Ο Γιάννης Ρίτσος πικραμένος από την ψυχική ασθένεια της αδερφής του συνθέτει το συγκλονιστικό Τραγούδι της αδελφής μου, για να εκφράσει την αγάπη του και τον πόνο που αισθάνεται, για την επικίνδυνη περιπέτεια της υγείας της.
Μένει πλάι της, μετρώντας τους παλμούς και την αναπνοή της, ξενυχτά ακλόνητος μπροστά στις ακατάληπτες εντάσεις που βιώνει η αδερφή του, πρόθυμος να δώσει για εκείνη τις δύσκολες μάχες της, αλλά το φως των ματιών της -το φως που σηματοδοτεί την αντίληψη- έχει σβήσει. Κι όμως, ο ποιητής μένει εκεί, αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο βρίσκεται πέρα απ’ το δικό της οπτικό πεδίο, πέρα απ’ τη δική της πένθιμη ματιά.
Ο ποιητής, πλάι της, θυμάται στιγμές από τα παιδικά τους χρόνια που έδειχναν την ευαισθησία της ψυχής της και προμήνυαν τις δύσκολες στιγμές του παρόντος. Θυμάται, ένα ανοιξιάτικο πρωινό, την αδερφή του να ανεβαίνει μιαν ανθισμένη πλαγιά με το καινούριο της ρόδινο φόρεμα και τη ρόδινη ομπρέλα της, λουσμένη στο φως σαν ένα ρόδινο σύννεφο, κι εκείνος να τη βλέπει να κοιτάζει προς τον ουρανό, σαν κάτι να την καλούσε από ψηλά, και να νιώθει μέσα του το φόβο πως κάποια στιγμή θα τη χάσει στο φως της δύσης.
Πήγαινε τότε και της μάζευε γυαλιστερά κοχύλια και πολύχρωμες πέτρες απ’ το ακρογιάλι, για να τη δει να χαμογελά, για να διασώσει την καρδιά της που χανόταν στη θλίψη του κόσμου. Μα εκείνη δεν ήξερε να γελά.
Έκανε τότε τα δάκρυά της φτερά -ποιητική εικόνα-, και πήγαινε να μαζέψει τη γύρη του ουρανού για να γλυκάνει τη σιωπή της. Μα εκείνη δεν ήξερε να δέχεται δώρα, ήξερε μόνο να χαρίζει. Προσέφερε σ’ όλους τα δώρα της ψυχής της, την αγάπη και την ψυχική της ομορφιά, μέχρι που έμεινε με τα χέρια αδειανά.
Το εξαιρετικό αυτό τραγούδι συνεχίζει, αποκαλύπτοντας την ακατάλυτη αγάπη του ποιητή για την αδερφή του, την οποία αντικρίζει ως μέρος του εαυτού του, ως αναπόσπαστο τμήμα της ψυχής του.
Την ασθένεια της αδερφής του παρουσιάζει και ο Γεώργιος Βιζυηνός στο διήγημά του «Το αμάρτημα της μητρός μου», όπου σε αντίθεση με την ενήλικη ματιά του Γιάννη Ρίτσου, παρατηρούμε τα γεγονότα ιδωμένα από την παιδική συνείδηση του αφηγητή. Κι ενώ βρίσκουμε κι εδώ εκφράσεις αγάπης, αλλά και την προσπάθεια του μικρού αφηγητή να συμπαρασταθεί στην αδερφή του, έχουμε παράλληλα και νύξεις για τη στάση της μητέρας του, που μοιάζει να ξεχνά τα υπόλοιπα παιδιά της καθώς έρχεται αντιμέτωπη με το θανάσιμο κίνδυνο του κοριτσιού της.
Ο μικρός αφηγητής κοντά στη θλίψη της αδερφής του και στις αρετές του χαρακτήρα της, κοντά στην αξιοθαύμαστη υπομονή της και στην αμέριστη αγάπη που έδειχνε στα αδέρφια της, βλέπει και τις ιδιαίτερες φροντίδες της μητέρας του, αφήνοντας τη ζήλεια και την αίσθηση παραμέλησης να θολώνει τη ματιά του απέναντι στις κρίσιμες στιγμές που περνούσε η αδερφή του.
Σε μια παράλληλη μελέτη των δύο κοριτσιών, μπορούμε να επισημάνουμε τη θλίψη που τις διακρίνει, μολονότι η φύση της ασθένειάς τους είναι διαφορετική, αλλά και τη γενναιοδωρία που τις χαρακτηρίζει. Ενδεικτική είναι η μεταφορική διατύπωση του ποιητή για την τάση της αδερφής του να χαρίζει όλα της τα δώρα, και η κυριολεκτική περιγραφή του αφηγητή για τη συνήθεια της αδερφής του να προσφέρει στα αδέρφια της τους καρπούς που της έφερναν ως «αρρωστικό».
Μπορούμε, επίσης, να επισημάνουμε πως σε αντίθεση με την αδερφή του ποιητή που παραμένει θλιμμένη, παρά τις προσπάθειες του αδερφού της να διασκεδάσει τη μελαγχολία της, η αδερφή του αφηγητή αισθάνεται χαρά κάθε φορά που βλέπει τα αδέρφια της να μαζεύονται γύρω της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου