Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Ε΄
Ο κόσμος τυλιγμένος στα ναρκωτικά σεντόνια
δεν έχει τίποτε άλλο να προσφέρει
παρά τούτο το τέρμα.
Στη ζεστή νύχτα
η μαραμένη ιέρεια της Εκάτης
με γυμνωμένα στήθη ψηλά στο δώμα
παρακαλά μια τεχνητή πανσέληνο, καθώς
δύο ανήλικες δούλες που χασμουριούνται
αναδεύουν σε μπακιρένια χύτρα
αρωματισμένες φαρμακείες.
Αύριο θα χορτάσουν όσοι αγαπούν τα μυρωδικά.
Το πάθος της και τα φτιασίδια
είναι όμοια με της τραγωδού
ο γύψος τους μάδησε κιόλας.
Καθώς το τέλος πλησιάζει η παρακμή της κοινωνίας είναι εμφανής τόσο στη στάση των πολιτών όσο και στην ψεύτικη θρησκεία που μάταια επιχειρεί να ξεγελάσει τους εναπομείναντες πιστούς της.
Αναλυτικότερα:
Οι άνθρωποι εμφανίζονται από τον ποιητή αδρανείς -τυλιγμένοι σε ναρκωτικά σεντόνια- αδιάφοροι για την εξέλιξη των πραγμάτων και η μόνη δυνατή προσφορά τους είναι το τέλος, η πλήρης παράδοση δηλαδή στην καταστροφή που πλησιάζει. Οι πολίτες της παρακμάζουσας κοινωνίας είτε αγνοούν την πορεία που ακολουθούν τα γεγονότα είτε απλώς δεν έχουν πια καμία διάθεση να αντισταθούν σε ό,τι έρχεται. Παραμένουν αδιάφοροι απέναντι στον εκφυλισμό και την παρακμή κι εντελώς μοιρολατρικά περιμένουν το αναπόφευκτο τέλος.
Την ίδια στιγμή η ιέρεια της Εκάτης, της θεότητας του κάτω κόσμου που της αποδιδόταν η προστασία της μαγικής τέχνης, έχοντας χάσει τη λάμψη των παλαιότερων χρόνων, μαραμένη πια, κάνει δεήσεις σε μια πανσέληνο που δεν είναι καν πραγματική. Η εικόνα παρακμής της θρησκείας των εθνικών γίνεται ακόμη παραστατικότερη με την αναφορά στις δύο δούλες που χασμουριούνται καθώς ανακατεύουν τη χύτρα με τα αρωματισμένα μαγικά.
Η ιέρεια με γυμνωμένα στήθη, ακολουθώντας το τυπικό της ξεπερασμένης της θρησκείας, ετοιμάζει τα αρωματισμένα δηλητήρια, τις αρωματισμένες φαρμακείες, που αποτελούν έσχατη καταφυγή για τους εναπομείναντες πιστούς. Κι αύριο θα τα προσφέρει στους πιστούς, σε όσους αγαπούν ακόμη τα αρωματισμένα ψεύδη της ιέρειας, δίνοντας τους μια υπόσχεση που δε θα μπορέσει να τηρήσει. Η ιέρεια δεν μπορεί πια να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων, μπορεί όμως να ξεγελάσει με τη θέλησή τους, εκείνους που επιμένουν να της δίνουν προσοχή.
Ο ποιητής, βέβαια, υποσκάπτει ακόμη περισσότερο τα σαθρά θεμέλια της εθνικής θρησκείας, παρομοιάζοντας το πάθος της ιέρειας και τα φτιασίδια του προσώπου της, με μια μάσκα τραγωδού που έχει πια φθαρεί με το πέρασμα του χρόνου και ο γύψος της έχει μαδήσει.
Τα μαγικά που ετοιμάζει η ιέρεια είναι μάταια, όπως μάταια είναι και η προσδοκία των πιστών της, πως μπορεί να υπάρξει σωτηρία μέσα από μια ψεύτικη θρησκεία.
Οι άνθρωποι αδρανούν, η θρησκεία έχει χάσει τη δύναμη που κάποτε είχε και η καταστροφή της κοινωνίας, που δεν κατόρθωσε να διαφύγει τη φθοροποιό δύναμη της παρακμής, είναι πλέον δεδομένη. Αν, επομένως, οι άνθρωποι εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε κάποιο θαύμα, σε κάποια απρόσμενη λύση, ελπίζουν μάταια και είναι προτιμότερο να προετοιμαστούν για το τέλος που δεν γίνεται πια να εμποδιστεί.
Ε΄
Ο κόσμος τυλιγμένος στα ναρκωτικά σεντόνια
δεν έχει τίποτε άλλο να προσφέρει
παρά τούτο το τέρμα.
Στη ζεστή νύχτα
η μαραμένη ιέρεια της Εκάτης
με γυμνωμένα στήθη ψηλά στο δώμα
παρακαλά μια τεχνητή πανσέληνο, καθώς
δύο ανήλικες δούλες που χασμουριούνται
αναδεύουν σε μπακιρένια χύτρα
αρωματισμένες φαρμακείες.
Αύριο θα χορτάσουν όσοι αγαπούν τα μυρωδικά.
Το πάθος της και τα φτιασίδια
είναι όμοια με της τραγωδού
ο γύψος τους μάδησε κιόλας.
Καθώς το τέλος πλησιάζει η παρακμή της κοινωνίας είναι εμφανής τόσο στη στάση των πολιτών όσο και στην ψεύτικη θρησκεία που μάταια επιχειρεί να ξεγελάσει τους εναπομείναντες πιστούς της.
Αναλυτικότερα:
Οι άνθρωποι εμφανίζονται από τον ποιητή αδρανείς -τυλιγμένοι σε ναρκωτικά σεντόνια- αδιάφοροι για την εξέλιξη των πραγμάτων και η μόνη δυνατή προσφορά τους είναι το τέλος, η πλήρης παράδοση δηλαδή στην καταστροφή που πλησιάζει. Οι πολίτες της παρακμάζουσας κοινωνίας είτε αγνοούν την πορεία που ακολουθούν τα γεγονότα είτε απλώς δεν έχουν πια καμία διάθεση να αντισταθούν σε ό,τι έρχεται. Παραμένουν αδιάφοροι απέναντι στον εκφυλισμό και την παρακμή κι εντελώς μοιρολατρικά περιμένουν το αναπόφευκτο τέλος.
Την ίδια στιγμή η ιέρεια της Εκάτης, της θεότητας του κάτω κόσμου που της αποδιδόταν η προστασία της μαγικής τέχνης, έχοντας χάσει τη λάμψη των παλαιότερων χρόνων, μαραμένη πια, κάνει δεήσεις σε μια πανσέληνο που δεν είναι καν πραγματική. Η εικόνα παρακμής της θρησκείας των εθνικών γίνεται ακόμη παραστατικότερη με την αναφορά στις δύο δούλες που χασμουριούνται καθώς ανακατεύουν τη χύτρα με τα αρωματισμένα μαγικά.
Η ιέρεια με γυμνωμένα στήθη, ακολουθώντας το τυπικό της ξεπερασμένης της θρησκείας, ετοιμάζει τα αρωματισμένα δηλητήρια, τις αρωματισμένες φαρμακείες, που αποτελούν έσχατη καταφυγή για τους εναπομείναντες πιστούς. Κι αύριο θα τα προσφέρει στους πιστούς, σε όσους αγαπούν ακόμη τα αρωματισμένα ψεύδη της ιέρειας, δίνοντας τους μια υπόσχεση που δε θα μπορέσει να τηρήσει. Η ιέρεια δεν μπορεί πια να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων, μπορεί όμως να ξεγελάσει με τη θέλησή τους, εκείνους που επιμένουν να της δίνουν προσοχή.
Ο ποιητής, βέβαια, υποσκάπτει ακόμη περισσότερο τα σαθρά θεμέλια της εθνικής θρησκείας, παρομοιάζοντας το πάθος της ιέρειας και τα φτιασίδια του προσώπου της, με μια μάσκα τραγωδού που έχει πια φθαρεί με το πέρασμα του χρόνου και ο γύψος της έχει μαδήσει.
Τα μαγικά που ετοιμάζει η ιέρεια είναι μάταια, όπως μάταια είναι και η προσδοκία των πιστών της, πως μπορεί να υπάρξει σωτηρία μέσα από μια ψεύτικη θρησκεία.
Οι άνθρωποι αδρανούν, η θρησκεία έχει χάσει τη δύναμη που κάποτε είχε και η καταστροφή της κοινωνίας, που δεν κατόρθωσε να διαφύγει τη φθοροποιό δύναμη της παρακμής, είναι πλέον δεδομένη. Αν, επομένως, οι άνθρωποι εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε κάποιο θαύμα, σε κάποια απρόσμενη λύση, ελπίζουν μάταια και είναι προτιμότερο να προετοιμαστούν για το τέλος που δεν γίνεται πια να εμποδιστεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου