Horacio Cardozo
Μαρία Πολυδούρη 1902 – 1930
Η Μαρία Πολυδούρη γεννιέται στην Καλαμάτα την Πρωταπριλιά του 1902. Περνά τα πρώτα της χρόνια σο Γύθειο (1905-1914) και στα Φιλιατρά (1914-1916), παρακολουθώντας τις μεταθέσεις του πατέρα της, που ήταν φιλόλογος.
Το 1916 η οικογένεια επιστρέφει στην Καλαμάτα, και η Πολυδούρη δημοσιεύει το πρώτο της κείμενο στον Οικογενειακό Αστέρα, περιοδικό ποικίλης ύλης και εργοχείρων. Είναι το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας», που κάνει μεγάλη εντύπωση και στο σχολείο της και στην πόλη.
Το 1918 τελειώνει το γυμνάσιο και διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Αφήνει πίσω της τα παιδικά της ποιήματα, ένα χοντρό τετράδιο με τίτλο Μαργαρίτες.
Το 1920, μέσα σε σαράντα ημέρες, χάνει τον πατέρα της και τη μητέρα της. Το 1921 γράφεται στη Νομική. Το 1922 μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής. Ανάμεσα στους συναδέλφους της – «κάτι νέοι άνθρωποι σκυθρωποί και ανάπηροι, ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος, κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι» - είναι και ο Καρυωτάκης: έξι χρόνια μεγαλύτερός της, δόκιμος ποιητής ήδη, είναι αλλιώτικος και δεν αργεί να γίνει ιδεώδης.
Στις 3 Μαΐου εκείνης της χρονιάς σημειώνει στο ημερολόγιό της: «Τον αγαπώ... Τον αγαπώ... Καμιά αμφιβολία πια... [...] Απελπισμένε μου ποιητή, θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω να σ’ αγαπήσω, όσο σου πρέπει;»
Η σχέση τους είναι σύντομη και εμποδισμένη, γεμάτη μακρινούς περιπάτους, παράφορα φιλήματα, ποιήματα και συγκρούσεις, ένας μοιραίος και ανεκπλήρωτος έρωτας που θα τη σημαδέψει για πάντα.
Το 1923 η Πολυδούρη προσβάλλεται από αδενοπάθεια και μένει για ένα διάστημα σ’ ένα σπιτάκι στο Μαρούσι. Ο Καρυωτάκης την επισκέπτεται ακόμη συχνά.
Το 1924 η Πολυδούρη δραπετεύει από την αδιέξοδη σχέση της με τον Καρυωτάκη και αρραβωνιάζεται τον νεαρό δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου. Ο Καρυωτάκης ψυχραίνεται. Τώρα πια δεν μπορούν να είναι ούτε φίλοι. Την ίδια χρονιά η Πολυδούρη απολύεται από τη Νομαρχία «ως αργόμισθος».
Το 1925 εγκαταλείπει τις σπουδές της. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου κι έπειτα στη Σχολή Κουνελάκη. Κάνει τη μοναδική θεατρική της εμφάνιση στο Κουρέλι του Νικοντέμι.
Το 1926 φεύγει για το Παρίσι διαλύοντας τον αρραβώνα της με τον Γεωργίου. Σπουδάζει ραπτική στην Ecole Pigier, όμως τον επόμενο χρόνο προσβάλλεται από φυματίωση – θανάσιμη αρρώστια την εποχή εκείνη – και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Charite.
Το 1928 επιστρέφει από το Παρίσι. Μπαίνει στο «φθισιατρείο» της Σωτηρίας: μακριά από τους θαλάμους των άλλων αρρώστων, σ’ ένα μικρό δωματιάκι στον περίβολο, προορισμένο για τους ετοιμοθάνατους. Καθώς δεν έχει πια κανέναν πόρο, η Σωτηρία της λύνει στοιχειωδώς το πρόβλημα της στέγης και της τροφής.
Η Πολυδούρη είναι ήδη ένας θρύλος για τη λογοτεχνική Αθήνα. Νεαροί ποιητές της προσφέρουν τη φιλία και τον πλατωνικό έρωτά τους, κι εκείνη χαρίζει τα ποιήματα σε άλλους νεαρούς ποιητές, συνασθενείς της στη Σωτηρία: στον Γιάννη Ρίτσο, που είναι τότε δεκαεννέα χρόνων, και στον Ιωσήφ Ραφτόπουλο, που πεθαίνει στα είκοσι έξι του.
Στη Σωτηρία την επισκέπτεται ο Καρυωτάκης τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς, για να την αποχαιρετήσει φεύγοντας για την Πρέβεζα. Ένα μήνα αργότερα αυτοκτονεί. Η είδηση του θανάτου του είναι η χαριστική βολή στην κλονισμένη υγεία της Πολυδούρη. Για ένα διάστημα αρνείται να δεχτεί επισκέψεις, χαρίζει τα βιβλία της και σκίζει τις σημειώσεις της, πιστεύει πως δε θα ξαναγράψει ποτέ. Όμως ο έξω κόσμος δεν αργεί να την ξανακερδίσει. Ντυμένη στα μαύρα δραπετεύει κάθε τόσο από τη Σωτηρία για να ξοδευτεί σε ξενύχτια και βραχύβια πάθη. Τέλη της χρονιάς αυτής εκδίδεται το πρώτο της βιβλίο, «Οι τρίλιες που σβήνουν»
Με απόσταση ενός χρόνου εκδίδεται το 1929 και η «Ηχώ στο Χάος». Εκεί, λίγο πριν από το τέλος, τη γνωρίζει ο Άγγελος Σικελιανός: «Χρωστώ στη Μυρτιώτισσα τη γνωριμία μου με την Πολυδούρη... Της χρωστώ πως δε μ’ έμπασε από τη θύρα της κοινής εισόδου, που τη μισάνοιγαν τότε κάποιοι θαυμαστές, βάνοντας το κεφάλι τους ανάμεσα στη χαραμάδα μόνο, από το φόβο των μικροβίων, για να ιδούνε καθηλωμένη σ’ ένα απλό σιδερένιο κλινάρι μια νέα περήφανη μορφή που τήκονταν ώρα την ώρα και την παράστεκε ο αόρατος αρχαγγελικός θάνατος...»
Αρχές του 1930, με δαπάνες του Σικελιανού, του πρώην μνηστήρα της και μερικών άλλων φίλων, η Πολυδούρη μεταφέρεται στην Κλινική Καραμάνη, «ψηλά στα Πατήσια».
Εκεί πεθαίνει στις 29 Απριλίου, βοηθημένη από μια ένεση μορφίνης κι ένα ανώνυμο φιλικό χέρι. Έχει μόλις κλείσει τα είκοσι οχτώ της χρόνια.
Μικρό Χρονολόγιο
Μαρία Πολυδούρη “Τα ποιήματα”
Εκδόσεις «γράμματα», 2001
Η Μαρία Πολυδούρη γεννιέται στην Καλαμάτα την Πρωταπριλιά του 1902. Περνά τα πρώτα της χρόνια σο Γύθειο (1905-1914) και στα Φιλιατρά (1914-1916), παρακολουθώντας τις μεταθέσεις του πατέρα της, που ήταν φιλόλογος.
Το 1916 η οικογένεια επιστρέφει στην Καλαμάτα, και η Πολυδούρη δημοσιεύει το πρώτο της κείμενο στον Οικογενειακό Αστέρα, περιοδικό ποικίλης ύλης και εργοχείρων. Είναι το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας», που κάνει μεγάλη εντύπωση και στο σχολείο της και στην πόλη.
Το 1918 τελειώνει το γυμνάσιο και διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Αφήνει πίσω της τα παιδικά της ποιήματα, ένα χοντρό τετράδιο με τίτλο Μαργαρίτες.
Το 1920, μέσα σε σαράντα ημέρες, χάνει τον πατέρα της και τη μητέρα της. Το 1921 γράφεται στη Νομική. Το 1922 μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής. Ανάμεσα στους συναδέλφους της – «κάτι νέοι άνθρωποι σκυθρωποί και ανάπηροι, ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος, κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι» - είναι και ο Καρυωτάκης: έξι χρόνια μεγαλύτερός της, δόκιμος ποιητής ήδη, είναι αλλιώτικος και δεν αργεί να γίνει ιδεώδης.
Στις 3 Μαΐου εκείνης της χρονιάς σημειώνει στο ημερολόγιό της: «Τον αγαπώ... Τον αγαπώ... Καμιά αμφιβολία πια... [...] Απελπισμένε μου ποιητή, θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω να σ’ αγαπήσω, όσο σου πρέπει;»
Η σχέση τους είναι σύντομη και εμποδισμένη, γεμάτη μακρινούς περιπάτους, παράφορα φιλήματα, ποιήματα και συγκρούσεις, ένας μοιραίος και ανεκπλήρωτος έρωτας που θα τη σημαδέψει για πάντα.
Το 1923 η Πολυδούρη προσβάλλεται από αδενοπάθεια και μένει για ένα διάστημα σ’ ένα σπιτάκι στο Μαρούσι. Ο Καρυωτάκης την επισκέπτεται ακόμη συχνά.
Το 1924 η Πολυδούρη δραπετεύει από την αδιέξοδη σχέση της με τον Καρυωτάκη και αρραβωνιάζεται τον νεαρό δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου. Ο Καρυωτάκης ψυχραίνεται. Τώρα πια δεν μπορούν να είναι ούτε φίλοι. Την ίδια χρονιά η Πολυδούρη απολύεται από τη Νομαρχία «ως αργόμισθος».
Το 1925 εγκαταλείπει τις σπουδές της. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου κι έπειτα στη Σχολή Κουνελάκη. Κάνει τη μοναδική θεατρική της εμφάνιση στο Κουρέλι του Νικοντέμι.
Το 1926 φεύγει για το Παρίσι διαλύοντας τον αρραβώνα της με τον Γεωργίου. Σπουδάζει ραπτική στην Ecole Pigier, όμως τον επόμενο χρόνο προσβάλλεται από φυματίωση – θανάσιμη αρρώστια την εποχή εκείνη – και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Charite.
Το 1928 επιστρέφει από το Παρίσι. Μπαίνει στο «φθισιατρείο» της Σωτηρίας: μακριά από τους θαλάμους των άλλων αρρώστων, σ’ ένα μικρό δωματιάκι στον περίβολο, προορισμένο για τους ετοιμοθάνατους. Καθώς δεν έχει πια κανέναν πόρο, η Σωτηρία της λύνει στοιχειωδώς το πρόβλημα της στέγης και της τροφής.
Η Πολυδούρη είναι ήδη ένας θρύλος για τη λογοτεχνική Αθήνα. Νεαροί ποιητές της προσφέρουν τη φιλία και τον πλατωνικό έρωτά τους, κι εκείνη χαρίζει τα ποιήματα σε άλλους νεαρούς ποιητές, συνασθενείς της στη Σωτηρία: στον Γιάννη Ρίτσο, που είναι τότε δεκαεννέα χρόνων, και στον Ιωσήφ Ραφτόπουλο, που πεθαίνει στα είκοσι έξι του.
Στη Σωτηρία την επισκέπτεται ο Καρυωτάκης τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς, για να την αποχαιρετήσει φεύγοντας για την Πρέβεζα. Ένα μήνα αργότερα αυτοκτονεί. Η είδηση του θανάτου του είναι η χαριστική βολή στην κλονισμένη υγεία της Πολυδούρη. Για ένα διάστημα αρνείται να δεχτεί επισκέψεις, χαρίζει τα βιβλία της και σκίζει τις σημειώσεις της, πιστεύει πως δε θα ξαναγράψει ποτέ. Όμως ο έξω κόσμος δεν αργεί να την ξανακερδίσει. Ντυμένη στα μαύρα δραπετεύει κάθε τόσο από τη Σωτηρία για να ξοδευτεί σε ξενύχτια και βραχύβια πάθη. Τέλη της χρονιάς αυτής εκδίδεται το πρώτο της βιβλίο, «Οι τρίλιες που σβήνουν»
Με απόσταση ενός χρόνου εκδίδεται το 1929 και η «Ηχώ στο Χάος». Εκεί, λίγο πριν από το τέλος, τη γνωρίζει ο Άγγελος Σικελιανός: «Χρωστώ στη Μυρτιώτισσα τη γνωριμία μου με την Πολυδούρη... Της χρωστώ πως δε μ’ έμπασε από τη θύρα της κοινής εισόδου, που τη μισάνοιγαν τότε κάποιοι θαυμαστές, βάνοντας το κεφάλι τους ανάμεσα στη χαραμάδα μόνο, από το φόβο των μικροβίων, για να ιδούνε καθηλωμένη σ’ ένα απλό σιδερένιο κλινάρι μια νέα περήφανη μορφή που τήκονταν ώρα την ώρα και την παράστεκε ο αόρατος αρχαγγελικός θάνατος...»
Αρχές του 1930, με δαπάνες του Σικελιανού, του πρώην μνηστήρα της και μερικών άλλων φίλων, η Πολυδούρη μεταφέρεται στην Κλινική Καραμάνη, «ψηλά στα Πατήσια».
Εκεί πεθαίνει στις 29 Απριλίου, βοηθημένη από μια ένεση μορφίνης κι ένα ανώνυμο φιλικό χέρι. Έχει μόλις κλείσει τα είκοσι οχτώ της χρόνια.
Μικρό Χρονολόγιο
Μαρία Πολυδούρη “Τα ποιήματα”
Εκδόσεις «γράμματα», 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου