Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Έγραψαν για τον Καβάφη

Vincent van Gogh

Έγραψαν για τον Καβάφη

«Η περίπτωσή του είναι μοναδική στα νεοελληνικά γράμματα. Ξεκίνησε ως μέτριος Φαναριώτης, πέρασε από τον παρνασσισμό και τον συμβολισμό, για να καταλήξει σ’ έναν εκπληκτικής ευστοχίας και ήθους ρεαλισμό. Τα ποιήματά του, λυρικά και δραματικά κατά βάση, έχουν ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Στους στίχους του κυκλοφορεί ένας ολόκληρος λαός επώνυμων και ανώνυμων προσώπων, φυσιογνωμίες ιστορικές και ψευδοϊστορικές, μορφές της μυθολογίας, μα και της σύγχρονής του Αλεξάνδρειας. Τα περιστατικά που μας αφηγείται βρίσκονται στο περιθώριο της επίσημης Ιστορίας. Προτιμά να κινείται περισσότερο στις περιοχές του ελληνιστικού κόσμου και στις πολιτικές και θρησκευτικές ίντριγκες του Βυζαντίου, παρά στην αρχαιοελληνική κοινωνία. Το σύνολο του έργου του (τα 154 ποιήματα του «κανόνα», τα «Κρυμμένα», τα «Αποκηρυγμένα», και τα πεζά του κείμενα) υποβάλλουν τη φυλετική συνοχή και συνείδηση ολόκληρου του ελληνικού κόσμου. Ο Γ. Π. Σαββίδης, στον οποίον οφείλει πολλά η καβαφική φιλολογία, δήλωνε το 1963 ότι μπορούμε ανεπιφύλακτα να ονομάσουμε τον Καβάφη εθνικό ποιητή. Στην ποίησή του συγκλίνουν και συγχωνεύονται με μοναδικό τρόπο ποικίλα ρεύματα, ενώ ταυτόχρονα διαγράφεται καθαρά το πρόσωπο του ελληνικού μοντερνισμού. Όπως συμβαίνει με όλους τους μείζονες ποιητές, ο Καβάφης προηγήθηκε της εποχής του και, όπως έχει παρατηρηθεί, «μίλησε για τον έρωτα και τον θάνατο, για τη βία και τη μέθη της εξουσίας, για τον πολιτικό οπορτουνισμό και τη διάψευση των μεγάλων ιδανικών». Είναι ο πρώτος Έλληνας ποιητής με τόση μεγάλη απήχηση στο εξωτερικό, σχεδόν σε όλες τις γλώσσες. Είναι, επιπλέον, ο μοναδικός μέχρι στιγμής σύγχρονος Έλληνας ποιητής, που έχει επηρεάσει σε τέτοια έκταση και με τόση διάρκεια νεώτερους ξένους ποιητές σε πολλές χώρες. Η φωνή του ακούγεται καθαρά και σε ολόκληρη τη μεταπολεμική ελληνική ποίηση, η οποία, μετά τον Καβάφη, γράφεται διαφορετικά στην Ελλάδα.


Δασκαλόπουλου Δ., «Κ. Π. Καβάφης: Λυρικός και στοχαστικός, προηγήθηκε της εποχής του», ΤΑ ΝΕΑ, 22/11/1999.

«Η γλώσσα του Καβάφη είναι τελείως ιδιότυπη. Με την αθηναϊκή καθιερωμένη «ποιητική» δημοτική (του Παλαμά π.χ.) δεν έχει καμιά σχέση, αλλά και, παρ’ όλη τη συχνή χρήση τύπων της καθαρεύουσας, βρίσκεται μακριά και από την τυπική καθαρεύουσα, παλαιότερη ή νεώτερη. Οι άκρατοι δημοτικιστές δεν του συγχώρησαν ποτέ τη μη προσαρμογή του, αλλά και οι καθαρευουσιάνοι δύσκολα θα τον δέχονταν στη χορεία τους. Βασικά η γλώσσα είναι ζωντανή, «δημοτική», οι εκτροπές προς την καθαρεύουσα είναι ίσως ένα θελημένο πεζολογικό, ρεαλιστικό στοιχείο, η δημοτικιστική όμως βάση δίνει θερμότητα και γνησιότητα στο λόγο, ενώ οι πολίτικοι ιδιωματισμοί (επίμονα, και θα έλεγα, αυτάρεσκα κρατημένοι) δηλώνουν την ακριβή παρουσία του ανθρώπου. Και ο στίχος, σαν τη γλώσσα, καλλιεργεί τα πεζολογικά, «αντιποιητικά» στοιχεία, και θέλει να έχει τη βαρύτητα της ρεαλιστικής διαπίστωσης. […] Στην ποιητική του Καβάφη τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τα ποιήματά του τα προσέχει και τα λεπτουργεί ως την τελευταία λεπτομέρεια. Η στίξη, οι περίοδοι, οι παύσεις, όλα είναι υπολογισμένα, όλα υπηρετούν την «τέχνη της ποιήσεως», ακόμα και η τυπογραφική εμφάνιση. Το καθετί τεχνουργημένο με κομψότητα και καλαισθησία.»


Πολίτη Λ., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Δ΄ Έκδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1985, σ. 234 - 235.

«Η καταφυγή στον ιστορικό μύθο δεν είναι για τον Καβάφη απόδραση από τα προβλήματα του καιρού του. Η ιστορία ποτέ δεν καταντάει στο έργο του εναλλακτική λύση που προσφέρει ένα εθνικό άλλοθι ή περιθώρια πατριωτικών ψευδαισθήσεων. Στέκει πάντα ένα ομόλογο, διαμετρικά αντίθετο από τη λογοτεχνία των χρόνων της έξαρσης του μεγαλοϊδεατισμού. Στην ιστορία, όχι την ένδοξη αλλά τη μεταβατική, την ελληνιστική με τη διάχυτη ηθική και πολιτική σύγχυση, όταν η ειδωλολατρία εξακολουθούσε να επιβιώνει παράλληλα με τη χριστιανική μυσταγωγία, στην αμφιταλαντευόμενη ιδεολογία της, την οποία είχε διεξοδικά μελετήσει, στους εύκολους και εξυπηρετικούς συμβιβασμούς της και, κυρίως, στην ανασφάλειά της, ο Καβάφης αναγνωρίζει τα συμπτώματα της κοινωνίας του καιρού του, την κοινωνία της “παρακμής”»


Vitti M., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1992, σ. 334.

«Ο Καβάφης δεν είναι, βέβαια, εθνικός ποιητής, με τη σημασία που δίνουμε στη λέξη μιλώντας για τον Σολωμό ή τον Παλαμά˙ είναι διεθνικός. Έχει όμως φυλετική συνείδηση και συνδέεται με τον ελληνισμό μέσα απ’ τους ελληνιστικούς χρόνους και την παράδοση την πνευματική, καθώς και μέσα απ’ το σύγχρονό του ελληνισμό της διασποράς. Απ’ την άλλη μεριά, η επίδρασή του στους μεταγενέστερους και τα προδρομικά του στοιχεία τον συνδέουν με τη νεώτερη ποίηση, δένοντάς τον πιο στενά με το σώμα της γραμματολογίας μας. Δε μπορούμε να πούμε, εντούτοις, καθώς άστοχα ακούστηκε να λέγεται, πως έσπασε και την παράδοση ή πως έφερε τους νέους εκφραστικούς τρόπους, μια και την ώρα εκείνη η παραδοσιακή ποίηση βρισκόταν στην ακμή της, κι ύστερα απ’ αυτόν ακολούθησε ολόκληρη σειρά σπουδαίων παραδοσιακών εκπροσώπων. Ο Καβάφης μπορεί να ανέτρεψε τους ως τότε κανόνες της ποιητικής αρμονίας και να έκανε το ποίημά του να ηχήσει παράδοξα και ασυνήθιστα για τ’ αυτιά των σύγχρονών του, μα υπήρξε μια «εξαίρεση»: ένας πρόδρομος και μαζί ένας καθυστερημένος επίγονος, που συνδέει το ελληνικό παρόν με το ελληνιστικό παρελθόν και την παράδοση με την ποίηση του καιρού μας.»
Στεργιόπουλου Κ. (επιμέλεια), «Κ. Π. Καβάφης», Η ελληνική ποίηση· Ανθολογία - Γραμματολογία· Η ανανεωμένη παράδοση, Αθήνα, Σοκόλης, 1980, σ. 201.
α) Το γλωσσικό μίγμα των ελλήνων εμπόρων της Διασποράς αποτελούσε τη βάση της γλώσσας του Καβάφη.
β) Η ποιητική γλώσσα του Καβάφη αποτελεί ένα μίγμα, του οποίου βασικό υλικό είναι η μητρική του γλώσσα και η γλώσσα που μιλιόταν στο άμεσο κοινωνικό του περιβάλλον· σ' αυτό έχουν προσμιχθεί γλωσσικά στοιχεία που έχουν αντληθεί από τους αρχαίους και τους μεσαιωνικούς έλληνες συγγραφείς, που διάβαζε ο Καβάφης.
γ) Το γλωσσικό αυτό μίγμα υποστηρίζεται θεωρητικά από την αντίληψη του Καβάφη για τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας - μια αντίληψη που εκτείνεται σ' ολόκληρη την ελληνική ιστορία.
δ) Ο Καβάφης έμεινε συνειδητά αμέτοχος στο «γλωσσικό αγώνα» που πυροδότησε το Ταξίδι (1888) του Ψυχάρη - σ' αντίθεση με τους Ελληνες της «εμπορικής» Διασποράς Π. Βλαστό και Α. Πάλλη· ταυτόχρονα, δεν πήρε μέρος στους (ψευτο-)εθνικούς αγώνες, που συγκλόνισαν την Ελλάδα της εποχής του: ο Καβάφης ήταν και στα «εθνικά» ζητήματα, όπως και στην ποίησή του, ένας «κριτικός ρεαλιστής».
ε) Ο Καβάφης δεν μπορούσε να υποτάξει τις καλλιτεχνικές-ποιητικές εκφραστικές του ανάγκες σε ένα «γλωσσικό μοντέλο» - ούτε του Κοραή, του Κόντου ή του Ψυχάρη.
Γ. ΒΕΛΟΥΔΗΣ

Πρέπει όμως να μιλήσω αμέσως και για τη γλωσσική αλχημεία του Καβάφη, όπου συμπλέκονται στοιχεία της δικής του καθαρεύουσας και της δικής του δημοτικής. Και η περίπτωση όμως του Καβάφη απαιτεί πρώτα κάποιες περιφερειακές διαπιστώσεις, οι οποίες αφορούν τόσο την επιλογή όσο και την υποδοχή της μεικτής γλώσσας του.
Θυμίζω λοιπόν ότι το καβαφικό γλωσσικό ιδίωμα σαφώς εξελίσσεται: στην πρώιμη περίοδο η καβαφική καθαρεύουσα ανακαλεί την προγραμματική καθαρεύουσα της Αθηναϊκής Σχολής· στη συμβολική περίοδο εμφανίζεται και εξέχει το χαρακτηριστικό καβαφικό μείγμα λόγιας και δημοτικής γλώσσας· το μείγμα ωστόσο αυτό υποχωρεί, υπέρ της δημοτικής, στην ώριμη και όψιμη πια περίοδο, όταν σαφώς ο Καβάφης ορίζει και ασκεί τον δικό του ιστορικό και ερωτικό ρεαλισμό.
Προκειμένου εξάλλου να εξηγηθεί το μεικτό καβαφικό γλωσσικό ιδίωμα, που διαστίζεται από καθαρεύοντα στοιχεία, νομίζω ότι οφείλουμε να λάβουμε υπόψη την αναγνωστική προσήλωση του αλεξανδρινού ποιητή σε κείμενα της ελληνιστικής και όψιμης αρχαιότητας. Προφανώς η αναγνωστική αυτή τριβή του Καβάφη με την αρχαία ελληνική γλώσσα αφήνει τα ίχνη της στην εξελισσόμενη γλώσσα του.
Τέλος, η λόγια καθαρεύουσα επιλέγεται από τον Καβάφη ειδικότερα σε ποιήματα με επιγραμματικό χαρακτήρα. Παράδειγμα το πασίγνωστο ποίημα «Θερμοπύλες» αλλά και το διασημότερο «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες». Σ' αυτόν τον τύπο ποιήματος το λόγιο γλωσσικό ιδίωμα εξασφαλίζει πράγματι έναν ποιητικό λόγο θεσμοθετημένης σεμνότητας και τελετουργικής αυστηρότητας.
Οπως κι αν έχει το πράγμα, πρέπει να ομολογηθεί ότι η ανεπιφύλακτη υποδοχή της καβαφικής γλώσσας εμφανίζεται μάλλον αργά. Στον μεσοπόλεμο πάντως δημιουργεί ακόμη είτε βίαιες αντιδράσεις των δημοτικιστών (ο Βλαστός λ.χ. χαρακτηρίζει τον Καβάφη, εξαιτίας της γλώσσας του, καραγκιόζη) ή έστω ανομολόγητη αμηχανία (ευδιάκριτη στην πρώτη επαφή του Σεφέρη με την καβαφική ποίηση και τα καβαφικά ποιήματα).
Ειδικότερα τώρα η καβαφική αναπλήρωση του κενού, όπως το όρισα, πραγματοποιείται με τρεις τουλάχιστον τρόπους:
1) Ο Καβάφης φαίνεται να διαπιστώνει εγκαίρως την απροκάλυπτη κάποτε αισθηματικότητα ή και αισθηματολογία της δημοτικής γλώσσας· για να την αποφύγει μετασχηματίζει, με στοιχεία της καθαρεύουσας, το άμεσο αίσθημα σε ιστορικό, ερωτικό ή και καθαρώς νοητικό είδωλο. Ετσι επιτυγχάνεται η επικάλυψη της βιωματικής παθολογίας.
2) Τούτο σημαίνει ότι η λόγια γλώσσα στον Καβάφη λειτουργεί συγχρόνως ως φίλτρο υπόκρισης και ειρωνείας· τον βοηθεί δηλ. να μεταβάλει τα πρόσωπα των ποιημάτων του σε προσωπεία και, κυρίως, να καταστήσει τη δική του persona διφορούμενη.
3) Αναπληρωματικό επίσης ρόλο του ενδιάμεσου κενού μεταξύ βιωματικής και γλωσσικής εμπειρίας αναλαμβάνει η επιλεκτική καθαρεύουσα του Καβάφη, στον βαθμό που βοηθεί στη σκόπιμα πεζολογική προσγείωση του ποιητικού λόγου. Υπενθυμίζεται ότι ο Αλεξανδρινός συνθέτει τα ποιήματά του, προτού ακόμη ανθίσει ο δικός μας μοντερνισμός, ο οποίος, εκτός των άλλων, επιφέρει δραστικές αλλαγές στο προηγούμενο ποιητικό λεξιλόγιο. Προδρομικά λοιπόν ο Καβάφης, αντιδρώντας και σε τούτο το κεφάλαιο στην παλαμική παράδοση, σπάζει το φράγμα του παραδοσιακού ποιητικού λεξιλογίου, με τη βοήθεια της τρέχουσας καθαρεύουσας, ως γλώσσας της καθημερινής συναλλαγής. Και τούτο συμβαίνει, όπου και όταν το ποίημα απαιτεί ένα είδος δραστικής πεζολογίας, για να δηλώσει επαρκώς τη ρεαλιστική του σκηνοθεσία.
Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ

Δείτε επίσης:

Κωνσταντίνος Καβάφης «Η Διορία του Νέρωνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου