Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Το μοιρολόγι της φώκιας»

Leonardo da Vinci

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Το μοιρολόγι της φώκιας»


Ο Παπαδιαμάντης στο εξαιρετικό αυτό διήγημα μας υπενθυμίζει πως η ζωή των ανθρώπων δεν μπορεί να βρεθεί για καιρό μακριά από τον πόνο και τους καημούς, καθώς ο θάνατος ενυπάρχει στη φύση μας και η απώλεια αγαπημένων προσώπων είναι αναπόφευκτη. Στοιχείο που καθίσταται πολλαπλά τραγικότερο όταν συνειδητοποιούμε πως ο θάνατος δεν γνωρίζει λογική και άνθρωποι χάνονται προτού καν προλάβουν να ζήσουν. Με μια σειρά αντιθέσεων ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζει τη διαρκή και αδιάσπαστη συνύπαρξη της ζωή με το θάνατο, τονίζοντας έτσι την αναγκαία για όλους διαπίστωση πως ο θάνατος δεν γίνεται να αγνοηθεί όπως δε γίνεται και να προβλεφθεί.
«Κάτω από τον κρημνόν, οπού βρέχουν τα κύματα, όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη, οπού αντικρύζει τα Μνημούρια... κατέβαινε το βράδυ-βράδυ η γριά-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία... Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν εν πένθιμον βαθύ μοιρολόγι... αι ακτίνες του εθώπευον κατέναντί της τον μικρόν περίβολον και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας.» Από την αρχή κιόλας του διηγήματος ο θάνατος παρουσιάζεται κυρίαρχος, τόσο στη ζωή της χαροκαμένης Λούκαινας όσο και για την υπόλοιπη κοινότητα, με την περιγραφή του νεκροταφείου να δεσπόζει. Οι πολλαπλές αναφορές στο θάνατο δημιουργούν μια πένθιμη αίσθηση και προοικονομούν μια ανάλογη εξέλιξη για το διήγημα.
Η γριά-Λούκαινα έχει θάψει στο «αλώνι εκείνο του χάρου» πέντε από τα παιδιά της και τον άντρα της. Οι απώλειες αυτές έχουν σημαδέψει τη ζωή της και παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια από τότε που πέθαναν τα παιδιά της, εκείνη συνεχίζει να θρηνεί το χαμό τους, καθώς για μια μητέρα ο πόνος για το χαμό του παιδιού της είναι ασίγαστος. Η γριά-Λούκαινα, βέβαια, έζησε σε μια εποχή που οι ασθένειες θέριζαν τα μικρά παιδιά και οι πολλές απώλειες ήταν συνηθισμένες, αυτό όμως δε σήμαινε πως ο πόνος μιας μητέρας ήταν λιγότερο ισχυρός.

«Δεξιά της κατήρχετο ομαλώτερος, πλαγιαστός, ο κρημνός του γηλόφου, εφ' ου ήτο το Κοιμητήριον, και εις τα κλίτη του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα απόχρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα. Υπεράνω της κεφαλής της, ολίγον προς τα δεξιά, εντός μικράς κρυπτής λάκκας, παραπλεύρως του Κοιμητηρίου, είχε καθίσει νεαρός βοσκός, επιστρέφων με το μικρόν κοπάδι του από τους αγρούς, και, χωρίς ν' αναλογισθή το πένθιμον του τόπου, είχε βγάλει το σουραύλι από το μαρσίπιόν του, και ήρχισε να μέλπη φαιδρόν ποιμενικόν άσμα.» Η αντίθεση ανάμεσα στο τοπίο, όπου κυριαρχεί το έργο του θανάτου και το χαροποιό άσμα του νεαρού βοσκού, αποτελεί βασική θεματική του διηγήματος. Εκεί που ο θάνατος φαντάζει κυρίαρχος και επιφέρει με την παρουσία του σιωπή και θλίψη, η ζωή δεν παύει να καλεί τους ανθρώπους να χαρούν και να απολαύσουν το δώρο που τους προσφέρει, όσο κι αν αυτό είναι πρόσκαιρο κι επισφαλές. Η αντίθεση αυτή, βέβαια, μπορεί να ιδωθεί κι αντίστροφα, υπό την έννοια πως εκεί που η ζωή γιορτάζει την ευδαιμονία της ύπαρξης, ο θάνατος επιδεικνύει τα λάφυρά του, υπενθυμίζοντας σε όλους πως εκείνος αποτελεί την αναπόφευκτη κατάληξη της ζωής.
Η γριά-Λούκαινα θα σταματήσει το μοιρολόγι της αφήνοντας για λίγο την εύθυμη μελωδία του βοσκού να επικρατήσει στο χώρο γύρω της και να μεταφέρει θετικά μηνύματα σε μια περιοχή όμως που ο θάνατος έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια της κυρίαρχης παρουσίας του. Δε θα πρέπει, άλλωστε, να αγνοήσουμε το γεγονός πως το εύθυμο τραγούδι του βοσκού είναι αυτό που θα τραβήξει την προσοχή της Ακριβούλας και θα την παρασύρει στο λάθος μονοπάτι, όπου και θα παγιδευτεί, όπως παγιδευμένη είναι και η μικρή γολέτα στο λιμάνι. Η εικόνα της γολέτας που αδυνατεί να φύγει από το λιμάνι λόγω της νηνεμίας, αποτελεί μια έμμεση προοικονομία της παγίδευσης του μικρού κοριτσιού που δε θα μπορεί να βρει το δρόμο για να γυρίσει πίσω.
«Μία φώκη, βόσκουσα εκεί πλησίον, εις τα βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως το σιγανόν μυρολόγι της γραίας, εθέλχθη απότον θυρυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, εις τα ρηχά, κ' ετέρπετο εις τον ήχον, κ' ελικνίζετο εις κύματα. Μία μικρά κόρη, ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών, ίσως την είχε στείλει η μάννα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της...»
Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει εδώ ακόμη δύο βασικά πρόσωπα του διηγήματος που εμφανίζονται κατά μοιραία σύμπτωση για τον ίδιο λόγο και παρατείνουν την παρουσία τους επίσης για τον ίδιο λόγο. Η Ακριβούλα έρχεται για να βρει τη γιαγιά της και η φώκια πλησιάζει στην ακτή έχοντας ακούσει το μοιρολόγι της γριάς-Λούκαινας. Η Ακριβούλα θα χάσει το δρόμο της και θα εγκλωβιστεί, έχοντας παρασυρθεί από τη μελωδία του βοσκού, όπως και η φώκια που βγαίνει τελικά στα ρηχά παρασυρμένη από την ίδια μελωδία. Το εύθυμο τραγούδι του βοσκού, η ευδαιμονική αυτή έκφραση της ζωής, θα αποτελέσει θανάσιμο κάλεσμα για το μικρό κορίτσι.
«Καθώς είχε νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγήν της, και ήρχισε ν' ανέρχεται το μονοπάτι, επιστρέφουσα κατ' οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγισμόν, εστράφη κ' εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.
- Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη... Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.
Κι εξακολούθησε το δρόμο της.
Κ’ η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολταντζάρη εις τον λιμένα. Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του εις την σιγήν της νυκτός.»

Η Ακριβούλα αδυνατώντας να βρει το δρόμο του γυρισμού και μη μπορώντας να δει γύρω της, θα γλιστρήσει και θα πέσει στη θάλασσα. Ο πνιγμός του κοριτσιού θα περάσει απαρατήρητος τόσο από το βοσκό όσο κι από τη γιαγιά του παιδιού, που θα θεωρήσει πως ο πλαταγισμός που ακούστηκε ήταν ένα παιχνίδι του βοσκού. Η γριά-Λούκαινα ενοχλείται από την παρουσία του βοσκού, όσο κι από τη χαρά που εκφράζεται μέσα από το τραγούδι του, καθώς της φαίνεται αδιανόητο πως σ’ ένα χώρο γεμάτο από τα έργα του θανάτου, μπορεί κάποιος να είναι ευτυχής και να χαίρεται τη ζωή. Η γριά-Λούκαινα βιώνοντας τόσα πένθη για τόσο καιρό, βρίσκει αταίριαστη τη χαρά του νεαρού και σημαδιακή, δημιουργώντας έτσι έντονη τραγική ειρωνεία, καθώς αγνοεί πως εκείνη τη στιγμή που ακούστηκε ο πλαταγισμός η εγγονή της έβρισκε το θάνατο στα νερά της θάλασσας. Το τραγούδι του «σημαδιακού» βοσκού οδήγησε την εγγονή της στο λάθος μονοπάτι και παράλληλα κάλυψε και την απελπισμένη κραυγή του κοριτσιού. Πίσω από τη χαρούμενη μελωδία κρύβεται μια ακόμη απώλεια για τη γριά-Λούκαινα.
Το ιδιαίτερο μήνυμα του διηγήματος κρύβεται στην τριπλή επανάληψη του ρήματος «εξακολουθώ», το οποίο αναφέρεται στη γριά-Λούκαινα, τη γολέτα και το βοσκό, εκφράζοντας πως ακόμη και τη στιγμή ενός τραγικού θανάτου -ένα κοριτσάκι εννιά ετών μόλις πνίγηκε- η ζωή συνεχίζει την πορεία της. Παρά το γεγονός ότι ο θάνατος μπορεί να επέλθει ανά πάσα στιγμή, τερματίζοντας τη ζωή ακόμη κι ενός μικρού παιδιού, η ζωή συνεχίζεται ακάθεκτη και τίποτε δεν την καθηλώνει, καθώς όπως ο θάνατος συνεχίζει το καταστρεπτικό του έργο έτσι ακριβώς και η ζωή επιμένει στο δικό της έργο τη διατήρηση και την επιβίωση.
Το διήγημα αποκτά με το θάνατο της Ακριβούλας μια τραγικότερη διάσταση, καθώς ένα νέο πένθος επέρχεται για τη γριά-Λούκαινα που ίσως νόμιζε πως έχει ήδη πληρώσει ακριβό τίμημα στο χάρο και πως δεν είχε πια τίποτε άλλο να του δώσει πέρα από τη δική της βασανισμένη ζωή.
Το μοιρολόγι της φώκιας που ακολουθεί κλείνει το διήγημα μεταφέροντας με ενάργεια μια βασική σκέψη του διηγήματος:
«Κ' η γριά ακόμα μοιρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν νά ‘χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου.»
Οι συμφορές και οι καημοί δεν τελειώνουν ποτέ για τους ανθρώπους κι είναι μάταιο να πιστέψει κανείς πως έχει γευτεί το μερίδιο του πόνου που του αντιστοιχεί. Όσο ζει ένα άνθρωπος θα είναι πάντοτε στη διάθεση της μοίρας για νέα χτυπήματα και για νέες συμφορές. Η γριά-Λούκαινα μπορεί να είχε χάσει ήδη πέντε παιδιά, αλλά ο καημός της επρόκειτο να αυξηθεί με μια ακόμη απώλεια. [Οι δύο τελευταίοι στίχοι από το ποίημα αυτό είναι χαραγμένοι στην προτομή του Παπαδιαμάντη που βρίσκεται στη γενέτειρά του, τη Σκιάθο].
«Κ’ η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μοιρολογά, πριν αρχίση το εσπερινόν δείπνον της.»
Η φώκια περιτριγυρίζει το σώμα της Ακριβούλας και το μοιρολογά, προτού ξεκινήσει το δείπνο της. Εδώ ο Παπαδιαμάντης υπαινίσσεται αλλά δεν αποκαλύπτει πλήρως μια φρικιαστική εικόνα. Οι φώκιες πράγματι κλαίνε πάνω από ένα νεκρό σώμα, όχι όμως για να το θρηνήσουν, όπως θα το ερμηνεύαμε με μια άτοπη εξανθρώπιση. Ένα απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη μας βοηθά να κατανοήσουμε την εικόνα αυτή που μας δίνει ο Παπαδιαμάντης.
«Όποτε σας λένε οι ξένοι σας φίλοι ντύνεστε το πουκάμισο της αρετής κλαίτε την πατρίδα και τους αγωνιστάς καθώς κλαίγει η φώκια τον πνιμένον είναι τα δάκρυά της καυτερά, σαπίζει τον πνιμένον και κάθεται και τον τρώγει.»
Η φώκια ετοιμάζεται να δειπνήσει, μα το δείπνο της δεν είναι άλλο από το άψυχο σώμα του κοριτσιού. Η ζωή δίνει εδώ τη μακάβρια απάντησή της στο θάνατο. Ο θάνατος του μικρού κοριτσιού, προσφέρει το γεύμα της φώκιας, υπηρετώντας την πανίσχυρη ανάγκη της ζωής για διατήρηση και επιβίωση.

Δείτε επίσης:

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Το μοιρολόγι της φώκιας» (ερωτήσεις)

1 σχόλιο:

  1. Μια ταινία μικρού μήκους για το "Μοιρολόι της Φώκιας" που επιμελήθηκαν-σκηνοθέτησαν δύο μαθητές Λυκείου. papadiamandis.blogspot.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή