Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» Δ΄

Leonardo da Vinci

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»

Δ΄

Στο τρελό ανεμοσκόρπισμα
δεξιά ζερβά πάνω και κάτω
στροβιλίζονται σαρίδια.
Φτενοί θανατεροί καπνοί
λύνουν τα μέλη των ανθρώπων.
Οι ψυχές
βιάζουνται ν’ αποχωριστούν το σώμα
διψούν και δε βρίσκουν νερό πουθενά∙
κολνούν εδώ κολνούν εκεί στην τύχη
πουλιά στις ξόβεργες∙
σπαράζουν ανωφέλευτα
όσο που δε σηκώνουν άλλο τα φτερά τους.

Φυραίνει ο τόπος ολοένα
χωματένιο σταμνί.

Με μια σειρά εικόνων αναστάτωσης, απόγνωσης και αδυναμίας διαφυγής, ο Σεφέρης επιχειρεί να περάσει στους αναγνώστες το συναίσθημα της αποτελμάτωσης και της απουσίας επιλογών, καθώς η πορεία των ανθρώπων οδηγείται αναπότρεπτα προς το τέλος της.
Αναλυτικότερα:
Ένας δυνατός άνεμος που πηγαινοφέρνει δεξιά κι αριστερά μικρά σκουπίδια, είναι η εισαγωγική εικόνα του ποιήματος, η οποία κατορθώνει να δημιουργήσει αμέσως μια αρνητική αίσθηση, καθώς ο ανεξέλεγκτος αυτός άνεμος λειτουργεί ως προμήνυμα δυσάρεστων καταστάσεων. Ο άνεμος μοιάζει να είναι η αρχή μιας γενικευμένης καταστροφικής επενέργειας.
Λεπτοί, αδιόρατοι μα θανατηφόροι καπνοί, λύνουν τα μέλη των ανθρώπων. Με μια εικόνα που μας παραπέμπει αφενός στη κατάσταση ημισυνειδησίας που περιερχόταν η Πυθία, χάρη στις αναθυμιάσεις του Μαντείου, κι αφετέρου στις συνθήκες που θα επικρατήσουν στη γη όταν θα πλησιάζει το τέλος, όπως μας τις παρουσιάζει ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη: «Καὶ ὁ πέμπτος ἄγγελος ἐσάλπισε· καὶ εἶδον ἀστέρα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεπτωκότα εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἡ κλεὶς τοῦ φρέατος τῆς ἀβύσσου, καὶ ἤνοιξε τὸ φρέαρ τῆς ἀβύσσου, καὶ ἀνέβη καπνὸς ἐκ τοῦ φρέατος ὡς καπνὸς καμίνου καιομένης, καὶ ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος καὶ ὁ ἀὴρ ἐκ τοῦ καπνοῦ τοῦ φρέατος.», ο ποιητής ιχνογραφεί μια οριακή κατάσταση που δε φαίνεται να παρέχει άλλη δυνατότητα διαφυγής πέρα από τον τερματισμό της ύπαρξης.
Οι ψυχές βιάζονται να αποχωριστούν το σώμα τους, καθώς η ζωή μοιάζει περισσότερο με μαρτύριο παρά με μια ιδανική κατάσταση που προσφέρει ευχαρίστηση και απολαύσεις. Οι ψυχές ανήσυχες αναζητούν ανακούφιση από τη δίψα τους, μα πουθενά δεν υπάρχει νερό, αναζητούν μια δίοδο μα δεν βρίσκεται γι’ αυτές δυνατότητα διαφυγής. Προσκολλώνται στην τύχη όπου βρουν, μα αντί να οδηγηθούν στη λύτρωση, παγιδεύονται ακόμη περισσότερο, όπως τα πουλιά στις ξόβεργες και καταλήγουν να βασανίζονται μάταια, μέχρι που δεν μπορούν πια να πετάξουν. Καμία ανακούφιση, καμία δυνατότητα διαφυγής, σε μια εφιαλτική κατάσταση που μας παραπέμπει εκ νέου στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Όταν ο πέμπτος άγγελος σάλπισε, άνοιξε το όρυγμα της αβύσσου, η γη καλύφθηκε με καπνό κι απ’ τον καπνό βγήκαν ακρίδες που βασάνιζαν τους ανθρώπους που δεν είχαν τη σφραγίδα του Θεού, κι άνθρωποι αυτοί επιζητούσαν το θάνατο κι ο θάνατος δεν ερχόταν: «καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ζητήσουσιν οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατον καὶ οὐ μὴ εὑρήσουσιν αὐτόν, καὶ ἐπιθυμήσουσιν ἀποθανεῖν, καὶ φεύξεται ἀπ' αὐτῶν ὁ θάνατος».
Η κατάσταση των ανθρώπων ολοένα επιδεινώνεται κι ο τόπος, η γη, μοιάζει να μειώνεται σταδιακά, μοιάζει να χάνει πολύτιμα τμήματά της –όσα είχαν να προσφέρουν χαρά στους ανθρώπους-, όπως ένα χωματένιο σταμνί φθείρεται με τον καιρό, μέχρι που διαλύεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου