Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Ερωτήσεις ΚΕΕ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»

Jim Chamberlain

Ερωτήσεις ΚΕΕ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»

Ποια στοιχεία «ειδυλλιακά» (βουκολικά, ποιμενικά) μπορείτε να επισημάνετε στην ενότητα αυτή;

Είναι γνωστό ότι πρωταγωνιστής του ποιμενικού ειδυλλίου είναι ο βοσκός που ζει ανέμελος με το κοπάδι του, δεν αγωνιά ιδιαίτερα για τη διαβίωση ή επιβίωσή του, και κοπιάζει τόσο, όσο για να έχει τον απαραίτητο χρόνο να χαρεί τις βασικές αρχές της ζωής. Ο βοσκός του Παπαδιαμάντη ζει, βέβαια, σε ορισμένο χωρόχρονο, στη Σκιάθο του 19ου κυρίως αιώνα, άρα δεν παρουσιάζεται ως άχρονη εξιδανικευμένη παρουσία, αλλά ως συγκεκριμένος τύπος. [...]
Το δίλημμα του βοσκού να επιλέξει ανάμεσα στη σωτηρία του ποιμνίου του και στη σωτηρία του συνανθρώπου επανέρχεται με ειρωνικό τρόπο στο διήγημα «Όνειρο στο κύμα» (1900). Το διήγημα αυτό παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι παρέχει δύο σειρές αντιθέσεων. Η μία είναι συγχρονική: ο νέος βοσκός με την ελευθερία του, την απλότητα, την αυτάρκεια, την απραγματοσύνη και την έλλειψη φιλοδοξίας αντιπαρατίθεται στον ιδιότροπο κυρ Μόσχο που ζει στην εξοχή, μετά από «επιχειρήσεις και ταξίδια».... αλλά αφού πρώτα μεταφέρει στο παραδεισένιο τοπίο το νόμο και τις συνήθειες της πόλης (ιδιοκτησία, περιτειχισμός, «χωριστόν... βασίλειον...).
Η άλλη αντίθεση είναι διαχρονική και αφορά την αντιπαράθεση μεταξύ του νεαρού βοσκού και του εαυτού του ως ώριμου δικηγόρου. Ο νεαρός βοσκός είναι «φυσικός άνθρωπος», χαίρεται την ελευθερία του στην πανέμορφη φύση και την ησυχία του, ζει με αυτάρκεια από το μικρό επιμίσθιο που του δίνει το μοναστήρι για τη φύλαξη του κοπαδιού και από το κορφολόγημα του γεωργικού μόχθου των άλλων. Ο ίδιος, ως δικηγόρος, υπηρετεί τον νόμο, προφανώς αναγκάζεται να ψευδολογεί, αισθάνεται έγκλειστος και παγιδευμένος στο γραφείο του με «θέσιν οιονεί αυλικού»..., έχει το αίσθημα του ανικανοποίητου και αντιπαθεί τον εργοδότη του. Κατά συνέπεια το «Όνειρο στο κύμα» τοποθετεί την Χρυσή Εποχή σε κάποια πρώιμη εποχή του ανθρώπινου γένους (Αρκαδία), όσο και στην αρχή της ζωής κάθε ανθρώπου (Εδέμ). Από τη μια πλευρά ο βοσκός (ο άνθρωπος ως τύπος) και από την άλλη το παιδί (ο άνθρωπος ως άτομο). Στο διήγημα αυτό οι δύο αυτές εκδοχές του ειδυλλιακού / ποιμενικού δένονται αξεδιάλυτα.
Ο συνδυασμός των δύο ειδυλλίων που μοιάζει να ισχυροποιεί την έννοια του ποιμενικού (όχι μόνο αμέριμνος βοσκός, αλλά και αθώος νέος), στην πραγματικότητα προξενεί προβλήματα που οφείλονται αρχικά στη διαφορετική προοπτική από την οποία προσεγγίζεται η έννοια του ποιμενικού. Και αυτό φαίνεται από την αμφισημία ορισμένων λέξεων: Τι σημαίνει π.χ. «φυσικός άνθρωπος»...; Στο κλασικό ειδύλλιο σημαίνει αυτός που ζει σ’ ένα παραδεισένιο περιβάλλον σε οργανική και αρμονική σχέση με τη φύση, άρα με «ησυχία» που είναι και αποτέλεσμα μετριοπάθειας και έλλειψης φιλοδοξιών. «Κατά φύσιν άνθρωπος» στην χριστιανική ορολογία σημαίνει προπτωτικός άνθρωπος, με κύρια χαρακτηριστικά τη δυναμική ενότητα ανάμεσα στον υλικό κόσμο και το σώμα του, το σώμα του και την ψυχή του, την ψυχή του και τον Θεό. Ο έρωτας, φυσικό και απαραίτητο συστατικό του κλασικού ειδυλλίου, που προκαλεί κάποια ένταση στην «ησυχία» χωρίς ποτέ να οδηγεί στο πάθος, γίνεται στο χριστιανισμό το αίτιο της διάλυσης της δυναμικής αυτής ενότητας που περιγράψαμε παραπάνω. Στο «Όνειρο στο κύμα» το Αρκαδικό και το Εδεμικό που αρχικά συνυπάρχουν, γρήγορα αποδεικνύονται ασύμβατα.
Η Πτώση είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς, ακόμη κι όταν ισχυρίζεται ότι είναι «ευτυχής... βοσκός εις τα όρη». Η αγάπη προς το ποίμνιο (Μοσχούλα – κατσίκα) αποδεικνύεται ατελέσφορη μπροστά στην αθωότητα με την οποία προσεγγίζεται το μυστήριο του έρωτα (Μοσχούλα – κοπέλα). Ο λόγος υποβιβάζεται σε σχέση με το πάθος. Η αγάπη που χαρακτηρίζει τον τυπικό ποιμένα και το ποίμνιό του αντικαθίσταται εντελώς ειρωνικά από την ερωτική θέαση του γυμνού σώματος της Μοσχούλας. Υπ’ αυτήν την έννοια, αντί ο νεαρός βοσκός να θυσιάσει την ψυχή του «υπέρ των προβάτων», θυσιάζει το ζώο του προς χάριν της κοπέλας και χάνει την ψυχή του (δηλ. την αθωότητά του).
Ακόμη περισσότερο, η «ονειρώδης ανάμνησις της λουομένης κόρης»... που τον ακολουθεί γίνεται το αίτιο της οριστικής απώλειας του εδεμικού παραδείσου. Γι’ αυτό ο αφηγητής δεν δοκιμάζει καν τη δυνατότητα του ειδυλλίου της αθωότητας, δηλαδή την ένταξή του στον μοναχισμό ως παραίτηση από τη φύση με σκοπό να αντλήσει ζωή από την κλήση της αγάπης του Χριστού στον άνθρωπο. Ο πρώην βοσκός και νυν δικηγόρος μπορεί να μην υποκαθιστά τον απολεσθέντα παράδεισο με κάποιον εσωτερικό παράδεισο, μαθαίνει όμως γράμματα και μέσω της τέχνης, δηλαδή των απείρων δυνατοτήτων της γλώσσας, κατορθώνει να ενοποιεί σε ποιητικό σύνολο τα θραύσματα της ατομικής του εμπειρίας.
Μετά το «Όνειρο στο κύμα» η ειδυλλιακή εικόνα του βοσκού σχεδόν εξαφανίζεται από το έργο του Παπαδιαμάντη, είτε με την εισβολή του θανάτου στην ποιμενική κοινότητα, είτε με μια πιο «ρεαλιστική» εικόνα του βοσκού.

Φαρίνου-Μαλαματάρη Γ., «Η Ειδυλλιακή Διάσταση της Δραματογραφίας του Παπαδιαμάντη: «Μερικές Παρατηρήσεις και Προτάσεις», απόσπασμα από το Βιβλίο του Καθηγητή (για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Λυκείου), Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1999, σσ. 250-251). 

Στο διήγημα αυτό το όνειρο συνυφαίνεται με την πραγματικότητα. Πώς γίνεται η μετάβαση από το όνειρο στην πραγματικότητα και αντίστροφα;

Η Μοσχούλα που πέφτει στη θάλασσα για να κολυμπήσει αποτελεί για τον αφηγητή το ερέθισμα εκείνο που τον ωθεί να λησμονήσει για κάποιες στιγμές την πραγματικότητα και να μείνει έκθαμβος, θαυμάζοντας την ομορφιά της νεαρής κοπέλας. «Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα...» «Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.» Η θέαση του γυμνού σώματος της Μοσχούλας, προκαλεί στον αφηγητή τέτοια εντύπωση που παρά την ανησυχία του για το κοπάδι του και παρά τις σκέψεις του ότι μπορεί να γίνει αντιληπτός από τη Μοσχούλα προκαλώντας της αναστάτωση, μένει κρυμμένος να παρατηρεί με αφοσίωση την κοπέλα.
Η περιγραφή που μας δίνει ο αφηγητής αποκαλύπτει το βαθμό στον οποίο είχε μαγευτεί από τη Μοσχούλα κι εμμέσως μας υποδηλώνει πως θα μπορούσε να μείνει εκεί προσηλωμένος για αρκετή ώρα αν δεν συνέβαινε κάτι να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. «Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ’ επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου. Η μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη!...» Το βέλασμα της μικρής κατσίκας λειτουργεί αφυπνιστικά για τον αφηγητή, ο οποίος αφενός νιώθει ενοχλημένος από την άκαιρη παρέμβαση της κατσίκας του «Ώ, αυτό δεν το είχα προβλέψει. Ημπορούσα να σιωπώ εγώ, αλλά δυστυχώς δεν ήτον εύκολον να επιβάλω σιωπήν εις την αίγα μου» κι αφετέρου συνειδητοποιεί πως το βέλασμα της κατσίκας του μπορεί να είναι ένδειξη πως βρίσκεται σε κίνδυνο «Συγχρόνως μ’ εκυρίευσε και φόβος από την φιλοστοργίαν την οποίαν έτρεφα προς την πτωχήν αίγα μου. Το σχοινίον με το όποιον την είχα δέσει εις την ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ κοντόν. Τάχα μην “εσχοινιάσθη”, μην εμπερδεύθη και περιεπλάκη ο τράχηλος της, μην ήτον κίνδυνος να πνίγη το ταλαίπωρον ζώον
Ο νεαρός αφηγητής έχει ιδιαίτερα αισθήματα για την κοπέλα και η απροσδόκητη ευκαιρία που του παρουσιάζεται να την παρακολουθήσει να κολυμπά, παρά τις ηθικές αναστολές που έχει, τον ωθεί να ξεχάσει για λίγο τις υποχρεώσεις του και το κατακριτέο της πράξης του, χαρίζοντάς του μια γεύση από το όνειρο. Η πραγματικότητα, όμως, είναι πως δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί και πως είχε υπό τη φροντίδα του το κοπάδι με τα κατσίκια της Ιεράς Μονής, κι αυτό έρχεται να του το υπενθυμίσει το βέλασμα της αγαπημένης του κατσίκας.


Ποια διλήμματα αντιμετωπίζει το βοσκόπουλο στην προσπάθειά του να διαφύγει την προσοχή της Μοσχούλας; Γιατί ήρθε στο νου του ο πατήρ Σισώης; Τι τελικά δίνει τη λύση στην αναποφασιστικότητά του;

Ο νεαρός βοσκός από τη στιγμή που συνειδητοποιεί πως η Μοσχούλα έχει πέσει για να κολυμπήσει τόσο κοντά του, αντιλαμβάνεται πως πρέπει με κάποιο τρόπο να φύγει, χωρίς η κοπέλα να τον καταλάβει γιατί τότε θα είχε να υποστεί τις συνέπειες. Μια πρώτη επιλογή θα ήταν να επιχειρήσει να διαφύγει εντελώς αθόρυβα, αλλά σκέφτεται πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να τον δει η κοπέλα, μιας και ήταν στραμμένη προς τη μεριά του: «Δια να φύγω έπρεπεν εξ άπαντος να πατήσω επί μιαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου, είτα να κύψω όπισθεν θάμνων, να λύσω την αίγα μου, και να γίνω άφαντος κρατών την πνοήν μου, χωρίς τον ελάχιστον κρότον ή θρούν. Αλλ’ η στιγμή καθ’ ην θα διηρχόμην δια της κορυφής του βράχου ήρκει δια να με ίδη η Μοσχούλα.» Η επιλογή αυτή επομένως απορρίπτεται από τον νεαρό ήρωα, καθώς ενέχει τον κίνδυνο να γίνει αντιληπτός από την κοπέλα «και τοτε αλλοίμονον εις τον μικρόν βοσκόν
Με την απόρριψη αυτού του σχεδίου η σκέψη που έρχεται στον ήρωα της ιστορίας, ήταν να ειδοποιήσει με διακριτικό τρόπο την κοπέλα πως, εντελώς συμπτωματικά βρίσκεται κι αυτός εκεί. «Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της δώσω αμέσως είδησιν, και να κράξω: “— Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζης!... φεύγω αμέσως, κοπέλα μου!» Εντούτοις, ο βοσκός δεν καταφεύγει ούτε σ’ αυτή τη λύση καθώς δεν έχει αρκετό θάρρος για να απευθυνθεί στη Μοσχούλα και να την ενημερώσει για την παρουσία του. Ο ήρωας δικαιολογείται σκεπτόμενος πως δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να μάθει πώς να φέρεται κατάλληλα και με κοσμιότητα: «Πλην, δεν ηξεύρω πώς, υπήρξα σκαιός και άτολμος. Κανείς δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εις την ρίζαν του βράχου κ’ επερίμενα
Η επόμενη σκέψη του είναι να περιμένει κρυμμένος μέχρι να τελειώσει η κοπέλα το κολύμπι της και να φύγει. Αυτή όμως η επιλογή τον φέρνει αντιμέτωπο με το ενδεχόμενο να ενδώσει στον πειρασμό και να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να θαυμάσει τη γυμνή κοπέλα. Ο ήρωας θυμάται το παράγγελμα του πατέρα Σισώη που του έλεγε πάντοτε να αποφεύγει πάντοτε τον γυναικείο πειρασμό: «Κ’ ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπα-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε, τον γυναικείον πειρασμόν!» Ο ήρωας ξέρει πως αν μείνει κρυμμένος εκεί, δε θα αντέξει και θα ενδώσει στην επιθυμία και την περιέργεια και θα αρχίσει να κοιτάζει την κοπέλα, γι’ αυτό και σκέφτεται τα λόγια του πνευματικού πατέρα. Η επιθυμία έχει ήδη αρχίσει να περιτριγυρίζει τις σκέψεις του νεαρού και παρόλο που σκέφτεται τις διάφορες επιλογές διαφυγής, έχει ήδη υπολογίσει το ενδεχόμενο να μείνει εκεί και να θαυμάσει απλώς την ομορφιά της Μοσχούλας. Ίσως, γι’ αυτό και να μην υλοποιεί τις διάφορες σκέψεις του να φύγει, ίσως να είναι ο πειρασμός που τον ωθεί να βρίσκει δικαιολογίες για να μην απομακρυνθεί από την κοπέλα.
Η τελευταία επιλογή διαφυγής: «Εκ της ιδέας του να περιμένω δεν υπήρχεν άλλο μέσον ή προσφυγή, ειμή ν’ αποφασίσω να ριφθώ εις την θάλασσαν, με τα ρούχα, όπως ήμην, να κολυμβήσω εις τα βαθέα, άπατα νερά, όλον το προς δυσμάς διάστημα, το από της ακτής όπου ευρισκόμην, εντεύθεν του μέρους όπου ελούετο η νεάνις, μέχρι του κυρίως όρμου και της άμμου, επειδή εις όλον εκείνο το διάστημα, ως ημίσεος μιλίου, η ακρογιαλιά ήτον άβατος, απάτητος, όλη βράχος και κρημνός.», μοιάζει στον νεαρό υπερβολικά κοπιώδης και παράλληλα ριψοκίνδυνη γιατί θα έπρεπε να αφήσει τα κατσίκια του για πολλή ώρα στην τύχη τους, καθώς θα χρειαζόταν περισσότερο από μία ώρα για να επιστρέψει σε αυτά. Η σκέψη αυτή, να κολυμπήσει προς την αντίθετη πλευρά από αυτή που βρισκόταν η κοπέλα, παρόλο που θα ήταν αποτελεσματική, θα έβαζε σε κίνδυνο τόσο την αγαπημένη του κατσίκα, όσο και το υπόλοιπο κοπάδι, οπότε ο ήρωας απορρίπτει κι αυτό το σχέδιο και μένει εκεί, έτοιμος πια να ενδώσει στην περιέργειά του.
Ο ήρωας αφήνεται στην απόλαυση που του προσφέρει η θέαση του γυμνού σώματος της Μοσχούλας, χωρίς να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία διαφυγής που παρουσιάζεται όταν η κοπέλα στρέφεται προς την αντίθετη πλευρά, δίνοντας στον ήρωα την ευκαιρία να φύγει απαρατήρητος. Ο νεαρός είναι πια τελείως μαγεμένος από το υπέροχο θέαμα και αδυνατεί να τιθασεύσει τις επιθυμίες του. «Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον... Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ’ επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου. Η μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη!...» Το βέλασμα της αγαπημένης του κατσίκας αποτελεί για τον ήρωα το στοιχείο αφύπνισης που τον αναγκάζει να επανέλθει στην πραγματικότητα και να αποφασίσει να σπεύσει σε βοήθεια της Μοσχούλας-κατσίκας.

Πώς συνδέεται η ενότητα αυτή με τον τίτλο του διηγήματος Όνειρο στο κύμα;

«Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ’ έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...»
Ο τίτλος του διηγήματος βρίσκει πληρέστερα την εκπλήρωσή του στην τρίτη ενότητα, όπου ο ήρωας πέφτει στη θάλασσα να σώσει τη Μοσχούλα κι έχει την ευκαιρία να αισθανθεί επάνω του το γυμνό σώμα της κοπέλας. Το όνειρο στο κύμα, βέβαια, ξεκινά στα πλαίσια της δεύτερης ενότητας όπου ο ήρωας έχει την ευκαιρία να αντικρίσει, έστω και από μακριά, τη Μοσχούλα να κολυμπά γυμνή. Η ομορφιά του νεανικού κορμιού της Μοσχούλας, σε συνδυασμό με το ειδυλλιακό τοπίο που φωτίζεται από τη σελήνη, δίνουν στο όλο σκηνικό μια ονειρική διάσταση. Ο ήρωας ζει την αρχή ενός ονείρου, το οποίο κι εύχεται να αποκτήσει πιο υλική υπόσταση με την εμφάνιση κάποιου κινδύνου που θα του προσφέρει τη δυνατότητα να σπεύσει για να σώσει την όμορφη κοπέλα. Το στοιχείο, πάντως, που ενισχύει την αξία του περιστατικού και το καθιστά πολύτιμο όνειρο για τον ήρωα είναι τα αισθήματα που έχει ο νεαρός βοσκός για τη Μοσχούλα. Η έντονη έλξη που αισθάνεται γι’ αυτή και το γεγονός ότι, έστω κι αν δεν το ομολογεί, είναι ερωτευμένος μαζί της καθιστούν ονειρική τόσο τη θέαση του σώματος της κοπέλας όσο και τη διάσωσή της που θα ακολουθήσει. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου