Neil Camara
Γιώργος Ιωάννου «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» ως παράλληλο για το Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς
«Πέρασε η Κατοχή, ήρθαν οι άλλες μάστιγες, οι εφτά πληγές του Φαραώ. Τα παιδιά στο μεταξύ μεγάλωναν. Τρία του μαραγκού, δυο του χτίστη και μια κοπέλα του τελευταίου, η μεγαλύτερη. Πήγαν στο στρατό∙ έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν οι ανώτεροί τους. Σαν τη γλίτωσαν αποκεί, βγήκαν για δουλειά. Στο στρατό, ώσπου να τους κάνουν να πέσουν στη φωτιά, τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε γυρνούσε κανένας να τους δει. Καταστάλαξαν στο καφενείο, που ακουμπάει στα τείχη, κι όλη μέρα έπαιζαν χαρτάκια. Το καφενείο ήταν φίσκα από ανέργους, όχι μόνο παλικάρια, αλλά και μεγάλους ανθρώπους, πατεράδες με παιδιά.
Μόλις είχαν αρχίσει να υποψιάζονται τα στραβά και τ’ ανάποδα αυτού του τόπου κι οι συζητήσεις στο καφενείο πήραν να γίνονται πιο ζουμερές, άνοιξαν οι δρόμοι για τη μετανάστευση. Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν ποτέ μονάχα σ’ ένα καφενείο. Μάθαν οι άρπαγες την καταλαλιά, φοβήθηκαν πως η τόση εκμετάλλευση μπορούσε να τους βγει ξινή κάποτε, κι αποφάσισαν να τους αμολήσουν.»
Το απόσπασμα αυτό από το διήγημα Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ αναφέρεται ακριβώς στα γεγονότα που σχολιάζει ο αφηγητής και στο Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς: «Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει η ομορφιά αυτή στους τέσσερεις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητά τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν∙ να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά νομίζω.», την εμπλοκή δηλαδή των προσφύγων και των παιδιών τους στον εμφύλιο πόλεμο και την προσπάθειά κατόπιν των κρατούντων να τους απομακρύνουν από τη χώρα μέσω της μετανάστευσης.
Οι εδώ Έλληνες θέλοντας να εκπληρώσουν τα πολιτικά και κομματικά τους συμφέροντα, στρατολόγησαν τα παιδιά των προσφύγων και τα έριξαν στη μάχη -η αναφορά γίνεται για τον εμφύλιο πόλεμο. Ύστερα, αφού είχαν επιτύχει αυτό που ήθελαν, αφού διατήρησαν δηλαδή τον πολιτικό έλεγχο της χώρας και δεν είχαν καμία ανάγκη για στρατιώτες, αδιαφόρησαν για τους πρόσφυγες και τους εγκατέλειψαν στην ανεργία και στην ανέχεια. Μόνο όταν συνειδητοποίησαν πως οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν τόσο ανόητοι, ώστε να μην καταλάβουν τον εμπαιγμό και φοβούμενοι την αντίδρασή τους, έκλεισαν συμφωνία με τη Γερμανία, ανοίγοντας το δρόμο της μετανάστευσης.
Τα παιδιά των προσφύγων, αδυνατώντας να βρουν εργασία στην Ελλάδα, αναγκάζονται να αφήσουν τη νέα τους πατρίδα και να γίνουν από πρόσφυγες μετανάστες, καταλήγοντας να εργάζονται στη Γερμανία, αλλά και σε άλλες χώρες. Η άδικη αυτή αντιμετώπιση απέναντι στους πρόσφυγες και η στυγνή εκμετάλλευσή τους, στηλιτεύεται από τον Ιωάννου και στα δύο πεζογραφήματα, καθώς ο συγγραφέας θεωρεί τους κρατούντες του ελληνικού κράτους υπεύθυνους τόσο για τη συμμετοχή των προσφύγων στον εμφύλιο πόλεμο, όσο και για την εξώθησή τους κατόπιν στη μετανάστευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου