Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Κική Δημουλά (1931)

Νίκος Εγγονόπουλος

Κική Δημουλά (1931)

Η ποιήτρια, ευαίσθητη στα ερεθίσματα της καθημερινότητας, μπορεί με τη γλωσσική άνεση που τη διακρίνει να μετατρέπει σε εικόνες το χρόνο της μνήμης χρησιμοποιώντας νεολογισμούς και αντιπαραθέτοντας το συναίσθημα στη λογική.
Η ποιήτρια συνομιλεί με τη φθορά, τη ματαιότητα, το κενό, ενώ από τα ωραιότερα ποιήματά της είναι αυτά που συνθέτει με αφορμή φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες στην ποίησή της, όπως γράφει ο κριτικός Κώστας Παπαγεωργίου, συχνά αποκτούν την ιδιότητα ενός κειμένου, γίνονται «αναγνώσιμες» συνδέοντας το παρόν με το παρελθόν.
Βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής της είναι α) η αυστηρή οργάνωση του ποιήματος που δεν περιορίζεται σε μια στατική και αντικειμενική απεικόνιση του εξωτερικού κόσμου, αλλά προσπαθεί να τον αναπλάσει με δημιουργική φαντασία, β) γλώσσα μεικτή, λιτή και απαλλαγμένη από κάθε συναισθηματική φόρτιση και γ) θεματικό της περιεχόμενο είναι τα προβλήματα του ανθρώπου, που έχουν σχέση με την καθημερινή τριβή και φθορά, το θάνατο, την αγωνία της ύπαρξης.
Σε μια ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα: «Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα.»



Πράγματι η ποίηση της Δημουλά ανθεί πάνω στο άνυδρο έδαφος της στέρησης, της απώλειας, της συναισθηματικής ματαίωσης και, προκειμένου για τα μετά από τη συλλογή Χαίρε ποτέ ποιήματά της, πάνω στο έδαφος της απουσίας του αγαπημένου προσώπου. Αυτή τη στέρηση κι αυτή την απουσία αναπληρώνει επιτυγχάνοντας μέσα στο χώρο της ποίησης την επικοινωνία με ένα εσύ, με τον άλλο που λείπει, επικοινωνία που η πραγματικότητα αρνείται. Και από αυτή την άποψη η ποίηση της Δημουλά, όσο πικρά συναισθηματικά φορτία κι αν κουβαλά, στην ουσία επιτυγχάνει την κάθαρση και τη λύτρωση.
Μέσα στον ποιητικό της χώρο, κατοικεί η ίδια περιστοιχισμένη από τα άψυχα αντικείμενα και από τις αφηρημένες έννοιες. Στις τελευταίες, δίνει υπόσταση υποκειμένων, επιτρέποντάς τους έτσι να κινούνται, να αισθάνονται, να πάσχουν και γενικώς να συμπεριφέρονται ως δρώντα πρόσωπα. Υπάρχει, δηλαδή, κατά κανόνα μια ακινησία του ποιητικού εγώ, του μόνου έμψυχου εγκάτοικου του ποιητικού της κόσμου, και αντιστοίχως μια αέναη κινητικότητα του αφηρημένου. Πρόκειται για ένα από τα πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά της ιδιότυπης ποιητικής φωνής της.
Συνεχή και αδιάλειπτα είναι τα σχόλια που αφορούν την απώλεια του χρόνου και τη φθορά, που αυτή η απώλεια συνεπάγεται, και διάχυτη η υπαρξιακή αγωνία. Χαρακτηριστική είναι η γλωσσική της τόλμη που συχνά την οδηγεί σε μια ιδιαίτερα ευρηματική λεξιπλασία.
Η ποίηση της Δημουλά προσφέρει φιλόξενη στέγη σε καθημερινές πληγές και κοινά ανθρώπινα βιώματα, τολμά να δώσει διάσταση ποιητική και φιλοσοφική σε ποιήματα που αντλούν το υλικό από το περιβάλλον του οικιακού βίου, και κατορθώνει να άρει τη γυναικεία καθημερινότητα στη σφαίρα της αυθεντικής ποίησης.
Η Κική Δημουλά, ξεκινώντας από κάποιο συγκεκριμένο ερέθισμα – που, συνήθως, επαναλαμβανόμενο σηματοδοτεί το ποίημα – απλώνεται βαθμιαία σε συνθέσεις με αυξανόμενη ένταση. Τα πράγματα που την περιβάλλουν μετουσιώνονται, από λυρικές μνήμες ή άμεσες αισθήσεις, σε συστοιχίες εικόνων∙ τα ευρήματά της, μακριά από κάθε πρόθεση κατασκευής, έχουν την ομορφιά του τυχαίου και η μικτή, καθημερινή γλώσσας της, αποφορτισμένη από κάθε συναισθηματισμό, επιβάλλεται με την αμεσότητα, τη λιτότητα και την ουσιαστικότητά της. Μ’ ένα ανυποχώρητο πάθος ζωής, η ποιήτρια επιμένει να βρίσκεται συνεχώς και ακάλυπτη στη γραμμή του πυρός, επισημαίνοντας διαψεύσεις και αναξέοντας πρόσκαιρα επουλωμένες πληγές. Από αυτό, άλλωστε, το πάθος της έντονης βίωσης και της μεταγραφής της καθημερινότητας σε ποιητικά σήματα πηγάζουν και πολλά στοιχεία της προσωπικής γραφής της Κικής Δημουλά, όπως ο γοργός, αιχμηρός στίχος, ο ειρωνικός τόνος με τη χρήση λέξεων της καθαρεύουσας, της τεχνολογίας, της αργκό ή και νεολογισμών, η φιλοπαίγμων διάθεση με την παράθεση αντίθετων ή ομόηχων λέξεων, η ηθελημένη αμέλεια στη σύνταξη και οι επαναλήψεις.


Για το Λίγο του Κόσμου, 1971
Το «Λίγο του Κόσμου» είναι από τους ελάχιστους τίτλους που συνδέονται άμεσα με το περιεχόμενο μιας συλλογής. Αυτό το λίγο του κόσμου είναι ό,τι απόμεινε σε μια βασανισμένη αίσθηση και συνείδηση, από την εποπτεία και προπαντός από την καθημερινή ζήση του κόσμου... Το «λίγο του κόσμου», στην ποίηση της Δημουλά, δεν καταργεί τη ζοφερή αινιγματικότητα που μας ζώνει: Αίνιγμα δανείστηκα – αίνιγμα επέστρεψα. Έρωτας, φύση, τοπία, μνήμες, το σήμερα, το αύριο, το σπίτι, οι εποχές, - όλα, ακατανόητες και ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Αυθόρμητη και παρορμητική η Δημουλά, γράφει «εκτός εργαστηρίου», αλλά με τρόπο που να εξοικονομεί, κατά το δυνατό, το λόγο, ώστε στα ποιήματά της να μην περισσεύουν πολλά δευτερεύοντα στοιχεία ή παραγιομίσματα...
Αντρέας Καραντώνης, Νέα Εστία, τεύχ. 1146, 1-4-1975


Για το Χαίρε Ποτέ, 1988
Η συχνή χρήση του ουσιαστικού στη θέση επιθέτου, ρήματα μ’ αιφνιδιαστικό αντικείμενο, μεταφορές που ξαφνιάζουν κι αστραπιαία σε συνεπαίρνουν σε απόγειες τροχιές, ιδού τα ποιητικά εργαλεία της Κ. Δημουλά. Το αποτέλεσμα είναι δραστικό. Επικοινωνείς άμεσα με το προσωπικό της άλγος, που σου υποβάλλεται υπόγεια. Ο τρόπος, ιδιότυπος και απόλυτα δικός της, αναπαλαιώνει τη φθαρμένη θεματική του πένθους. Η μέθεξη του αναγνώστη πραγματοποιείται μέσα από λεπτομέρειες «ασήμαντες», όπου η ποιητική μνήμη της ποιήτριας αρέσκεται να μονάζει και να συλλογίζεται. Το αίσθημα δεν ολισθαίνει στην αισθηματολογία. Μεταμφιέζεται σε «δήθεν» παρατηρήσεις καθημερινότητας, εκπορθεί τη συγκίνησή μας δια μέσου της δαιδαλώδους ποιητικής μυθολογίας της, που αναμφισβήτητα ανανεώνει το λυρισμό μας.
Τάσος Ρούσος, Το Βήμα, 12-3-1989


Για την Ποιητική Τεχνική της
Αναφέρομαι βέβαια σε όλα τα σύνεργα που καθιστούν πράγματι «πολυμήχανο το ταξίδι της φωνής»: στις μεταφορές, στις παρηχήσεις, τις διπλώσεις και τις επωδούς, στα ανακόλουθα και τα υπερβατά που φτάνουν ως την αποδιάρθρωση της σύνταξης, στη χρήση επιθέτων ως ουσιαστικών, στα οξύμωρα, στα ανανταπόδοτα όπου το νόημα αφήνεται εκκρεμές, στους νεολογισμούς, και κυρίως τον πανταχού παρόντα ανθρωπομορφισμό και τα αιφνιδιαστικά ζεύγη, τα οποία αναλαμβάνουν το εγχείρημα να δημιουργήσουν νέο, ενιαίο πλάσμα, απελευθερώνοντας έτσι συνειρμούς που ειδάλλως θα παρέμεναν αιχμάλωτοι της εκφραστικής συμβατικότητας.
Τα απροσδόκητα ζεύγη (είτε επιθέτου και ουσιαστικού είτε ρήματος και ουσιαστικού είτε δύο ουσιαστικών), το «χέρσο ύψος», το «κραυγάζω φωταψίες», το «ευρυχωρία αναμονής», της νέας συλλογής, έχουν πολλούς προγόνους: το «φορτηγό κλάμα», την «επιδόρπια θάλασσα», το «εκφωνείς γραμματόσημα» και τους «πολιούχους χωρισμούς» του «Χαίρε ποτέ», τη «χήρα στιγμή», το «φως κορνάρει» και τον «δουλοπάροικο παλμό» στο «Τελευταίο σώμα μου», τον «αξημέρωτο ήχο» και τα «ετοιμόρροπα μεσάνυχτα» που απαντούν στο «Λίγο του κόσμου» ή το «μεσίστιο μέλλον» και το «φυτεύομαι άνθη, ανθίζω συναισθήματα» του «Ερήμην» (1958). Μανιέρα; Χωρίς αυτά τα συστατικά η ποίηση της Δημουλά δεν θα ήταν απλώς άλλη, θα ήταν λιγότερο λαμπρή και πλούσια και πολύ πιο κλειστή στον εαυτό της, ένα αίνιγμα δίχως ανοίγματα.
Παντελής Μπουκάλας, Καθημερινή, 20-12-1994

Κονιάκ μηδέν αστέρων, Χαίρε ποτέ
Η μνήμη αναλαμβάνει στο ποίημα να αναπληρώνει την απώλεια βρίσκοντας καταφύγιο σε μια παλιά φωτογραφία.
Ο τίτλος, Κονιάκ μηδέν αστέρων, χαρακτηριστικός: ένα δυνατό ποτό που έχει πια ξεθυμάνει.

Σχήματα Λόγου:
μεταφορική χρήση του τίτλου
προσωποποιήσεις: των δακρύων, της αταξίας, της τάξης, του χαμού, του ανώφελου, της μνήμης.
το χιαστό: όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει
ειρωνεία: ωραίες συμβουλές
οξύμωρο: συμβουλές μακροζωίας σε ό,τι έχει πεθάνει
α΄ πληθυντικό πρόσωπο: να σταθούμε = γενίκευση του μηνύματος
προτρεπτικός λόγος: να σωπαίνει, να σταθούμε, να ξαναβρεί...
διασκελισμός στους στίχους 4-5
αποφθεγματική διατύπωση των στίχων 2-3
δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι: 1,2,6
σύμβολα: η φωτογραφία – η θάλασσα
διασκελισμός στους στίχους 9-10
μεταφορά: στον ανθό του μέλλοντος
συνεκδοχή: του μέλλοντος
προσωποποίηση: της παραλίας
εναλλαγή προσώπων: από το α πληθυντικό που γενικεύει στο β ενικό που δίνει την αίσθηση διαλόγου με το χαμένο πρόσωπο
ερώτηση: στον τελευταίο στίχο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου