Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»
Ποια είναι η άμεση αντίδραση του αφηγητή όταν ακούει την προσευχή της μητέρας του; Πώς τη δικαιολογείτε;
Ὅταν ἤκουσα τὶς λέξεις ταῦτας, παγερὰ φρικίασις διέτρεξε τὰ νεῦρα μου καὶ ἤρχησαν τὰ αὐτία μου νὰ βοΐζουν. Δὲν ἠδυνήθην ν' ἀκούσω περιπλέον. Καθ' ἥν στιγμὴν εἶδον, ὅτι ἡ μήτηρ μου, καταβληθεῖσα ὑπὸ φοβερὰς ἀγωνίας, ἔπιπτεν ἀδρανῆς ἐπὶ τῶν μαρμάρων, ἐγὼ ἀντὶ νὰ δράμω πρὸς βοήθειάν της, ἐπωφελήθην τὴν εὐκαιρίαν νὰ φύγω ἐκ τῆς ἐκκλησίας, τρέχων ὡς ἔξαλλος καὶ ἐκβάλλων κραυγὰς, ὡς ἐὰν ἠπείλει νὰ μὲ συλλάβῃ ὁρατὸς αὐτὸς ὁ θάνατος.
Ο μικρός – αφηγητής στο άκουσμα της έκκλησης της μητέρας του, συγκλονίζεται συναισθηματικά και αρχίζει να τρέχει μακριά από την εκκλησία, φωνάζοντας σαν να τον κυνηγούσε ο ίδιος ο θάνατος. Η πρώτη του αντίδραση, δηλαδή, είναι να φύγει από το χώρο της εκκλησίας σε μια προσπάθεια να απομακρυνθεί από τη μητέρα του αλλά και από το ενδεχόμενο να εισακουστεί η προσευχή της. Η αντίδρασή του αυτή είναι εν μέρει μια ακούσια προσπάθεια αυτοπροστασίας, αλλά και μια δικαιολογημένη πράξη ψυχικού πόνου. Είτε, πάντως, ένιωσε την ανάγκη να φύγει από το ναό γιατί φοβήθηκε μήπως ο Θεός αποδεχτεί την πρόταση της μητέρας του, είτε έφυγε γιατί δεν ήθελε πλέον να είναι κοντά σε μια μητέρα που τόσο άσπλαχνα προθυμοποιείται να θυσιάσει το παιδί της, η στάση του είναι απολύτως δικαιολογημένη, καθώς πρόκειται για την αντίδραση ενός μικρού παιδιού που αφενός δεν γνωρίζει τη συναισθηματική κατάσταση και τις ενοχές που ταλανίζουν την ψυχή της μητέρας του κι αφετέρου αισθάνεται ότι η μητέρα του είναι το σημαντικότερο πρόσωπο της ζωής του. Θα ήταν άτοπο, άλλωστε, ένα μικρό παιδί στο άκουσμα μιας τέτοιας παράκλησης να σκεφτόταν ψύχραιμα και να επιχειρούσε να κατανοήσει τον τρόπο σκέψης της μητέρας του.
Δείτε επίσης:
Ποια είναι η άμεση αντίδραση του αφηγητή όταν ακούει την προσευχή της μητέρας του; Πώς τη δικαιολογείτε;
Ὅταν ἤκουσα τὶς λέξεις ταῦτας, παγερὰ φρικίασις διέτρεξε τὰ νεῦρα μου καὶ ἤρχησαν τὰ αὐτία μου νὰ βοΐζουν. Δὲν ἠδυνήθην ν' ἀκούσω περιπλέον. Καθ' ἥν στιγμὴν εἶδον, ὅτι ἡ μήτηρ μου, καταβληθεῖσα ὑπὸ φοβερὰς ἀγωνίας, ἔπιπτεν ἀδρανῆς ἐπὶ τῶν μαρμάρων, ἐγὼ ἀντὶ νὰ δράμω πρὸς βοήθειάν της, ἐπωφελήθην τὴν εὐκαιρίαν νὰ φύγω ἐκ τῆς ἐκκλησίας, τρέχων ὡς ἔξαλλος καὶ ἐκβάλλων κραυγὰς, ὡς ἐὰν ἠπείλει νὰ μὲ συλλάβῃ ὁρατὸς αὐτὸς ὁ θάνατος.
Ο μικρός – αφηγητής στο άκουσμα της έκκλησης της μητέρας του, συγκλονίζεται συναισθηματικά και αρχίζει να τρέχει μακριά από την εκκλησία, φωνάζοντας σαν να τον κυνηγούσε ο ίδιος ο θάνατος. Η πρώτη του αντίδραση, δηλαδή, είναι να φύγει από το χώρο της εκκλησίας σε μια προσπάθεια να απομακρυνθεί από τη μητέρα του αλλά και από το ενδεχόμενο να εισακουστεί η προσευχή της. Η αντίδρασή του αυτή είναι εν μέρει μια ακούσια προσπάθεια αυτοπροστασίας, αλλά και μια δικαιολογημένη πράξη ψυχικού πόνου. Είτε, πάντως, ένιωσε την ανάγκη να φύγει από το ναό γιατί φοβήθηκε μήπως ο Θεός αποδεχτεί την πρόταση της μητέρας του, είτε έφυγε γιατί δεν ήθελε πλέον να είναι κοντά σε μια μητέρα που τόσο άσπλαχνα προθυμοποιείται να θυσιάσει το παιδί της, η στάση του είναι απολύτως δικαιολογημένη, καθώς πρόκειται για την αντίδραση ενός μικρού παιδιού που αφενός δεν γνωρίζει τη συναισθηματική κατάσταση και τις ενοχές που ταλανίζουν την ψυχή της μητέρας του κι αφετέρου αισθάνεται ότι η μητέρα του είναι το σημαντικότερο πρόσωπο της ζωής του. Θα ήταν άτοπο, άλλωστε, ένα μικρό παιδί στο άκουσμα μιας τέτοιας παράκλησης να σκεφτόταν ψύχραιμα και να επιχειρούσε να κατανοήσει τον τρόπο σκέψης της μητέρας του.
Δείτε επίσης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου