Juanade Arco
Αλή Πασάς (1744-1822)
Τα γεγονότα μέχρι τη ρήξη του Αλή Πασά με την Υψηλή
Πύλη
Ο Αλή Πασάς γεννήθηκε
το 1744 στο Τεπελένι της
Νότιας Αλβανίας και όταν ήταν μόλις εννέα ετών έχασε τον πατέρα του, Βελή. Την
ανατροφή του ανέλαβε η μητέρα του Χάμκο, η οποία έτρεφε μεγάλες φιλοδοξίες για
το γιο της.
Ο Αλή σε νεαρή ηλικία εισήλθε στην υπηρεσία των
ισχυρότερων πασάδων της περιοχής. Πρώτα υπηρέτησε κοντά στον Πασά του Ευρίπου
και στη συνέχεια δίπλα στον Κουρτ Πασά του Μπερατίου. Αργότερα, απομακρύνθηκε
από τον Κουρτ Πασά και βρέθηκε δίπλα στον Καπλάν Πασά του Δελβίνου. Στα 1768 παντρεύτηκε την κόρη του
Καπλάν Πασά, Εμινέ, με την οποία απέκτησε τους δύο γιους του, τον Μουχτάρ
(1769) και τον Βελή (1773). Ο Αλή μέσω πολλών δολοπλοκιών επιχείρησε και
κατόρθωσε να εξοντώσει τον πεθερό του Καπλάν, με την ελπίδα ότι θα έπαιρνε τη
θέση του, ωστόσο νέος διοικητής στο Δέλβινο διορίστηκε ο γιος του Καπλάν.
Τελικά, χάρη στη συνεχώς αυξανόμενη επιρροή του και
την εμφανή υποστήριξη και πίστη που έδειχνε στον Σουλτάνο, διορίστηκε το 1785 διοικητής στο
Δέλβινο και απέκτησε τον
τίτλο του πασά. Ένα χρόνο αργότερα έγινε διοικητής σαντζακιού. Γρήγορα εδραίωσε
το καθεστώς του στην περιοχή πολεμώντας ληστές και άτακτους επιδρομείς και ο
Σουλτάνος του παραχώρησε την αρχηγεία των φυλακίων της Τοσκερίας (Νότιας
Αλβανίας) και της Ηπείρου.
Ο πιο σημαντικός στόχος του Αλή πασά την εποχή
εκείνη ήταν η πόλη των
Ιωαννίνων. Παρά τις προσπάθειες πολλών φεουδαρχών να θέσουν την πόλη υπό
την κυριαρχία τους, ο Αλή πασάς εκμεταλλευόμενος την απουσία του πασά των
Ιωαννίνων Αλή Ζοτ, που συμμετείχε σε εκστρατεία στον Δούναβη, κατέλαβε τον έλεγχο της πόλης το
1788. Ακολούθως, με ένα φιρμάνι της η Υψηλή Πύλη επικύρωσε την κυριαρχία
του. Αφού εξασφάλισε τη διοίκηση των Ιωαννίνων και την αρχηγεία των φυλακίων
της περιοχής, ο Αλή Πασάς συμμετείχε σε εκστρατείες του κράτους αναλαμβάνοντας
ως διοικητής της Ρούμελης σημαντικό ρόλο στην καταστολή ορεινών εξεγέρσεων.
Ο Αλή Πασάς από τη μια πλευρά ενεργούσε με σκοπό να
διατηρήσει τις καλές του σχέσεις με την Υψηλή Πύλη και από την άλλη κάθε φορά
που του δινόταν η ευκαιρία οργάνωνε επιχειρήσεις εναντίον γειτονικών περιοχών.
Όπως ακριβώς έγινε όταν μεταξύ των ετών 1789-1791, δράττοντας της ευκαιρίας του
πολέμου της Αυτοκρατορίας με τη Ρωσία και την Αυστρία, επιτέθηκε στη νότια
Αλβανία (Τοσκερία) και σε άλλες περιοχές και επέβαλε την κυριαρχία του.
Το 1789 σημειώνονται οι πρώτες συγκρούσεις του Αλή
Πασά με τους Σουλιώτες, για την
υποταγή και εκδίωξη των οποίων θα χρησιμοποιήσει τα επόμενα χρόνια πολλές
στρατιωτικές δυνάμεις και θα δαπανήσει μεγάλα χρηματικά ποσά. Το 1792 θα
πραγματοποιηθεί η πρώτη σημαντική εκστρατεία του εναντίον τους με δύναμη
10.000 στρατιωτών, η οποία όμως και θα αποτύχει. Το 1800 και το 1802 θα
διενεργηθούν δύο ακόμη προσπάθειες του Αλή Πασά να νικήσει τους Σουλιώτες,
χωρίς ωστόσο κανένα θετικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, το 1803, έχοντας επιτύχει το
διχασμό των Σουλιωτών με δόλια μέσα, θα πραγματοποιήσει την τέταρτη και τελική
του επίθεση, κατορθώνοντας να εξαναγκάσει τους Σουλιώτες να απομακρυνθούν από
τα εδάφη τους με προορισμό τα Επτάνησα. Συνάμα, το 1798 ο Αλή Πασάς επιτυγχάνει
την κατάληψη της Πρέβεζας, η οποία ως τότε βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Γάλλων,
αποκτώντας έτσι τον τίτλο του βεζίρη.
Η επιρροή και εξουσία του Αλή μεγάλωνε μέρα με τη
μέρα. Ωστόσο, η εξολόθρευση των αντιπάλων του, που ήταν και ο πιο σημαντικός
του στόχος, δεν είχε ακόμα επιτευχθεί. Ο Μουσταφά Πασάς στο Δέλβινο και ο
Ιμπραήμ Πασάς στο Μπεράτι πρόβαλαν ως τα σημαντικότερα εμπόδια για την εξάπλωση
της κυριαρχίας του. Η Πύλη, με
σκοπό να παρεμποδίσει της συμμαχίες των τοπικών ηγεμόνων και οδηγώντας πάντα
τον ένα σε σύγκρουση με τον άλλο, υποστήριξε τον Ιμπραήμ Πασά χρησιμοποιώντας τον ως εμπόδιο στην
επεκτατική απειλή του Αλή. Ο Αλή Πασάς έχοντας καταρχάς παντρέψει τους δυο
γιους του με τις κόρες του Ιμπραήμ Πασά αποκτώντας συγγένεια μαζί του, έστειλε
εναντίον του στρατεύματα ενώ είχε ήδη αποδυναμώσει σε μεγάλο βαθμό τον αντίπαλο
στρατό χρηματίζοντάς τον. Ο Ιμπραήμ κατέφυγε στην Αυλώνα, ζήτησε βοήθεια από
τους Γάλλους, αλλά δεν κατάφερε να την πάρει. Ο Αλή επιτέθηκε στην Αυλώνα, μετέφερε
τον Ιμπραήμ Πασά στα Γιάννενα και τον κράτησε φυλακισμένο μέχρι τον θάνατό του.
Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να αναδειχθεί ως ο νέος ηγεμόνας στο Μπεράτι και
την Αυλώνα.
Ο Αλή διόρισε διοικητή της Αυλώνας τον γιο του,
Μουχτάρ. Κατόπιν ο Αλή Πασάς
έστειλε στρατεύματα και στο Δέλβινο προκειμένου να εξοντώσει και τον άλλο του
εχθρό τον Μουσταφά Πασά. Στα 1811, και ενώ η πόλη παραδίδεται, ο Μουσταφά Πασάς
διαφεύγει στο Γαρδίκι όπου ζούσαν παραδοσιακοί εχθροί του Αλή. Μετά κι από αυτό
ο Αλή Πασάς λεηλάτησε εξολοκλήρου την περιοχή σφαγιάζοντας ανελέητα τους
κατοίκους του Γαρδικίου. Στο εξής ο Αλή θα έχει τον πρώτο λόγο στην περιοχή. Η ηγεμονική του περιφέρεια
περιέκλειε ολόκληρη τη Νότια Αλβανία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, εκτός από την
Πάργα.
Ο φόβος, ωστόσο, του Αλή για μια ενδεχόμενη κίνηση
του Σουλτάνου εναντίον του, τον ωθούσε σε συνεχή αναζήτηση συμμάχων στο
εξωτερικό. Όταν ξεκίνησε ο γαλλορωσικός πόλεμος του 1806 ο Αλή επεδίωξε τη
σύναψη καλών σχέσεων με τη Γαλλία. Ο
Ναπολέων του είχε υποσχεθεί ότι θα του παραχωρούσε την Κέρκυρα αν κατάφερνε να
την αποσπάσει από τους Ρώσους. Έτσι, κοινοποιώντας τη συμμαχία του με τους
Γάλλους, ο Αλή επιτέθηκε στα Επτάνησα και συγκρούστηκε σφοδρά με τα ρωσικά
στρατεύματα. Στα 1807 ο Αλή απαίτησε από τον Ναπολέοντα να κρατήσει το λόγο του
σχετικά με την παραχώρηση της Κέρκυρας. Ο Ναπολέων όμως αρνήθηκε και κράτησε
υπό τον έλεγχό του την Κέρκυρα όπως και τα υπόλοιπα νησιά. Αυτό είχε σαν
αποτέλεσμα τη ρήξη στις σχέσεις με τη Γαλλία και ο Αλή για να μπορέσει να
εκπληρώσει τις φιλοδοξίες του επιδόθηκε σε κινήσεις για την προσέγγιση της
Αγγλίας. Αυτή τη φορά σκοπός του ήταν να καταλάβει την Πάργα και τα Ιόνια Νησιά
με τη βοήθεια των Άγγλων. Μετά από μακροχρόνιες προσπάθειες, μόλις στα 1819 και με καταβολή
αποζημίωσης, στάθηκε δυνατή η παράδοση της Πάργας από τους Άγγλους στον Αλή
Πασά.
Ο Αλή Πασάς, όσο ενίσχυε τη δύναμή του τόσο
περισσότερο αποδέσμευε τις κινήσεις του από τις επιθυμίες της Πύλης. Και παρά
τις προσπάθειές του να παρουσιάζει τις πράξεις του διαφορετικές, συνέχιζαν να
είναι συχνές οι διαμαρτυρίες κατά του Αλή στην Πύλη. Ακόμα και κατά τη γνώμη
του Σουλτάνου υποκινείτο ένα είδος αρνητικής προπαγάνδας εναντίον της Πύλης,
ενώ και ο ανώτερος αξιωματούχος της αυτοκρατορικής φρουράς Ισμαήλ Πάσο Μπέη,
ένας από τους παλιούς εχθρούς του Αλή, φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη ξεκίνησε
να στρέφει την κοινή γνώμη εναντίον του. Δίχως να παραμείνει απλός θεατής των
γεγονότων ο Αλή έστειλε στην Κωνσταντινούπολη δύο ειδικά εκπαιδευμένους άντρες
με σκοπό να σκοτώσουν τον Ισμαήλ Πάσο. Στις αρχές του 1820 έγινε η απόπειρα
δολοφονίας του Ισμαήλ Μπέη αλλά απέτυχε. Ο ένας από τους δράστες συνελήφθη
και στην ανάκριση ομολόγησε ότι είχαν σταλεί από τον Αλή Πασά.
Έτσι, ο Σουλτάνος που σκεφτόταν από καιρό την
τιμωρία του Αλή πέρασε στη δράση και αφού πρώτα τον απομάκρυνε από την εποπτεία
των δερβενίων, διόρισε στη θέση του το διοικητή του σαντζακιού των Τρικάλων
Σουλεϊμάν Πασά. Στο μεταξύ ανέθεσε τη διοίκηση των σαντζακιών της Οχρίδας και
του Ελμπασάν στο διοικητή της Σκόδρας Μουσταφά Πασά και το σαντζάκι της
Ναυπάκτου που μέχρι τότε ήλεγχε ο Βελή Πασάς στον Πεχλιβάν Πασά της Πρέβεζας.
Ο Σουλτάνος επίσης χωρίς να στείλει αμέσως στρατό
κατά του Αλή, του ζήτησε να πάει μαζί με τους γιους του στο Τεπελένι και να
εγκατασταθεί εκεί. Κάνοντας σαφές ότι αποσπάται από αυτόν ο έλεγχος του
σαντζακιού των Ιωαννίνων. Η Πύλη βέβαια δεν ήλπιζε και πολύ στην τήρηση των
αποφάσεων αυτών από τον Αλή Πασά. Γι’ αυτό το λόγο είχαν ξεκινήσει διάφορες
προετοιμασίες για μια πιθανή επίθεση εναντίον του. Πράγματι, ενώ ο Αλή Πασάς
ζητούσε συγχώρεση από τον Σουλτάνο, στην πραγματικότητα επιδιδόταν σε συνεχείς
αμυντικές προετοιμασίες. Για το λόγο αυτό, ο
Σουλτάνος ανακάλεσε όλες τις αρμοδιότητες και όλους τους τίτλους του Αλή Πασά
και απαίτησε από αυτόν να έρθει εντός σαράντα ημερών στην Κωνσταντινούπολη και να δώσει εξηγήσεις. Ο Αλή δεν
υπάκουσε ούτε αυτή τη διαταγή. Έτσι, εκδόθηκε φετβάς για την εκτέλεση του Αλή
Πασά.
Ο Σουλτάνος αποφάσισε πρώτα απ’ όλα να στείλει στα
Γιάννενα στρατό 20.000 αντρών με επικεφαλής τον Ισμαήλ Πασά, ενώ προετοίμασε για υποστήριξη και ένα στόλο. Οι
πρώτες αυτές δυνάμεις που στάλθηκαν εναντίον του Αλή πέτυχαν διάφορες νίκες. Ο
Πεχλιβάν Πασάς πήρε υπό τον έλεγχό του τη Θεσσαλία, τη Ναύπακτο και την Κόνιτσα
και πολιόρκησε την Πρέβεζα που υπερασπιζόταν ο γιος του Αλή Πασά, Βελή. Ο Ομέρ
Βρυώνης που βρισκόταν μέχρι τότε στο πλευρό του Αλή Πασά πέρασε μαζί με το
στρατό του στις τάξεις του Σουλτάνου και του αποδόθηκε ο τίτλος του
αρχιστράτηγου. Εν συνεχεία παραδόθηκαν και η Αυλώνα και η Πάργα. Ο Αλή
βλέποντας ότι χάνει γρήγορα περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του αλλά και
ισχυρούς συμμάχους, αφού έκαψε ένα μέρος των προαστίων της πόλης, ταμπουρώθηκε
στο κάστρο των Ιωαννίνων με τρόφιμα, πολεμοφόδια και κανόνια και άρχισε την υπεράσπιση
του εαυτού του. Έτσι εισήλθε σε μια μακριά περίοδο πολιορκίας στην καρδιά των
Ιωαννίνων.
[Οι πληροφορίες έχουν αντληθεί από τη μελέτη του Ahmet Uzun, σε μετάφραση Γιώργου Σύρμα, «Ο Αλή Πασάς ο Τεπελενλής και η
περιουσία του»]
Ο Αλή Πασάς υπήρξε ένας εξαιρετικά φιλόδοξος και
ιδιαίτερα ικανός πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης, που συχνά γινόταν
αντιληπτός από τους υπηκόους του ως ένας φρικτός τύραννος. Στην προσπάθειά του
να επιτύχει τους υπέρμετρα φιλόδοξους στόχους του δε δίσταζε να χρησιμοποιεί και
να εκμεταλλεύεται οποιονδήποτε μπορούσε να τον βοηθήσει, ανεξάρτητα από την
ιδιαίτερη εθνικότητα ή θρησκεία του. Η τυραννία αλλά και η εύνοιά του στρεφόταν
προς χριστιανούς και μουσουλμάνους αδιάφορα, ανάλογα με το ποιος εξυπηρετούσε
καλύτερα τις εκάστοτε επιδιώξεις του. Έδειχνε, άλλωστε, έναν σχετικό σεβασμό
και προς τις δύο θρησκείες, έχοντας ίσως την εντύπωση πως με τη φροντίδα που
έδειχνε και για το χριστιανισμό και για τον μουσουλμανισμό, άφηνε μια
παρακαταθήκη καλών πράξεων για τον άλλο κόσμο, που θα του χρησίμευαν όποια κι
από τις δύο θρησκείες αποδεικνυόταν στο τέλος πως είναι αληθινή. [The Saturday Review, 25 Απριλίου, 1857]
Περισσότερα για την ιδιαίτερη προσωπικότητα του Αλή
Πασά βρίσκουμε στο έργο του υποστράτηγου Χριστόφορου Περραιβού «Η Ιστορία του
Σουλλίου», που εκδόθηκε το 1889.
Περί φυσιογνωμίας.
«Ο Αλή Πασάς ην μικρός μεν κατά το ανάστημα του
σώματος, αλλά παχύς και ωραίος, κεφαλήν έχων μεγάλην και στρογγυλήν.
Πλατυπρόσωπος, ξανθόθριξ, πλατυμέτωπος, γλαυκόφθαλμος, μεγαλόμματος, δασόφρυς,
είχε ρίνα μετρίαν και παχείαν, στόμα μεγάλον, ώτα πλατέα και μεγάλα».
Περί φυσικών χαρισμάτων.
«Ην ανδρείος εν τοις πολέμοις και δραστήριος, δια
τούτο και επετύγχανεν∙ οξύνους, ακούραστος, ολιγόϋπνος, ευπροσήγορος, φιλήκοος
και επιχειρηματίας, διότι εις όσα σχέδιά του και μάλιστα στρατιωτικά
απετύγχανεν, ωργίζετο μεν αλλά δεν απηύδα, ούτε παρητείτο δια την αποτυχίαν∙
ηκολούθει μάλιστα τον σκοπόν του με την αυτήν δραστηριότητα και ζωηρότητα του
πνεύματος∙ το παρά τοις Οθωμανοίς φυσικόν ελάττωμα η αισχροβαρβαρολογία, εις
αυτόν υπήρχε σχεδόν σπάνιον, αδιάφορος εις τας θρησκείας, υπερασπιστής μάλιστα
της χριστιανικής και των σχολείων∙ μονοδίαιτος σχεδόν, επειδή το κυριώτερον
φαγητόν του ήτον οπτόν αρνήσιον κρέαςεκ του οποίου έτρωγεν εις την τράπεζαν
κατά κόρον∙ των δ’ άλλων φαγητών, πνευμάτων και γλυκισμάτων ολίγιστη ην αυτώ η
χρήσις∙ το μνημονικόν του υπήρξε σπανιώτατον, διότι πολλών μετά ικανών ετών
παρέλευσιν ενεθυμείτο και τα κύρια ονόματα και τα υποθέσεις τας οποίας τότε
μετ’ αυτών επραγματεύθη, τους πλειοτέρους στρατιώτας εφώναζε κατ’ όνομα,
πολλάκις ηστειεύετο μετ’ αυτών, διο εφιλοτιμούντο δια τας κλήσεις των ονομάτων,
και αστεϊσμούς να υποφέρωσι γενναίως πάσαν κακοπάθειαν και κίνδυνον υπέρ αυτού∙
ήτο προς τούτοις ευγνώμων προς τους ευεργέτας του, διότι όσοι εκ των Οθωμανών
και Ελλήνων τον συνέδραμον, και υπεράσπισαν για να γίνη Πασάς, όλους γενόμενος
αντευεργέτησε, και ευτύχησεν, ομοίως και τους απογόνους αυτών∙ τας
σημαντικωτέρς και μυστικωτέρας υποθέσεις του τοις Έλλησι μάλλον ή Οθωμανοίς
ενεπιστεύετο.
Περί των ελαττωμάτων
Δοξομανής, άρπαξ ακόρεστος, φιλέκδικος, ύποπτος,
άπιστος, αλλοπρόσαλλος, μνησίκακος, αιμοχαρής, φιλοπόλεμος, υποκριτής εις τους
αλλοεθνείς, κρυψίνους πολλάκις και εις τους ευνοϊκούς του, φιλάργυρος, αλλά δια
να κερδίση τον σκοπόν του, εσκόρπιζεν αφειδώς τα χρήματα∙ όταν εφόνευε τινά
εχθρόν του εφαίνετο περιχαρής, και γαυριών δια την εκδίκησιν.
Με τοιαύτα, και τοσαύτα, φυσικά χαρίσματα, και
ελαττώματα εκυβέρνησε τας υπό την Σατραπίαν του Επαρχίας της Ελλάδος επί έτη εξ
και τριάκοντα∙ ας μας συγχωρηθή ήδη να εκθέσωμεν συντόμους τινάς παρατηρήσεις
παραβάλλοντες την τυραννίαν αυτού προς την των προκατόχων του, και ούτω να
ίδωμεν και οποία αποτελέσματα και μεταβολάς επέφερεν η τυραννία του, τας δε
παρατηρήσεις μας ταύτας αφίνομεν εις την διάκρισιν των εχόντων ικανάς του
αντικειμένου τούτου γνώσεις.
Ερωτώμεν πρώτον τους φιλοπάτριδας Ιωαννίτας να μας
είπωσι πόσα δεινά έπασχον καθημερινώς προ του Α. Πασά υπό των Τουρκαλβανών
Αργυροκαστριτών, των εντοπίων Αγάδων, και κατ’ εξαίρεσιν, υπό των λεγομένων
Σπαχίδων, και μάλιστα παρά τινών εξ αυτών περιβοήτων εις την κακίαν∙ Χαλήλη,
Μάστακα, Μολά, Μπαλή, Μπαρτζούμα, Καραβία, και άλλων οπαδών αυτών σπαχίδων των
Ιωαννίνων, και γειτόνων Τουρκαλβανών; αυτοί ήρπαζον αυθαιρέτως τους παίδας από
τας αγκάλας των γονέων, πολλάκις και τα γυναίκας∙ ύβριζον, επροπηλάκιζον,
εξυλοκόπουν αυτούς εις την αγοράν ως ανδράποδα∙ εσφετέριζον τους ιδρώτας των
απανθρώπως, δια να σπαταλώσιν αυτοί ασώτως∙ σπανίως επλήρωνον όσα ηγόραζον παρ’
αυτών χειροτεχνήματα, και είδη διαφόρων πραγματειών των οποίων ουδ’ ετόλμουν
σχεδόν να ζητήσωσι την αξίαν∙ ταύτα πάντα ήσαν των αρνησιθρήσκων μάλλον
αποτελέσματα. Τοιαύτα και έτι χείρονα έπασχον οι Έλληνες εις την Λάρισσαν,
Τύρναβον, Τρίκκαλα, Φέρσαλα, Θήβας, και άλλας πόλεις της Μακεδονίας, της
Θράκης, εις τας οποίας ου μόνον εκκλησίας να ανεγείρωσιν ή επισκευάσωσι δεν
ηδύναντο αλλ’ ούτε λιτανείαν, ή επιτάφιον, ή ανάστασιν του Χριστού ετόλμουν να
ψάλλωσιν εκτός της Εκκλησίας∙ υπήρξε προ του Αλή Πασά και ο Κουρ Πασάς εις το
Μπεράτι, και άλλος εις τα Τρίκκαλα της Θεσσαλίας, αλλά παρά την ιδικήν των
τυραννίαν, η πολυαρχία, και αναρχία είχε περιοσσοτέραν ισχύν, διότι ο έσχατος
Τούρκος εξήσκει ασυστόλως απόλυτον δεσποτισμόν, ηγεμονεύσας όμως ο Αλή Πασάς
κατήργησεν εκ διαλειμμάτων την πολυαρχίαν και αναρχίαν, καταστρέψας πολλούς
τυραννίσκους Οθωμανούς, και Έλληνας Μπέϊδας, δηλ. Αγάδας, και Δημάρχους, οι
οποίοι ετρέφοντο, και εθησαύριζον εκ των ιδρώτων των υπηκόων∙ εκαθάρισε τας
οδούς από των κακούργων διατάξας τους κατά επαρχίας γνωρισμένους Καπετάνους να
τους καταδιώκωσι, και καταστρέφωσι∙ τουναντίον, πάσαν παρ’ εκείνων γενόμενην
αρπαγήν, απεφάσισε να την αποζημιώσιν οι ίδιοι∙ εφ’ όλας τα επαρχίας της
ηγεμονίας του έμποροι, και παντός επαγγέλματος άνθρωποι περιεφέροντο άφοβοι και
ανεπηρέαστοι.
Τα τελευταία χρόνια του Αλή Πασά
Η απελευθέρωση του Σουλίου και οι αγώνες των
Σουλιωτών
[Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της απελευθερώσεως
όπως καταγράφονται στο έργο του Π. Α. Σαλαπάντα «Το Σούλι ήτοι τα ηρωικά
θαύματα των Σουλιωτών και Σουλιωτιδών», που εκδόθηκε το 1860.]
Κηρυχθέντος αντάρτου υπό της Πύλης του Αλή Πασά, ο
Οθωμανικός στόλος ευρίσκετο κατά τον Αύγουστον του 1820 εις τα Ηπεριωτικά
παράλια. Τούτο μαθόντες οι εν Κερκύρα Σουλιώται απέβησαν τέσσαρες οπλαρχηγοί
Σουλιώται ο Νότης Μπότζαρης, ο Κίτζος Διαμάντη Τσαβέλλας, ο Πήλιος Γούσης και ο
Νάστος Καμπίνης εις το Γλυκύ και εντεύθεν επαρουσιάσθησαν εις τον αρχηγόν του
στόλου Αλή Βέην, σταθμεύοντα εν Μούρτω, ζητούντες στρατιωτικήν υπηρεσίαν, επί
μόνη αμοιβή ίν’ ανακτήσωσιν οι ίδιοι το Σούλι, αποδιώκοντες δια των όπλων τους
κρατούντας αυτό στρατιώτας του Αλή Πασά και να μείνωσιν ως και προ της
καταστροφής των με τα προνόμιά των πιστοί υπήκοοι του Σουλτάνου. Ο δε
Υποναύαρχος του Οθωμανικού στόλου, φοβηθείς μη προστεθώσιν οι Σουλιώται εις
τους εναντίους, καθόσον κατά την εποχήν ταύτην ο Αλής προσεκάλεσεν επί αδροτάτω
μισθώ πολλούς οπλαρχηγούς Έλληνας, συνήνεσε καθ’ ας είχε διαταγάς, και,
υπογράψας την παρά των Σουλιωτών προταθείσαν συμφωνίαν, έπεμψεν αυτήν προς τον
στρατάρχην Ισμαλή Πασσά, εστρατοπεδευμένον εν τη Ζεβόλα, όπως την υπογράψη και
ούτος. Και ούτος υπογράψας αυτήν την απέστειλε τω υποναυάρχω Αλή Βέη, ο οποίος
εγχειρίσας αυτήν τοις Σουλιώταις, διέταξεν αυτούς ίνα προσκαλέσωσι τους εν
Κερκύρα συμπολίτας των, οίτινες ειδοποιηθέντες παρά των απεσταλμένων, απέβησαν
εις το Γλυκύ και επαρουσιάσθησαν εις τον υποναύαρχον, όστις διέταξεν αυτούς
κατά διαταγήν και του στρατάρχου, ίνα εκστρατεύσωσι μετ’ αυτού κατά της
Πρεβέζης, εν η επολιορκείτο ήδη υπό των σουλτανικών δυνάμεων ο θανάσιμος των
Σουλιωτών εχθρός, ο Βελή Πασσάς, και, ταύτης αλωθείσης, να έχωσι την άδειαν ίνα
κατά του Σουλίου εκστρατεύσωσι προς ανάκτησιν της πατρίδας των. Συνήνεσαν εις
τούτο οι Σουλιώται, και, εμβάντες υπέρ τους τριακοσίους πεντήκοντα εις τα
πλοία, απήλθον κατά της Πρεβέζης, εις την οποίαν αποβάντες, εστρατοπέδευσαν εις
Μιχαλίτζι προς το δυτικόν μέρος. Πολιορκήσαντες ήδη οι Σουλιώται την Πρέβεζαν
στενώτερα και δια της συμπράξεως των σουλτανικών δυνάμεων, ηνάγκασαν εντός
σμικρού τον Βελή Πασσάν ίνα παραδοθή εις τον υποναύαρχον του Σουλτάνου.
Προσενεγκόντες και άλλας πολλάς εκδουλεύσεις τω Σουλτάνω δια της ανδρίας αυτών
οι Σουλιώται, και πολλά παθόντες, προ πάντων κατά την πολιορκίαν της Πρεβέζης,
μετέβησαν εις τον εν Ιωαννίνοις στρατάρχην Ισμαήλ Πασσάν, τον πολιορκούντα τον
Αλή Πασσάν, και εζήτησαν παρ’ αυτού την άδειαν, κατά τα συμφωνηθέντα, ίνα κατά
του Σουλίου εκστρατεύσωσι, φρουρουμένου και υπερασπιζομένου υπό των στρατιωτών
του Αλή υπό την αρχηγίαν του υιού του Μουχτάρ Πασσά, του Χουσεήν Πασσά, και του
φρουράρχου Μούρτο Τζάλη.
Αλλ’ οι Τούρκοι, και προ πάντων οι Αλβανοί (καθόσον
ο στρατάρχης Ισμαήλ Πασσάς, ο άλλοτε Πάσσο-Βέης, ήτον Αλβανικής καταγωγής) οι
μηδέν ιερόν και όσιον έχοντες και φυλάττοντες προς τους Χριστιανούς, ου μόνον
ηρνήθησαν την εκτέλεσιν της παρ’ αυτών τοις Σουλιώταις δοθείσης ενόρκου και
εγγράφου υποσχέσεως περί της ανακτήσεως της πατρίδας των, αλλά και τους
περιεφρόνησαν, διατάττοντες αυτούς ίνα αφοπλισθώσι και ενοικισθώσι, χάριν
ελεημοσύνης και τούτο, εις τας ελώδεις πεδιάδας του Λούρου και του Φαναρίου,
κειμένου του μεν πρώτου εν τη περιοχή της Άρτης, του δε δευτέρου εν τη της
Θεσπρωτίας.
[Τα γεγονότα όπως καταγράφονται στην Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, της Εκδοτικής Αθηνών, τόμος ΙΒ΄]
Η απελευθέρωση του Σουλίου στις 12 Δεκεμβρίου του
1820 αποτελεί σπουδαίο γεγονός και μπορεί να θεωρηθεί ως
το προοίμιο της Ελληνικής Επαναστάσεως. Από το 1803 ο Αλή Πασάς είχε επιτύχει
να διώξει τους Σουλιώτες από την πατρίδα τους. Αυτοί κατέφυγαν στα Επτάνησα και
μάλιστα στην Κέρκυρα, όπου ως εξόριστοι υπηρέτησαν σε στρατιωτικά σώματα υπό
τις διαταγές διαδοχικά των Ρώσων, των Γάλλων και τελικά των Άγγλων. Η υπηρεσία
τους αυτή στάθηκε αποφασιστική για τη μετέπειτα δράση τους στον Αγώνα, γιατί
κοντά στην παλικαριά τους απέκτησαν και αξιόλογες στρατιωτικές γνώσεις. Έτσι
στις παραμονές της επαναστάσεως οι Σουλιώτες αποτελούσαν μια ετοιμοπόλεμη
δύναμη και σημαντικό πολεμικό κεφάλαιο για τον Αγώνα των υποδούλων. Η ευκαιρία για την επάνοδο στην
πατρική γη δόθηκε στους Σουλιώτες με την αποστασία του Αλή Πασά (Μάιος 1820) και με τον πόλεμο που εξαπέλυσε
εναντίον του ο σουλτάνος τον Σεπτέμβριο του 1820.
Το όνειρο του Αλή από τον καιρό που έγινε πασάς
ήταν να ιδρύσει ανεξάρτητο κράτος. Γι’ αυτό τον λόγο έκανε κατά καιρούς
μυστικές συνεννοήσεις με τους Ρώσους, στους οποίους πολλές φορές έστειλε
εκπροσώπους του (Κωνσταντίνος Δούκας, Κωνσταντίνος Μαρίνογλου, Ιωάννης
Παπαρρηγόπουλος) για να ζητήσουν εκ μέρους του τον συντονισμό των πολεμικών
ενεργειών εναντίον της Πύλης. Η ισχύς όμως και η ανεξαρτησία του Αλή Πασά είχαν
προκαλέσει την εχθρότητα πολλών Τούρκων αξιωματούχων εναντίον του. Ένας μάλιστα
από αυτούς ο Ισμαήλ Πασόμπεης
προσπάθησε να φέρει σε σύγκρουση τον Αλή Πασά με τους γιους του. Τις
ενέργειες του Πασόμπεη δεν άργησε να πληροφορηθεί ο Αλή Πασάς και
επανειλημμένα, χωρίς όμως επιτυχία, δοκίμασε να τον εξολοθρεύσει, στέλνοντας
ακόμη και ανθρώπους του να τον σκοτώσουν μέσα στο ίδιο το ανάκτορο του
σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη, όπου αυτός είχε εν τω μεταξύ καταφύγει. Αυτό
υπήρξε αφορμή για να κηρυχθεί ο Αλή Πασάς ένοχος εσχάτης προδοσίας και
αποστάτης (φερμανλής). Την εκστρατεία εναντίον του ανέλαβε ο ίδιος ο Πασόμπεης.
Ο Αλή Πασάς μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο που τον
απειλούσε μεταχειρίσθηκε, κατά τη συνήθειά του, όλα τα μέσα για να ελαφρύνει τη
θέση του. Έτσι για να εξευμενίσει
τον σουλτάνο του έστειλε έκθεση σχετικά με τις συνωμοτικές κινήσεις των Ελλήνων,
που τις είχε πληροφορηθεί από κάποιον Ζακυνθινό Διόγο. Οι εχθροί του όμως, και
ιδιαίτερα ο Πασόμπεης, έπεισαν τον σουλτάνο ότι όσα ανέφερε δεν ήταν αληθινά.
Τότε ο Αλή Πασάς απευθύνθηκε προς τους Άγγλους, που ως τότε ήταν ευμενείς
απέναντί του, ζητώντας βοήθεια. Με διπλωματικότητα όμως αυτοί αρνήθηκαν,
λέγοντας πως δεν ήθελαν να αναμιχθούν στα εσωτερικά του τουρκικού κράτους. Ύστερα από αυτό, ο Αλή πασάς
στράφηκε προς Έλληνες οπλαρχηγούς και
με χρήματα και υποσχέσεις τους έπεισε να αγωνισθούν στο πλευρό του. Παράλληλα
ανέθεσε στον Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο να μεταβεί στην Πετρούπολη και να ζητήσει
βοήθεια από τον τσάρο. Αξίζει να σημειωθεί πως τον Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο
-διερμηνέα του γενικού προξενείου της Πελοποννήσου- είχαν φέρει παλαιότερα σε
επαφή με τον Αλή οι Έλληνες σύμβουλοι του τελευταίου, πολλοί από τους οποίους
ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία. Ο Παπαρρηγόπουλος από τότε σε συνεννόηση και
με άλλους Φιλικούς, τον Ιωάννη Βλασσόπουλο, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και με
τον ίδιο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, από το 1819 και εξής σχεδόν ως το τέλος του
Αλή πασά, ενεργούσε ως μεσολαβητής του τελευταίου προς τους Ρώσους επιδιώκοντας
δήθεν την πραγματοποίηση των σχεδίων του Αλή πασά. Στην πραγματικότητα όμως τον
εξαπατούσε, αφού ενισχύοντας τα φιλόδοξα σχέδια του Αλή πασά για τη δημιουργία
ανεξάρτητου κράτους προωθούσε τη ρήξη μεταξύ του τελευταίου και της Πύλης που
θα είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένηση της τουρκικής ενότητος και ισχύος, προς
όφελος της επικείμενης επαναστάσεως των Ελλήνων.
Με την κήρυξη του πολέμου εναντίον του Αλή πασά
εκδόθηκε σουλτανικό «δόγμα»,
σύμφωνα με το οποίο, όσοι έρχονταν να πολεμήσουν στο πλευρό των σουλτανικών
δυνάμεων, θα έπαιρναν πίσω τα χωριά τους και τις ιδιοκτησίες τους. Ο σουλτάνος
απέβλεπε κυρίως στον προσεταιρισμό των Σουλιωτών, που αποτελούσαν αξιόλογη
πολεμική δύναμη. Για τους
Σουλιώτες η ευκαιρία ήταν μοναδική. Έτσι ήλθαν σε επαφή στα Σύβοτα (νησάκια
στις ακτές της Θεσπρωτίας) με τον υποναύαρχο του τουρκικού στόλου Αλή βεγή και
δήλωσαν πως θα υπηρετούσαν στον τουρκικό στρατό εναντίον του προαιώνιου εχθρού
τους, εφόσον θα ετηρείτο το σουλτανικό δόγμα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ο Αλή βεγής, αφού τους διαβεβαίωσε
για την τήρηση της σουλτανικής αποφάσεως, με τη βοήθεια 300 Σουλιωτών ανάγκασε
τον Αλβανό διοικητή Βελή πασά να παραδώσει την Πρέβεζα. Από εκεί οι 300
Σουλιώτες έφθασαν στο σουλτανικό στρατόπεδο των Ιωαννίνων και ζήτησαν την
εκτέλεση της υποσχέσεως που τους δόθηκε. Ο αρχηγός όμως του σουλτανικού στρατού
Ισμαήλ Πασόμπεης, που εν τω μεταξύ είχε προαχθεί σε πασά, αν και αρχικά δέχθηκε
να έλθουν οι Σουλιώτες ως σύμμαχοι στο στρατόπεδο των Ιωαννίνων, τελικά
υπαναχώρησε, ενδίδοντας στις εκκλήσεις Τουρκαλβανών συμβούλων του, που τον
έπεισαν να μην αποδοθεί η περιοχή του Σουλίου στους Σουλιώτες, γιατί, όπως
έλεγαν, ποτέ αυτοί δεν θα γίνουν πιστοί υπήκοοι του σουλτάνου, αφού «ποτέ
ραγιάδες δεν έζησαν, ούτε χαράτζι επλήρωσαν». Έτσι ο Ισμαήλ Πασόμπεης, Αλβανός
και ο ίδιος, όχι μόνο δεν τους επέτρεψε να αναχωρήσουν για την πατρίδα τους,
αλλά σχεδίαζε και την πλήρη εξόντωσή τους.
Οι Σουλιώτες που πληροφορήθηκαν τις προθέσεις του
Ισμαήλ πασά εξουσιοδότησαν τον Μάρκο Μπότσαρη να έλθει, μέσω του συμβούλου του
Αλή πασά Αλεξάνδρου Νούτσου, Φιλικού, σε επαφή μαζί του για να συζητήσουν μια
ενδεχόμενη συμμαχία. Για το θέμα
της συμμαχίας του Αλή πασά και Σουλιωτών υπάρχουν δύο αντίθετες απόψεις.
Σύμφωνα με την άποψη Κουτσονίκα, Σουλιώτη αγωνιστή του 21, οι Σουλιώτες ήδη από
τον καιρό της διαμονής τους στην Κέρκυρα γνώριζαν τα σχέδια της Φιλικής
Εταιρείας και μάλιστα, όταν ήλθαν στο σουλτανικό στρατόπεδο των Ιωαννίνων,
είχαν κρυφές συνεννοήσεις με τους Φιλικούς συμβούλους του Αλή πασά. Απώτερος
σκοπός της συμμαχίας τους με τον σουλτάνο ήταν να μπορέσουν να φύγουν από τα
Επτάνησα, αφού τους απαγόρευαν την έξοδο οι Άγγλοι, και στη συνέχεια να
μεταπηδήσουν στο στρατόπεδο του Αλή, ενισχύοντας τον τελευταίο στον πόλεμό του
εναντίον της Πύλης, ώστε να απασχολούνται οι σουλτανικές δυνάμεις εκεί και να
δράσουν ελεύθερα οι Έλληνες επαναστάτες στην Πελοπόννησο.
Σύμφωνα με την αντίθετη άποψη, του Χριστόφορου
Περραιβού, οι αγώνες των Σουλιωτών στο πλευρό του Αλή δεν είχαν ακόμη εθνικό
χαρακτήρα, αλλά απέβλεπαν μόνο στην επανάκτηση της πατρικής γης. Η γνώμη του
Περραιβού επίσης ήταν πως καμιά συνεννόηση δεν είχε προϋπάρξει με τους
Φιλικούς. Επιδίωξαν τη συμμαχία με τον Αλή αποβλέποντας στην επανάκτηση της
πατρικής γης όταν διαπίστωσαν πως δεν θα την έπαιρναν βοηθώντας τον σουλτάνο.
Ανεξάρτητα από το ποια ήταν τα κίνητρά τους, για να συμμαχήσουν με τον Αλή
έθεσαν τους εξής όρους: να τους επιστραφεί το Σούλι με όλη τη γύρω από 60
χωριά περιοχή και το οχυρό της Κιάφας, να τους δοθεί οικονομική ενίσχυση από
200.000 γρόσια και ως όμηρος ένας από τους εγγονούς του Αλή πασά. Οι ίδιοι θα
έδιναν ως ομήρους έξι Σουλιώτες.
Πραγματικά ο Αλή πασάς δέχθηκε τους τόσο βαρείς γι’
αυτόν όρους των Σουλιωτών, γιατί ήταν η μόνη σημαντική βοήθεια στην οποία
μπορούσε πια να ελπίζει. Επιπλέον υποσχέθηκε να δίνει 100 γρόσια τον μήνα σε
κάθε Σουλιώτη που θα πολεμούσε γι’ αυτόν. Είχε ήδη εγκαταλειφθεί από τους πιο
ικανούς συνεργάτες του, ακόμη και από τους ίδιους τους γιους του, που είχαν
παραδώσει στους Τούρκους τις πιο ισχυρές του θέσεις, τα φρούρια Ναυπάκτου,
Πρέβεζας, Πάργας και Μπερατιού, και ήταν αποκλεισμένος μέσα στο φρούριο των
Ιωαννίνων, το Ιτς Καλέ. Είκοσι
έξι πασάδες ήταν επικεφαλής πολυάριθμου τουρκικού στρατού, που είχε κατακλύσει
την περιοχή μεταξύ Ιωαννίνων, Πρέβεζας και Πάργας. Ο κλοιός της τουρκικής
πολιορκίας τον περιέσφιγγε ήδη απειλητικά.
Οι Σουλιώτες με τον εγγονό του Αλή πασά Χουσεΐν,
γιο του Μουχτάρ πασά, αφού κατόρθωσαν να διαφύγουν από το σουλτανικό
στρατόπεδο, ξεκίνησαν στις 6 Δεκεμβρίου για το Σούλι έχοντας μαζί τους διαταγή
του Αλή πασά προς τον φρούραρχο του Σουλίου Μουρτοτζιάλη να τους παραδώσει τη
γη τους. Την επομένη και ενώ τους χώριζαν 6 ώρες πορεία από το Σούλι κατέλαβαν
εξ εφόδου φρούριο του χωριού Βαριάδες, που το θεωρούσαν σημαντικό έρεισμα για
τις μελλοντικές τους επιχειρήσεις. Η κατάληψη του φρουρίου μπορεί να θεωρηθεί
ως ένα από τα πρώτα επαναστατικά επεισόδια. Την ίδια μέρα έφθασαν στο Σούλι.
Επειδή οι Λιάπηδες (Ζουλακιώτες Τουρκαλβανοί) αρνήθηκαν, παρά τη συμφωνία
Σουλιωτών και Αλή, να επιστρέψουν τις σουλιώτικες ιδιοκτησίες, ένα τμήμα
Σουλιωτών αναγκάσθηκε να μείνει εκεί για να τους πολιορκεί, ενώ οι υπόλοιποι
ανέλαβαν να εκκαθαρίσουν την περιοχή από τους Αλβανούς Τσιάμηδες συμμάχους του
Ισμαήλ Πασά, τους οποίους είχε διατάξει να επιτεθούν εναντίον των αποστατών
Σουλιωτών. Λίγες ημέρες αργότερα οι Σουλιώτες νίκησαν τους Τσάμηδες και
ανάγκασαν τους Λιάπηδες να παραδώσουν τελικά τις σουλιώτικες ιδιοκτησίες που
κρατούσαν. Έτσι στις 12 Δεκεμβρίου 1820, το Σούλι ήταν ελεύθερο και αυτή η
ημερομηνία αποτελεί ορόσημο του Αγώνος, γιατί το Σούλι ήταν η πρώτη ελληνική
περιοχή που απελευθερωνόταν από τους Τούρκους. Εξαίρεση αποτελούσε το
φρούριο της Κιάφας, ο φρούραρχος του οποίου, εκτελώντας προφανώς μυστική
διαταγή του Αλή πασά, αρνιόταν να το παραδώσει στους Σουλιώτες. Ωστόσο 50
Σουλιώτες ξεγελώντας τον πως δήθεν ήθελαν να διαπραγματευτούν μαζί του μπήκαν
δυο δυο στο φρούριο και τελικά τον πειθανάγκασαν να δεχθεί να πάρουν μέρος και
αυτοί στη φρούρησή του.
Από τη στιγμή αυτή οι Σουλιώτες επιδόθηκαν σε
συνεχή αγώνα για να κρατήσουν ελεύθερη τη χώρα τους, ενώ παράλληλα οι Τούρκοι συνειδητοποίησαν πως ο
πραγματικός εχθρός τους δεν ήταν τώρα πια ο πολιορκημένος στα Ιωάννινα Αλή
πασάς αλλά οι Σουλιώτες που είχαν επανακτήσει τα ισχυρά ερείσματά τους. Έτσι οι
Τούρκοι ανέλαβαν ανελέητο αγώνα εναντίον των Σουλιωτών. Στον Ισμαήλ πασά, που θεωρήθηκε
υπεύθυνος από τον Σουλτάνο για τις επαναστατικές ενέργειες και τις επιτυχίες
των Σουλιωτών, δόθηκε βραχύτατη προθεσμία, υπό την απειλή αυστηρότατων
κυρώσεων, για να τους συντρίψει.
Ο Ισμαήλ πασάς, για να ανταποκριθεί στη σουλτανική
εντολή, έστειλε αμέσως 7.000 στρατό εναντίον των Σουλιωτών, ο οποίος κατέλαβε τις επίκαιρες θέσεις Δερβιτσανά
και Λέλοβο. Με εντολή του επίσης τοποθετήθηκαν φρουρές στη Βογόρτσα, Τόσκεσι,
και Πέντε Πηγάδια (Κλεισούρα) και ενισχύθηκαν οι φρουρές της Άρτας και της
Πρέβεζας.
Ο σουλτάνος τότε υποχρέωσε τον πατριάρχη να εκδώσει
δύο αφορισμούς, στις 24 Δεκεμβρίου 1820 και στις 4 Ιανουαρίου 1821, εναντίον
των Σουλιωτών που
θα πολεμούσαν στο πλευρό του Αλή πασά. Στα πλαίσια αυτής της τακτικής των
Τούρκων εντάσσεται και η διαταγή που δόθηκε στον μητροπολίτη Άρτας Πορφύριο να
νουθετήσει, απειλήσει και δωροδοκήσει τους κατοίκους των γύρω χωριών για να μην
προσχωρήσουν στους Σουλιώτες. Όπως ήταν φυσικό ούτε οι αφορισμοί ούτε οι
προσπάθειες του Πορφυρίου επηρέασαν την απόφαση των Σουλιωτών να πολεμήσουν
τους Τούρκους. Παράλληλα παράγγελνε στους Σουλιώτες να καταθέσουν τα όπλα.
Εκείνοι όμως απάντησαν στον Ισμαήλ πασά με επιστολή (17 Δεκεμβρίου ή 17
Ιανουαρίου), στην οποία του έγραψαν πως αποκλειστικά υπεύθυνος για την
αποστασία τους ήταν ο ίδιος που δεν τήρησε το σουλτανικό δόγμα.
Οι Σουλιώτες, αφού διευθέτησαν τα σχετικά με την
πολιτική τους διοίκηση (8μελή κυβέρνηση υπό τον Νότη Μπότσαρη και αρχιστράτηγο
τον Μάρκο Μπότσαρη), έστειλαν εκπροσώπους τους από τη μια στον πρώην επίσκοπο
Άρτας Ιγνάτιο, που διέμενε τότε στην Πίζα και κατείχε μεγάλο βαθμό στην
ιεραρχία των Φιλικών, για να ζητήσουν οδηγίες και πολεμοφόδια, τα οποία και
σύντομα τους στάλθηκαν, και από την άλλη στην Κέρκυρα, για να συνεννοηθούν με
τους άλλους Φιλικούς. Αμέσως μετά ανέλαβαν αντεπίθεση. Στις 22 Δεκεμβρίου
κατέλαβαν το χωριό Θεριακίς, προσέβαλαν στους Κουμουζάδες 200 Τούρκους ιππείς,
οι οποίοι συνόδευαν μεταφορείς πολεμοφοδίων και τροφών, και κατέλαβαν τα Πέντε
Πηγάδια, που τα εγκατέλειψαν έντρομοι οι Τούρκοι φρουροί. Έτσι οι σουλτανικές
δυνάμεις έχασαν τον έλεγχο της επικοινωνίας μεταξύ Ιωαννίνων, Άρτας και
Πρέβεζας. Στην προσπάθειά του
να επανακτήσει την οχυρή θέση Πέντε Πηγάδια ο Ρούμελη βαλεσή Σελήμ πασάς
επικεφαλής 5.000 στρατιωτών ηττήθηκε με μεγάλες απώλειες από τον Μάρκο Μπότσαρη.
Στα μέσα Ιανουαρίου οι Σουλιώτες μετά από οκτάωρη μάχη επέτυχαν να διώξουν τους
Τούρκους από τα Τσεριτσανά και να καταλάβουν τα χωριά που εγκαταλείφθηκαν από
τους Τούρκους, Πλέσσα και Γρατσανά. Τους έδιωξαν επίσης από την επαρχία του Λελόβου.
Οι παραπάνω επιτυχίες των Σουλιωτών ενθάρρυναν τον
Αλή πασά. Τις ημέρες εκείνες είχαν
έλθει σε επαφή μαζί του οι μπέηδες Γιουσούφ, Ομέρ Βρυώνης, Σιλιχτάρ, Άγος
Μουχουρδάρης και άλλοι, που ήταν δυσαρεστημένοι με την Ισμαήλ πασά επειδή
καθυστερούσε τις βαθμολογικές προαγωγές τους. Ο Αλής συμφώνησε με τους μπέηδες
να ενεργήσουν ταυτόχρονη επίθεση εναντίον του σουλτανικού στρατού∙ από τη μια ο
Αλή πασάς με 2.000 θα επιχειρούσε έξοδο από τα Ιωάννινα και από την άλλη οι
μπέηδες θα έκαναν επίθεση στο τουρκικό στρατόπεδο από τα πλάγια και τα νώτα. Ο
Αλή πασάς ζήτησε τότε και τη βοήθεια των Σουλιωτών στην επιχείρηση αυτή. Οι
Σουλιώτες προσποιήθηκαν ότι θα τον βοηθούσαν, αν ανέβαλλε για λίγο την
επιχείρηση και συγχρόνως ο απεσταλμένος τους καθυστερούσε σκόπιμα. Και οι
μπέηδες τελικά δεν κινήθηκαν γιατί την παραμονή της επιχειρήσεως που είχε
σχεδιασθεί να γίνει σε συνεργασία με τον Αλή πασά προήγαγε ο Ισμαήλ πασάς τον
Ομέρ Βρυώνη σε βεζίρη και τον Γιουσούφ σε πασά. Ο Αλή πασάς, όμως, που δεν είχε
ενημερωθεί σχετικά με την στάση των μπέηδων, κινήθηκε μόνος του (14 Ιανουαρίου
1821). Οι 1.500 Αλβανοί του, υπό τον Μάνε Ντούντο, αγωνίσθηκαν με πείσμα
και κατόρθωσαν να περιορίσουν τους Τούρκους στο μισό τμήμα της πόλεως των
Ιωαννίνων. Τελικά όμως οργανωμένη αντεπίθεση όλου του τουρκικού στρατού έτρεψε
τις δυνάμεις του Αλή σε φυγή. Τότε σκοτώθηκε και ο Μάνε Ντούντο.
Η απόφαση των Σουλιωτών να μην συμπράξουν με τον
Αλή πασά εναντίον των Τούρκων ήταν σωτήρια για την εθνική υπόθεση. Η βοήθειά τους θα μπορούσε να συντελέσει στη νίκη
του Αλή πασά εναντίον των σουλτανικών στρατευμάτων και το πιθανώτερο θα ήταν
στη συνέχεια ο νικητής Αλής να ζητούσε αμνηστία από την Πύλη και σε αντάλλαγμα
να τασσόταν στο πλευρό της εναντίον των Ελλήνων.
Τελείως ανίσχυρος ο Αλή πασάς μετά την ήττα του
είδε σαν ανέλπιστη τύχη την αποστασία από το σουλτανικό στρατόπεδο των
υπολοίπων αξιωματούχων που δεν είχαν προαχθεί και είχαν τον φόβο μήπως
προδοθούν οι επαφές τους με τον Αλή πασά. Έτσι την επομένη ημέρα στο στρατόπεδό
του έφθασαν ο Σιλιχτάρ Πόττας, ο Άγος Μουχουρδάρης, ο Ταχήρ Αμπάζης με 700
Αλβανούς. Αργότερα οι αποστάτες από το σουλτανικό στρατόπεδο Αλβανοί έφθασαν
τους 1.500. Ο Αλή πασάς τους
έστειλε αμέσως να συνεργασθούν με τους Σουλιώτες. Η συνθήκη συνεργασίας μεταξύ
Αλβανών αγάδων και Σουλιωτών καπεταναίων υπογράφτηκε στις 15 Ιανουαρίου και διατηρήθηκε σχεδόν όλο το
πρώτο έτος της Ελληνικής Επαναστάσεως. Ίσως τότε ο Αλή πασάς παραχώρησε στους
Σουλιώτες και το οχυρό της Κιάφας ή λίγο αργότερα, αν δεχθούμε ότι επηρεάστηκε
από πλαστή επιστολή του Καποδίστρια, που ο Φιλικός Ράγκος έδωσε τον Φεβρουάριο
του 1821 στους Σουλιώτες και εκείνοι φρόντισαν να διαβιβασθεί στον Αλή, ο
οποίος πάντα απέβλεπε στη μεσολάβηση του Καποδίστρια για ρωσική βοήθεια.
Η προσχώρηση των Αλβανών στο πλευρό του Αλή πασά
ανησύχησε ιδιαίτερα τον σουλτάνο,
ήδη εξοργισμένο από την αδυναμία του Ισμαήλ πασά να υποτάξει τους επαναστάτες.
Έτσι αποφάσισε να τον αντικαταστήσει. Διόρισε τότε ως Μοριά βαλεσή και
σερασκέρη της εναντίον του Αλή πασά εκστρατείας τον πρώην βεζίρη Χουρσήτ. Ο
Χουρσήτ, αρχικά έφθασε στην Τριπολιτσά και όταν βεβαιώθηκε ότι οι φήμες για
συνωμοτικές εκεί κινήσεις των Ελλήνων ήταν σπερμολογίες των κατασκόπων του Αλή
πασά, που προσπαθούσε έτσι να δημιουργήσει αντιπερισπασμό, διόρισε καϊμακάμη
και αναχώρησε για τα Ιωάννινα.
Παράλληλα ο Αλή βεγής προσπάθησε στις αρχές
Φεβρουαρίου με τη μεσολάβηση των γνωστών στους Σουλιώτες Βεκήρ Τσουγαδούρο,
φρούραρχο της Πρέβεζας, και του αρχηγού της επαρχίας Γιαννάκη Γιώργη, να
επαναφέρει τους Σουλιώτες στο σουλτανικό στρατόπεδο. Οι Σουλιώτες, με την
πρόφαση πως μελετούν την πρόταση, κωλυσιεργούσαν και δεν έδωσαν απάντηση ως τις
20 Φεβρουαρίου. Μάλιστα σ’ αυτό το διάστημα μετέφεραν από την επαρχία Λελόβου
όλα τα τρόφιμα και τα άλλα αναγκαία που υπήρχαν εκεί. Τελικά άρχισαν τις διαπραγματεύσεις,
αντήλλαξαν και ομήρους, αλλά οι Σουλιώτες πρότειναν όρους δυσμενείς, με σκοπό
να κερδίσουν χρόνο. Όταν δεν χωρούσε άλλη αναβολή και οι Σουλιώτες έπρεπε να δώσουν τελική απάντηση για
τη συμφωνία, ανακοίνωσαν ότι
δεν μπορούσαν να την υπογράψουν, γιατί μετά την απιστία του Ισμαήλ πασά δεν
πίστευαν πια στις υποσχέσεις των Τούρκων. Εξαγριωμένοι οι Τούρκοι έστειλαν
τον Γιουσούφ πασά και τον Χασάν πασά να επιτεθούν εναντίον του Νικολάου
Τζαβέλλα που βρισκόταν τότε στη Φιλιππιάδα. Μετά επίμονη μάχη 12 ωρών, κατά την
οποία ενίσχυσε τους συμπατριώτες του και ο Νότης Μπότσαρης, οι Σουλιώτες
αναγκάστηκαν να αποσυρθούν στο Σούλι, όπου με την άμυνά τους υπολόγιζαν να
ανακόψουν την ορμητική προέλαση των Τούρκων (12 Μαρτίου).
Στις 15 Μαρτίου έφθασε ο Χουρσήτ πασάς στα Ιωάννινα
ως αρχιστράτηγος των επιχειρήσεων εναντίον του Αλή πασά και των Σουλιωτών, σε αντικατάσταση του Ισμαήλ πασά που απέτυχε να
εκπληρώσει τη σουλτανική εντολή. Πανίσχυρος, διαθέτοντας πολεμικές ικανότητες
και σωφροσύνη ο Χουρσήτ πασάς, επέβαλε ενότητα και πειθαρχία στο στρατόπεδο και
οργάνωσε δραστήρια την πολιορκία των Ιωαννίνων. Ο Αλή πασάς κατάλαβε πόσο
μεγάλος ήταν ο κίνδυνος και ζήτησε αμνηστία, ρίχνοντας την ευθύνη της
αποστασίας του στον Ισμαήλ πασά. Ο Χουρσήτ τότε του ζήτησε παράδοση άνευ όρων,
την οποία ο Αλή πασάς απέρριψε. Αντίθετα πρόσφερε αμνηστία και γενναίες αμοιβές
στους Σουλιώτες, αν επέστρεφαν στην υπηρεσία του σουλτάνου. Αλλά και αυτοί
αρνήθηκαν, αφού σκοπός τους ήταν, σύμφωνα με τον Κουτσονίκα, να διατηρηθεί η
εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Τούρκων και Αλή πασά προς όφελος της ελληνικής
υποθέσεως.
Επίθεση των Σουλιωτών και των συμμάχων τους
εναντίον της Άρτας και προσωρινή κατάληψη της πόλεως. Διάλυση της συμμαχίας
Ελλήνων και Τουρκαλβανών
Στο μεταξύ η πολιορκία του Αλή γινόταν όλο και πιο
στενή και ο Χουρσήτ φαινόταν αποφασισμένος να αδιαφορήσει προσωρινά για την πολεμική
δράση των Σουλιωτών και να συγκεντρώσει όλες του τις προσπάθειες για την
κατάληψη των Ιωαννίνων. Αυτή την αλλαγή τακτικής του Χουρσήτ εκμεταλλεύθηκαν οι
Έλληνες και, συνεννοημένοι με τους άλλους πολεμιστές της δυτικής Στερεάς,
έστρεψαν το ενδιαφέρον τους προς την Άρτα, όπως τους ζητούσε με αλλεπάλληλες
επιστολές ο Αλή πασάς, αποβλέποντας στην αμέσως μετά επιχείρηση απελευθερώσεώς
του από τους ενισχυμένους μετά την κατάληψη της Άρτας Σουλιώτες και
Τουρκαλβανούς συμμάχους του. Για να τους δελεάσει τους υποσχόταν αμοιβές
μεγάλες και στους Έλληνες ιδιαίτερα υποστήριξη της ελληνικής επαναστάσεως.
Αντίθετα όμως από τους Τουρκαλβανούς πολλοί Σουλιώτες και οι Ακαρνάνες και
Αιτωλοί, που κατά την ανανέωση της ελληνοαλβανικής συνθήκης συμμαχίας στο Πέτα
(1η Σεπτεμβρίου) είχαν
γίνει και εκείνοι μέλη της, συμφωνούσαν με τον Μαυροκορδάτο, που είχε ταχθεί
εναντίον της άμεσης ενισχύσεως του Αλή πασά. Οι Έλληνες, που δυσπιστούσαν πάντα
στον Αλή πασά, φοβήθηκαν πως τελικά θα προτιμήσει να δεχθεί αμνηστία από τον
σουλτάνο και να κτυπήσει τους Έλληνες μαζί με τον σουλτανικό στρατό. Παράλληλα
είχε προταθεί ένα άλλο σχέδιο, να πραγματοποιηθεί εκστρατεία για την εκκαθάριση
των παραλίων, από την Πρέβεζα μέχρι την Πάργα, που θα είχε ως αποτέλεσμα τη
δυνατότητα ανεφοδιασμού των επαναστατών της Ηπείρου. Τελικά όμως αποφασίστηκε η
εκστρατεία εναντίον της Άρτας, χωρίς όμως προέκτασή της και ως τα Ιωάννινα.
Από τις αρχές του φθινοπώρου δυνάμεις από την
Ακαρνανία, με αρχηγούς των Γώγο, τον Ράγκο, τον Κατσικογιάννη και άλλους,
βρίσκονταν ήδη στα περίχωρα της Άρτας. Στις αρχές Νοεμβρίου η εκστρατεία
εναντίον της τουρκικής εστίας ήταν έτοιμη. Στις
12 Νοεμβρίου 650 Σουλιώτες υπό τους Μάρκο και Νότη Μπότσαρη και Τουρκαλβανοί
σύμμαχοι υπό τους Άγο
Μουχουρδάρη, Ταχήρ Αμπάζη και Τσεγκόμπεη κατέλαβαν τη στρατηγική θέση Μαράτι (ή
Μαράτες) κοντά στον Άραχθο. Η κατάληψη όμως της Άρτας δεν ήταν εύκολη, γιατί
και η οχύρωσή της ήταν αξιόλογη και ο στρατός που την υπεράσπιζε περνούσε τις
τέσσερις χιλιάδες. Επικεφαλής τους ήταν ο Σουλεϊμάν πασάς, ο Ισμαήλ πασάς
Πλιάσσα, ο Χασάν πασάς και άλλοι.
Από τις 13 Νοεμβρίου οι Τούρκοι προσπάθησαν με
επανειλημμένες επιθέσεις να εκδιώξουν τους Σουλιώτες και τους συμμάχους τους από τη θέση Μαράτι, χωρίς
όμως αποτέλεσμα. Σύντομα έφθασαν προς ενίσχυση των Σουλιωτών, Αιτωλοακαρνάνες
υπό τους Βερνακιώτη, Τσόγκα, Ίσκο, Μακρή και άλλοι, και όλοι μαζί στις 17
Νοεμβρίου, επιτέθηκαν εναντίον της Άρτας. Όπως αφηγείται ο Φιλήμων, οι Έλληνες
«επιπεσόντες εκ τεσσάρων μερών κατά της Άρτης και κατακυριεύσαντες του
προαστείου αυτής Μιχουτσίου, εισήλθον εις την πόλιν... Κατέλαβον το περισσότερο
μέρος της πόλεως, τα μοναστήρια και τας δυνατάς εκκλησίας... Στενοχωρούμενοι δε
οι σουλτανικοί βέγιδες και αγάδες Αλβανοί, ή ως βλέποντες συμπολεμούντας μετά
των Ελλήνων τον Άγο Μουχουρδάρην και λοιπούς ηυτομόλησαν και εν λόγω τιμής
παρεδόθησαν». Ο Χασάν πασάς όμως πρόβαλε πεισματώδη αντίσταση αλλά τελικά
αναγκάσθηκε να αποσυρθεί στο φρούριο, όπου είχε ήδη κλειστεί ο Σουλεϊμάν πασάς
με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού.
Στο μεταξύ ενώ οι Τούρκοι αμύνονταν στο φρούριο της
Άρτας, τουρκικές δυνάμεις από διάφορα σημεία έσπευδαν να ενισχύσουν τους
πολιορκημένους. Παράλληλα
ο Χουρσήτ πασάς ανέθεσε στον Αχμέτ πασά Βρυώνη να παραβιάσει τη διάβαση της
Ρινιάσσας με τους 3.000 άνδρες του, στους οποίους προστέθηκε και σώμα Τσάμηδων,
και να κατευθυνθεί προς την Άρτα. Παρά την προσπάθεια 1.000 Ελλήνων υπό τον
Μάρκο Μπότσαρη να εμποδίσουν την προέλαση του εχθρικού αυτού σώματος, ο Αχμέτ
πασάς προχώρησε ως το χωριό Λούρο και το έκαψε (31 Νοεμβρίου). Τουρκικό τμήμα
επίσης πλησίασε τα όρια της Ευρυτανίας για να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στις
δυνάμεις των Αιτωλοακαρνάνων που βρίσκονταν στην Άρτα.
Εξάλλου τις ημέρες εκείνες είχε επιστρέψει στα
Ιωάννινα ο Ομέρ Βρυώνης. Ο Χουρσήτ
του ανέθεσε να επιχειρήσει να προσεταιρισθεί τους συμπατριώτες του
Τουρκαλβανούς, συμμάχους του Αλή πασά, αλλά και τους Σουλιώτες και αν ήταν
δυνατόν και τους Αιτωλοακαρνάνες. Έτσι θα εξασθενούσε τον Αλή πασά και
παράλληλα θα κατάφερνε μεγάλο πλήγμα εναντίον της ελληνικής επαναστάσεως. Στην πρόσκληση
του Ομέρ Βρυώνη ανταποκρίθηκαν οι Τουρκαλβανοί και οι Έλληνες σύμμαχοί τους και
έστειλαν στις 31 Νοεμβρίου αντιπροσώπους στα Μολιανά, όπου πρώτα αποφασίστηκε
τριήμερη ανακωχή. Στη σύσκεψη που ακολούθησε οι
Τουρκαλβανοί παραπονέθηκαν στους Σουλιώτες και στους Αιτωλοακαρνάνες για τις
καταστροφές που είχαν προκαλέσει οι συμπατριώτες τους στους Τούρκους της
Ελλάδος, που τις είχαν πληροφορηθεί από τον Ομέρ Βρυώνη αλλά και από τους
Αλβανούς του κεχαγιάμπεη. Για να βεβαιωθούν μάλιστα οι ίδιοι έστειλαν εκπρόσωπό
τους, τον Ταχήρ Αμπάζη, στην Αιτωλοακαρνανία και στην Πελοπόννησο με πρόσχημα
την αναζήτηση εφοδίων για τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Μάταια ο Αλέξανδρος
Μαυροκορδάτος προσπάθησε να πείσει τον Ταχήρ Αμπάζη στο Μεσολόγγι, όπου
συναντήθηκαν, για τη χρησιμότητα της συμμαχίας των Σουλιωτών με τον Αλή πασά.
Οι καταστροφές των τζαμιών και άλλων τουρκικών μεγάρων, που είδε στο ταξίδι
του, συνετάραξαν τον θρησκόληπτο Αλβανό που επέστρεψε κατά τα μέσα Δεκεμβρίου
στην Άρτα και ανακοίνωσε στους συμπατριώτες του τα όσα είδε. Πρότεινε μάλιστα
να επιτεθούν αιφνιδιαστικά εναντίον των Σουλιωτών και να τους αιχμαλωτίσουν.
Στη πρόταση αυτή αντιτάχθηκε ο Άγο Μουχουρδάρης ως «αγενές και άπιστον». Συμφώνησαν όμως όλοι οι
Τουρκαλβανοί να διαλύσουν τη συμμαχία με τους Σουλιώτες και έστειλαν αμέσως αντιπρόσωπο στον
Ομέρ Βρυώνη, ζητώντας του να ανακοινώσει την απόφασή τους στον Χουρσήτ, που
τους χορήγησε με μεγάλη ευχαρίστηση αμνηστία.
Στο μεταξύ οι Σουλιώτες, εκτός από τον στρατό του
Αχμέτ πασά Βρυώνη που ήταν στρατοπεδευμένος στο Λούρο, είχαν να αντιμετωπίσουν
και τον Μεχμέτ Ρεσήτ πασά (Κιουταχή),
που είχε φθάσει στις όχθες του ποταμού Θύαμι (Καλαμά) με 3.000 άνδρες. Οι
κάτοικοι των περιοχών από όπου περνούσε ο τουρκικός στρατός έσπευδαν να
δηλώσουν υποταγή. Τότε αποχώρησαν από την Άρτα και οι Αιτωλοακανράνες
αγωνιστές, που επειδή φοβήθηκαν μήπως ήταν αληθινές οι διαδόσεις για εισβολή
του τουρκικού στρατού στις επαρχίες τους κατέλαβαν τα στενά του Μακρυνόρους. Τα
στρατεύματα όμως του Μεχμέτ Ρεσήτ πασά και του Αχμέτ πασά κατευθύνθηκαν προς
την Άρτα. Η κατάσταση για τους 150 Σουλιώτες, που είχαν απομείνει στην πόλη,
ήταν πολύ κρίσιμη. Τότε οι
Τουρκαλβανοί, που οι Σουλιώτες τους θεωρούσαν ακόμη συμμάχους, τους συμβούλεψαν
να αποχωρήσουν από την Άρτα και
να μεταβούν σε μια κοντινή ορεινή τοποθεσία όπου σε λίγο θα τους συναντούσαν
και εκείνοι. Αλλά, ενώ οι Σουλιώτες μετακινήθηκαν αμέσως, οι Τουρκαλβανοί δεν
ήρθαν προς συνάντησή τους∙ έστειλαν μόνον απεσταλμένους με επιστολή, όπου τους
ανακοίνωναν τη διάλυση της συμμαχίας και τους συμβούλευαν να εγκαταλείψουν την
Άρτα.
Το τέλος του Αλή πασά
Οι Σουλιώτες μετά τις επιχειρήσεις στην Άρτα και τη
διάλυση της ελληνοαλβανικής συμπράξεως, είχαν αποσυρθεί στο Σούλι με σκοπό να ανασυνταχθούν και να συνεχίσουν
αργότερα τον αγώνα. Ο Αλή πασάς που είχε εγκαταλειφθεί από όλους τους συμμάχους
του, αποτραβήχτηκε με τους τζοχανταραίους του στο παλάτι του και διέταξε να το
ανατινάξουν στον αέρα μόλις γίνει αντιληπτή απόπειρα τουρκικής εφόδου. Τότε ο
Αλή Χασάν, πασάς της Εύβοιας, συνεννοημένος και με τους υπόλοιπους πασάδες που
φοβόνταν μη καταστραφούν οι θησαυροί του Αλή πασά, ήλθε σε επαφή μαζί του και
κατόρθωσε να τον πείσει να ζητήσει χάρη από τον σουλτάνο. Εκείνος θα
προσπαθούσε να εισηγηθεί ευνοϊκά γι’ αυτόν αρκεί να έφευγε από το παλάτι. Ο Αλή
πασάς δέχθηκε και πήγε στο νησάκι, στη μέση της λίμνης των Ιωαννίνων. Σε λίγες
ημέρες ο Αλή Χασάν του ανήγγειλε ότι έφτασε το φιρμάνι με τη χάρη του
σουλτάνου. Τότε ο Αλή πασάς διέταξε τον φρούραρχο του κάστρου των Ιωαννίνων να
το παραδώσει στους Τούρκους. Συγχρόνως έφτασε στο νησάκι και ο Αλή Χασάν με το
σουλτανικό φιρμάνι, που το αληθινό του περιεχόμενο ήταν η διαταγή του
αποκεφαλισμού του Αλή πασά. Ο Αλή Χασάν έσπευσε αμέσως να εκτελέσει τη διαταγή
και έτσι στις 25 (ή κατά τον
Περραιβό στις 20) Ιανουαρίου του 1822 ο
άλλοτε πανίσχυρος πασάς των Ιωαννίνων έπεσε θύμα δολιότητος και ραδιουργίας που
τόσες φορές ο ίδιος είχε χρησιμοποιήσει σε βάρος των αντιπάλων του.
Η ελληνική δημοτική παράδοση συνέθεσε μοιρολόγια
για το θάνατο του Αλή Πασά. Όπως το ακόλουθο:
Να ‘ταν οι κάμποι θάλασσες,
και τα βουνά ποτάμια.
Να πνίγονταν ο Τάταρης,
που φέρνει τα φερμάνια.
Δε μου λέτε, δε μου λέτε,
το μπαρούτι που πουλιέται;
Και το φερμάνι έγραφε,
ωρέ, το βέβαιο χαμπέρι.
Σκοτώσαν τον Αλή πασά
από το Τεπελένι.
Αρβανίτες παινεμένοι,
που ‘ναι ο Αλή πασάς καημένοι;
Ξύπνα καημένε Αλή πασά,
ωρέ, να δεις τα Γιάννενα σου, τα Γιάννενά σου.
Τα πήρανε οι Έλληνες,
ωρέ, δεν είναι πια δικά σου.
Αλή Πασάς – Κυρά Φροσύνη
Στο βιβλίο του Σπ. Π. Αραβαντινού
«Ιστορία Αλή Πασά του Τεπελενλή», που εκδόθηκε το 1895, καταγράφεται και η
ιστορία της Κυρά Φροσύνης, η οποία καταδικάστηκε σε θάνατο μαζί με άλλες 17
γυναίκες, με την κατηγορία ότι διήγαν ανήθικο βίο. Τη νύχτα της 10ης Ιανουαρίου
του 1801, με διαταγή του Αλή πασά, οι 18 αυτές γυναίκες ρίχτηκαν στην παγωμένη
λίμνη των Ιωαννίνων, όπου και βρήκαν τραγικό τέλος.
Είναι γνωστή τοις πολλοίς η θλιβερά
ιστορία της Κυρά Φροσύνης. Η θανάτωσις αυτής και των συν αυτή πρόσχημα μεν είχεν την προστασίαν
των δημοσίων ηθών, κύριαν
όμως αφορμήν την ικανοποίησιν της προσβληθείσας φιλοτιμίας και αξιοπρεπείας επισήμου μέλους της οικογένειας του
Αλή, ήτοι της νύμφης αυτού,
συζύγου του Μουχτάρ Πασά. Το αιματηρόν τούτο επεισόδιον ή μάλλον τα αίτια
αυτού ποικιλοτρόπως εξιστορήθησαν υπό των περί Αλή και της εποχής του γραψάντων
και μονονουχί παρεστάθη η Κυρά Φροσύνη, ως νέα Λαΐς και Φρύνη των χρόνων του
Πασά των Ιωαννίνων. Η ποίησις μάλιστα, δια του επαγωγού καλάμου του Βαλαωρίτου,
παρέστησε την Ιωαννίτιδα δέσποιναν ως το μήλον της έριδος Αλή και Μουχτάρ, του
δε δύο αντεραστάς, εν τη μανία της αντιζηλίας ως αποπειρωμένους να εξοντώσωσιν
αλλήλους, υπέροχον δε πάντοτε, εννοείται, εν τη ερωτική παλαίστρα τον
νεανικώτερον Μουχτάρ, ον προετίμα η Κυρά Φροσύνη αντί του γηραιού αντερραστού.
Μνημονεύει μάλιστα η παράδοσις ωρισμένην τοιαύτη απόπειραν κατά της ζωής του
Μουχτάρ, υπό Αλβανού πυροβολήσαντος νύκτα τινά αυτόν εισερχόμενον εις τον οίκον
της Κυρά Φροσύνης. Και αποδίδεται τούτο εις υποκίνησιν αυτού του Αλή. ...
Περιττόν να είπωμεν, ότι πάσαι αυταί αι
εκδόσεις είναι τούτο μεν αποκυήματα φαντασίας ποιητικής, τούτο δε, πεπλανημένων
πληροφοριών προϊόντα. Το κράτος του Αλή επί πάντων αυτού των υπηκόων, ουδέ των
υιών αυτού εξαιρουμένων, ήτο τόσω πανσθενές και απεριόριστον, ώστε δι’ ενός
μόνου νεύματος, δια μιας μόνης διαταγής προς τον φοβερόν Αστυνόμον του Ταχήρ,
εξεπληρούτο αυθωρεί οιαδήποτε αυτού ακόλαστος επιθυμία και περί οιασδήποτε
γυναικός, πολλώ μάλλον περί γυναικός αμφιβόλων ηθών, οία υπήρξεν η Κυρά
Φροσύνη. Κατ’ ακολουθίαν, περί στεναγμών και ρωμαντικών ερώτων του Αλή και περί
αντιζηλιών προς τον υιόν, ουδείς σπουδαίος δύναται να γίνη λόγος. Εις τον
εμμανή προς την Κυρά Φροσύνην έρωτα του Αλή, αν υπήρχε τωόντι τοιούτος, εν και
μόνον ηδύνατο ίσως ν’ αντιταχθή πρόσκομμα, η αξιοπρέπεια του ιδίου οίκου και η
αποφυγή οικογενειακού σκανδάλου. Αλλά μήπως δεν παρείδε πάντα ταύτα ο νέος
ούτος Βοργίας, συνάψας προς αυτήν την νύμφην αυτού, την σύζυγον του Βελή,
πασιγνώστους εν τη αυλή του παρανόμους σχέσεις;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου