωση των οποίων θα μπορούσε να σημάνει μια σημαντική βελτίωση στη λειτουργία του και στη δυνατότητά του να προσφέρει ουσιαστική και άρτια αγωγή.

«Η διαιώνιση των προβλημάτων φέρνει καταλήψεις!»

Οι καταλήψεις των σχολείων δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αυτόνομο πρόβλημα, αλλά ως ένδειξη πως η κατάσταση στο χώρο της εκπαίδευσης δεν βρίσκεται ποιοτικώς σε τέτοιο επίπεδο, ώστε οι μαθητές να λαμβάνουν μια ικανοποιητική εμπειρία μάθησης. Είναι, άρα, τα χρόνια και συνεχώς επιδεινούμενα προβλήματα της εκπαιδευτικού συστήματος που θα έπρεπε να τεθούν υπό έλεγχο και όχι η εύλογη αγανάκτηση των μαθητών.
Θα ήταν, επομένως, σαφώς πιο λογικό να διερευνηθούν οι λόγοι που ωθούν τους μαθητές σε μια τέτοια αντίδραση, παρά να επιχειρείται η υποτίμηση και ο στιγματισμός των καταλήψεων ως πράξη, τάχα, φυγόπονων και απρόθυμων μαθητών. Είναι, όμως, ευκολότερο για την πολιτεία να θεωρεί τους μαθητές υπεύθυνους γι’ αυτό το φαινόμενο, παρά να στρέψει την αυστηρότητα του ελέγχου της στις δικές τις ελλείψεις και παραλείψεις. Το κόστος, άλλωστε, για την επίλυση των προβλημάτων της παιδείας είναι τέτοιο, που πολύ δύσκολα πλέον η πολιτεία θα αποτολμούσε έστω και μια προσπάθεια αντιμετώπισής τους.
Ιδίως, μάλιστα, όταν το κόστος αυτό δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και πολιτικό, αφού μέρος του προβλήματος είναι συχνά και αρκετοί εκπαιδευτικοί, που σταθερά καλυμμένοι υπό τον αδιαπέραστο μανδύα της μονιμότητας, έχουν επιλέξει μια διαχειριστική προσέγγιση του εκπαιδευτικού τους έργου, χωρίς να προσπαθούν να προσφέρουν κάτι καλύτερο ή πιο ουσιαστικό. Οι μαθητές το βιώνουν καθημερινά και αντιδρούν, ζητώντας την αξιολόγηση, κι αν χρειαστεί την απομάκρυνση, εκείνων των εκπαιδευτικών που αδυνατούν πια να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις μιας σχολικής τάξης. Οι κυβερνήσεις, εντούτοις, προτιμούν να δυσαρεστούν τους μαθητές, παρά να θίξουν έναν πολυπληθή κλάδο, που αποτελεί υπολογίσιμο μέρος του εκλογικού σώματος.
Αν, όμως, οι εκπαιδευτικοί έχουν το νόμιμο δικαίωμα της απεργίας και άρα της αντίδρασης απέναντι σε μια απόφαση που τους θίγει, όπως θα ήταν πιθανώς η σχετική απόφαση για την αξιολόγησή τους, γιατί να μην έχουν κι οι μαθητές το δικαίωμα να αντιδρούν στην ελλιπή και αναποτελεσματική εκπαίδευση που τους παρέχεται; Γιατί μια δημοκρατική κοινωνία να επιδιώκει τη φίμωση των εφήβων της, όταν, μάλιστα, σκοπίμως μειώνει τους πόρους που αφιερώνει κάθε χρόνο στην εκπαίδευση και εξαναγκάζει τους μαθητές να υπομένουν μια εκπαίδευση που βασίζεται σε παρωχημένες διδακτικές μεθόδους, με ελλιπώς καταρτισμένο προσωπικό και χωρίς τις αναγκαίες υποδομές;
Η πολιτεία θα πρέπει να υποδέχεται με σεβασμό τις αντιδράσεις των μαθητών μπροστά στα προφανή προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς αυτό υποδηλώνει πως με μια παρόμοια αγωνιστικότητα θα σταθούν απέναντι και στα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν ως ενήλικες. Η εκπαίδευση των νέων δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην αποστήθιση προεπιλεγμένων κειμένων, ούτε να αποσκοπεί στην αδρανοποίησή τους∙ η εκπαίδευση οφείλει να λειτουργεί αφυπνιστικά για τη δυναμικότητά τους και για το δικαίωμά τους να διεκδικούν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, παιδείας και μελλοντικών προοπτικών. Αναπόσπαστη έκφανση, άλλωστε, της εφηβικής ηλικίας είναι η αντίδραση απέναντι στα κακώς κείμενα της κοινωνικής πραγματικότητας που έχει ήδη διαμορφωθεί από τους ενήλικες.
Επιπροσθέτως, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πως σε αρκετές περιπτώσεις οι καταλήψεις προκύπτουν, όχι ως αντίδραση στα γενικευμένα προβλήματα της εκπαίδευσης, αλλά ως εκκλήσεις για την άμεση αντιμετώπιση πολύ συγκεκριμένων και πολύ σημαντικών ζητημάτων που ταλανίζουν ορισμένα σχολεία. Η έλλειψη χρηματοδότησης, άλλωστε, έχει αρκετές φορές μεγαλύτερο αντίκτυπο σε κάποιες σχολικές μονάδες, οι οποίες καλούνται να λειτουργήσουν υπό χειρότερες προϋποθέσεις σε σύγκριση με άλλα σχολεία. Ένα σχολείο της επαρχίας, για παράδειγμα, που απομένει χωρίς εκπαιδευτικούς για τρεις ή και τέσσερις μήνες, είναι λογικό να προκαλεί την έντονη αντίδραση των μαθητών, αλλά και των γονιών τους.
Οι καταλήψεις, επομένως, αποτελούν ένα ξέσπασμα και άρα μια σοβαρότατη ένδειξη, πως η παρεχόμενη εκπαίδευση δεν καλύπτει τις ανάγκες των μαθητών. Κι αν για έναν οποιοδήποτε πολίτη ή πολιτικό το γεγονός ότι οι μαθητές φτάνουν στο σημείο να διακόψουν τη λειτουργία του σχολείου τους δεν είναι παρά μια ανούσια πράξη, για έναν εκπαιδευτικό είναι ένα σαφές μήνυμα πως πρέπει να ληφθεί η αναγκαία μέριμνα για τη δραστική βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.


[Λέξεις: 617] 

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Καταναλωτισμός

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Miles Aldridge

Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Καταναλωτισμός

Καταναλωτισμός: Στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας, όπου η βιομηχανική παραγωγή και το εμπόριο συνιστούν βασικούς παράγοντες της οικονομικής λειτουργίας, η συνεχής επιθυμία αγοράς και κατανάλωσης αγαθών αποτελεί βασικό ζητούμενο προκειμένου να είναι εφικτή η οικονομική ανάπτυξη και η κερδοφορία των εταιρειών. Η επιθυμία αυτή, βέβαια, υποδαυλίζεται έντεχνα μέσω των διαφημίσεων, ώστε αφενός να είναι ακατάπαυστη κι αφετέρου να κατακτά ολοένα και πιο κεντρική θέση στη ζωή των ανθρώπων, καθορίζοντας επί της ουσίας τις περισσότερες επιλογές τους.
Ο καταναλωτισμός, αν και βασίζεται στην ήδη υπάρχουσα και εύλογη επιθυμία του ανθρώπου να κατέχει υλικά αγαθά, προωθείται συστηματικά με έμμεσους τρόπους επηρεασμού της καταναλωτικής συμπεριφοράς των πολιτών. Απώτερος στόχος των οποίων δεν είναι απλώς η επιλογή του ενός ή του άλλου προϊόντος ή αγαθού, αλλά η εδραίωση μιας αντίληψης που να επιτρέπει τον προσδιορισμό του ίδιου του ατόμου με βάση το πλήθος των υλικών αγαθών που κατέχει και καταναλώνει. Ο πολίτης παύει, έτσι, να κρίνεται ως προς το ποιος είναι, και αξιολογείται πλέον με βάση το πόσα έχει.

Μέσα προώθησης του καταναλωτισμού
Η εδραίωση του καταναλωτικού προτύπου ζωής έχει επιτευχθεί κατά κύριο λόγο μέσω των διαφημίσεων, οι οποίες έχουν πάψει προ πολλού να αποτελούν απλά ενημερωτικά μηνύματα για τα χαρακτηριστικά του προϊόντος∙ πλέον βασίζονται στην προσπάθεια έμμεσης ή και τελείως πρόδηλης σύνδεσης των υλικών αγαθών με μια κατάσταση ευδαιμονίας και επιτυχίας. Το γεγονός, μάλιστα, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι εκτίθενται σε χιλιάδες διαφημιστικά μηνύματα από την πιο μικρή τους ηλικία, επιτρέπει στους διαφημιστές να επηρεάζουν τους πολίτες προτού αποκτήσουν μια σχετική ικανότητα κριτικής σκέψης και αντίστασης απέναντι στη θελκτική εικόνα της επίπλαστης αυτής ευδαιμονίας.
Η επιχειρούμενη σύνδεση, άλλωστε, της ευτυχίας με τα υλικά αγαθά ενισχύεται και μέσα από τις κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές του δυτικού κόσμου, στις οποίες τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα είτε ζουν είτε πασχίζουν για να ζήσουν σ’ ένα κόσμο πολυτέλειας και άφθονης κατανάλωσης. Προκύπτει, έτσι, μια αδιάκοπη προβολή του υλικού πλούτου και των καταναλωτικών αγαθών τόσο από τα Μ.Μ.Ε., όσο και από τη βιομηχανία του θεάματος, που κατορθώνει τελικά να επηρεάσει την πλειοψηφία των πολιτών.

Συνέπειες του καταναλωτισμού
Η υπέρμετρη έμφαση που δίνεται λόγω της καταναλωτικής επιθυμίας στην απόκτηση υλικών αγαθών και προϊόντων επηρεάζει ποικίλες εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου. Ειδικότερα:

- Τα άτομα δείχνουν ολοένα και λιγότερο ενδιαφέρον για την πνευματική τους καλλιέργεια. Η αίσθηση που δημιουργείται στους πολίτες πως η καταξίωση και η αποδοχή προκύπτουν ως απόρροια της πρόσκτησης υλικών αγαθών, τους ωθεί σε μια διαρκή προσπάθεια υλικού πλουτισμού, που λειτουργεί φυσικά εις βάρος της πιο ουσιώδους προσπάθειας για την ηθική και πνευματική τους βελτίωση. Οι πνευματικές και ηθικές αρετές που κάποτε αποτελούσαν βασικό κριτήριο για την ποιότητα ενός ανθρώπου, υποχωρούν πλέον μπροστά στην αυξανόμενη βαρύτητα που έχουν λάβει τα χρήματα και ο υλικός πλούτος.

- Θυσιάζεται στο βωμό του πλουτισμού η ηθική αρτιότητα των ανθρώπων. Οι πολίτες με το να θέτουν ως κύριο στόχο τους τον υλικό πλουτισμό έρχονται από νωρίς αντιμέτωποι με την ανάγκη να περιορίσουν τις ηθικές αντιστάσεις τους, προκειμένου να γίνουν πιο «αποτελεσματικοί» στον ιδιαίτερα ανταγωνιστικό χώρο της ελεύθερης αγοράς. Παρατηρείται, έτσι, ενίσχυση αρνητικών πτυχών της ανθρώπινης προσωπικότητας, όπως είναι ο εγωκεντρισμός και ο τυχοδιωκτισμός, αφού πολλοί είναι πρόθυμοι να κάνουν ό,τι χρειαστεί για να πετύχουν τους στόχους τους. Η αλληλεγγύη και η συμπόνια για τους άλλους ανθρώπους καταπιέζονται ή και εξαλείφονται, υπό την πίεση της αξίωσης για μια πιο ανταγωνιστική και πιο σκληρή στάση.
Κι ενώ η ανταγωνιστική διάθεση, ακόμη και παρά το γεγονός ότι αλλοιώνει την ηθική υπόσταση των ατόμων, μπορεί να θεωρηθεί ανεκτή, το κυνήγι του χρήματος οδηγεί συχνά ακόμη και σε τελείως παραβατικές και άνομες συμπεριφορές. Πολλοί είναι εκείνοι που θέλοντας να πλουτίσουν με κάθε κόστος επιλέγουν, όχι τη συστηματική και κοπιώδη εργασία, αλλά την παρανομία και την απάτη, που τους επιτρέπει να αποκτήσουν όσα επιθυμούν εις βάρος των συμπολιτών τους.

- Δημιουργία σημαντικών κοινωνικών ανισοτήτων.  Η έμφαση που δίνεται στον υλικό πλουτισμό έχει ως αναγκαία συνέπεια τη βάθυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στους ευκατάστατους και τους οικονομικά ασθενείς, καθώς το περίσσευμα πλούτου που διεκδικεί η μία μερίδα προκύπτει επί της ουσίας από την εκμετάλλευση της άλλης. Οι οικονομικά ισχυροί δεν διστάζουν να αυξήσουν τα δικά τους περιθώρια κέρδους με το να μειώνουν όλο και περισσότερο τους μισθούς και τα προνόμια των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.

- Αρνητική ψυχολογική επίδραση. Ο καταναλωτισμός και η διαρκής ανάγκη για χρήματα που τον ακολουθεί προκαλεί σημαντικό άγχος και έντονη αίσθηση πίεσης σε πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι συνειδητοποιούν πόσο δύσκολο είναι να αντεπεξέλθει κανείς στα καταναλωτικά πρότυπα της εποχής. Η επίγνωση πως προκειμένου να θεωρηθούν επιτυχημένοι από τους συνανθρώπους τους οφείλουν να αποκτήσουν σημαντική οικονομική επιφάνεια τους ωθεί σ’ ένα ψυχοφθόρο αγώνα επαγγελματικής ανέλιξης. Μια αδιάκοπη σειρά επαγγελματικών υποχρεώσεων που μειώνουν δραστικά τα περιθώρια ελεύθερου χρόνου και, άρα, τα περιθώρια ηρεμίας και πραγματικής βίωσης της ζωής, επισφραγίζουν επί της ουσίας την ιδιότυπη αυτή υποδούλωση των ανθρώπων στα υλικά αγαθά.

- Υπονόμευση των άλλων πτυχών του ανθρώπινου βίου. Λόγω ακριβώς της αυξημένης επιθυμίας και ανάγκης για την απόκτηση περισσότερων χρημάτων, ο κάθε άνθρωπος θέτει τις ατομικές του επιδιώξεις στο επίκεντρο των καθημερινών του προσπαθειών. Αυτός ο ατομικισμός, όμως, έχει ως συνέπεια την παραγνώριση της κοινωνικής και πολιτικής διάστασης του ανθρώπινου βίου∙ η συμμετοχή στα κοινά, το ενδιαφέρον για τους άλλους, η ενεργή παρακολούθηση των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, η κοινωνική και φιλανθρωπική δράση, που τόσο πλουτίζουν την ψυχή του ανθρώπου και τον καθιστούν πολύτιμο μέλος της κοινωνίας, παραμελούνται πλήρως, οδηγώντας σε μια επιζήμια αποξένωση.

- Σημαντικός αντίκτυπος στο περιβάλλον. Η αύξηση της ζήτησης καταναλωτικών προϊόντων, οδηγεί αλυσιδωτά στην αύξηση ζήτησης πρώτων υλών καθώς και καυσίμων. Προκύπτει, έτσι, μια άκρως εξοντωτική για το περιβάλλον υπερεκμετάλλευση που εξαντλεί τους φυσικούς του πόρους και εντείνει τη μόλυνσή του. Είναι, άρα, σαφές πως η επιδίωξη οικονομικού κέρδους μέσα από την εντατικοποίηση της παραγωγής και την υπερβολική κατανάλωση, ακόμη και προϊόντων που δεν έχουν να προσφέρουν τίποτε το σημαντικό στους ανθρώπους, λειτουργεί επιβαρυντικά για το περιβάλλον και υπονομεύει το επίπεδο ζωής.

Προτάσεις για τον περιορισμό του καταναλωτισμού
Η αποδέσμευση των ανθρώπων από την καταπιεστική και ψυχικά επιζήμια καταναλωτική μανία αποτελεί καίριο ζητούμενο της εποχής μας, και απαιτεί μια ουσιαστική αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η ζωή και οι αξίες της. Ειδικότερα:

- Έμφαση στην αξία του ανθρώπου και της ανθρώπινης ζωής. Το γεγονός ότι ο καταναλωτισμός έχει δημιουργήσει επονείδιστες καταστάσεις με την εκμετάλλευση ανθρώπων -ακόμη και παιδιών- στις αναπτυσσόμενες χώρες που εργάζονται νυχθημερόν για έναν ελάχιστο μισθό, σε χώρους που δεν πληρούν καμία από τις προϋποθέσεις ασφάλειας και υγιεινής, οφείλει να αποτελέσει το έναυσμα για έναν ριζικό επαναπροσδιορισμό των αξιών και των επιδιώξεών μας.
Με όχημα την ανθρωπιστική παιδεία, η πολιτεία και οι φορείς αγωγής θα πρέπει να αποζητήσουν μια ουσιαστική αλλαγή στις βασικές προτεραιότητες των πολιτών. Τα υλικά αγαθά δεν μπορούν -και δεν πρέπει- να θεωρούνται σημαντικότερα από τους ίδιους τους ανθρώπους∙ η επιδίωξη του υλικού πλουτισμού δεν μπορεί να ωθεί στην απάνθρωπη εκμετάλλευση των άλλων ή ακόμη και στο άσκοπο ξόδεμα της ίδιας της ζωής του ατόμου μέσα στο άγχος και την ένταση.
Οι άνθρωποι καλούνται να κατανοήσουν πως η ευδαιμονία που προκύπτει μέσα από τη δημιουργικότητα, τον αθλητισμό, την τέχνη, καθώς και από τη συμπαράσταση στους άλλους μέσα από την κοινωνική δράση και τον εθελοντισμό, είναι σαφώς πιο ουσιαστική και διαρκής, απ’ ό,τι η υποτιθέμενη ευδαιμονία που αντλείται από την κατοχή υλικών αγαθών.
Προκύπτει, επομένως, το αίτημα για μια διαφορετική ιεράρχηση των επιδιώξεων του κάθε πολίτη, ώστε η έμφαση να δίνεται στην προσπάθεια συγκρότησης μιας ολοκληρωμένης και άρτιας προσωπικότητας, με ηθικές αρχές και πνευματική καλλιέργεια, κι όχι στην αλόγιστη επιθυμία για την πρόσκτηση όλο και περισσότερων υλικών αγαθών. Η ηθική και πνευματική ποιότητα του ανθρώπου θα πρέπει να βαρύνει περισσότερο στη σκέψη των πολιτών απ’ ό,τι η οικονομική και κοινωνική θέση.  

- Μέριμνα για τη διαμόρφωση ορθών καταναλωτικών συνηθειών. Με προφανές ζητούμενο να μην παρασύρονται οι πολίτες, και ιδίως οι νέοι, σε μια δίχως μέτρο καταναλωτική μανία, κρίνεται εξαιρετικά σημαντική η έγκαιρη διαμόρφωση των αναγκαίων αντιστάσεων απέναντι στα κελεύσματα του καταναλωτισμού. Οι νέοι οφείλουν να κατανοούν τη διαφορά ανάμεσα στα προϊόντα που τους είναι αναγκαία και σ’ εκείνα που δεν έχουν να τους προσφέρουν τίποτε το σημαντικό ή το ωφέλιμο. Οφείλουν, επίσης, να αντιλαμβάνονται τα τεχνάσματα των διαφημιστών και τις προσπάθειες έμμεσου επηρεασμού τους με την επίκληση στο συναίσθημα και τη δημιουργία ανέφικτων προσδοκιών.
Ζητούμενα που μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσα από την ενίσχυση της κριτικής τους ικανότητας, ώστε να συνειδητοποιούν και να διακρίνουν ακόμη και τις πλάγιες προσπάθειες για τον δελεασμό και την προσέλκυσή τους να υιοθετήσουν έναν τρόπο ζωής που ταυτίζει την ευτυχία με τα υλικά αγαθά. Οι νέοι θα πρέπει να έχουν επίγνωση πως ένα οποιοδήποτε προϊόν, όσο ελκυστική και να είναι η διαφημιστική παρουσίασή του δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ικανοποίηση που προέρχεται από πολύ πιο ουσιαστικές εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου, όπως είναι η φιλία, η συντροφικότητα, η επαφή με τη φύση, ο αθλητισμός και η τέχνη.
Ενώ, συνάμα, οι νέοι θα πρέπει να έχουν πλήρη επίγνωση της ζημιάς που προκαλεί στο φυσικό περιβάλλον η τακτική των μεγάλων εταιρειών να αυξάνουν όλο και περισσότερο την παραγωγή τους, και να κατανοούν πως η δική τους στάση μπορεί να επιφέρει μια ουσιώδη διαφορά, καθώς αν εκείνοι απορρίψουν τον καταναλωτισμό και την άκριτη αγορά προϊόντων, οι εταιρείες θα αναγκαστούν να μειώσουν την παραγωγή τους, και άρα την αναίτια καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος.

- Αναγκαία κρίνεται και η συμβολή της Πολιτείας. Με δεδομένη την κυριαρχία της διαφήμισης, αλλά και της ιδιαίτερα ανταγωνιστικής προσπάθειας προσέλκυσης αγοραστών, η πολιτεία καλείται να μεριμνήσει ώστε να γίνονται σεβαστές οι αρχές που οφείλουν να διέπουν τα διαφημιστικά μηνύματα. Οι εταιρείες δεν θα πρέπει να αφήνονται ελεύθερες να αξιοποιούν κάθε πιθανό τέχνασμα για τη θελκτικότερη παρουσίαση των προϊόντων τους, ιδίως όταν η παρουσίαση αυτή δημιουργεί ψευδείς προσδοκίες στους αγοραστές και τους εξαπατά ως προς τις ιδιότητες των προϊόντων.
Αντιστοίχως, ιδιαίτερης σημασίας είναι και οι έλεγχοι ποιότητας των προϊόντων, καθώς οι εταιρείες στην προσπάθειά τους να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους καταφεύγουν σε διάφορες τακτικές μείωσης του κόστους παραγωγής.

- Συνειδητοποίηση της προσωπικής ευθύνης. Ο κάθε πολίτης οφείλει να κατανοεί πως τόσο οι καταναλωτικές του επιλογές όσο και η στάση του απέναντι στο γενικότερο υλιστικό πνεύμα της εποχής, έχουν σημαντική βαρύτητα, υπό την έννοια πως αν αφήνεται στο ρεύμα του καταναλωτισμού προσφέρει τη συναίνεσή του και το ενισχύει. Ένας γονιός, για παράδειγμα, που έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει από νωρίς υγιείς καταναλωτικές συνήθειες στο παιδί του και να του διδάξει την αξία της ορθής επιλογής, προκειμένου να μην παρασύρεται από τα τεχνάσματα των διαφημιστών, έχει την ευθύνη να αναλάβει έγκαιρα τη σχετική μέριμνα.

- Συλλογική αντίδραση απέναντι στην απληστία των πολυεθνικών εταιρειών. Η συνειδητοποίηση πως ο καταναλωτισμός είναι επιζήμιος για το περιβάλλον, αλλά και πως η οικονομική ανάπτυξη πολλών εταιρειών βασίζεται στην ανελέητη εκμετάλλευση των εργαζομένων τους, αφού οι μονάδες παραγωγής τους εδράζονται σε χώρες όπου οι μισθοί είναι εξαιρετικά χαμηλοί, θα πρέπει να ωθήσουν τους πολίτες σε μια συντονισμένη αντίδραση. Με την αποχή από τα προϊόντα εταιρειών που δεν σέβονται είτε το περιβάλλον είτε το εργατικό τους προσωπικό, μπορεί να προκύψει ένα ιδιαίτερα σημαντικό αποτέλεσμα, το οποίο θα λειτουργήσει παραδειγματικά προς όλες εκείνες τις επιχειρήσεις που ακολουθούν αντίστοιχες τακτικές.

Είναι το δίχως άλλο αναγκαίο να γίνει αντιληπτό πως πίσω από την επίπλαστη εικόνα ευδαιμονίας που παρουσιάζουν οι διαφημιστές κρύβεται μια άλλη απάνθρωπη εικόνα εκμετάλλευσης και καταστροφής∙ μια εικόνα, μάλιστα, που συνεχίζει να υφίσταται με τη σιωπηλή συναίνεση των ίδιων των πολιτών. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...