Μύκονος
Πανελλήνιες Εξετάσεις 2011, Λογοτεχνία Κατεύθυνσης
Διονύσιος Σολωμός
Ὁ Κρητικός
1 [18.]
....................................................................................
....................................................................................
Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριά ἀκόμη τ’ ἀκρογιάλι·
«Ἀστροπελέκι μου καλό, γιά ξαναφέξε πάλι!»
Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ’ ἄλλο
Πολύ κοντά στήν κορασιά μέ βρόντημα μεγάλο·
5 Τά πέλαγα στήν ἀστραπή κι ὁ οὐρανός ἀντήχαν,
Οἱ ἀκρογιαλιές καί τά βουνά μ’ ὅσες φωνές κι ἄν εἶχαν.
2 [19.]
Πιστέψετε π’ ὅ,τι θά πῶ εἶν’ ἀκριβή ἀλήθεια,
Μά τές πολλές λαβωματιές πού μὄφαγαν τά στήθια,
Μά τούς συντρόφους πὄπεσαν στήν Κρήτη πολεμώντας,
Μά τήν ψυχή πού μ’ ἔκαψε τόν κόσμο ἀπαρατώντας.
5 (Λάλησε, Σάλπιγγα! κι ἐγώ τό σάβανο τινάζω,
Καί σχίζω δρόμο καί τς ἀχνούς ἀναστημένους κράζω:
«Μήν εἴδετε τήν ὀμορφιά πού τήν Κοιλάδα ἁγιάζει;
Πέστε, νά ἰδεῖτε τό καλό ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει.
Καπνός δέ μένει ἀπό τή γῆ· νιός οὐρανός ἐγίνη·
10 Σάν πρῶτα ἐγώ τήν ἀγαπῶ καί θά κριθῶ μ’ αὐτήνη.
− Ψηλά τήν εἴδαμε πρωί· τῆς τρέμαν τά λουλούδια
Στή θύρα τῆς Παράδεισος πού ἐβγῆκε μέ τραγούδια·
Ἔψαλλε τήν Ἀνάσταση χαροποιά ἡ φωνή της,
Κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιά γιά νά ’μπει στό κορμί της·
Ὁ οὐρανός ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος,
Τό κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος·
Καί τώρα ὀμπρός τήν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει·
Ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καί κάποιονε γυρεύει»).
3 [20.]
Ἀκόμη ἐβάστουνε ἡ βροντή.....................................
Κι ἡ θάλασσα, πού σκίρτησε σάν τό χοχλό πού βράζει,
Ἡσύχασε καί ἔγινε ὅλο ἡσυχία καί πάστρα,
Σάν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ’ἄστρα·
5 Κάτι κρυφό μυστήριο ἐστένεψε τή φύση
Κάθε ὀμορφιά νά στολιστεῖ καί τό θυμό ν’ ἀφήσει.
Δέν εἶν’ πνοή στόν οὐρανό, στή θάλασσα, φυσώντας
Οὔτε ὅσο κάνει στόν ἀνθό ἡ μέλισσα περνώντας,
Ὅμως κοντά στήν κορασιά, πού μ’ ἔσφιξε κι ἐχάρη,
10 Ἐσειότουν τ’ ὁλοστρόγγυλο καί λαγαρό φεγγάρι·
Καί ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι πού ἐκεῖθε βγαίνει,
Κι ὀμπρός μου ἰδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τό δροσάτο φῶς στή θεϊκιά θωριά της,
Στά μάτια της τά ὁλόμαυρα καί στά χρυσά μαλλιά της.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α1. Να αναφέρετε ονομαστικά τρία από τα κύρια θέματα της Επτανησιακής Σχολής και για το καθένα να γράψετε ένα παράδειγμα από το ποιητικό κείμενο του Διονυσίου Σολωμού που σας δόθηκε.
Μονάδες 15
Β1. Σύμφωνα με την Ελένη Τσαντσάνογλου, ένα από τα γνωρίσματα του σολωμικού έργου είναι ότι ο ποιητής συνθέτει τη φυσική και τη μεταφυσική πραγματικότητα.
α) Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε δύο εικόνες του κειμένου που να επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη. (μονάδες 10)
β) Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο ποιητής επιλέγει να αναγάγει στο απόσπασμα 2 [19.] τη λυρική του αφήγηση σε επίπεδο μεταφυσικό; (μονάδες 10)
Μονάδες 20
Β2. Στο απόσπασμα 3 [20.] ο Σολωμός αναπτύσσει το μοτίβο της σιγής του κόσμου πριν από τη θεία επιφάνεια. Να βρείτε δύο εκφραστικά μέσα με τα οποία αποδίδεται το μοτίβο αυτό στο συγκεκριμένο απόσπασμα (μονάδες 10) και να τα αναλύσετε (μονάδες 10).
Μονάδες 20
Γ1. Να σχολιάσετε τους παρακάτω στίχους:
α) «Ἀστροπελέκι μου καλό, γιά ξαναφέξε πάλι!»
Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ’ ἄλλο
Πολύ κοντά στήν κορασιά μέ βρόντημα μεγάλο·
(σε μία παράγραφο 80 – 100 λέξεων) (μονάδες 15)
β) Ἔψαλλε τήν Ἀνάσταση χαροποιά ἡ φωνή της,
Κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιά γιά νά ’μπει στό κορμί της· (σε μία παράγραφο 60 – 80 λέξεων) (μονάδες 10)
Μονάδες 25
Δ1. Στο παρακάτω απόσπασμα από το ποίημα του Γεράσιμου Μαρκορά «Ο Όρκος» ο Μάνθος (ήρωας της Κρητικής επανάστασης των ετών 1866-1869, που έχει σκοτωθεί στο ολοκαύτωμα του Αρκαδίου) απευθύνεται στην ετοιμοθάνατη αγαπημένη του. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το απόσπασμα αυτό του Μαρκορά με το κείμενο του «Κρητικού» που σας δόθηκε.
Μονάδες 20
Ἄκου, Εὐδοκιά!1 – Σὰν ἔπαψαν στὸ οὐράνιο περιγιάλι
Ἄκου, Εὐδοκιά!1 – Σὰν ἔπαψαν στὸ οὐράνιο περιγιάλι
Τοῦ φτάσιμού μας ᾑ χαραίς2 – ὠιμέ! – τὰ μύρια κάλλη,
Ποῦ3 μ’ ἕνα βλέμμα ἐξάνοιξα4 τριγύρου σκορπισμένα,
Χλωμὰ καὶ κρύα μοῦ φάνηκαν, θυμούμενος ἐσένα.
Ἐπῆρα δρόμο μακρυνό. Σὰν πότε θὰ σὲ φέρῃ
Στὴν ἀγκαλιά μου ὁ Θάνατος ρωτοῦσα κάθε ἀστέρι,
Καὶ ὀμπρὸς ἀπέρναα5 κ’ ἔκανα σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση
Τὸ ἀγαπητό σου τ’ ὄνομα γλυκὰ νὰ ἠχολογήσῃ.
Σὲ πλάγι οὐράνιο, ποῦ ψυχὴ δὲν ἤτανε κἀμμία,
Θλιμμένος χάμου ἐκάθισα. Στὴ μοναξιὰ τὴ θεία
Τὰ πρῶτα τῆς ἀγάπης μας εὐτυχισμένα χρόνια
Μοῦ φτερουγιάζανε ὀμπροστά, σὰν τόσα χελιδόνια.
Στὰ μέρη, ποὖχαν μᾶς ἰδῇ6 τόσαις φοραὶς ἀντάμα,
Ὁ νοῦς μου ξαναγύριζε – κ’ ἰδὲς θαυμάσιο πρᾶμα! –
Ὅ,τι θωροῦσε ὁ λογισμὸς ἔπαιρνε σῶμα ὀμπρός μου,
Ὁποῦ7 δὲν εἶναι πρόσκαιρο, σὰν τ’ ἄλλα ἐδῶ τοῦ κόσμου.
..................................................................................................
Ὤ! πᾶμε, ἀγάπη μου γλυκειά! πᾶμε, ὁ καιρὸς μᾶς βιάζει!
Δὲν εἶναι χόρτο ἢ λούλουδο ποῦ ἐκεῖ νὰ μὴ σὲ κράζῃ·
Ἐκεῖ ἀπὸ χρόνια ἡ μάννα σου καὶ ὁ δοξαστός σου κύρης
Τὴ θεία φτεροῦγα τῆς ψυχῆς ἀκαρτεροῦν νὰ γύρῃς.
Πᾶμε! – ὁ καλὸς Ἡγούμενος8, οἱ Κρητικοί μας ὅλοι
Θὰ ἰδῇς ποῦ θἄρχωνται συχνὰ στ’ὡραῖο σου περιβόλι,
Καὶ θ’ἀγροικήσῃς ἀπ’ αὐτούς, ποῦ γύρω μαζωμένοι
Στὴ χλωρασιὰ9 θὰ κάθωνται, τί μάχαις ἔχουν γένῃ,
Καὶ πόσα ἐβάψαν αἵματα κάθε βουνὸ τῆς Κρήτης,
Πρὶν σκύψῃ πάλε στὸ ζυγὸ τὴν ἔρμη κεφαλή της.
Π.Δ. Μαστροδημήτρης, Ο Όρκος του Μαρκορά, Εκδόσεις Κανάκη, σσ. 140-141.
1. Εὐδοκιά: το όνομα της αγαπημένης του Μάνθου
2. ᾑ χαραίς: οι χαρές
3. ποῦ: που
4. ἐξάνοιξα: είδα, διέκρινα
5. ἀπέρναα: περνούσα
6. ποὖχαν μᾶς ἰδῇ: που μας είχαν δει
7. Ὁποῦ: που
8. Ἡγούμενος: ο ηγούμενος του Αρκαδίου
9. χλωρασιά: βλάστηση, πρασινάδα
Ενδεικτικές Απαντήσεις
Α1. Τρεις βασικές θεματικές της Επτανησιακής Σχολής είναι η φύση, η γυναίκα και η θρησκεία.
Η φύση κυριαρχεί στην ποιητική σύνθεση του Σολωμού αποτελώντας το σκηνικό πλαίσιο της ιστορίας και συνάμα, μέσω της τρικυμίας, την πρώτη από τις δοκιμασίες του ήρωα.
«Τά πέλαγα στήν ἀστραπή κι ὁ οὐρανός ἀντήχαν,
Οἱ ἀκρογιαλιές καί τά βουνά μ’ ὅσες φωνές κι ἄν εἶχαν»
Η γυναίκα αποκτά ιδιαίτερη σημασία στον Κρητικό τόσο με την αρραβωνιαστικιά, την οποία ο ήρωας αναζητά με επιμονή ακόμη και λίγο προτού γίνει η Έσχατη Κρίση, όσο και με τη θεϊκή μορφή της Φεγγαροντυμένης.
«Κι ὀμπρός μου ἰδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τό δροσάτο φῶς στή θεϊκιά θωριά της,
Στά μάτια της τά ὁλόμαυρα καί στά χρυσά μαλλιά της.»
Η θρησκεία βρίσκει την έκφρασή της στο 2ο απόσπασμα, όπου ο ποιητής παρουσιάζει την ανάσταση των νεκρών και την προσδοκία τις Κρίσης των ψυχών.
«Λάλησε, Σάλπιγγα! κι ἐγώ τό σάβανο τινάζω,
Καί σχίζω δρόμο καί τς ἀχνούς ἀναστημένους κράζω»
Β1.
α) Ο Σολωμός, έχοντας δεχτεί επιρροές από το κίνημα του Ρομαντισμού διανθίζει το έργο του με μεταφυσικές προεκτάσεις, οι οποίες δημιουργούν μια ιδιαίτερη σύνθεση με τη φυσική πραγματικότητα.
Η σύνθεση μεταφυσικής και φυσικής πραγματικότητας γίνεται αντιληπτή στα πλαίσια του 2ου αποσπάσματος, όπου ο ποιητής επιτρέπει τη διατήρηση ανθρώπινων συναισθημάτων στις ψυχές των αναστημένων, παρόλο που η κατάσταση του θανάτου οδηγεί εξορισμού στην αποβολή των δεσμών της ψυχής με κάθε γήινη διάστασή της. Παρατηρούμε, δηλαδή, μια εγκοσμίωση του παραδείσιου τοπίου, στο οποίο οι ψυχές των αχνών αναστημένων κινούνται, μιλούν, σκέφτονται και αισθάνονται, όπως όταν βρίσκονταν στη γη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η εικόνα της κόρης που τραγουδά με χαρά την Ανάσταση.
Στο ίδιο απόσπασμα η κόρη παρουσιάζεται να ανυπομονεί να μπει ξανά στο κορμί της, εικόνα που μας παραπέμπει στην εν σαρκί ανάσταση, στην επιστροφή δηλαδή των ψυχών στην πρότερη κατάστασή τους, όπου η μεταφυσική τους υπόσταση θα ενωθεί εκ νέου με τη φυσική, γήινη, υπόστασή τους.
Σύνθεση της μεταφυσικής με τη φυσική πραγματικότητα έχουμε και στο 3ο απόσπασμα με την εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης, όπου μια θεϊκή παρουσία, μια υπερκόσμια οντότητα, λαμβάνει ανθρώπινη μορφή και παρουσιάζεται μπροστά στον ήρωα.
«Κι ὀμπρός μου ἰδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τό δροσάτο φῶς στή θεϊκιά θωριά της,
Στά μάτια της τά ὁλόμαυρα καί στά χρυσά μαλλιά της.»
β)
- Το πέρασμα της αφήγησης σε μεταφυσικό επίπεδο, με τον ήρωα να αναζητά την αγαπημένη του ακόμη και μετά το θάνατό του, έρχεται να δώσει στον Κρητικό την ευκαιρία μιας ετεροχρονισμένης παραμυθίας με το να βρεθεί ξανά με την αρραβωνιαστικιά του, ο θάνατος της οποίας του είχε προκαλέσει ανείπωτο πόνο.
- Παράλληλα, η αναφορά σ’ αυτή την απροσδόκητη αναζήτηση στην Κοιλάδα Ιωσαφάτ παρουσιάζει εμφατικά την αγάπη του ήρωα για την αρραβωνιαστικιά του και προϊδεάζει έτσι ο ποιητής τους αναγνώστες του για την ένταση των δοκιμασιών που θα απαιτηθούν, ώστε ο άντρας αυτός να μην κατορθώσει να σώσει την αγαπημένη του.
- Ο Σολωμός έχοντας κατά νου τους αφορισμούς του Πλάτωνα για τη διάθεση των ποιητών να παρουσιάζουν τους ήρωές τους δέσμιους του αισθητού κόσμου, έρχεται με τη δική του σύνθεση να προτάξει την ηθική απελευθέρωση του ήρωά του, μέσω υπέρμετρων δοκιμασιών, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να αποδεσμευτεί από την περιορισμένη αντίληψη των αισθήσεων και να κινηθεί πέρα από τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς.
- Η αφήγηση αυτή, επιπλέον, τονίζει την έντονη θρησκευτικότητα του ποιητή, που με άδολη πίστη διατηρεί στην ψυχή του την ελπίδα της ανάστασης των νεκρών και της υπερνίκησης του θανάτου. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι σε πολλές συνθέσεις του Σολωμού η αναφορά στο θάνατο ακολουθείται με αναφορά στην ανάσταση των νεκρών.
Β2. Η εμφάνιση της θεϊκής μορφής προετοιμάζεται με τη θαυμαστή και απότομη σιγή που επικρατεί στη φύση, που μόλις πριν λίγο βρισκόταν σε πλήρη αναταραχή.
Το μοτίβο της σιγής δίνεται από τον ποιητή με τη χρήση αρκετών εκφραστικών μέσων, ας δούμε δύο από αυτά:
«Ἡσύχασε καί ἔγινε ὅλο ἡσυχία καί πάστρα,» Στον στίχο αυτό έχουμε το σχήμα της επανάληψης, όπου η έννοια της ησυχία δίνεται εμφατικά (ησύχασε-ησυχία) και δημιουργεί έντονη αντίθεση με την κατάσταση που επικρατούσε προηγουμένως στη φύση. Η ξαφνική παύση της τρικυμίας και των ανέμων, δημιουργεί την αίσθηση πως κάτι το ιδιαίτερο πρόκειται να ακολουθήσει και πως μόνο μια υπερφυσική δύναμη θα μπορούσε να προκαλέσει μια τόσο αιφνίδια αλλαγή στο φυσικό περιβάλλον.
«Σάν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ’ἄστρα·» Η εξαιρετική αυτή παρομοίωση παρουσιάζει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο την ηρεμία που επικράτησε στη θάλασσα, η οποία ακινητοποιείται σε τέτοιο βαθμό ώστε αντανακλά τα αστέρια και μοιάζει με ευωδιαστό περιβόλι, τα άνθη του οποίου είναι τα αστέρια του ουρανού. Η εικόνα της θάλασσας που λειτουργεί σαν καθρέφτης του ουρανού, μας προετοιμάζει για τον ξεχωριστό ρόλο που θα επιτελέσει η θάλασσα, η οποία θα λειτουργήσει ως συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον και στην υπερφυσική μορφή της φεγγαροντυμένης, η εμφάνιση της οποίας θα πραγματοποιηθεί σύντομα πάνω στα γαλήνια νερά της θάλασσας.
Γ1
α) Ο ήρωας προσφωνεί και συνάμα προσωποποιεί το αστροπελέκι «αστροπελέκι μου καλό», θέλοντας να το εξευμενίσει, για να αξιοποιήσει την ισχυρή αυτή δύναμη της φύσης προς όφελός του. Η φύση εδώ δείχνει την αρνητική της όψη στον ήρωα, ο οποίος αποκαλώντας το αστροπελέκι καλό καταφεύγει σ’ έναν συνειδητό ευφημισμό, καθώς το σκοτάδι που επικρατεί παντού δεν του επιτρέπει να γνωρίζει που ακριβώς βρίσκεται, ενώ το φως του εχθρικού αστροπελεκιού, θα του δώσει την ευκαιρία να δει καθαρότερα. Τα τρία αστροπελέκια που θα πέσουν δημιουργούν την παράδοξη συνέργεια ενός καταστροφικού φαινομένου με τον αδύναμο και παραδομένο στα κύματα ήρωα. Το φως από τα αστροπελέκια, παράλληλα, θα λειτουργήσει ως μέσο ανάδειξης της κορασιάς, ώστε με φυσικό τρόπο ο ποιητής να μας παρουσιάσει τα δύο βασικά πρόσωπα της ιστορίας.
Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι στους στίχους αυτούς εκφράζεται η επίδραση που έχει δεχτεί ο Σολωμός από τη δημοτική ποίηση μέσα από τη θεματική της ανά τρία σύνθεσης (τρία αστροπελέκια).
β) Η παρουσίαση της κοπέλας να τραγουδά με χαρά την ανάσταση, τονίζει το στοιχείο της εγκοσμίωσης, καθώς ο ποιητής αποδίδει στις ψυχές των νεκρών συναισθήματα και συνήθειες που είχαν όταν ακόμη βρίσκονταν ζωντανοί στη γη. Ενώ δίνει στην αναμονή της Έσχατης Κρίσης μια αίσθηση χαρμόσυνης προσμονής, που τονίζει την πίστη του ποιητή και τη θετική αντίληψή του για το κρίσιμο αυτό γεγονός.
Η ανυπομονησία της κόρης να μπει ξανά στο κορμί της, θέτει το θέμα της εν σαρκί ανάστασης, που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη συνάντηση του ήρωα με την αγαπημένη του.
Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως η όλη εικόνα μας παραπέμπει στη μεταφυσική διάσταση που λαμβάνει η αφήγηση στο συγκεκριμένο απόσπασμα.
Δ1.
Οι δύο ποιητικές συνθέσεις παρουσιάζουν, ως προς το περιεχόμενο, αρκετές ομοιότητες, καθώς πραγματεύονται το θέμα της αγάπης που ξεπερνά τα όρια του χρόνου και διατηρείται ακέραιη ακόμη και μετά το θάνατο. Πιο συγκεκριμένα, ο Μάνθος που είναι ήδη νεκρός, απευθύνεται στην αγαπημένη του που είναι ετοιμοθάνατη, παρασταίνοντάς της τις ομορφιές του παραδείσου και λέγοντάς της πόσο εκείνος και οι δικοί της ανυπομονούν να τη δουν κοντά τους.
Τα δύο ποιήματα έχουν ως ιστορικό πλαίσιο γεγονότα που σχετίζονται με επαναστάσεις στην Κρήτη, βασίζουν την αφήγησή τους στις περιπέτειες ενός ερωτευμένου ζευγαριού και μεταθέτουν την εξέλιξη της ιστορίας σε μεταφυσικό επίπεδο παρουσιάζοντας τα πρόσωπα της ιστορίας στον παράδεισο. Η προσδοκία της επανένωσης του ζευγαριού, έστω και στη μεταθανάτια ύπαρξη, κατέχει κεντρικό ρόλο και προσδίδει μια συναισθηματική φόρτιση στα ποιήματα, καθώς οι ήρωες εκφράζουν την ένταση της αγάπης τους και ανυπομονούν να συναντηθούν ξανά.
Ο Μάνθος, μάλιστα, παρουσιάζεται να ρωτά με αγωνία κάθε αστέρι που βρίσκει στον ουρανό για το πότε θα έρθει και η αγαπημένη του εκεί, όπως ο Κρητικός ρωτούσε τις ψυχές των αχνών αναστημένων για το αν είδαν τη δική του αγαπημένη.
Η αγωνία που εκφράζουν τα πρόσωπα των ποιημάτων και οι περιγραφές του παραδείσιου τοπίου, αποτελούν σαφή στοιχεία εγκοσμίωσης, καθώς οι ποιητές αποδίδουν στις ψυχές των νεκρών και στον παράδεισο, χαρακτηριστικά της γήινης ύπαρξης.
Τα δύο κείμενα, βέβαια, παρουσιάζουν και κάποιες διαφοροποιήσεις, καθώς ενώ στον Κρητικό η κοπέλα είναι νεκρή και ο ήρωας καταφεύγει στην αναζήτησή της και στο πρόθυμο πέρασμά του στο χώρων των ψυχών για να τη βρει, στον Όρκο η ιστορία εξελίσσεται αντίστροφα. Η κοπέλα είναι ζωντανή και αναζητά τον αγαπημένο της που έχει όμως σκοτωθεί, χωρίς εκείνη να το γνωρίζει.
Στον Κρητικό ο ήρωας θα μεταβεί αυτοβούλως στο μεταφυσικό επίπεδο της μεταθανάτιας ύπαρξης, ενώ στον Όρκο ο Μάνθος καλεί την αγαπημένη του να έρθει κοντά του στον παράδεισο, χωρίς φόβο, επιχειρώντας με τα λόγια του να παρηγορήσει την επιθανάτια αγωνία της.
Ο Κρητικός αναζητά την αγαπημένη του και μαθαίνει για τις πράξεις της από τους αχνούς αναστημένους, ενώ ο Μάνθος απευθύνει τα λόγια του απευθείας στην αγαπημένη του.
Επίσης, στον Όρκο που είναι εκτενέστερη η αναφορά στη μεταθανάτια ύπαρξη των ψυχών, ο Μαρκοράς έχει την ευκαιρία να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για τα εκεί πρόσωπα, παρουσιάζοντας τους γονείς της Ευδοκίας, αλλά και τους συντοπίτες και συναγωνιστές του Μάνθου.
Τέλος, η αφήγηση στον Όρκο δεν τοποθετείται λίγο προτού συμβεί η Έσχατη Κρίση, όπως γίνεται στον Κρητικό, δίνοντας έτσι στον Μάνθο το περιθώριο να παρουσιάσει στην αγαπημένη του πώς θα είναι η «ζωή» τους εκεί, όταν θα έρθει κι εκείνη κοντά του.
Δείτε επίσης:
Δείτε επίσης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου