Erik Johansson
Κείμενα Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας Γ΄ Λυκείου
Μίλτος Σαχτούρης «Η Αποκριά»
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε
αυτή
η
αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους
έρημους δρόμους
όπου δεν ανέπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα
στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν
τους αετούς τους
που
τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι
γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες
στρατιώτες εν δυο
εν δυο παγωμένα δόντια
Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη
θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε
αυτή
η
αποκριά.
Ερωτήσεις:
1. Ο Μίλτος Σαχτούρης εντάσσεται στους μεταπολεμικούς υπερρεαλιστές
(νεοϋπερρεαλιστές). Να εντοπίσετε δύο υπερρεαλιστικές εικόνες στο ποίημα και να
δικαιολογήσετε για ποιο λόγο τις κρίνετε ως υπερρεαλιστικές.
2. Η τραγωδία του εμφύλιου πολέμου είναι η μία πραγματικότητα. Η
άλλη είναι η Αποκριά. Με ποιον τρόπο συνδέονται στη μικρή ιστορία του
ποιήματος;
3. Σε κάποια συνομιλία
του με
άλλους λογοτέχνες, ο Μίλτος Σαχτούρης είπε: «Και
άλλοτε έχω πει πως αν δεν ήμουν ποιητής θα
ήθελα να είμαι ζωγράφος».Έχει
κατά τη γνώμη σας σχέση το ποίημα που διαβάσατε μ’
αυτή την επιθυμία του;
4. «Το βράδυ βγήκε το
φεγγάρι ............μαχαιρωμένο».
Προσπαθήστε να σχολιάσετε τους προηγούμενους στίχους
επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον σας κυρίως στο ρόλο του φεγγαριού.
Ποια διαδικασία ολοκληρώνεται με το «πέταγμα»
του φεγγαριού στη θάλασσα;
5. Στο ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη «Όπως τα τριαντάφυλλα»
παρουσιάζεται ο θάνατος μικρών παιδιών. Μπορείτε να διακρίνετε ομοιότητα στον
τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το ίδιο θέμα ο ποιητής στο ποίημα «Η Αποκριά»; Γιατί
πιστεύετε πως επιλέγει αυτόν τον τρόπο προσέγγισης;
Μίλτος Σαχτούρης «Όπως τα τριαντάφυλλα»
Δύσκολα χρόνια
τρομαγμένα παιδιά
σιάχνουν με χαρτί κοκοράκια
τα βάφουν μαύρα
σα σβησμένα κεριά
τα βάφουν κόκκινα
σα ματωμένα λουλούδια
κι απορούν οι μανάδες
που ύστερα έρχεται
ο μεγάλος φίλος
ο κατάμαυρος φίλος
με τα χρυσά χέρια
και τα παίρνει
Απαντήσεις:
1. Στο ποίημα του Σαχτούρη γίνεται εύκολα αντιληπτή η
υπερρεαλιστική προσέγγιση των πραγμάτων, καθώς ο ποιητής συνθέτει εικόνες που
παραβιάζουν τις συμβάσεις της πραγματικότητας. Παραδείγματα αυτής της
υπερρεαλιστικής προσέγγισης είναι η εικόνα των παιδιών που ανεβαίνουν στον
ουρανό κι επιστρέφουν για μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους, που τους έχουν
ξεχάσει, αλλά και η κίνηση των ανθρώπων να δέσουν το φεγγάρι και να το πετάξουν
στη θάλασσα μαχαιρωμένο.
Οι εικόνες αυτές επιχειρούν να
δώσουν τις σκέψεις του ποιητή με τρόπο που να φανερώνει κυρίως μια
συναισθηματική κατάσταση παρά μια ρεαλιστική αποτύπωση των όσων πραγματικά
συνέβησαν. Έτσι, πίσω από την εικόνα των παιδιών που ανεβαίνουν στον ουρανό
κρύβεται η απροθυμία του ποιητή να περιγράψει τα άψυχα σώματα των νεκρών
παιδιών, ενώ το μαχαίρωμα του φεγγαριού λειτουργεί ως υπαινικτική αναφορά για
την πλήρη επικράτηση του μίσους.
2. Ο συνδυασμός του εμφυλίου με το έθιμο της αποκριάς είναι ένας
συμβολικός τρόπος για την απόδοση της εσωτερικής αλλαγής που είχε επέλθει στους
ανθρώπους εκείνη την εποχή. Το μασκάρεμα του εθίμου υπονοεί την απώλεια της
ανθρωπιάς και της λογικής που είχε μετατρέψει τους τότε Έλληνες από ανθρώπους
μαχόμενους για την ελευθερία τους σε μια μάζα φανατισμένων που εκδήλωναν με
κάθε τρόπο το μίσος και τη σκληρότητά τους. Η Αποκριά είναι σε συμβολικό
επίπεδο η αλλοίωση του χαρακτήρα των Ελλήνων και το νέο φονικό πρόσωπο που
παρουσίαζαν ο ένας στον άλλο.
Ο ποιητής κατορθώνει να
συσχετίσει τις δύο πραγματικότητες χρησιμοποιώντας λέξεις ή στοιχεία που
αφορούν την Αποκριά κατά την περιγραφή της πραγματικότητας του εμφυλίου. Παρατηρούμε,
λοιπόν, πως τα αθώα θύματα του εμφυλίου, τα μικρά παιδιά, παρουσιάζονται να
διακόπτουν την ανάβασή τους στον ουρανό για να πάρουν τους χαρταετούς τους. Οι
χαρταετοί που αποτελούν βασικό γνώρισμα της αποκριάτικης περιόδου διαπλέκονται
έτσι με το θάνατο των παιδιών. Συνάμα, το χιόνι που πέφτει και ματώνει τις
καρδιές των ανθρώπων, το φονικό δηλαδή κρύο εκείνης της περιόδου, παρομοιάζεται
με το χαρτοπόλεμο, το γνωστό παιχνίδι της αποκριάς. Ενώ, τέλος, το φεγγάρι που
θα πέσει θύμα της μανίας των ανθρώπων χαρακτηρίζεται αποκριάτικο, λαμβάνοντας
κι αυτό συμμετοχή στο γενικότερο κλίμα μασκαρέματος και μετάλλαξης της συνήθους
φύσης των ανθρώπων.
3. Ο Μίλτος Σαχτούρης συνθέτει συνήθως τα ποιήματά του έχοντας ως
βασικό δομικό στοιχείο του την εικόνα. Με εικόνες που είτε αποδίδουν
πραγματικές παραστάσεις από τα βιώματα του παρελθόντος, αλλά και -συνηθέστερα-
με υπερρεαλιστικές εικόνες που μοιάζουν να υπερβαίνουν τα όρια και τη λογική
της πραγματικότητας, επιχειρεί να δημιουργήσει σύντομες ιστορίες. Οι εικόνες
αυτές, που μοιάζουν με θραύσματα μιας επώδυνης πραγματικότητας, την οποία δε
θέλει πάντοτε να παρουσιάζει σε όλη της τη σκληρότητα και ωμότητα, δίνουν υπό
μία έννοια την αίσθηση μικρών ζωγραφικών παραστάσεων. Θα μπορούσε δηλαδή το
ποίημα «Αποκριά» να αποδοθεί με μια σειρά πινάκων, όπου σε κάθε έναν θα
αποτυπωνόταν και μια επιμέρους εικόνα του ποιήματος.
Αν εξαιρέσουμε, άλλωστε, τους
εισαγωγικούς στίχους που επαναλαμβάνονται στο τέλος και αποτελούν ένα είδος
χρονικού προσδιορισμού, όλο το υπόλοιπο ποίημα αποτελείται από διακριτές
εικόνες. Σε αντίθεση με άλλους ποιητές που μέσω των στίχων τους αποδίδουν τους
συλλογισμούς, τις ανησυχίες ή τα συναισθήματά τους, ο Σαχτούρης αφήνει τις
εικόνες που παρουσιάζει να προβληματίσουν, να επηρεάσουν και να βάλουν σε
σκέψεις τους αναγνώστες. Επομένως, η δήλωση του ποιητή πως θα ήθελε να είναι
ζωγράφος, μοιάζει να βρίσκει τη δικαίωσή της μέσα απ’ το συγκεκριμένο ποίημα,
καθώς ο αναγνώστης οδηγείται σ’ έναν κόσμο όπου βασικός κώδικας επικοινωνίας
δεν είναι οι ιδέες ή οι συλλογισμοί, αλλά οι εικόνες, οι σύντομα σκιαγραφημένες
εικόνες.
4. Η τελευταία στροφή του ποιήματος περιλαμβάνει την πιο σημαντική
εικόνα του ποιήματος, η οποία αναδεικνύει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο το
μίσος που έχει τυφλώσει τους ανθρώπους. Μόλις βγαίνει στο νυχτερινό ουρανό το
αποκριάτικο φεγγάρι, οι άνθρωποι το δένουν και το πετούν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο.
Το φεγγάρι, που με την επιβλητική
παρουσία του στον ουρανό, αποτελεί μια καίρια υπενθύμιση της μηδαμινότητας των
ανθρώπων και συνάμα της κοινής πορείας τους, δεν γίνεται ανεκτό πια. Οι
άνθρωποι αδιαφορούν για όσα τους ενώνουν, αδιαφορούν απέναντι στο γεγονός πως
επί της ουσίας είναι όλοι ίσοι κι εξίσου ασήμαντοι μπροστά στην απεραντοσύνη
του σύμπαντος.
Το μίσος που κατακλύζει τις ψυχές
τους, τους ωθεί να βλέπουν παντού εχθρούς, γι’ αυτό και αντικρίζοντας το
φεγγάρι θεωρούν πως είναι εχθρικό, πως είναι γεμάτο μίσος γι’ αυτούς και φυσικά
για τις επονείδιστες πράξεις τους. Ό,τι μπορούν μεταξύ τους να το αιτιολογούν
και να το εκλογικεύουν, δε θα μπορούσαν ποτέ να το υποστηρίξουν απέναντι σ’
έναν αντικειμενικό παρατηρητή, απέναντι σε κάποιον που με φρίκη αντικρίζει τον
παραλογισμό του εμφυλίου πολέμου. Έτσι, μαχαιρώνουν το φεγγάρι και το πετούν
στη θάλασσα, μη επιτρέποντας την ύπαρξη κανενός κριτή και κανενός παρατηρητή
για τις πράξεις τους.
Το φεγγάρι, που θα μπορούσε να
είναι η έσχατη ευκαιρία για να συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι πόσο έχουν χάσει
τον έλεγχο των πράξεών τους, πόσο έχουν αφήσει το μίσος να θολώσει την κρίση
τους, φονεύεται, καθώς οι άνθρωποι προτιμούν να εθελοτυφλούν μπροστά στις
αλήθειες της ζωής.
5. Ο Μίλτος Σαχτούρης, όπως κι οι σύγχρονοί του, είχε το επώδυνο
προνόμιο να ζήσει σε πολύ δύσκολες για την Ελλάδα εποχές και να αντικρίσει σκηνές
ολέθρου και πλήρους εξαθλίωσης. Τα σώματα των νεκρών συμπατριωτών του, θύματα
του πολέμου, της πείνας, αλλά και της αδελφοκτόνου μανίας, αποτέλεσαν μια
βασική εικόνα που στιγμάτισε την ψυχή του ποιητή. Μια εικόνα που πέρασε βέβαια
στους στίχους του, συχνά σε όλο της το φρικτό μεγαλείο, μιας κι ο ποιητής δεν
ήθελε να αφήσει αυτούς τους θανάτους να περάσουν αμνημόνευτοι ή να λησμονηθούν.
Εντούτοις, μέσα στα θύματα του
πολέμου ήταν πολλές φορές και μικρά παιδιά, κάτι που προξενούσε έντονο πόνο
στον ποιητή και τον ενοχλούσε σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν ήθελε να περιγράφει και
να αποκαλύπτει το θλιβερό θέαμα, όπως ο ίδιος το είχε αντικρίσει. Έτσι, οι
θάνατοι των παιδιών εξωραΐζονται και κάθε φορά που ο ποιητής αναφέρεται σ’ αυτό
το θέμα δημιουργεί ιδιαίτερες, κυρίως υπερρεαλιστικές, εικόνες, που
συγκαλύπτουν την πραγματική σκληρότητα του θεάματος. Στα ποιήματα του Σαχτούρη
τα παιδιά είτε ταξιδεύουν στον ουρανό είτε κόβονται όπως τα λουλούδια απ’ το
χέρι του χάρου.
Ενδεικτικά, ως προς την τάση του
ποιητή να μη φανερώνει το θάνατο των παιδιών στην πραγματική του διάσταση,
είναι τα δύο εξεταζόμενα ποιήματα. Στο πρώτο («Η Αποκριά») τα πεθαμένα παιδιά
που ανεβαίνουν στον ουρανό, επιστρέφουν για λίγο να πάρουν τους χαρταετούς
τους, που τους έχουν ξεχάσει. Με αυτή την αμιγώς υπερρεαλιστική εικόνα ο
ποιητής αφενός διαφυλάττει για τα παιδιά το δικαίωμα να ανέλθουν στον ουρανό,
αφού αυτά δεν είναι παρά τα απολύτως αθώα θύματα του πολέμου, όποιου πολέμου,
κι αφετέρου διασώζει ακόμη και μες στο θάνατο την παιδικότητά τους και το
αναφαίρετο δικαίωμά τους στο παιχνίδι και στην ανεμελιά. Μπροστά στο απάνθρωπο
και τραγικά πρόωρο τέλος τους ο ποιητής αντιτάσσει την αθωότητά τους, που το
δίχως άλλο θα τους επιτρέψει να συνεχίσουν την ευδαιμονική τους ύπαρξη στον
ουρανό κι αφετέρου τους προσφέρει τη δυνατότητα να συνεχίσουν το παιχνίδι τους,
χωρίς να νιώθουν πια φόβο και στεναχώρια από τις παράλογες πράξεις των ενηλίκων.
Αντίστοιχα, στο δεύτερο ποίημα
(«Όπως τα τριαντάφυλλα») ο θάνατος των παιδιών που ζουν σε μια περίοδο
σκληρότητας και πολέμου δίνεται υπαινικτικά μέσα από την εικόνα του μεγάλου
κατάμαυρου φίλου με τα χρυσά χέρια που έρχεται και τα παίρνει∙ η εικόνα γίνεται σαφέστερη αν
συσχετιστεί με τον τίτλο του ποιήματος, καθώς ο μαύρος φίλος ουσιαστικά θερίζει
τα παιδιά, τα μαζεύει, όπως κάνει κάποιος που κόβει τα τριαντάφυλλα. Ο ποιητής
επιλέγει εδώ να παρομοιάσει τα μικρά παιδιά με τα τριαντάφυλλα σε μια προσπάθεια
να απαλύνει τη σκληρότητα που εύλογα περιέχει η αναφορά στο θάνατό τους.
Ενδιαφέρον έχει κι ο τρόπος που
εξελίσσεται το ποίημα, καθώς τα στοιχεία που δίνονται στους εισαγωγικούς
στίχους, ότι δηλαδή τα χρόνια είναι δύσκολα και τα παιδιά είναι τρομαγμένα,
αποσαφηνίζονται μέσα από τις δημιουργίες των παιδιών. Τα παιδιά βάφουν τα
χάρτινα κοκοράκια που φτιάχνουν είτε μαύρα σαν κεριά που έχουν σβηστεί είτε
κόκκινα σα ματωμένα λουλούδια. Ο φόβος, επομένως, κι οι δυσκολίες που
χαρακτηρίζουν εκείνη την εποχή αποτυπώνεται στα παιχνίδια των παιδιών, όπου
γίνεται έκδηλη όλη η εσωτερική τους αναστάτωση απέναντι στο κλίμα θανάτου που
τα περιβάλλει. Έτσι, η απορία των μανάδων, όταν έρχεται ο μεγάλος κατάμαυρος
φίλος, ο θάνατος, και παίρνει τα παιδιά μοιάζει μάλλον άτοπη, εφόσον σε μια
εποχή πολεμικού παροξυσμού (είτε πρόκειται για τα χρόνια της κατοχής είτε για
τα χρόνια του εμφυλίου) είναι μάλλον αναμενόμενο πως θα υπάρξουν και αθώα
θύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου