Stefan Kuhn
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Ι΄
Την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν
στο γλυκοχάραμα της μέρας
είδα τα χείλια που άνοιγαν
φύλλο το φύλλο.
Έλαμπε ένα λιγνό δρεπάνι στον ουρανό.
Φοβήθηκα μην τα θερίσει.
Ο Σεφέρης έχοντας ήδη μιλήσει για τις δυσκολίες της ζωής που συνθλίβουν τη βούληση των ατόμων (Α), για την κατάσταση αποχαύνωσης στην οποία έχουν περιέλθει οι άνθρωποι που μοιάζουν ανίκανοι να αντιδράσουν στην πορεία παρακμής που ακολουθεί η κοινωνία τους (Γ, Δ, Ε), για τους προσωπικούς αγώνες προς την αυτογνωσία (Ζ, Η), αλλά και για την τάση των αδρανών ανθρώπων να τραβούν κοντά τους και τους υπόλοιπους, προτιμώντας να τους βλέπουν κι αυτούς να στέκουν απαθείς απέναντι σε όσα σαρώνουν τη ζωή τους (Θ). Έρχεται τώρα να μιλήσει για τον έρωτα για τη ζωοποιό αυτή δύναμη, που αποτελεί όχι μόνο την αρχή της ζωής, αλλά και το ψυχικό στήριγμα των ανθρώπων. Ο έρωτας θα αποτελέσει βασική θεματική (Ι, ΙΑ), λίγου προτού η ποιητική σύνθεση φτάσει στην κορύφωσή της, με το κάλεσμα του ποιητή να παραδοθούν όλα στις φλόγες, για να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της η κοινωνία που έχει πια παρακμάσει.
Τις πρώτες πρωινές ώρες, τότε που τα όνειρα που βλέπουν οι άνθρωποι αποκαλύπτουν την αλήθεια για τα μελλούμενα, το ποιητικό υποκείμενο ονειρεύεται τα χείλη αγαπημένης γυναίκας να ανοίγουν φύλλο το φύλλο, σαν ένα λουλούδι που ανθίζει. Τα χείλη που μισανοίγουν, δημιουργούν μια εικόνα ερωτικής πρόκλησης και φέρνουν στο προσκήνιο τη σημασία του έρωτα για την πορεία κάθε ατόμου.
Πέρα από τους προσωπικούς αγώνες του ατόμου για την επιβίωση και για τη γνωριμία του εαυτού του, ο έρωτας αποτελεί καίριο στοιχείο για την πλήρη βίωση της ζωής και φυσικά για τη συνέχειά της.
Καθώς, όμως, ο ποιητής ονειρεύεται τα ερωτικά χείλη, ο νους του ανήσυχος πλάθει κι ένα λιγνό δρεπάνι στον ουρανό, καθρεφτίζοντας τις ανησυχίες του για τις μέρες που έρχονται. Ο ποιητής φοβάται για την ασφάλεια της αγαπημένης γυναίκας, φοβάται για τις βιαιότητες που ενδέχεται να προκύψουν, κι αυτό γιατί η σκληρότητα των ημερών παρά την αδράνεια που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους, δεν μπορεί παρά να γεννήσει τη βία και τον ξεσηκωμό. Σκέψη που θα παρουσιάσει εκ νέου ο ποιητής στη συνέχεια (ΙΒ, ΙΓ).
Ο ποιητής γνωρίζει πως η κοινωνία που έχει πέσει σε τέλμα, δεν έχει άλλο τρόπο να αναγεννηθεί παρά μόνο περνώντας μέσα από το θάνατο και την πλήρη καταστροφή, συνθήκη που μπορεί να προκύψει μ’ ένα άλογο ξέσπασμα βίας, σαρώνοντας αδιάκριτα τους ανθρώπους.
Δείτε επίσης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου