Karl Reid
Ο Ντανταϊσμός και η γέννηση της αυτόματης γραφής
«Στη λογοτεχνία οι συμβολιστές επιδίωξαν να διαρρήξουν την επιφάνεια της ζωής, που είχε συλληφθεί με τόση ακρίβεια από τους νατουραλιστές, για να αναδείξουν τον ανεξιχνίαστο κόσμο του ασυνειδήτου. Δοκίμασαν τη γλώσσα και την βρήκαν ανεπαρκή. Αναζήτησαν με ενορατική διεισδυτικότητα μια εσωτερική όραση που είχε διατηρηθεί μακριά από το νου των μορφωμένων
[…].
Ενάντια σ’ αυτό το υπόβαθρο έκανε την εμφάνισή του το Νταντά. Οι ντανταϊστές, αν και στην αρχή αποτελούσαν μόνο μια ομάδα πρωτοποριακών συγγραφέων και καλλιτεχνών που ξεσηκώθηκαν κατά του πολέμου και δυσπιστούσαν για τον ρόλο τον οποίο είχαν καταντήσει να παίζουν η τέχνη και η λογοτεχνία, βαθμηδόν έλαβαν συνειδητά ανατρεπτικό ρόλο. Διακωμώδησαν το συμβατικό γούστο και βάλθηκαν να διαμελίσουν τις τέχνες, χωρίς καμιά πρόθεση φορμαλιστικής αναζήτησης, αλλά με την επιθυμία να ανακαλύψουν τον βαθμό στον οποίο ο πολιτισμός είχε προσβληθεί από τη σάπια ηθικολογία και να αποκαλύψουν τη στιγμή κατά την οποία η δημιουργικότητα και η ζωτικότητα είχαν αρχίσει να διαφοροποιούνται. Έτσι, από την αρχή - αρχή το Νταντά ήταν και καταστρεπτικό και δημιουργικό· και επιπόλαιο και σοβαρό […]. Το Νταντά αναφάνηκε μέσα σ’ έναν κόσμο που είχε κιόλας χάσει τη βεβαιότητα της πίστης του στις απόλυτες αξίες. Αντιμέτωπο με τις μηχανιστικές διαδικασίες και τον βιολογικό ντετερμινισμό, το άτομο διαπίστωνε όλο και περισσότερο ότι δεν υπάρχει τόπος για δράση […]. Τελικά, αφέθηκε στους ντανταϊστές, που αναδύθηκαν μέσα από έναν βίαιο πόλεμο, να αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια την αυξανόμενη αίσθηση παραλογισμού — της θρυμματισμένης φύσης της πραγματικότητας και της ολοκληρωτικής απόρριψης, όχι μόνο της λογικής και των παραδοσιακών τρόπων σκέψης, αλλά και της πίστης σε μια ύπαρξη κυριαρχούμενη από τάξη και ακριβώς εκφραζόμενη με αυστηρή και συστηματική γλώσσα. […]
Κατά τον Hans Richter, ο Σουρεαλισμός “ξεπήδησε από το αριστερό αυτί του Νταντά πλήρως εξοπλισμένος και ζωντανός, μετατρέποντας μέσα σε μια νύχτα τους ντανταϊστές σε σουρρεαλιστές” […]. Η ρήξη με το Νταντά επήλθε στα 1922, ύστερα από την αποτυχία της απόπειρας του Breton να δώσει μια διάλεξη με θέμα τον προσδιορισμό της πορείας του Μοντερνισμού. Αν η επιρροή τουΝταντά δεν έμελλε να εξαλειφθεί τόσο γρήγορα —καθώς η πρόκληση, λ.χ., εξακολούθησε να ασκεί ισχυρή έλξη—, ο πειραματισμός υπό την καθοδήγηση του Breton άρχισε να παίρνει νέες κατευθύνσεις. Την αυτοματική γραφή ακολούθησαν αφηγήσεις ονείρων και λόγοι κατά την ύπνωση, επιδίωξη να γνωσθούν οι ενοράσεις του υποσυνειδήτου και εκτίμηση του μη-ορθολογικού που αποτελεί την ουσία του Σουρεαλισμού. Αυτή υπήρξε η εποχή που ο Breton επρόκειτο αργότερα να αποκαλέσει “εποχή μύησης” στον Σουρεαλισμό (και με πιο τολμηρή διάθεση “ηρωική εποχή”), κατά τη διάρκεια της οποίας πίστευε ότι το μυαλό θα μπορούσε να αποδεσμευθεί από τους περιορισμούς της λογικής, του ορθολογισμού και του συνειδητού ελέγχου με τις δικές του προσπάθειες κι ότι η σκέψη υπερίσχυε της ύλης. Αυτή η διάθεση υμνήθηκε στο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού που εκδόθηκε στα 1924 […].
Όπως και οι ντανταϊστές, διεξήγαγαν και οι σουρεαλιστές δημόσιους διαξιφισμούς κατά των αντιδραστικών ιδεών στην τέχνη και την κοινωνία. Ήλθαν σε αντίθεση με τον λογοτεχνικό αστισμό, εφόσον απέρριπταν τους περιορισμούς της συμβατικής ζωής […].
Η έλξη που οι σουρεαλιστές ένιωθαν για τον κομμουνισμό έγκειται στο γεγονός ότι το κόμμα φαινόταν ενσάρκωση της εξέγερσης […]. Απορρίπτοντας όμως το κόμμα, οι σουρεαλιστές δεν εγκατέλειπαν και την αφοσίωσή τους στην επανάσταση […].
Μπορεί να υποστηριχθεί πως το Νταντά έπαιξε δυναμικό ρόλο στην απελευθέρωση του καλλιτέχνη από το παρελθόν. Επέφερε μια τομή στη συνέχεια της τέχνης· αποτέλεσε πρόκληση απέναντι στην ορθοδοξία, στο γούστο, στα κοινωνικά ήθη και στις ηθικές αρχές. Αμφισβήτησε τη συμβατική σοφία και προκάλεσε την άκαμπτη κριτική. Αλλά δεν απελευθέρωσε ολοκληρωτικά τη φαντασία ούτε ανέπτυξε μια σύντονη δική του αισθητική. […] Οι σουρεαλιστές πρόσφεραν μια έξοδο από το αδιέξοδο αυτό αναλαμβάνοντας ορισμένα καθήκοντα. Επιδίωξαν να αποκαταστήσουν τη φαντασία στον βασικό της ρόλο (που, κατά την άποψη του Stephen Spender αποτελεί βασική επιδίωξη και του Μοντερνισμού), να απελευθερώσουν τη γλώσσα, να εξιχνιάσουν τις δυνατότητες του ασυνείδητου και να αναζητήσουν το μυστικό εκείνο σημείο στο οποίο η αντίφαση αποβαίνει σύνθεση […]. Οι σουρεαλιστές δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως ένα πρωτοποριακό κίνημα στη λογοτεχνία ή τη ζωγραφική, αλλά ως επαναστάτες που είχαν αφοσιωθεί στο να αλλάξουν τη φύση της συνείδησης και να αλλοιώσουν την αντίληψή μας για τη φύση της πραγματικότητας. Είναι εγωιστικό να θεωρεί κανένας τον Σουρεαλισμό ως συνώνυμο με την αυτόματη μέθοδο. […] Αυτή ήταν μια από τις μεθόδους. […] Ο βασικός ρόλος του αυτοματισμού ήταν να πλήξει τις αριστοτελικές και καρτεσιανές πεποιθήσεις σχετικά με τη φύση της τέχνης και της πραγματικότητας και να αποκαταστήσει τη ζωτικότητα μιας γλώσσας που την είχε στερηθεί λόγω της προπαγάνδας και των ωφελιμιστικών απαιτήσεων της καθορισμένης χρήσης.
[…] Ο πραγματικός σκοπός της τέχνης και της ίδιας της ζωής ήταν να ευρύνει τον ορισμό μας για την πραγματικότητα, μέχρις ότου αυτή συμπεριλάβει το μαγικό. Αλλά με τον καιρό έγινε εμφανές ότι η αυτόματη διαδικασία είχε και τα όριά της. Κατ’ αρχήν, η σαφής διάκριση ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο ποτέ δεν στάθηκε δυνατό να υποστηριχθεί με πραγματική πεποίθηση, ούτε και τα κείμενα που προέκυψαν ήταν απόλυτα πειστικά ως αυθεντικά. Στα 1932, ο Breton ήταν πρόθυμος να ομολογήσει ότι κάποιο ίχνος ορθολογικού ελέγχου πράγματι διείπε όλα τα αυτόματα κείμενα και ήταν ακόμη έτοιμος να δεχθεί ότι ένας τέτοιος έλεγχος θα έπρεπε πράγματι να παίξει κάποιο ρόλο —κι αυτό σήμαινε μεγάλη απομάκρυνση από τις θετικές διαβεβαιώσεις του Πρώτου Μανιφέστου. Ομολόγησε ακόμη ότι οι ρωμαλέες εικόνες του αυτοματισμού, που σε γνήσια κείμενα απαντούν ενοχλητικά αραιά και των οποίων αρχικός σκοπός ήταν να πυρώνουν τη φαντασία και να επιδεικνύουν τη δυνατότητα σύνθεσης, αποδείχθηκε ότι είχαν μια έλξη καθαυτές.
Αν η αυτόματη γραφή, οι αφηγήσεις ονείρων και τα κείμενα που είχαν παραχθεί σε κατάσταση ύπνωσης αποδείχθηκαν ευπρόσβλητα σε κατάσταση ύπνωσης, οι σουρεαλιστές κατέληξαν να βασίζονται πιο πολύ σε δύο κεντρικές αρχές: στην ηρωικά ανατρεπτική φύση της τύχης, του αυθαίρετου, του παράλογου και του απρόβλεπτου και στη μη λογική δύναμη του ανθρώπινου πάθους, του ζωτικού, ενορατικού και υποβλητικού. Ενώ ο ποιητής συνήθως δυσκολεύεται να διαλέξει μια ειδική λέξη, να επιβάλει έναν ιδιαίτερο ρυθμό ή δομή, ο σουρεαλιστής αφήνει τον μηχανισμό της τύχης να προσδιορίσει τη μορφή του έργου του και τη φευγαλέα φύση του υποσυνειδήτου να δημιουργήσει ιριδίζουσες λεκτικές εντυπώσεις»
(C.W.E. Bigsby, 1974, Νταντά και Σουρρεαλισμός, μτφρ. Ελ. Μοσχονά, Αθήνα: Ερμής, Η γλώσσα της κριτικής, σελ. 19-20, 38-39, 62-64, 69, 77, 83, 88, 96-97, 102)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου