Sarah Ann Loreth
Λατινικά Γ΄ Λυκείου: Δευτερεύουσες
Προτάσεις
Αιτιολογικές προτάσεις
Οι Αιτιολογικές προτάσεις
είναι προτάσεις επιρρηματικές. Δηλώνουν την αιτία του περιεχομένου
μιας άλλης πρότασης, συνήθως της κύριας. Εισάγονται με τους συνδέσμους quod, quia, quoniam (quando).
Όταν η αιτιολογία είναι αντικειμενικά
αποδεκτή, τότε η έγκλιση που
αναμένεται είναι η οριστική. Αντίθετα, όταν η αιτιολογία
είναι υποθετική ή υποκειμενική (δηλαδή εκφράζει την άποψη του
υποκειμένου της κύριας πρότασης), η έγκλιση είναι λογικά η υποτακτική.
Παραδείγματα:
Κείμενο 21: quod illic aurum pensatum est (επειδή εκεί ζυγίστηκε το
χρυσάφι)
Δευτερεύουσα Αιτιολογική
πρόταση, ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο περιεχόμενο της
κύριας πρότασης. Εισάγεται με τον αιτιολογικό σύνδεσμο quod, εκφέρεται με Οριστική Παρακειμένου (pensatum est), εκφράζει αντικειμενική αιτιολογία.
Κείμενο 24: quod Nasica tam aperte
mentiebatur: δευτερεύουσα αιτιολογική πρόταση, η οποία εξαρτάται από τη
μετοχή indignatus (μετοχή προερχόμενη από ρήμα ψυχικού πάθους) της κύριας
πρότασης. Εισάγεται με τον αιτιολογικό σύνδεσμο quod και εκφέρεται με οριστική (παρατατικού: mentiebatur), διότι δηλώνει αιτιολογία αντικειμενικά
αποδεκτή. Αυτές οι αιτιολογικές προτάσεις, που εισάγονται με τον σύνδεσμο
quod και εξαρτώνται από ρήματα ψυχικού πάθους, συνδέονται όχι με το ρήμα άμεσα
αλλά με το ουσιαστικό, το υποκείμενο του ρήματος ψυχικού πάθους [γι’ αυτό και
κάποιοι τις ονομάζουν ουσιαστικές], λειτουργεί ως αντικείμενο.
Κείμενο 13: Quia ille metum exercitus Rōmāni vicerat:
Δευτερεύουσα αιτιολογική πρόταση. Εισάγεται με τον αιτιολογικό
σύνδεσμο quia, εκφέρεται με οριστική, καθώς εκφράζει αντικειμενική
αιτιολογία, συγκεκριμένα χρόνου υπερσυντελίκου (vicerat), γιατί αναφέρεται στο
παρελθόν και δηλώνει το προτερόχρονο. Λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός
της αιτίας στο περιεχόμενο της κύριας που ακολουθεί.
- Ενδέχεται, επίσης, η δευτερεύουσα
πρόταση να εκφέρεται με υποτακτική επειδή εντάσσεται σε πλάγιο λόγο.
- Συχνά ο σύνδεσμος quod (αλλά και ο quia) συνοδεύεται από διάφορα επιρρήματα ή
εμπρόθετους προσδιορισμούς που σημαίνουν «γι’ αυτό το λόγο» π.χ. (propterea quod), οπότε ξέρουμε σίγουρα ότι η πρόταση
είναι αιτιολογική και όχι αναφορική.
Αιτιολογικές προτάσεις εισάγονται και
με το σύνδεσμο cum και
εκφέρονται πάντοτε με υποτακτική (όπως δηλαδή και ο
διηγηματικός cum). Ο
λόγος που έχουμε την υποτακτική είναι επειδή συνήθως η αιτιολογία είναι
το αποτέλεσμα μιας εσωτερικής, λογικής διεργασίας.
Συχνά ο αιτιολογικός cum συνοδεύεται από μόρια ή επιρρήματα
(όπως το praesertim =
άλλωστε, μάλιστα) που μας βοηθούν να τον ξεχωρίσουμε από τον ιστορικό ή τον
παραχωρητικό.
- Όταν στην αιτιολογική πρόταση υπάρχει
υποτακτική, τηρείται γενικά η ακολουθία των χρόνων.
Παράδειγμα:
Κείμενο 34: cum se ipsum captum venisse eos existimasset (επειδή νόμισε ότι αυτοί είχαν
έρθει για να συλλάβουν τον ίδιο)
Δευτερεύουσα αιτιολογική πρόταση που
λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο περιεχόμενο της
κύριας. Εισάγεται με τον αιτιολογικό σύνδεσμο cum και εκφέρεται με υποτακτική διότι η αιτιολογία είναι το αποτέλεσμα μιας
εσωτερικής λογικής διεργασίας. Η αιτιολογική πρόταση, που εξαρτάται από
ιστορικό χρόνο (conlocavit Ορ.
Πρκ), εκφέρεται με υποτακτική Υπερσυντελίκου, δηλώνοντας έτσι το προτερόχρονο
στο παρελθόν.
Τελικές προτάσεις
Οι τελικές προτάσεις
είναι προτάσεις επιρρηματικές. Εκφράζουν το σκοπό για
τον οποίο γίνεται η πράξη μιας άλλης πρότασης, συνήθως της κύριας. Εισάγονται
με το σύνδεσμο ut, αν
είναι καταφατικές, και με το σύνδεσμο ne, αν είναι αρνητικές. Εκφέρονται
πάντοτε με υποτακτική, καθώς το περιεχόμενό τους είναι κάτι το επιθυμητό.
Στις τελικές προτάσεις έχουμε ιδιομορφία
ως προς την ακολουθία των χρόνων: εκφέρονται μόνο με
την υποτακτική του Ενεστώτα (σε εξάρτηση από αρκτικό
χρόνο) και του παρατατικού (σε εξάρτηση από ιστορικό χρόνο).
Έχουμε, δηλαδή, συγχρονισμό της κύριας πρότασης με τη δευτερεύουσα. Ο σκοπός
είναι ιδωμένος τη στιγμή που εμφανίζεται στο μυαλό του ομιλητή και όχι τη
στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής του.
Παράδειγμα:
Κείμενο 31: ut singularis proelii
eventu cernatur: δευτερεύουσα επιρρηματική τελική πρόταση, ως επιρρηματικός
προσδιορισμός του σκοπού στο περιεχόμενο της κύριας. Εισάγεται με τον τελικό
σύνδεσμο υt επειδή είναι καταφατική˙ εκφέρεται
με υποτακτική, γιατί το περιεχόμενό της είναι κάτι το επιθυμητό, και
συγκεκριμένα με υποτακτική ενεστώτα (cernatur), γιατί εξαρτάται από ρήμα
αρκτικού χρόνου (congrediamur) και αναφέρεται στο παρόν ιδιόμορφη ακολουθία
χρόνων: ο σκοπός είναι δηλ. ιδωμένος τη
στιγμή που εμφανίζεται στο μυαλό του ομιλητή, συγχρονισμός της κύριας με τη
δευτερεύουσα πρόταση, και όχι τη στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής του).
Κείμενο 36: ut eo uteretur:
δευτερεύουσα επιρρηματική τελική πρόταση που λειτουργεί ως επιρρηματικός
προσδιορισμός του σκοπού στο περιεχόμενο της χρονικής πρότασης που προηγείται
με ρήμα το attulissent. Εισάγεται με τον τελικό σύνδεσμο ut, διότι είναι
καταφατική και εκφέρεται με υποτακτική, καθώς το περιεχόμενό της δηλώνει κάτι
το επιθυμητό. Συγκεκριμένα εκφέρεται με υποτακτική παρατατικού (uteretur),
διότι εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου (attulissent = υπερσυντέλικος) και
δηλώνει το σύγχρονο στο παρελθόν. Υπάρχει
ιδιομορφία στην ακολουθία των χρόνων, γιατί ο σκοπός είναι ιδωμένος τη στιγμή
που εμφανίζεται στο μυαλό του ομιλητή και όχι τη στιγμή της πιθανής
πραγματοποίησής του (συγχρονισμός της κύριας με τη δευτερεύουσα πρόταση).
- Οι τελικές προτάσεις εισάγονται
με το quo,
όταν ακολουθεί συγκριτικός βαθμός επιθέτου ή επιρρήματος.
Παράδειγμα:
Κείμενο 36: quo facilius divitias contemnere posset (για να μπορεί ευκολότερα να
περιφρονεί τα πλούτη)
Δευτερεύουσα τελική πρόταση που
λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού στο περιεχόμενο της
κύριας. Εισάγεται με τον τελικό σύνδεσμο quo γιατί ακολουθεί συγκριτικός βαθμός
επιρρήματος (facilius).
Η τελική πρόταση εκφέρεται με υποτακτική, καθώς το περιεχόμενό της είναι κάτι
το επιθυμητό, και ειδικότερα με υποτακτική Παρατατικού, γιατί εξαρτάται από
ρήμα ιστορικού χρόνου (utebatur Ορ.
Πρτ), γιατί έχουμε συγχρονισμό της κύριας με τη δευτερεύουσα (ιδιόμορφη
ακολουθία χρόνων).
- Επίσης χρησιμοποιούνται παρενθετικά.
Παράδειγμα:
Κείμενο 36: ne dicam (για να μην πω)
Δευτερεύουσα τελική πρόταση που
λειτουργεί παρενθετικά. Εισάγεται με τον
τελικό σύνδεσμο ne γιατί
είναι αρνητική κι
εκφέρεται με υποτακτική γιατί το περιεχόμενό της είναι κάτι το επιθυμητό.
Ειδικότερα, εκφέρεται με υποτακτική Ενεστώτα, καθώς εξαρτάται από ρήμα αρκτικού
χρόνου (narrate Προστ.
Ενεστ.) κι έχουμε συγχρονισμό της κύριας με τη δευτερεύουσα (ιδιόμορφη
ακολουθία χρόνων).
Τέλος, στην κύρια πρόταση μπορεί να
προηγούνται επιρρήματα ή φράσεις που σημαίνουν «γι’ αυτό το σκοπό», «με αυτή
την πρόθεση» (eo consilio, ut... / ea mente, ut...), πράγμα που δείχνει ότι η πρόταση
είναι τελική.
Επιρρηματικές Συμπερασματικές
προτάσεις
Οι επιρρηματικές συμπερασματικές
προτάσεις δεν πρέπει να συγχέονται με τις ουσιαστικές συμπερασματικές προτάσεις
(που ισοδυναμούν με ουσιαστικό, υποκείμενο ή αντικείμενο του ρήματος).
Οι επιρρηματικές
συμπερασματικές προτάσεις εισάγονται με το σύνδεσμο ut (άρνηση: ut non, ut nemo, ut nihil κτλ. Προσοχή! Οι αρνητικές τελικές
προτάσεις εισάγονται με το ne, ne quis κτλ.).
Εκφέρονται πάντοτε με υποτακτική (δυνητική).
Αυτό συμβαίνει επειδή στη λατινική το αποτέλεσμα θεωρείται πάντα μια
υποκειμενική κατάσταση.
Στην κύρια πρόταση προηγούνται συνήθως
επιρρήματα (sic, ita, tam, adeo κτλ.) ή αντωνυμίες (talis, tantus κτλ.), που μας ειδοποιούν ότι θα
ακολουθήσει συμπερασματική πρόταση.
Οι συμπερασματικές προτάσεις εκφέρονται
συνήθως με υποτακτική του Ενεστώτα (για το παρόν – μέλλον)
και με υποτακτική του Παρατατικού (για το παρελθόν).
Παράδειγμα:
Κείμενο 43: ut
primum exsulem deinde hostem te viderem? δευτερεύουσα
επιρρηματική συμπερασματική πρόταση˙ εισάγεται με τον συμπερασματικό σύνδεσμο
ut επειδή είναι καταφατική˙ προηγείται η επιτατική φράση in hoc. Εκφέρεται με υποτακτική (το συμπέρασμα στη
λατινική θεωρείται υποκειμενική κατάσταση)˙ συγκεκριμένα εκφέρεται με
υποτακτική παρατατικού (viderem) γιατί το ρήμα της κύριας είναι ιστορικού
χρόνου (traxit) και εκφράζει το σύγχρονο στο παρελθόν. Έχουμε ιδιόμορφη ακολουθία χρόνων, γιατί το συμπέρασμα είναι ιδωμένο τη
στιγμή της εμφάνισής του στο μυαλό του ομιλητή και όχι τη στιγμή της πιθανής
πραγματοποίησής του (συγχρονισμός της κύριας με τη δευτερεύουσα πρόταση).
Σημείωση. Όταν το ρήμα της κύριας πρότασης
είναι σε χρόνο ιστορικό, τότε στη συμπερασματική πρόταση μπορεί να έχουμε
υποτακτική του παρακειμένου όταν, κατά την άποψη του ομιλητή, το αποτέλεσμα
θεωρείται ως πράξη ολοκληρωμένη (στο παρελθόν).
Χρονικές προτάσεις
Οι χρονικές προτάσεις προσδιορίζουν
χρονικά την πράξη ή την κατάσταση που περιγράφει το ρήμα μιας άλλης πρότασης
(συνήθως της κύριας). Η έγκλιση με την οποία εκφέρονται είναι η οριστική, εφόσον
εκφράζουν μόνο το χρόνο και τίποτα άλλο∙ αν όμως ο καθορισμός του
χρόνου χρωματίζεται με άλλες έννοιες (όπως αυτής της προσδοκώμενης πράξης) ή αν
η σχέση της χρονικής πρότασης με την προσδιοριζόμενη δεν είναι μόνο καθαρά
χρονική, τότε οι χρονικές προτάσεις εκφέρονται με υποτακτική. Στην
περίπτωση αυτή ισχύει γενικά η ακολουθία των χρόνων.
Παράδειγμα:
Κείμενο 43: cum in conspectu Roma fuit (όταν είδες τη Ρώμη)
Δευτερεύουσα χρονική πρόταση ως επιρρηματικός
προσδιορισμός του χρόνου στο περιεχόμενο της κύριας. Εισάγεται με το χρονικό
σύνδεσμο cum κι
εκφέρεται με οριστική γιατί εκφράζει μόνο το χρόνο και τίποτα άλλο. Ειδικότερα
με οριστική Παρακειμένου, καθώς αναφέρεται στο παρελθόν.
Σε σχέση με την πρόταση που
προσδιορίζουν, οι χρονικές προτάσεις εκφράζουν:
i) Κάτι το σύγχρονο. Στην
περίπτωση αυτή εισάγονται με τους συνδέσμους: dum, quoad και quamdiu και εκφέρονται με οριστική.
Ειδικότερα, ο συγχρονισμός περιλαμβάνει
δύο κατηγορίες:
α) Παράλληλη διάρκεια (=
εφόσον, όσο)
Παράδειγμα:
Κείμενο 38: dum vixit (όσο ζούσε)
Δευτερεύουσα χρονική πρόταση που
λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο περιεχόμενο της
δευτερεύουσας αναφορικής (quam Metellus multum amavit). Εισάγεται με το χρονικό
σύνδεσμο dum κι
εκφέρεται με οριστική, καθώς εκφράζει μόνο το χρόνο και τίποτε άλλο. Σε σχέση με την αναφορική που προσδιορίζει
δηλώνει το σύγχρονο και ειδικότερα την παράλληλη διάρκεια.
β) Μια συνεχιζόμενη πράξη (=
χρονική πρόταση), στη διάρκεια της οποίας συμβαίνει μια άλλη πράξη (= κύρια
πρόταση). Η χρονική πρόταση εισάγεται μόνο με το dum (= ενώ) και εκφέρεται πάντα με
την οριστική του Ενεστώτα, οποιοσδήποτε κι αν είναι ο χρόνος της
κύριας πρότασης (για γεγονότα του παρελθόντος στην κύρια πρόταση υπάρχει
συνήθως Παρακείμενος ή ιστορικός Ενεστώτας).
Παράδειγμα:
Κείμενο 38: Caecilia, uxor Metelli, dum more prisco omen nuptiale petit filiae sororis (Η Καικιλία, η σύζυγος του
Μετέλλου, ενώ επιδίωκε σύμφωνα με αρχαίο έθιμο την εμφάνιση γαμήλιου οιωνού για
την κόρη της αδερφής της)
Δευτερεύουσα χρονική πρόταση που
λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο περιεχόμενο της
κύριας. Εισάγεται με το χρονικό σύνδεσμο dum κι εκφέρεται με οριστική, καθώς
εκφράζει μόνο το χρόνο και τίποτε άλλο. Σε
σχέση με την προσδιοριζόμενη πρόταση δηλώνει το σύγχρονο και πιο συγκεκριμένα
μια συνεχιζόμενη πράξη στη διάρκεια της οποίας συμβαίνει η πράξη που δηλώνεται
στην κύρια.
ii) Κάτι το
προτερόχρονο. Στην περίπτωση αυτή οι χρονικές προτάσεις εισάγονται με τους συνδέσμους: postquam (= αφού), ubi, ut (= όταν, μόλις), simulac (simul atque), cum primum (= μόλις). Εκφέρονται με οριστική,
που για το παρελθόν είναι συνήθως η οριστική του Παρακειμένου (ή
του Υπερσυντελίκου).
Παραδείγματα:
Κείμενο 34: quod ut praedones animadverterunt (μόλις οι ληστές το παρατήρησαν)
Δευτερεύουσα χρονική πρόταση ως
επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο περιεχόμενο της κύριας. Εισάγεται με
το χρονικό σύνδεσμο ut κι
εκφέρεται με οριστική, καθώς εκφράζει μόνο το χρόνο και τίποτε άλλο. Σε σχέση
με την κύρια πρόταση εκφράζει το προτερόχρονο στο παρελθόν.
Κείμενο 34: Haec postquam domestici
Scipioni rettulerunt: δευτερεύουσα επιρρηματική χρονική πρόταση. Εισάγεται
με τον χρονικό σύνδεσμο postquam (προτάσσεται για λόγους έμφασης το haec). Εκφέρεται
με οριστική (ενεργητικού παρακειμένου = rettulerunt), διότι εκφράζει το
πραγματικό γεγονός που συνέβη στο παρελθόν και ενδιαφέρει μόνο από χρονική
άποψη. Σε σχέση με την κύρια πρόταση που ακολουθεί (is fores...iussit) δηλώνει
το προτερόχρονο. Λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο
περιεχόμενο της κύριας πρότασης με ρήμα το iussit.
Κείμενο 11: Ubi in Italiā fuit:
Δευτερεύουσα χρονική πρόταση. Εισάγεται με το χρονικό σύνδεσμο ubi (προτερόχρονο), εκφέρεται με οριστική, διότι εκφράζει το χρόνο και
τίποτα άλλο. Ειδικότερα, χρόνου Παρακειμένου, καθώς αναφέρεται στο παρελθόν. Η
δευτερεύουσα λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο
περιεχόμενο της κύριας πρότασης που ακολουθεί.
iii) Κάτι το
υστερόχρονο. Στην περίπτωση αυτή οι χρονικές προτάσεις εισάγονται με τους
συνδέσμους: antequam (ή
χωριστά ante... quam) πριν∙ dum, donec, quoad μέχρι. Εκφέρονται με οριστική,
όταν η πράξη ενδιαφέρει μόνο από χρονική άποψη, και με υποτακτική, όταν η πράξη
περιγράφεται ως προσδοκία ή επιδίωξη.
Παράδειγμα:
Κείμενο 38: dum aliqua vox congruens proposito audiretur (μέχρι ν’ ακουστεί κάποια φωνή
που ν’ ανταποκρινόταν στο σκοπό τους)
Δευτερεύουσα χρονική πρόταση που
λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο περιεχόμενο της
κύριας. Εισάγεται με το χρονικό σύνδεσμο dum κι εκφέρεται
με υποτακτική, γιατί η πράξη περιγράφεται ως προσδοκία ή επιδίωξη. Σε σχέση
με την κύρια πρόταση δηλώνει το υστερόχρονο.
Οι χρήσεις του cum
α) Για τις διηγήσεις του
παρελθόντος χρησιμοποιείται πολύ συχνά ο σύνδεσμος cum με υποτακτική Παρατατικού (για
πράξη σύγχρονη) και Υπερσυντελίκου (για πράξη προτερόχρονη). Ο cum αυτός, που αποδίδεται με το «όταν»,
είναι γνωστός ως ιστορικός ή διηγηματικός, και δεν έχει αντίστοιχο
στα αρχαία ελληνικά.
Ο χρονικός cum με οριστική μας πληροφορεί απλώς για το
χρόνο που έγινε κάτι. Αντίθετα, ο ιστορικός cum υπογραμμίζει τη βαθύτερη σχέση της
δευτερεύουσας με την κύρια πρόταση∙ δημιουργεί μια σχέση αιτίου και
αιτιατού ανάμεσά τους. Είναι φανερός εδώ ο ρόλος του υποκειμενικού στοιχείου
που υπάρχει στην υποτακτική. Για
παράδειγμα η πρόταση cum venisset σημαίνει:
όταν ήλθε, ως αποτέλεσμα του ότι ήλθε.
Ο cum με υποτακτική (ιστορικός cum) χρησιμοποιείται μόνο για το
παρελθόν.
Παράδειγμα:
cum P. Cornelius Nasica ad Ennium poetam venisset (όταν είχε πάει ο Πόπλιος
Κορνήλιος Νασικάς στον ποιητή Έννιο)
Δευτερεύουσα Χρονική πρόταση,
ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο περιεχόμενο της κύριας
πρότασης. Εισάγεται με τον ιστορικό – διηγηματικό σύνδεσμο cum, εκφέρεται με Υποτακτική,
γιατί ο ιστορικός – διηγηματικός cum υπογραμμίζει τη βαθύτερη σχέση
της δευτερεύουσας με την κύρια και δημιουργεί μια σχέση αιτίου και αιτιατού
ανάμεσά τους, ενώ
είναι φανερός ο ρόλος του υποκειμενικού στην υποτακτική. Ειδικότερα
εκφέρεται με Υποτακτική Υπερσυντελίκου (venisset), γιατί εξαρτάται από ρήμα ιστορικού
χρόνου (Οριστική Παρακειμένου sensit) και δηλώνει το προτερόχρονο στο παρελθόν.
β) Ο cum με οριστική έχει μια σειρά από
ιδιαίτερες χρήσεις, στις οποίες δεν μπορεί να τον αντικαταστήσει ο
ιστορικός cum.
Εκφράζει δηλαδή την επανάληψη (επαναληπτικός), το ξαφνικό γεγονός (αντίστροφος cum) κτλ.
Αντίστροφος cum: Ο σύνδεσμος cum με την οριστική του Παρακειμένου, συχνά
μαζί με το επίρρημα repente (=
ξαφνικά), δηλώνει αιφνίδιο γεγονός. Στην κύρια πρόταση (σε παρατατικό ή
υπερσυντέλικο) υπάρχουν συνήθως τα μόρια vix (vixdum), aegre (μόλις και μετά βίας) κτλ.
Ο cum αυτός
ονομάζεται αντίστροφος (cuminversum).
Παραδείγματα:
Κείμενο 14: cum repente apparuit ei species horrenda: Δευτερεύουσα χρονική πρόταση που
λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στην κύρια πρόταση που
προηγείται. Εισάγεται με τον
αντίστροφο cum, ο
οποίος με οριστική Παρακειμένου δηλώνει αιφνίδιο γεγονός (ονομάζεται
αντίστροφος, γιατί το κύριο νόημα βρίσκεται στη δευτερεύουσα και το δευτερεύον
στην κύρια). Δηλώνει
το υστερόχρονο στο παρελθόν σε σχέση με την προσδιοριζόμενη πρόταση. Μετά
τον αντίστροφο cum υπάρχει το επίρρημα repente, ενώ στην κύρια πρόταση (σε
υπερσυντέλικο το ρήμα της) υπάρχει το επίρρημα vix.
Κείμενο 29: quotiescumque avis non
respondebat: δευτερεύουσα επιρρηματική χρονική πρόταση, που λειτουργεί ως
επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο περιεχόμενο της κύριας πρότασης με
ρήμα το solebat. Εισάγεται με τον
χρονικό-επαναληπτικό σύνδεσμο quotiescumque, ο οποίος ισοδυναμεί με τον
επαναληπτικό cum. Εκφέρεται με οριστική, γιατί η πράξη ενδιαφέρει από
καθαρά χρονική άποψη, και συγκεκριμένα, με οριστική παρατατικού (respondebat).
Εκφράζει την αόριστη επανάληψη στο παρελθόν και σε σχέση με την κύρια πρόταση
δηλώνει το σύγχρονο.
Κείμενο 15: Cum civitas bellum gerit:
Δευτερεύουσα χρονική πρόταση, ως επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στην
κύρια που ακολουθεί. Εισάγεται με τον
επαναληπτικό cum και εκφέρεται με οριστική, γιατί η πράξη μας
ενδιαφέρει από καθαρά χρονική άποψη, και χρόνου ενεστώτα γιατί
δηλώνει την επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον.
Υποθετικοί Λόγοι
1. Το είδος του υποθετικού λόγου που εκφράζει υπόθεση
ανοικτή -χωρίς δηλαδή να δηλώνεται αν αληθεύει ή οχι- εκφέρεται ως
εξής:
Υπόθεση: si (αρν. nisi) + Οριστική κάθε χρόνου
Απόδοση: Οποιαδήποτε έγκλιση
Οι συνηθισμένες μορφές του είναι οι
παρακάτω:
Υπ: si + Οριστική Ενεστώτα – Απ:
Οριστική Ενεστώτα (για το παρόν)
Υπ: si + Οριστική Παρακειμένου – Απ:
Οριστική Παρακειμένου (για το παρελθόν)
Υπ: si + Οριστική Μέλλοντα ή Συντ.
Μέλλοντα – Απ: Οριστική Μέλλοντα (για το μέλλον)
Παράδειγμα:
Κείμενο 43: si pergis:
δευτερεύουσα υποθετική πρόταση, εισάγεται με τον υποθετικό σύνδεσμο si, επειδή
είναι καταφατική. Ο υποθετικός λόγος που σχηματίζεται είναι: Υπόθεση:
si pergis (οριστική ενεστώτα) Απόδοση: manet (οριστική ενεστώτα)
και δηλώνει ανοικτή υπόθεση στο παρόν.
2. Το είδος του υποθετικού λόγου που εκφράζει υπόθεση
αντίθετη προς την πραγματικότητα (ή το απραγματοποίητο) εκφέρεται ως
εξής:
Υπ: si (αρν. nisi) + Υποτακτική Παρατατικού –
Απ: Υπ. Παρατατικού (για το παρόν)
Υπ: si (αρν. nisi) + Υποτακτική Υπερσυντελίκου –
Απ: Υπ. Υπερσυντελίκου (για το παρελθόν)
Παράδειγμα:
Κείμενο 42: si (ego) in hunc
animadvertissem: δευτερεύουσα επιρρηματική υποθετική πρόταση που εισάγεται
με τον υποθετικό σύνδεσμο si, διότι είναι καταφατική. Ως προς τη μορφή
σχηματίζει απλό, ευθύ υποθετικό λόγο μαζί με την απόδοσή του, την κύρια πρόταση
με ρήμα το dicerent. O υποθετικός λόγος
ανήκει στο β΄ είδος, το μη πραγματικό ή το αντίθετο προς την πραγματικότητα.
Πιο συγκεκριμένα, η υπόθεση εκφέρεται με υποτακτική υπερσυντελίκου
(animadvertissem) και επομένως αναφέρεται στο παρελθόν, ενώ η απόδοση εκφέρεται
με υποτακτική παρατατικού (dicerent) και αναφέρεται στο παρόν.
Κείμενο 43: nisi filium haberem,:
δευτερεύουσα υποθετική πρόταση, εισάγεται με τον υποθετικό σύνδεσμο nisi,
επειδή είναι αρνητική Ο υποθετικός λόγος που σχηματίζεται είναι: Υπόθεση:
nisi haberem (υποτακτική παρατατικού) Απόδοση: essem (υποτακτική
παρατατικού) και δηλώνει το αντίθετο του πραγματικού στο παρόν.
3. Το είδος του υποθετικού λόγου που εκφράζει υπόθεση
δυνατή ή πιθανή εκφέρεται συνήθως ως εξής:
Υπ: si (αρν. nisi) + Υποτακτική Ενεστώτα –
Απ: Υπ. Ενεστώτα (για το παρόν – μέλλον)
Σημείωση: Όταν σε καταφατική υπόθεση
αντιπαρατίθεται η αρνητική της, τότε η δεύτερη αυτή υπόθεση εισάγεται με
το si non (ελλειπτικά
με το si non ή si minus).
Εναντιωματικές προτάσεις
Οι εναντιωματικές προτάσεις είναι
δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις. Εκφράζουν μια
πραγματική κατάσταση παρά την οποία ισχύει το περιεχόμενο της κύριας πρότασης.
Εισάγονται με τους συνδέσμους etsi, tametsi, quamquam + Οριστική και
με τους συνδέσμους cum και licet + Υποτακτική.
Τους συνδέσμους αυτούς τους
μεταφράζουμε με το «αν και, παρόλο που, μολονότι».
- Στην κύρια πρόταση υπάρχει συχνά
το tamen (η
παρουσία του οποίου μας βοηθάει να αντιληφθούμε ότι η δευτερεύουσα πρόταση
είναι εναντιωματική).
Σημείωση: Ο σύνδεσμος licet συντάσσεται με υποτακτική, γιατί
προήλθε από το απρόσωπο ρήμα licet = επιτρέπεται, με παράλειψη του ut + υποτακτική.
Παράδειγμα:
Κείμενο 24: etsi
domi erat: δευτερεύουσα
επιρρηματική εναντιωματική πρόταση. Εισάγεται με τον εναντιωματικό σύνδεσμο
etsi και εκφέρεται με οριστική (παρατατικού: erat), διότι εκφράζει μια πραγματική κατάσταση, παρά την οποία ισχύει το περιεχόμενο
της κύριας πρότασης.
Παραχωρητικές προτάσεις
Οι παραχωρητικές προτάσεις εκφράζουν
μια υποθετική κατάσταση που, κι αν δεχτούμε ότι αληθεύει, δεν αναιρεί το
περιεχόμενο της κύριας πρότασης.
Εισάγονται κυρίως με το σύνδεσμο etiamsi + Υποτακτική ή Οριστική∙ επίσης
με τους συνδέσμους licet, quamvis, ut + Υποτακτική.
Στην ουσία πρόκειται για μια κατηγορία
υποθετικών προτάσεων.
Η παρουσία του tamen στην κύρια πρόταση είναι επίσης συχνή.
Σημείωση: Η χρήση του συνδέσμου quamvis προτιμάται μπροστά από επίθετα και
επιρρήματα.
- Όταν στην παραχωρητική πρόταση υπάρχει υποτακτική, τότε οι προτάσεις αυτές ακολουθούν γενικά τους κανόνες της ακολουθίας των χρόνων.
Παράδειγμα:
Κείμενο 43: Quamvis infesto et
minaci animo perveneras: δευτερεύουσα παραχωρητική πρόταση, εκφράζει μια
υποθετική κατάσταση που κι αν δεχθούμε ότι αληθεύει δεν αναιρεί το περιεχόμενο
της κύριας πρότασης. Εισάγεται με τον παραχωρητικό σύνδεσμο quamvis, γιατί
ακολουθούν τα επίθετα infesto et minaci, εκφέρεται με οριστική παρά τον κανόνα
(quamvis + υποτακτική). Η σύνταξη quamvis + οριστική ισοδυναμεί με quamquam +
οριστική και είναι μετακλασική, η οριστική perveneras είναι χρόνου
υπερσυντελίκου, γιατί αναφέρεται στο παρελθόν.
Παραβολικές προτάσεις
Οι παραβολικές (συγκριτικές) προτάσεις είναι
προτάσεις επιρρηματικές που λειτουργούν ως β΄ όρος της σύγκρισης∙ ο
πρώτος όρος είναι μια άλλη πρόταση, συνήθως η κύρια.
Διακρίνονται σε δύο είδη, ανάλογα με το περιεχόμενό τους:
1) Απλές παραβολικές. Οι προτάσεις αυτές εκφέρονται
κανονικά με οριστική, επειδή η σύγκριση αφορά δύο πράξεις ή
καταστάσεις που είναι (ή θεωρούνται ως) αντικειμενική πραγματικότητα.
Εισάγονται:
α) με τους συνδέσμους atque (= ac) και et, μετά από επίθετα ή επιρρήματα που
δηλώνουν ισότητα, ομοιότητα και τα αντίθετά τους: similis, par, aequus, idem – dissimilis, alius – similiter, pariter, aeque – aliter, contra κτλ.
β) με τους συνδέσμους ut, sicut (= ὡς, ὥσπερ, ὅπως)∙ στην κύρια πρόταση υπάρχουν
συνήθως τα επιρρήματα ita, sic κτλ. (= οὕτως, ὡδε)∙ οι προτάσεις αυτές εκφράζουν
τον τρόπο.
Παράδειγμα:
Κείμενο 27: ut dicis:
δευτερεύουσα απλή παραβολική πρόταση, εισάγεται με τον παραβολικό σύνδεσμο ut
και εκφέρεται με οριστική επειδή η
σύγκριση αφορά δύο πράξεις ή καταστάσεις που είναι ή θεωρούνται αντικειμενική
πραγματικότητα. Στην κύρια πρόταση υπάρχει το επίρρημα ita.
Κείμενο 5: ut puer magistrum:
Δευτερεύουσα απλή παραβολική-συγκριτική, ελλειπτική του τρόπου ως β΄ όρος
σύγκρισης με α΄ όρο την κύρια πρόταση. Εισάγεται με τον παραβολικό σύνδεσμο ut, εκφέρεται με
οριστική (εννοούμενο ρήμα honorat), καθώς η σύγκριση αφορά δύο πράξεις που
είναι (ή θεωρούνται ως) αντικειμενική πραγματικότητα.
Κείμενο 45: ut fit plerumque:
δευτερεύουσα επιρρηματική απλή παραβολική (παρενθετική) πρόταση του τρόπου, που
λειτουργεί ως β΄ όρος σύγκρισης (α΄ όρος σύγκρισης είναι η υποθετική πρόταση με
ρήμα το ceciderunt). Εισάγεται με τον παραβολικό σύνδεσμο ut και εκφέρεται με
οριστική ενεστώτα (fit), γιατί η
σύγκριση αφορά δύο πράξεις ή καταστάσεις που είναι ή θεωρούνται αντικειμενική
πραγματικότητα.
γ) με τον quam και επίθετα ή επιρρήματα θετικού
βαθμού, και επίσης με ρήματα (προηγείται το tam)∙ με τους quanto, quo και επίθετα ή επιρρήματα συγκριτικού
βαθμού (στην κύρια πρόταση υπάρχουν τα tanto, eo).
Οι προτάσεις αυτές εκφράζουν
την ποσότητα, την ένταση, το βαθμό και το μέγεθος (= τόσο... όσο).
Παράδειγμα:
Κείμενο 29: quanti nullam adhuc
emerat: δευτερεύουσα επιρρηματική απλή παραβολική πρόταση, του ποσού, που
λειτουργεί ως β’ όρος σύγκρισης (α’ όρος σύγκρισης είναι η προηγούμενη κύρια).
Εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία quanti (που αποτελεί παραβολικό ζεύγος με
το tanti που προηγείται στην κύρια) και εκφέρεται με οριστική (emerat), γιατί η
σύγκριση αφορά δύο πράξεις ή καταστάσεις που είναι ή θεωρούνται αντικειμενική
πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, με οριστική υπερσυντελίκου, γιατί αναφέρεται στο
παρελθόν και δηλώνει το προτερόχρονο σε σχέση με την κύρια πρόταση.
2) Υποθετικές παραβολικές.
Οι προτάσεις αυτές εκφέρονται με υποτακτική, επειδή η
σύγκριση αφορά μια υποθετική πράξη ή κατάσταση. Πρόκειται ουσιαστικά για
υποθετικούς λόγους που παραλείπεται η απόδοσή τους.
Οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγονται
αποτελούν συνδυασμό του si με
κάποιον από τους παραπάνω συνδέσμους: ut si, velut si, tamquam (si), quasi, proinde (perinde) quasi κτλ.
Παράδειγμα:
Κείμενο 20: Η φράση quasi moriturum
αποτελεί βραχυλογία που δηλώνει παραβολή και ισοδυναμεί με τη δευτερεύουσα υποθετική παραβολική πρόταση:
“quasi is moriturus esset”.
Χρησιμεύει ως β΄ όρος σύγκρισης με α΄ όρο το ρήμα miseratur, εισάγεται με τον
παραβολικό σύνδεσμο quasi, εκφέρεται με
έγκλιση υποτακτική, γιατί η σύγκριση αφορά μια υποθετική πράξη ή κατάσταση,
χρόνου παρατατικού της ενεργητικής περιφραστικής συζυγίας, γιατί εξαρτάται από
ιστορικό χρόνο (άμεσα από το miseratur (ενεστώτας αντί παρατατικού λόγω
λατινισμού του dum), έμμεσα από το delatus est (ιστορικός παρακείμενος) και
δηλώνει το υστερόχρονο στο παρελθόν και σχηματίζει σε συνδυασμό με την απόδοση
υποθετικό λόγο του απραγματοποίητου.
- Στις προτάσεις αυτές τηρείται γενικά
η ακολουθία των χρόνων (όπως στις υποθετικές).
Αναφορικές προτάσεις
Οι αναφορικές προτάσεις διακρίνονται σε επιθετικές
αναφορικές προτάσεις, σε επιρρηματικές αναφορικές προτάσεις
και σε ουσιαστικές αναφορικές προτάσεις.
1. Οι επιθετικές αναφορικές προτάσεις
προσδιορίζουν ένα ουσιαστικό ή αντωνυμία (= όρος της αναφοράς) όπως ο
επιθετικός προσδιορισμός.
Εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες και
επιρρήματα. Τα κυριότερα είδη των επιθετικών προσδιοριστικών είναι τα εξής:
α) Οι αναφορικές προσδιοριστικές. Οι
προτάσεις αυτές προσδιορίζουν ειδικότερα την έννοια της λέξης στην οποία
αναφέρονται.
Εκφέρονται με οριστική ή με υποτακτική
ανάλογα με το περιεχόμενό τους. Συχνά η υποτακτική που υπάρχει στις προτάσεις
αυτές οφείλεται σε έλξη (επηρεάζεται δηλαδή από μια άλλη υποτακτική που
προηγείται ή ακολουθεί).
Παραδείγματα:
Κείμενο 21: pro quo immensam pecuniam acceperunt (για το οποίο πήραν ως αντάλλαγμα
ένα τεράστιο χρηματικό ποσό)
Δευτερεύουσα αναφορική προσδιοριστική
πρόταση που προσδιορίζει τη λέξη Capitolium της κύριας. Εισάγεται με την αναφορική
αντωνυμία quo,
ειδικότερα έχουμε εμπρόθετη εισαγωγή: pro quo, κι εκφέρεται με Οριστική.
Κείμενο 3: quae incolis nocet:
Δευτερεύουσα αναφορική πρόταση, προσδιοριστική στο beluam. Λειτουργεί ως επιθετικός
προσδιορισμός. Εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία quae, εκφέρεται με
Οριστική, καθώς δηλώνει κάτι το πραγματικό.
β) Οι προσθετικές αναφορικές. Οι
προτάσεις αυτές προσδιορίζουν όχι την έννοια ενός συγκεκριμένου ουσιαστικού
αλλά ολόκληρο το περιεχόμενο μιας πρότασης. Εισάγονται με το quod (= πράγμα που) και συνήθως
εκφέρονται με οριστική.
2. Οι επιρρηματικές αναφορικές
προτάσεις ισοδυναμούν με απλές επιρρηματικές προτάσεις. Διακρίνονται
σε αναφορικές τελικές, αναφορικές συμπερασματικές, αναφορικές
αιτιολογικές, αναφορικές υποθετικές και αναφορικές
παραχωρητικές – εναντιωματικές.
Οι προτάσεις αυτές ακολουθούν ως προς
την έγκλιση τις αντίστοιχες επιρρηματικές προτάσεις.
Παραδείγματα:
Κείμενο 42: qui
non videat coniurationem esse factam: δευτερεύουσα αναφορική
επιρρηματική συμπερασματική πρόταση. Εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία
qui non (= ut is non) που βρίσκεται μετά τη λέξη tam (το tam βοηθά στον
εντοπισμό της αναφορικής συμπερασματικής) και είναι αρνητική. Εκφέρεται με
υποτακτική, διότι το συμπέρασμα στη λατινική είναι μία υποκειμενική κατάσταση
και συγκεκριμένα με υποτακτική χρόνου ενεστώτα (videat), διότι εξαρτάται από το
ρήμα της κύριας πρότασης (intellego) που είναι αρκτικού χρόνου (ενεστώτας) και
επομένως δηλώνεται το σύγχρονο στο παρόν. Υπάρχει ιδιομορφία στην ακολουθία των
χρόνων, διότι το συμπέρασμα είναι ιδωμένο τη στιγμή που εμφανίζεται στο μυαλό
του ομιλητή και όχι τη στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής του (συγχρονισμός
κύριας με τη δευτερεύουσα πρόταση). Λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός
του αποτελέσματος στο περιεχόμενο της κύριας πρότασης με ρήμα το intellego.
Κείμενο 42: qui
aut ea, --- ,non videant: δευτερεύουσα αναφορική επιρρηματική
συμπερασματική πρόταση. Εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία qui non (= ut
ei non) και είναι αρνητική. Εκφέρεται με υποτακτική, διότι το συμπέρασμα στη
λατινική είναι μία υποκειμενική κατάσταση και συγκεκριμένα με υποτακτική
χρόνου ενεστώτα (videant), διότι εξαρτάται από το ρήμα της κύριας πρότασης
(sunt) που είναι αρκτικού χρόνου (ενεστώτας) και επομένως δηλώνεται το σύγχρονο
στο παρόν. Υπάρχει ιδιομορφία στην ακολουθία των χρόνων, διότι το συμπέρασμα
είναι ιδωμένο τη στιγμή που εμφανίζεται στο μυαλό του ομιλητή και όχι τη στιγμή
της πιθανής πραγματοποίησής του (συγχρονισμός κύριας με τη δευτερεύουσα
πρόταση). Λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός του αποτελέσματος στο
περιεχόμενο της κύριας πρότασης με ρήμα το sunt.
3. Οι ουσιαστικές αναφορικές προτάσεις
ισοδυναμούν με ουσιαστικά που χρησιμεύουν ως υποκείμενο, αντικείμενο κτλ.
Παράδειγμα:
Κείμενο 27: quae dura et acerba
nascuntur: δευτερεύουσα αναφορική πρόταση, προσδιοριστική στο εννοούμενο ea
της κύριας (ή υποκείμενο στο fiunt,) εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία quae,
εκφέρεται με οριστική γιατί εκφράζει το πραγματικό και συγκεκριμένα με οριστική
ενεστώτα (nascuntur) γιατί αναφέρεται στο παρόν.
Κείμενο 27: quae deinceps scribam:
δευτερεύουσα αναφορική πρόταση προσδιοριστική στο εννοούμενο ea της κύριας (ή
υποκείμενο στο fore) εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία quae, εκφέρεται με
οριστική γιατί εκφράζει το πραγματικό και συγκεκριμένα με οριστική μέλλοντα
(scribam) γιατί αναφέρεται στο μέλλον.
Σημείωση: Στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου η
αναφορική αντωνυμία ή το αναφορικό επίρρημα που αναφέρεται στα προηγούμενα
εισάγουν κύρια πρόταση. Στην περίπτωση αυτή το qui ισοδυναμεί προς το (et) is, το ubi προς το (et) ibi κτλ.
Παράδειγμα:
Κείμενο 21: Quod
illic appensum civitati nomen dedit: κύρια πρόταση κρίσης
(Η
αντωνυμία quod μετά από ισχυρό σημείο στίξης και εφόσον δεν υπάρχει άλλη κύρια
πρόταση στην περίοδο εισάγει κύρια πρόταση και ισοδυναμεί με δεικτική
αντωνυμία: id)
Κείμενο 42: qui spem Catilinae
mollibus sententiis aluerunt: κύρια πρόταση κρίσεως, αφού εκφέρεται με
οριστική (aluerunt). (Στην προκειμένη περίπτωση η αναφορική αντωνυμία qui
βρίσκεται στην αρχή ημιπεριόδου, αναφέρεται στα προηγούμενα και εισάγει κύρια
πρόταση. Ισοδυναμεί με δεικτική αντωνυμία (ei/ii).
Πλάγιες ερωτήσεις
Οι πλάγιες ερωτήσεις περιέχουν ερώτηση
εξαρτημένη από ρήματα ερωτηματικά (rogo), λεκτικά (doceo),
γνωστικά (scio),
αποπειρατικά (tempto)
κτλ. Είναι προτάσεις ουσιαστικές∙ ισοδυναμούν δηλαδή με ουσιαστικό και
χρησιμεύουν ως αντικείμενο, υποκείμενο ή επεξήγηση.
Εισάγονται:
α) οι απλές με τα μόρια ne, num, nonne ή με ερωτηματικά μόρια και με
ερωτηματικές και αναφορικές αντωνυμίες και επιρρήματα: quis (ποιος;), quantus (πόσος;), ubi (που;), quando (πότε;), cur (γιατί;), quin (γιατί δεν;) κτλ.
β) οι διμερείς με το utrum ή το ne στο πρώτο μέρος της διμερούς
ερωτήσεως και με το an (anne) στο δεύτερο ή μόνο με το an ή το ne στο δεύτερο μέρος της διμερούς
ερωτήσεως.
Εκφέρονται πάντοτε με υποτακτική, γιατί
θεωρείται ότι η εξάρτηση δίνει υποκειμενική χροιά στο περιεχόμενο της πρότασης.
Ισχύουν οι κανόνες της ακολουθίας των
χρόνων.
- Στις πλάγιες ερωτήσεις το num και το -ne χρησιμοποιούνται χωρίς διαφορά στη
σημασία (= αν)∙ το nonne (αν δεν) χρησιμοποιείται
συνήθως μόνο μετά το ρήμα quaero. Στις διμελείς πλάγιες ερωτήσεις
το «ή όχι» εκφράζεται με το necne (στις ευθείες με το an non).
- Πλάγιες ερωτήσεις εισάγονται και
με το si μετά
από ρήματα που σημαίνουν αναμονή ή απόπειρα (conor, tempto). Επίσης εισάγονται με το an (an non) μετά τα: haud scio, nescio (αγνοώ), dubito (αμφιβάλλω), incertum est (είναι αβέβαιο).
Παραδείγματα:
Κείμενο 45: quae apud Ciceronem gerantur (τι συμβαίνει στο στρατόπεδο του
Κικέρωνα)
Δευτερεύουσα πλάγια ερωτηματική πρόταση
μερικής άγνοιας που λειτουργεί ως αντικείμενο στο ρήμα της κύριας (cognoscit). Εισάγεται με την ερωτηματική
αντωνυμία quae κι
εκφέρεται με υποτακτική, γιατί η εξάρτηση δίνει μια υποκειμενική χροιά στο
περιεχόμενο της ερώτησης.
Ειδικότερα εκφέρεται με υποτακτική
Ενεστώτα, γιατί εξαρτάται από αρκτικό χρόνο (cognoscit Ορ. Ενεστ.) και δηλώνει το σύγχρονο στο
παρόν.
Κείμενο 24: quid postea Nasica
fecerit: δευτερεύουσα ονοματική πλάγια ερωτηματική πρόταση, απλή, μερικής
αγνοίας, η οποία λειτουργεί ως αντικείμενο στο ρήμα accipe της προηγούμενης
κύριας πρότασης, από την οποία και εξαρτάται. Εισάγεται με την ερωτηματική
αντωνυμία quid και εκφέρεται με
υποτακτική, γιατί θεωρείται ότι η εξάρτηση δίνει υποκειμενική χροιά στο περιεχόμενό
της. Συγκεκριμένα, με υποτακτική παρακειμένου, γιατί το ρήμα εξάρτησης
είναι αρκτικού χρόνου (accipe = ενεστώτας) και δηλώνεται το προτερόχρονο στο
παρόν.
Κείμενο 25: quando hanc ficum
decerptam esse putetis ex arbore: δευτερεύουσα ονοματική πλάγια ερωτηματική
πρόταση μερικής αγνοίας ως έμμεσο αντικείμενο στο ρήμα της κύριας πρότασης
interrogo. Εισάγεται με το ερωτηματικό επίρρημα quando και εκφέρεται με
υποτακτική, γιατί η εξάρτηση δίνει υποκειμενική χροιά στο περιεχόμενό της.
Συγκεκριμένα, με υποτακτική ενεστώτα (putetis), γιατί εξαρτάται από ρήμα
αρκτικού χρόνου (interrogo) και δηλώνει το σύγχρονο στο παρόν.
Βουλητικές προτάσεις
Οι βουλητικές προτάσεις είναι ουσιαστικές προτάσεις
εξαρτώμενες από ρήματα που σημαίνουν βούληση, της οποίας το περιεχόμενο
εκφράζουν.
Χρησιμεύουν ως υποκείμενο ή αντικείμενο ρημάτων (ή εκφράσεων) που
σημαίνουν: διατάζω, ζητώ, παρακαλώ, προτρέπω, πείθω, αποφασίζω, επιτρέπω,
φροντίζω κλπ.
Εισάγονται με το ut (= να) και οι αρνητικές με το ne (σπανιότερα με το quominus), όπως δηλαδή και οι τελικές
προτάσεις.
Εκφέρονται πάντοτε με υποτακτική, γιατί
το περιεχόμενό τους είναι απλώς επιθυμητό.
Ακολουθία των χρόνων. Οι προτάσεις αυτές εκφέρονται με
την υποτακτική του Ενεστώτα (μετά από αρκτικό χρόνο) ή με
την υποτακτική του Παρατατικού (μετά από ιστορικό χρόνο), όπως
δηλαδή και οι τελικές.
Οι βουλητικές προτάσεις δεν πρέπει να
συγχέονται με τις τελικές, που είναι επιρρηματικές. Αντιστοιχούν γενικά προς το
τελικό απαρέμφατο της αρχαίας ελληνικής∙ οι βουλητικές που ακολουθούν μετά
από ρήματα που σημαίνουν φροντίζω αντιστοιχούν προς τις πλάγιες ερωτηματικές
της ελληνικής.
Αρκετά από τα ρήματα από τα οποία
εξαρτώνται βουλητικές προτάσεις συντάσσονται και με τελικό απαρέμφατο.
Παραδείγματα:
Κείμενο 45: ut ad Ciceronem epistulam deferat (να μεταφέρει ένα γράμμα στον
Κικέρωνα)
Δευτερεύουσα βουλητική πρόταση που
λειτουργεί ως άμεσο αντικείμενο στο ρήμα της κύριας (persuadet). Εισάγεται με το βουλητικό
σύνδεσμο ut,
γιατί είναι καταφατική, κι εκφέρεται με υποτακτική, καθώς το περιεχόμενό της
είναι κάτι το απλώς επιθυμητό.
Ειδικότερα εκφέρεται με υποτακτική
Ενεστώτα, γιατί εξαρτάται από αρκτικό χρόνο (persuadet Ορ. Ενεστ.), έχουμε δηλαδή συγχρονισμό
της κύριας με τη δευτερεύουσα (ιδιόμορφη ακολουθία χρόνων).
Κείμενο 31: ut omnes pugna abstinerent:
Δευτερεύουσα βουλητική πρόταση, ονοματική ως αντικείμενο στο ρήμα edixit˙
εισάγεται με τον βουλητικό σύνδεσμο ut, γιατί είναι καταφατική εκφέρεται με υποτακτική, γιατί το
περιεχόμενό της είναι κάτι το επιθυμητό και συγκεκριμένα με υποτακτική παρατατικού
(abstinerent), γιατί εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου (edixit) και
αναφέρεται στο παρελθόν (ιδιόμορφη ακολουθία χρόνων: η βούληση είναι δηλ. ιδωμένη τη στιγμή που εμφανίζεται στο μυαλό του
ομιλητή, συγχρονισμός της κύριας με τη δευτερεύουσα πρόταση, και όχι τη στιγμή
της πιθανής πραγματοποίησής της).
Κείμενο 45: ne, intercepta epistula,
nostra consilia ab hostibus cognoscantur: δευτερεύουσα ουσιαστική βουλητική
πρόταση, που λειτουργεί ως αντικείμενο στα ρήματα curat και providet. Εισάγεται με τον βουλητικό σύνδεσμο ne,
γιατί είναι αρνητική, και εκφέρεται
με υποτακτική, γιατί το περιεχόμενό της είναι απλώς επιθυμητό. Συγκεκριμένα,
εκφέρεται με υποτακτική ενεστώτα (cognoscantur), γιατί εξαρτάται από ρήματα
αρκτικού χρόνου (curat και providet) και αναφέρεται στο παρόν-μέλλον. Υπάρχει
ιδιόμορφη ακολουθία χρόνων, γιατί η βούληση είναι ιδωμένη τη στιγμή που
εμφανίζεται στο μυαλό του ομιλητή (συγχρονισμός της κύριας με τη δευτερεύουσα
πρόταση) και όχι τη στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής της.
Ουσιαστικές Συμπερασματικές
Οι ουσιαστικές συμπερασματικές
προτάσεις εισάγονται με το ut (οι αρνητικές με το ut non, ut nemo, ut numquam κτλ.).
Εκφέρονται με την υποτακτική
του Ενεστώτα (μετά από αρκτικούς χρόνους) ή του Παρατατικού (μετά από
ιστορικούς χρόνους), όπως δηλαδή και οι τελικές, επιρρηματικές
συμπερασματικές και βουλητικές προτάσεις.
Οι προτάσεις αυτές εκφράζουν:
α) Αποτέλεσμα ή συνέπεια:
χρησιμεύουν ως αντικείμενο ρημάτων που σημαίνουν «κατορθώνω» π.χ. facio, efficio, perficio κτλ.
Επίσης χρησιμεύουν ως υποκείμενο
απρόσωπων ρημάτων που σημαίνουν «προκύπτει ότι» ή «βγαίνει το συμπέρασμα»,
όπως efficitur,
(con)sequitur κτλ.
β) Γεγονός, συμβάν:
χρησιμεύουν ως υποκείμενο απρόσωπων ρημάτων που σημαίνουν «συμβαίνει»,
όπως fit, accidit, evenit, contingit κτλ.
γ) Κάτι που απομένει ή
υπολείπεται: χρησιμεύουν ως υποκείμενο απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων που
σημαίνουν «απομένει» ή «υπολείπεται», όπως restat, relinquitur, reliquum est κτλ.
δ) Τέλος χρησιμεύουν ως υποκείμενο
απρόσωπων εκφράσεων όπως satis est (φτάνει), tempus est (είναι καιρός), lex est (είναι νόμος), mos (consuetudo) est (είναι συνήθεια) κτλ.
Οι προτάσεις αυτές αντιστοιχούν γενικά
προς το τελικό απαρέμφατο της ελληνικής, που χρησιμεύει ως αντικείμενο ή
υποκείμενο ρημάτων και εκφράσεων όπως: διαπράττομαι, κατεργάζομαι, ποιῶ∙ συμβαίνει∙ ὥρα (καιρός) ἐστί κτλ.
Ενδοιαστικές προτάσεις
Ενδοιαστικές προτάσεις λέγονται οι
προτάσεις που εκφράζουν φόβο για ενδεχόμενο κακό ή δυσάρεστο γεγονός. Χρησιμεύουν
ως αντικείμενο ρημάτων που σημαίνουν «φοβάμαι» (veteor, metuo, timeo κτλ.).
Όταν ο φόβος είναι μήπως γίνει κάτι,
εισάγονται με το ne (=
μη, μήπως). Όταν ο φόβος είναι μήπως δε γίνει κάτι, εισάγονται με το ne non ή το ut (= μη δεν, μήπως δεν).
Εκφέρονται πάντοτε με υποτακτική,
επειδή το περιεχόμενό τους αφορά κάτι το ενδεχόμενο ή πιθανό.
Προτάσεις του quominus και του quin
Από ρήματα που σημαίνουν «εμποδίζω» (impedio, prohibeo, deterreo) ή «αρνούμαι» (resuco) εξαρτώνται ουσιαστικές
προτάσεις που εισάγονται με το quominus (να) ή το ne (να) (ανάλογα με το ρήμα).
Όταν τα ρήματα αυτά συνοδεύονται από
άρνηση, συχνά (και πάλι ανάλογα με το ρήμα) οι σύνδεσμοι quominus και ne αντικαθίστανται από το quin (να).
Οι προτάσεις αυτές δεν έχουν μια ειδική
ονομασία: μπορούμε να τις λέμε «προτάσεις του quominus και του quin» (στην ελληνική μετά από τέτοια ρήματα ακολουθεί τελικό
απαρέμφατο).
Εκφέρονται πάντοτε με υποτακτική,
επειδή το περιεχόμενό τους εκφράζει την πρόθεση του υποκειμένου του ρήματος της
κύριας πρότασης.
Προτάσεις του quominus και του quin ακολουθούν και μετά από εκφράσεις
όπως: per me stat quominus (χάρη σε μένα δεν...), non multum abest quin (λίγο λείπει να...), facere non possum quin (δεν μπορώ να μη...).
Τέλος, προτάσεις του quin ακολουθούν μετά από ρήματα ή εκφράσεις
που σημαίνουν «δεν αμφιβάλλω (ότι)», όπως non dubito quin, non est dubium quin κτλ.
Ακολουθία των χρόνων: Οι παραπάνω προτάσεις (ενδοιαστικές
και προτάσεις του quominus και
του quin)
εκφέρονται κατά κανόνα με την υποτακτική του Ενεστώτα (μετά από αρκτικό χρόνο)
ή του Παρατατικού (μετά από ιστορικό χρόνο), όπως δηλαδή και οι τελικές,
βουλητικές και συμπερασματικές (επιρρηματικές και ουσιαστικές) προτάσεις.
Ο φόβος και η βούληση (πρόθεση) είναι
δηλαδή ιδωμένα τη στιγμή που εμφανίζονται στο μυαλό του ομιλητή (συγχρονισμός
της κύριας με τη δευτερεύουσα πρόταση) και όχι τη στιγμή της πιθανής
πραγματοποίησής τους.
Συμβαίνει όμως να έχουμε και άλλους
χρόνους, όπως την υποτακτική του Παρακειμένου, όταν θεωρείται ότι το
περιεχόμενο της δευτερεύουσας πρότασης έχει ήδη πραγματοποιηθεί.
Ειδικά όσον αφορά τις ενδοιαστικές
προτάσεις, ενώ η αρχαία ελληνική χρησιμοποιεί την οριστική όταν ο φόβος
προβάλλεται ως βεβαιότητα, αντίθετα η λατινική διατηρεί την υποτακτική και
αποδεσμεύει το χρόνο.
Ανακεφαλαίωση των δευτερευουσών
προτάσεων που εισάγονται με το ut
ut
+ Οριστική
Χρονικές, Παραβολικές
ut +
Υποτακτική
Τελικές, Επιρρηματικές Συμπερασματικές,
Ουσιαστικές Συμπερασματικές, Βουλητικές, Ενδοιαστικές, Παραχωρητικές
Η ακολουθία των χρόνων
Μετά από ρήμα εξάρτησης σε αρκτικό
χρόνο:
- η Υποτακτική του Ενεστώτα εκφράζει
το Σύγχρονο
- η Υποτακτική του Παρακειμένου
εκφράζει το Προτερόχρονο
- η Υποτακτική του Ενεστώτα της
Ενεργητικής Περιφραστική Συζυγίας εκφράζει το Υστερόχρονο
Μετά από ρήμα εξάρτησης σε ιστορικό
χρόνο:
- η Υποτακτική του Παρατατικού
εκφράζει το Σύγχρονο
- η Υποτακτική του Υπερσυντελίκου
εκφράζει το Προτερόχρονο
- η Υποτακτική του Παρατατικού της
Ενεργητικής Περιφραστικής Συζυγίας εκφράζει το Υστερόχρονο
Η Ενεργητική Περιφραστική Συζυγία
σχηματίζεται με τη μετοχή Μέλλοντα, που προκύπτει από το θέμα του Σουπίνου με
καταλήξεις urus-a-um και το ρήμα sum σε όλους τους χρόνους.
H Υποτακτική Ενεστώτα της
Ενεργητικής Περιφραστικής Συζυγίας έχει ως εξής:
amaturus-a-um sim
amaturus-a-um sis
amaturus-a-um sit
amaturi-ae-a simus
amaturi-ae-a sitis
amaturi-ae-a sint
H Υποτακτική Παρατατικού της
Ενεργητικής Περιφραστικής Συζυγίας έχει ως εξής:
amaturus-a-um essem
amaturus-a-um esses
amaturus-a-um esset
amaturi-ae-a essemus
amaturi-ae-a essetis
amaturi-ae-a essent
Αρκτικοί χρόνοι είναι:
- η Οριστική Ενεστώτα
- η Οριστική Παρακειμένου, με
σημασία Ενεστώτα
- η Οριστική Απλού και Συντελεσμένου
Μέλλοντα
Ιστορικοί χρόνοι είναι:
- η Οριστική Παρατατικού
- η Οριστική Παρακειμένου, με
σημασία Αορίστου
- η Οριστική Υπερσυντελίκου
Η ακολουθία των χρόνων βρίσκει εφαρμογή
στις ακόλουθες δευτερεύουσες προτάσεις, όταν εκφέρονται με Υποτακτική: Αιτιολογικές, Εναντιωματικές-Παραχωρητικές, Αναφορικές, Παραβολικές, Χρονικές,
όπως και στις Πλάγιες Ερωτηματικές, που εκφέρονται πάντοτε με
Υποτακτική.
Προτάσεις που κανονικά εκφέρονται με
Οριστική, μπορεί να έχουν Υποτακτική είτε λόγω έλξης είτε λόγω πλαγίου λόγου.
Υπάρχουν ορισμένες δευτερεύουσες
προτάσεις που εκφέρονται πάντοτε με Υποτακτική και στις οποίες έχουμε ιδιομορφία
ως προς την ακολουθία των χρόνων:
- Βουλητικές
- Συμπερασματικές (επιρρηματικές και ουσιαστικές)
- Τελικές
- Ενδοιαστικές
- Προτάσεις
του quominus και
του quin
Οι προτάσεις αυτές εκφέρονται με:
- Υποτακτική
Ενεστώτα μετά από αρκτικό χρόνο
- Υποτακτική
Παρατατικού μετά από ιστορικό χρόνο
Έχουμε, δηλαδή, συγχρονισμό της κύριας
με τη δευτερεύουσα.
Ιδιαιτερότητα παρουσιάζουν και οι
Χρονικές προτάσεις που εισάγονται με τον ιστορικό – διηγηματικό cum, οι οποίες εκφέρονται με:
- Υποτακτική
Παρατατικού, για πράξη σύγχρονη
- Υποτακτική
Υπερσυντελίκου, για πράξη προτερόχρονη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου