Μεταπολεμική Πεζογραφία
Κρίσεις για τη μεταπολεμική πεζογραφία
Κρίσεις για τη μεταπολεμική πεζογραφία
«Μεταπολεμικούς πεζογράφους θεωρούμε […] όσους: α) πρωτοεμφανίζονται εκδίδοντας σε βιβλίο το έργο τους από το 1943 και έπειτα, και β) αποκλείονται όσοι πριν από το 1943 έχουν έστω και μικρή εκδοτική δραστηριότητα είτε στην πεζογραφία είτε σε άλλους τομείς της λογοτεχνίας ή της κριτικής».
(Αλεξ. Αργυρίου, Η Μεταπολεμική Πεζογραφία, τ. Α΄, Εισαγωγή, Σοκόλης,
Αθήνα, 1992, σελ. 20)
«Η λογοτεχνική δημιουργία -όπως και κάθε άλλη καλλιτεχνική δημιουργία- κρίνεται συνήθως ως η πιο ελεύθερη πράξη. Αλλά αυτό είναι πολύ γενικό. Επειδή, δηλαδή, ο δημιουργός διαμορφώνεται μέσα σ’ ένα ορισμένο ιστορικό, κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον, η συνάφεια του λογοτεχνικού έργου και της εποχής, μέσα στην οποία ο δημιουργός διαμορφώθηκε είναι πολύ στενή. Και παραμένει ιδιαίτερα στενή στη Μεταπολεμική Πεζογραφία για τους λόγους που θα ιδούμε σε λίγο, τόσο στενή μάλιστα, που δε θα ήταν δυνατό να την κατανοήσουμε στο βάθος της, αν δεν αναλογιζόμασταν τις ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε.
Υπενθυμίζω λοιπόν σύντομα:
Είναι πρώτα-πρώτα ο πόλεμος του ’40, απρόκλητος και γι’ αυτό άδικος, και συνάμα άνισος. Καθώς μάλιστα διεξάγεται υπό δικτατορική διακυβέρνηση εναντίον ενός φασιστικού καθεστώτος, παίρνει -για πολλούς- ιδιαίτερο περιεχόμενο και δημιουργεί ελπίδες και για την εσωτερική απελευθέρωση. Κι ακόμα: οι νίκες στο αλβανικό μέτωπο ανορθώνουν το ηθικό ενός λαού που δεν είχε ακόμα συνέλθει από τη δοκιμασία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Την ευφορία αυτή διαδέχεται η Γερμανική Κατοχή: πείνα και δυστυχία, δοσιλογισμός και μαυραγοριτισμός, αλλά και Αντίσταση και εθνική ανάταση και οραματισμοί για την επαύριον. Και συγχρόνως: οξείς ανταγωνισμοί και οι πρώτες εμφύλιες αντιπαρατάξεις -συχνά αιματηρές. Ισχυρή πάντως είναι η εντύπωση πως ένας κόσμος καταλύεται και ένας άλλος καλύτερος γεννιέται και, λίγο-πολύ, όλοι αισθάνονται υποχρεωμένοι, με χίλιους τρόπους, να μπουν στο πολιτικό παιγνίδι -επικίνδυνο ή αθώο κατά τις περιπτώσεις και τις περιστάσεις. Μετά την απελευθέρωση και τις τραγικές συγκρούσεις που διέψευσαν αμέσως τις ελπίδες, ακολούθησε μια διετία όχι απλώς αμφίβολης ειρήνης, αλλά κυριολεκτικά εφιαλτική, όπου αφιονισμένοι ζεϊμπέκηδες ρίχνανε λάδι στη φωτιά των πολιτικών και άλλων παθών, ετοιμάζανε κι ετοιμάζονταν για το μεγάλο μίσος.
Τα χρόνια που ακολουθούν μετά τον Εμφύλιο, από το 1949 ως το 1963, είναι χρόνια απόλυτης κυριαρχίας της νικήτριας παράταξης που επιβάλλει ένα κλίμα ασφυκτικό στο εσωτερικό της χώρας. Ασφυκτικό όχι μονάχα για όσους είχαν κάποια ανάμιξη στον Εμφύλιο, αλλά και για όλους τους πολίτες που τυχόν θα εκδήλωναν διάθεση για κριτική του καθεστώτος ή διαφωνία. Και βέβαια ένα από τα βαρύτερα αμαρτήματα κατάντησε να θεωρείται η συμμετοχή στις αντιστασιακές οργανώσεις κατά την Κατοχή (είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι μόλις πρόσφατα, έπειτα από σαράντα ολόκληρα χρόνια, αναγνωρίστηκε στην Ελλάδα η Εθνική Αντίσταση).
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα άρχισαν και οι προσπάθειες για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας και για την εκβιομηχάνιση της. Αλλά η επιδίωξη του εύκολου κέρδους και η έλλειψη κρατικού προγραμματισμού οδήγησαν στη συγκέντρωση των περισσοτέρων βιομηχανικών μονάδων στο λεκανοπέδιο της Αττικής (δηλ. στην περιοχή της Αθήνας). Και η έλλειψη οικονομικού προγραμματισμού και το ασφυκτικό πολιτικό κλίμα είχαν ως αποτέλεσμα να ερημωθεί σε μεγάλο βαθμό η ύπαιθρος, που κιόλας είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές στην Κατοχή, και να συγκεντρωθεί ο πληθυσμός στα μεγάλα αστικά κέντρα και κυρίως στο λεκανοπέδιο της Αττικής, όπου συνέρρευσε περίπου ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας. Οι οικονομικές, κοινωνικές και ηθικές συνέπειες αυτών των ανακατατάξεων ήταν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της σύγχρονης ζωής στην Ελλάδα.
Την ίδια εποχή παρουσιάζεται και το ισχυρό ρεύμα της μετανάστευσης του εργατικού δυναμικού της χώρας προς το εξωτερικό. Μέσα στη δεκαετία του 1950 περισσότεροι από 400.000 εργάτες, από τα πιο δυναμικά στοιχεία, αναζητούν εργασία στις μεγάλες βιομηχανίες της Ευρώπης, κυρίως στη Γερμανία, αλλά και στο Βέλγιο, την Αυστραλία και την Αμερική. Ακόμα πιο σοβαρές ήταν οι συνέπειες του Εμφυλίου στον ιδεολογικό και τον πολιτιστικό χώρο, όπου για ένα τουλάχιστον διάστημα επικράτησε είτε η φίμωση είτε η πόλωση. Πάντως οι αριστερές πνευματικές δυνάμεις αρκετά σύντομα θα ανασυγκροτηθούν και θα συσπειρωθούν γύρω από το λογοτεχνικό περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, που εμφανίζεται στην Αθήνα το 1954, και, αργότερα, στο περιοδικό Κριτική που εκδίδει στη Θεσσαλονίκη από το 1959 ως το 1961 ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης.
Όσο για την εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων, θα χρειαστεί να φτάσουμε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οπότε οι δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις συνενώνονται (άνοδος στην Κυβέρνηση της “Ένωσης Κέντρου”, 1963) και μοιραία οδηγούνται σε σύγκρουση με τα ανάκτορα (1965) που επιμένανε να κηδεμονεύουν την πολιτική ζωή του τόπου. Το 1967 με στρατιωτικό πραξικόπημα εγκαθιδρύεται η στρατιωτική δικτατορία που θα παραμείνει ως το 1974. Αλλά τα γεγονότα αυτά αποτελούν μια νέα τομή στην πορεία της σύγχρονης Ελλάδας.
Οι εθνικές περιπέτειες, οι πολιτικές συγκρούσεις και οι κοινωνικές αναστατώσεις μετά τον Β’ Εμφύλιο πόλεμο προσδιόρισαν αποφασιστικά τη μεταπολεμική μας λογοτεχνία. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που μιλάμε για μεταπολεμική πεζογραφία, χαρακτηρισμός που στη γλώσσα της φιλολογικής κριτικής δεν αναφέρεται στο σύνολο των λογοτεχνικών έργων που δημοσιεύτηκαν μετά τον πόλεμο, αλλά στα έργα των μεταπολεμικών συγγραφέων, δηλαδή των συγγραφέων που διαμορφώθηκαν (και πρωτοπαρουσιάστηκαν) μέσα στις ιδιότυπες μεταπολεμικές συνθήκες στον τόπο μας. Και ίσως σ’ αυτές τις συνθήκες να οφείλεται, εν μέρει τουλάχιστον, το γεγονός ότι, παρ’ όλο που στην εικοσαετία από το 1945 ως το 1967 παρουσιάστηκαν συνολικά περίπου πενήντα αξιόλογοι πεζογράφοι, εντούτοις ως πρόσφατα δεν είχε δημοσιευτεί ούτε μια αξιόλογη φιλολογική εργασία που να εξετάζει αναλυτικά και σε βάθος τη μεταπολεμική πεζογραφία […].
Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι κατά τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες κυριαρχούν στο προσκήνιο της φιλολογικής μας ζωής οι συγγραφείς της γενιάς του ’30, που σε μεγάλο βαθμό μάλιστα την κηδεμονεύουν. Επίσης, όπως θα ιδούμε, επηρεάζουν κιόλας μερικούς από τους νεότερους. Καθώς όμως ένας-ένας φυσιολογικά αποσύρονται, αρχίζουν να αναφαίνονται οι συγγραφείς της Πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, που τα πρώτα τους βιβλία δημοσιεύονται κιόλας μέσα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’40, αλλά πληθαίνουν στην επόμενη δεκαετία. Από το 1960 και μετά διακρίνουμε τους συγγραφείς της Δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, στους οποίους μπορούμε να επισημάνουμε επίσης ορισμένα διαφοροποιητικά γνωρίσματα. Οι πιο πολλοί από τους πεζογράφους της Πρώτης μεταπολεμικής γενιάς -με λιγοστές εξαιρέσεις- είναι γεννημένοι στη δεκαετία του 1920. Έτσι οι πιο μεγάλοι στην ηλικία παίρνουν ενεργό μέρος στην Αντίσταση, καθώς και στις ιδεολογικές, αλλά και ένοπλες, συγκρούσεις της Κατοχής και στον Εμφύλιο, ενώ οι νεότεροι συμμετέχουν -ψυχικά στα γεγονότα, αρκετοί όμως πάλι και έμπρακτα, παρά τη νεαρή τους ηλικία […]. Εξάλλου η εποχή εκείνη ήταν τόσο πολύ φορτισμένη, ώστε να παρασέρνει στη δίνη της τους ανθρώπους κιόλας από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας τους. Ιδιαίτερα η περίοδος της Κατοχής ήταν μια εποχή που έδινε την εντύπωση πως ένας κόσμος καταλύεται κι ένας άλλος καλύτερος γεννιέται, και τους υποχρέωνε με χίλιους τρόπους να μπούνε στο “πολιτικό” παιγνίδι - επικίνδυνο ή αθώο. Ένα μεγάλο μέρος από αυτούς που ανήκαν στην αριστερά πλήρωσαν την αριστερή τους δράση ή και απλώς την ιδεολογική τους τοποθέτηση με εξορίες, φυλακίσεις και άλλες διώξεις. Αλλά οποιαδήποτε κι αν ήταν η πολιτική τους τοποθέτηση, όλοι, σαν συγγραφείς, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο σήκωσαν με αίσθημα ευθύνης το βάρος της δύσκολης εκείνης εποχής. Και όταν, κατόπιν, μιλούν για τους ομότεχνους πολύ συχνά χρησιμοποιούν την έκφραση “η γενιά μας”, μ’ ένα αίσθημα πνευματικής αλληλεγγύης.
Ένα κοινό λοιπόν χαρακτηριστικό που επισημαίνεται στα έργα των περισσοτέρων μεταπολεμικών συγγραφέων είναι ο πολιτικός χαρακτήρας τους. Η παρουσία της Ιστορίας, με όλες τις συνέπειες της, είναι παντού εμφανής. Μυθιστορήματα με πολιτικό περιεχόμενο είχαν γραφτεί και από τους συγγραφείς της γενιάς του ’30 (π.χ. η Αργώ, 1933/36, του Γιώργου Θεοτοκά) ή γράφονται από αυτούς και μετά τον πόλεμο. Αλλά ο τρόπος που βιώνονται τώρα και εκφράζονται τα πολιτικά φαινόμενα είναι πολύ διαφορετικός. Όπως παρατηρεί ο κριτικός Αλέξ. Αργυρίου “οι προπολεμικοί συγγραφείς είναι θεατές πραγμάτων, ενώ οι άλλοι συμμετέχουν. Και ο Φραγκόπουλος και ο Ρούφος και ο Αλέξανδρος Κοτζιάς και ο Κάσδαγλης και ο Τσίρκας και ο Χατζής και ο Φραγκιάς και ο Κώστας Κοτζιάς, όλοι αυτοί, έχουν παίξει το ρόλο τους, είναι δηλαδή πρόσωπα μέσα στην Ιστορία. Και εκφράζοντας την
Ιστορία, εκφράζουν προσωπικά τους βιώματα. Δεν περιγράφουν, αυτοβιογραφούνται κατά κάποιον τρόπο”. Την ίδια περίπου άποψη διατυπώνει και ο μεταπολεμικός ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης: «Μέσα στο δαιδαλώδη “παραλογισμό” του μεταπολεμικού κόσμου, πιστεύω πως μόνο η γενιά μας κατέχει τον αποκαλυπτικό μίτο που οδηγεί κατευθείαν στο κεντρικό νόημα της εποχής. Οι παλιότεροι, διαμορφωμένες ήδη συνειδήσεις από τα προπολεμικά χρόνια, στέκονται περισσότερο συνθεατές, σαν κριτές ή σαν ευσυνείδητοι “επιστημονικοί” μελετητές ενός εποχιακού φαινομένου, που όταν επιχειρούν να το προβάλουν στα βιβλία τους ξεχωρίζει εύκολα η εμβόλιμη διανοητική κατασκευή...». Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ακόμη ότι εγκαταλείπεται η τάση προς τον λυρισμό που, μερικές φορές -όπως π.χ. στα περισσότερα έργα του Ηλία Βενέζη- έφτανε στα όρια της γλυκερότητας, και χρησιμοποιείται τώρα μια γλώσσα περισσότερο αδρή, πιο ρεαλιστική, και συχνά εντελώς γυμνή και ωμή. Κυρίως όμως: μια γλώσσα πιο λειτουργική.
Ως προς τη θεματική, πολύ εύστοχα έχει παρατηρηθεί3 πως ενώ η εποποιία του ’40, η Κατοχή, ο κατοχικός αλληλοσπαραγμός, οι παρενέργειες του μετακατοχικού εμφύλιου πολέμου, οι πολύχρονες επιπτώσεις της φοβερής δεκαετίας 1940-1950 έχουν εμπνεύσει ‘πολλά και βαρυσήμαντα’ έργα πεζογραφίας, εντούτοις η ίδια η δοκιμασία του Εμφύλιου Πολέμου 1946-1949 “θαρρείς και απωθείται σαν τραυματικό πλέγμα -κάτι ανάλογο έχει συμβεί με τη Μικρασιατική Καταστροφή-, οι συγγραφείς, αρνούνται να την εκφράσουν” […].
Κάτι ανάλογο και μάλλον συναφές συμβαίνει με τη λογοτεχνία της Αντίστασης. Πολύ λίγα, νομίζω, είναι τ’ αξιόλογα κείμενα που την εκφράζουν […]. Τα αίτια, νομίζω, είναι κι εδώ τα ίδια. Η Αντίσταση στην Ελλάδα, πολύ γρήγορα συνδέθηκε με τον Εμφύλιο, που ακολούθησε (εν μέρει τη συνόδευσε) και λειτούργησαν κι εδώ οι ίδιες ανασχέσεις -εσωτερικές και εξωτερικές. Ένα άλλο θέμα που κυριαρχεί επίσης σε πολλά έργα αυτής της περιόδου είναι οι κοινωνικές συνθήκες, όπως παρουσιάζονται μετά τον πόλεμο (για τις οποίες μιλήσαμε και στην αρχή) με τις ψυχολογικές και τις ηθικές τους συνέπειες, δηλαδή την ανατροπή πατροπαράδοτων αξιών, μαζί με ένα αίσθημα αδιαχώρητου και ανασφάλειας. Φυσικά και το θέμα αυτό δεν παρουσιάζεται ανεξάρτητο, αλλά διαπλέκεται με τα πολιτικά και τα ιστορικά συμβάντα, και μάλιστα, αν πιστέψουμε έναν κοινωνιολόγο, κατά τρόπο ιδιάζοντα […].
Πριν προχωρήσουμε, να κάνουμε μια γενική παρατήρηση που ισχύει γενικά για τους μεταπολεμικούς συγγραφείς, πεζογράφους και ποιητές, της Α’ και Β’ μεταπολεμικής γενιάς: Στο σύνολο τους σχεδόν, προέρχονται από μικροαστικές ή λαϊκές οικογένειες. Μερικοί από αυτούς μόλις που πρόλαβαν να κάνουν κάποιες πανεπιστημιακές σπουδές, άλλοι αναγκάστηκαν να τις αφήσουν στη μέση εξαιτίας των περιστάσεων, και πάντως η όποια παιδεία τους οφείλεται μάλλον στην προσωπική τους επιμονή, έξω από τα Πανεπιστήμια, και σε τυχαία συναπαντήματα. Ο λόγος του Γιώργου Σεφέρη πως “στην Ελλάδα είμαστε τραγικά αυτοδίδακτοι” (λόγος που αναφέρονταν σ’ άλλα πράγματα) έχει κυριολεκτική σημασία για τους μεταπολεμικούς συγγραφείς.
Οπωσδήποτε, μέσα στις μεταπολεμικές περιπέτειες, αρκετοί από αυτούς κατάφεραν να παρακολουθήσουν τις ιδεολογικές και τις λογοτεχνικές ζυμώσεις και τα καλλιτεχνικά κινήματα της Ευρώπης, να ενημερώνονται οι ίδιοι και να ενημερώνουν και τους άλλους μέσα από τα λογοτεχνικά περιοδικά και μεταφράζοντας χαρακτηριστικά έργα της ξένης λογοτεχνίας. Έτσι εκτός από τη ρωσική, την αγγλική, τη γαλλική και τη σκανδιναβική λογοτεχνία που ήταν πολύ γνωστές από παλαιότερα, γίνονται τώρα γνωστοί οι νεότεροι λογοτέχνες της Αμερικής (Φώκνερ, Χέμινγουέι, Στάινμπεκ), ο Τσέχος συγγραφέας Φραντς Κάφκα, οι Γάλλοι υπαρξιστές (Σαρτρ, Καμύ) και οι εκπρόσωποι των ριζοσπαστικών λογοτεχνικών κινημάτων (Μπέκετ και συγγραφείς του Νουβό Ρομάν). Σ’ αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε την επίδραση που άσκησε ο κινηματογράφος και το θέατρο. Το “Θέατρο Τέχνης” ιδιαίτερα, που ίδρυσε ο Κάρολος Κουν στην Αθήνα, μετά τον πόλεμο, έκανε γνωστά στο ελληνικό κοινό τα πιο πρωτοποριακά έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Όλα αυτά συνέβαλαν στη διαμόρφωση των νέων εκφραστικών τάσεων που παρατηρούμε στους μεταπολεμικούς συγγραφείς. Ιδιαίτερα οι συγγραφείς της δεύτερης γενιάς παρουσιάζουν στα έργα τους μεγαλύτερη θεματική ποικιλία, όπου εκτός από τις εξωτερικές, τις κοινωνικές, συνθήκες αναμοχλεύουν καταστάσεις πιο εσωτερικές. Παρουσιάζουν επίσης πιο επίμονες εκφραστικές αναζητήσεις και, μερικές φορές, πολύ τολμηρές λύσεις. Έχει μάλιστα κανείς την εντύπωση ότι είναι και ψυχολογικά διαφοροποιημένοι από τους προηγούμενους, μολονότι χρονικά απέχουν πολύ λίγο από κείνους -περίπου μια δεκαετία. Αλλά οι δεκαετίες έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και κυλούν με διαφορετικό ρυθμό, ανάλογα με την εποχή. Οι εξελίξεις (κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές, αισθητικές) ήταν ραγδαίες στην Ελλάδα τα μεταπολεμικά χρόνια. Οι συγγραφείς αυτοί γεννήθηκαν στις αρχές της 10ετίας του 1930, ήταν περίπου 10 χρονών όταν άρχισε ο πόλεμος και περάσανε την Κατοχή ανάμεσα στα έντεκα και στα δεκαπέντε τους. Έτσι οι ιδεολογικές συγκρούσεις και ο Εμφύλιος τους βρήκε σε μια ηλικία που η πολιτική τους συνείδηση δεν είχε αρχίσει ακόμα να λειτουργεί. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ενώ -όσο ξέρω- όλοι τους ανήκουν λίγο-πολύ στον “προοδευτικό χώρο”, κανένας τους δεν έχει σαφή κομματική ένταξη. Ο πολιτικός προβληματισμός που ήταν επικίνδυνος για πολύν καιρό μέσα στο μετεμφυλιακό κλίμα, απωθήθηκε σε απόκρυφες γωνιές και αναπληρώθηκε από περίπλοκα αισθηματικά πλέγματα που διαβαθμίζονται από τον εσωτερικό διχασμό ως τη διαμαρτυρία. Λίγες είναι οι εξαιρέσεις, όπως π.χ. του Μάριου Χάκκα, που ο πολιτικός προβληματισμός κρατήθηκε στον πυρήνα του έργου τους, αλλά κι εδώ διαποτίζεται από τόσους πικρούς χυμούς της ατομικής εμπειρίας, ώστε τελικά αλλοιώνεται η σύσταση του και γίνεται πρόβλημα της ατομικής ύπαρξης […]».
(Χριστόφορος Μηλιώνης, Με το νήμα της Αριάδνης, Μεταπολεμική πεζογραφία Ερμηνεία Κειμένων, Σοκόλης, Αθήνα, 1991, σελ. 31-49)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου