Τάκης Κ. Παπατσώνης
Ο Τάκης Παπατσώνης γεννήθηκε το 1895 στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Δημόσια Οικονομία στη Γενεύη. Υπηρέτησε για σαράντα χρόνια στο Υπουργείο Οικονομικών και ταξίδεψε πολύ στο εξωτερικό. Πέθανε στην Αθήνα το 1976. Τα ποιήματά του περικλείονται σε δύο τόμους με τίτλους: Εκλογή Α΄, στην οποία συμπεριλήφθηκε και η συλλογή Ursa minor που είχε αρχικά εκδοθεί το 1944, και Εκλογή Β΄ (1962). Η ποίηση του είναι ιδιότυπη, τόσο από την άποψη της γλώσσας, στην οποία συνυπάρχουν τύποι της δημοτικής και της καθαρεύουσας, όσο και από την άποψη της βαθιάς θρησκευτικότητας που τη διαπνέει. Πολλά μορφικά στοιχεία της ποίησής του —η λεκτική του αταξία, η ηθελημένη πεζολογία, η έλλειψη φανερού λογικού ειρμού— την καθιστούν πρωτοποριακή για την εποχή της.
Η κριτική για το έργο του
Η θρησκευτικότητα του Παπατσώνη
«Στον ποιητικό του προσανατολισμό ο Παπατσώνης ανήκει στη μικρή χορεία των θρησκευομένων. Δεν είναι εν τούτοις υμνωδικός, δεν επαινεί. Η ποίησή του δεν εκπορεύεται, όπως […] στον Παπαδιαμάντη, από την εστία της πίστεως, μπορεί να εκκινήσει κι από τη λογική πρόθεση της ποιητικής δημιουργίας• και συνέχεται από μιαν αντίληψη φιλοσοφική, διαπερνάται από έναν άνεμο θρησκευτικού ιδεαλισμού.
Ψυχή ασκητική, τοποθετεί την ανησυχία της σ’ ένα μεταφυσικό πλαίσιο. Μια αλληγορία, μια εντύπωση από θρησκευτικά περιβάλλοντα, μια αλυσίδα λεπτών συλλογισμών ή μια κορνίζα ελληνικού υπαίθριου τοπίου, φτάνουν να ξετυλίξει την έκστασή του στους ιδιότυπους εκείνους στίχους, όπου συναντώνται η χριστιανική διάθεση με την λεπτή ειρωνεία, η μυστική έξαρση αλλά και το εγκόσμιο κάλεσμα.
Κάποτε ο στίχος του παίρνει την πυκνότητα ενός αποφθέγματος. Κάτω απ’ όσα διαβάζεις, μαντεύεις περισσότερα […]. Ο στίχος του είναι ελεύθερος και τελετουργικός και περιφρονεί την καθιερωμένη τεχνική. Ενώ η εκλογή του λεκτικού υλικού του, δημοτικά στοιχεία και λέξεις βυζαντινής ποιότητας, θυμίζει, με την κεκραμένη τους πρόσμιξη, θρησκευτική γλώσσα παλιάς έκδοσης».
(Μιχ. Περάνθης, χ.χ., Ανθολογία της Ποιήσεως, τόμος Β΄, Αθήνα, σελ. 712-713)
Ο Παπατσώνης και ο καθολικισμός
«Ο Παπατσώνης είναι, κυρίως, θρησκευόμενος ποιητής, με τάση προς το μυστικισμό και το Νατουραλισμό, αλλά με ευδιάστατο το ερωτικό στοιχείο. Είναι ο μόνος αξιόλογος ποιητής που, ακολουθώντας την οικογενειακή του παράδοση, επηρεάστηκε περισσότερο από το τελετουργικό της Καθολικής εκκλησίας παρά της Ορθόδοξης. Η ποίησή του είναι διάστικτη από αναφορές στο καθολικό δόγμα και τη λειτουργική του, με μια ελεύθερη χρήση της λατινικής εκκλησιαστικής ορολογίας (mea culpa, de profundis, in plateis oppidi) μερικές από τις εκφράσεις αυτές τις ομοιοκαταληκτούσε στα νεανικά του ποιήματα, με ελληνικές καταλήξεις […]. Ωστόσο, ο Θεός του δεν είναι η θεότητα του δόγματος, αλλά ένα μεταφυσικό νόημα, που το ονομάζει Αόρατη Σοφία, Στοιχείο Ισχυρό, Υπέρτατον Ήλιο, Τρίτον Ουρανόν, Παρουσία, Ισορροπία των Αριθμών, Πλήρης Τάξη, Φως, Γαλήνη, Ησυχία».
(Κίμων Φράιερ, 1982, Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση. Από τον Καβάφη στο Βρεττάκο, μτφρ. Θ. Χατζημιχαηλίδης, Αθήνα: Κέδρος, σελ. 81)
Ύφος και θεματική
«Ο Παπατσώνης είναι τόσο υπαινικτικός όσο ο Θ.Σ. Έλιοτ (τον οποίο πρώτος μετέφρασε στα ελληνικά), και το στεγνό και σκοτεινό ύφος του δυσκολεύει αφάνταστα τον αναγνώστη. Το κεντρικό θέμα του είναι το ιδανικό της αγάπης και η εύρεση ή επανεύρεσή της μέσω της παράδοσης. Από την άποψη αυτή το έργο του Παπατσώνη αποτελεί τη σιωπηρή συνέχεια των πιο εντυπωσιακών οραμάτων του Σικελιανού και προοιωνίζεται το κατοπινό έργο του Σεφέρη».
(R. Beaton, 1996, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Αθήνα: Νεφέλη, σελ. 208-209)
Οι ρίζες της γραφής του
«Ο Τάκης Παπατσώνης δεν είναι ο πρώτος Έλληνας ποιητής που σπάει την παράδοση του μετρικού στίχου, αλλά είναι ο πρώτος που τη σπάει συνειδητά, από το 1920, και γράφει σε ελεύθερο και ανομοιοκατάληκτο στίχο χωρίς να επιστρέψει στον κλασικό. Μπορούν να υποστηριχθούν πολλοί ως λόγοι που τον ώθησαν στο να αγνοήσει και να παραβεί τους παραδοσιακούς ποιητικούς κανόνες. Αλλά είναι λάθος να θεωρηθεί ότι οφείλεται σε επίδραση από το πνεύμα των νταντά ή των υπερρεαλιστών. Αν στο εκτενές ποίημά του Ursa Minor, που γράφει 25 χρόνια αργότερα, αναγνωρίζονται υπερρεαλιστικά ίχνη, παρόμοια στοιχεία ανιχνεύονται σε όλη την ποίησή του, οφείλονται όμως σε καταβολές από ανατροφές με μυστικιστές συγγραφείς. Από την ίδια αιτία κατάγεται και το λανθάνον ερωτικό στοιχείο της ποίησής του και όχι από επίδραση των φροϋδικών θεωριών, τουλάχιστον πρωτογενώς, μια που δεν φαίνεται να αγνοεί ο Παπατσώνης κανένα σχεδόν από τα πνευματικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που κυκλοφορούν. Νομίζω, επίσης, ότι για το φτάσιμό του σε μια νέα εκφραστική, πρέπει να αποκλειστεί οποιαδήποτε μονομερής επίδραση από έναν ξένο ποιητή […]. Περισσότερο ίσως πρέπει να αναζητηθούν οι ρίζες της αιρετικής γραφής του, στα υμνωδιακά πρότυπα της καθολικής εκκλησίας, και έχω, πιστεύω, εύλογες επιφυλάξεις για τα αντίστοιχα βυζαντινά, στα οποία προσέρχεται και πολύ αργότερα (όταν είναι οριστικά διαμορφωμένος) και με βεβαρημένη συνείδηση, ή έστω με προϊδεάσεις από άλλες ερμηνείες».
(Αλεξ. Αργυρίου, 1979, Η Ελληνική Ποίηση. Οι νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου. (Ανθολογία-Γραμματολογία), Αθήνα: Σοκόλης, σελ. 110)
Δείτε επίσης:
Ο Τάκης Παπατσώνης γεννήθηκε το 1895 στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Δημόσια Οικονομία στη Γενεύη. Υπηρέτησε για σαράντα χρόνια στο Υπουργείο Οικονομικών και ταξίδεψε πολύ στο εξωτερικό. Πέθανε στην Αθήνα το 1976. Τα ποιήματά του περικλείονται σε δύο τόμους με τίτλους: Εκλογή Α΄, στην οποία συμπεριλήφθηκε και η συλλογή Ursa minor που είχε αρχικά εκδοθεί το 1944, και Εκλογή Β΄ (1962). Η ποίηση του είναι ιδιότυπη, τόσο από την άποψη της γλώσσας, στην οποία συνυπάρχουν τύποι της δημοτικής και της καθαρεύουσας, όσο και από την άποψη της βαθιάς θρησκευτικότητας που τη διαπνέει. Πολλά μορφικά στοιχεία της ποίησής του —η λεκτική του αταξία, η ηθελημένη πεζολογία, η έλλειψη φανερού λογικού ειρμού— την καθιστούν πρωτοποριακή για την εποχή της.
Η κριτική για το έργο του
Η θρησκευτικότητα του Παπατσώνη
«Στον ποιητικό του προσανατολισμό ο Παπατσώνης ανήκει στη μικρή χορεία των θρησκευομένων. Δεν είναι εν τούτοις υμνωδικός, δεν επαινεί. Η ποίησή του δεν εκπορεύεται, όπως […] στον Παπαδιαμάντη, από την εστία της πίστεως, μπορεί να εκκινήσει κι από τη λογική πρόθεση της ποιητικής δημιουργίας• και συνέχεται από μιαν αντίληψη φιλοσοφική, διαπερνάται από έναν άνεμο θρησκευτικού ιδεαλισμού.
Ψυχή ασκητική, τοποθετεί την ανησυχία της σ’ ένα μεταφυσικό πλαίσιο. Μια αλληγορία, μια εντύπωση από θρησκευτικά περιβάλλοντα, μια αλυσίδα λεπτών συλλογισμών ή μια κορνίζα ελληνικού υπαίθριου τοπίου, φτάνουν να ξετυλίξει την έκστασή του στους ιδιότυπους εκείνους στίχους, όπου συναντώνται η χριστιανική διάθεση με την λεπτή ειρωνεία, η μυστική έξαρση αλλά και το εγκόσμιο κάλεσμα.
Κάποτε ο στίχος του παίρνει την πυκνότητα ενός αποφθέγματος. Κάτω απ’ όσα διαβάζεις, μαντεύεις περισσότερα […]. Ο στίχος του είναι ελεύθερος και τελετουργικός και περιφρονεί την καθιερωμένη τεχνική. Ενώ η εκλογή του λεκτικού υλικού του, δημοτικά στοιχεία και λέξεις βυζαντινής ποιότητας, θυμίζει, με την κεκραμένη τους πρόσμιξη, θρησκευτική γλώσσα παλιάς έκδοσης».
(Μιχ. Περάνθης, χ.χ., Ανθολογία της Ποιήσεως, τόμος Β΄, Αθήνα, σελ. 712-713)
Ο Παπατσώνης και ο καθολικισμός
«Ο Παπατσώνης είναι, κυρίως, θρησκευόμενος ποιητής, με τάση προς το μυστικισμό και το Νατουραλισμό, αλλά με ευδιάστατο το ερωτικό στοιχείο. Είναι ο μόνος αξιόλογος ποιητής που, ακολουθώντας την οικογενειακή του παράδοση, επηρεάστηκε περισσότερο από το τελετουργικό της Καθολικής εκκλησίας παρά της Ορθόδοξης. Η ποίησή του είναι διάστικτη από αναφορές στο καθολικό δόγμα και τη λειτουργική του, με μια ελεύθερη χρήση της λατινικής εκκλησιαστικής ορολογίας (mea culpa, de profundis, in plateis oppidi) μερικές από τις εκφράσεις αυτές τις ομοιοκαταληκτούσε στα νεανικά του ποιήματα, με ελληνικές καταλήξεις […]. Ωστόσο, ο Θεός του δεν είναι η θεότητα του δόγματος, αλλά ένα μεταφυσικό νόημα, που το ονομάζει Αόρατη Σοφία, Στοιχείο Ισχυρό, Υπέρτατον Ήλιο, Τρίτον Ουρανόν, Παρουσία, Ισορροπία των Αριθμών, Πλήρης Τάξη, Φως, Γαλήνη, Ησυχία».
(Κίμων Φράιερ, 1982, Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση. Από τον Καβάφη στο Βρεττάκο, μτφρ. Θ. Χατζημιχαηλίδης, Αθήνα: Κέδρος, σελ. 81)
Ύφος και θεματική
«Ο Παπατσώνης είναι τόσο υπαινικτικός όσο ο Θ.Σ. Έλιοτ (τον οποίο πρώτος μετέφρασε στα ελληνικά), και το στεγνό και σκοτεινό ύφος του δυσκολεύει αφάνταστα τον αναγνώστη. Το κεντρικό θέμα του είναι το ιδανικό της αγάπης και η εύρεση ή επανεύρεσή της μέσω της παράδοσης. Από την άποψη αυτή το έργο του Παπατσώνη αποτελεί τη σιωπηρή συνέχεια των πιο εντυπωσιακών οραμάτων του Σικελιανού και προοιωνίζεται το κατοπινό έργο του Σεφέρη».
(R. Beaton, 1996, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Αθήνα: Νεφέλη, σελ. 208-209)
Οι ρίζες της γραφής του
«Ο Τάκης Παπατσώνης δεν είναι ο πρώτος Έλληνας ποιητής που σπάει την παράδοση του μετρικού στίχου, αλλά είναι ο πρώτος που τη σπάει συνειδητά, από το 1920, και γράφει σε ελεύθερο και ανομοιοκατάληκτο στίχο χωρίς να επιστρέψει στον κλασικό. Μπορούν να υποστηριχθούν πολλοί ως λόγοι που τον ώθησαν στο να αγνοήσει και να παραβεί τους παραδοσιακούς ποιητικούς κανόνες. Αλλά είναι λάθος να θεωρηθεί ότι οφείλεται σε επίδραση από το πνεύμα των νταντά ή των υπερρεαλιστών. Αν στο εκτενές ποίημά του Ursa Minor, που γράφει 25 χρόνια αργότερα, αναγνωρίζονται υπερρεαλιστικά ίχνη, παρόμοια στοιχεία ανιχνεύονται σε όλη την ποίησή του, οφείλονται όμως σε καταβολές από ανατροφές με μυστικιστές συγγραφείς. Από την ίδια αιτία κατάγεται και το λανθάνον ερωτικό στοιχείο της ποίησής του και όχι από επίδραση των φροϋδικών θεωριών, τουλάχιστον πρωτογενώς, μια που δεν φαίνεται να αγνοεί ο Παπατσώνης κανένα σχεδόν από τα πνευματικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που κυκλοφορούν. Νομίζω, επίσης, ότι για το φτάσιμό του σε μια νέα εκφραστική, πρέπει να αποκλειστεί οποιαδήποτε μονομερής επίδραση από έναν ξένο ποιητή […]. Περισσότερο ίσως πρέπει να αναζητηθούν οι ρίζες της αιρετικής γραφής του, στα υμνωδιακά πρότυπα της καθολικής εκκλησίας, και έχω, πιστεύω, εύλογες επιφυλάξεις για τα αντίστοιχα βυζαντινά, στα οποία προσέρχεται και πολύ αργότερα (όταν είναι οριστικά διαμορφωμένος) και με βεβαρημένη συνείδηση, ή έστω με προϊδεάσεις από άλλες ερμηνείες».
(Αλεξ. Αργυρίου, 1979, Η Ελληνική Ποίηση. Οι νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου. (Ανθολογία-Γραμματολογία), Αθήνα: Σοκόλης, σελ. 110)
Δείτε επίσης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου