Abril Andrade Griffith
Η λυγερή στον Άδη (ερωτήσεις σχολικού)
Καλά το ‘χουνε τα βουνά, καλόμοιρ’ είν’ οι κάμποι,
το καλοκαίρι πρόβατα και το χειμώνα χιόνια.
Τρεις αντρειωμένοι βούλονται να βγουν από τον Άδη.
Ο ένας να βγει την άνοιξη, κι άλλος το καλοκαίρι,
κι ο τρίτος το χινόπωρο, οπού είναι τα σταφύλια.
Μια κόρη τούς παρακαλεί, τα χέρια σταυρωμένα.
«Για πάρτε με, λεβέντες μου, για τον Απάνου Κόσμο.
- Δεν ημπορούμε, λυγερή, δεν ημπορούμε, κόρη.
- Μα γω τα ρούχα βγάνω τα και δένω τα μαλλιά μου,
κι αυτό το φελλοκάλιγο μες στη φωτιά το ρίχνω.
Πάρτε με, αντρειωμένοι μου, να βγω στον Πάνω Κόσμο,
- Να ιδώ και τον πατέρα μου πώς χλίβεται για μένα.
- Κόρη μου, κι ο πατέρας σου στο καπελειό είν’ και πίνει.
- Να πάω να ιδώ τ’ αδέρφια μου πώς χλίβονται για μένα.
- Κόρη μου, εσέν’ τ’ αδέρφια σου ριχτούνε το λιθάρι.
Να ιδώ και τα ξαδέρφια μου πώς χλίβονται για μένα.
- Κόρη μου, τα ξαδέρφια σου μες στο χορό χορεύουν».
Κι η κόρη ναναστέναξε βαθιά στον Κάτω Κόσμο,
κι ανάψανε τα καπηλειά, κι εκάησαν οι ρούγες,
εκάη και το λιθόρεμα, πόριχταν το λιθάρι,
παντέχω: περιμένω.
βροντομαχούν: κάνουν κρότο.
φελλοκάλιγο: ελαφρό καλίγι (υπόδημα) με πάτους από φελό.
χλίβομαι: θλίβομαι.
ρούγα: δρόμος.
η δίπλη: η δίπλα, ο γύρος.
Στο τραγούδι υπάρχει προοίμιο· ποιο είναι το νόημά του;
Καλά το ‘χουνε τα βουνά, καλόμοιρ’ είν’ οι κάμποι,
που Χάρο δεν παντέχουνε, Χάρο δεν καρτερούνε,
το καλοκαίρι πρόβατα και το χειμώνα χιόνια.
Το προοίμιο του τραγουδιού εκφράζει τη μεγάλη απόγνωση των ανθρώπων μπροστά στο θάνατο, μέσα από τη σύγκριση με τα βουνά και τους κάμπους, που υπάρχουν πάντοτε, χωρίς να φοβούνται μήπως πεθάνουν, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους. Τα βουνά και οι κάμποι παραμένουν αδιάφορα απέναντι στο Χάρο, και συνεχίζουν τη μακραίωνη πορεία τους χωρίς την ψυχοφθόρα αναμονή του τέλους. Το πέρασμα του χρόνου και εναλλαγή των εποχών τα επηρεάζει μόνο ως προς τη διαφοροποίηση του τοπίου, το χειμώνα ο τόπος γεμίζει με χιόνια και το καλοκαίρι έρχονται τα πρόβατα για να τραφούν. Τίποτε όμως από αυτά δεν ενοχλεί τα άφθαρτα βουνά και τους κάμπους.
Το τραγούδι, επομένως, ξεκινά τονίζοντας πόσο τυχερά είναι τα βουνά και οι κάμποι, που δεν έχουν να φοβούνται το Χάρο, ώστε να αιτιολογήσει την επιθυμία των νέων και της κόρης να αποδράσουν από τον Άδη. Σε αντίθεση, δηλαδή, με τα άφθαρτα στοιχεία της γης, οι άνθρωποι ζουν ελάχιστα και γι’ αυτό αγαπούν ιδιαίτερα τη ζωή.
Γιατί οι τρεις αντρειωμένοι θέλουν ν’ αποδράσουν άνοιξη - καλοκαίρι - φθινόπωρο; Τι τονίζεται με αυτό τον τρόπο;
Η αναφορά στην επιθυμία των νέων να αποδράσουν σε διαφορετικές εποχές, υπονοεί την ομορφιά που έχει η ζωή κάθε στιγμή και κάθε εποχή του έτους. Στο τραγούδι τονίζεται κυρίως η εποχή του φθινοπώρου, κατά την οποία έχουν ωριμάσει τα σταφύλια, αλλά επί της ουσίας η ζωή διαθέτει ξεχωριστή ομορφιά οποιαδήποτε ώρα και στιγμή.
Μπορούμε, βέβαια, να διακρίνουμε την προτίμηση που διαφαίνεται στο τραγούδι για τις εποχές της καλοκαιρίας, όπως είναι η περίοδος από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο, κι αυτό γιατί τότε η φύση αποκαλύπτει στο μέγιστο βαθμό την ομορφιά της. Με τον ερχομό της άνοιξης η φύση εισέρχεται κάθε χρόνο σε μια νέα περίοδο αναγέννησης, που κορυφώνεται τους καλοκαιρινούς μήνες και περιορίζεται σταδιακά το φθινόπωρο, για να τερματιστεί με τον ερχομό του χειμώνα.
Ο χειμώνας αποτελεί την περίοδο όπου η φύση βιώνει μια κατάσταση παρόμοια με το θάνατο, γι’ αυτό και στο τραγούδι οι νέοι εκφράζουν την επιθυμία να επιστρέψουν στη ζωή τους μήνες που κυριαρχεί η ευδαιμονία και η ζωή στη φύση. Ο χειμώνας παραμένει συμβολικά συνδεδεμένος με το τέλος της ζωής, γι’ αυτό και κανένας από τους νέους δεν θέλει να επανέλθει στη γη κατά τους χειμερινούς μήνες.
Πώς φαντάζεται ο ποιητής την κόρη στον Κάτω Κόσμο;
Η κόρη παρουσιάζεται στον Κάτω Κόσμο, όπως ακριβώς θα ήταν όταν ακόμη ζούσε, με τα ρούχα, τα υποδήματα και τα λαμπερά μαλλιά της. Η ιδέα πως οι άνθρωποι συνεχίζουν να διατηρούν τη μορφή τους αναλλοίωτη, ακόμη κι όταν περνούν στον Κάτω Κόσμο αποτελεί σταθερό γνώρισμα της δημοτικής παράδοσης. Την τακτική, μάλιστα, που ακολουθείται στα δημοτικά τραγούδια να περιγράφεται ο Άδης και οι νεκροί με χαρακτηριστικά που μας παραπέμπουν στον κόσμο των ζωντανών την αποκαλούμε «εγκοσμίωση». Οι άνθρωποι δυσκολεύονταν να αποδεχτούν την ολοκληρωτική φθορά που επέφερε ο θάνατος και προτιμούσαν να σκέφτονται πως εκείνοι που πεθαίνουν παραμένουν όπως ήταν προτού πεθάνουν.
Έτσι, βλέπουμε στο τραγούδι, την κόρη να στέκει με σταυρωμένα χέρια, έχοντας την ίδια ακριβώς εμφάνιση, όπως όταν ήταν ζωντανή, και να ζητά από τους τρεις νέους να την πάρουν μαζί τους στην απόδρασή τους από τον Κάτω Κόσμο. Η κοπέλα, άλλωστε, διατηρεί όχι μόνο την εμφάνισή της, αλλά και τα συναισθήματα που έχουν οι ζωντανοί άνθρωποι, καθώς παρατηρούμε τη μεγάλη της επιθυμία να γυρίσει στον κόσμο των ζωντανών. Μια επιθυμία που κινείται από τη νοσταλγία της για τους δικούς της ανθρώπους, αλλά και από την ανάγκη της να βεβαιωθεί πως η οικογένειά της δεν την έχει ξεχάσει και συνεχίζει να πονά για το χαμό της.
Με ποιους τρόπους δηλώνεται ο πόθος της κόρης ν’ ανέβει στον Απάνω Κόσμο;
Η νεαρή κοπέλα επιθυμεί σε τέτοιο βαθμό να επιστρέψει κοντά στους δικούς της, ώστε είναι διατεθειμένη να βγάλει τα ρούχα της και να πετάξει στη φωτιά τα υποδήματά της, προκειμένου να μην την εμποδίσουν στην προσπάθειά της να αποδράσει. Παρά, δηλαδή, τις αντιρρήσεις των νέων ότι τα ρούχα τις κάνουν θόρυβο και τα μαλλιά της αστράφτουν, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο την απόπειρα απόδρασης, εκείνη δηλώνει έτοιμη να απαλλαγεί από τα ρούχα της και να δέσει τα μαλλιά της.
Παράλληλα, διαπιστώνουμε πόσο ποθεί να επιστρέψει στον Απάνω Κόσμο από τις συνεχείς εκφράσεις της επιθυμίας της. Θέλει να γυρίσει για να δει πώς θλίβεται η μάνα της, πώς θλίβεται ο πατέρας της και πώς θλίβονται τα αδέρφια και τα ξαδέρφια της. Εκφράσεις, μάλιστα, που διατυπώνονται παρά τις διαβεβαιώσεις των νέων ότι οι δικοί της την έχουν ήδη λησμονήσει.
Εργασία για το σπίτι: Το τραγούδι τελειώνει με μια τολμηρή ποιητική σύλληψη. Να την επισημάνετε και να βρείτε τι εκφράζει. Να συγκεντρώσετε ανάλογες ποιητικές εκφράσεις από δημοτικά τραγούδια.
Κι η κόρη ναναστέναξε βαθιά στον Κάτω Κόσμο,
κι ανάψανε τα καπηλειά, κι εκάησαν οι ρούγες,
εκάη και το λιθόρεμα, πόριχταν το λιθάρι,
εκάη κι η δίπλη του χορού, π’ εχόρευε η γενιά της.
Η κοπέλα στο άκουσμα πως οι δικοί της την έχουν πια ξεχάσει και συνεχίζουν τη ζωή τους αμέριμνοι, χωρίς να τη θυμούνται και να πονούν, αναστενάζει βαθιά κι ο αναστεναγμός της γίνεται φωτιά που καίει όλα τα μέρη όπου βρίσκονταν οι δικοί της. Τα καπηλειά που έπινε ο πατέρας της, οι ρούγες (οι δρόμοι) που έβγαινε οι μητέρα της και συζητούσε, το ρέμα όπου τα αδέρφια της έριχναν το λιθάρι και ο χορός που χόρευαν τα ξαδέρφια της.
Η μεταβολή του αναστεναγμού σε φωτιά, έρχεται να εκφράσει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο τον πόνο που αισθάνθηκε η κοπέλα όταν κατάλαβε, πως παρά το δικό της θάνατο, οι δικοί της συνέχισαν να απολαμβάνουν τις ομορφιές της ζωής χωρίς να τη θυμούνται και χωρίς να στεναχωριούνται για το χαμό της.
Η σκέψη ότι οι νεκροί θα ήθελαν να τιμωρήσουν τους ζωντανούς για το γεγονός ότι τους λησμονούν και συνεχίζουν τη ζωή τους, εκφράζεται συχνά στη δημοτική ποίηση, με τη διαφορά ότι συνήθως η τιμωρία-εκδίκηση παρουσιάζεται ως επιθυμία και όχι ως πραγμάτωση.
Ένα τραγούδι που εμπεριέχει την ίδια επιθυμία εκδίκησης είναι το «Κι οι μάνες ψεύτρες βρίσκονται», όπου εκφράζεται η ευχή να πέσει η εκκλησία και να πλακώσει εκείνους που παρά το χαμό των αγαπημένων τους, πηγαίνουν σε γάμους και γλέντια.
Κι οι μάνες ψεύτρες βρίσκονται
Κι οι μάνες ψεύτρες βρίσκονται κι οι αδερφές αρνιούνται.
Εγώ είδα μάνα στο χορό, την αδερφή στο γάμο,
τη χήρα και την αρφανή στης εκκλησιάς την πόρτα.
Θέ μου, να πέσει η εκκλησιά, να πέσει τ’ Άγιο-Βήμα
να πλάκωνε την αρφανή, να πλάκωνε τη χήρα.
Ένα πολύ γνωστό δημοτικό τραγούδι, στο οποίο συναντάμε την πρόθεση μιας κοπέλας να εκδικηθεί τους ζωντανούς για το θάνατό της, είναι το τραγούδι «Της Άρτας το γιοφύρι». Εδώ η επιθυμία εκδίκησης δεν προκύπτει επειδή τη λησμόνησαν, αλλά επειδή ο σύζυγός της θέλησε να τη θάψει ζωντανή στα θεμέλια του γεφυριού. Για τρία χρόνια ο πρωτομάστορας και οι υπόλοιποι μάστορες μαζί με τους βοηθούς προσπαθούν μάταια να χτίσουν το γεφύρι, καθώς τη μέρα το χτίζουν και τη νύχτα γκρεμίζεται. Ο μόνος τρόπος για να στεριώσει το γεφύρι, όπως τους αποκαλύπτεται από ένα υπερφυσικό στοιχειό, είναι να το στοιχειώσουν θανατώνοντας τη γυναίκα του πρωτομάστορα.
Όταν η κοπέλα συνειδητοποιεί πως σκοπεύουν να τη χτίσουν μέσα στα θεμέλια του γεφυριού το καταριέται, ώστε να τρέμει συνεχώς και να ρίχνει τους διαβάτες. Την κατάρα της όμως, θα την αλλάξει αμέσως μόλις της θυμίσουν το μονάκριβο αδερφό της, ο οποίος θα κινδύνευε να χάσει τη ζωή του, αν ποτέ περνούσε το γεφύρι.
Της Άρτας το γιοφύρι
...
- Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας,
τρεις αδερφάδες ήμασταν κι οι τρεις κακογραμμένες.
Η μια ‘χτισε το Δούναβη κι η άλλη τον Αυλώνα,
κι εγώ η πλιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Καθώς τρέμ’ η καρδούλα μου, να τρέμει το γιοφύρι∙
κι ως πέφτουν τα μαλλάκια μου, να πέφτουν οι διαβάτες.
- Κόρη, τον λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβ’ αδερφό, μη λάχει και περάσει.
Κι αυτή τον λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει:
- Σίδερον η καρδούλα μου, σίδερο το γιοφύρι,
σίδερο τα μαλλάκια μου, σίδερο κι οι διαβάτες.
Τί έχω ‘δερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου