Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Προτεινόμενο θέμα για το Αμάρτημα της μητρός μου (1η ενότητα)

Veronica Minozzi

Προτεινόμενο θέμα για το Αμάρτημα της μητρός μου (1η ενότητα)

«Άλλην αδελφήν δεν είχομεν παρά μόνον την Αννιώ... Το καϋμένο μας το Αννιώ! εγλύτωσεν από τα βάσανά του!»

Ερωτήσεις:

1. Η ψυχογραφική διάσταση του διηγήματος αποκαλύπτεται από την προσπάθεια διείσδυσης στο ψυχικό βάθος των κειμενικών προσώπων. Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε τρία σημεία του κειμένου όπου η προσπάθεια αυτή είναι ιδιαίτερα εμφανής.
Μονάδες 15

2. Να αναφέρετε, με παραδείγματα μέσα από το κείμενο, πέντε από τα βασικά χαρακτηριστικά της διηγηματογραφίας του Βιζυηνού.
Μονάδες 20

3. «Πίσω από την επιφανειακή οικογενειακή ομόνοια, αναγκαία μπροστά στην αρρώστια της Αννιώς, οι ανικανοποίητες ατομικές ή εγωιστικές ανάγκες αναδεύουν θολές καταστάσεις και καλύπτουν βουβές συγκρούσεις ή παράπονα. Ο λόγος δεν είναι μόνο ομολογία είναι και απόκρυψη.» (Παν. Μουλλάς, «Το Νεοελληνικό διήγημα και ο Γ. Μ. Βιζυηνός»)
Να επαληθεύσετε την άποψη αυτή χρησιμοποιώντας στοιχεία από την πρώτη ενότητα του διηγήματος.
Μονάδες 20

4. «Η ασθενής ανέπνεε βαρέως, όπως πάντοτε. Πλησίον αυτής ήτο τοποθετημένη ανδρική ενδυμασία, καθ’ ήν τάξιν φορείται. Δεξιόθεν σκαμνίον σκεπασμένον με μαύρον ύφασμα, επί του οποίου υπήρχε σκεύος πλήρες ύδατος και εκατέρωθεν δύο λαμπάδες αναμμέναι. Η μήτηρ μου γονυπετής εθυμίαζε τ’ αντικείμενα ταύτα προσέχουσα επί της επιφάνειας του ύδατος.
Φαίνεται ότι εκιτρίνισα από τον φόβον μου. Διότι ως με είδεν, έσπευσε να με καθησυχάσ.
- Μη φοβείσαι, παιδάκι μου, με είπε μυστηριωδώς, είναι τα φορέματα του πατρός σου. Έλα, παρακάλεσέ τον και συ να έλθ να γιατρέψ το Αννιώ μας.»
Να σχολιάσετε, σε δύο παραγράφους (150 λέξεις),  τι επιδιώκει η μητέρα και γιατί.
Μονάδες 25

5. [Το 1898, σε ηλικία τεσσάρων ετών, πεθαίνει ο μικρός γιος του Κωστή Παλαμά.] Να παρακολουθήσετε πώς εκφράζεται η γονική αγάπη στα δύο κείμενα.
Μονάδες 20

Κωστής Παλαμάς «Μίλημα με τα λουλούδια»
...
Μεσ’ στη λευκότατη στοργή πύρινο πάθος, και ύστερα
το λάγγεμα το κίτρινο του αρρώστου.
Λουλούδια, έτσι τ’ αγάπησα πατέρας του αν εκραζόμουν,
εγώ είμουν αγαπητικός του.
Το ξέρετε, λουλούδια, εσείς; την πάναγνη ζωούλα σας
την άναψε ποτέ τέτοιο μαράζι;
Στο ίδιο απάνω ανθόκλαδο, το ‘να με τ’ άλλο αχόρταγος
ο πόθος δε σας ανταριάζει;
Με το κορμάκι ενός παιδιού, σταλμένο από τα τρίσβαθα
μιας Μοίρας μυστικής που δεν προσμένεις,
φανέρωμα ήτανε της μιας, της άφταστης, της ανέγγιχτης
του θείου ονείρου ερωμένης.
Είταν από τα σπλάχνα μου; Ποτέ δε συλλογίστηκα
να ζήσ, να τρανέψ, να προκόψ.
Ο μεθυσμένος είμουνα, και ω τι κρασί γλυκόπιοτο
το σάλεμα, το μάτι, η όψη!
Μιας Μακαρίας το φύσηξε πνοή στο νου μου γύριζε
το ξένο το τραγούδι: - Εσύ, γραμμούλα,
μικρούλα, ροδόχάραχτη, που είσουνα το στόμα του,
πώς την τρανή γεννάς τρεμούλα; -
Πόσες φορές που αλάργευεν ανέγνοιαστα απ’ τη δίψα μου,
και βαρετά, σκληρά, τα ωραία χειλάκια,
γνώρισα της ανημποριάς τα κολασμένα βάσανα,
ήπια της ζήλιας τα φαρμάκια.
Πόσες φορές που ολόγυρτο ξανάσαινεν απάνω μου,
πίστεψα πως το κράτησα περίσσο
το πλάνο φωτοφάντασμα της Ομορφιάς το ακράταγο,
κι είπα τι άλλο πια να ελπίσω;
....

λάγγεμα: το λίγωμα που προκαλεί ο έντονος πόθος


Απαντήσεις:

1. «Το παιδίον εχειροτέρευεν αδιακόπως, και η μήτηρ μας εγίνετο ολονέν αγνώριστος. Ενόμιζες, ότι ελησμόνησε πως είχε και άλλα τέκνα. Ποιος μας έτρεφε, ποιος μας έπλυνε, ποιος μας εμβάλωνεν ημάς τα αγόρια, ούτε ήθελε καν να το γνωρίζη.»
Η ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη του μικρού αφηγητή είναι άμεσα εξαρτημένη από τη στάση της μητέρας, γι’ αυτό και ο αφηγητής μας παρουσιάζει πάντοτε τις δράσεις και τις διαθέσεις της μητέρας σε συνάρτηση με τον αντίκτυπο που έχουν αυτές στην παιδική ψυχή του Γιωργή.
Η διαρκής επιδείνωση της υγείας της Αννιώς συγκλονίζει τη μητέρα και την ωθεί στην πλήρη αφοσίωσή της στην προσπάθειά της να σώσει το μοναδικό της κορίτσι. Η μητέρα ξεπερνά έτσι σταδιακά κάθε όριο και η σωτηρία της Αννιώς γίνεται η μόνη και αποκλειστική της μέριμνα, αδιαφορώντας απόλυτα για τα αγόρια της.
Η στέρηση αυτή της μητρικής αγάπης θα αποτελέσει για τον Γιωργή έναν επώδυνο συναισθηματικό τραυματισμό, που θα επηρεάσει καταλυτικά τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.

«Ανεκάλεσα εις την μνήμην μου όλας τας προς την μητέρα τρυφερότητας και θωπείας μου. Προσεπάθησα να ενθυμηθώ μήπως της έπταισα ποτε, μήπως την αδίκησα, αλλά δεν ηδυνήθην... δεν με αγαπά και δεν με θέλει!»
Το άκουσμα της προσευχής της μητέρας λειτουργεί για τον Γιωργή ως το αποκορύφωμα μιας επίπονης πορείας κατά την οποία προσπάθησε με κάθε τρόπο να συμπαρασταθεί στη μητέρα του, επιθυμώντας να την ευχαριστήσει, να της φανεί χρήσιμος και να διεκδικήσει μ’ αυτόν τον τρόπο μέρος της προσοχής της.
Το μικρό παιδί μπαίνει σε μια πικρή διαδικασία απολογισμού κι ελέγχου της συμπεριφοράς του, για να βεβαιωθεί ότι δεν έχει προβεί σε κάποια ενέργεια που θα δικαιολογούσε την ένταση της μητρικής αδιαφορίας απέναντί του. Το γεγονός και μόνο ότι ένα παιδί ακούει τη μητέρα του να ζητά απ’ το θεό να το πάρει ως αντάλλαγμα για τη σωτηρία ενός άλλου παιδιού, αποτελεί ικανή συνθήκη για να το συντρίψει συναισθηματικά.
Ο Γιωργής συνειδητοποιεί πως όχι μόνο δεν έχει φταίξει σε τίποτα, αλλά και πως από τη στιγμή που γεννήθηκε η αδερφή του, η μητέρα του τον παραμέλησε σε τέτοιο σημείο, ώστε ο πατέρας του να τον αποκαλεί «το αδικημένο του». Ο Γιωργής βεβαιώνεται πλέον πως η μητέρα του ούτε τον αγαπά ούτε τον θέλει. Το μόνο που επιθυμεί η μητέρα είναι να σωθεί η Αννιώ, έστω κι αν χρειαστεί να θυσιαστεί ο ίδιος. Η συνειδητοποίηση αυτή, όπως είναι λογικό, πληγώνει βαθύτατα το μικρό παιδί κι επικυρώνει την αίσθηση του αναγνώστη πως η προσευχή της μητέρας αποτέλεσε ένα ακόμη αμάρτημά της.

«- Έλα πατέρα -να πάρεις εμένα- για να γιάνη το Αννιώ! -ανεφώνησα εγώ διακοπτόμενος υπό των λυγμών μου. Και έρριψα επί της μητρός μου παραπονετικόν βλέμμα, δια να τη δείξω πως γνωρίζω, ότι παρακαλεί ν’ αποθάνω εγώ αντί της αδελφής μου.»
Η επιθυμία του Βιζυηνού να αποδώσει όσο το δυνατόν πιστότερα και καθαρότερα τους ψυχολογικούς κλυδωνισμούς των ηρώων, αποκαλύπτεται με ιδιαίτερη ενάργεια στα σημεία όπου παρουσιάζει τα ξεσπάσματα του Γιωργή.
Ο Γιωργής μπροστά στο αίτημα της μητέρας του να προσευχηθεί στην ψυχή του πατέρα για τη σωτηρία της Αννιώς, αισθάνεται να την ανάγκη να γνωστοποιήσει στη μητέρα του πως έχει ακούσει τη δική της προσευχή. Ο πόνος του μικρού παιδιού αποζητά την έκφρασή του, έστω κι αν άθελά του πληγώνει την ήδη σκληρά δοκιμαζόμενη μητέρα του.
Οι πράξεις της μητέρας πληγώνουν το μικρό παιδί που αισθάνεται όχι μόνο παραμελημένο, αλλά και αποκλεισμένο από τη μητρική αγάπη, κι εκείνο με τη σειρά του επιδιώκει να εκδηλώσει τον πόνο και την αγανάκτησή του, για την άδικη και αδικαιολόγητη συμπεριφορά της απέναντί του.

2. α) Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, που αποτέλεσε τομή για την πεζογραφία της εποχής: «Ενθυμούμαι ακόμη οποίαν εντύπωσιν έκαμεν επί της παιδικής μου φαντασίας η πρώτη εν τη εκκλησία διανυκτέρευσις.»
Με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση δημιουργείται η αίσθηση της προσωπικής εξομολόγησης κι ενισχύεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς νιώθει πως ό,τι διαβάζει αποτελεί πραγματικό βίωμα του συγγραφέα. Σε αντίθεση με την τριτοπρόσωπη αφήγηση που η αποστασιοποιημένη λειτουργία του αμέτοχου αφηγητή γίνεται διαρκώς αισθητή, με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση ο αναγνώστης γίνεται ο άμεσος αποδέκτης των προσωπικών αποκαλύψεων του αφηγητή, ο οποίος είναι πλέον ένα από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα της ιστορίας. Με αυτό τον τρόπο η αφήγηση κερδίζει σε αληθοφάνεια και ζωντάνια, καθιστώντας συνάμα τον αναγνώστη προνομιακό μέτοχο μιας πολύ προσωπικής συνομιλίας με τον αφηγητή.

β) Η μυθιστορηματική πλαστικότητα των χαρακτήρων: «Η μήτηρ μου έκυψεν ευλαβώς και έκαμε τον σταυρό της... την πτήσιν του χρυσαλιδίου με βλέμματα στοργής και λατρείας.»
Ο συγγραφέας κατορθώνει να παρουσιάσει με ρεαλισμό και εξαιρετική παραστατικότητα τους χαρακτήρες της ιστορίας του, καθιστώντας τους οικείους στον αναγνώστη και αποκαλύπτοντας σε βάθος τα ιδιαίτερα γνωρίσματά τους, με πληρότητα ανάλογη ενός εκτενούς μυθιστορήματος.
Η παρουσίαση ιδίως της μητέρας προχωρά ολοένα και σε μεγαλύτερο βάθος, ακολουθώντας όχι μόνο τις εξωτερικές εκφάνσεις των πράξεών της, αλλά και τα κινήματα της ψυχής της, σε ιδιαίτερα κρίσιμες για εκείνη στιγμές.

γ) Η ενδιαφέρουσα διαπλοκή του χρόνου της ιστορίας και του χρόνου της αφήγησης: «- Πάρε μου όποιο θέλεις, έλεγε, και άφησέ μου το κορίτσι. Το βλέπω πως είναι για να γένη. Ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου και εβάλθηκες να μου πάρης το παιδί, για να με τιμωρήσης. Ευχαριστώ σε, Κύριε!»
Το αμάρτημα της μητέρας που επηρεάζει την εξέλιξη όλων των γεγονότων και η άγνοια του οποίου θέτει σε πλάνη τον αφηγητή ως προς τα πραγματικά κίνητρα της μητέρας, υπονοείται, αλλά δεν δίνεται αφηγηματικά αμέσως, διατηρώντας ακέραια την αγωνία και το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
[Η διαπλοκή του χρόνου της ιστορίας και του χρόνου της αφήγησης είναι ακόμη πιο εμφανής στις αναδρομές που συναντάμε στην πρώτη ενότητα του διηγήματος.]

δ) Η διείσδυση στα μύχια της ψυχής: «Υπέφερον λοιπόν και κατά τας επόμενας νύκτας τας φρικιάσεις εκείνας μετά αναγκαστικής στωικότητας και εξετέλουν προθύμως τα καθήκοντά μου, προσπαθών να καταστώ όσον το δυνατόν αρεστότερος.»
Ο Γιωργής παρόλο που υποφέρει και φοβάται από τις φρικτές διανυκτερεύσεις στην εκκλησία, παλεύει, με εντυπωσιακή για την ηλικία του ψυχική δύναμη, τους φόβους του και κάνει καθετί για να φανεί χρήσιμος στη μητέρα του, μόνο και μόνο για να κερδίσει λίγη απ’ την προσοχή της, μόνο και μόνο για να δείξει στη μητέρα του πως αξίζει κι εκείνος την αγάπη της.
Ο αφηγητής αποκαλύπτει ακόμη και τις πιο μύχιες ανάγκες κι επιθυμίες του, θέλοντας να δείξει σε ποιο βαθμό τον είχε πληγώσει η αδιαφορία της μητέρας του.

ε) Οι θαυμαστές για το μέτρο τους κορυφώσεις: «Έπειτα ερρόφησεν ολίγας σταγόνας από του ύδατος εκείνου, το οποίον έμελλε τω όντι να την ιατρεύση. Διότι μόλις το εκατάπιε και ήνοιξε τους οφθαλμούς και προσπάθησε ν’ αναπνεύση. Ελαφρός στεναγμός διέφυγε τα χείλη της, και επανέπεσε βαρεία επί της ωλένης της μητρός μου. Το καϋημένο μας το Αννιώ!  εγλύτωσεν από τα βάσανά του!»
Οι τελευταίες στιγμές της Αννιώς παρουσιάζονται με εκφραστική λιτότητα, χωρίς ο αφηγητής να επιτρέπει στη συγκίνησή του να τον οδηγήσει σε μια έντονα φορτισμένη καταγραφή του γεγονότος, που θα βάρυνε υπέρμετρα την αφήγηση. Παρόλο που ο θάνατος της μικρής του αδερφής θα δικαιολογούσε μια δραματικότερη παρουσίαση, ο αφηγητής κατορθώνει να διατηρήσει τη συγκράτηση που χαρακτηρίζει τον αφηγηματικό του λόγο.
Συνάμα, ο αφηγητής έχει προετοιμάσει από νωρίς τον αναγνώστη για το τέλος του μικρού κοριτσιού, έτσι ώστε όταν η ιστορία φτάνει στην ξεχωριστή αυτή κορύφωση, το γεγονός του θανάτου έρχεται πολύ φυσικά.

3) Η ανιδιοτέλεια και η αγάπη της Αννιώς καθιστούν από την αρχή σαφή, για όλα τα μέλη της οικογένειας, την ανάγκη να της παρέχουν την υποστήριξή τους, αφήνοντας κατά μέρος τις όποιες μεταξύ τους διαφωνίες ή τις ενστάσεις τους σχετικά με την εμφανή μεροληψία της μητέρας. «Πρόσωπον εκ φύσεως ρεμβώδες και μελαγχολικόν, επί του οποίου τότε μόνον επεχύνετο γλυκεία τις ιλαρότης, όταν μας έβλεπεν όλους συνηγμένους πλησίον της.»
Το μικρό κορίτσι δεν επιδιώκει τις ξεχωριστές φροντίδες της μητέρας, ούτε αποκτά υπεροπτική στάση απέναντι στ’ αδέρφια της, παρά το γεγονός ότι η μητέρα της προσφέρει πάντοτε ό,τι καλύτερο υπάρχει, κάνοντας σαφή την αδυναμία που της έχει. «Απ’ εναντίας ήτο πολύ προσηνής προς ημάς και μας ηγάπα όλους μετά περιπαθείας. Και -πράγμα περίεργον- η προς ημάς τρυφερότης του κορασίου, αντί να ελαττούται προϊούσης της ασθενείας του, απεναντίας ηύξανεν.»
Τα αγόρια της οικογένειας και κυρίως ο Γιωργής, που μας αφηγείται τα γεγονότα, δέχονται αρχικά χωρίς αντιδράσεις την εύνοια της μητέρας στην ασθενική αδερφή τους. Όπως μας διαβεβαιώνει, άλλωστε, ο Γιωργής: «Αλλ’ ημείς εγνωρίζαμεν, ότι η ενδόμυχος της μητρός ημών στοργή διετέλει αδέκαστος και ίση προς όλα της τα τέκνα.»
Καθώς, όμως, η ασθένεια της Αννιώς επιδεινώνεται και η μητέρα αφοσιώνεται όλο και περισσότερο στη μοναχοκόρη της, ο αφηγητής αισθάνεται όλο και περισσότερο την ανάγκη να δηλώσει την ενόχλησή του για τη στάση αυτή της μητέρας. Στην αρχή μιλά για την παραμέληση που ένιωθε διακριτικά: «Εν τούτοις η ασθένεια της Αννιώς ολονέν εδεινούτο και ολονέν περισσότερον συνεκεντρούντο περί αυτήν της μητρός μας αι φροντίδες.», στην πορεία όμως τονίζει αυτή την αίσθηση με μεγαλύτερη έμφαση: «Το παιδίον εχειροτέρευεν αδιακόπως, και η μήτηρ μας εγίνετο ολονέν αγνώριστος. Ενόμιζες, ότι ελησμόνησε πως είχε και άλλα τέκνα. Ποιος μας έτρεφε, ποιος μας έπλυνε, ποιος μας εμβάλωνεν ημάς τα αγόρια, ούτε ήθελε καν να το γνωρίζη».
Εντούτοις, ο αφηγητής αντιλαμβανόμενος το γεγονός ότι μπροστά στο θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχει η αδερφή του είναι εξαιρετικά εγωιστικό από μέρους του να εκφράζει τη ζήλια που αισθάνεται, προσπαθεί να διεκδικήσει την αγάπη και την προσοχή που του ανήκει με πράξεις. «Και όμως δεν ετόλμων να δηλώσω... προσπαθών να καταστώ όσον το δυνατόν αρεστότερος.»
Παραμένει κοντά στη μητέρα του και την Αννιώ στην εκκλησία, παρά το φόβο του, θέλοντας προφανώς να φανεί αρεστός στη μητέρα του. Αν και μας διαβεβαιώνει πως το μόνο του κίνητρο είναι η αγάπη του για την αδελφή του, επί της ουσίας τα λόγια του δεν αποτελούν τόσο ειλικρινή ομολογία, όσο απόκρυψη των πραγματικών λόγων που τον ωθούν να έρθει αντιμέτωπος με τους φόβους του. Ο μικρός αφηγητής βρίσκεται εκεί περισσότερο για να δείξει στη μητέρα πόσο χρήσιμος μπορεί να της φανεί, με την ελπίδα ότι έτσι θα κερδίσει την εκτίμηση και την αγάπη της, παρά γιατί επιθυμεί να είναι κοντά στην άρρωστη αδερφή του. Η πίκρα του Γιωργή για την αδιαφορία της μητέρας αλλοιώνουν τα συναισθήματά του απέναντι στην άρρωστη αδερφή του, γεγονός που του γεννά επιπλέον ενοχές και προβληματισμούς. Η διεκδίκηση της μητρικής αγάπης μοιάζει με μια ανόσια αντιζηλία με τη μικρή του αδερφή, που προφανώς έχει μεγαλύτερη ανάγκη τη φροντίδα της μητέρας.
Το παράπονό του για την έλλειψη της μητρικής αγάπης θα παραμείνει ανέκφραστο στην μητέρα του, μιας και δε θα της μιλήσει ποτέ ανοιχτά για την ανάγκη του να μετέχει κι εκείνος στην αγάπη της. «Ήναπτον πυρ, έφερον νερό και εσκούπιζα την εκκλησίαν... επατήθη η δύναμις του Εχθρού, κτλ.»
Η αίσθηση του Γιωργή πως η μητέρα του τον παραμελεί και δεν τον αγαπά αρκετά, θα τραπεί βίαια σε βεβαιότητα, όταν θ’ ακούσει την προσευχή της μητέρας στην εκκλησία. Ο μικρός βαθύτατα πληγωμένος θ’ αποφασίσει πως δεν υπάρχει πια κανένας λόγος να ξαναπάει στην εκκλησία και να προσφέρει βοήθεια στη μητέρα του. Κι ενώ αισθάνεται τον πόνο του να κορυφώνεται δε θ’ αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τη μητέρα του, θα της καταστήσει όμως σαφές πως γνωρίζει το περιεχόμενο της προσευχής της.

4) Η ύστατη πράξη της μητέρας για το άρρωστο κορίτσι της, είναι το ιδιότυπο ιεροτελεστικό ανακάλημα της ψυχής του πεθαμένου πατέρα. Η ξεχωριστή αυτή τελετή, που δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στον ελληνικό λαό, αποτελεί μια αμιγή πράξη αγάπης, κατά την οποία η μητέρα καλεί τον νεκρό της σύζυγο να συμπαρασταθεί στις τελευταίες στιγμές του παιδιού τους.
Η μητέρα γνωρίζει πως η Αννιώ θα πεθάνει, γι’ αυτό και καλεί την ψυχή του άντρα της, όχι για να θεραπεύσει το κορίτσι, όπως με λεπτότητα λέει στο γιο της, αλλά προκειμένου να συνοδεύσει την ψυχή του παιδιού στο πέρασμά της από τον ένα κόσμο στον άλλο. Για τη μητέρα, που έχει ήδη κάνει ό,τι μπορούσε για να γλιτώσει την Αννιώ, η τελετή αυτή αποτελεί το μόνο που μπορεί να της προσφέρει, ώστε να έχει την κατάλληλη συντροφιά στο τελευταίο της ταξίδι. Τώρα πια η Αννιώ δεν ανήκει στον κόσμο της μητέρας, ανήκει στον κόσμο του πατέρα.

5) Ο Κωστής Παλαμάς θέλοντας να εκφράσει την ένταση της αγάπης του για τον πρόωρα χαμένο του γιο, προχωρά σε μια τολμηρή σύγκριση της πατρικής αγάπης με το πάθος των ερωτευμένων. Προκειμένου, βέβαια, να τονίσει την αγνότητα των συναισθημάτων του και να καταστήσει σαφή την πρόθεσή του να εκφράσει απλώς πόσο δυνατή υπήρξε η αγάπη του, εντάσσει την παρουσίασή του σε μια συνομιλία με τα λουλούδια που συμβολίζουν την πιο αγνή έκφανση της φύσης.
Μέσα στη λευκότατη και αγνή στοργή, μας λέει ο ποιητής, γεννήθηκε το έντονο πάθος κι ύστερα η αβάσταχτη εκείνη επιθυμία που προκαλεί ο έρωτας και μοιάζει περισσότερο με αρρώστια. Κι ενώ με αποκαλούσαν πατέρα του, εγώ ήμουν ο αγαπητικός του. Έχετε δοκιμάσει εσείς πάναγνα λουλούδια τέτοιο ερωτικό καημό; Έτσι που βρίσκεστε το ένα πλάι στο άλλο, δεν έχετε ποτέ αναστατωθεί απ’ την ένταση του πόθου;
Το μικρό αυτό παιδί ήταν τόσο υπέροχο, ώστε έμοιαζε με δημιούργημα της ερωμένης του ονείρου. Ποτέ δε σκέφτηκα, αν είχε γεννηθεί από μένα, μόνο ήθελα να ζήσει και να προκόψει. Είχα μεθύσει απ’ την ομορφιά της κίνησής του, των ματιών και του προσώπου του.
Κάποια ευλογημένη μοίρα του έδωσε ζωή και συνέχεια μου ερχόταν στη σκέψη εκείνο το τραγούδι, για το μικρό αγαπημένο στόμα που είχε τη δύναμη να μου προκαλεί τέτοια ταραχή. Πόσες φορές που με σκληρότητα και αδιαφορία απομακρυνόταν από κοντά μου, δε γνώρισα τον πόνο που φέρνει η επίγνωση του πόσο ανήμπορος ήμουν να το έχω πάντοτε κοντά μου και δεν ένιωσε τον ανυπόφορο πόνο της ζήλιας.
Κι όποτε το είχα γερμένο επάνω μου, ένιωθα πως κρατώ στα χέρια μου την απόλυτη έκφανση της ομορφιάς και σκεφτόμουν πως δεν έχω πια τίποτε άλλο να ζητήσω απ’ τη ζωή.
Η σύγκριση αυτή της πατρικής αγάπης με το ερωτικό πάθος, δίνει με ιδιαίτερη παραστατικότητα τα συναισθήματα του ποιητή, ο οποίος, όπως ακριβώς οι ερωτευμένοι, ήθελε να είναι πάντοτε κοντά στο μικρό του παιδί, θαύμαζε την ομορφιά του και στενοχωριόταν κάθε φορά που εκείνο απομακρυνόταν απ’ αυτόν.
Ο Παλαμάς εστιάζει το ενδιαφέρον του στο να αναδείξει πόσο πολύ είχε αγαπήσει το μικρό του γιο όσο ζούσε και πόσο είχε εκτιμήσει κάθε λεπτό που πέρασε μαζί του. Αντί να αφεθεί σ’ έναν πικρό θρήνο για το μικρό παιδί, επιλέγει να μιλήσει για τις όμορφες στιγμές που έζησε κοντά του και για τη χαρά και την ομορφιά που έφερε στη ζωή του ο γιος του.
Σε μια διαφορετική προσέγγιση ο Βιζυηνός στο Αμάρτημα της μητρός μου, παρουσιάζει την αγάπη της μητέρας του για την κόρη της μέσα από τις αλλεπάλληλες προσπάθειες της μητέρας να αντιμετωπίσει την ασθένεια που απειλούσε τη ζωή του παιδιού της. Μπροστά στον κίνδυνο να χάσει το μοναδικό της κορίτσι η μητέρα παραμερίζει τους ενδοιασμούς της για τη γνώμη του κόσμου και βγαίνει απ’ το σπίτι της, για πρώτη φορά μετά το θάνατο του άντρα της. Αναζητά με επιμονή οποιονδήποτε θα μπορούσε να γνωρίζει οτιδήποτε για την αντιμετώπιση της ασθένειας του παιδιού της, απευθυνόμενη σε ντόπιους και ξένους με την ελπίδα να βρει την ποθητή θεραπεία.
Πληρώνει αγόγγυστα τον τοπικό γιατρό κι όταν δε βλέπει κανένα αποτέλεσμα παραμερίζει ακόμη και τις βαθιά ριζωμένες θρησκευτικές της πεποιθήσεις και στρέφεται στα σαλαβάτια των μαγισσών και στα χαμαγλιά με τις αραβικές λέξεις. Ακολουθεί κάθε υπόδειξη που της κάνουν πηγαίνοντας σε τόπους που έχουν τη φήμη ότι είναι θαυματουργοί και σε κάθε εκκλησία που τιμείται το όνομά της, προσφέροντας λαμπάδες που έχει φτιάξει μόνη της. Μη διστάζοντας στο τέλος να φέρει το άρρωστο παιδί της στην εκκλησία προκειμένου να περάσουν εκεί τα σαράντα μερόνυχτα που απαιτούνται για να κατανικηθεί η δύναμη του κακού.
Οι πολλαπλές προσπάθειες της μητέρας να σώσει το παιδί της, αποτελούν βέβαια μια ισχυρή ένδειξη της αγάπης της, εκφράζουν όμως συγχρόνως και το φόβο πως ό,τι συμβαίνει στην Αννιώ δεν είναι παρά η τιμωρία του Θεού για το δικό της αμάρτημα. Έτσι, η αγάπη της μητέρας περιπλέκεται με τις ενοχές της και συνάμα υπονομεύεται από το γεγονός πως στην προσπάθειά της να σώσει την Αννιώ παραμελεί τελείως τα αγόρια της και τους δημιουργεί την εντύπωση πως δεν ενδιαφέρεται καθόλου για εκείνα. Αποκορύφωμα, μάλιστα, της δυσαρμονίας των συναισθημάτων της μητέρας θα αποτελέσει η προσευχή της στην εκκλησία, όπου θα εκφράσει την πρόθεσή της να προσφέρει το Γιωργή ως αντάλλαγμα για τη σωτηρία της κόρης της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου