Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Έκθεση Β΄ Λυκείου: «Τα κόμικς και οι επικριτές τους»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Έκθεση Β΄ Λυκείου: «Τα κόμικς και οι επικριτές τους»

Το δυνατό ερέθισμα που προκαλεί η εικόνα και η μαγεία που ασκεί ο εσκεμμένα απλοϊκός λόγος των κόμικς έχουν ως αποτέλεσμα να προσφέρουν ψυχαγωγία και απόλαυση, καθώς με τις φανταστικές ή κωμικές τους περιπέτειες απομακρύνουν τον αναγνώστη από την κούραση και τη ρουτίνα της καθημερινότητας.
Οι φανατικοί επικριτές των κόμικς, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι πίσω από τους καλοκάγαθους ήρωες διακινούνται ποικίλα ιδεολογήματα και πολύπλοκες φαντασιώσεις. Τα κόμικς ως επικοινωνιακό μέσο δρουν με δύο τρόπους, εκπέμπουν δύο τύπους μηνυμάτων: με λανθάνοντα τρόπο, μέσω της μεταβίβασης γενικών προτύπων σχέσεων και εξουσίας, π.χ. τις σχέσεις των παιδιών με τους ενηλίκους, τις σχέσεις των δύο φύλων, αλλά και με φανερό τρόπο, μέσω μηνυμάτων ιδεολογικά φορτισμένων, π.χ. απόψεις για τον στρατό, αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων, βίαιες εικόνες κ.ά.
Κατά καιρούς τα κόμικς έχουν κατηγορηθεί ότι περιέχουν: σαρκασμό, ειρωνεία, σάτιρα, αυθάδεια, φθόνο, εκδίκηση, απουσία ανθρωπιστικών αισθημάτων, αντιδραστικό όραμα του κόσμου, προσανατολισμό προς έναν απάνθρωπο τρόπο ζωής και κοινωνικής συμπεριφοράς με κίνητρα το κέρδος, το ατομικό βόλεμα, το κυνήγι του πλούτου, τη λαχτάρα της δημοσιότητας. Επίσης, ότι προβάλλουν κόσμους αταξικούς, με ήρωες που αδιαφορούν και αδρανοποιούνται απέναντι στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, κόσμους γεμάτους καλούς και κακούς που αντιμάχονται μεταξύ τους. Στα κόμικς, συνεχίζουν οι επικριτές, οι σχέσεις των ανθρώπων είναι σχέσεις υποταγής κατώτερων προς ανώτερους. Κυριαρχεί η εξιδανίκευση και η ωραιοποίηση των μορφωτικών και πολιτιστικών αξιών του σύγχρονου καπιταλισμού με σκοπό της ζωής την καλοπέραση και τον άνευ ορίων καταναλωτισμό, τονίζεται η αξία του χρήματος, προβάλλεται η βία και η επιθετικότητα ως κύρια συστατικά της ζωής και ο πόλεμος παρουσιάζεται ως κύριος τρόπος εκτόνωσης της ανδρικής πολυπραγμοσύνης, ενώ η αποδοχή της βίας των ισχυρότερων ως νόμος της κοινωνίας.
Το δυτικό πολιτικό σύστημα παρουσιάζεται, εξάλλου, ανώτερο από τα αντίστοιχα των λαών του Τρίτου Κόσμου, στους οποίους πρέπει να επιβληθεί με κάθε θυσία. Στα κόμικς, επίσης, παρατηρείται η απουσία των γονέων και του θεσμού της οικογένειας, ενώ η παρουσία της γυναίκας είναι παθητική. Επιπλέον, μέσα από τα κόμικς προωθείται ο ρατσισμός και οι φυλετικές διακρίσεις, ενώ απουσιάζουν εντελώς αισθητικές προδιαγραφές. Οι αρνητές των κόμικς, ακόμα, διατυμπανίζουν την πεποίθησή τους ότι αυτά υποβιβάζουν τη γλώσσα. Στα κόμικς η μεταβίβαση των μηνυμάτων γίνεται μέσα από την εικόνα, ο γραπτός λόγος παίρνει δευτερεύουσα θέση και χρησιμοποιείται μόνο κατ’ ανάγκη.
Η απόσταση ανάμεσα στους αυστηρούς αφορισμούς ως την ενθουσιώδη υποδοχή και το υμνολόγιο οφείλεται στο ότι κάθε πλευρά χρησιμοποιεί διαφορετικά κόμικς ως βάση για τις τοποθετήσεις της. Οι επικριτές, ταυτίζοντας όλα τα κόμικς μεταξύ τους, σχολιάζουν κυρίως αμερικάνικες εκδόσεις και η άλλη πλευρά ανταπαντά με τα ευρωπαϊκά κόμικς (Αστερίξ) ή κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις τύπου Μαφάλντα. Ο Πέτρος Μαρτινίδης γράφει σχετικά: «Οι μαχητικοί πολέμιοι και οι φανατικοί υποστηρικτές έχουν εξίσου άδικο, επειδή έχουν, όλοι τους, εξίσου δίκιο. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί οι αναφορές τους μπορεί να στηρίζονται σε διαφορετικά παραδείγματα, σε διαφορετικά μεταξύ τους έργα». Και καταλήγει: «…Οι άκριτοι ενθουσιασμοί για τα κόμικς ως τη μοναδική μυθολογία της εποχής των πυραύλων είναι το ίδιο περιορισμένα χρήσιμοι με τις πανικόβλητες κατακραυγές για τα κόμικς ως το μίασμα της κουλτούρας».

Στ. Γρόσδος, Η διδακτική της λογοτεχνίας - Comic(o)παιχνίδια. Στο: Παράθυρο στην εκπαίδευση του παιδιού, τεύχος 71, Σεπτ-Οκτ. 2011, 179-180 (διασκευή).

ΘΕΜΑΤΑ

Α. Να αποδώσετε περιληπτικά το κείμενο (80 - 100 λέξεις).

Τα κόμικς χάρη στη δύναμη της εικόνας και στις φανταστικές περιπέτειες των ηρώων τους προσφέρουν ψυχαγωγία. Επικρίνονται, ωστόσο, για τη μετάδοση ιδεολογικών μηνυμάτων τόσο με λανθάνοντα, όσο και με φανερό τρόπο, όπως και για την έλλειψη ανθρωπιστικής θέασης του κόσμου. Μέσω αυτών προβάλλεται το κυνήγι του κέρδους και ωραιοποιείται ο καταναλωτισμός, από ήρωες που αδιαφορούν για τα κοινωνικά προβλήματα. Όπως, επιπλέον, τονίζουν οι επικριτές τους, τα κόμικς προωθούν τη βία και το ρατσισμό, παρουσιάζουν το δυτικό πολιτικό σύστημα ως ανώτερο από αυτά του Τρίτου κόσμου και, συνάμα, υποβιβάζουν τη γλώσσα, αφού ο γραπτός λόγος έχει δευτερεύοντα ρόλο. Εντούτοις, αξίζει να προσεχθεί πως τόσο οι επικριτές τους, όσο και οι υποστηρικτές τους καταλήγουν σε τελείως διαφορετικά συμπεράσματα, διότι βασίζουν την κρίση τους σε διαφορετικά κόμικς.

Β1. Με ποιον τρόπο δρουν τα κόμικς ως επικοινωνιακό μέσο, σύμφωνα με τους επικριτές τους; Να απαντήσετε σε μία παράγραφο 60-80 λέξεων.

Τα κόμικς ως επικοινωνιακό μέσο και, άρα, ως φορέας ιδεολογημάτων, λειτουργούν με δύο τρόπους, έναν έμμεσο κι έναν άμεσο. Με έμμεσο τρόπο περνούν στους αναγνώστες γενικά πρότυπα σχέσεων και εξουσίας, όπως είναι η για παράδειγμα οι σχέσεις των δύο φύλων ή οι σχέσεις των παιδιών με τους ενηλίκους. Ενώ, με άμεσο και φανερό τρόπο, περνούν ιδεολογικά φορτισμένα μηνύματα, όπως είναι απόψεις για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων ή για τον στρατό, αλλά και η προβολή βίαιων εικόνων.

Β1. «Επίσης, ότι προβάλλουν κόσμους αταξικούς, με ήρωες που αδιαφορούν και αδρανοποιούνται απέναντι στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα»: Σε μία παράγραφο 60-80 λέξεων να εξηγήσετε τη σχέση ανάμεσα στους αταξικούς κόσμους των κόμικς και την αδιαφορία των ηρώων τους για τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα.

Το γεγονός ότι οι ήρωες των κόμικς κινούνται σε κόσμους αταξικούς, όπου δεν υπάρχουν δηλαδή οικονομικές και κοινωνικές διαφορές μεταξύ των ατόμων, αλλά μόνο μια γενικευμένη διαφοροποίηση μεταξύ καλού και κακού, λειτουργεί ανασταλτικά για την απόδοση σε αυτούς ενδιαφερόντων σχετικών με τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα. Οι ήρωες αυτοί δεν έρχονται αντιμέτωποι με τη φτώχεια, την κοινωνική αδικία, την ανεργία και κάθε άλλο πρόβλημα που πηγάζει από τις οικονομικές ανισότητες, γεγονός που τους καθιστά αδιάφορους και αδρανείς απέναντι στα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα της εποχής μας.

Β1. Πώς εξηγούνται, σύμφωνα με το κείμενο, οι δύο ακραίες τοποθετήσεις τόσο των φανατικών πολεμίων, όσο και αυτές των φανατικών υποστηρικτών των κόμικς; (60-80 λέξεις).

Η έντονη διαφοροποίηση που προκύπτει ανάμεσα στις απόψεις των υποστηρικτών των κόμικς και των πολεμίων τους, οφείλεται στο γεγονός πως κάθε πλευρά βασίζεται σε διαφορετικά κόμικς για να βγάλει τα συμπεράσματά της. Έτσι, η μεριά των επικριτών, αν και γενικεύει τις κρίσεις της για όλα τα κόμικς, στην πραγματικότητα βασίζεται σε αμερικανικές κυρίως εκδόσεις, ενώ η άλλη πλευρά βασίζει τις δικές της κρίσεις σε ευρωπαϊκά κόμικς ή σε κάποια αμερικάνικα που αποτελούν ωστόσο ξεχωριστές περιπτώσεις.

Β2.α. Με ποιους τρόπους επιτυγχάνεται η συνοχή στην τέταρτη παράγραφο (Το δυτικό πολιτικό σύστημα,... κατ’ ανάγκη) του κειμένου;

εξάλλου, επίσης, επιπλέον, ακόμα

Β2.β. Ποια σχέση συνοχής σηματοδοτούν όλες οι διαρθρωτικές λέξεις;

Οι λέξεις αυτές δηλώνουν προσθήκη - συμπλήρωση∙ την παροχή δηλαδή επιπλέον πληροφοριών.

Β2.α. Πώς αναπτύσσεται η δεύτερη παράγραφος (Οι φανατικοί επικριτές των κόμικς,... βίαιες εικόνες κ.ά.) του κειμένου;

Η παράγραφος αναπτύσσεται με συνδυασμό μεθόδων. Ειδικότερα, με διαίρεση και παραδείγματα.

Β2.β. Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

Η διαίρεση προκύπτει από το γεγονός ότι ο συγγραφέας καταγράφει τους δύο τρόπους με τους οποίους δρουν ως επικοινωνιακό μέσο τα κόμικς (δρουν με δύο τρόπους, εκπέμπουν δύο τύπους μηνυμάτων: με λανθάνοντα τρόπο... αλλά και με φανερό τρόπο). Προκειμένου, μάλιστα, να τεκμηριώσει κάθε έναν από αυτούς τους δύο τρόπους παραθέτει σχετικά παραδείγματα (π.χ. τις σχέσεις των παιδιών... π.χ. απόψεις για τον στρατό).

Β2.α. Με ποιους τρόπους επιτυγχάνεται η συνοχή ανάμεσα στην πρώτη παράγραφο (Το δυνατό ερέθισμα... της καθημερινότητας) και στη δεύτερη παράγραφο (Οι φανατικοί επικριτές των κόμικς, ... βίαιες εικόνες κ.ά) του κειμένου;

Η συνοχή επιτυγχάνεται με τη χρήση του αντιθετικού συνδέσμου «ωστόσο».

Β2. β. Ποια σχέση συνοχής δηλώνει η διαρθρωτική λέξη;

Η λέξη ωστόσο δηλώνει αντίθεση σε σχέση με όσα έχουν προηγουμένως αναφερθεί.

Γ1. Να αντικαταστήσετε την καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου με την έντονη γραφή, με συνώνυμες ή σημασιολογικά ισοδύναμες λέξεις, ώστε να αποδίδεται το ίδιο νόημα: εσκεμμένα, αδρανοποιούνται, προωθείται, τοποθετήσεις, πολέμιοι.

εσκεμμένα: σκόπιμα (προμελετημένα, ηθελημένα, εκούσια)
αδρανοποιούνται: ακινητοποιούνται
προωθείται: διαδίδεται
τοποθετήσεις: απόψεις
πολέμιοι: αντίπαλοι (εχθροί)

Γ1. Να δημιουργήσετε μία πρόταση για καθεμιά από τις λέξεις του κειμένου με την έντονη γραφή, έτσι ώστε να γίνεται φανερή η σημασία τους: επικριτές, αντιμάχονται, καταναλωτισμό, ρατσισμός, διατυμπανίζουν (μπορείτε να διαφοροποιήσετε τον γραμματικό τύπο ως προς τον αριθμό, την πτώση, το πρόσωπο, τον χρόνο κ.λπ.).

- Οι επικριτές των πολιτικών χειρισμών της κυβέρνησης δικαιώθηκαν, μιας και κατέστη σαφές πως όλα γίνονταν χωρίς κανένα ουσιαστικό σχεδιασμό.
- Λόγω της αλαζονείας του τον αντιμάχονται όλοι.
- Οι νεότερες γενιές τείνουν να συνδέουν την ευτυχία με τον άμετρο καταναλωτισμό.
- Η μαζική προσέλευση προσφύγων στη χώρα ακολουθήθηκε από φαινόμενα ρατσισμού εναντίον των βασανισμένων αυτών ανθρώπων.
- Πάλι διατυμπανίζει τις επιτυχίες του!

Γ1. α. Οι παρακάτω λέξεις του κειμένου με την έντονη γραφή έχουν περισσότερες από μία σημασίες: ήρωες, λόγος. Να σχηματίσετε μία πρόταση για καθεμιά από τις συγκεκριμένες λέξεις με τη σημασία που έχουν αυτές στο κείμενο (μπορείτε να διαφοροποιήσετε τον γραμματικό τύπο ως προς την πτώση ή/και τον αριθμό).

- Οι ήρωες του βιβλίου αυτού δεν είναι αντιπροσωπευτικοί της σύγχρονης εποχής.
- Το «μου πήρες τ’ αφτιά» είναι μια έκφραση του καθημερινού λόγου.

Γ1. β. Να δημιουργήσετε μία πρόταση για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου χρησιμοποιώντας τις με διαφορετική σημασία από αυτήν που έχουν στο κείμενο (μπορείτε να διαφοροποιήσετε τον γραμματικό τύπο ως προς την πτώση ή / και τον αριθμό).

- Οι ήρωες των χθεσινών συμπλοκών παραμένουν... αφανείς και άφαντοι!
- Έλεγε πάντοτε πως ο λόγος του είναι συμβόλαιο.

Γ2. α. «Το δυνατό ερέθισμα που προκαλεί η εικόνα και η μαγεία που ασκεί ο εσκεμμένα απλοϊκός λόγος των κόμικς έχουν ως αποτέλεσμα να προσφέρουν ψυχαγωγία και απόλαυση...»:
Στην παραπάνω περίοδο λόγου να εντοπίσετε τις αναφορικές προτάσεις και να τις χαρακτηρίσετε είτε ως παραθετικές είτε ως προσδιοριστικές, ανάλογα με τις πληροφορίες που αυτές περιέχουν σε σχέση με τους προσδιοριζόμενους όρους.

Οι αναφορικές προτάσεις είναι οι ακόλουθες:
- «που προκαλεί η εικόνα» (προσδιορίζει τη λέξη ερέθισμα)
- «που ασκεί ο εσκεμμένα απλοϊκός λόγος των κόμικς» (προσδιορίζει τη λέξη μαγεία).
Πρόκειται για δύο προσδιοριστικές προτάσεις. 

Γ2. β. Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

Οι αναφορικές αυτές προτάσεις είναι προσδιοριστικές, καθώς αποτελούν αναγκαίο συμπλήρωμα των προσδιοριζόμενων όρων (ερέθισμα - μαγεία) -χωρίς αυτές δεν γίνεται πλήρως κατανοητό το νόημα του κειμένου-, γι’ αυτό και δεν χωρίζονται από αυτούς με σημείο στίξης.

Γ2. α. «...προβάλλουν κόσμους αταξικούς, με ήρωες που αδιαφορούν και αδρανοποιούνται απέναντι στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα...»:
Να εντοπίσετε τις αναφορικές προτάσεις και να τις χαρακτηρίσετε είτε ως παραθετικές είτε ως προσδιοριστικές, με βάση τις πληροφορίες που αυτές δίνουν για τον προσδιοριζόμενο όρο.

Οι αναφορικές προτάσεις είναι οι ακόλουθες: «που αδιαφορούν και (που) αδρανοποιούνται απέναντι στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα...»

Γ2. β. Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

Οι αναφορικές αυτές προτάσεις είναι προσδιοριστικές, καθώς αποτελούν αναγκαίο συμπλήρωμα του προσδιοριζόμενου όρου (ήρωες) -χωρίς αυτές δεν γίνεται πλήρως κατανοητό το νόημα του κειμένου-, γι’ αυτό και δεν χωρίζονται από αυτόν με σημείο στίξης.

Γ2.α. «...ότι αυτά (τα κόμικς) υποβιβάζουν τη γλώσσα»: Στην παραπάνω πρόταση, να εξηγήσετε την επιλογή της ενεργητικής σύνταξης από τον συγγραφέα.

Ο συγγραφέας επιλέγει την ενεργητική σύνταξη προκειμένου να δώσει έμφαση στο υποκείμενο της ενέργειας, δηλαδή στα κόμικς.

Γ2. β. Να μετατρέψετε την ενεργητική σύνταξη σε παθητική. Πού δίνεται η έμφαση με την παθητική σύνταξη;


- Η γλώσσα υποβιβάζεται από τα κόμικς. 

Τόλης Καζαντζής «Η θεία Φερενίκη» (απόσπασμα)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ylli Haruni

Τόλης Καζαντζής «Η θεία Φερενίκη» (απόσπασμα)

Τις Κυριακές και τις γιορτές, μετά την εκκλησία, ερχόταν σπίτι μας η θεία Φερενίκη και μου μάθαινε, μια σταλιά παιδί, τροπάρια:

Βαρβάραν την αγίαν τιμήσωμεν,
εχθρού γαρ τας παγίδας συνέτριψεν.

Ήτανε συμμαθήτριες με τη γιαγιά μου στο διδασκαλείο. Το χειμώνα καθόντανε οι δυο τους κοντά στη σόμπα κι όσο να ζεσταθεί το μπρούσικο κρασί, πίνανε τον καφέ τους. Ύστερα βάζαν το κρασί ζεστό στα ποτήρια και το σιγοπίνανε βουτώντας πού και πού μια φέτα ψωμί. Μιλούσανε σιγά σιγά η μια στην άλλη, πάντα στην καθαρεύουσα και πάντα στον πληθυντικό. Σαράντα τόσα χρόνια φιλενάδες και πληθυντικό!
Τις γιορτές η θεία Φερενίκη φόραγε το παράσημο. Ήταν ένας χάλκινος σταυρός μ’ ένα ακτινωτό αστέρι στη μέση, που κρεμόταν από μια μπλε κι άσπρη κορδελίτσα. Το είχε πάρει τότε που υπηρετούσε δασκάλα στο Δυρράχιο, απ’ τον ίδιο τον Έλληνα πρόξενο, μεγαλέμπορα του Δυρραχίου, «κατ’ εντολήν του Μεγαλειοτάτου βασιλέως μας Γεωργίου του Πρώτου». Την ίδια κιόλας μέρα, με νωπή τη συγκίνηση στα αμυγδαλωτά της μάτια, βγήκε φωτογραφία με το παράσημο να πετάει απάνω στ’ αφράτο της στήθος. Κι ήταν να μην πιστεύεις στα ίδια σου τα μάτια, βλέποντας αυτή την καχεκτικιά ασπρομάλλα γριούλα, τη θεία Φερενίκη, και να σου λέει με πικρό χαμόγελο πως «ναι, είναι η ίδια στη φωτογραφία», πως είν’ αυτή η καλλονή με τα λοξά σχιστά μάτια που φτάνανε σχεδόν μέχρι τις ρίζες των πυρρόξανθων μαλλιών της, με τα ροδαλά τσιτωμένα μάγουλα, με τον περήφανο κότσο λίγο πιο πάνω απ’ την κορφή και με τον τροφαντό μπούστο, όπου ήταν αδύνατο να κάνει επαφή το παράσημο.
Και πραγματικά. Αν δεν ήταν το παράσημο, ίδιο κι απαράλλαχτο με το πραγματικό, θα ‘ταν αδύνατο να πεις πως είναι η θεία Φερενίκη. Δε θα μπορούσες να εξηγήσεις πώς γίνανε αυτά τα ξεπλυμένα γαλανά ματάκια με τη θολούρα του καταρράχτη, πώς γίνανε δυο γκριζωπές γραμμές εκείνα τα σαρκώδη ηδυπαθή χείλια και προπαντός πώς γούβιασε εκείνο εκεί το στήθος. Μονάχα το παράσημο απόμενε το ίδιο. Το παράσημο, η καθαρεύουσα, ο πληθυντικός, οι αβρές και ήρεμες κινήσεις καθώς σήκωνε το φλιτζάνι του καφέ, καθώς βουτούσε στο κρασί τη φέτα το ψωμί κι οι ευχές στη γιαγιά μου μπαίνοντας στην κάμαρα:
«Επί έτη πολλά να εορτάζωμεν του Ευαγγελισμού, Μαριγώ μου».
Κι η γιαγιά μου:
«Αμήν, Φερενίκη μου, διότι τις οίδεν τι μας επιφυλάσσει το μέλλον».
Η γιαγιά μου ήταν διαφορετικιά. Τουλάχιστον στην εμφάνιση. Δυσκίνητη, γεμάτη υποψίες ασθενειών, είχε βολέψει διαφορετικά τη ζωή της. Είχε παντρευτεί κι είχε κάνει παιδιά κι εγγόνια. Όμως παρόλο που δεν ακούστηκε ποτέ παράπονο απ’ τα χείλια της, βλέπαμε πόσο αταίριαστη ήταν με τον παππού μου. Εκείνος πάλι, κατά βάθος χρυσός άνθρωπος, λαϊκός τύπος με τα όλα του, έβλεπε πως από κάπου του περίσσευε η γιαγιά μου. Αυτό, φαίνεται, τον σκύλιαζε και το ‘ριχνε στην ειρωνεία με κάτι «καλέ άντες» αντί γι’ απάντηση, ή κάτι «η κυρία με τας κιμωλίας» όπως έλεγε τας καμελίας. Μα προπαντός τα ‘χε με τη θεία Φερενίκη. Έφτασε κιόλας να τη συκοφαντεί, πως τάχα είχε ψείρες, πράμα συχνό για κείνη την εποχή, μα αδύνατο να το πιστέψεις για την πεντακάθαρη γριούλα. Άσε πια τις άλλες τις χοντράδες που ‘κανε όταν την έβρισκε στο σπίτι: Βροντούσε ασταμάτητα τις πόρτες, κυκλοφορούσε με τα μακριά του σώβρακα και τη μανικωτή φανέλα του κι έβρισκε γιορτιάτικα να βγάλει στη μέση όλα τα μερεμέτια και τα μαστορικά του, βρίζοντας τα χειρότερα όταν δεν τα πετύχαινε με το πρώτο. Η γιαγιά μου με τη θεία Φερενίκη κάναν πως δεν άκουγαν και συνεχίζανε τα δικά τους, κι ο παππούς μου δώστου χειρότερα, ώσπου η γιαγιά μου αναγκαζόταν να δικαιολογηθεί:
«Κάμνω παν ό,τι αρέσκει εις αυτόν και υποφέρω αγογγύστως παν ό,τι δεν αρέσκει εις εμέ».
Ο παππούς μου, που δεν καταλάβαινε γρυ:
«Ανάθεμα τη ρίζα σου», απαντούσε απέξω· κι η θεία Φερενίκη:
«Παντρευτήκατε όμως, Μαριγώ μου, έχετε τα παιδιά, τα εγγονάκια σας. Ενώ εγώ; Τίποτε. Εάν ζούσεν τουλάχιστον ο Αλξανδρος...»
Πάντα αυτός ο Αλέξανδρος. Έτσι σκέτος Αλέξανδρος, χωρίς επώνυμο, χωρίς άλλα στοιχεία, χωρίς τίποτε, πράμα που σιγά σιγά γίνηκε για μας, μικρά παιδιά, σωστό μυστήριο, που δε λέγαμε να το καταπιούμε. Μα όταν ρωτάγαμε τη γιαγιά μας:
«Ο αρραβωνιαστικός της Φερενίκης που σκοτώθηκε σε δυστύχημα», μας απαντούσε αόριστα.
[…]

Η παρέλαση-η ενηλικίωση, Νεφέλη, 1995.

μπρούσικο: είδος κρασιού
ηδυπαθή: που εξέπεμπαν ερωτισμό
αβρές: απαλές
τις οίδεν: ποιος ξέρει
αγογγύστως: χωρίς να δυσανασχετώ
γρυ: τίποτα

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

α1. Να αναφέρετε τα πρόσωπα της ιστορίας.

Πρωταγωνιστικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η «θεία» Φερενίκη, που αποκαλείται έτσι από τον αφηγητή, όχι γιατί υπάρχει κάποια συγγενική σχέση μεταξύ τους, αλλά επειδή η ηλικιωμένη αυτή δασκάλα είναι φίλη της γιαγιάς του για πάνω από σαράντα χρόνια.
Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει, επίσης, η γιαγιά του αφηγητή, η Μαριγώ, η οποία, αν και είχε σπουδάσει στο διδασκαλείο της εποχής, είχε παντρευτεί έναν καλόψυχο μεν, αλλά λαϊκό άνθρωπο, ο οποίος ένιωθε διαρκώς πως υστερεί σε σχέση με τη γυναίκα του κι αυτό τον ωθούσε να την αντιμετωπίζει με ειρωνικό τρόπο και να μην της δείχνει τον οφειλόμενο σεβασμό.
Σε δεύτερο επίπεδο κινούνται ο αφηγητής και τα αδέρφια του, που ως εγγόνια της Μαριγώς, γίνονται μάρτυρες τόσο των επισκέψεων της θείας Φερενίκης, όσο και της συμπεριφοράς του παππού τους. Ενώ, στο τέλος του κειμένου γίνεται μνεία και στον αρραβωνιαστικό της θείας Φερενίκης, τον Αλέξανδρο, που σκοτώθηκε σε δυστύχημα προτού παντρευτούν.

α2. Να επισημάνετε στο κείμενο στοιχεία σχετικά με το πρόσωπο του αφηγητή της ιστορίας.

«Τις Κυριακές και τις γιορτές, μετά την εκκλησία, ερχόταν σπίτι μας η θεία Φερενίκη και μου μάθαινε, μια σταλιά παιδί, τροπάρια...»
«Ήτανε συμμαθήτριες με τη γιαγιά μου στο διδασκαλείο.»
«Έτσι σκέτος Αλέξανδρος, χωρίς επώνυμο, χωρίς άλλα στοιχεία, χωρίς τίποτε, πράμα που σιγά σιγά γίνηκε για μας, μικρά παιδιά, σωστό μυστήριο, που δε λέγαμε να το καταπιούμε...»

Ο αφηγητής αναφέρεται σε γεγονότα και πρόσωπα της παιδικής του ηλικίας, όπως τα έζησε στο πατρικό του σπίτι (ερχόταν σπίτι μας), όπου διέμεναν κι ο παππούς κι η γιαγιά του. Φροντίζει, μάλιστα, να εντάσσει τον εαυτό του σ’ ένα σύνολο παιδιών «για μας, μικρά παιδιά...», που προφανώς είναι τα αδέλφια του. Η παρουσία του στην ιστορία είναι αρκετά διακριτική, εφόσον ο ίδιος δεν πρωταγωνιστεί σε όσα περιγράφει. Στην πραγματικότητα πρόκειται για καταστάσεις που τις βιώνει περισσότερο ως απλός παρατηρητής, κι έρχεται στο προσκήνιο ελάχιστες φορές, όπως, για παράδειγμα, στην αρχή του κειμένου όπου δηλώνει πως η θεία Φερενίκη του μάθαινε, αν και ήταν πολύ μικρός ακόμη, τροπάρια.
Ο αφηγητής παρακολουθεί με θαυμασμό τις συνομιλίες της γιαγιάς του Μαριγώς, με τη θεία Φερενίκη, καθώς διαπιστώνει πως αν και ήταν φίλες για περισσότερο από σαράντα χρόνια μιλούσαν η μία στην άλλη στον πληθυντικό, και, μάλιστα, στην καθαρεύουσα. Του κάνει εντύπωση η ευγένεια στις κινήσεις και στους τρόπους γενικότερα της θείας Φερενίκης, κι είναι εμφανής η συμπάθεια που της έχει, κάτι που γίνεται κυρίως εμφανές στην προσπάθειά του να τη δικαιολογήσει απέναντι στις συκοφαντίες του παππού του εις βάρος της.
Ο αφηγητής, αν και έζησε τα γεγονότα αυτά όταν ήταν ακόμη μικρό παιδί, φανερώνει ιδιαίτερη οξυδέρκεια στο πώς αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει την αρνητική στάση του παππού του τόσο απέναντι στη σύζυγό του, τη Μαριγώ, όσο και απέναντι στη φίλη της, τη θεία Φερενίκη.  

α3. «Τις γιορτές… το παράσημο.». Να αναγνωρίσετε στο απόσπασμα τα δυο (2) επίπεδα χρόνου. Να αναφέρετε από δύο φράσεις που χαρακτηρίζουν κάθε ένα επίπεδο.

«Τις γιορτές η θεία Φερενίκη φόραγε το παράσημο. Ήταν ένας χάλκινος σταυρός μ’ ένα ακτινωτό αστέρι στη μέση, που κρεμόταν από μια μπλε κι άσπρη κορδελίτσα. Το είχε πάρει τότε που υπηρετούσε δασκάλα στο Δυρράχιο, απ’ τον ίδιο τον Έλληνα πρόξενο, μεγαλέμπορα του Δυρραχίου, «κατ’ εντολήν του Μεγαλειοτάτου βασιλέως μας Γεωργίου του Πρώτου». Την ίδια κιόλας μέρα, με νωπή τη συγκίνηση στα αμυγδαλωτά της μάτια, βγήκε φωτογραφία με το παράσημο να πετάει απάνω στ’ αφράτο της στήθος. Κι ήταν να μην πιστεύεις στα ίδια σου τα μάτια, βλέποντας αυτή την καχεκτικιά ασπρομάλλα γριούλα, τη θεία Φερενίκη, και να σου λέει με πικρό χαμόγελο πως «ναι, είναι η ίδια στη φωτογραφία», πως είν’ αυτή η καλλονή με τα λοξά σχιστά μάτια που φτάνανε σχεδόν μέχρι τις ρίζες των πυρρόξανθων μαλλιών της, με τα ροδαλά τσιτωμένα μάγουλα, με τον περήφανο κότσο λίγο πιο πάνω απ’ την κορφή και με τον τροφαντό μπούστο, όπου ήταν αδύνατο να κάνει επαφή το παράσημο.»

Το απόσπασμα κινείται σε δύο επίπεδα χρόνου: α) στο παρόν της αφήγησης, δηλαδή στα χρόνια κατά τα οποία ο αφηγητής ήταν μικρό παιδί, και β) στο παρελθόν, στην εποχή δηλαδή κατά την οποία η θεία Φερενίκη ήταν νεαρή δασκάλα στο Δυρράχιο και της απονεμήθηκε, κατ’ εντολή του βασιλιά Γεωργίου Α΄, παράσημο για τις υπηρεσίες της.
Παρόν της αφήγησης:
- Τις γιορτές η θεία Φερενίκη φόραγε το παράσημο. Ήταν ένας χάλκινος σταυρός μ’ ένα ακτινωτό αστέρι στη μέση, που κρεμόταν από μια μπλε κι άσπρη κορδελίτσα.
- Κι ήταν να μην πιστεύεις στα ίδια σου τα μάτια, βλέποντας αυτή την καχεκτικιά ασπρομάλλα γριούλα, τη θεία Φερενίκη, και να σου λέει με πικρό χαμόγελο πως «ναι, είναι η ίδια στη φωτογραφία».

Παρελθόν:
- Την ίδια κιόλας μέρα, με νωπή τη συγκίνηση στα αμυγδαλωτά της μάτια, βγήκε φωτογραφία με το παράσημο να πετάει απάνω στ’ αφράτο της στήθος.
- η καλλονή με τα λοξά σχιστά μάτια που φτάνανε σχεδόν μέχρι τις ρίζες των πυρρόξανθων μαλλιών της, με τα ροδαλά τσιτωμένα μάγουλα, με τον περήφανο κότσο λίγο πιο πάνω απ’ την κορφή και με τον τροφαντό μπούστο, όπου ήταν αδύνατο να κάνει επαφή το παράσημο.

β1. Να περιγράψετε σε μια παράγραφο τη σχέση ανάμεσα στη γιαγιά και στον παππού του αφηγητή.

Παρά το γεγονός ότι ο παππούς του αφηγητή ήταν κατά βάθος καλός άνθρωπος, δεν μπορούσε ωστόσο να αποδεχτεί πως η σύζυγός του είχε υψηλότερο πνευματικό επίπεδο από εκείνον και πως ήταν σαφώς πιο εκλεπτυσμένη στους τρόπους και στη συμπεριφορά της, με αποτέλεσμα να την ειρωνεύεται συνεχώς και να επιχειρεί να την εκθέτει με τις πράξεις του στη φίλη της, τη θεία Φερενίκη. Κατά τρόπο εντελώς ανώριμο ο παππούς κατέφευγε σε συκοφαντίες εις βάρος της ηλικιωμένης δασκάλας ή φρόντιζε να κάνει κάθε είδους φασαρία τις μέρες που εκείνη βρισκόταν στο σπίτι τους, προκειμένου να της δείξει πως είναι ανεπιθύμητη. Του ήταν δύσκολο να δεχτεί την πολύχρονη φιλία των δύο γυναικών, μιας και αποτελούσε μια διαρκή υπόμνηση της πνευματικής ανωτερότητας της συζύγου του, που είχε φοιτήσει στο διδασκαλείο. Από την άλλη, πάντως, η γιαγιά φρόντιζε να κάνει πάντοτε ό,τι άρεσε στο σύζυγό της και να ανέχεται χωρίς διαμαρτυρίες ό,τι ενοχλούσε την ίδια ή ό,τι δεν της ήταν αρεστό, μόνο και μόνο για να διατηρεί, όσο ήταν αυτό εφικτό, τη γαλήνη στη μεταξύ τους σχέση.

β2. «Κάμνω παν ό,τι αρέσκει εις αυτόν και υποφέρω αγογγύστως παν ό,τι δεν αρέσκει εις εμέ». Να σχολιάσετε τη φράση της γιαγιάς κάνοντας αναφορά στις αντιλήψεις της για το ρόλο της γυναίκας.

Η γιαγιά του αφηγητή προκειμένου να αποφεύγει τις εντάσεις στο γάμο της, φροντίζει αφενός να κάνει ό,τι είναι αρεστό στον άντρα της και αφετέρου να υπομένει αδιαμαρτύρητα ό,τι δεν αρέσει στην ίδια. Πρόκειται για μια σαφή ένδειξη πως αναγνωρίζει στο σύζυγό της περισσότερα δικαιώματα απ’ ό,τι στον εαυτό της, με τη λογική, ίσως, πως εκείνος ως άντρας έχει πρωτεύοντα ρόλο. Ακολουθεί, άρα, παλαιότερες αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες η γυναίκα όφειλε να υποτάσσεται στη θέληση του συζύγου της και να συμμορφώνεται με τις δικές του επιθυμίες, μιας και ο άντρας είχε κυρίαρχο ρόλο στην οικογένεια και στο σπίτι.

Η γιαγιά του αφηγητή θα μπορούσε, πιθανώς, να διεκδικήσει από τον άντρα της το δικαίωμα να γίνονται σεβαστές κι οι δικές της επιθυμίες, ώστε να μην είναι διαρκώς αναγκασμένη να υπομένει τις δικές του προτιμήσεις και να ανέχεται κάθε δική του ιδιοτροπία, μα κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με τις συνήθειες της εποχής και θα προκαλούσε έντονη δυσαρέσκεια στο σύζυγό της. Προτιμά, λοιπόν, να καταπιέζει τον εαυτό της, με τη σκέψη και την ελπίδα πως έτσι θα υπάρχουν όσο γίνεται λιγότερες αφορμές συγκρούσεων και διαφωνιών μεταξύ τους.  

Θοδόσης Πιερίδης «Κύπρος 1958»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Joana Kruse

Θοδόσης Πιερίδης «Κύπρος 1958»

«Ήταν οχτώ χρονώ.

Είχε δυο άταχτα πλεξουδάκια
κι αμέτρητα χρόνια ακόμα να ζήσει.

Σκορπίστηκαν όλα, ανακατώθηκαν όλα με τις λάσπες του δρόμου.

Είπανε για μια σφαίρα αδέσποτη.

Γιατί τη λέξη δολοφονία δύσκολα την προφέρνουν οι δολοφόνοι.

Δύσκολα παραδέχονται πως μαζευτήκανε τόσοι άντρες σιδερόφρακτοι
για να σκοτώσουν ένα παιδάκι.»

[Το χρυσό μονοπάτι, 1961]

Σχόλιο
Το ποίημα φαίνεται ότι επικεντρώνεται στην τραγική περίπτωση ενός κοριτσιού, της Ιωάννας Ζαχαριάδου από την Αμμόχωστο, η οποία έπεσε θύμα της βίας των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων στις 3 Οκτωβρίου 1958.

Το σύντομο αυτό ποίημα έχει, όπως προκύπτει από τον περιορισμό των ιστορικών αναφορών μόνο στο πλαίσιο του τίτλου (Κύπρος 1958), κύριο στόχο να αποτελέσει μια αντιπολεμική καταγγελία, κι όχι να σταθεί στη συγκεκριμένη σύγκρουση ανάμεσα στους Βρετανούς και τους Ελληνοκυπρίους. Ό,τι προέχει εδώ είναι το γεγονός της απώλειας ενός αθώου παιδιού στο όνομα μιας ακόμη πολεμικής αναμέτρησης, χωρίς να έχει πρωτεύουσα σημασία το ποια ήταν η αναμέτρηση αυτή και σε τι αποσκοπούσε.  
Σαφής, άλλωστε, είναι η πρόθεση του δημιουργού να επιτρέψει στο ίδιο το γεγονός να φανερώσει με την τραγικότητά του το επώδυνο των πολεμικών συγκρούσεων, χωρίς να καταφύγει στη χρήση πλήθους εκφραστικών ή άλλων συγκινησιακών μέσων. Η έκφραση παραμένει λιτή και το ποίημα σκοπίμως σύντομο και επιγραμματικό.

«Ήταν οχτώ χρονώ.

Είχε δυο άταχτα πλεξουδάκια
κι αμέτρητα χρόνια ακόμα να ζήσει.»

Με του τρεις πρώτους στίχους ο ποιητής παρουσιάζει συνοπτικά το κεντρικό πρόσωπο της οδυνηρής αυτής ιστορίας∙ ένα οχτάχρονο χαριτωμένο κοριτσάκι, που είχε ακόμη «αμέτρητα» χρόνια να ζήσει, πλήθος εμπειριών να βιώσει και άπλετη αγάπη να προσφέρει στους οικείους της. Ένα μικρό κορίτσι, που με τις άταχτες πλεξούδες των μαλλιών της προσέφερε και αποτελούσε μια χαρακτηριστική εικόνα της αθώας αυτής ηλικίας∙ ένα μικρό κορίτσι που δεν είχε απολύτως καμία ευθύνη για όσα διαδραματίζονταν γύρω της στον κόσμο των ενηλίκων∙ ένα μικρό κορίτσι που δεν απειλούσε με την παρουσία της κανέναν, και ιδίως μια ιμπεριαλιστική δύναμη, όπως ήταν αυτή των Βρετανών.

«Σκορπίστηκαν όλα, ανακατώθηκαν όλα με τις λάσπες του δρόμου.»

Μ’ έναν μόλις στίχο ο Πιερίδης αποδίδει σπαρακτικά τη δραματική στιγμή της δολοφονίας. Εντελώς απροσδόκητα, όλα όσα συνιστούσαν την ύπαρξη του οχτάχρονου κοριτσιού σκορπίστηκαν κι ανακατώθηκαν με τις λάσπες του δρόμου. Τα άταχτα πλεξουδάκια της, τα ελάχιστα χρόνια της, η ίδια της η ζωή, βρέθηκαν όλα πεσμένα στο δρόμο, ανακατωμένα με τις λάσπες.

«Είπανε για μια σφαίρα αδέσποτη.

Γιατί τη λέξη δολοφονία δύσκολα την προφέρνουν οι δολοφόνοι.»

Η δικαιολογία που δόθηκε από τους άνανδρους δολοφόνους του μικρού κοριτσιού ήταν πως επρόκειτο για μια αδέσποτη σφαίρα∙ για μια σφαίρα που δεν είχε στόχο το αθώο αυτό παιδάκι. Ωστόσο, όπως με καυστική ειρωνεία επισημαίνει ο ποιητής, ήταν αναμενόμενο πως οι δολοφόνοι του παιδιού θα έβρισκαν κάποιο τρόπο για να δικαιολογήσουν ό,τι συνέβη, αφού στην πραγματικότητα τους είναι δύσκολο να προφέρουν τη λέξη δολοφονία∙ τους είναι δύσκολο να πουν με το όνομά του αυτό που κάνουν.  

«Δύσκολα παραδέχονται πως μαζευτήκανε τόσοι άντρες σιδερόφρακτοι
για να σκοτώσουν ένα παιδάκι.»

Πολύ δύσκολα θα παραδέχονταν πως χρειάστηκε να μαζευτούν τόσοι πάνοπλοι άνδρες, μόνο και μόνο για να σκοτώσουν ένα ανυπεράσπιστο παιδάκι. Πολύ δύσκολα θα παραδέχονταν πως έστρεψαν τα όπλα τους πάνω σ’ ένα αθώο παιδάκι, που δεν θα μπορούσε ποτέ να τους βλάψει, μόνο και μόνο για να ποτίσουν με πόνο τις ψυχές των δικών του, και να τους δείξουν έτσι πως κάνουν λάθος να τα βάζουν με μια ανελέητη στρατιωτική δύναμη. Πάνοπλοι στρατιώτες∙ σιδερόφρακτοι άντρες που μη μπορώντας να χτυπήσουν εκείνους που θέλουν, επιλέγουν τελικά να σκοτώσουν ένα παιδάκι για να στείλουν, ίσως, ένα μήνυμα εκφοβισμού.
Ακόμη, βέβαια, κι αν επρόκειτο πράγματι για μια στιγμή ατυχίας -για μια αδέσποτη σφαίρα- το μήνυμα του ποιήματος είναι σαφές και αντλείται από το πολλαπλά επώδυνο αυτής της απώλειας∙ κάθε πολεμική αναμέτρηση, είτε παρακινείται από την επιθυμία μιας ισχυρής δύναμης να διατηρήσει την κυριαρχία της, είτε αποτελεί την κραυγή μιας υπόδουλης εθνότητας που επιζητά την απελευθέρωσή της, έχει ως θύματα αθώες ψυχές. Κάθε πόλεμος, όποια κι αν είναι τα κίνητρά του, σκορπίζει παντού το θάνατο και τη δυστυχία, καθιστώντας σχεδόν ανούσια τα «κέρδη» του, όποια πλευρά κι αν υπερισχύσει.
Αν θελήσουμε, εντούτοις, να αναγνωρίσουμε το δίκαιο χαρακτήρα που έχει ένας αγώνας που αποσκοπεί στην απελευθέρωση ενός έθνους από τα δεσμά μιας ξένης δύναμης κατοχής, θα πρέπει να αποδώσουμε την ευθύνη για κάθε θάνατο αθώου ανθρώπου στην πλευρά των ισχυρών, διότι είναι η δική τους επιμονή να παραβιάζουν τις αρχές του δικαίου που εξωθεί τους υπόδουλους ή τους αδικούμενους ανθρώπους να καταφύγουν σε μια τόσο ακραία μορφή αντίδρασης, όπως είναι η ένοπλη σύγκρουση.

[Στις 16 Αυγούστου 1960 η Μεγάλη Βρετανία παραχώρησε στην Κύπρο την Ανεξαρτησία της.]

Εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας 1955-1959

Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ)

Ο Γρίβας, πρώην αρχηγός της αντικομουνιστικής οργάνωσης «Χ» στη δεκαετία του 1940, είχε συλλάβει από νωρίς την ιδέα της ένοπλης δράσης∙ στις αρχές της δεκαετίας του 1950, παρουσίασε τις απόψεις του στον Μακάριο, ο οποίος αρχικά ήταν αρνητικός. Ακολούθησε, το 1952 σειρά συναντήσεων, στις οποίες συμμετείχαν, εκτός από τον Μακάριο και τον Γρίβα, ο κυπριακής καταγωγής δημοσιογράφος Αχιλλέας Κύρου, και οι δικηγόροι Σάββας και Σωκράτης Λοϊζίδης, καθώς και Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι πνευματικοί άνθρωποι και στρατιωτικοί. Σύνδεσμος με την ίδια τη Μεγαλόνησο ήταν ο Ανδρέας Αζίνας. Παρά τους αρχικούς δισταγμούς του, κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών ο Αρχιεπίσκοπος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένοπλη δράση θα μπορούσε να μετακινήσει τους Βρετανούς από την απόλυτα αρνητική θέση τους∙ έδωσε τελικά τη συγκατάθεσή του, το 1954, με την προϋπόθεση ότι οι επιθέσεις θα κατευθύνονταν κατά των βρετανικών εγκαταστάσεων και ότι θα καταβαλλόταν κάθε προσπάθεια να μην υπάρξουν ανθρώπινα θύματα. Ο Γρίβας μετακινήθηκε αρχικά στη Ρόδο και κατόπιν έφτασε στην Κύπρο, όπου και οργάνωσε την ΕΟΚΑ (το έδαφος είχε στο μεταξύ προετοιμάσει και με μια επίσκεψή του στην Κύπρο τα προηγούμενα χρόνια). Η σύλληψη από τους Βρετανούς, τον Ιανουάριο 1955, του ελλαδικού καϊκιού «Άγιος Γεώργιος» που μετέφερε πολεμοφόδια στο νησί δεν άρκεσε για να εμποδίσει την εμφάνιση της οργάνωσης.
Η στάση της κυβέρνησης Παπάγου απέναντι στην ΕΟΚΑ έχει αποτελέσει αντικείμενο μακρών συζητήσεων. Οι Βρετανοί και οι Τούρκοι θεωρούσαν δεδομένη τη συνεργασία μεταξύ της ΕΟΚΑ και της ελληνικής κυβέρνησης. Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Ο ίδιος ο Παπάγος φαίνεται να ήταν ενήμερος για τα σχέδια του Γρίβα και αρχικά του είχε υποδείξει να μην προχωρήσει∙ μάλιστα φέρεται να είχε διατάξει τη σύλληψή του όσο βρισκόταν στη Ρόδο, αλλά η διαταγή έφτασε πολύ αργά, όταν ο Γρίβας είχε ήδη αναχωρήσει για την Κύπρο. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία (κυρίως τα απομνημονεύματα του Γρίβα), μόνο μετά την απόρριψη της ελληνικής προσφυγής στον ΟΗΕ, αποδέχτηκε ο Παπάγος το ενδεχόμενο της ένοπλης δράσης. Είναι όμως σίγουρο ότι Ελλαδίτες ιθύνοντες, ακόμη και άνθρωποι κοντά στον Παπάγο, βοηθούσαν στο πρώτο αυτό στάδιο την ΕΟΚΑ -στοιχείο που παραπέμπει σε μια εικόνα ασαφή και ελάχιστα ενδεικτική σωστής οργάνωσης από την πλευρά του ελληνικού κράτους. Σε κάθε περίπτωση, ο Γρίβας δεν λάμβανε εντολές από την ελληνική κυβέρνηση: η ΕΟΚΑ οργανώθηκε και στελεχώθηκε με την προσωπική φροντίδα του ίδιου του αρχηγού της.
Οι σχέσεις μεταξύ του Γρίβα και του Αρχιεπισκόπου ήταν πολύπλοκες. Ο Μακάριος ήταν ο ηγέτης του αγώνα για την Ένωση, ο Γρίβας ο αρχηγός της ένοπλης οργάνωσης, ενώ οι μαχητές της ΕΟΚΑ στρατολογούνταν κατ’ εξοχήν από οργανώσεις της Εθναρχίας και κυρίως τις οργανώσεις νεολαίας. Οπωσδήποτε, υπήρχε μεταξύ τους επικοινωνία και ο αρχηγός της ΕΟΚΑ, παρά τις τεράστιες ικανότητές του στην οργάνωση και διεύθυνση του ένοπλου αγώνα, λίγα θα είχε καταφέρει αν δεν διέθετε την υποστήριξη του Μακαρίου. Ωστόσο, οι δύο ηγέτες δεν εξέφραζαν πάντα ταυτόσημες απόψεις: ο Μακάριος ζητούσε περιορισμένη στρατιωτική δράση και μεγαλύτερη έμφαση στην πολιτική κινητοποίηση, ενώ οι προτεραιότητες του Γρίβα ήταν αντίστροφες. Σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν ακριβές (όπως ισχυρίστηκαν οι Βρετανοί) ότι ο Μακάριος ήταν ο αληθινός ηγέτης της ΕΟΚΑ, ούτε ότι έλεγχε τις πράξεις του Γρίβα, ο οποίος είχε πάντα καλύτερες σχέσεις με τον κύριο εκπρόσωπο των αδιάλλακτων ενωτικών, τον Μητροπολίτη Κυρηνείας.
Η ένοπλη εξέγερση επέδρασε καταλυτικά στο Κυπριακό. Οι Βρετανοί χαρακτήρισαν την ΕΟΚΑ ως οργάνωση «τρομοκρατική» και φάνηκαν αποφασισμένοι να την καταστρέψουν. Σχεδόν αμέσως, άρχισε να εκδηλώνεται αγγλοτουρκική συνεργασία στο ίδιο το νησί, καθώς τις ανησυχίες της εξέφρασε η τουρκική κυβέρνηση, ενώ η αποικιακή διοίκηση συγκρότησε νέα σώματα «επικουρικής αστυνομίας» από Τουρκοκυπρίους (που αποδείχτηκαν ιδιαίτερα πρόθυμοι στις κατασταλτικές επιχειρήσεις σε βάρος της ΕΟΚΑ και του ελληνοκυπριακού πληθυσμού). Έτσι, η βρετανική διοίκηση θα δώσει στη σύγκρουσή της με την ΕΟΚΑ και μία ακόμη διάσταση, αυτήν της σύγκρουσης μεταξύ της ελληνοκυπριακής οργάνωσης και της -απαρτιζόμενης κυρίως από Τουρκοκύπριους- επικουρικής αστυνομίας, με προφανώς δυσμενείς συνέπειες για τις σχέσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Σύντομα εμφανίστηκε και αντίστοιχη τουρκοκυπριακή οργάνωση («Βολκάν»), που αργότερα, το 1957, μετονομάστηκε σε ΤΜΤ (Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης). Η ΤΜΤ οργανώθηκε και ανέλαβε δράση υπό την καθοδήγηση αξιωματικών του τουρκικού στρατού. Πρέπει να σημειωθεί ότι η σχέση της ΤΜΤ με τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις ήταν, σύμφωνα με τις διαθέσιμες ενδείξεις, άμεση, σε αντίθεση με την ΕΟΚΑ, η οποία οργανώθηκε από απόστρατο αξιωματικό του ελληνικού στρατού και δεν αποτέλεσε ποτέ όργανο των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Παρά την επιμονή των Βρετανών ότι η ΕΟΚΑ ασκούσε «τρομοκρατία» (επιμονή που σχετιζόταν και με τις ανάγκες της βρετανικής προπαγάνδας), η μορφή της δράσης της (τμήματα δολιοφθορών, ένοπλα τμήματα στα βουνά, μικρές ένοπλες ομάδες στις πόλεις, πολιτική δράση από το πολιτικό της σκέλος, την ΠΕΚΑ, κινητοποιήσεις από την οργάνωση νεολαίας, την ΑΝΕ) υπαγορευόταν από την ίδια τη φύση του κυπριακού γεωγραφικού χώρου: δεν θα μπορούσε βέβαια σε μια τόσο περιορισμένη έκταση να αναλάβει ο Γρίβας τακτικές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ούτε ήταν στόχος της ΕΟΚΑ να νικήσει στρατιωτικά τους Βρετανούς και να τους εκδιώξει από την Κύπρο, αλλά να καταδείξει διεθνώς τη βούληση των Κυπρίων για ελευθερία και να δημιουργήσει έτσι τις προϋποθέσεις για την πολιτική επίλυση του ζητήματος.
Ο αριθμός των βρετανικών δυνάμεων που αντιμετώπιζαν την ΕΟΚΑ δεν έμενε σταθερός. Κυμάνθηκε από 12.000 άνδρες το φθινόπωρο του 1955, έως πάνω από 34.000 ένα χρόνο αργότερα (όταν βρίσκονταν συγκεντρωμένες στο νησί πολλές επιπρόσθετες δυνάμεις που είχαν πάρει μέρος στην αγγλογαλλική εισβολή στην Αίγυπτο). Αργότερα, κατά το σχετικά «ήσυχο» 1957 (όταν η ΕΟΚΑ είχε κηρύξει ανακωχή) ο αριθμός μειώθηκε αισθητά. Στα τέλη του 1958, εποχή κατά την οποία σημειώθηκε νέα κορύφωση της σύγκρουσης, φαίνεται ότι υπήρχαν στη Μεγαλόνησο περίπου 30.000 Βρετανοί στρατιώτες. Οι αριθμοί αυτοί πάντως δείχνουν ότι τεράστιες βρετανικές δυνάμεις, που συνεπικουρούνταν από την επικουρική αστυνομία και διέθεταν σοβαρά στρατιωτικά μέσα, αδυνατούσαν να εξαρθρώσουν την ΕΟΚΑ. Η Κύπρος του 1955-1959 αποτέλεσε μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις στις οποίες οι Βρετανοί απέτυχαν να νικήσουν σε έναν αποικιακό πόλεμο.    

[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΣΤ΄, Εκδοτική Αθηνών] 

Λυσίας «Υπέρ Μαντιθέου» Ερμηνευτικές ερωτήσεις [Διήγηση – Πίστη 7-8]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Chris Rivera

Λυσίας «Υπέρ Μαντιθέου» Ερμηνευτικές ερωτήσεις [Διήγηση – Πίστη 7-8]

1.  Γιατί οι κατάλογοι των φυλάρχων αποτελούν, κατά τον Μαντίθεο, πιο αξιόπιστες πηγές σε σχέση με τα σανδια;

Οι φύλαρχοι φρόντιζαν να συντάσσουν με μεγάλη υπευθυνότητα και προσοχή τους σχετικούς καταλόγους, διότι σε περίπτωση που δεν κατέγραφαν τα ονόματα όλων όσων είχαν υπηρετήσει στο ιππικό θα τιμωρούνταν κατ’ ανάγκη οι ίδιοι και θα πλήρωναν τα ποσά που αναλογούσαν σ’ εκείνους που παρέλειψαν. Οι κατάλογοι των φυλάρχων ήταν, επομένως, εύλογα πιο αξιόπιστες πηγές, ιδίως, μάλιστα, αν ληφθεί υπόψη πως οι πινακίδες -τα λευκώματα- ήταν εκτεθειμένες κι ήταν εύκολο σε όποιον ήθελε να σβήσει το όνομά του από αυτές.

2. στε μηδν δι’ λλο…τλμησν μου καταψεσασθαι: Να σχολιάσετε, με βάση το χωρίο, το ήθος των κατηγόρων, όπως το παρουσιάζει ο Μαντίθεος.

Ο Μαντίθεος, έχοντας καταστήσει σαφές πως δεν θεωρεί ότι η κατηγορία που έχει διατυπωθεί εις βάρος του είναι ουσιώδης, καθώς ακόμη κι αν είχε υπηρετήσει στο ιππικό αυτό δεν θα αποτελούσε ικανή αιτία για να μην εγκριθεί η εκλογή του, τονίζει πως ο μόνος λόγος για τον οποίο προχωρά σ’ αυτή την απολογία είναι γιατί κάποιοι τόλμησαν να πουν ψέματα εις βάρος του. Πρόκειται, μάλιστα, για ψέματα που είναι πασιφανή σε όλους κι αυτό φανερώνει ακόμη περισσότερο τη μοχθηρότητα των κατηγόρων του, οι οποίοι μόνο και μόνο για να διαβάλουν έναν αθώο συμπολίτη τους και να του δημιουργήσουν προβλήματα κατέφυγαν σε μια ανυπόστατη κατηγορία, χωρίς να τους απασχολεί καν το γεγονός ότι δεν είχαν αποδείξεις για να τη στηρίξουν. Ενώ, η όλη τους στάση αναδεικνύεται ακόμη πιο δόλια και κακόβουλη, από το εύλογο δεδομένο πως πολλοί άλλοι που είχαν υπηρετήσει ως ιππείς την εποχή των Τριάκοντα εκλέχτηκαν στη συνέχεια βουλευτές ή κατέλαβαν άλλα ανώτερα αξιώματα, στοιχείο που υποδηλώνει πως η πρόθεσή τους ήταν εξαρχής η δημιουργία αρνητικών εντυπώσεων εις βάρος του Μαντιθέου, έστω κι αν δεν θα κατόρθωναν να εμποδίσουν την εκλογή του στο βουλευτικό αξίωμα.
Οι κατήγοροι, λοιπόν, αφού δεν είχαν τίποτε να προσάψουν στον Μαντίθεο και αφού δεν μπορούσαν με κανέναν άλλο τρόπο να τον βλάψουν, αφού ο ίδιος είναι άνθρωπος άμεμπτου ήθους, επέλεξαν να βασιστούν σε μια ανούσια ένδειξη ενοχής, με μοναδικό απώτερο στόχο να σπιλώσουν το όνομά του.   

3. Ο Μαντίθεος καταφεύγει σε έναν υποθετικό συλλογισμό: επερ ππευσα... δοκιμζεσθαι. Ποιο είναι το περιεχόμενο του συλλογισμού και τι επιδιώκει με αυτόν;

Ο Μαντίθεος, στο πλαίσιο αυτού του υποθετικού συλλογισμού, τονίζει πως ακόμη κι αν είχε όντως υπηρετήσει στο ιππικό δεν θα το αρνιόταν σαν να είχε κάνει κάτι το φοβερό, αλλά θα είχε την αξίωση να εγκριθεί η εκλογή του, με τον όρο ότι θα κατόρθωνε να αποδείξει ότι κανένας από τους συμπολίτες του δεν είχε πάθει κάποιο κακό από εκείνον. 
Με το συλλογισμό αυτό ο Μαντίθεος επιχειρεί να φανερώσει πως η κατηγορία που έχει διατυπωθεί εις βάρος του, ακόμη κι αν ήταν αληθινή, δεν αποτελεί ικανό λόγο για να μην εγκρίνουν οι βουλευτές την εκλογή του, εφόσον το να έχει υπηρετήσει κάποιος στο ιππικό την περίοδο της τυραννίας των Τριάκοντα δεν συνιστούσε από μόνο του πραγματικά επιβαρυντικό γεγονός. Εκείνο που είχε ουσιαστική σημασία είναι το αν με τις πράξεις του έβλαψε τους συμπολίτες του ή όχι. Αν, λοιπόν, ο Μαντίθεος αποδείξει πως δεν υπάρχει κανένας που να έχει κάποιο παράπονο για τη στάση και το ήθος του και πως κανένας δεν έχει βλαφτεί από αυτόν, τότε είτε υπηρέτησε ως ιππέας είτε όχι, δεν υπάρχει επί της ουσίας κανένα κώλυμα για την εκλογή του στο βουλευτικό αξίωμα. Είναι, άλλωστε, γνωστό πως στο παρελθόν έχει ήδη εγκριθεί η εκλογή ανθρώπων που αποδεδειγμένα υπηρέτησαν ως ιππείς.  

4. Ποιο βασικό αποδεικτικό στοιχείο της αθωότητάς του εκθέτει ο Μαντίθεος στο κείμενο και με ποια επιχειρήματα το τεκμηριώνει;

Ο Μαντίθεος επικαλείται ως κύριο στοιχείο της αθωότητάς του το γεγονός ότι το όνομά του δεν είναι καταγεγραμμένο στους επίσημους καταλόγους που συνέτασσαν οι φύλαρχοι με τα ονόματα όσων υπηρέτησαν ως ιππείς, στοιχείο που ενισχύεται από το ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη πως ο ίδιος παραδόθηκε στους συνηγόρους του δημοσίου, για να επιστρέψει το σχετικό επίδομα, μα κι από το ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη πως κατέβαλε τελικά στο δημόσιο χρήματα που να αναλογούν στο επίδομα.
Φροντίζει, μάλιστα, να ισχυροποιήσει την αξία αυτού του στοιχείου υπονομεύοντας ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία των πινακίδων σε σύγκριση με την αξιοπιστία που είχαν οι κατάλογοι των φυλάρχων. Τονίζει, έτσι, πως αφενός οι πινακίδες ήταν εκτεθειμένες και μπορούσε ο καθένας να αφαιρέσει το όνομά του από αυτές, αν το ήθελε, και πως αφετέρου οι επίσημοι κατάλογοι είχαν συνταχθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή, διότι σε περίπτωση παράλειψης κάποιου ονόματος, οι φύλαρχοι ήταν αναγκασμένοι να πληρώσουν οι ίδιοι τα αναλογούντα ποσά.
Επιπλέον, ο Μαντίθεος προχωρά ένα βήμα πιο πέρα την απολογία του μ’ έναν ευφυή υποθετικό συλλογισμό, στο πλαίσιο του οποίου επισημαίνει πως ακόμη κι αν είχε όντως υπηρετήσει ως ιππέας, δεν θα είχε κανένα λόγο να το αρνείται, αφού κάτι τέτοιο δεν αποτελεί καταδικαστικό στοιχείο. Δεν είναι, άλλωστε, λίγοι εκείνοι που ενώ είχαν αποδεδειγμένα υπηρετήσει ως ιππείς επί των Τριάκοντα είναι τώρα βουλευτές ή έχουν εκλεγεί ακόμη και στα ανώτερα αξιώματα της πόλης, όπως είναι αυτά του στρατηγού ή του αρχηγού του ιππικού. Επομένως, καταλήγει ο Μαντίθεος, το ζητούμενο δεν είναι το αν υπηρέτησε ως ιππέας ή όχι, αλλά το αν έχει βλάψει κάποιον από τους συμπολίτες του∙ κι αυτό είναι κάτι που μπορεί πέρα από κάθε αμφιβολία να αποδείξει πως δεν ισχύει, εφόσον σ’ όλη του τη ζωή φέρθηκε με απόλυτο σεβασμό απέναντι στους συνανθρώπους του, είτε επρόκειτο για τα μέλη της οικογένειάς του είτε για τους συμπολίτες του.

5. Να περιγράψετε τα ρητορικά ήθη (του ρήτορα, των κατηγόρων και των βουλευτών) όπως διαγράφονται στο κείμενο.

Το ήθος του Μαντιθέου: Ο Μαντίθεος κατορθώνει με ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα να παρουσιάσει τον εαυτό του ως το αθώο θύμα κακόβουλων ανθρώπων, οι οποίοι χωρίς να διστάσουν κατασκεύασαν μια ανυπόστατη κατηγορία εις βάρος του. Φροντίζει, μάλιστα, να επισημάνει πως ό,τι είναι πιο σημαντικό για εκείνον δεν είναι το να αποδειχθεί αν υπηρέτησε ή όχι ως ιππέας, αφού κάτι τέτοιο δεν αποτελεί από μόνο του επιβαρυντικό στοιχείο, αλλά το να διερευνηθεί αν με τις πράξεις του έβλαψε ή όχι κάποιον από τους συμπολίτες του. Με ευφυή τρόπο, λοιπόν, καθιστά την κατηγορία εις βάρος του εντελώς ανούσια και δείχνει πως είναι έτοιμος να δεχθεί ενδελεχή έλεγχο των πεπραγμένων του, καθώς δεν έχει απολύτως τίποτε να κρύψει.
Ο Μαντίθεος αναδεικνύει κατ’ αυτό τον τρόπο πως έχει αδικηθεί από ανήθικους ανθρώπους, οι οποίοι θέλοντας να τον βλάψουν με όποιον πιθανό τρόπο κατέφυγαν σε μία κατηγορία που δεν έχει βαρύτητα, αφού πολλοί άλλη που υπηρέτησαν ως ιππείς κατά τη διάρκεια της τυραννίας των Τριάκοντα είναι τώρα μεταξύ των βουλευτών.

Το ήθος των βουλευτών: Ο Μαντίθεος επισημαίνοντας πως κάποιοι από τους βουλευτές είχαν αποδεδειγμένα υπηρετήσει ως ιππείς επί των Τριάκοντα, επιχειρεί αφενός να τους υπενθυμίσει πως έχουν περάσει κι οι ίδιοι με επιτυχία ανάλογη με αυτόν δοκιμασία, κι αφετέρου να επαινέσει την αμερόληπτη στάση του βουλευτικού σώματος, εφόσον δεν επιτρέπουν σ’ ένα τέτοιο γεγονός να τους οδηγήσει αυτομάτως σε καταδικαστική απόφαση, αν το άτομο το οποίο κρίνεται έχει ως προς όλα τ’ άλλα διάγει έναν έντιμο και ηθικό βίο. Οι βουλευτές, επομένως, ακόμη κι αν γνωρίζουν για κάποιον πως έτυχε να του έχουν ανατεθεί καθήκοντα ιππέα επί των Τριάκοντα, δεν το εκλαμβάνουν αυτό από μόνο του ως καταδικαστικό στοιχείο∙ προχωρούν, με αντικειμενικότητα, στον πλήρη έλεγχο της ζωής του ατόμου, ώστε να διαπιστώσουν αν υπήρχε ενεργή συμμετοχή στις αδικίες που διέπραξαν οι Τύραννοι ή όχι.

Το ήθος των κατηγόρων: Μέσα από το συγκεκριμένο σημείο της απολογίας αναδεικνύεται ακόμη πιο έντονα η ανηθικότητα και η μοχθηρία των κατηγόρων, εφόσον προκύπτει πως κατηγορούν τον Μαντίθεο για κάτι που ακόμη κι αν είναι αληθές, δεν αποτελεί πραγματικό κώλυμα για την εκλογή του. Ενώ, δηλαδή, γνωρίζουν πως το να έχει υπηρετήσει κάποιος ως ιππέας επί των Τριάκοντα δεν αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για την ανάδειξη αυτού του ατόμου στα αξιώματα της πόλης, προχωρούν, ούτως ή άλλως, στη διατύπωση της κατηγορίας, αποσκοπώντας προφανώς στη δημιουργία αρνητικών και μόνο εντυπώσεων εις βάρος του. Οι κατήγοροι δεν ενδιαφέρονται, άρα, να προφυλάξουν την πόλη τους από την εκλογή ενός ανήθικου ανθρώπου, αφού αυτό δεν ισχύει για τον Μαντίθεο, αλλά επιδιώκουν με κάθε τρόπο να σπιλώσουν το όνομά του, παρασυρμένοι πιθανώς από τον φθόνο τους για εκείνον.

6. Γιατί ο Μαντίθεος υποστηρίζει ότι και αν ακόμη είχε υπηρετήσει ως ιππέας επί των Τριάκοντα δεν θα το αρνιόταν;


Ο Μαντίθεος βασιζόμενος στην προφανή διαπίστωση πως αρκετοί από αυτούς που διετέλεσαν ιππείς επί των Τριάκοντα είναι τώρα μέλη της βουλής ή έχουν εκλεγεί στρατηγοί και αρχηγοί του ιππικού, θεωρεί πως η κατηγορία αυτή καθ’ αυτή δεν αποτελεί ουσιαστικό κώλυμα για την εκλογή του, οπότε δεν θα είχε κανένα λόγο να την αρνηθεί, αν ήταν αληθινή. Ο λόγος για τον οποίο την αρνείται, επομένως, είναι ακριβώς διότι είναι ψευδής, και όχι διότι θεωρεί πως αποτελεί εμπόδιο για την ανάδειξή του στο βουλευτικό αξίωμα. Όπως, άλλωστε, επισημαίνει στην απολογία του, το μόνο που έχει πραγματική σημασία είναι το αν με τις πράξεις του έχει βλάψει κάποιον από τους συμπολίτες του ή όχι.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...