Εξεταστεα Υλη & Τροπος αξιολογησης 2025

Κωνσταντίνος Καβάφης «Εν δήμω της Μικράς Ασίας»

Brian Jannsen

Κωνσταντίνος Καβάφης «Εν δήμω της Μικράς Ασίας»

Η ειδήσεις για την έκβασι της ναυμαχίας, στο Άκτιον,
ήσαν βεβαίως απροσδόκητες.
Αλλά δεν είναι ανάγκη να συντάξουμε νέον έγγραφον.
Τ’ όνομα μόνον ν’ αλλαχθεί. Αντίς, εκεί
στες τελευταίες γραμμές, «Λυτρώσας τους Ρωμαίους
απ’ τον ολέθριον Οκτάβιον,
τον δίκην παρωδίας Καίσαρα,»
τώρα θα βάλουμε «Λυτρώσας τους Ρωμαίους
απ’ τον ολέθριον Αντώνιον».
Όλο το κείμενον ταιριάζει ωραία.
«Στον νικητήν, τον ενδοξότατον,
τον εν παντί πολεμικώ έργω ανυπέρβλητον,
τον θαυμαστόν επί μεγαλουργία πολιτική,
υπέρ του οποίου ενθέρμως εύχονταν ο δήμος·
την επικράτησι του Αντωνίου»
εδώ, όπως είπαμεν, η αλλαγή: «του Καίσαρος
ως δώρον του Διός κάλλιστον θεωρών -
στον κραταιό προστάτη των Ελλήνων,
τον έθη ελληνικά ευμενώς γεραίροντα,
τον προσφιλή εν πάση χώρα ελληνική,
τον λίαν ενδεδειγμένον για έπαινο περιφανή,
και για εξιστόρησι των πράξεών του εκτενή
εν λόγω ελληνικώ κ’ εμμέτρω και πεζώ·
εν  λ ό γ ω ε λ λ η ν ι κ ώ που είν’ ο φορεύς της φήμης,»
και τα λοιπά, και τα λοιπά. Λαμπρά ταιριάζουν όλα.

Το Σεπτέμβριο του 31 π.Χ. οι συνασπισμένες δυνάμεις του Μάρκου Αντώνιου και της Κλεοπάτρας θα συγκρουστούν με τις δυνάμεις του Οκταβιανού στο Άκτιο (ακρωτήριο απέναντι από την Πρέβεζα). Ο Οκταβιανός θα σημειώσει εκεί τη νίκη που θα του επιτρέψει την επικράτησή του έναντι του Αντώνιου και άρα τη σταδιακή επικράτησή του στη διεκδίκηση της ρωμαϊκής εξουσίας, καθώς και την κατάκτηση της Αιγύπτου.
Στο ποίημά του ο Καβάφης παρουσιάζει το έγγραφο που έχει συνταχθεί σε μια πόλη της Μικράς Ασίας για να τιμηθεί ο νικητής της ναυμαχίας. Οι εκεί κάτοικοι θεωρούσαν πως ο Αντώνιος θα υπερίσχυε σ’ αυτή την αναμέτρηση γι’ αυτό και είχαν προετοιμάσει τιμητικό ψήφισμα που αναφερόταν σ’ αυτόν∙ ωστόσο, αν κι η αρχική τους εκτίμηση ήταν λανθασμένη, δεν το εκλαμβάνουν αυτό ως σπουδαία ανατροπή. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουν είναι να αντικαταστήσουν το όνομα του Αντώνιου με αυτό του Οκταβιανού και το επαινετικό κείμενο που είχαν ετοιμάσει θα είναι απόλυτα ταιριαστό για ν’ αποδοθεί στον τελικό νικητή, Οκταβιανό. Εκείνο, άλλωστε, που ενδιαφέρει την πόλη της Μικράς Ασίας -η οποία δεν προσδιορίζεται μιας και δεν έχει σημασία ως προς το νόημα του ποιήματός- είναι να συγχαρεί το Ρωμαίο που θα υπερισχύσει στη ναυμαχία και θα έχει επομένως τις περισσότερες πιθανότητες να γίνει ο νέος ελεγκτής των ρωμαϊκών πραγμάτων, ώστε να διατηρήσει μαζί του καλές διπλωματικές σχέσεις.
Η ευκολία με την οποία γίνεται η αντικατάσταση του ονόματος στο τιμητικό έγγραφο, υποδηλώνει την αντίστοιχη ευκολία με την οποία οι πολιτικά εξαρτώμενοι λαοί αλλάζουν τις αφοσιώσεις τους περνώντας κάθε φορά στην πλευρά του νικητή. Ο πολιτικός αυτός καιροσκοπισμός, που δεν είναι άγνωστος και στη συμπεριφορά μεμονωμένων ατόμων, φανερώνει τη σαθρότητα των πολιτικών, μα και των διαπροσωπικών σχέσεων, γνώμονας των οποίων είναι τις περισσότερες φορές το προσωπικό όφελος.

«Στον νικητήν, τον ενδοξότατον,
τον εν παντί πολεμικώ έργω ανυπέρβλητον,
τον θαυμαστόν επί μεγαλουργία πολιτική,
υπέρ του οποίου ενθέρμως εύχονταν ο δήμος·
την επικράτησι του Αντωνίου»
εδώ, όπως είπαμεν, η αλλαγή: «του Καίσαρος
ως δώρον του Διός κάλλιστον θεωρών -
στον κραταιό προστάτη των Ελλήνων,
τον έθη ελληνικά ευμενώς γεραίροντα,
τον προσφιλή εν πάση χώρα ελληνική»

Στον πιο ένδοξο νικητή, τον αξεπέραστο σε κάθε πολεμικό έργο, τον αξιοθαύμαστο για τα πολιτικά του επιτεύγματα, υπέρ του οποίου ένθερμα ευχόταν ο δήμος∙ θεωρώντας τη νίκη του Αντωνίου ως το καλύτερο δώρο του Δία. Στον ισχυρό προστάτη των Ελλήνων, που με τρόπο ευνοϊκό τιμά τα ελληνικά έθιμα, τον αγαπητό σε κάθε ελληνική χώρα.   

τον λίαν ενδεδειγμένον για έπαινο περιφανή,
και για εξιστόρησι των πράξεών του εκτενή
εν λόγω ελληνικώ κ’ εμμέτρω και πεζώ·
εν  λ ό γ ω ε λ λ η ν ι κ ώ που είν’ ο φορεύς της φήμης,»
και τα λοιπά, και τα λοιπά. Λαμπρά ταιριάζουν όλα.

Οι συντάκτες του εγγράφου διαβεβαιώνουν τον νικητή της ναυμαχίας, Οκταβιανό, πως είναι απόλυτα ενδεδειγμένος για έναν εξαίρετο έπαινο και για την εκτενή εξιστόρηση των κατορθωμάτων του σε λόγο πεζό, αλλά και έμμετρο, και μάλιστα σε λόγο ελληνικό. Η τιμητική αυτή διαβεβαίωση έχει να κάνει με την αποθέωση και τη διατήρηση στη συλλογική μνήμη που μόνο η τέχνη του λόγου μπορεί να προσφέρει στους εξέχοντες άνδρες. Όπως οι μυθικοί ήρωες του παρελθόντος, έτσι κι αυτός, θα αποκτήσει αιώνια φήμη μέσα από την τέχνη των ποιητών και των συγγραφέων που θα γράψουν για τις εξαίρετες και ένδοξες πράξεις του.
Η εξύμνηση θα γίνει στην ελληνική γλώσσα, που είναι ο κατεξοχήν φορέας της φήμης. Τόσο στα ελληνιστικά βασίλεια, στα βασίλεια δηλαδή που δημιουργήθηκαν μετά τις μεγαλειώδεις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όσο και στην περιοχή του Πόντου, όπου η παρουσία του ελληνικού στοιχείου ήταν ισχυρή, η ελληνική γλώσσα ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη. Δείκτης πνευματικής καλλιέργειας και υπεροχής, δείκτης καλής καταγωγής και άριστης παιδείας, ήταν η γλώσσα που προτιμούσαν στην άρχουσα τάξη, ήταν κι η γλώσσα που προτιμούσαν στη λογοτεχνική δημιουργία. Άλλωστε, στην ελληνική γλώσσα είχαν συντεθεί τα έργα του Ομήρου, των μεγάλων φιλοσόφων και ιστορικών∙ έργα που αποτελούσαν τη βάση της παιδείας των Ελλήνων, αλλά προσέφεραν πλέον και ουσιαστική μόρφωση σε κάθε λαό που ερχόταν σ’ επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό. Ακόμη και οι Ρωμαίοι, οι οποίοι σταδιακά θα κατακτήσουν ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, θα υποταχθούν στην υπεροχή του ελληνικού πνεύματος και θα θεωρήσουν την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας ως απαραίτητο στοιχείο για όποιον επιθυμεί να κατέχει ουσιαστική παιδεία.  

Μάρκος Αντώνιος – Κλεοπάτρα
[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ε, Εκδοτική Αθηνών]
Ποτέ άλλοτε στην ιστορία του αρχαίου κόσμου δεν είχε γίνει ίσως κατασυκοφάντηση πολιτικού αντιπάλου σε τόσο μεγάλο βαθμό όσο στην προπαγάνδα του Οκταβιανού. Ο Μάρκος Αντώνιος παριστανόταν στους Ρωμαίους ως τυφλό όργανο μιας ξένης μάγισσας(!), δηλαδή της Κλεοπάτρας. Με την έλλειψη κάθε ηθικού δισταγμού που τον διέκρινε προκειμένου να εξοντώσει ηθικά τον αντίπαλό του, o Οκταβιανός διέταξε διέταξε να αποσπασθεί με βία η διαθήκη του Μάρκου Αντώνιου από τον ναό της Εστίας όπου φυλασσόταν, την άνοιξε και ανακοίνωσε ο ίδιος το περιεχόμενό της στη Σύγκλητο. Η επιθυμία του Μάρκου Αντώνιου να ταφεί μαζί με την Κλεοπάτρα στην Αλεξάνδρεια ερμηνεύτηκε ως πρόθεσή του να καταστήσει πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους την πόλη του Νείλου∙ έτσι στα μάτια των Ρωμαίων ο Μάρκος Αντώνιος έγινε «προδότης του έθνους».
Πολύ βαρύτερες ήταν οι κατηγορίες κατά της Κλεοπάτρας. Κατηγορήθηκε ως μάγισσα, αλλά και ως πόρνη, βασίλισσα ευνούχων, «διεφθαρμένη», όπως και οι υπήκοοί της∙ ακόμη και ότι μεθούσε έλεγαν πολλοί στη Ρώμη. Τους Ρωμαίους αξιωματικούς του Μάρκου Αντώνιου μεταχειριζόταν ως δούλους και συχνά συνόδευε τον ίδιο, σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς των αντιπάλων του, έχοντας μαζί της ως συνοδούς ευνούχους. Αλλά το πιο εξοργιστικό για τους προσηλωμένους στην εθνική παράδοση Ρωμαίους ήταν ότι η γυναίκα αυτή είχε ορκισθεί να δικάζει ως βασίλισσα στο Καπιτώλιο.
Όσο κι αν η ζωή του Μάρκου Αντώνιου και της Κλεοπάτρας στην Αλεξάνδρεια δεν ήταν από ηθική άποψη άψογη, οι κατηγορίες αυτές ήταν στο μεγαλύτερο μέρος τους εντελώς αβάσιμες. Ολωσδιόλου αστήρικτη επινόηση ήταν η κατηγορία ότι η Κλεοπάτρα σκόπευε να γίνει βασίλισσα στη Ρώμη. Η Κλεοπάτρα ήταν αρκετά έξυπνη γυναίκα, ώστε ήταν αδύνατο να κάνει μια τόσο ανόητη σκέψη. Προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι η κατηγορία αυτή αναφερόταν και αργότερα, αρκετά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου και τη νίκη του Οκταβιανού και μάλιστα από μεγάλους ποιητές Βιργίλιο, Οράτιο και Προπέρτιο ως ιστορική αλήθεια. Η υποτιθέμενη επιτυχία του Οκταβιανού να διαφυλάξει την εθνική υπόσταση της Ρώμης αποτελούσε ένα από τα βασικά ιδεολογικά στοιχεία της πολιτικής του ως «ηγεμόνα». Φαίνεται όμως ότι η προσπάθειά του να διεγείρει το εθνικό αίσθημα κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν είχε μεγάλη απήχηση.
Αν ο Μάρκος Αντώνιος είχε τον χαραχτήρα του Οκταβιανού, θα αποφάσιζε ίσως να εγκαταλείψει ή ακόμη να εξοντώσει την Κλεοπάτρα και να καταλάβει την Αίγυπτο (κάτι παρόμοιο τον συμβούλευσε ο σύμμαχός του και προσωπικός εχθρός της Κλεοπάτρας, Ηρώδης, ο βασιλεύς της Ιουδαίας). Αλλά ο Μάρκος Αντώνιος όχι μόνο δεν είχε την ψυχρή υπολογιστικότητα του αντιπάλου του, αλλά και δεν μπορούσε να πάρει μια τέτοια απόφαση -που ίσως από πολιτική άποψη να ήταν σωστή- και για έναν άλλο λόγο: επειδή αγαπούσε την Κλεοπάτρα.

Η ναυμαχία του Ακτίου
Λίγους μήνες μετά την επίσημη κήρυξη του πολέμου εναντίον της Κλεοπάτρας, ο Γνάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός απέπλευσε από το Βρεντέσιο με ισχυρές ναυτικές και στρατιωτικές δυνάμεις. Ο στρατός αποβιβάσθηκε «υπό τα Κεραύνια όρη» και διατάχθηκε να κατευθυνθεί προς το Άκτιο, όπου ο Μάρκος Αντώνιος και η Κλεοπάτρα είχαν ήδη εγκαταστήσει και οχυρώσει το στρατόπεδό τους. Ο Οκταβιανός παραπλέοντας με τον στόλο του τις Ηπειρωτικές ακτές εξουδετέρωσε τις φρουρές της Κέρκυρας και της Τορύνης και ναυλόχησε δυτικά της θέσεως όπου, μετά τη νίκη του, ίδρυσε τη Νικόπολη. Κτίζοντας μακρά τείχη ένωσε το στρατόπεδό του με το αγκυροβόλιο του στόλου του. Ως τις παραμονές της οριστικής συγκρούσεως οι αντίπαλοι επιδόθηκαν σε αλλεπάλληλες επιχειρήσεις. Ο Αντώνιος, επιδιώκοντας να αναμετρηθεί με τον Οκταβιανό στην ξηρά, μετέφερε το στρατόπεδό του προς Ν. των θέσεων του εχθρού και προσπάθησε να τον αιφνιδιάσει από Β. με κυκλωτικό ελιγμό του ιππικού. Ηττήθηκε όμως και η θέση του επιδεινώθηκε όταν ο ανεφοδιασμός του από την Πελοπόννησο διακόπηκε μετά από επιτυχή επιχείρηση του Μάρκου Ουιψανίου Αγρίππα εναντίον της Λευκάδας, των Πατρών και της Κορίνθου. Τότε, παρά την αντίθεση του αρχηγού του στρατού Ποπλίου Κανιδίου Κράσσου, ο Αντώνιος αποφάσισε να αποδεχθεί την πρόταση της Κλεοπάτρας, την οριστική δηλαδή αναμέτρηση στη θάλασσα. Το σχέδιο του Αντωνίου ήταν -όπως αποκάλυψε η έρευνα με βάση δευτερεύουσες αλλά σύγχρονες προς τα γεγονότα πηγές- να επιδιώξει τη συντριβή του αντιπάλου του και μόνο σε περίπτωση ήττας να διαφύγει προς την Αίγυπτο. Αντίθετη άποψη -στηριζόμενη στις μαρτυρίες του Πλουτάρχου και του Δίωνος- δέχεται πως μοναδικός σκοπός του ήταν να διασπάσει τον ασφυκτικό κλοιό που του είχε επιβάλει ο εχθρός και πως τελικά απέτυχε από προδοσία της Κλεοπάτρας. Στην πραγματικότητα όμως ο Αντώνιος προδόθηκε από τον ίδιο τον στρατό του. Ενώ η ναυμαχία βρισκόταν σε κρίσιμη φάση και ο Αντώνιος, επιδιώκοντας με τη βοήθεια του ευνοϊκού ΒΔ ανέμου να υπερκεράσει το αριστερό της εχθρικής παράταξης, συγκρουόταν με τον Αγρίππα, το μεγαλύτερο μέρος του στόλου του αποστάτησε. Όλα τα πλοία του κέντρου και του αριστερού κέρατος κατέφυγαν στον κόλπο, όπου και αργότερα παραδόθηκαν, ενώ δύο μοίρες του δεξιού προσχώρησαν αμέσως στον Αγρίππα. Τότε ο Αντώνιος αναγκάστηκε να δώσει το σύνθημα της φυγής. Η Κλεοπάτρα διέφυγε με τα 60 πλοία της και σε λίγο ακολούθησε και ο ίδιος με όσα πλοία (40 περίπου) κατόρθωσε να διασώσει. Πολλές είναι οι αιτίες που οδήγησαν στην αποστασία του στόλου: οι αποτυχίες στις κατά ξηρά επιχειρήσεις, η διακοπή του ανεφοδιασμού, οι επιδημίες που ενέσκηψαν και περισσότερο οι αποσκιρτήσεις στρατηγών και η υποψία των ανδρών πως τελικά πολεμούσαν για την Κλεοπάτρα. Η αφορμή όμως δόθηκε όταν ο Αντώνιος, αποφασισμένος να καταδιώξει τον εχθρό μακριά από τις θέσεις του, διέταξε τα πληρώματα να μεταφέρουν στα πλοία τα ιστία. Αυτό ερμηνεύθηκε ως σχέδιο φυγής∙ και από τη φυγή στην Αίγυπτο για χάρη της μισητής Κλεοπάτρας προτίμησαν την προσχώρηση στον Οκταβιανό. Έτσι έληξε η περίφημη ναυμαχία του Ακτίου. Αν και ως πολεμικό γεγονός δεν υπήρξε ιδιαίτερα αξιόλογη, είχε όμως συνέπειες μοιραίες για την πολιτική ιστορία της αρχαίας Ελλάδος. 

Η διάδοση της ελληνικής γλώσσας κατά τους ελληνιστικούς χρόνους
[Αναφορές που έχουν αντληθεί από το βιβλίο του Hermann Bengtson «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος», Εκδοτικός οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ]
«Από την πρώτη στιγμή το ελληνικό στοιχείο, όχι το μακεδονικό, ήταν εκείνο που έδωσε στις Αλεξάνδρειες το κυρίαρχο χρώμα, οι άποικοι ήσαν συνήθως Έλληνες μισθοφόροι, που ενισχύονταν αδιάκοπα από ομοεθνή στοιχεία προερχόμενα από την Ευρώπη και από την Μ. Ασία. Τα ελληνικά έθιμα, η ελληνική παιδεία και η ελληνική θρησκευτική πίστη εύρισκαν σ’ αυτές τις πολιτείες καινούργια πατρίδα∙ εδώ όμως το πνεύμα που αναπτυσσόταν ήταν πιο ελεύθερο από εκείνο που κυριαρχούσε στον περιορισμένο χώρο των μητροπολιτικών κέντρων. Χάρη στο πλατύ βλέμμα του ιδρυτή τους οι περισσότερες από τις νέες κοινότητες είχαν εξασφαλισμένο ένα καρποφόρο μέλλον. Εκτός από την αιγυπτιακή Αλεξάνδρεια, και οι ομώνυμες πολιτείες στο ανατολικό Ιράν, η Αλεξάνδρεια εν Αρεία (Herat) και η εν Αραχωσία και η παρά τον Ιαξάρτη (Chodschent), έφθασαν σε υψηλή ακμή. Οι συνέπειες του αποικισμού στην Ανατολή εξακολούθησαν να υπάρχουν επί πολλούς αιώνες ύστερα από την σύντομη ζωή του Αλεξάνδρου, και η όψιμη άνθηση του Ελληνισμού στην απόμακρη Βακτρία και στις Ινδίες κατά τον 2ο προχριστιανικό αιώνα είχε έμμεσα τις ρίζες της στην κληρονομιά εκείνου.
Με τον εξελληνισμό της Ανατολής η ελληνική γλώσσα (υπό τη μορφή της Κοινής) έγινε όργανο παγκόσμιας συνεννοήσεως. Στην Ανατολή αντικατέστησε την Αραμαϊκή, που ήταν η γλώσσα επικοινωνίας στην περσική αυτοκρατορία. Η κατάκτηση δε του κράτους των Αχαιμενιδών από τον Αλέξανδρο δημιούργησε τότε για πρώτη φορά, τις ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας οικουμενικής οικονομικής συνεργασίας και ενός οικουμενικού εμπορίου σε κλίμακα και σε πυκνότητα που δεν είχε γνωρίσει ποτέ άλλοτε ο αρχαίος κόσμος.»

«Άσχετα με το αν οι πρώτοι Σελευκίδες θεωρούσαν τους εαυτούς των ως συνειδητούς προμάχους μιας πολιτικής εκμακεδονισμού και εξελληνισμού ή όχι, το έργο του Σελεύκου Α΄ και του Αντιόχου Α΄ είχε οπωσδήποτε καίρια σημασία. Στα καινούργια προ πάντων αστικά κέντρα που ίδρυσαν ρίζωσε βαθιά, μαζί με τους Μακεδόνες και τους Έλληνες εποίκους, ο ελληνικός πολιτισμός∙ σε απόμακρες επαρχίες, όπως η Ατροπατηνή Μηδία και η μικρά Αρμενία, βλέπουμε μάλιστα ότι η ελληνική γλώσσα κατορθώνει να εκτοπίσει βαθμιαία την αραμαϊκή. Η εσωτερική επαφή με τον ελληνικό ανθρωπισμό, με την ελληνική θρησκευτική πίστη και με τους τρόπους της ελληνικής ζωής άφησε τα ίχνη της και τους κατοίκους της πρόσω Ασίας. Το γεγονός ότι οι Βαβυλώνιοι παίρνουν ελληνικά ονόματα και η ελληνική τυπολογία των απελευθερωτικών εγγράφων, που προέρχονται από τον ναό της Ναναίας στα Σούσα ήδη από τον 2ο π.Χ. αιώνα, μιλούν μια πολύ καθαρή γλώσσα.»

«Με την εισαγωγή της ελληνικής γραφειοκρατίας πρόσθεσαν τούτοι στην διοίκηση της χώρας ένα εντελώς νέο στοιχείο. Το πείραμα πέτυχε σ’ ολόκληρη την έκτασή του: Η Αίγυπτος δηλαδή ήταν ανέκαθεν η χώρα των «γραφέων» και για τους φελάχους δεν δημιουργούσε καμιά διαφορά το αν η γλώσσα της διοικήσεως ήταν τα αραμαϊκά ή τα ελληνικά, δεδομένου ότι ούτε τη μία καταλάβαιναν, ούτε την άλλη. Η ενιαία διοίκηση έκανε άχρηστη την ίδρυση πολλών ελληνικών πόλεων: Μόνο στην άνω Αίγυπτο ο Πτολεμαίος Α΄ ίδρυσε με την πόλη Πτολεμαΐδα ένα καινούριο διοικητικό κέντρο για την Θηβαΐδα.
Με τα πλήθη των Μακεδόνων και των Ελλήνων ρίζωσε βαθιά στην επίπεδη χώρα και ο ελληνικός πολιτισμός∙ στις παλαιές μητροπόλεις των αιγυπτιακών νομών οικοδομήθηκαν ελληνικά γυμνάσια, η ελληνική αγωγή και η ελληνική παιδεία εξαπλώθηκαν σ’ ολόκληρη την κοιλάδα του Νείλου, μέχρι τα σύνορα της Νουβίας –ακόμη και στους Όμβους υπήρχε γυμνάσιο.»

«Η πλατιά επίδραση που άσκησε ο ελληνιστικός πολιτισμός φαίνεται από τη θριαμβευτική είσοδο αυτού στη Δύση, που εγκαινιάζεται από τον 3ο ήδη προχριστιανικό αιώνα. Ο Έλλην Λίβιος Ανδρόνικος από τον Τάραντα οργάνωσε το 240 π.Χ. -ένα χρόνο μετά τον μακροχρόνιο πρώτο Καρχηδονιακό πόλεμο- την παράσταση ενός ελληνικού δράματος, μεταγλωττισμένου στα λατινικά, με την ευκαιρία των Ludi Romani, και μάλιστα κατά διαταγή της Συγκλήτου, η οποία το 269 π.Χ. έδωσε τη διαταγή να κοπούν, σύμφωνα με τα ελληνιστικά πρότυπα, τα πρώτα αργυρά νομίσματα (η λεγόμενη πρώτη ρωμαϊκή-καμπανική σειρά).
Ο Αννίβας επίσης, ο μεγάλος εκείνος Καρχηδόνιος στρατηγός, δέχθηκε πολλά από τον ελληνικό πολιτισμό. Όπως φαίνεται από τον απολογισμό της δράσεώς του στο ιερό της Λακινίας Ήρας, ο οποίος έχει γραφεί στα καρχηδονιακά και στα ελληνικά, και από το ελληνικό, προπαγανδιστικό του κείμενο προς τους Ροδίους, το οποίο αναφέρεται στα εγκλήματα του Cn. Manlius Volso (189 π.Χ.), είχε καλά αντιληφθεί τούτος την πολιτική και πολιτιστική σημασία της ελληνικής γλώσσας. Κατά τη διάρκεια του 2ου π.Χ. αιώνα ο Ελληνισμός κατέκτησε τους ευρύτερους κύκλους της ρωμαϊκής πνευματικής ζωής. Η μακροχρόνια παραμονή των Αχαιών ομήρων στην Ιταλία (167-150), μεταξύ των οποίων ήταν και άνθρωποι σαν τον Πολύβιο, και η περίφημη πρεσβεία των Αθηναίων φιλοσόφων του 155 π.Χ. -τούτοι ήσαν ο ακαδημαϊκός Καρνεάδης, ο περιπατητικός Κριτόλαος, ο στωικός Διογένης- είναι γεγονότα που είχαν ανυπολόγιστη σπουδαιότητα για την προσέγγιση του ελληνικού και του ρωμαϊκού κόσμου.
Η κυριαρχία του ελληνικού πνεύματος, το οποίο σε κανέναν άλλο αιώνα της μακραίωνης ιστορίας του δεν παρουσίασε τέτοιο πλήθος υψηλών επιτευγμάτων, φαινόταν ήδη από τον 3ο αιώνα παγιωμένη, και μάλιστα για πάντα. Από την κοσμοκρατορία των Μακεδόνων είχε δημιουργηθεί το οικουμενικό «κράτος» του ελληνικού πνεύματος, του οποίου τα όρια εκτείνονταν σ’ ολόκληρο σχεδόν τον τότε κόσμο.»

«Πραγματικοί δε προστάτες των Ελλήνων και του ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα αποδείχθηκαν οι Πάρθοι βασιλείς. Ήδη ο Αρσακίδης Φριαπίτιος (= Φιλοπάτωρ) -από το 191 μέχρι περίπου το 176 π.Χ. χρησιμοποίησε το επίθετο «Φιλέλλην», θέλοντας να δείξει τις διαθέσεις του, και στα νομίσματα του Μιθριδάτη Α΄ βρίσκουμε να χαρακτηρίζεται τούτος ως Ευεργέτης, Δίκαιος και Φιλέλλην. Η φιλελληνική δε στάση δεν πρέπει να θεωρηθεί μόνο σαν μια πολιτική προπαγάνδα, γιατί στην πραγματικότητα επιβαλλόταν τούτη από την πολιτική αναγκαιότητα. Το μεγάλο κράτος που ιδρύθηκε από τον Μιθριδάτη Α΄, ύστερα από σκληρούς αγώνες προς την Ανατολή και προς την Δύση, είχε ανάγκη για την οργάνωση και τη διοίκησή του από την άμεση βοήθεια μιας ώριμης γραφειοκρατίας, την οποία μπορούσαν να προσφέρουν μόνο οι Έλληνες. Ύστερα από την Αραμαϊκή, η Ελληνική ήταν η κατεξοχήν γλώσσα της διοικήσεως, και δεν είναι διόλου δυσερμήνευτο το γεγονός ότι ακόμη και στο απόμακρο Κουρδιστάν έχουν αποκαλυφθεί περγαμηνές με ελληνικά κείμενα. Όπως το βασίλειο των Σελευκιδών, που υπήρξε πρόδρομος αυτού, έτσι και το παρθικό βασίλειο, που παγιώθηκε οριστικά επί του Μιθριδάτη Β΄ (περίπου 123-88) παρουσιάζει μια διττή, ιρανική και ελληνιστική, υπόσταση.»

«Στην Καππαδοκία, ήδη κατά τα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα, είχε πολύ προωθήσει τον εξελληνισμό ο βασιλεύς Αριαράθης Ε΄ Ευσεβής-Φιλοπάτωρ (163-130), στηριζόμενος στις πλατιές του σχέσεις με τον ελληνικό κόσμο, ιδιαίτερα με την Αθήνα και τη Δήλο. Στη νέα πρωτεύουσα της χώρας, την Mazaka-Ευσέβεια, που αντικατέστησε τη λησμονημένη Αριαράθεια, εφαρμόζονται οι νόμοι του Χαρώνδα, στα Τύανα είναι γνωστό ότι υπήρχε κατά τον 2ο αιώνα γυμνάσιο. Επίσης και στην Γαλατία εισχώρησε ο ελληνικός πολιτισμός. Το πλούσιο ταφικό συγκρότημα της οικογένειας του ηγεμόνος Deiotarus, που βρέθηκε στα 1933, μας δείχνει, με την αρχιτεκτονική του, με τα κτερίσματά του, αλλά και με τη χρησιμοποίηση της ελληνικής γλώσσας στην επιτύμβια επιγραφή του, πόση υπήρξε η επίδραση του Ελληνισμού. Η γνώση της ελληνικής ήταν γενικά διαδεδομένη στην κεντρική και στην ανατολική Μ. Ασία: Η αττική Κοινή, ως όργανο της διοικήσεως και της οικονομίας, είχε από καιρό εκτοπίσει την Αραμαϊκή. Οι βαρύφορτες ασιανές περίοδοι της περίφημης επιγραφής του Κομμαγηνού ηγεμόνος Αντιόχου Α΄, της επιγραφής που προέρχεται από το Nemrud Dagh, αποτελούν παράδειγμα για τη σύζευξη των ανατολικών ιδεών με τους ελληνικούς εκφραστικούς τρόπους.»

«Μέσω της Κυρηναϊκής, αλλά και δια της απ’ ευθείας επιρροής από το μητροπολιτικό, ελληνικό έδαφος ο ελληνικός πολιτισμός ρίζωσε βαθιά και πάγια και στις δυτικές περιοχές της βόρειας Αφρικής, τόσο στη ρωμαϊκή επαρχία, όσο και στο υποτελές κράτος της Μαυριτανίας. Κατά την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο η ελληνική γλώσσα χρησιμοποιείται από όλους τους μορφωμένους στον ευρύ χώρο που εκτείνεται από την Τρίπολη μέχρι την Ταγγέρη. Ο ηγεμών Juba Β΄ της Μαυριτανίας (κυβέρνησε από το 25 π.Χ. μέχρι το 23 μ.Χ.), που είναι γνωστός σαν ένας παραγωγικότατος, καίτοι βέβαια όχι πολύ πρωτότυπος συγγραφεύς -ο Felix Jacoby τον ονόμασε «βασιλικό συγγραφέα»- συνέβαλε τα μέγιστα στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στη χώρα του, και έτσι έγινε η αφορμή να προστεθεί, κατά την ύστατη αυτή ώρα, μια ακόμη νέα και σημαντική επαρχία στην οικουμενική επικράτεια της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομίας.»

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου