Ρέα Γαλανάκη
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Η Ρέα Γαλανάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1947. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στην Αθήνα κατά την περίοδο της δικτατορίας. Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και διετέλεσε αντιπρόεδρος της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού (1994-1997. Τιμήθηκε το 1987 με το Βραβείο “Νίκος Καζαντζάκης” για το σύνολο του έργου της, με το Βραβείο του ιδρύματος Τρανούλη για τα Ομόκεντρα διηγήματα (1988) και με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το Ελένη ή ο Κανένας.
Το συγγραφικό της έργο περιλαμβάνει: Μυθιστορήματα: Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά, Spina nel Cuore (1989), Θα υπογράφω Λουί ( 1993), Ελένη ή ο Κανένας (1998), Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων, Καστανιώτης (2002), Αμίλητα βαθειά νερά (2006). Διηγήματα: Ομόκεντρα διηγήματα (1986), Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι (2004). Δοκίμια: Βασιλεύς ή στρατιώτης; Σημειώσεις, άρθρα, σχόλια για τη λογοτεχνία, Αθήνα (1997). Ποίηση: Πλην εύχαρις (1975), Τα Ορυκτά (1979), Το Κέικ (1980) και Πού ζει ο λύκος; (1982).
Μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, τουρκικά, ολλανδικά και βουλγάρικα. Το υλικό για τα μυθιστορήματά της το αντλεί μετά από επίπονη ιστορική αναδίφηση, από την Ευρώπη του 19ου αιώνα, μια ήπειρο κι έναν αιώνα γεμάτο αντιφάσεις και ανατροπές, αλλά και από τον σκοτεινό και αμφιλεγόμενο 20ό αιώνα. Οι ήρωές της ταλανίζονται από το πρόβλημα της ταυτότητάς τους (εθνικής, πολιτισμικής, φύλου κτλ.). Ανήσυχες φύσεις ισορροπούν ανάμεσα στη δεδομένη και αναγνωρισμένη ταυτότητά τους και σε μια επιθυμητή, ιδεατή. Η γραφή της είναι διάσπαρτη από ποιητικές εκφράσεις, που συνυφαίνονται αρμονικά με το ρεαλισμό των προσώπων και καταστάσεων που παρουσιάζει στο έργο της.
Η κριτική για το έργο της
«Η Ρέα Γαλανάκη είναι μια ενδοσκοπική συγγραφέας με βαθείς προβληματισμούς, που τους εκφράζει με εξαιρετικά λεπτοδουλεμένη, μουσική γλώσσα, αν και ενίοτε ολισθαίνει προς τη φιλολογικότητα».
(Δ. Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, Πατάκης, Αθήνα, 1995, σελ.52)
«Φαίνεται ότι ή έννοια της κυκλικής αφήγησης απασχολεί την πεζογράφο Ρέα Γαλανάκη ως δομικό στοιχείο, με προεκτάσεις στην τεχνική της αλλά και ακόμα περισσότερο, στην ίδια την οπτική της, μέσω της οποίας συντίθεται σ’ ένα προλογοτεχνικό στάδιο o μύθος ή η Ιστορία που θα υποστεί ακολούθως τη διαδικασία της δημιουργικής μετουσίωσης. Όμως, παράλληλα με αυτήν, άμεση συνάφεια παρουσιάζει στο έργο της η χρησιμοποίηση των ομόκεντρων κύκλων μέσα στους οποίους εντάσσονται οι συγγενείς περιπτώσεις των πεζών της […].
Στο έργο της Ρέας Γαλανάκη υπάρχει αφ’ ενός ο χρονικός τόπος, αφού και τα τρία πρόσφατα μυθιστορηματικά βιβλία της, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά (1989), Θα υπογράφω Λουί (1993) και Ελένη, ή ο Κανένας (1998), διαδραματίζονται στον 19ο αιώνα. Έναν αιώνα άκρως αντιφατικό, στο βαθμό που τα νοήματα της προόδου, της αυτογνωσίας, της εθνικής συγκρότησης ή ανασυγκρότησης, της τεχνολογικής εξέλιξης και της ραγδαίας αλλαγής των κοινωνικών ηθών, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, υπονομεύονταν στις ρίζες τους ταυτόχρονα από μια φυγόκεντρη τάση νοσταλγίας προς κάτι που υπήρξε και που εξασφάλιζε την ψυχική ενότητα του ανθρώπου με το περιβάλλον του […].
Αν και ή πορεία της ζωής των ηρώων της είναι “καθοδική”, υποκείμενη σε μια φθοροποιό μοίρα η οποία και τους έχει αποδυναμώσει ηθικά προτού επέλθει το σωματικό τους τέλος, κατά την εξέλιξη ενός εκάστου μυθιστορήματος της σχηματίζονται αρκετές φορές κύκλοι, μεγαλύτεροι ή μικρότεροι, ευδιάκριτοι ή λιγότερο ευδιάκριτοι, οι οποίοι έχουν να κάνουν με τα διάφορα επίπεδα της αφήγησης […]».
(Αλέξης Ζήρας, “Η κυκλική αφήγηση στην πεζογραφία της Ρέας Γαλανάκη”, Νέο Επίπεδο, 30, 1998, σελ. 16-20)
«Ομολογώ ότι δεν είχα πρόθεση να κάνω ιστορικό μυθιστόρημα ή μυθιστορηματική βιογραφία -με την τρέχουσα τουλάχιστον σημασία- γράφοντας το Βίο του Ισμαήλ Φερίκ πασά και το Θα υπογράφω Λουί. Απ’ όλα πιο πολύ μ’ ενδιέφερε να γράψω για πρόσωπα που έντονα με είχαν συγκινήσει και προβληματίσει. Σύγχρονα ή ιστορικά, πραγματικά ή φανταστικά, αυτό δεν έχει πάντα απόλυτη διαύγεια, μιας κι όλα ανακατεύονται με πολλούς και διάφορους τρόπους στο χωνευτήρι της γραφής […].
Ο λογοτέχνης δεν υποκρίνεται τον ιστορικό. Η δική του ευαισθησία, όταν επιχειρεί τη σύνδεση του δικού του παρόντος και μιας στιγμής του παρελθόντος, επικεντρώνεται στη μελέτη της ανθρώπινης ψυχής και περιπέτειας μέσα από το πλαίσιο που του παρέχουν συγκεκριμένοι βίοι ή περιστατικά. Γι’ αυτό εξάλλου και υποστηρίζω ότι η εστίαση ενός λογοτέχνη σ’ ένα ιστορικό θέμα εντάσσεται στη διαχρονικά σταθερή σχέση της λογοτεχνίας και του “παρελθόντος”».
(Ρέα Γαλανάκη, Βασιλεύς ή Στρατιώτης, Σημειώσεις, σκέψεις, σχόλια για τη λογοτεχνία, Άγρα, Αθήνα, 1997, σελ. 61-67)
«[…] στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, με μια τριτοπρόσωπη αφήγηση, που δεν αρνείται τους (ριψοκίνδυνους κάποτε) ποιητικούς διασκελισμούς, περιγράφεται ο σχηματισμός αυτής της συνείδησης μέσα στο ισλαμικό περιβάλλον του Ισμαήλ. Με διακριτικές πινελιές σκιαγραφούνται οι ιστορικές, κοινωνικές πολιτικές συντεταγμένες του αιγυπτιακού θεάτρου, ενώ αχνά πλην υποβλητικά διαγράφεται το μνημονικό υπόστρωμα του ήρωα, ο οποίος, παρά την “ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών”, δεν απαλλάσσεται ποτέ από τις εικόνες της παιδικής του ηλικίας, με προεξάρχουσα τη μορφή της μάνας. Μπορεί ωστόσο να τις ελέγχει να παρακάμπτει σχετικώς ανώδυνα τις έντονες συνειδησιακές συγκρούσεις. Σ’ αυτό συμβάλλει μια ενδογενής ίσως τάση μοιρολατρίας κι ένας μεθοδικά σοβαρά καλλιεργημένος στωικισμός [...].
Στο δεύτερο μέρος, όπου η αφήγηση μετατρέπεται σε πρωτοπρόσωπη, με αφηγητή τον πρωταγωνιστή της ιστορίας στρατηγό υπουργό Πολέμου της Αιγύπτου Ισμαήλ Φερίκ πασά, που με αυτές τις ιδιότητες βρίσκεται στην Κρήτη για να βοηθήσει τον τουρκικό στρατό στην καταστολή της εξέγερσης, της επανάστασης που ενισχύει με όλα τα μέσα ο αδελφός του, το σκουλήκι του “ανόσιου νόστου” υποσκάπτει σταδιακά αυτή την υπερώριμη συνείδηση, η οποία τελικά κάμπτεται σταδιακά από τις αβάσταχτες εσωτερικές της διαμάχες, που συνδαυλίζουν οι άγριες πολεμικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, ο αναγνώστης που δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, ας μη νομίσει πως η συγγραφέας δραματοποιεί έντονα ή φωτίζει υπερβολικά τις εσωτερικές ή εξωτερικές συγκρούσεις.
Σε όλο το μυθιστόρημα κυριαρχεί ένας ελεγειακός τόνος, τον οποίο διαπερνούν γλυκιές ανακουφιστικές λυρικές ανάσες. Αποφεύγοντας με σωστό μέτρο τη γοητεία της Ιστορίας τις παγίδες της “ψυχολογίας του πάθους”, η Ρέα Γαλανάκη δίνει ένα μυθιστόρημα πνευματικής αγωνίας έναν ήρωα που υπερβαίνει τις τοπικές χρονικές προδιαγραφές του. Ο αναγνώστης αισθάνεται πολύ κοντινή του αυτή τη διχασμένη συνείδηση, αυτή τη σχάση ανάμεσα στην ισορροπημένη προσαρμογή στην αθεράπευτη νοσταλγία μιας χαμένης πατρίδας. Είναι μια spina nel cuore, ένα αγκάθι που τρυπάει τη δική του καρδιά, [spina nel cuore di Venezia, “αγκάθι στην καρδιά της Βενετίας”, αποκάλεσαν οι Βενετσιάνοι του 13ου αι. το οροπέδιο Λασιθίου. Η έκφραση χρησιμοποιείται ως υπότιτλος του μυθιστορήματος]».
(Σπύρος Τσακνιάς, “Ρέα Γαλανάκη, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά”, Πρόσωπα και μάσκες. Κριτικά κείμενα 1988-1999, Νεφέλη, Αθήνα, 2000, σελ. 21-24)
«Ο αφηγητής, γνωρίζοντας από την αρχή την απόληξη του μύθου, επιχρωματίζει, ήδη από την πρώτη φράση του μυθιστορήματος, τη διήγηση του με αυτήν την πρόγνωση του τέλους. Επομένως: αν η αναδρομική μέθοδος, ως συντακτικός τρόπος, δεν προβάλλεται στην επιφάνεια της αφήγησης, λανθάνει στο υπέδαφος της. Και κάτι ακόμα: η τακτική της οπισθοδρόμησης ή της προδρομικής προβολής, ενώ δεν επηρεάζει τα μεγάλα κεφάλαια της διήγησης, αναγνωρίζεται στα μέρη, στα μερίδια, στα μόρια της […]
Η μυθιστορηματική παράδοση έχει κληροδοτήσει ήδη τρεις διακεκριμένους τρόπους με τους οποίους ο αφηγητής επεμβαίνει στην άρθρωση της διήγησης του: ο ένας είναι άμεσος (αναλαμβάνει ο ίδιος όλο το βάρος του διηγητικού ρόλου σε τριτοπρόσωπη συνεχή διήγηση αφηγείται δρώμενα, περιγράφει το πλαίσιο τους εγγράφει, σε πλάγιο πάντα τρόπο, τους διάλογους τους μονολόγους των μυθιστορηματικών προσώπων -αυτή λ.χ. είναι η μέθοδος του Γιατρομανωλάκη στη γνωστή Ιστορία του) ο άλλος τρόπος παίρνει την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση (κάποιο μυθιστορηματικό πρόσωπο –συνήθως ο πρωταγωνιστής - διεκπεραιώνει το σύνολο της διήγησης σε λόγο πρωτοπρόσωπο, εν είδει αυτοβιογραφίας ή ημερολογίου - οι μεγάλοι “Απόλογοι” της Οδύσσειας ακολουθούν αυτόν τον τρόπο). τέλος η μυθιστορηματική διήγηση κάποτε καταφεύγει στο σχήμα της επιστολογραφίας (το σύνολο της αφήγησης μοιράζεται σε δύο πρόσωπα που αλληλογραφούν μεταξύ τους).
Στο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη οι τρεις αυτοί διακεκριμένοι τρόποι της αρθρωμένης αφήγησης συμβάλλονται. ο ένας κατά κάποιον τρόπο διαδέχεται τον άλλο. στο πρώτο μέρος ο καθολικός τρόπος της διήγησης ανατίθεται στον παντογνώστη αφηγητή - μέσα από το δικό του μάτι κοιτάζουμε τα πάντα. κάπου στη μέση του μυθιστορήματος εισβάλλει η μέθοδος της επιστολογραφίας - τα δυο αδέλφια (ας πούμε ο εξωμότης στην Αίγυπτο και ο συνωμότης στην Αθήνα) αλληλογραφούν για πρώτη φορά ύστερα από τον παιδικό τους χωρισμό και αναγνωρίζονται αμοιβαίως, για να μη συναντηθούν ωστόσο ποτέ - πρόκειται ίσως για το κορυφαίο μέρος του μυθιστορήματος. τέλος η εκστρατεία του Ισμαήλ στην Κρήτη, ο νόστος του ήρωα, προσφέρεται σε πρωτοπρόσωπη, ημερολογιακή μορφή - αφηγηματικός ελιγμός πράγματι απροσδόκητος, θα έλεγα απερίφραστα: ιδιοφυής».
(Δ.Ν. Μαρωνίτης, “Ρέας Γαλανάκη, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά. Spina nel cuore”, Διαλέξεις, Στιγμή, Αθήνα, 1992, σελ. 225-236)
«Στο έργο της Γαλανάκη, τα όρια της μνήμης κινούνται, διευρύνονται για να φτάσουν ως τη μνήμη της φύσης […].
Ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά αρχίζει με το μικρό αγόρι κρυμμένο μέσα στη μητρική σπηλιά, “στη μυστική ζωή της γης”, που από τα κοιλώματα των βράχων της στάζουν σκοτάδια και νερά. Η σπηλιά-μήτρα είναι το αρχέγονο καταφύγιο από το οποίο έρχεται και στο οποίο επιστρέφει ο χρόνος της ανθρώπινης νοσταλγίας και ζωής. Όμως εδώ, το σώμα της μάνας είναι αποκομμένο από το παιδί, είναι έξω από την είσοδο της σπηλιάς αλλοιωμένο όλο σε κραυγή. Τα “κοκκινάδια του παμπάλαιου τοκετού”, το “αίμα της λεχώνας”, και “η φωτιά για το ζεστό νερό”, ο ιερός, αρχέγονος φόβος της γέννησης και του θανάτου, στον έξω από τη σπηλιά κόσμο των πολεμιστών έχουν μετατραπεί σε εξευτελιστικό φόβο, σε ακατάσχετη και μάταιη ροή αίματος από τη βιασμένη σάρκα, σε καταστροφική φωτιά που κατακαίει τα σπαρτά της γης, τα ζώα και το βιός του ανθρώπου.
Αυτές οι δύο θεμελιακά αντίθετες όψεις των πρωταρχικών στοιχείων ενοικούν στον κάθε άνθρωπο και αντανακλούν την υπαρξιακή του αγωνία. Όταν, όπως σε πίνακα παλαιάς ζωγραφικής, το μικρό αγόρι βλέπει στο βάθος του ορίζοντα κάποιον καβαλάρη που τρέχει να πέφτει από το άλογο του καταγής, καθώς τον σηκώνει “προσεκτικά από τα φτερά των κόκκινων ρούχων”, αμέσως τον πετά πέρα φοβισμένο, γιατί “το πρόσωπο του κατακτητή έμοιαζε με το δικό του”.
Ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά τελειώνει με το “αναφιλητό της φύσης”, τη βροχή, και με τα δάκρυα που τυφλώνουν τα μάτια του Ισμαήλ καθώς επιστρέφει στην πατρογονική εστία για να βυζάξει “τον παλιό, τον ίδιο αέρα”. Εκεί, η αντίστροφη μέτρηση του χρόνου μεταμορφώνει την εστία σε μητρικό μαστό και τον πολεμιστή σε βρέφος. O Ισμαήλ χαράζει τον καρπό του και οι σταγόνες από το αίμα του ρέουν μέσα σε μια γήινη λακκούβα. Μ’ αυτό το αρχέγονο, μαγικό σκεύος και με το λόγο που τους απευθύνει, ο Ισμαήλ, όπως και η Ελένη, τελεί την “παλιά τελετουργία” της ανάκλησης και οι νεκρές, αγαπημένες σκιές επιστρέφουν. Αν τη στιγμή του θανάτου του ο Ισμαήλ συμπεραίνει πως: “Άρα... δεν υπάρχει, ούτε και ποτέ υπήρξε επιστροφή” αυτό αφορά τη μη αναστρεψιμότητα του ιστορικού χρόνου και μόνο. Στον “άλλον”, στον μητρικό χρόνο, η επιστροφή είναι η μόνη σταθερή και ακλόνητη γνώση, μόνο που ο θάνατος του καθενός μας μένει για πάντα από την άλλη μεριά της εμπειρίας, εκτός αυτοβιογραφικού “λόγου”, εκτός συνείδησης».
(Τζίνα Πολίτη, “Το πένθος της ιστορίας. Σχεδίασμα ανάγνωσης των μυθιστορημάτων
της Ρέας Γαλανάκη”, Νέο Επίπεδο, 30, 1998, σελ. 11-15)
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Η Ρέα Γαλανάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1947. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στην Αθήνα κατά την περίοδο της δικτατορίας. Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και διετέλεσε αντιπρόεδρος της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού (1994-1997. Τιμήθηκε το 1987 με το Βραβείο “Νίκος Καζαντζάκης” για το σύνολο του έργου της, με το Βραβείο του ιδρύματος Τρανούλη για τα Ομόκεντρα διηγήματα (1988) και με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το Ελένη ή ο Κανένας.
Το συγγραφικό της έργο περιλαμβάνει: Μυθιστορήματα: Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά, Spina nel Cuore (1989), Θα υπογράφω Λουί ( 1993), Ελένη ή ο Κανένας (1998), Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων, Καστανιώτης (2002), Αμίλητα βαθειά νερά (2006). Διηγήματα: Ομόκεντρα διηγήματα (1986), Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι (2004). Δοκίμια: Βασιλεύς ή στρατιώτης; Σημειώσεις, άρθρα, σχόλια για τη λογοτεχνία, Αθήνα (1997). Ποίηση: Πλην εύχαρις (1975), Τα Ορυκτά (1979), Το Κέικ (1980) και Πού ζει ο λύκος; (1982).
Μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, τουρκικά, ολλανδικά και βουλγάρικα. Το υλικό για τα μυθιστορήματά της το αντλεί μετά από επίπονη ιστορική αναδίφηση, από την Ευρώπη του 19ου αιώνα, μια ήπειρο κι έναν αιώνα γεμάτο αντιφάσεις και ανατροπές, αλλά και από τον σκοτεινό και αμφιλεγόμενο 20ό αιώνα. Οι ήρωές της ταλανίζονται από το πρόβλημα της ταυτότητάς τους (εθνικής, πολιτισμικής, φύλου κτλ.). Ανήσυχες φύσεις ισορροπούν ανάμεσα στη δεδομένη και αναγνωρισμένη ταυτότητά τους και σε μια επιθυμητή, ιδεατή. Η γραφή της είναι διάσπαρτη από ποιητικές εκφράσεις, που συνυφαίνονται αρμονικά με το ρεαλισμό των προσώπων και καταστάσεων που παρουσιάζει στο έργο της.
Η κριτική για το έργο της
«Η Ρέα Γαλανάκη είναι μια ενδοσκοπική συγγραφέας με βαθείς προβληματισμούς, που τους εκφράζει με εξαιρετικά λεπτοδουλεμένη, μουσική γλώσσα, αν και ενίοτε ολισθαίνει προς τη φιλολογικότητα».
(Δ. Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, Πατάκης, Αθήνα, 1995, σελ.52)
«Φαίνεται ότι ή έννοια της κυκλικής αφήγησης απασχολεί την πεζογράφο Ρέα Γαλανάκη ως δομικό στοιχείο, με προεκτάσεις στην τεχνική της αλλά και ακόμα περισσότερο, στην ίδια την οπτική της, μέσω της οποίας συντίθεται σ’ ένα προλογοτεχνικό στάδιο o μύθος ή η Ιστορία που θα υποστεί ακολούθως τη διαδικασία της δημιουργικής μετουσίωσης. Όμως, παράλληλα με αυτήν, άμεση συνάφεια παρουσιάζει στο έργο της η χρησιμοποίηση των ομόκεντρων κύκλων μέσα στους οποίους εντάσσονται οι συγγενείς περιπτώσεις των πεζών της […].
Στο έργο της Ρέας Γαλανάκη υπάρχει αφ’ ενός ο χρονικός τόπος, αφού και τα τρία πρόσφατα μυθιστορηματικά βιβλία της, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά (1989), Θα υπογράφω Λουί (1993) και Ελένη, ή ο Κανένας (1998), διαδραματίζονται στον 19ο αιώνα. Έναν αιώνα άκρως αντιφατικό, στο βαθμό που τα νοήματα της προόδου, της αυτογνωσίας, της εθνικής συγκρότησης ή ανασυγκρότησης, της τεχνολογικής εξέλιξης και της ραγδαίας αλλαγής των κοινωνικών ηθών, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, υπονομεύονταν στις ρίζες τους ταυτόχρονα από μια φυγόκεντρη τάση νοσταλγίας προς κάτι που υπήρξε και που εξασφάλιζε την ψυχική ενότητα του ανθρώπου με το περιβάλλον του […].
Αν και ή πορεία της ζωής των ηρώων της είναι “καθοδική”, υποκείμενη σε μια φθοροποιό μοίρα η οποία και τους έχει αποδυναμώσει ηθικά προτού επέλθει το σωματικό τους τέλος, κατά την εξέλιξη ενός εκάστου μυθιστορήματος της σχηματίζονται αρκετές φορές κύκλοι, μεγαλύτεροι ή μικρότεροι, ευδιάκριτοι ή λιγότερο ευδιάκριτοι, οι οποίοι έχουν να κάνουν με τα διάφορα επίπεδα της αφήγησης […]».
(Αλέξης Ζήρας, “Η κυκλική αφήγηση στην πεζογραφία της Ρέας Γαλανάκη”, Νέο Επίπεδο, 30, 1998, σελ. 16-20)
«Ομολογώ ότι δεν είχα πρόθεση να κάνω ιστορικό μυθιστόρημα ή μυθιστορηματική βιογραφία -με την τρέχουσα τουλάχιστον σημασία- γράφοντας το Βίο του Ισμαήλ Φερίκ πασά και το Θα υπογράφω Λουί. Απ’ όλα πιο πολύ μ’ ενδιέφερε να γράψω για πρόσωπα που έντονα με είχαν συγκινήσει και προβληματίσει. Σύγχρονα ή ιστορικά, πραγματικά ή φανταστικά, αυτό δεν έχει πάντα απόλυτη διαύγεια, μιας κι όλα ανακατεύονται με πολλούς και διάφορους τρόπους στο χωνευτήρι της γραφής […].
Ο λογοτέχνης δεν υποκρίνεται τον ιστορικό. Η δική του ευαισθησία, όταν επιχειρεί τη σύνδεση του δικού του παρόντος και μιας στιγμής του παρελθόντος, επικεντρώνεται στη μελέτη της ανθρώπινης ψυχής και περιπέτειας μέσα από το πλαίσιο που του παρέχουν συγκεκριμένοι βίοι ή περιστατικά. Γι’ αυτό εξάλλου και υποστηρίζω ότι η εστίαση ενός λογοτέχνη σ’ ένα ιστορικό θέμα εντάσσεται στη διαχρονικά σταθερή σχέση της λογοτεχνίας και του “παρελθόντος”».
(Ρέα Γαλανάκη, Βασιλεύς ή Στρατιώτης, Σημειώσεις, σκέψεις, σχόλια για τη λογοτεχνία, Άγρα, Αθήνα, 1997, σελ. 61-67)
«[…] στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, με μια τριτοπρόσωπη αφήγηση, που δεν αρνείται τους (ριψοκίνδυνους κάποτε) ποιητικούς διασκελισμούς, περιγράφεται ο σχηματισμός αυτής της συνείδησης μέσα στο ισλαμικό περιβάλλον του Ισμαήλ. Με διακριτικές πινελιές σκιαγραφούνται οι ιστορικές, κοινωνικές πολιτικές συντεταγμένες του αιγυπτιακού θεάτρου, ενώ αχνά πλην υποβλητικά διαγράφεται το μνημονικό υπόστρωμα του ήρωα, ο οποίος, παρά την “ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών”, δεν απαλλάσσεται ποτέ από τις εικόνες της παιδικής του ηλικίας, με προεξάρχουσα τη μορφή της μάνας. Μπορεί ωστόσο να τις ελέγχει να παρακάμπτει σχετικώς ανώδυνα τις έντονες συνειδησιακές συγκρούσεις. Σ’ αυτό συμβάλλει μια ενδογενής ίσως τάση μοιρολατρίας κι ένας μεθοδικά σοβαρά καλλιεργημένος στωικισμός [...].
Στο δεύτερο μέρος, όπου η αφήγηση μετατρέπεται σε πρωτοπρόσωπη, με αφηγητή τον πρωταγωνιστή της ιστορίας στρατηγό υπουργό Πολέμου της Αιγύπτου Ισμαήλ Φερίκ πασά, που με αυτές τις ιδιότητες βρίσκεται στην Κρήτη για να βοηθήσει τον τουρκικό στρατό στην καταστολή της εξέγερσης, της επανάστασης που ενισχύει με όλα τα μέσα ο αδελφός του, το σκουλήκι του “ανόσιου νόστου” υποσκάπτει σταδιακά αυτή την υπερώριμη συνείδηση, η οποία τελικά κάμπτεται σταδιακά από τις αβάσταχτες εσωτερικές της διαμάχες, που συνδαυλίζουν οι άγριες πολεμικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, ο αναγνώστης που δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, ας μη νομίσει πως η συγγραφέας δραματοποιεί έντονα ή φωτίζει υπερβολικά τις εσωτερικές ή εξωτερικές συγκρούσεις.
Σε όλο το μυθιστόρημα κυριαρχεί ένας ελεγειακός τόνος, τον οποίο διαπερνούν γλυκιές ανακουφιστικές λυρικές ανάσες. Αποφεύγοντας με σωστό μέτρο τη γοητεία της Ιστορίας τις παγίδες της “ψυχολογίας του πάθους”, η Ρέα Γαλανάκη δίνει ένα μυθιστόρημα πνευματικής αγωνίας έναν ήρωα που υπερβαίνει τις τοπικές χρονικές προδιαγραφές του. Ο αναγνώστης αισθάνεται πολύ κοντινή του αυτή τη διχασμένη συνείδηση, αυτή τη σχάση ανάμεσα στην ισορροπημένη προσαρμογή στην αθεράπευτη νοσταλγία μιας χαμένης πατρίδας. Είναι μια spina nel cuore, ένα αγκάθι που τρυπάει τη δική του καρδιά, [spina nel cuore di Venezia, “αγκάθι στην καρδιά της Βενετίας”, αποκάλεσαν οι Βενετσιάνοι του 13ου αι. το οροπέδιο Λασιθίου. Η έκφραση χρησιμοποιείται ως υπότιτλος του μυθιστορήματος]».
(Σπύρος Τσακνιάς, “Ρέα Γαλανάκη, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά”, Πρόσωπα και μάσκες. Κριτικά κείμενα 1988-1999, Νεφέλη, Αθήνα, 2000, σελ. 21-24)
«Ο αφηγητής, γνωρίζοντας από την αρχή την απόληξη του μύθου, επιχρωματίζει, ήδη από την πρώτη φράση του μυθιστορήματος, τη διήγηση του με αυτήν την πρόγνωση του τέλους. Επομένως: αν η αναδρομική μέθοδος, ως συντακτικός τρόπος, δεν προβάλλεται στην επιφάνεια της αφήγησης, λανθάνει στο υπέδαφος της. Και κάτι ακόμα: η τακτική της οπισθοδρόμησης ή της προδρομικής προβολής, ενώ δεν επηρεάζει τα μεγάλα κεφάλαια της διήγησης, αναγνωρίζεται στα μέρη, στα μερίδια, στα μόρια της […]
Η μυθιστορηματική παράδοση έχει κληροδοτήσει ήδη τρεις διακεκριμένους τρόπους με τους οποίους ο αφηγητής επεμβαίνει στην άρθρωση της διήγησης του: ο ένας είναι άμεσος (αναλαμβάνει ο ίδιος όλο το βάρος του διηγητικού ρόλου σε τριτοπρόσωπη συνεχή διήγηση αφηγείται δρώμενα, περιγράφει το πλαίσιο τους εγγράφει, σε πλάγιο πάντα τρόπο, τους διάλογους τους μονολόγους των μυθιστορηματικών προσώπων -αυτή λ.χ. είναι η μέθοδος του Γιατρομανωλάκη στη γνωστή Ιστορία του) ο άλλος τρόπος παίρνει την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση (κάποιο μυθιστορηματικό πρόσωπο –συνήθως ο πρωταγωνιστής - διεκπεραιώνει το σύνολο της διήγησης σε λόγο πρωτοπρόσωπο, εν είδει αυτοβιογραφίας ή ημερολογίου - οι μεγάλοι “Απόλογοι” της Οδύσσειας ακολουθούν αυτόν τον τρόπο). τέλος η μυθιστορηματική διήγηση κάποτε καταφεύγει στο σχήμα της επιστολογραφίας (το σύνολο της αφήγησης μοιράζεται σε δύο πρόσωπα που αλληλογραφούν μεταξύ τους).
Στο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη οι τρεις αυτοί διακεκριμένοι τρόποι της αρθρωμένης αφήγησης συμβάλλονται. ο ένας κατά κάποιον τρόπο διαδέχεται τον άλλο. στο πρώτο μέρος ο καθολικός τρόπος της διήγησης ανατίθεται στον παντογνώστη αφηγητή - μέσα από το δικό του μάτι κοιτάζουμε τα πάντα. κάπου στη μέση του μυθιστορήματος εισβάλλει η μέθοδος της επιστολογραφίας - τα δυο αδέλφια (ας πούμε ο εξωμότης στην Αίγυπτο και ο συνωμότης στην Αθήνα) αλληλογραφούν για πρώτη φορά ύστερα από τον παιδικό τους χωρισμό και αναγνωρίζονται αμοιβαίως, για να μη συναντηθούν ωστόσο ποτέ - πρόκειται ίσως για το κορυφαίο μέρος του μυθιστορήματος. τέλος η εκστρατεία του Ισμαήλ στην Κρήτη, ο νόστος του ήρωα, προσφέρεται σε πρωτοπρόσωπη, ημερολογιακή μορφή - αφηγηματικός ελιγμός πράγματι απροσδόκητος, θα έλεγα απερίφραστα: ιδιοφυής».
(Δ.Ν. Μαρωνίτης, “Ρέας Γαλανάκη, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά. Spina nel cuore”, Διαλέξεις, Στιγμή, Αθήνα, 1992, σελ. 225-236)
«Στο έργο της Γαλανάκη, τα όρια της μνήμης κινούνται, διευρύνονται για να φτάσουν ως τη μνήμη της φύσης […].
Ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά αρχίζει με το μικρό αγόρι κρυμμένο μέσα στη μητρική σπηλιά, “στη μυστική ζωή της γης”, που από τα κοιλώματα των βράχων της στάζουν σκοτάδια και νερά. Η σπηλιά-μήτρα είναι το αρχέγονο καταφύγιο από το οποίο έρχεται και στο οποίο επιστρέφει ο χρόνος της ανθρώπινης νοσταλγίας και ζωής. Όμως εδώ, το σώμα της μάνας είναι αποκομμένο από το παιδί, είναι έξω από την είσοδο της σπηλιάς αλλοιωμένο όλο σε κραυγή. Τα “κοκκινάδια του παμπάλαιου τοκετού”, το “αίμα της λεχώνας”, και “η φωτιά για το ζεστό νερό”, ο ιερός, αρχέγονος φόβος της γέννησης και του θανάτου, στον έξω από τη σπηλιά κόσμο των πολεμιστών έχουν μετατραπεί σε εξευτελιστικό φόβο, σε ακατάσχετη και μάταιη ροή αίματος από τη βιασμένη σάρκα, σε καταστροφική φωτιά που κατακαίει τα σπαρτά της γης, τα ζώα και το βιός του ανθρώπου.
Αυτές οι δύο θεμελιακά αντίθετες όψεις των πρωταρχικών στοιχείων ενοικούν στον κάθε άνθρωπο και αντανακλούν την υπαρξιακή του αγωνία. Όταν, όπως σε πίνακα παλαιάς ζωγραφικής, το μικρό αγόρι βλέπει στο βάθος του ορίζοντα κάποιον καβαλάρη που τρέχει να πέφτει από το άλογο του καταγής, καθώς τον σηκώνει “προσεκτικά από τα φτερά των κόκκινων ρούχων”, αμέσως τον πετά πέρα φοβισμένο, γιατί “το πρόσωπο του κατακτητή έμοιαζε με το δικό του”.
Ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά τελειώνει με το “αναφιλητό της φύσης”, τη βροχή, και με τα δάκρυα που τυφλώνουν τα μάτια του Ισμαήλ καθώς επιστρέφει στην πατρογονική εστία για να βυζάξει “τον παλιό, τον ίδιο αέρα”. Εκεί, η αντίστροφη μέτρηση του χρόνου μεταμορφώνει την εστία σε μητρικό μαστό και τον πολεμιστή σε βρέφος. O Ισμαήλ χαράζει τον καρπό του και οι σταγόνες από το αίμα του ρέουν μέσα σε μια γήινη λακκούβα. Μ’ αυτό το αρχέγονο, μαγικό σκεύος και με το λόγο που τους απευθύνει, ο Ισμαήλ, όπως και η Ελένη, τελεί την “παλιά τελετουργία” της ανάκλησης και οι νεκρές, αγαπημένες σκιές επιστρέφουν. Αν τη στιγμή του θανάτου του ο Ισμαήλ συμπεραίνει πως: “Άρα... δεν υπάρχει, ούτε και ποτέ υπήρξε επιστροφή” αυτό αφορά τη μη αναστρεψιμότητα του ιστορικού χρόνου και μόνο. Στον “άλλον”, στον μητρικό χρόνο, η επιστροφή είναι η μόνη σταθερή και ακλόνητη γνώση, μόνο που ο θάνατος του καθενός μας μένει για πάντα από την άλλη μεριά της εμπειρίας, εκτός αυτοβιογραφικού “λόγου”, εκτός συνείδησης».
(Τζίνα Πολίτη, “Το πένθος της ιστορίας. Σχεδίασμα ανάγνωσης των μυθιστορημάτων
της Ρέας Γαλανάκη”, Νέο Επίπεδο, 30, 1998, σελ. 11-15)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου