Seb Janiak
Fernando Pessoa «Το βιβλίο της Ανησυχίας»
Ο Πορτογάλος λογοτέχνης Φερνάντο
Πεσσόα (1888-1935) έχει συνθέσει όχι μόνο ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, αλλά
συνάμα έχει δημιουργήσει κι ένα σημαντικό αριθμό φανταστικών προσωπείων, μια
σειρά δηλαδή άλλων λογοτεχνών, οι οποίοι εκφράζουν διαφορετικές εκδοχές της
προσωπικότητάς του και υπογράφουν πολλά από τα έργα του. Τα φανταστικά αυτά
προσωπεία, τα οποία ο Πεσσόα αποκαλεί «ετερώνυμα», έχουν το δικό τους προσωπικό
τρόπο γραφής, τη δική τους θεματολογία, και μιαν αυτόνομη λογοτεχνική
προσωπικότητα, που τους επιτρέπει να ξεχωρίζουν τόσο μεταξύ τους, όσο κι από
τον ίδιο τον ποιητή. Μερικά από τα πιο γνωστά ετερώνυμα του ποιητή είναι ο
Αλβέρτο Καέιρο, ο Ρικάρντο Ρέις, αλλά και ο Αλβάρο δε Κάμπος.
Η διακριτή προσωπικότητα των
ετερωνύμων δε σημαίνει παράλληλα και μια τόσο απαγορευτική απόσταση από την
ψυχή του ίδιου του ποιητή που θα μας απέτρεπε από το να εκλάβουμε τις σκέψεις
που εκφράζουν ως φανερώματα των προβληματισμών και των ιδεών του. Παρόλο που
κάποια ετερώνυμα μοιάζουν να απέχουν αρκετά απ’ ό,τι θεωρούμε ως πυρηνική
φιλοσοφία του Πεσσόα, λειτουργούν ωστόσο ως λιγότερο ή περισσότερο
αποστασιοποιημένες περσόνες που του παρέχουν τη δυνατότητα μιας πιο
αντικειμενικής, μιας λιγότερο συναισθηματικά φορτισμένης έκφρασης. Άλλωστε,
κάποια από τα ετερώνυμα βρίσκονται τόσο κοντά στην ιδιαίτερη ψυχολογία του
ποιητή, ώστε είναι μάλλον δύσκολο να εκληφθούν ως γνήσια ετερώνυμα. Ένα τέτοιο
παράδειγμα είναι ο Μπερνάρντο Σουάρες (Bernardo Soares), ο βοηθός λογιστή στη Λισαβόνα,
που υπογράφει το βιβλίο της Ανησυχίας.
Ο ίδιος ο Πεσσόα έγραφε το 1935
τα εξής: «Απ’ τα παιδικά μου χρόνια ακόμη είχα την τάση να φτιάχνω γύρω μου
έναν κόσμο φανταστικό και να περιβάλλομαι από φίλους και γνωστούς που δεν
υπήρξαν ποτέ (προφανώς δεν ξέρω ακόμη αν πράγματι υπήρξαν ή αν εγώ είμαι
εκείνος που δεν υπάρχει. Σ’ αυτά γενικώς τα πράγματα δε θα ‘πρεπε να ‘ναι
κανείς δογματικός). Από τότε που με γνωρίζω ως αυτό που λέω εαυτό μου, θυμάμαι
να σχεδιάζω ιδεατά τη μορφή, τις κινήσεις, το χαρακτήρα και την ιστορία της
ζωής σε πολλές εξωπραγματικές φιγούρες, που ήταν για μένα τόσο ορατές και
οικείες, όσο κι εκείνα τα πράγματα που λέμε, ίσως λαθεμένα, πραγματική ζωή».
1
«Και καθώς, σήμερα, αναλογίζομαι
τι ήταν η ζωή μου, αισθάνομαι σαν ένα ζωντανό ζωάκι που μεταφέρεται μέσα σ’ ένα
πανέρι ανάμεσα σε δύο επαρχιακούς σταθμούς. Η εικόνα είναι κουτή, η ζωή όμως
που περιγράφει είναι κουτότερη. Τα πανέρια αυτά έχουν συνήθως δύο σκεπάσματα
ωοειδή που σηκώνονται ελαφρά από τη μια ή την άλλη στρογγυλεμένη άκρη τους, αν το
ζωάκι τιναχτεί. Όμως το μπράτσο του μεταφορέα, που στηρίζει απαλά την ένωση στη
μέση, δεν επιτρέπει σ’ αυτό το αδύναμο πλάσμα παρά να σηκώσει απογοητευμένο τα
άχρηστα πόδια του, σαν τα φτερά μιας πεταλούδας που πεθαίνει.
Με την περιγραφή του πανεριού, ξέχασα
πως μιλούσα για μένα. Το βλέπω τώρα καθαρά, περασμένο στο παχύ και λευκό, κάτω
από το χρώμα που έχει πάρει από τον ήλιο, μπράτσο της υπηρέτριας που το
μεταφέρει. Πέρα από το μπράτσο και το χνούδι του, δεν καταφέρνω να τη δω.
Ξαφνικά δεν αισθάνομαι καλά παρά μέσα σ’ αυτόν το φρέσκο αέρα, ανάμεσα στο ψαθί
κι εκείνες τις άσπρες λουρίδες που πλέκουν τα πανέρια, κι όπου χτυπιέμαι,
άμοιρο ζωάκι, ανάμεσα σε δύο στάσεις που τις αισθάνομαι για τα καλά. Ανάμεσα
στις στάσεις ακουμπώ σε κάτι που μοιάζει με πάγκο και ακούω ομιλίες έξω από το
πανέρι μου. Κοιμάμαι, ήσυχος, μέχρις ότου με σηκώσουνε ξανά.»
Στο πρώτο απόσπασμα από το βιβλίο
της Ανησυχίας ο Μπερνάρντο Σουάρες αντικρίζει τη ζωή του σαν ένα γεγονός που
διαδραματίζεται ερήμην του. Ο ίδιος λειτουργεί ως αμέτοχος παρατηρητής μιας
διαδρομής που αποφασίζεται και του επιβάλλεται από άλλους, χωρίς τη δική του
συγκατάθεση και πρωτοβουλία.
Η εγκατάλειψή του στα χέρια άλλων
ανθρώπων κι η αποστασιοποίηση με την οποία παρατηρεί την ίδια του τη ζωή,
δίνονται με παραστατικό τρόπο μέσα από την παρομοίωση της πορείας του με εκείνη
ενός μικρού ζώου, που βρίσκεται κλεισμένο σ’ ένα μικρό καλάθι. Όπως το ζωάκι
αδυνατεί, όχι μόνο να δραπετεύσει από το καλάθι που το έχουν τοποθετήσει, αλλά
ακόμη και να δει τον εξωτερικό χώρο και τους ανθρώπους που το περιβάλλουν, έτσι
κι ο Μπερνάρντο Σουάρες αισθάνεται πως έχει εγκλωβιστεί σε μια έξωθεν
επιβεβλημένη πορεία, που δεν του επιτρέπει καμία ενεργή συμμετοχή. Οι αναλογίες
που προκύπτουν μέσα από την παρομοίωση αυτή φανερώνουν την πλήρη παραίτηση του
αφηγητή απ’ τον έλεγχο της ζωής του και πολύ περισσότερο την αποδοχή της
ετεροκατευθυνόμενης αυτής ύπαρξης.
Το μικρό ζώο ξεκινά άθελά του μια
πορεία ανάμεσα σε δύο επαρχιακούς σταθμούς∙
οι σταθμοί χαρακτηρίζονται ως επαρχιακοί υπό την έννοια ότι δεν αποτελούν τους
κεντρικούς σταθμούς της ζωής, δηλαδή τη γέννηση και το θάνατο, αλλά δύο
επιμέρους σταθμούς, οι οποίοι αν και δεν είναι απολύτως καίριοι, δεν παύουν να
έχουν ιδιαίτερη αξία, αφού καλύπτουν ένα κομμάτι του βίου, ενδεικτικό για τη δυνατότητα
του μικρού ζώου, και συνεκδοχικά του αφηγητή, να ασκεί έλεγχο στην ίδια του την
πορεία.
Ο αφηγητής αντιλαμβάνεται πως η
συσχέτιση της μεταφοράς του μικρού ζώου μέσα στο πανέρι με τη δική του ύπαρξη
μοιάζει ανόητη, θέλει όμως να δείξει έτσι με μεγαλύτερη έμφαση πόσο ανούσια
έχει καταστεί η ζωή του. Το μικρό άβουλο ζώο που αφήνεται κατ’ ανάγκη στον
έλεγχο των ανθρώπων, απέχει ελάχιστα από την κατάσταση που βιώνει ο Μπερνάρντο
Σουάρες. Το γεγονός, μάλιστα, πως το ζωάκι συνειδητοποιεί γρήγορα πως κάθε
προσπάθεια διαφυγής απ’ το καλάθι του είναι μάταιη, υποδηλώνει πως ο αφηγητής
αισθάνεται -ή είναι- απόλυτα εγκλωβισμένος στη δική του ιδιότυπη φυλακή, παρά
τις όποιες αρχικές του προσπάθειες να ξεφύγει απ’ όσα τον έχουν καθηλώσει.
Ο αφηγητής ταυτίζεται πλήρως με
το μικρό ζώο και βλέποντας μέσα από τα δικά του μάτια αντικρίζει το μπράτσο της
υπηρέτριας που μεταφέρει και συνάμα κρατά καλά κλεισμένο το πανέρι. Η αδυναμία
του μικρού ζώου, και συνάμα του αφηγητή, να δει την ίδια την υπηρέτρια κι όχι
μόνο το χέρι της, φανερώνει την άγνοια του αφηγητή -ίσως όμως και την απροθυμία
του να προσδιορίσει- τα πρόσωπα εκείνα που έχουν λάβει με τόσο σταθερό τρόπο
τον έλεγχο της ζωής του. Έτσι, η υπηρέτρια πιθανώς να συμβολίζει όχι κάποιο
πρόσωπο του άμεσου περιβάλλοντος του αφηγητή, αλλά το συλλογικό πρόσωπο της
κοινωνίας, που μέσω των αξιώσεων και του ελέγχου που ασκεί εγκλωβίζει τα μέλη
της σ’ έναν προκαθορισμένο τρόπο ζωής. Επί της ουσίας, βέβαια, ο αφηγητής δε
μας δίνει ικανά στοιχεία, ώστε να κατανοήσουμε εναργώς την αιτία του
εγκλωβισμού του. Μπορούμε, οπότε, να εικάσουμε πως ο έντονος περιορισμός που
βιώνει δεν είναι απαραίτητα αποτέλεσμα εξωτερικών παρεμβάσεων. Ίσως ο αφηγητής
μη θέλοντας να αναλάβει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες, αφήνεται στον έλεγχο των
άλλων ανθρώπων, που υποκαθιστούν εν τέλει τη δική του δράση.
Άλλωστε, ο αφηγητής αποδέχεται σε
τέτοιο βαθμό την κατάσταση που βιώνει -είτε αυτή είναι αποτέλεσμα εξωτερικών
πιέσεων είτε εσωτερικής αδράνειας-, ώστε να αισθάνεται καλά μόνο μέσα στα
περιορισμένα όρια του χώρου όπου έχει εγκλωβιστεί. Έχοντας παραιτηθεί πλήρως
από κάθε διάθεση ενεργούς συμμετοχής εκλαμβάνει την έξωθεν ελεγχόμενη ζωή του
ως ασφαλές πεδίο∙ μια προβληματική
κατάσταση που βρίσκει όμως το ανάλογό της στη ζωή πολλών ανθρώπων.
Η παραίτηση του αφηγητή, όσο κι
αν μοιάζει παράδοξη, επιλέγεται διαχρονικά από αρκετούς ανθρώπους, οι οποίοι
είτε από το φόβο της αποτυχίας είτε γιατί δεν έχουν την ψυχική εκείνη δύναμη
που θα τους επέτρεπε να διεκδικήσουν για τον εαυτό τους όσα επιθυμούν,
εγκαταλείπουν κάθε προσπάθεια και αφήνουν άλλους ανθρώπους ή και τα γεγονότα
της ζωής να τους οδηγούν σε μια πορεία, που οι ίδιοι προφανώς δε θα επέλεγαν
από μόνοι τους.
2
«Τίποτα δεν με αποκαλύπτει τόσο
σε βάθος και τίποτα δεν ερμηνεύει με τόση πληρότητα την ουσία της έμφυτής μου
δυστυχίας, όσο μερικά από τα όνειρά μου που υποθάλπω τρυφερά, βάλσαμο που
μυστικά διαλέγω για να κατευνάσω την αγωνία του είναι.
Γι’ αυτό, το όνειρο που αφήνω εδώ
γραμμένο, είναι το καλύτερο ανάμεσα στα πιο αγαπημένα μου. Καμιά φορά το βράδυ,
μέσα στο ήσυχο σπίτι, όταν οι ένοικοι έχουν φύγει ή μένουν σιωπηλοί, κλείνω τα
παραθυρόφυλλα κι ύστερα από αυτά, τα βαριά εσωτερικά παντζούρια. Μέσα στο παλιό
μου κοστούμι, βολεύομαι στο βάθος της πολυθρόνας μου, κι αφήνομαι να ονειρευτώ
πως είμαι ένας συνταξιούχος ταγματάρχης σ’ ένα επαρχιακό ξενοδοχείο, καθισμένος
μετά το βραδινό παρέα μ’ έναν άλλο – συνδαιτυμόνας αργοπορημένος που ξέμεινε
χωρίς αιτία.
Φαντάζομαι πως έχω γεννηθεί έτσι:
δεν μ’ ενδιαφέρει η νεότητα του ταγματάρχη, ούτε οι βαθμίδες της στρατιωτικής
ιεραρχίας που χρειάστηκε ν’ ανέβει για να φτάσει στο δικό μου όνειρο.
Ανεξάρτητα από το Χρόνο και τη Ζωή, ο ταγματάρχης που φαντάζομαι πως είμαι δεν
είχε καμία προηγούμενη ζωή, δεν έχει κι ούτε είχε ποτέ του οικογένεια – υπάρχει
για πάντα στη ζωή αυτού του επαρχιακού ξενοδοχείου, κουρασμένος από τα ανέκδοτα
που οι σύντροφοί του διηγούνται για να περάσει η ώρα.»
Ο Μπερνάρντο Σουάρες, αν και
βρίσκεται ακόμη σε νεαρή ηλικία (περίπου 30 ετών, όπως αναφέρει ο Πεσσόα στην
εισαγωγή του βιβλίου), θεωρεί ως ιδανικό του όνειρο το να βρίσκεται σ’ ένα
επαρχιακό ξενοδοχείο, όντας ένα συνταξιούχος ταγματάρχης. Το όνειρο αυτό που
δεν κρύβει ούτε φιλοδοξίες για το μέλλον ούτε τη διάθεση για μια ενθουσιώδη
ζωή, φανερώνει με αποτελεσματικό τρόπο το βαθμό της δυστυχίας του αφηγητή. Έτσι,
ιδεατή κατάσταση γι’ αυτόν είναι το γοργό πέρασμα της κοπιώδους δημιουργικής
ηλικίας και το φτάσιμο στην ηλικία εκείνη όπου κανείς δεν αναμένει πια τίποτε
από το άτομο.
Το γεγονός μάλιστα ότι ο νεαρός
αφηγητής, όποτε βρίσκει την ευκαιρία, κάθεται στην πολυθρόνα του και
οραματίζεται πως είναι ο συνταξιούχος ταγματάρχης του ονείρου του, υποδηλώνει
το μέγεθος της συγκρουσιακής κατάστασης που βιώνει. Είναι τέτοια η απροθυμία
του να ζήσει την πραγματική του ζωή κι είναι τέτοια η επιθυμία του να καταφύγει
σ’ έναν κόσμο φανταστικό, στον οποίο δεν υπάρχει γι’ αυτόν καμία δέσμευση και
καμία αξίωση, ώστε επιλέγει συνειδητά την αποδέσμευσή του από την πραγματική
του υπόσταση.
Αρκετά από τα στοιχεία, άλλωστε,
που συνιστούν τη ζωή του ταγματάρχη, αποκαλύπτουν όσα μοιάζουν δυσεπίτευκτα ή
ανεπιθύμητα για τον ίδιο τον αφηγητή. Διαπιστώνουμε, έτσι, πως ο ταγματάρχης
δεν έχει κάποιο φίλο ή σύντροφο, αλλά συναναστρέφεται με κάποιον που ξέμεινε
στο πανδοχείο τυχαία. Στη ζωή του ταγματάρχη δεν υπάρχουν φίλοι, δεν υπάρχουν
άτομα με τα οποία έχει μοιραστεί εμπειρίες, σκέψεις και συναισθήματα∙ έλλειψη που χαρακτηρίζει και
τη ζωή του μοναχικού αφηγητή. Συνάμα, ο ταγματάρχης είναι σα να μην έχει
παρελθόν, σα να πέρασε όλη η καριέρα και η σταδιοδρομία του, χωρίς να συνέβη
ποτέ. Η υπόστασή του είναι ανέγγιχτη από το ψυχικό τίμημα που πληρώνει κάθε
άνθρωπος στην προσπάθειά του να χτίσει την επαγγελματική του επιτυχία, αλλά και
να εκπληρώσει τα κάθε είδους όνειρά του. Η μη αναφορά στα όσα χρειάστηκε να
κάνει για να βρίσκεται τώρα ανενόχλητος στο επαρχιακό πανδοχείο, λειτουργεί ως
ένδειξη της ενδόμυχης επιθυμίας του αφηγητή να του δινόταν η ευκαιρία να
περάσει άκοπα και σε πλήρη απραξία την πιο απαιτητική περίοδο της ζωής του. Βασική
επίσης είναι και η έλλειψη οικογένειας στη ζωή του συνταξιούχου ταγματάρχη,
κάτι που φανερώνει έναν ακόμη προβληματισμό του αφηγητή. Ο κόπος που απαιτεί η
επαγγελματική καταξίωση, βρίσκει το αντίστοιχό του και στην προσπάθεια που
πρέπει να καταβληθεί από το άτομο, ώστε να μπορέσει να δημιουργήσει έναν ευτυχή
οικογενειακό βίο. Ωστόσο, ο νεαρός αφηγητής μοιάζει απρόθυμος για οποιαδήποτε ανάλογη
θυσία ή προσπάθεια.
Η απολύτως ιδανική κατάσταση για
τον Μπερνάρντο Σουάρες είναι η απουσία κάθε πράξης και κάθε προσπάθειας σε κάθε
πιθανό επίπεδο. Δε θέλει να δημιουργήσει φιλικούς δεσμούς με άλλους ανθρώπους,
καθώς αυτό προϋποθέτει τη διάθεση για μια ενεργή συνύπαρξη με το άλλο άτομο, δε
θέλει ούτε να αφοσιωθεί στους κόπους που απαιτεί η επαγγελματική ανέλιξη, δε
θέλει καν να επιδιώξει τη δημιουργία μιας οικογένειας, που θα μπορούσε να του
αποδώσει πολύτιμες στιγμές ευδαιμονίας και συντροφικότητας.
Το ζητούμενο για εκείνον είναι το
δικαίωμα στην απραξία, το δικαίωμα σε μιαν ανέφελη ύπαρξη, όπου κανείς δε θα
έχει αξιώσεις απ’ αυτόν. Κι έχει αυτή την επιθυμία στην ακμή της ζωής του, τότε
ακριβώς που θα έπρεπε να εργάζεται για όλα εκείνα που συνιστούν την ευτυχία και
την επιτυχία κάθε ατόμου -για όλα εκείνα που το κοινωνικό σύνολο θεωρεί πως
συνιστούν την ευτυχία και την επιτυχία κάθε ατόμου. Ο Μπερνάρντο Σουάρες, όμως,
απορρίπτει όλες αυτές τις επιδιώξεις και στη θέση τους τοποθετεί το δικό του
όνειρο μιας μοναχικής ζωής, χωρίς επιθυμίες, χωρίς κόπους δικαίωσης∙ μιας ζωής χωρίς περιεχόμενο,
για την οποία αναγνωρίζει εκ των προτέρων πως αποτελεί φανέρωμα της βαθιάς
δυστυχίας του.
3
«Πάει πολύς καιρός που δε γράφω.
Έχουν περάσει μήνες που δεν ζω, απλά διαρκώ μεταξύ γραφείου και βιολογίας, με
τις αισθήσεις και τις σκέψεις μου ενδόμυχα τελματωμένες. Δυστυχώς, ούτε έτσι
βρίσκω ανάπαυση: ακόμη και μέσα στη σήψη γίνεται ζύμωση.
Πάει πολύς καιρός που όχι μόνο
δεν γράφω μα ούτε καν υπάρχω. Μου φαίνεται πως σχεδόν δεν ονειρεύομαι πια. Οι
δρόμοι είναι πια για μένα σκέτοι δρόμοι. Κάνω τη δουλειά του γραφείου συνειδητά
και με προσοχή, δεν μπορώ όμως να πω και χωρίς να αφαιρούμαι: από πίσω, αντί να
σκέφτομαι, κοιμάμαι – πάντα όμως πίσω απ’ τη δουλειά είμαι κάποιος άλλος.
Πάει πολύς καιρός που δεν υπάρχω.
Είμαι απολύτως ήσυχος. Κανείς δεν με ξεχωρίζει από αυτόν που είμαι. Με νιώθω
τώρα να αναπνέω σαν να είναι κάτι που επιχειρώ για πρώτη φορά ή με μεγάλη
καθυστέρηση. Αρχίζω να έχω συνείδηση πως έχω συνείδηση. Ίσως αύριο να ξυπνήσω
μέσα μου και να ξαναπιάσω την πορεία της ύπαρξής μου από εκεί που την έχω
αφήσει. Δεν ξέρω, αν έτσι, θα είμαι περισσότερο ή λιγότερο ευτυχισμένος. Δεν
ξέρω τίποτα. Σηκώνω το κεφάλι μου του περιπατητή που είμαι, και βλέπω πάνω στο
λόφο του Φρουρίου, το ηλιοβασίλεμα, από τα νώτα μου, φλέγεται σε δεκάδες
παράθυρα, λαμπάδες ψηλές κρύας πυράς. Γύρω από αυτά τα σκληρά φλόγινα μάτια, ο
λόφος γλυκαίνει από το τέλος της ημέρας. Μπορώ τουλάχιστον να αισθάνομαι
θλιμμένος και να έχω συνείδηση πως μ’ αυτή τη δική μου θλίψη, διασταυρώνεται
τώρα -όπως το βλέπω με την ακοή- ο ξαφνικός θόρυβος του τραμ που περνάει, οι
φωνές των νεαρών που κουβεντιάζουν, το λησμονημένο βουητό της ζωντανής πόλης.
Πάει πολύς καιρός που δεν είμαι
εγώ.»
Η παραίτηση του αφηγητή απ’ τη
ζωή του, η απροθυμία του να ζήσει με μια -μικρή έστω- αίσθηση πληρότητας, η
απουσία εν γένει κάποιου κινήτρου που θα προσέδιδε ένα νόημα ή ένα σκοπό στη
ζωή του, τον έχουν οδηγήσει στην κατάσταση εκείνη της βαθιάς κατάθλιψης, όπου
οι μέρες περνούν εντελώς αδιάφορα και μηχανικά, αν όχι επίπονα.
Έχει περάσει πολύς καιρός που δεν
καταγράφει τις σκέψεις του -πράξη που απαιτεί ενέργεια και την αναγκαία διάθεση∙ το μόνο που κάνει είναι να
παρουσιάζεται στη δουλειά του, έχοντας παύσει μέσα του κάθε σκέψη. Οδηγημένος
απ’ το γεγονός της ίδιας της ζωής, οδηγημένος από το γεγονός πως κάθε πρωί
ξυπνά κι είναι ζωντανός, εκπληρώνει το εργασιακό του καθήκον, απέχοντας ωστόσο
από κάθε εσωτερική διεργασία.
Εντούτοις, παρά την απουσία κάθε
συνειδητής σκέψης, παρά το τέλμα στο οποίο έχουν περιέλθει οι αισθήσεις και το
πνεύμα του, δεν κατορθώνει να απαλλαγεί πλήρως από το βάρος της έλλογης
ύπαρξης. Ακόμη και μέσα στη σήψη της εσωτερικής του υπόστασης συντελείται
ζύμωση, συντελείται μια ακούσια πνευματική δράση, που του προκαλεί κόπο και
αγανάκτηση, καθώς αντιλαμβάνεται πως όσο κι αν το επιθυμεί είναι αδύνατο να διακόψει
τους ειρμούς και την υπόγεια λειτουργία της πάντοτε παρούσας σκέψης.
Αν και θα ήθελε να βρεθεί σε μια
τέτοια κατάσταση αδράνειας, ώστε να συντελούνται μόνο οι βασικές λειτουργίες
του σώματος -αναγκαίες για να διατηρηθεί ζωντανός-, απαλλαγμένος από τις
κοπιαστικές διαδρομές της σκέψης, αυτό δεν είναι εφικτό. Η ποθητή αίσθηση
ανάπαυσης, που θα μπορούσε να επιτευχθεί αν διέκοπτε τις διεργασίες του μυαλού
του, παραμένει απρόσιτη.
Ο αφηγητής για καιρό τώρα, όχι
μόνο δε γράφει, αλλά έχει πάψει και να υπάρχει. Έχει περιορίσει σε τέτοιο βαθμό
τη συνειδητή πνευματική λειτουργία, ώστε έχει χάσει πια ακόμη και τη δυνατότητα
του ονείρου. Καθώς κοιτάζει γύρω του κάθε τι διατηρεί αποκλειστικά και μόνο την
υπόστασή του, χωρίς να λαμβάνει τις άπειρες προεκτάσεις που θα μπορούσε να τους
προσδώσει η δυνατότητα της ονειρικής θέασης. Έτσι, οι δρόμοι που βλέπει γύρω
του δεν είναι παρά μόνο δρόμοι.
Η μόνη πνευματική δράση είναι
εκείνη που απαιτείται ώστε να επιτελεί τα εργασιακά του καθήκοντα με προσοχή,
χωρίς αυτό να σημαίνει πως ακόμη και κατά τη διάρκεια της δουλειάς του δεν
αφαιρείται. Τώρα πια όμως, όταν αφαιρείται από τη δουλειά του δεν ονειρεύεται,
ούτε σκέφτεται, τώρα πια απλώς κοιμάται. Είναι εμφανής η πρόθεση του αφηγητή να
αποφύγει με κάθε τρόπο την περιπλάνηση της σκέψης του σε όσα μπορούν να
επιτείνουν τον πόνο και την απελπισία του. Γι’ αυτό το λόγο ακόμη κι όταν είναι
υποχρεωμένος να χρησιμοποιεί το μυαλό του, αποφεύγει συνειδητά οποιαδήποτε
σκέψη δεν αφορά τα εργασιακά του καθήκοντα, κι όταν αφαιρείται από το καθήκον
του επιλέγει να κοιμάται -μιαν κατάσταση ουδέτερη- αντί να ονειροπολεί ή να
σκέφτεται, όπως παλιότερα.
Στην προσπάθειά του μάλιστα να
τιθασεύσει τις σκέψεις του, φροντίζει ώστε όταν βρίσκεται στη δουλειά του να
υιοθετεί μιαν άλλη περσόνα. Πάντοτε στο χώρο της εργασίας του είναι κάποιος
άλλος∙ δεν είναι εκείνος
που πονά μέχρι τα βάθη της ψυχής του, δεν είναι εκείνος που έχει χάσει πια κάθε
επαφή με τη ζωή του και κάθε διάθεση να υπάρχει. Είναι ένας άλλος άνθρωπος,
ένας άνθρωπος τόσο απόλυτα ήσυχος και ουσιαστικά ανύπαρκτος, ώστε κανένας δεν
μπορεί να διακρίνει πίσω από το προσωπείο του την πραγματική του φύση. Κανείς
δεν υποπτεύεται τις αληθινές αποχρώσεις του είναι του, καθώς στο πλαίσιο της
δουλειάς του κρατά μια πλήρως αποστασιοποιημένη παρουσία.
Το μεγάλο διάστημα πάντως της
συνειδητής αποχής από κάθε επώδυνη σκέψη, από κάθε προσπάθεια ορισμού της
ύπαρξής του, που θα επέτεινε την απελπισία του, έχει ως αποτέλεσμα μια σταδιακή
ανάκαμψη. Παρά το γεγονός πως η θλίψη του παραμένει κυρίαρχη, ο αφηγητής
αισθάνεται μετά από καιρό πως αναπνέει και πάλι σα να είναι κάτι που το κάνει
για πρώτη φορά ή με μεγάλη καθυστέρηση. Η αίσθηση αυτή, η στιγμή που το άτομο
αποκτά εκ νέου συνείδηση της βασικής αυτής λειτουργίας, αποτελεί μια συνήθη
ένδειξη για τους ανθρώπους που έχουν περάσει μια παρατεταμένη περίοδο πένθους ή
κατάθλιψης, πως έχουν μπει σε πορεία επούλωσης της εσωτερικής πληγής τους.
Ο αφηγητής λοιπόν έχοντας
διανύσει ένα μεγάλο διάστημα κατάθλιψης και συνειδητής προσπάθειας να καταλύσει
την ίδια του την υπόσταση, επανακτά συναίσθηση της συνείδησής του, επανακτά
επαφή με τον εαυτό του. Αισθάνεται μάλιστα πως έχει επανέλθει σε τέτοιο βαθμό,
ώστε θα μπορούσε από την επόμενη μέρα ακόμη και να ξαναπιάσει τη ζωή του, την
ύπαρξή του, από το σημείο όπου την είχε εγκαταλείψει. Βέβαια, αυτή η σταδιακή
έξοδός του απ’ τα δεσμά της κατάθλιψης δε σημαίνει αυτόματα και μια πλήρη επάνοδο
σε μια φυσιολογική κατάσταση. Κάτι που φαίνεται από τη διαπίστωση του αφηγητή
πως δεν ξέρει αν θα κατορθώσει επανακτώντας τον έλεγχο της ζωής του να γίνει
πιο ευτυχής.
Η σταδιακή αφύπνιση του αφηγητή
γίνεται αντιληπτή κι από τη διάθεσή του να παρατηρήσει εκ νέου τον κόσμο γύρω
του. Έτσι, τον βρίσκουμε να βλέπει το βασίλεμα του ήλιου στο λόφο του Φρουρίου,
όπως αυτό αποτυπώνεται στα δεκάδες παράθυρα των κτιρίων, με τις τελευταίες
ακτίνες του ήλιου να μοιάζουν με λαμπάδες κρύας πυράς -κρύας πυράς υπό την
έννοια πως δεν είναι παρά το καθρέφτισμα της φλόγας του ήλιου στα τζάμια και
άρα δεν έχουν πραγματική θερμότητα.
Συνάμα, η παρατήρηση του
ηλιοβασιλέματος συνδυάζεται και με τους ήχους της πόλης, οι οποίοι τώρα
διαπερνούν την απάθεια του αφηγητή και φτάνουν ξεκάθαροι στην αντίληψή του,
προσφέροντάς του την παρηγοριά πως ακόμη κι αν συνεχίσει να είναι θλιμμένος,
τουλάχιστον αυτό θα συμβαίνει μέσα σε μια ολοζώντανη πόλη, της οποίας κι ο
ίδιος είναι αναπόσπαστο κομμάτι.
Ο αφηγητής πάντως ολοκληρώνει την
καταγραφή του αυτή υπενθυμίζοντας πως έχει περάσει πολύς καιρός που δεν είναι ο
εαυτός του. Μια παρατήρηση που έρχεται να τονίσει τη δύναμη με την οποία τον
παρέσυρε η κατάθλιψή του και τη δύναμη με την οποία μπορεί να τον κυριεύσει και
πάλι ανά πάσα στιγμή.
4
«Τίποτα δεν είναι τόσο φορτικό
όσο η αγάπη του άλλου –ούτε καν το μίσος του, γιατί το μίσος δεν είναι κάτι το
συνεχόμενο όπως η αγάπη: σαν δυσάρεστο συναίσθημα, δημιουργεί σ’ όποιον το αισθάνεται
την ενστικτώδη τάση να το νιώθει λιγότερο συχνά. Πάντως, αγάπη και μίσος μας
καταπιέζουν το ίδιο: και τα δυο μας ψάχνουν και μας βρίσκουν, δεν μας αφήνουν
μόνους ποτέ.
Το ιδανικό θα ‘ταν να τα ζω όλα
αυτά μέσα από ένα μυθιστόρημα, και στη ζωή μου να αναπαύομαι –να διαβάζω τα
συναισθήματά μου και να ζω μόνο την περιφρόνησή μου γι’ αυτά. Για όποιον
διαθέτει μια φαντασία υπερευαίσθητη, οι περιπέτειες κάποιου ήρωα ενός
μυθιστορήματος εμπνέουν μια προσωπική συναισθηματική κατάσταση επαρκή, αν όχι
παραπάνω, γιατί πρόκειται για συναισθήματα που ανήκουν εξίσου στον ήρωα και
στον αναγνώστη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη περιπέτεια από το να έχεις αγαπήσει τη
λαίδη Μάκβεθ, με μια αγάπη αληθινή και άμεση∙
όποιος έχει έτσι αγαπήσει, δεν μπορεί να βρει ανάπαυση, αν δεν παραιτηθεί από
κάθε άλλη αγάπη σε τούτη τη ζωή.
Δεν ξέρω τι νόημα έχει τούτο το
ταξίδι που με αναγκάσανε να κάνω ανάμεσα σε μια νύχτα και μία άλλη νύχτα,
συντροφευμένος από το σύμπαν ολόκληρο. Ξέρω πως μπορώ να διαβάζω για να
διασκεδάζω το χρόνο μου. Θεωρώ την ανάγνωση τον απλούστερο τρόπο να κάνω
ευχάριστο αυτό το ταξίδι, όπως και κάθε άλλο∙
που και που σηκώνω το βλέμμα μου από το βιβλίο όπου οι αισθήσεις μου
λειτουργούν πραγματικά, και βλέπω σαν ξένος το τοπίο να φεύγει -κάμποι, πόλεις,
άνδρες και γυναίκες, σχέσεις και νοσταλγίες- κι όλα αυτά δεν είναι για μένα
παρά ένα επεισόδιο στην ανάπαυσή μου, μια αδρανής ψυχαγωγία καθώς ξεκουράζω τα
μάτια μου από τις πολυδιαβασμένες σελίδες.
Μόνο στα όνειρα είμαστε αληθινοί,
γιατί όλα τα άλλα, από τη στιγμή που πραγματοποιούνται, ανήκουν στον κόσμο και
σ’ όλους τους ανθρώπους. Αν κάποιο όνειρό μου έπαιρνε σάρκα και οστά, θα το
ζήλευα, γιατί θα με είχε απατήσει επιτρέποντας στον εαυτό του να
πραγματοποιηθεί. «Έκανα τις επιθυμίες μου πραγματικότητα», λέει ο αδύναμος και
ψεύδεται∙ η αλήθεια είναι
πως ονειρεύτηκε προφητικά ό,τι πραγματοποίησε η ζωή γι’ αυτόν. Τίποτα δεν
πραγματοποιούμε εμείς. Η ζωή μας πετάει στον αέρα σαν πετραδάκια, κι εμείς
φωνάζουμε από κει πάνω: «Κοιτάτε πώς κουνιέμαι».
Ό,τι και να ‘ναι αυτό το ιντερμέδιο
που παίχτηκε κάτω από τον προβολέα του ήλιου και το σκηνικό των άστρων, δεν μας
κάνει κακό να γνωρίζουμε πως δεν είναι παρά ένα ιντερμέδιο∙ αν πίσω από τις πόρτες του
θεάτρου κρύβεται η ζωή, τότε θα ζήσουμε, αν κρύβεται ο θάνατος, θα πεθάνουμε,
και το έργο θα παραμένει άσχετο με όλα αυτά.
Γι’ αυτό ποτέ δεν νιώθω τόσο
κοντά στην αλήθεια, τόσο σε βάθος μυημένος, όσο τις λίγες φορές που πάω στο
θέατρο ή στο τσίρκο: ξέρω τότε πως επιτέλους παρακολουθώ την ακριβή απομίμηση
της ζωής. Και οι ηθοποιοί, οι παλιάτσοι κι οι ταχυδακτυλουργοί είναι πράγματα
σημαντικά και μάταια, όπως είναι ο ήλιος κι η σελήνη, η αγάπη και ο θάνατος, η
πανώλη, ο λιμός κι ο πόλεμος για την ανθρωπότητα. Όλα είναι θέατρο. Κι αν θέλω
την αλήθεια, ας ξαναπιάσω το μυθιστόρημά μου.»
Στο τέταρτο απόσπασμα εκφράζεται
η επιθυμία του αφηγητή να μπορούσε να ζει τη ζωή του χωρίς την καταπιεστική
παρουσία των συναισθημάτων. Τα συναισθήματα είτε αυτά είναι αγάπης είτε μίσους,
είτε είναι δικά του είτε άλλων προς αυτόν, συνιστούν μια ανεπιθύμητη δέσμευση
που ταράζει την επιδιωκόμενη γαλήνη.
Ο αφηγητής εξηγεί πως απ’ όλα τα
συναισθήματα η αγάπη που αισθάνεται ο άλλος άνθρωπος για σένα είναι το πιο
φορτικό απ’ όλα, καθώς ως θετικό συναίσθημα παραμένει διαρκώς στην ψυχή του, σε
αντίθεση με το μίσος, το οποίο όντας δυσάρεστο, ακόμη και για εκείνον που το
αισθάνεται, γίνεται από νωρίς προσπάθεια αποβολής του. Σε κάθε περίπτωση βέβαια
το άσχημο για τους ανθρώπους είναι πως δεν μπορούν να ξεφύγουν για πολύ ούτε
από το ένα συναίσθημα ούτε από το άλλο.
Η επιθυμία του Μπερνάρντο Σουάρες
είναι η επίτευξη μιας κατάστασης πλήρους ηρεμίας χωρίς τη φορτική παρουσία των
συναισθημάτων τόσο των άλλων ανθρώπων, όσο και των δικών του. Μια τέτοια
κατάσταση θα του προσέφερε την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας και θα του
χάριζε τη δυνατότητα να ζήσει γαλήνιος και απαλλαγμένος από τους φορείς αυτούς
της εσωτερικής ενόχλησης. Ιδεατά, μάλιστα, θα ήθελε να βιώνει τα συναισθήματά
του μέσα από κάποιο μυθιστόρημα, αισθανόμενος ανενόχλητος την περιφρόνησή του
γι’ αυτά, έτσι ώστε στην πραγματική του ζωή να μπορεί να ξεκουράζεται από τις
συνεχείς οχλήσεις που του προκαλούν.
Κι αν η σκέψη της βίωσης των
δικών του συναισθημάτων μέσα από τις σελίδες ενός μυθιστορήματος μοιάζει κάπως
παράδοξη, ο αφηγητής μας εξηγεί πως για όποιον διαθέτει ευαίσθητη φαντασία
είναι πολύ εύκολο να συμπάσχει και να ταυτίζεται πλήρως με τις ιστορίες των
λογοτεχνικών ηρώων. Μπορεί μάλιστα να ταυτίζεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε μετά να
του είναι περιττή η κατοχή ενός δικού του ανεξάρτητου συναισθηματικού κόσμου,
καθώς έχοντας βιώσει απόλυτα το συναισθηματικό ταξίδι του ήρωα, αισθάνεται πως
έχει καλυφθεί κάθε δική του ανάγκη. Η αναφορά αυτή του Σουάρες μας παραπέμπει
βέβαια στην επιδιωκόμενη κατάσταση της εσωτερικής κάθαρσης των αρχαίων Ελλήνων
μέσα από τη διδασκαλία των τραγωδιών.
Ως ευαίσθητος και αφοσιωμένος
αναγνώστης ο αφηγητής μας διαβεβαιώνει πως έχει αισθανθεί μια τόσο απόλυτη
αγάπη για τους λογοτεχνικούς ήρωες, όπως για παράδειγμα για τη λαίδη Μάκβεθ,
ώστε του φαίνεται αδιανόητο να επιχειρήσει την αναβίωση μιας τόσος καθαρής
αγάπης στην πραγματική ζωή. Η επαφή που αναπτύσσει μέσω της ανάγνωσης, η
δυνατότητα που του παρέχεται να γνωρίσει, να αισθανθεί και να κατανοήσει σε
απόλυτο βαθμό την προσωπικότητα και την ψυχολογία ενός λογοτεχνικού ήρωα, δεν
μπορεί να βρει το ανάλογό της στην πραγματική ζωή, όπου η αγάπη διαπλέκεται με
μια πληθώρα αρνητικών συναισθημάτων και εντάσεων.
Ο αφηγητής μας αποκαλύπτει συνάμα
πως μπροστά στο αίνιγμα της ζωής, μπροστά στην αδυναμία του να κατανοήσει το
λόγο για τον οποίο γεννήθηκε κι είναι τώρα αναγκασμένος να συνυπάρχει με έναν
ολόκληρο κόσμο, βρίσκει παρηγοριά στους πιο προσιτούς και κατανοητούς κόσμους
των λογοτεχνικών έργων. Προτιμά να περνά τις ώρες του χαμένος μέσα στις σελίδες
των βιβλίων, ζώντας συναρπαστικές στιγμές -στιγμές που δεν απαιτούν από μέρους
του πιο ενεργή εμπλοκή πέρα από την ανάγνωση, ούτε ενέχουν τον κίνδυνο να
πληγωθεί- παρά να ζει την πραγματική του ζωή. Έτσι, η μόνη του επαφή με τον
αληθινό κόσμο είναι όταν σηκώνει το βλέμμα του από τις σελίδες του βιβλίου, για
να ξεκουράσει τα μάτια του, και αντικρίζει στιγμιαία τους ανθρώπους και τα
πράγματα που συνιστούν τον κόσμο του να τον προσπερνούν, χωρίς να τον
επηρεάζουν συναισθηματικά. Αντικρίζει τα πάντα γύρω του σα να μην είναι η
πραγματικότητα, σα να είναι ένα αδιάφορο διάλειμμα από ό,τι έχει πραγματική
αξία και υπόσταση, από το περιεχόμενο δηλαδή του μυθιστορήματος που διαβάζει.
Η μόνη αληθινή έκφανση της
ύπαρξης μας είναι αυτή που έχουμε στα όνειρά μας, στους πιθανούς μας εαυτούς,
στους στόχους και στις επιδιώξεις μας, που με αγάπη κι ενδιαφέρον
οραματιζόμαστε. Μόνο στο πλαίσιο ενός ονείρου μπορούμε να φανερώσουμε την
αλήθεια του εαυτού μας, γιατί μόνο στο όνειρο είμαστε πλήρως αποδεσμευμένοι από
την πληθώρα των εξαρτήσεων -συναισθηματικών και υλικών-, από την πληθώρα των
παραγόντων που αλλοιώνουν ή επηρεάζουν τις εκδηλώσεις του είναι μας. Κάθε
όνειρο, όμως, όταν πραγματοποιηθεί παύει να είναι έκφανση της αλήθειας μας,
πολύ περισσότερο παύει να είναι δικό μας, καθώς αυτομάτως περνά στην κυριότητα
του κόσμου, στην κυριότητα των άλλων ανθρώπων, που γίνονται αποδέκτες του.
Ο νεαρός αφηγητής μάλιστα
σχολιάζει πως αν κάποιο από τα δικά του όνειρα γινόταν πραγματικότητα, θα το
ζήλευε -με μια ζήλεια σχεδόν ερωτική- γιατί θα τον είχε απατήσει με την επιλογή
του να υλοποιηθεί και άρα με την επιλογή του να περάσει στην κατοχή των άλλων
ανθρώπων.
Βέβαια τα πραγματικά όνειρα,
εκείνα που λειτουργούν ως αληθινοί εκφραστές του είναι μας, δεν γνωρίζουν ποτέ
τους την πραγμάτωση. Κι όταν κάποιος λέει πως έκανε πραγματικότητα τις
επιθυμίες του, αυτός δεν είναι παρά ένας αδύναμος άνθρωπος που δεν είχε ποτέ το
θάρρος να δώσει στα όνειρά του όλη την καθαρότητα της ψυχής του, δεν υπήρξε
ποτέ του αρκετά ειλικρινής, ώστε να προικίσει τα όνειρά του με όλον εκείνο τον
πλούτο των ανθρώπινων επιθυμιών. Το όνειρό του που πραγματοποιήθηκε δεν είναι
παρά μια επιτυχής και έγκαιρη αξιολόγηση των δεδομένων της ζωής του, που του
επέτρεψαν από νωρίς να αντιληφθεί ποια θα είναι η μοίρα του. Ό,τι δηλαδή
εκείνος διατείνεται πως επιθύμησε και πραγματοποίησε δεν είναι τίποτε
περισσότερο απ’ ό,τι η ίδια η ζωή είχε σχεδιάσει για εκείνον. Τα υλοποιούμενα
όνειρα, δεν υπήρξαν, επομένως, ποτέ αληθινά όνειρα, κι αυτό γιατί τα αληθινά όνειρα, αυτά που
περιέχουν όλη την τόλμη του ανθρώπινου εγώ είναι τόσο διευρυμένα, ώστε δεν
μπορούν ποτέ να πραγματοποιηθούν.
Η ζωή είναι αυτή που επιλέγει και
υλοποιεί, κι όλα αυτά συμβαίνουν ερήμην μας, καθώς εμείς δεν έχουμε καμία
δυνατότητα να επηρεάσουμε όσα έχουν προαποφασιστεί για εμάς. Είναι, άλλωστε,
καλό για εμάς -σύμφωνα πάντοτε με τον αφηγητή- να έχουμε επίγνωση πως ό,τι
ιδιαίτερο ζούμε, ό,τι μοιάζει με το δικό μας όνειρο, με την εκπλήρωση κάποιας
επιθυμίας μας, δεν είναι παρά ένα διάλειμμα μέσα σε όσα είναι γραφτό να
ζήσουμε. Τα πάντα είναι ήδη αποφασισμένα και η δύναμη αυτής της ειλημμένης
απόφασης είναι ξεκάθαρη. Έτσι, αν έχει γραφτεί για εμάς να ζήσουμε, τότε θα
ζήσουμε, κι αν έχει γραφτεί να πεθάνουμε, τότε θα πεθάνουμε.
Η ζωή στην πραγματικότητά της δεν
είναι παρά μια θεατρική παράσταση, στην οποία εμείς συμμετέχουμε ως άβουλοι
ηθοποιοί, και είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε κατά γράμμα τις οδηγίες του
σκηνοθέτη με βάση το ήδη γραμμένο έργο. Γι’ αυτό κι ο αφηγητής εξηγεί πως ποτέ
δεν αισθάνεται πιο κοντά στην αλήθεια, πιο κοντά στην αληθινή φύση της ζωής, όσο
όταν παρακολουθεί κάποια θεατρική παράσταση ή βρίσκεται στο τσίρκο. Μόνο εκεί
είναι απόλυτα βέβαιος πως βλέπει μια πραγματική απομίμηση της ζωής, μιας κι
είναι σαφές πως οι ηθοποιοί και οι παλιάτσοι δίνουν μια παράσταση βασιζόμενοι
σε όσα τους έχουν ήδη πει πως πρέπει να κάνουν. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί κι
η ζωή, έστω κι αν οι άνθρωποι προτιμούν να μην το αντιλαμβάνονται.
Κάθε τι στη ζωή, κάθε γεγονός,
κάθε άνθρωπος και κάθε φυσικό στοιχείο κατέχουν τον ίδιο βαθμό σημαντικότητας
-βρίσκονται εκεί για να παίξουν τον ρόλο που τους έχει οριστεί-, αλλά και τον
ίδιο βαθμό ματαιότητας -δεν είναι παρά μαριονέττες σε μια προκαθορισμένη
παράσταση. Τα πάντα στη ζωή είναι θέατρο. Μια παράσταση, άλλοτε καλά
αποδοσμένη, άλλοτε άτεχνα πραγματοποιημένη∙
μα σε κάθε περίπτωση μια θεατρική παράσταση και τίποτε περισσότερο. Γι’ αυτό η
μόνη αλήθεια βρίσκεται στα μυθιστορήματα, εκεί όπου ο αναγνώστης γνωρίζει
εξαρχής πως ό,τι διαβάζει είναι αποφασισμένο από το δημιουργό του λογοτεχνικού
κόσμου, το συγγραφέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου