Γιάννης Ρίτσος
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασία (14/5/1909), τέταρτο παιδί του κτηματία Ελευθέριου Ρίτσου. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο της Μονεμβασίας και το 1921 πήγε στο Γυμνάσιο του Γυθείου. Μετά το θάνατο του αδελφού του και της μητέρας του και την οικονομική καταστροφή του πατέρα, μετακομίζουν το 1925 με την αδελφή του Λούλα στην Αθήνα, όπου το 1926 γράφτηκε στη Νομική σχολή, στην οποία όμως δεν φοίτησε. Άρρωστος από φυματίωση, ενώ κέρδιζε τα απαραίτητα για τη ζωή του με περιστασιακές εργασίες (γραφέας, ηθοποιός κ.λπ.), γνωρίστηκε με διανοούμενους και ήλθε σε συστηματική επαφή με τις μαρξιστικές ιδέες, που επηρέασαν τη ζωή και το έργο του.
Το 1934 εκδόθηκε η ποιητική του συλλογή Τρακτέρ και το 1935 οι Πυραμίδες. Τον Μάιο του 1936, συγκλονισμένος από τις αιματηρές συγκρούσεις κατά τη διάρκεια απεργίας των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, έγραψε τον Επιτάφιο, ποίημα στην παράδοση του δημοτικού τραγουδιού σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Από το 1935, όμως, είχε ήδη στραφεί στον ελεύθερο στίχο και είχε ενστερνιστεί μια υπερρεαλιστική διάθεση. Με το έργο του Το τραγούδι της αδελφής μου (1937), διαμόρφωσε ως λυρικός ποιητής προσωπικό ύφος. Στη διάρκεια της Κατοχής, ήταν άρρωστος και αποτραβηγμένος από τα κοινά για πολύ καιρό, αλλά το 1945, μετά τα Δεκεμβριανά, οργανωμένος στο ΕΑΜ, συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο Μακεδονίας. Από το 1948 ως το 1952, έζησε εξόριστος στη Λήμνο, τη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη. Το 1956 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο ποίησης (μαζί με τον Άρη Δικταίο) για το έργο του Η Σονάτα του Σεληνόφωτος.
Ταξίδεψε πολύ: στη Σοβιετική Ένωση, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, τη λαϊκοδημοκρατική Γερμανία, την Κούβα, και έγινε πολύ γνωστός στο ευρύ κοινό με τις μελοποιήσεις, από το συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, των ποιημάτων του Επιτάφιος (1960) και Ρωμιοσύνη (1966).
Το 1967 εξορίστηκε και πάλι, στη Γυάρο και μετά στη Λέρο. Το γεγονός κινητοποίησε Ευρωπαίους διανοούμενους με επικεφαλής τον Λουί Αραγκόν και η εξορία μετατράπηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Καρλόβασι της Σάμου, όπου έμενε η σύζυγός του και η κόρη του, μέχρι το 1970. Εν τω μεταξύ εκδόθηκε στη Γαλλία το έργο του Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα (1968) και μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη το έργο Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας.
Μετά τη μεταπολίτευση, προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ (1975), του απονεμήθηκε το Βραβείο Λένιν για την ειρήνη (1977), έγινε μέλος της επιτροπής απονομής του βραβείου Λένιν (1983) και ανακηρύχτηκε «Ποιητής Διεθνούς Ειρήνης» από τον ΟΗΕ (1986). Αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και της Ευρώπης και τιμήθηκε με το μετάλλιο «Ζολιό-Κιουρί» και πολλές παρασημοφορήσεις.
Πέθανε στις 11 Νοεμβρίου του 1990 και ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του, τη Μονεμβασία.
Υπήρξε ποιητής με ισχυρή κοινωνική συνείδηση. Εμπνεόμενος από κοινωνικά γεγονότα κατόρθωσε να παραγάγει από την επικαιρότητα ποιητικό αποτέλεσμα, αλλά ασχολήθηκε και με αναζητήσεις στο ψυχικό τοπίο. Με πλούσια γλώσσα, με δαιδαλώδεις μεταφορές και παρομοιώσεις, με μυθολογικές αναφορές αλλά και απεικόνιση της ταπεινής καθημερινής ζωής, δοκίμασε να εκφράσει, συχνά σε μεγάλες συνθέσεις, την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Το έργο του Ρίτσου (ποιήματα, πεζογραφήματα, θεατρικά, δοκίμια, μεταφράσεις) περιλαμβάνει 116 βιβλία. Τα ποιήματά του έχουν εκδοθεί στο σύνολό τους από τον εκδοτικό οίκο Κέδρος σε 13 τόμους (1961-1999). Η πεζογραφική του παραγωγή αποτελεί έναν «Κύκλο Εννέα Αφηγημάτων» που εκδόθηκαν με την ένδειξη «μυθιστόρημα» ή «πεζογράφημα» (1982-1986). Έγραψε ακόμα θεατρικά έργα και δοκίμια (Μελετήματα, 1974) και έκανε μεταφράσεις, μεταξύ άλλων, ποιημάτων του Μαγιακόφσκη, του Χικμέτ, του Έρεμπουργκ, του Γεσένιν κ.λπ.
Η κριτική για το έργο του
Η αναγνωρισιμότητα της ποιητικής του Γ. Ρίτσου
«Ο Ρίτσος, κυρίως με τα μεγάλα ποιήματα Ρωμιοσύνη και Η Κυρά των Αμπελιών, στρέφεται προς το ελληνικό τοπίο, που κοντά του έζησε τα φωτεινά διαλείμματα των παιδικών του χρόνων, αλλά τώρα με καινούργια προοπτική. Το τοπίο συμμετέχει κι αυτό στην ιστορική αυτογνωσία του Έλληνα. Έχει επάνω του χαραγμένη την ιστορία της ρωμιοσύνης, είναι η ίδια η ρωμιοσύνη. Ο Ρίτσος προσπαθεί να μυηθεί και να μυήσει στο βαθύτερο νόημα που αποκτά ο ελληνικός χώρος και τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, αλλά και σε όλο το εύρος της ελληνικής ιστορίας. [...] Ο Ρίτσος ερμηνεύοντας τη γένεση του Επιτάφιου τονίζει ότι “κάθε φορά που μια χώρα κινδυνεύει από εξωτερικό κίνδυνο, από τη δράση ξένων παραγόντων, από κατοχή, για να διατηρήσει τη φυσιογνωμία της, καταφεύγει σε αναγνωρίσιμες από όλο το λαό μορφές”. Είναι η περίπτωση που αιτιολογεί και την τωρινή επανασύνδεση με γνώριμες στο λαό μορφές. Και μολονότι την ίδια περίοδο και στα ίδια έργα πολλές φορές ανιχνεύουμε και υπερρεαλιστικά στοιχεία και κάποια επανασύνδεση με το λυρισμό (ιδίως στα ομόλογα ποιήματα Ρωμιοσύνη και Η Κυρά των Αμπελιών) ή μια δυσκολοπλησίαστη τεχνική, όπως, π.χ., στην “Ταφή του Οργκάθ”, το ύφος όμως που κυριαρχεί είναι αυτό που μπορεί να μιλήσει στον καθένα:
Και να, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
Ήσυχα-ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα—δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος σ’ όλες
τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη
έτσι να λέμε πια τα σύκα: σύκα, και τη σκάφη: σκάφη,
κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: “τέτοια
ποιήματα σού φτιάχνουμε εκατό την ώρα.” Αυτό
θέλουμε και μεις.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ
μου, απ’ τον κόσμο
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
Όταν βέβαια αλλάξουν οι συνθήκες που υπαγορεύουν μια τέτοια στάση, ο ποιητής θα στραφεί σε πιο πολύπλοκες συνθέσεις, που θα τις συναντήσουμε στην επόμενη περίοδο, της ωριμότητας.»
(Διαλησμάς Στ., 1981, Εισαγωγή στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Αθήνα: Επικαιρότητα, σελ. 35-42 passim)
Η μετουσίωση της καθημερινότητας στην ποιητική του Γ. Ρίτσου
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασία (14/5/1909), τέταρτο παιδί του κτηματία Ελευθέριου Ρίτσου. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο της Μονεμβασίας και το 1921 πήγε στο Γυμνάσιο του Γυθείου. Μετά το θάνατο του αδελφού του και της μητέρας του και την οικονομική καταστροφή του πατέρα, μετακομίζουν το 1925 με την αδελφή του Λούλα στην Αθήνα, όπου το 1926 γράφτηκε στη Νομική σχολή, στην οποία όμως δεν φοίτησε. Άρρωστος από φυματίωση, ενώ κέρδιζε τα απαραίτητα για τη ζωή του με περιστασιακές εργασίες (γραφέας, ηθοποιός κ.λπ.), γνωρίστηκε με διανοούμενους και ήλθε σε συστηματική επαφή με τις μαρξιστικές ιδέες, που επηρέασαν τη ζωή και το έργο του.
Το 1934 εκδόθηκε η ποιητική του συλλογή Τρακτέρ και το 1935 οι Πυραμίδες. Τον Μάιο του 1936, συγκλονισμένος από τις αιματηρές συγκρούσεις κατά τη διάρκεια απεργίας των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, έγραψε τον Επιτάφιο, ποίημα στην παράδοση του δημοτικού τραγουδιού σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Από το 1935, όμως, είχε ήδη στραφεί στον ελεύθερο στίχο και είχε ενστερνιστεί μια υπερρεαλιστική διάθεση. Με το έργο του Το τραγούδι της αδελφής μου (1937), διαμόρφωσε ως λυρικός ποιητής προσωπικό ύφος. Στη διάρκεια της Κατοχής, ήταν άρρωστος και αποτραβηγμένος από τα κοινά για πολύ καιρό, αλλά το 1945, μετά τα Δεκεμβριανά, οργανωμένος στο ΕΑΜ, συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο Μακεδονίας. Από το 1948 ως το 1952, έζησε εξόριστος στη Λήμνο, τη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη. Το 1956 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο ποίησης (μαζί με τον Άρη Δικταίο) για το έργο του Η Σονάτα του Σεληνόφωτος.
Ταξίδεψε πολύ: στη Σοβιετική Ένωση, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, τη λαϊκοδημοκρατική Γερμανία, την Κούβα, και έγινε πολύ γνωστός στο ευρύ κοινό με τις μελοποιήσεις, από το συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, των ποιημάτων του Επιτάφιος (1960) και Ρωμιοσύνη (1966).
Το 1967 εξορίστηκε και πάλι, στη Γυάρο και μετά στη Λέρο. Το γεγονός κινητοποίησε Ευρωπαίους διανοούμενους με επικεφαλής τον Λουί Αραγκόν και η εξορία μετατράπηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Καρλόβασι της Σάμου, όπου έμενε η σύζυγός του και η κόρη του, μέχρι το 1970. Εν τω μεταξύ εκδόθηκε στη Γαλλία το έργο του Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα (1968) και μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη το έργο Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας.
Μετά τη μεταπολίτευση, προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ (1975), του απονεμήθηκε το Βραβείο Λένιν για την ειρήνη (1977), έγινε μέλος της επιτροπής απονομής του βραβείου Λένιν (1983) και ανακηρύχτηκε «Ποιητής Διεθνούς Ειρήνης» από τον ΟΗΕ (1986). Αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και της Ευρώπης και τιμήθηκε με το μετάλλιο «Ζολιό-Κιουρί» και πολλές παρασημοφορήσεις.
Πέθανε στις 11 Νοεμβρίου του 1990 και ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του, τη Μονεμβασία.
Υπήρξε ποιητής με ισχυρή κοινωνική συνείδηση. Εμπνεόμενος από κοινωνικά γεγονότα κατόρθωσε να παραγάγει από την επικαιρότητα ποιητικό αποτέλεσμα, αλλά ασχολήθηκε και με αναζητήσεις στο ψυχικό τοπίο. Με πλούσια γλώσσα, με δαιδαλώδεις μεταφορές και παρομοιώσεις, με μυθολογικές αναφορές αλλά και απεικόνιση της ταπεινής καθημερινής ζωής, δοκίμασε να εκφράσει, συχνά σε μεγάλες συνθέσεις, την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Το έργο του Ρίτσου (ποιήματα, πεζογραφήματα, θεατρικά, δοκίμια, μεταφράσεις) περιλαμβάνει 116 βιβλία. Τα ποιήματά του έχουν εκδοθεί στο σύνολό τους από τον εκδοτικό οίκο Κέδρος σε 13 τόμους (1961-1999). Η πεζογραφική του παραγωγή αποτελεί έναν «Κύκλο Εννέα Αφηγημάτων» που εκδόθηκαν με την ένδειξη «μυθιστόρημα» ή «πεζογράφημα» (1982-1986). Έγραψε ακόμα θεατρικά έργα και δοκίμια (Μελετήματα, 1974) και έκανε μεταφράσεις, μεταξύ άλλων, ποιημάτων του Μαγιακόφσκη, του Χικμέτ, του Έρεμπουργκ, του Γεσένιν κ.λπ.
Η κριτική για το έργο του
Η αναγνωρισιμότητα της ποιητικής του Γ. Ρίτσου
«Ο Ρίτσος, κυρίως με τα μεγάλα ποιήματα Ρωμιοσύνη και Η Κυρά των Αμπελιών, στρέφεται προς το ελληνικό τοπίο, που κοντά του έζησε τα φωτεινά διαλείμματα των παιδικών του χρόνων, αλλά τώρα με καινούργια προοπτική. Το τοπίο συμμετέχει κι αυτό στην ιστορική αυτογνωσία του Έλληνα. Έχει επάνω του χαραγμένη την ιστορία της ρωμιοσύνης, είναι η ίδια η ρωμιοσύνη. Ο Ρίτσος προσπαθεί να μυηθεί και να μυήσει στο βαθύτερο νόημα που αποκτά ο ελληνικός χώρος και τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, αλλά και σε όλο το εύρος της ελληνικής ιστορίας. [...] Ο Ρίτσος ερμηνεύοντας τη γένεση του Επιτάφιου τονίζει ότι “κάθε φορά που μια χώρα κινδυνεύει από εξωτερικό κίνδυνο, από τη δράση ξένων παραγόντων, από κατοχή, για να διατηρήσει τη φυσιογνωμία της, καταφεύγει σε αναγνωρίσιμες από όλο το λαό μορφές”. Είναι η περίπτωση που αιτιολογεί και την τωρινή επανασύνδεση με γνώριμες στο λαό μορφές. Και μολονότι την ίδια περίοδο και στα ίδια έργα πολλές φορές ανιχνεύουμε και υπερρεαλιστικά στοιχεία και κάποια επανασύνδεση με το λυρισμό (ιδίως στα ομόλογα ποιήματα Ρωμιοσύνη και Η Κυρά των Αμπελιών) ή μια δυσκολοπλησίαστη τεχνική, όπως, π.χ., στην “Ταφή του Οργκάθ”, το ύφος όμως που κυριαρχεί είναι αυτό που μπορεί να μιλήσει στον καθένα:
Και να, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
Ήσυχα-ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα—δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος σ’ όλες
τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη
έτσι να λέμε πια τα σύκα: σύκα, και τη σκάφη: σκάφη,
κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: “τέτοια
ποιήματα σού φτιάχνουμε εκατό την ώρα.” Αυτό
θέλουμε και μεις.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ
μου, απ’ τον κόσμο
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
Όταν βέβαια αλλάξουν οι συνθήκες που υπαγορεύουν μια τέτοια στάση, ο ποιητής θα στραφεί σε πιο πολύπλοκες συνθέσεις, που θα τις συναντήσουμε στην επόμενη περίοδο, της ωριμότητας.»
(Διαλησμάς Στ., 1981, Εισαγωγή στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Αθήνα: Επικαιρότητα, σελ. 35-42 passim)
Η μετουσίωση της καθημερινότητας στην ποιητική του Γ. Ρίτσου
«Έτσι το ποιητικό μήνυμα που φέρνει η ποίησή του δεν προβάλλει, τις περισσότερες φορές, αντιποιητικά, αλλά εντάσσεται στο ποιητικό περιβάλλον. Και αυτό γιατί η ποιητική ευαισθησία του και η κοινωνική του συνείδηση μπορούν να επιλέξουν από τα καθημερινά συμβάντα αυτά που περιέχουν το στοιχείο του καθολικού και το σπέρμα του διαχρονικού, να διαλεχθεί μαζί τους και να τα αποτυπώσει μουσικά, να τα μετουσιώσει, δηλαδή σε ποίηση. Η μετουσίωση αυτή χρησιμοποιεί φυσικά ως όχημα τη γλώσσα. Η γλώσσα του είναι η σημερινή καθημερινή γλώσσα μπολιασμένη, ανάλογα με τις περιστάσεις, είτε με ποιητικά γλωσσήματα είτε με λαϊκές λέξεις και εκφράσεις, που προέρχονται απ’ την αγροτική, ή την αστική ζωή. Πλουτισμένη άλλοτε με λυρική ευαισθησία, που μερικές φορές πέφτει στη συναισθηματολογία, και άλλοτε χρησιμοποιώντας ένα ύφος στεγνό και κοφτό, προσπαθεί πάντοτε να επιτύχει την άμεση συνάντηση με τον αναγνώστη.
Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος
Για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη,
Και τότε είναι μια λέξη αληθινή, σαν επιμένει στη συνάντηση.
Αυτό έχει ως επακόλουθο τα περισσότερα ποιήματα του Ρίτσου να έχουν ένα ύφος κουβεντιαστό, που πολλές φορές χαρίζει τη ζεστασιά και την απλότητα μιας οικείας προσέγγισης και άλλοτε “έναν τόνο καθαρά πληροφοριακό κι απρόσωπο”. Έτσι, πάντοτε ενεδρεύει ο κίνδυνος της πεζολογίας, ιδίως στα πολύστιχα και με μακροσκελείς στίχους ποιήματα, που συνήθως αποφεύγεται με τη συναισθηματική φόρτιση του λόγου και με την ατμόσφαιρα υποβολής. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθούμε και στη χρησιμοποίηση πολλών λέξεων-συμβόλων (π.χ. καθρέφτης, σπίτι, πιάνο, παράθυρο, λάμπα, προσωπείο κ.ά.), που η ειδική σηματοδότησή τους από τον ποιητή και η εξελικτική πορεία της κάθε μίας μέσα στην ποίησή του απαιτεί ειδική μελέτη».
(Στ. Διαλησμάς, ό.π., σελ. 70-71)
Η ήττα και η ανάταση της «πολιτείας» στο έργο του Γ. Ρίτσου
«Την εποποιία της Αντίστασης αλλά και τον τραγικό της επίλογο ανασυνθέτουν δημιουργικά τα δίδυμα έργα Ρωμιοσύνη, Η Κυρά των Αμπελιών (1945-1947). Αντλώντας από το βάθος του τοπίου, ο ποιητής εισχωρεί στο βάθος του χρόνου, για να αναγάγει τον μαχόμενο ελληνισμό σε σύμβολο αντίστασης και ελευθερίας. Ακρίτες, κλέφτες του ’21 και αντάρτες πολεμούν μαζί τον κατακτητή. Σε αντιστοιχία, η αναβίωση της παράδοσης με δημοτικούς ρυθμούς, τρόπους και παραστάσεις γονιμοποιεί τον μοντέρνο, κάποτε υπερρεαλίζοντα, στίχο στις επικολυρικές αυτές συνθέσεις.[...] Η επιστροφή σε μια Αθήνα ναρκωμένη, εφησυχασμένη, “εκσυγχρονιζόμενη”, με τις καταχωνιασμένες μνήμες και τα νέα πρότυπα ζωής, θα φέρει τη βαθιά συνειδητοποίηση της ήττας. Γράφει τη συγκλονισμένη Ανυπόταχτη πολιτεία (1952-53). Ανυπόταχτη. Έτσι επιμένει να την λέει. Ο προτρεπτικός λόγος ζητά να ανατρέψει την πραγματικότητα. Επώδυνη διαδικασία ανασύνταξης και επανένταξης. [...]
Συχνά η εσωτερική δόνηση οδηγεί στην κατάφαση — στιγμές ανάτασης και ανάκτησης της ελπίδας, που του εμπνέουν δυναμικές αντιπαραθέσεις προς τους σφετεριστές της εξουσίας και έξοχα αντιστασιακά πορτραίτα. Αλλά το κύριο σώμα της παραγωγής αυτών των χρόνων διαποτίζεται από μια αίσθηση ματαιότητας και θανάτου. Σε συλλογές όπως Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη (1967-1971)[...] εισβάλλει ο κόσμος του “κάθε νυχτερινού και ημερινού εφιάλτη”, ένας κόσμος ερήμωσης την επαύριο της καταστροφής».
(Χρύσα Προκοπάκη (επιλογή), 2000, Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, Αθήνα: Κέδρος, σελ. 14-20 passim)
Ο αισιόδοξος παλμός, κύριο γνώρισμα της ποιητικής του Γ. Ρίτσου
«Η ιδιαίτερη ένταση, πάντως, που δίνει στο μεγαλύτερο μέρος της ποίησης του Ρίτσου τη ζωτικότητα και το σφρίγος της οφείλεται στην αλληλεπίδραση ενός νοσταλγικού σεβασμού προς την παλιά τάξη, στην οποία η δικιά του τέχνη της ποίησης είναι αναπόφευκτα ριζωμένη, και μιας στράτευσης, άλλοτε σιωπηρής και άλλοτε όχι, στο όραμα ενός επαναστατικού μέλλοντος. Με τον τρόπο αυτό ο Ρίτσος διαδέχεται τον Βάρναλη, τον πρώτο Έλληνα μαρξιστή ποιητή, που με τα έργα του, ήδη από τη δεκαετία του 1920, έθεσε τα θεμέλια για μια καταξιωμένη αισθητικά μαρξιστική ποιητική.
Το γεγονός ότι το όραμα ενός ιδανικού μέλλοντος είναι για τον Ρίτσο ολοκληρωτικά δεμένο με ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα δεν το διαφοροποιεί ουσιαστικά από τις αισιόδοξες αναζητήσεις των μη μαρξιστών συγχρόνων του. Η ποίηση του Ρίτσου αυτής της παραγωγικής περιόδου πάει πολύ πιο πέρα από τις “μαρτυρίες” της νικημένης Αριστεράς, ακριβώς όπως η ποίηση του Σεφέρη, του Ελύτη και του Εμπειρίκου ξεπερνά τους περιορισμούς των νεότερων ομοτίμων τους. Στον ίδιο σχεδόν βαθμό με αυτούς τους τρεις, ο Ρίτσος κινητοποιεί όλες τις δυνατότητες της τέχνης του, προκειμένου να εκφράσει μια δυναμική και συνεπή κατάφαση. Η φύση και το περιεχόμενο της κατάφασης αυτής φέρουν την προσωπική σφραγίδα του Ρίτσου».
(R. Beaton, 1996, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Αθήνα: Νεφέλη, σελ. 283-284)
Σύνοψη των κύριων γνωρισμάτων της ποίησης του Γ. Ρίτσου
«Η πορεία του Ρίτσου προς το “καθολικό”, το “διιστορικό” που καλύπτει τόσο το κοινωνικό στοιχείο όσο και ό,τι ονομάζουμε “ανθρώπινες συνθήκες”, συμπίπτει και θεμελιώνεται με μια νέα γραφή, στην οποία βρίσκω τα ακόλουθα γνωρίσματα κατά την πρώτη αυτή φάση της:
α) Τους συναισθηματικούς πυρήνες από τους οποίους εμψυχώνεται το ποίημα υπερασπίζεται ένας λόγος με περιγραφικό χαρακτήρα. Η συναισθηματική κατάσταση προκύπτει ως άθροισμα δεδομένων και συγκεκριμένων εικόνων, ενώ στη φαινομενικά κλασική ανάπτυξη των θεματικών ενοτήτων παρεμβάλλονται λυρικές εξάρσεις, που λειτουργούν ως αναπνοές, και διασκεδάζεται ο άλλοτε ελεγειακός άλλοτε υμνητικός τόνος του ποιήματος.
β) Οι σημαντικές εκφραστικές ελευθερίες συντηρούνται σ’ ένα επίπεδο τέτοιο που να μην καθιστούν άβατο νοηματικά τον λόγο, παρόλο που μερικές εικόνες (“χαλκάς δε στέκει στους αστράγαλους της θάλασσας”) υπερβαίνουν αισθητά την παραδοσιακή φαντασία.
γ) Το λυρικό θέμα δεν στηρίζεται σε ένα προσεκτικά επιλεγμένο λεξιλόγιο, μολονότι δεν απουσίαζε και μια τέτοια φροντίδα, αλλά αναπτύσσεται με αλλεπάλληλες προτάσεις που έχουν τη μορφή σπείρας. συνεχίζουν και επεκτείνουν ό,τι προηγούμενα έχει εκτεθεί, αλλά σε υψηλότερη στάθμη (που εκφράζεται με τον εντατικότερο τόνο) και τον ολοκληρώνουν. Άμεση συνέπεια του είδους αυτού της γραφής είναι ότι κάθε απόσπασμα τμήματος από τα πολύστιχα ποιήματα του Ρίτσου δεν αποδίδει το οργανικό στοιχείο που έχει και συντηρεί μέσα στα συμφραζόμενά του [...].
δ) Παίζεται με έναν λόγο που αποβλέπει ώστε όλα τα εκφραστικά μέσα του (ρήματα, ουσιαστικά, επίθετα) να ανταποκρίνονται στη νοηματική φορά, όμως να δίνονται ως μουσικά μοτίβα από τα οποία αναπαράγεται η εγγεγραμμένη συναισθηματική φόρτιση. Χρησιμοποιώ τη διατύπωση “μουσικά μοτίβα” μεταφορικά, θέλοντας, με τη σχηματική αυτή έκφραση, να δοθεί η διάκριση της λογικής χρήσης του λόγου (με την οποία εκφράζεται η πεζογραφία και η κακή ποίηση) από την υποβλητική χρήση του, που (όπως και η αφηρημένη γλώσσα της μουσικής), μέσα στο αίνιγμά του, στην πολυσημία του, κουβαλά την αποδεικτική του δύναμη, διότι μπορεί (όταν και εφόσον) να αναπαραγάγει παράλληλες παλμώσεις (ας τις ονομάσουμε μουσικές για να διευκολυνθούμε στη συνεννόηση).
ε) Οι πηγές της προέρχονται από τον κοινωνικό χώρο, ιδωμένο σε όλη την κλίμακά του, χωρίς προτιμήσεις, έτσι που να τιμούνται ισοδύναμα και να καταγράφονται οι μικρές και οι μεγάλες: ελπίδες, πίκρες, απογνώσεις, και γενικά οι αντιδράσεις για τα φαινόμενα της ζωής, τόσο στην υγεία της όσο και στην παθολογία της.
στ) Οι συμβολισμοί της είναι περιορισμένοι και όπου υπάρχουν δεν έχουν το χαρακτήρα σημείων αναφοράς σε άλλο είδος. κατάγονται και αποδίδουν ένα λαϊκό θυμικό».
(Αλ. Αργυρίου (1979), «Νεωτερικοί ποιητές του Μεσοπολέμου», Η ελληνική ποίηση,
Αθήνα: Σοκόλης, σελ. 192)
Δείτε επίσης:
Θεσσαλονίκη, Μάης 1936: Η ζωή και ο θάνατος του Τάσου Τούση, του ανθρώπου που έγινε σύμβολο
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://aftercrisisblog.blogspot.com/2014/04/blog-post_30.html