Κώστας Ταχτσής
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1927. Σε ηλικία επτά ετών χωρίζουν οι γονείς του και ο ίδιος, ακολουθώντας την οικογένεια της μητέρας του, εγκαθίσταται στην Αθήνα. Τελειώνει το σχολείο και ύστερα από μια αποτυχημένη απόπειρα να φοιτήσει στη σχολή εμποροπλοιάρχων, δίνει εξετάσεις και πετυχαίνει στη Νομική Αθηνών όπου φοιτά για δύο χρόνια. Στη δεκαετία 1954-1964 ταξίδεψε σε διάφορα μέρη της δυτικής Ευρώπης, της Αφρικής, της Αυστραλίας και της Αμερικής, κάνοντας διάφορες δουλειές για βιοπορισμό. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα έγινε μέλος της επιτροπής έκδοσης του περιοδικού Πάλι, ενώ εργάστηκε και σαν ξεναγός και μεταφραστής.
Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα έγινε το 1951 με τη συλλογή Ποιήματα. Ακολούθησαν οι συλλογές Μικρά ποιήματα (1952), Περί ώραν δωδεκάτην (1953), Η συμφωνία του Μπραζίλιαν (1954), Καφενείον το Βυζάντιον και άλλα ποιήματα.(1956) Το 1962 εκδίδει ο ίδιος το πρώτο πεζό του έργο, το μυθιστόρημα Το τρίτο στεφάνι. Ακολουθούν η συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα (1972), Η γιαγιά μου η Αθήνα (1979), Το φοβερό βήμα (1989), Από τη χαμηλή σκοπιά (1992) και το Συγγνώμην, εσείς δεν είσθε ο κ. Ταχτσής; Το μεταφραστικό του έργο περιλαμβάνει κωμωδίες του Αριστοφάνη και το θεατρικό έργο του Ντε Φίλιππο Φιλουμένα Μαρτουράνο. Ο Κ. Ταχτσής δολοφονήθηκε το 1988 στην Αθήνα.
Το πεζογραφικό έργο του Ταχτσή, αν και μικρό σε όγκο, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα θέματά του αντλούνται από την καθημερινότητα, από μικρά, απλά και φαινομενικά ασήμαντα περιστατικά. Ο Ταχτσής κατέγραψε με αριστουργηματικό τρόπο «την καθημερινότητα του μικροαστού νεοέλληνα, τη μιζέρια της μικροαστικής συνοικίας, αφήνοντας που και που, εντέχνως, να αναδυθούν και κάποιες αναθυμιάσεις του υπόκοσμου, που όμως αντιμετωπίζει με συμπάθεια και, προπαντός, με κατανόηση». Βασικό γνώρισμα της πεζογραφίας του είναι η συνύφανση του ρεαλιστικού με το λυρικό στοιχείο.
Η κριτική για το έργο του (για την ανάλυση του διηγήματος "Τα ρέστα" δείτε εδώ)
«Παρά το χιούμορ του συγγραφέα που εμφανίζεται σε ορισμένα από τα αφηγηματικά αυτά κομμάτια, τα Ρέστα δεν κατορθώνουν να μας συγκινήσουν και να μας κερδίσουν. Το ύφος βέβαια είναι στρωτό και ευθύγραμμο, ο πεζογράφος μάς τα ξεκαθαρίζει όλα και δε μας αφήνει να αμφιβάλλουμε για τίποτε. Ωστόσο η τάση του προς τη μικρολογία και την ασημαντολογία, που έχουν ατομικό και καθαρά ιδιωτικό χαρακτήρα, μας αφήνει αδιάφορους [...]. Μπορεί τα διηγήματα αυτά να έχουν κάποια αυτοβιογραφική και ψυχαναλυτική σημασία για τον Κώστα Ταχτσή τον ίδιο, αλλά ως αφηγηματικά κείμενα, ως έργα τέχνης, αυτοκαταστρέφονται όχι μόνο από την έλλειψη γενικότερου ενδιαφέροντος, αλλά και από την κλίση του συγγραφέα προς την αισχρολογία και προς το γυναικείο κουτσομπολιό».
(Απ. Σαχίνης, Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι, «Εστία», Αθήνα 1985, σελ. 200)
«Μπορεί, ωστόσο, να υποστηρίξει κανείς ότι τα διηγήματα που απαρτίζουν τον εν λόγω τόμο (Τα Ρέστα) συνδέονται μεταξύ τους τόσο θεματικά όσο και αναφορικά με τον προβληματισμό του συγγραφέα μπροστά στο πολύπλοκο και, οπωσδήποτε, επικίνδυνο ζήτημα της αυτοβιογραφίας. [...] Στα Ρέστα, λοιπόν, ο Κώστας Ταχτσής αυτοβιογραφείται· υπάρχει μάλιστα στα διηγήματα που απαρτίζουν αυτό τον τόμο μια λογική – ηλικιακή μετάβαση, καθώς προχωρεί κανείς από το ένα διήγημα στο άλλο, έτσι ώστε να διακρίνεται, ανάμεσά τους, μια υποφώσκουσα μυθιστορηματική συνοχή - δομή».
(Κ. Παπαγεωργίου, «Κώστας Ταχτσής Παρουσίαση-Ανθολόγηση» Η μεταπολεμική πεζογραφία, τ. Ζ΄ Σοκόλης, Αθήνα, 1992, σελ. 257)
«Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα διηγήματα αυτά συνθέτουν ένα σύνολο, που η δομή του είναι βέβαια διαφορετική από τη δομή ενός μυθιστορήματος -πιο κρυφή πιο ασυμμετρική- αλλά πάντως είναι δομή. Δεν ξέρω αν ο ίδιος ο Ταχτσής τα θέλησε έτσι, αν συνειδητά έδωσε στα διηγήματα τη σειρά που έχουν στο βιβλίο. Έχουμε εδώ, όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον, ένα βιβλίο από διηγήματα μ’ ένα συναρπαστικό κεντρικό θέμα ή σκοπό: παραλλαγές πάνω στο τεράστιο πρόβλημα της αυτοβιογραφίας, και πέρα απ’ αυτό ίσως, της αυτογνωσίας [...]. Ο Ταχτσής το πιάνει κάπως αλλιώς το πρόβλημα. Μεταχειρίζεται κι αυτός, αλλεπάλληλα πρώτο και τρίτο πρόσωπο. Αμφιταλαντεύεται και κείνος ανάμεσα στην εξομολόγηση και στην αφήγηση. Το κύριο ερέθισμα σε όλα τα αφηγήματα είναι η οικογένεια· αυτό το θερμοκήπιο κόλαση και παράδεισος μαζί, που κύρια χαρακτηριστικά του έχει την παντοδυναμία της μητέρας και την απουσία του πατέρα, και που από μέσα της γεννιέται, εξελίσσεται και διαμορφώνεται η ομοφυλοφιλία του συγγραφέα. Τα διηγήματα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, ως προς το χώρο: εκείνα που καταπιάνονται με αυστηρά ενδοοικογενειακές σχέσεις, και εκείνα που εξερευνούν τις σχέσεις με τον έξω κόσμο, αν και σχεδόν παντού εξακολουθεί να καταδυναστεύει τα πάντα η οικογένεια, έστω και σαν φόντο».
(Καίη Τσιτσέλη, Η μεταπολεμική πεζογραφία, ό.π., σελ.264, αναδημοσίευση από την εφ. το Βήμα 26.10.1974)
[Ο Κώστας Ταχτσής] Ύστερα από πρώτες δοκιμές στην ποίηση μας έδωσε το 1962 ένα εντελώς ιδιότυπο και συναρπαστικό στην πληθωρικότητά του μυθιστόρημα, Το Τρίτο στεφάνι, από τα κορυφαία ασφαλώς επιτεύγματα της μεταπολεμικής πεζογραφίας. Ο συγγραφέας μας δίνει την αφήγηση δύο γυναικών, που μιλούν σε πρώτο πρόσωπο, πότε η μία και πότε η άλλη. Η αφήγηση δίνεται σε μιαν ασταμάτητη ροή, με πρωθύστερα, παρεκβολές και συναισθηματικές αποστροφές, και με μια γλώσσα άμεση, ελεύθερη, χωρίς δεσμεύσεις και αποκρύψεις. Έτσι ολοκληρώνεται μυθιστορηματικά η ζωή των δύο αυτών γυναικών και προβάλλεται, μέσ’ από την καθημερινότητα, την ποταπότητα, τον υπόκοσμο, τις πτώσεις και τις ανατάσεις, η ίδια η ζωή –και ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει-, ενώ παράλληλα γίνονται επίσης αναφορές στα σύγχρονα ιστορικά γεγονότα, από τον Μακεδονικό αγώνα ως την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά. Αμέσως ύστερα, στα χρόνια 1964-67μ δημοσίευσε ο Ταχτσής σε διάφορα περιοδικά μια σειρά διηγήματα, που τα συγκέντρωσε το 1972 σ’ έναν τόμο με τον τίτλο Τα Ρέστα. Πρόκειται για σύντομες αφηγήσεις, αναμνήσεις το πιο πολύ από τα παιδικά του χρόνια σε μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, που αποδίδουν με σπαρταριστή ζωντάνια και με το μάτι του παιδιού ή εφήβου αφηγητή, την ανάλλαχτη καθημερινή μικρότητα.
(Λίνος Πολίτης, «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1995)
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1927. Σε ηλικία επτά ετών χωρίζουν οι γονείς του και ο ίδιος, ακολουθώντας την οικογένεια της μητέρας του, εγκαθίσταται στην Αθήνα. Τελειώνει το σχολείο και ύστερα από μια αποτυχημένη απόπειρα να φοιτήσει στη σχολή εμποροπλοιάρχων, δίνει εξετάσεις και πετυχαίνει στη Νομική Αθηνών όπου φοιτά για δύο χρόνια. Στη δεκαετία 1954-1964 ταξίδεψε σε διάφορα μέρη της δυτικής Ευρώπης, της Αφρικής, της Αυστραλίας και της Αμερικής, κάνοντας διάφορες δουλειές για βιοπορισμό. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα έγινε μέλος της επιτροπής έκδοσης του περιοδικού Πάλι, ενώ εργάστηκε και σαν ξεναγός και μεταφραστής.
Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα έγινε το 1951 με τη συλλογή Ποιήματα. Ακολούθησαν οι συλλογές Μικρά ποιήματα (1952), Περί ώραν δωδεκάτην (1953), Η συμφωνία του Μπραζίλιαν (1954), Καφενείον το Βυζάντιον και άλλα ποιήματα.(1956) Το 1962 εκδίδει ο ίδιος το πρώτο πεζό του έργο, το μυθιστόρημα Το τρίτο στεφάνι. Ακολουθούν η συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα (1972), Η γιαγιά μου η Αθήνα (1979), Το φοβερό βήμα (1989), Από τη χαμηλή σκοπιά (1992) και το Συγγνώμην, εσείς δεν είσθε ο κ. Ταχτσής; Το μεταφραστικό του έργο περιλαμβάνει κωμωδίες του Αριστοφάνη και το θεατρικό έργο του Ντε Φίλιππο Φιλουμένα Μαρτουράνο. Ο Κ. Ταχτσής δολοφονήθηκε το 1988 στην Αθήνα.
Το πεζογραφικό έργο του Ταχτσή, αν και μικρό σε όγκο, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα θέματά του αντλούνται από την καθημερινότητα, από μικρά, απλά και φαινομενικά ασήμαντα περιστατικά. Ο Ταχτσής κατέγραψε με αριστουργηματικό τρόπο «την καθημερινότητα του μικροαστού νεοέλληνα, τη μιζέρια της μικροαστικής συνοικίας, αφήνοντας που και που, εντέχνως, να αναδυθούν και κάποιες αναθυμιάσεις του υπόκοσμου, που όμως αντιμετωπίζει με συμπάθεια και, προπαντός, με κατανόηση». Βασικό γνώρισμα της πεζογραφίας του είναι η συνύφανση του ρεαλιστικού με το λυρικό στοιχείο.
Η κριτική για το έργο του (για την ανάλυση του διηγήματος "Τα ρέστα" δείτε εδώ)
«Παρά το χιούμορ του συγγραφέα που εμφανίζεται σε ορισμένα από τα αφηγηματικά αυτά κομμάτια, τα Ρέστα δεν κατορθώνουν να μας συγκινήσουν και να μας κερδίσουν. Το ύφος βέβαια είναι στρωτό και ευθύγραμμο, ο πεζογράφος μάς τα ξεκαθαρίζει όλα και δε μας αφήνει να αμφιβάλλουμε για τίποτε. Ωστόσο η τάση του προς τη μικρολογία και την ασημαντολογία, που έχουν ατομικό και καθαρά ιδιωτικό χαρακτήρα, μας αφήνει αδιάφορους [...]. Μπορεί τα διηγήματα αυτά να έχουν κάποια αυτοβιογραφική και ψυχαναλυτική σημασία για τον Κώστα Ταχτσή τον ίδιο, αλλά ως αφηγηματικά κείμενα, ως έργα τέχνης, αυτοκαταστρέφονται όχι μόνο από την έλλειψη γενικότερου ενδιαφέροντος, αλλά και από την κλίση του συγγραφέα προς την αισχρολογία και προς το γυναικείο κουτσομπολιό».
(Απ. Σαχίνης, Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι, «Εστία», Αθήνα 1985, σελ. 200)
«Μπορεί, ωστόσο, να υποστηρίξει κανείς ότι τα διηγήματα που απαρτίζουν τον εν λόγω τόμο (Τα Ρέστα) συνδέονται μεταξύ τους τόσο θεματικά όσο και αναφορικά με τον προβληματισμό του συγγραφέα μπροστά στο πολύπλοκο και, οπωσδήποτε, επικίνδυνο ζήτημα της αυτοβιογραφίας. [...] Στα Ρέστα, λοιπόν, ο Κώστας Ταχτσής αυτοβιογραφείται· υπάρχει μάλιστα στα διηγήματα που απαρτίζουν αυτό τον τόμο μια λογική – ηλικιακή μετάβαση, καθώς προχωρεί κανείς από το ένα διήγημα στο άλλο, έτσι ώστε να διακρίνεται, ανάμεσά τους, μια υποφώσκουσα μυθιστορηματική συνοχή - δομή».
(Κ. Παπαγεωργίου, «Κώστας Ταχτσής Παρουσίαση-Ανθολόγηση» Η μεταπολεμική πεζογραφία, τ. Ζ΄ Σοκόλης, Αθήνα, 1992, σελ. 257)
«Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα διηγήματα αυτά συνθέτουν ένα σύνολο, που η δομή του είναι βέβαια διαφορετική από τη δομή ενός μυθιστορήματος -πιο κρυφή πιο ασυμμετρική- αλλά πάντως είναι δομή. Δεν ξέρω αν ο ίδιος ο Ταχτσής τα θέλησε έτσι, αν συνειδητά έδωσε στα διηγήματα τη σειρά που έχουν στο βιβλίο. Έχουμε εδώ, όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον, ένα βιβλίο από διηγήματα μ’ ένα συναρπαστικό κεντρικό θέμα ή σκοπό: παραλλαγές πάνω στο τεράστιο πρόβλημα της αυτοβιογραφίας, και πέρα απ’ αυτό ίσως, της αυτογνωσίας [...]. Ο Ταχτσής το πιάνει κάπως αλλιώς το πρόβλημα. Μεταχειρίζεται κι αυτός, αλλεπάλληλα πρώτο και τρίτο πρόσωπο. Αμφιταλαντεύεται και κείνος ανάμεσα στην εξομολόγηση και στην αφήγηση. Το κύριο ερέθισμα σε όλα τα αφηγήματα είναι η οικογένεια· αυτό το θερμοκήπιο κόλαση και παράδεισος μαζί, που κύρια χαρακτηριστικά του έχει την παντοδυναμία της μητέρας και την απουσία του πατέρα, και που από μέσα της γεννιέται, εξελίσσεται και διαμορφώνεται η ομοφυλοφιλία του συγγραφέα. Τα διηγήματα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, ως προς το χώρο: εκείνα που καταπιάνονται με αυστηρά ενδοοικογενειακές σχέσεις, και εκείνα που εξερευνούν τις σχέσεις με τον έξω κόσμο, αν και σχεδόν παντού εξακολουθεί να καταδυναστεύει τα πάντα η οικογένεια, έστω και σαν φόντο».
(Καίη Τσιτσέλη, Η μεταπολεμική πεζογραφία, ό.π., σελ.264, αναδημοσίευση από την εφ. το Βήμα 26.10.1974)
[Ο Κώστας Ταχτσής] Ύστερα από πρώτες δοκιμές στην ποίηση μας έδωσε το 1962 ένα εντελώς ιδιότυπο και συναρπαστικό στην πληθωρικότητά του μυθιστόρημα, Το Τρίτο στεφάνι, από τα κορυφαία ασφαλώς επιτεύγματα της μεταπολεμικής πεζογραφίας. Ο συγγραφέας μας δίνει την αφήγηση δύο γυναικών, που μιλούν σε πρώτο πρόσωπο, πότε η μία και πότε η άλλη. Η αφήγηση δίνεται σε μιαν ασταμάτητη ροή, με πρωθύστερα, παρεκβολές και συναισθηματικές αποστροφές, και με μια γλώσσα άμεση, ελεύθερη, χωρίς δεσμεύσεις και αποκρύψεις. Έτσι ολοκληρώνεται μυθιστορηματικά η ζωή των δύο αυτών γυναικών και προβάλλεται, μέσ’ από την καθημερινότητα, την ποταπότητα, τον υπόκοσμο, τις πτώσεις και τις ανατάσεις, η ίδια η ζωή –και ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει-, ενώ παράλληλα γίνονται επίσης αναφορές στα σύγχρονα ιστορικά γεγονότα, από τον Μακεδονικό αγώνα ως την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά. Αμέσως ύστερα, στα χρόνια 1964-67μ δημοσίευσε ο Ταχτσής σε διάφορα περιοδικά μια σειρά διηγήματα, που τα συγκέντρωσε το 1972 σ’ έναν τόμο με τον τίτλο Τα Ρέστα. Πρόκειται για σύντομες αφηγήσεις, αναμνήσεις το πιο πολύ από τα παιδικά του χρόνια σε μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, που αποδίδουν με σπαρταριστή ζωντάνια και με το μάτι του παιδιού ή εφήβου αφηγητή, την ανάλλαχτη καθημερινή μικρότητα.
(Λίνος Πολίτης, «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1995)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου