Jeff Boss
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο Κύμα»
Ποιες πληροφορίες μας δίνει ο αφηγητής για τον εαυτό του; Τι υπογραμμίζει ιδιαίτερα περιγράφοντας κάθε φάση ηλικίας του (νεαρή και ώριμη);
Ο ενήλικας – αφηγητής περιγράφοντας την κατάσταση της ζωής του όπως είχε πλέον διαμορφωθεί, αναφέρεται με πικρία στους πολλαπλούς περιορισμούς που του έχουν τεθεί, καθώς είναι υποχρεωμένος πλέον να κάνει μόνο ό, τι του επιτρέπει η δικαιοδοσία που του παρέχει ο εργοδότης τους. Ο αφηγητής αισθάνεται απογοητευμένος από τη ζωή του και τονίζει ότι παρά τις σπουδές του δεν κατόρθωσε να κάνει τίποτε το ιδιαίτερο. «Μεγάλην προκοπήν, ἐννοεῖται, δὲν ἔκαμα. Σήμερον ἐξακολουθῶ νὰ ἐργάζωμαι ὡς βοηθὸς ἀκόμη εἰς τὸ γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινὸς δικηγόρου καὶ πολιτευτοῦ ἐν Ἀθήναις, τὸν ὁποῖον μισῶ, ἀγνοῶ ἐκ ποίας σκοτεινῆς ἀφορμῆς, ἀλλὰ πιθανῶς ἐπειδὴ τὸν ἔχω ὡς προστάτην καὶ εὐεργέτην. Καὶ εἶμαι περιωρισμένος καὶ ἀνεπιτήδειος, οὐδὲ δύναμαι νὰ ὠφεληθῶ ἀπὸ τὴν θέσιν τὴν ὁποίαν κατέχω πλησίον τοῦ δικηγόρου μου, θέσιν οἰονεὶ αὐλικοῦ. Καθὼς ὁ σκύλος, ὁ δεμένος μὲ πολὺ κοντόν σχοινίον εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ αὐθέντου του, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γαυγίζῃ οὔτε νὰ δαγκάσῃ ἔξω ἀπὸ τὴν ἀκτῖνα καὶ τὸ τόξον τὰ ὁποῖα διαγράφει τὸ κοντὸν σχοινίον, παρομοίως κ᾿ ἐγὼ δὲν δύναμαι οὔτε νὰ εἴπω, οὔτε νὰ πράξω τίποτε περισσότερον πὰρ ὅσον μου ἐπιτρέπει ἡ στενὴ δικαιοδοσία, τὴν ὁποίαν ἔχω εἰς τὸ γραφεῖον τοῦ προϊσταμένου μου.» Η ζωή του πλέον χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ελευθερίας και από τα πολύ αρνητικά συναισθήματα που έχει για τον εργοδότη του, που τον έχει φέρει σε αυτή την κατάσταση περιορισμού. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ο ενήλικας – αφηγητής δεν μας δίνει στοιχεία για την υπόλοιπη ζωή του στην Αθήνα, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι η καταπιεστική δουλειά του απορροφά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του και του στερεί τη δυνατότητα να βρει κάποια ουσιαστική ευχαρίστηση στη ζωή του.
«Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, κ᾿ ἔβλεπα τὸ πρωίμως στρυφνόν, ἡλιοκαὲς πρόσωπόν μου νὰ γυαλίζεται εἰς τὰ ρυάκια καὶ τὰς βρύσεις, κ᾿ ἐγύμναζα τὸ εὐλύγιστον, ὑψηλὸν ἀνάστημά μου ἀνὰ τοὺς βράχους καὶ τὰ βουνά.» Οι περιγραφές του αφηγητή που αφορούν την εφηβική ηλικία του, έχουν τελείως διαφορετική προσέγγιση καθώς ο αφηγητής μοιάζει να δίνει μεγαλύτερο βάρος στην εξωτερική του εμφάνιση. Ο αφηγητής λέει πως ήταν ωραίος έφηβος με μαυρισμένο από τον ήλιο και αρρενωπό πρόσωπο, ψηλό και ευλύγιστο σώμα, που του επέτρεπε να κινείται με άνεση στους βράχους και τα βουνά. Ο αφηγητής είναι ιδιαίτερα περήφανος για την όμορφη εμφάνισή του, η οποία λειτουργεί συμπληρωματικά προς το υπόλοιπο αίσθημα ευτυχίας που χαρακτηρίζει την εφηβεία του. Τα χρόνια της νεότητας του αφηγητή υπήρξαν γεμάτα ελευθερία και ψυχική ευδαιμονία, καθώς μπορούσε να απολαμβάνει την ομορφιά της φύσης του νησιού του, το οποίο μάλιστα αισθανόταν ως τον προσωπικό του χώρο. «Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ᾿ ἔβοσκα τὰς αἶγας τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τὰ ὄρη τὰ παραθαλάσσια, τ᾿ ἀνερχόμενα ἀποτόμως διὰ κρημνώδους ἀκτῆς, ὕπερθεν τοῦ κράτους τοῦ Βορρᾶ καὶ τοῦ πελάγους. Ὅλον τὸ κατάμερον ἐκεῖνο, τὸ καλούμενον Ξάρμενο, ἀπὸ τὰ πλοῖα τὰ ὁποῖα κατέπλεον ξάρμενα ἢ ξυλάρμενα, ἐξωθούμενα ἀπὸ τὰς τρικυμίας, ἦτον ἰδικόν μου.» Ένας απλός βοσκός, χωρίς πολλές γνώσεις, αλλά με τη μοναδική δυνατότητα να βρίσκεται σ’ ένα πανέμορφο μέρος, όπου ήταν ελεύθερος να περιφέρεται και να το απολαμβάνει, χωρίς να έχει κάποιον να του θέτει περιορισμούς.
«Τὸν χειμῶνα ποὺ ἤρχισ᾿ εὐθὺς κατόπιν μ᾿ ἐπῆρε πλησίον του ὁ γηραιὸς πάτερ Σισώης, ἢ Σισώνης, καθὼς τὸν ὠνόμαζον οἱ χωρικοί μας, καὶ μ᾿ ἔμαθε γράμματα.»… «Ἀφοῦ ἔμαθα τὰ πρῶτα γράμματα πλησίον τοῦ γηραιοῦ Σισώη, ἐστάλην ὡς ὑπότροφος τῆς Μονῆς εἰς τινα κατ᾿ ἐπαρχίαν ἱερατικὴν σχολήν, ὅπου κατετάχθην ἀμέσως εἰς τὴν ἀνωτέραν τάξιν, εἶτα εἰς τὴν ἐν Ἀθήναις Ριζάρειον. Τέλος, ἀρχίσας τὰς σπουδὰς μου σχεδὸν εἰκοσαετής, ἐξῆλθα τριακοντούτης ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιον· ἐξῆλθα δικηγόρος μὲ δίπλωμα προλύτου...» Η τελευταία χρονιά που υπήρξε ευτυχισμένος ο αφηγητής ήταν στα 18 του χρόνια, όταν ακόμη ήταν ένας απλός βοσκός. Στη συνέχεια όμως τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν προς το χειρότερο καθώς ο πάτερ Σισώης τον πήρε για να του μάθει τα πρώτα γράμματα και στη συνέχεια τον έστειλε να συνεχίσει τις σπουδές του. Από τη στιγμή της απόλυτης ευδαιμονίας, μέχρι την παρούσα μόνιμη δυστυχία, εκείνο που μεσολάβησε ήταν η διαδικασία της μόρφωσης του νεαρού, ο οποίος αισθάνεται ότι τελικά η ευθύνη για τη σημερινή του δυστυχία βαρύνει τις σπουδές που έλαβε. Αν δεν είχε μπει στη διαδικασία να σπουδάσει θα ήταν ακόμη ευτυχισμένος και σε πλήρη επαφή με τη φύση του νησιού του, που τόση ευτυχία του είχε προσφέρει στο παρελθόν.
«Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, κ᾿ ἔβλεπα τὸ πρωίμως στρυφνόν, ἡλιοκαὲς πρόσωπόν μου νὰ γυαλίζεται εἰς τὰ ρυάκια καὶ τὰς βρύσεις, κ᾿ ἐγύμναζα τὸ εὐλύγιστον, ὑψηλὸν ἀνάστημά μου ἀνὰ τοὺς βράχους καὶ τὰ βουνά.» Οι περιγραφές του αφηγητή που αφορούν την εφηβική ηλικία του, έχουν τελείως διαφορετική προσέγγιση καθώς ο αφηγητής μοιάζει να δίνει μεγαλύτερο βάρος στην εξωτερική του εμφάνιση. Ο αφηγητής λέει πως ήταν ωραίος έφηβος με μαυρισμένο από τον ήλιο και αρρενωπό πρόσωπο, ψηλό και ευλύγιστο σώμα, που του επέτρεπε να κινείται με άνεση στους βράχους και τα βουνά. Ο αφηγητής είναι ιδιαίτερα περήφανος για την όμορφη εμφάνισή του, η οποία λειτουργεί συμπληρωματικά προς το υπόλοιπο αίσθημα ευτυχίας που χαρακτηρίζει την εφηβεία του. Τα χρόνια της νεότητας του αφηγητή υπήρξαν γεμάτα ελευθερία και ψυχική ευδαιμονία, καθώς μπορούσε να απολαμβάνει την ομορφιά της φύσης του νησιού του, το οποίο μάλιστα αισθανόταν ως τον προσωπικό του χώρο. «Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ᾿ ἔβοσκα τὰς αἶγας τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τὰ ὄρη τὰ παραθαλάσσια, τ᾿ ἀνερχόμενα ἀποτόμως διὰ κρημνώδους ἀκτῆς, ὕπερθεν τοῦ κράτους τοῦ Βορρᾶ καὶ τοῦ πελάγους. Ὅλον τὸ κατάμερον ἐκεῖνο, τὸ καλούμενον Ξάρμενο, ἀπὸ τὰ πλοῖα τὰ ὁποῖα κατέπλεον ξάρμενα ἢ ξυλάρμενα, ἐξωθούμενα ἀπὸ τὰς τρικυμίας, ἦτον ἰδικόν μου.» Ένας απλός βοσκός, χωρίς πολλές γνώσεις, αλλά με τη μοναδική δυνατότητα να βρίσκεται σ’ ένα πανέμορφο μέρος, όπου ήταν ελεύθερος να περιφέρεται και να το απολαμβάνει, χωρίς να έχει κάποιον να του θέτει περιορισμούς.
«Τὸν χειμῶνα ποὺ ἤρχισ᾿ εὐθὺς κατόπιν μ᾿ ἐπῆρε πλησίον του ὁ γηραιὸς πάτερ Σισώης, ἢ Σισώνης, καθὼς τὸν ὠνόμαζον οἱ χωρικοί μας, καὶ μ᾿ ἔμαθε γράμματα.»… «Ἀφοῦ ἔμαθα τὰ πρῶτα γράμματα πλησίον τοῦ γηραιοῦ Σισώη, ἐστάλην ὡς ὑπότροφος τῆς Μονῆς εἰς τινα κατ᾿ ἐπαρχίαν ἱερατικὴν σχολήν, ὅπου κατετάχθην ἀμέσως εἰς τὴν ἀνωτέραν τάξιν, εἶτα εἰς τὴν ἐν Ἀθήναις Ριζάρειον. Τέλος, ἀρχίσας τὰς σπουδὰς μου σχεδὸν εἰκοσαετής, ἐξῆλθα τριακοντούτης ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιον· ἐξῆλθα δικηγόρος μὲ δίπλωμα προλύτου...» Η τελευταία χρονιά που υπήρξε ευτυχισμένος ο αφηγητής ήταν στα 18 του χρόνια, όταν ακόμη ήταν ένας απλός βοσκός. Στη συνέχεια όμως τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν προς το χειρότερο καθώς ο πάτερ Σισώης τον πήρε για να του μάθει τα πρώτα γράμματα και στη συνέχεια τον έστειλε να συνεχίσει τις σπουδές του. Από τη στιγμή της απόλυτης ευδαιμονίας, μέχρι την παρούσα μόνιμη δυστυχία, εκείνο που μεσολάβησε ήταν η διαδικασία της μόρφωσης του νεαρού, ο οποίος αισθάνεται ότι τελικά η ευθύνη για τη σημερινή του δυστυχία βαρύνει τις σπουδές που έλαβε. Αν δεν είχε μπει στη διαδικασία να σπουδάσει θα ήταν ακόμη ευτυχισμένος και σε πλήρη επαφή με τη φύση του νησιού του, που τόση ευτυχία του είχε προσφέρει στο παρελθόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου