Τίτος Πατρίκιος «Οφειλή»
Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστεια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ' έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ' τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.
Πώς αντιλαμβάνονται ο Πατρίκιος (Οφειλή) και ο Αναγνωστάκης (Στον Νίκο Ε... 1949), το χρέος του ποιητή απέναντι στην ελληνική κοινωνία κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου;
Ο Τίτος Πατρίκιος στο ποίημα Οφειλή, με αρκετά στοιχεία πεζολογικής γραφής, καταγράφει το πώς αισθάνεται για το γεγονός ότι ο ίδιος έχει επιζήσει ενός φονικότατου πολέμου, στα πλαίσια του οποίου ο θάνατος επέρχεται από κάθε πιθανή αιτία. Οι άνθρωποι γύρω του πεθαίνουν κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, εκτελούνται, καταδικάζονται σε θάνατο, πεθαίνουν από αρρώστιες ή από την πείνα, σκοτώνονται σε τυχαία (ή όχι και τόσο τυχαία) δυστυχήματα, εκτελούνται από δολοφόνους που έχουν πληρωθεί από εχθρούς ή από φίλους. Ο θάνατος μοιάζει να προετοιμάζεται συστηματικά από κάποιους, ενώ το μόνο που περιμένει τους νεκρούς είναι τυποποιημένοι επικήδειοι, καθώς η υπερβολική παρουσία του θανάτου έχει ψυχράνει τις καρδιές των ανθρώπων.
Ο ποιητής, επομένως, αισθάνεται πως ζει σα να του έχουν χαρίσει τη ζωή, μιας και η σφαίρα που προοριζόταν για εκείνον σκότωσε τελικά κάποιον άλλο, κάποιον συναγωνιστή του. Ο ποιητής θεωρεί ότι ζει ακόμη, γιατί κάποιος άλλος θυσιάστηκε στη θέση του κι αυτή η σκέψη του δημιουργεί έντονα συναισθήματα χρέους και οφειλής απέναντι στους ανθρώπους που σκοτώθηκαν αγωνιζόμενοι για τις ιδέες τους και για την καλυτέρευση της ελληνικής κοινωνίας. Ο ποιητής οφείλει τη ζωή του στους νεκρούς συναγωνιστές και νιώθει πως όσος χρόνος του έχει απομείνει θα πρέπει να αξιοποιηθεί για την εξύμνηση όλων εκείνων των ανθρώπων που έδωσαν τη ζωή τους υπηρετώντας το όνειρο μιας δικαιότερης συνύπαρξης.
Η ποίηση για τον Πατρίκιο είναι το μέσο με το οποίο θα κατορθώσει να αποδώσει την πρέπουσα τιμή στους νεκρούς του εμφύλιου πολέμου, στους ανθρώπους που σκοτώθηκαν αγωνιζόμενοι για τους συνανθρώπους τους.
Με παρόμοιο τρόπο, στα πλαίσια του ίδιου πολέμου και βιώνοντας την κυρίαρχη παρουσία του θανάτου, ο Αναγνωστάκης θεωρεί πως κάποιος πρέπει να μιλήσει για τους φίλους που χάνονται, για τη μητέρα που αναζητά μάταια το παιδί της, για το μικρό παιδί που απομένει μόνο χωρίς τους γονείς του, για τα προδομένα ιδανικά, αλλά και για εκείνους που προσμένουν με αγωνία το βίαιο τέλος της ζωής τους.
Οι δύο ποιητές δεν αφήνουν τη βιαιότητα του πολέμου να κάμψει την ανάγκη τους να καταγράψουν τις απάνθρωπες καταστάσεις που αναγκάστηκαν να ζήσουν και το κυριότερο να μιλήσουν για τους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους σ’ έναν αγώνα που αποσκοπούσε στην καλυτέρευση της ζωής των Ελλήνων, αλλά πνίγηκε στο αίμα. Σε αντίθεση με τον Εγγονόπουλο που αισθάνεται πως η ενασχόληση με την ποίηση είναι αταίριαστη σε μια περίοδο τόσων θανάτων και τόσου πόνου, ο Αναγνωστάκης και ο Πατρίκιος πιστεύουν πως η ποίηση μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ως μέσο εξύμνησης των ανθρώπων που θυσίασαν τη ζωή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου