Vincent van Gogh
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Α΄
Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά
κι από την άλλη το νέο φεγγάρι
απόμακρα στη μνήμη σαν εκείνα τα στήθη.
Ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας
κατακλυσμός της ζωής.
Τ’ άλογα στ’ αλώνια
καλπάζουν και ιδρώνουν
πάνω σε σκόρπια κορμιά.
Όλα πηγαίνουν εκεί
και τούτη η γυναίκα
που την είδες όμορφη, μια στιγμή
λυγίζει και δεν αντέχει πια γονάτισε.
Όλα τ’ αλέθουν οι μυλόπετρες
και γίνουνται άστρα.
Παραμονή της μακρύτερης μέρας.
Θερινό ηλιοστάσιο είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια ημέρα, κατά την 21η Ιουνίου και στα πλαίσια της ποίησης του Σεφέρη συμβολίζει τον καθημερινό μόχθο που τελικά τσακίζει τις ζωές των ανθρώπων. Η μεγαλύτερη ημέρα δε λειτουργεί ως η σημαντικότερη ημέρα αλλά ως η ημέρα που εμπεριέχει τον μεγαλύτερο δυνατό κόπο για κάθε άνθρωπο.
Αναλυτικότερα:
Δύο αντιθετικές καταστάσεις συνυπάρχουν στη μνήμη του ποιητή με τον ήλιο του θερινού ηλιοστασίου από τη μία να δηλώνει την καθημερινή εργασία και την κούραση των ανθρώπων και το νέο φεγγάρι από την άλλη να συμβολίζει την ευκαιρία για μια νέα αρχή, για μια αναγέννηση.
Η απόσταση ανάμεσα στα δύο στοιχεία δίνεται με μια εικόνα ερωτικής ανάμνησης από τον ποιητή ο οποίος φέρνει στο νου την απόσταση ανάμεσα στα στήθη μιας νεαρής κοπέλας για να εκφράσει την απόσταση ανάμεσα στον ήλιο και το φεγγάρι.
Ανάμεσα στο μεγαλύτερο ήλιο και το νέο φεγγάρι υπάρχει η νύχτα που είναι γεμάτη με αστέρια, τα οποία κατά την απουσία του φεγγαριού κυριαρχούν στον ουρανό, αλλά και μια κατακλυσμική παρουσία ανθρώπινης ζωής. Μεταξύ μόχθου και ελπίδας για μια καλύτερη ζωή είναι το διάστημα που η ζωή δημιουργείται και δραστηριοποιείται.
Η ανθρώπινη ζωή κινείται ανάμεσα στην καθημερινή δουλειά, την κούραση και τα όνειρα για ένα καλύτερο αύριο, μα στην πραγματικότητα ξεκινά και τελειώνει εγκλωβισμένη στο μόχθο και την εξαθλίωση, χωρίς ποτέ να κατορθώσει να προσεγγίσει το όνειρο ή την αναγέννηση.
Η συνεχής εργασία και ο διαρκής κόπος δίνονται από τον ποιητή με τη συγκλονιστική εικόνα των αλόγων που τρέχουν ιδρωμένα πάνω στα ανθρώπινα κορμιά. Μέσα στα χωράφια, στο χώρο που οι άνθρωποι πασχίζουν για να κερδίσουν το ψωμί τους, εκεί περνούν τη ζωή τους, εκεί κάνουν τα όνειρά τους κι εκεί τους βρίσκει ο θάνατος. Κανείς δεν ξεφεύγει από την επίπονη μοίρα του κοινού ανθρώπου που γεννιέται και πεθαίνει περιορισμένος σε μια ζωή μόχθου, ανασφάλειας και συνεχούς εργασίας.
Ακόμη και μια γυναίκα που για μια στιγμή φαίνεται όμορφη, μια γυναίκα που για μια στιγμή διατηρεί τη φρεσκάδα και την ομορφιά της νεότητας, ακόμη και αυτή θα ακολουθήσει αναγκαστικά το δρόμο της καθημερινής βιοπάλης και θα φθαρεί και θα πεθάνει δουλεύοντας, μη κατορθώνοντας ποτέ να ξεφύγει από τις δυσκολίες που περιμένουν κάθε άνθρωπο.
Η όμορφη γυναίκα λυγίζει υπό το βάρος των υποχρεώσεων, της μιζέριας και της ανάγκης να παλέψει κι αυτή για την επιβίωσή της. Γονατίζει κάτω από το βάρος του ανεκμετάλλευτου χρόνου, των διαψεύσεων και της ματαίωσης κάθε πιθανής ελπίδας που ίσως κάποτε φώτισε τη ζωή της. Η ομορφιά, όπως και τα όνειρά της, διαλύονται κάτω από την πίεση της μοναδικής αρχής που εξουσιάζει τις ανθρώπινες ζωές, της ανάγκης.
Όλοι οι άνθρωποι ακολουθούν την ίδια δυσβάσταχτη μοίρα και συνθλίβονται στις μυλόπετρες του σκληρού βίου, της σκληρής δουλειάς και της ασίγαστης ανάγκης της γης για περισσότερο αίμα. Κάθε νέα μέρα, κάθε καινούρια σοδειά απαιτεί πολύτιμο χρόνο από τον ελάχιστο χρόνο της ανθρώπινης ζωής, απαιτεί πολύωρη δουλειά και εν τέλει απαιτεί ζωές ολόκληρες να θυσιαστούν.
Ο ποιητής έχοντας ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του γνωρίζει καλά πως οι άνθρωποι δεν έχουν να περιμένουν πολλά στη ζωή τους, πως τα όνειρα είναι εύκολος στόχος για την καθημερινή ανάγκη για επιβίωση και πως κάθε άνθρωπος που γεννιέται είναι προορισμένος να θυσιάσει τη ζωή του στο βωμό της συνεχούς, αλλά μάταιης, προσπάθειας.
Κάθε άνθρωπος που συνθλίβεται στις μυλόπετρες της κοπιαστικής ζωής γίνεται αστέρι και φωτίζει, εντελώς ειρωνικά, τα μάταια νυχτερινά όνειρα των νέων ανθρώπων που έρχονται για να συνεχίσουν την πορεία του κόπου και της θυσίας.
Παραμονή της μακρύτερης μέρας, παραμονή της μέρας που διαρκεί περισσότερο απ’ όλες τις άλλες, παραμονή της μέρας που περιέχει περισσότερο κόπο, περισσότερη δουλειά και κούραση απ’ όλες τις άλλες. Παραμονή της μεγαλύτερης ημέρας και ίσως υπό το αμυδρό φως του νέου φεγγαριού υπάρχει λίγος χρόνος για όνειρα και για ελπίδες μιας καλύτερης ζωής.
Άλλωστε:
Όλοι βλέπουν οράματα
κανείς ωστόσο δεν τ’ ομολογεί.
Α΄
Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά
κι από την άλλη το νέο φεγγάρι
απόμακρα στη μνήμη σαν εκείνα τα στήθη.
Ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας
κατακλυσμός της ζωής.
Τ’ άλογα στ’ αλώνια
καλπάζουν και ιδρώνουν
πάνω σε σκόρπια κορμιά.
Όλα πηγαίνουν εκεί
και τούτη η γυναίκα
που την είδες όμορφη, μια στιγμή
λυγίζει και δεν αντέχει πια γονάτισε.
Όλα τ’ αλέθουν οι μυλόπετρες
και γίνουνται άστρα.
Παραμονή της μακρύτερης μέρας.
Θερινό ηλιοστάσιο είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια ημέρα, κατά την 21η Ιουνίου και στα πλαίσια της ποίησης του Σεφέρη συμβολίζει τον καθημερινό μόχθο που τελικά τσακίζει τις ζωές των ανθρώπων. Η μεγαλύτερη ημέρα δε λειτουργεί ως η σημαντικότερη ημέρα αλλά ως η ημέρα που εμπεριέχει τον μεγαλύτερο δυνατό κόπο για κάθε άνθρωπο.
Αναλυτικότερα:
Δύο αντιθετικές καταστάσεις συνυπάρχουν στη μνήμη του ποιητή με τον ήλιο του θερινού ηλιοστασίου από τη μία να δηλώνει την καθημερινή εργασία και την κούραση των ανθρώπων και το νέο φεγγάρι από την άλλη να συμβολίζει την ευκαιρία για μια νέα αρχή, για μια αναγέννηση.
Η απόσταση ανάμεσα στα δύο στοιχεία δίνεται με μια εικόνα ερωτικής ανάμνησης από τον ποιητή ο οποίος φέρνει στο νου την απόσταση ανάμεσα στα στήθη μιας νεαρής κοπέλας για να εκφράσει την απόσταση ανάμεσα στον ήλιο και το φεγγάρι.
Ανάμεσα στο μεγαλύτερο ήλιο και το νέο φεγγάρι υπάρχει η νύχτα που είναι γεμάτη με αστέρια, τα οποία κατά την απουσία του φεγγαριού κυριαρχούν στον ουρανό, αλλά και μια κατακλυσμική παρουσία ανθρώπινης ζωής. Μεταξύ μόχθου και ελπίδας για μια καλύτερη ζωή είναι το διάστημα που η ζωή δημιουργείται και δραστηριοποιείται.
Η ανθρώπινη ζωή κινείται ανάμεσα στην καθημερινή δουλειά, την κούραση και τα όνειρα για ένα καλύτερο αύριο, μα στην πραγματικότητα ξεκινά και τελειώνει εγκλωβισμένη στο μόχθο και την εξαθλίωση, χωρίς ποτέ να κατορθώσει να προσεγγίσει το όνειρο ή την αναγέννηση.
Η συνεχής εργασία και ο διαρκής κόπος δίνονται από τον ποιητή με τη συγκλονιστική εικόνα των αλόγων που τρέχουν ιδρωμένα πάνω στα ανθρώπινα κορμιά. Μέσα στα χωράφια, στο χώρο που οι άνθρωποι πασχίζουν για να κερδίσουν το ψωμί τους, εκεί περνούν τη ζωή τους, εκεί κάνουν τα όνειρά τους κι εκεί τους βρίσκει ο θάνατος. Κανείς δεν ξεφεύγει από την επίπονη μοίρα του κοινού ανθρώπου που γεννιέται και πεθαίνει περιορισμένος σε μια ζωή μόχθου, ανασφάλειας και συνεχούς εργασίας.
Ακόμη και μια γυναίκα που για μια στιγμή φαίνεται όμορφη, μια γυναίκα που για μια στιγμή διατηρεί τη φρεσκάδα και την ομορφιά της νεότητας, ακόμη και αυτή θα ακολουθήσει αναγκαστικά το δρόμο της καθημερινής βιοπάλης και θα φθαρεί και θα πεθάνει δουλεύοντας, μη κατορθώνοντας ποτέ να ξεφύγει από τις δυσκολίες που περιμένουν κάθε άνθρωπο.
Η όμορφη γυναίκα λυγίζει υπό το βάρος των υποχρεώσεων, της μιζέριας και της ανάγκης να παλέψει κι αυτή για την επιβίωσή της. Γονατίζει κάτω από το βάρος του ανεκμετάλλευτου χρόνου, των διαψεύσεων και της ματαίωσης κάθε πιθανής ελπίδας που ίσως κάποτε φώτισε τη ζωή της. Η ομορφιά, όπως και τα όνειρά της, διαλύονται κάτω από την πίεση της μοναδικής αρχής που εξουσιάζει τις ανθρώπινες ζωές, της ανάγκης.
Όλοι οι άνθρωποι ακολουθούν την ίδια δυσβάσταχτη μοίρα και συνθλίβονται στις μυλόπετρες του σκληρού βίου, της σκληρής δουλειάς και της ασίγαστης ανάγκης της γης για περισσότερο αίμα. Κάθε νέα μέρα, κάθε καινούρια σοδειά απαιτεί πολύτιμο χρόνο από τον ελάχιστο χρόνο της ανθρώπινης ζωής, απαιτεί πολύωρη δουλειά και εν τέλει απαιτεί ζωές ολόκληρες να θυσιαστούν.
Ο ποιητής έχοντας ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του γνωρίζει καλά πως οι άνθρωποι δεν έχουν να περιμένουν πολλά στη ζωή τους, πως τα όνειρα είναι εύκολος στόχος για την καθημερινή ανάγκη για επιβίωση και πως κάθε άνθρωπος που γεννιέται είναι προορισμένος να θυσιάσει τη ζωή του στο βωμό της συνεχούς, αλλά μάταιης, προσπάθειας.
Κάθε άνθρωπος που συνθλίβεται στις μυλόπετρες της κοπιαστικής ζωής γίνεται αστέρι και φωτίζει, εντελώς ειρωνικά, τα μάταια νυχτερινά όνειρα των νέων ανθρώπων που έρχονται για να συνεχίσουν την πορεία του κόπου και της θυσίας.
Παραμονή της μακρύτερης μέρας, παραμονή της μέρας που διαρκεί περισσότερο απ’ όλες τις άλλες, παραμονή της μέρας που περιέχει περισσότερο κόπο, περισσότερη δουλειά και κούραση απ’ όλες τις άλλες. Παραμονή της μεγαλύτερης ημέρας και ίσως υπό το αμυδρό φως του νέου φεγγαριού υπάρχει λίγος χρόνος για όνειρα και για ελπίδες μιας καλύτερης ζωής.
Άλλωστε:
Όλοι βλέπουν οράματα
κανείς ωστόσο δεν τ’ ομολογεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου